Από το ιδιωτικό στο συλλογικό πένθος…
3 Μαρτίου, Κατερίνη
Οικογένειες και φίλοι, ντυμένοι στα μαύρα, ο ένας δίπλα στον άλλον, κλαίνε καθώς το φέρετρο μιας 34χρονης μητέρας που σκοτώθηκε στο φονικότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην Ελλάδα ανυψώθηκε στις σκάλες της εκκλησίας.
Η πρώτη γνωστή κηδεία μετά το δυστύχημα της 1ης Μαρτίου, που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 57 άτομα, έγινε στη βόρεια πόλη της Κατερίνης, καθώς η αστυνομία δήλωσε ότι μέχρι στιγμής έχουν ταυτοποιηθεί 52 σοροί – σχεδόν όλες από εξετάσεις DNA, καθώς το δυστύχημα ήταν αρκετά βίαιο.
Τα βαγόνια εκτοξεύτηκαν από τις ράγες, ορισμένα από αυτά καταπλακώθηκαν και τυλίχθηκαν στις φλόγες, όταν μια επιβατική αμαξοστοιχία συγκρούστηκε με μια άλλη που μετέφερε εμπορεύματα καθώς βρίσκονταν στην ίδια γραμμή και κινούνταν αντίθετα με μεγάλη ταχύτητα στην κεντρική Ελλάδα.
Στην επιβατική αμαξοστοιχία επέβαιναν περισσότεροι από 350 άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους ήταν φοιτητές πανεπιστημίου που επέστρεφαν στη πόλη της Θεσσαλονίκης από την Αθήνα μετά από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας.
Ένα κύμα οργής ξεχύθηκε σε όλη τη χώρα για το δυστύχημα, το οποίο η κυβέρνηση απέδωσε σε ανθρώπινο λάθος, αλλά τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι ήταν αναπόφευκτο λόγω της έλλειψης συντήρησης και της ελαττωματικής σηματοδότησης.
Αμέσως μετά, τις δύο πρώτες ημέρες ακολούθησαν βραδινές διαμαρτυρίες. Περίπου 2.000 διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας, αποκλείοντας τον δρόμο μπροστά από το κοινοβούλιο και ολοκληρώθηκε με ενός λεπτού σιγής στη μνήμη των θυμάτων.
Ακολούθησαν συγκρούσεις με ορισμένους διαδηλωτές που πέταξαν βόμβες μολότοφ και έβαλαν φωτιά σε κάδους απορριμμάτων. Η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα και χειροβομβίδες κρότου λάμψης.
Παράλληλα, φοιτητές διαδήλωσαν και στη Λάρισα, κοντά στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα.
Οι διαδηλωτές σήκωσαν μαύρα μπαλόνια. Ένα πλακάτ έγραφε: «Δεν ήταν ατύχημα, ήταν δολοφονία». Ενώ η λέξη «Δολοφόνοι» ήταν ζωγραφισμένη με κόκκινα χρώματα στην επιφάνεια του δρόμου με τεράστια γράμματα.
Το πένθος, κατά τον Φρόυντ, και δη, το συλλογικό πένθος, είναι απαραίτητο για την επούλωση του τραύματος από την απώλεια, και η μη τέλεση του, μπορεί να προκαλέσει μελαγχολία. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την δια παντός απουσία, έτσι οι διαβατήριες τελετουργίες πριν και μετά τον θάνατο στην παραδοσιακή κοινωνία είχαν ανακουφιστική λειτουργία. Πέρα από την ανακουφιστική ιδιότητα του πένθους, στο παρόν άρθρο θα το αναλύσουμε ως μορφή αντίστασης.
Τι είναι συλλογικό πένθος;
Υπό αυτό το πρίσμα, το συλλογικό πένθος συμβαίνει όταν μια κοινότητα, μια κοινωνία, ένα χωριό ή ένα έθνος βιώνει μια ακραία αλλαγή ή απώλεια. Η συλλογική θλίψη μπορεί να εκδηλωθεί μετά από μεγάλα γεγονότα όπως: πόλεμος, φυσικές καταστροφές ή άλλα που έχουν ως αποτέλεσμα μαζικές απώλειες ή κάποια μεγάλη τραγωδία. Συνοδεύεται από ένα αίσθημα έλλειψης ελέγχου. Το γεγονός για παράδειγμα ότι δεν ήμασταν σε θέση να αποτρέψουμε τις απώλειες, μας κάνει να αισθανόμαστε ανίσχυροι στον απόηχό της τραγωδίας στα Τέμπη. Και όχι μόνο βιώνουμε αυτή τη συλλογική θλίψη μετά από κάθε στιγμή εθνικής κρίσης, αλλά μπορούμε επίσης να νιώσουμε αυτό που είναι γνωστό ως προληπτική θλίψη καθώς η κρίση συνεχίζεται.
Όταν μια ολόκληρη χώρα βιώνει το συλλογικό και προληπτικό πένθος, αυτό το αίσθημα ότι δεν έχουμε τον παραμικρό έλεγχο στη ζωή μας, η αίσθηση ότι «από τύχη ζούμε», τείνει να γίνει ισχυρότερη από ποτέ. Συνήθως στην καθημερινότητά μας είμαστε συντονισμένοι μόνο με τις δικές μας διαδικασίες θλίψης και πένθους, ενώ τώρα είμαστε συνδεδεμένοι και συντονισμένοι με τις διαδικασίες θλίψης και πένθους των άλλων. Γιατί πολύ απλά γνωρίζουμε ότι δυνητικά σε αυτό το τρένο θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς οι ίδιοι, ή τα παιδιά μας, οι αγαπημένοι μας, τα παιδιά των φίλων μας κοκ.
Κι αυτό δεν σταματά εκεί, καθώς αύριο-μεθαύριο θα μπορούσε όντως να βρεθούμε εμείς σε αντίστοιχη θέση. Έτσι εμφωλεύεται μέσα μας ένα συναίσθημα προληπτικής θλίψης, είναι το συναίσθημα που νιώθουμε όταν -κατά κάποιον τρόπο- προληπτικά θρηνούμε και πενθούμε. Βλέπουμε την απώλεια γύρω μας και βλέπουμε ότι τα προβλήματα δεν έχουν διορθωθεί, οπότε ξέρουμε ότι έρχονται κι άλλα στη συνέχεια. Ειδικά όταν ξέρεις ότι τα ινία του κράτους τα ελέγχει μια κυβέρνηση η οποία δεν έχει αναλάβει καμία ευθύνη, με τον Πρωθυπουργό της χώρας, χωρίς καμία περίσκεψη, εγκράτεια και σεμνότητα, να αποδίδει το δυστύχημα σε «τραγικό ανθρώπινο λάθος». Αυτή η ευθυνοφοβία, δεν εμπνέει καμία απολύτως εμπιστοσύνη ακόμα και στους λιγότερο δύσπιστους προς την Κυβέρνηση.
Το πένθος ως πολιτική πράξη
Επομένως, το γεγονός ότι το πένθος μεταφέρθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες των νεκροτομείων στους δρόμους, από μόνο του αποτελεί πολιτική πράξη. Όπως το θέτει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Georg Simmel που συλλαμβάνει το θάνατο όχι ως μια στιγμή, αλλά ως μια διαδικασία αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη ζωή, λέει: «Η λύπη για την απώλεια κάποιου εκφράζεται μέσω τελετουργιών κατευναστικού χαρακτήρα με στόχο τη συσπείρωση των μελών της κοινότητας, την αποκατάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, και την ενδυνάμωση της πληγείσας ομάδας». Με λίγα λόγια, οι διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, στο Σταθμό Λαρίσης, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και αλλού, υπονομεύουν τον ιδιωτικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας και αναδεικνύουν την πολιτική διάσταση των θανάτων αυτών. Έτσι, αναδεικνύονται και κατακρίνονται διαρκώς οι συνθήκες θανάτου και οι απόπειρες αιτιολόγησης, ευθυνοφοβίας και προπαγάνδας που διακατέχονται από πολιτικές σκοπιμότητες, αποτυπώνοντας στην πιο μελανή ίσως έκφανσή τους, τις ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας υπό τις οποίες ζούμε.
Το πένθος μπορεί να γίνει πιο κατανοητό και αποδεκτό σε ιδιωτικό επίπεδο, κεκλεισμένων των θυρών. Τις περισσότερες φορές, αναμένεται να θρηνήσουμε ιδιωτικά μετά από ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως ένα έτος), ώστε να μην παρεμβαίνουμε στη ζωή των ζωντανών. Εξάλλου, τα μαύρα σύννεφα πάντα θα διαλύονται και ο ήλιος θα ανατέλλει την επόμενη ημέρα. Ωστόσο, η δοκιμασία του συλλογικού πένθους μπορεί να φαντάζει υπερβολικά συντριπτική, υπερβολικά πολύπλοκη για να την κατανοήσουμε, ειδικά σε περιπτώσεις που ο θάνατος δεν έχει προέλθει από «φυσικά αίτια», κι ακόμη ειδικότερα όταν νιώθουμε ότι αυτός ο θάνατος ήταν άδικος, προκαλώντας μας αγανάκτηση, οργή και φόβο για το μέλλον.
Έχει μεγάλη σημασία να μάθουμε πώς και πότε να θρηνούμε έξω από το πλαίσιο, να οργιζόμαστε ενάντια σε ό,τι θεωρούμε άδικο και να επεκτείνουμε αυτόν τον θυμό σε συλλογική δράση. Το πιο σημαντικό, πρέπει να υπάρχει κατανόηση ότι ο πόνος και η δυστυχία δεν είναι κάτι προσωπικό που πρέπει να υπομένεται πίσω από κλειστές πόρτες. Η ζωή είναι σκληρή και ένα από τα πιο σκληρά αποτελέσματα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούμε ως κοινωνία είναι η προσδοκία ότι ο πόνος πρέπει να κρύβεται, να θάβεται, να ιδιωτικοποιείται – ένα ψέμα που κατασκευάζεται έτσι ώστε να καλύπτεται και να διατηρείται η ίδια η κοινωνική τάξη που παράγει και τις… απώλειές μας.
Το συλλογικό πένθος αφορά σίγουρα την απώλεια και τη θλίψη, τα κοινά συναισθήματα που προέρχονται από το γεγονός ότι δεν μπορούμε ποτέ να κατανοήσουμε τον πόνο, αλλά μέσα από την απώλεια και τη θλίψη πρέπει να δημιουργείται μια αίσθηση ενδυνάμωσης. Ο Benji Hart στο άρθρο του Feeling is not weakness, γράφει για τη διοργάνωση πορειών διαμαρτυρίας για τη δολοφονία μιας 22χρονης μαύρης γυναίκας το 2015 από έναν αστυνομικό εκτός υπηρεσίας στο Σικάγο. Η διαμαρτυρία, την οποία ονομάστηκε “They don’t care about us“, ένωσε την κοινότητα, αλλά για τον Hart οι κίνδυνοι παραμένουν. «Η έντονη βία… η σκόπιμη διαγραφή της ιστορίας… δεν θα μας αποτρέψει ποτέ από το να αντισταθούμε. Η θλίψη μου είναι η απόδειξη της αγάπης μου…», γράφει. Στο δοκίμιό της “The condition of black life Is one of mourning”, η συγγραφέας Claudia Rankine πηγαίνει ακόμα πιο πέρα:
«Ζούμε σε μια χώρα όπου οι Αμερικανοί αφομοιώνουν πτώματα στην καθημερινότητά τους. Οι θάνατοι των μαύρων είναι μέρος της φυσιολογικής ζωής εδώ… Ο ρατσισμός ενάντια στους μαύρους είναι κομμάτι της κουλτούρας… Το κίνημα Black Lives Matter μπορεί να διαβαστεί ως μια προσπάθεια να διατηρηθεί το πένθος ως μια ανοιχτή δυναμική στην κουλτούρα μας, επειδή οι ζωές των μαύρων βρίσκονται συνεχώς σε μια κατάσταση επισφάλειας».
Μπορούμε να αντέξουμε σχεδόν τα πάντα, όταν αυτά επεξεργάζονται συλλογικά. Το πένθος γενικά θεωρείται κάτι προσωπικό και εσωστρεφές, αλλά όταν μοιραζόμαστε δημόσια την απώλεια και τον πόνο, μειώνουμε τη δύναμη της εξουσίας που μας εξουθενώνει, ενώ ταυτόχρονα οικοδομούμε τις ανθρώπινες κοινωνικές πρακτικές που ανακουφίζουν τον πόνο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής για όλους μας. Αντιμετωπίζοντας τραγωδίες από τα Τέμπη και το Μάτι, μέχρι τις δολοφονίες του Αλέξη Γρηγορόπουλου, του Παύλου Φύσσα, του Κώστα Φραγκούλη κ.α. όχι ως μια στιγμή, αλλά ως μια διαδικασία αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη ζωή, – όπως λέει ο Simmel, ανοίγονται χώροι αμφισβήτησης και ανασυγκρότησης, ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης.
Γι’ αυτό και εκνευρίζονται, άλλωστε, τόσο πολύ με κάθε κίνηση που ταρακουνάει αυτές τις ισορροπίες. Με κάθε κίνηση που κάνει, για παράδειγμα, κάθε δυνητικά προγραμμένος (αφού είναι κοινή παραδοχή ότι ο καθένας μας θα μπορούσε να βρίσκεται στο συγκεκριμένο τρένο), όταν παίρνει την θανατοεικόνα του στα χέρια του ή με τις ακτιβιστικές δράσεις που βγαίνουν στους δρόμους και αξιώνουν το θρήνο για τους νεκρούς ως πολιτική χειρονομία. Γιατί όλες αυτές οι αντιστάσεις δείχνουν με το δάχτυλο την καταστολή, τη βιοπολιτική, τη θανατοπολιτική, την έκθεση στο θάνατο, την πολιτική αδιαφορία αλλά και ότι η διαπλοκή τους, πρέπει, επιτέλους, να γίνουν αναγνωρίσιμες. Το συλλογικό πένθος αποκαλύπτει την καταστροφή της ζωής που αφήνει στο πέρασμά της η απουσία πολιτικής μέριμνας . Αλλά είναι επίσης μάρτυρας της δύναμης του πένθους ως καταλύτη της συλλογικής αντίστασης.
Ο σπουδαίος αγωνιστής των Wobbly, ο Joe Hill, λέει: «Μην πενθείτε, οργανωθείτε!». Αλλά μιλούσε για την απώλεια της ελπίδας και της εμπιστοσύνης ότι μπορούμε να συνεισφέρουμε στους αγώνες για τη δικαιοσύνη, ότι είναι τρόπος ζωής, κουλτούρα αντίστασης.
Πέρα από το πένθος
Κάποια στιγμή το συλλογικό πένθος με τη σειρά του θα εκτονωθεί και θα αρχίσει να φθίνει, όπως και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις. Σημασία έχει να μην μείνουμε με μια επικήδεια προσευχή, και likes σε ένα status στο Facebook, αλλά ούτε και η διατήρηση της συλλογικής μνήμης είναι αρκετή. Χρειάζεται εδώ πέρα το ξεπέρασμα το πένθους. Είναι σημαντικό η κοινωνία να ξεπεράσει το πένθος, το τραύμα και την αγανάκτηση από τη τραγωδία στα Τέμπη και να οργανωθεί ώστε να εκφράσει σαφή συλλογικά αιτήματα που αφορούν τη συλλογική ευημερία και ασφάλεια, την υγεία, την εκπαίδευση, την αποκατάσταση των δημόσιων αγαθών κτλ. Μετατρέποντας το συλλογικό πένθος σε πολιτική δράση.