Η σύγχρονη κοινωνία προσδιορίζει την αλήθεια γύρω από το τι είναι «τρέλα», «αρρώστια», «εγκληματικότητα», διαχωρίζοντας τους «τρελούς» από τους «σώφρονες», τους «άρρωστους» από τους «υγιείς», τους «εγκληματίες» από τους «νομοταγείς», τους «ντόπιους» από τους «μετανάστες», διχάζοντας τον πληθυσμό και περιθωριοποιώντας αυτούς που δεν εμπίπτουν στις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες. Αυτή η διαδικασία περιθωριοποίησης έχει οδηγήσει σε διαφορετικές μορφές καταστολής και κοινωνικού αποκλεισμού, που θυμίζουν σκοτεινές εποχές της ιστορίας, όπως ο μαζικός εγκλεισμός στα άσυλα ή η καταδίκη σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σήμερα, η τάση για εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης και της ψυχικής υγείας, αναδεικνύει ένα νέο μοντέλο διαχείρισης της «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς, όπου το κέρδος υπερτερεί της ανθρώπινης ανάγκης. Ως εκ τούτου, οι περιοχές των δημόσιων αγαθών (υγεία, κοινωνική ασφάλιση, κατοικία κ.λπ.) μετατρέπονται σε κερδοφόρα πεδία επένδυσης λιμναζόντων κεφαλαίων (ιδιωτικές κλινικές, ιδιωτική ασφάλιση κ.ο.κ.).

Η εμπορευματοποίηση της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα

Η οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου οι δημόσιες υπηρεσίες, και ειδικότερα οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, υποβαθμίστηκαν δραματικά. Οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες οδήγησαν στη μείωση της χρηματοδότησης για την υγειονομική περίθαλψη, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των υποδομών και των υπηρεσιών, καθώς και την υποστελέχωση του προσωπικού. Αυτή η υποβάθμιση είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τους θεραπευόμενους, οι οποίοι στηρίζονταν κυρίως στις δημόσιες υπηρεσίες για την πρόσβαση σε ψυχική υγειονομική περίθαλψη.

Παράλληλα, οι πολιτικές για την ψυχική υγεία άρχισαν να μετατοπίζονται προς την ιδιωτικοποίηση. Η εμπορευματοποίηση αυτών των υπηρεσιών παρουσιάστηκε ως λύση για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας της φροντίδας. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αγνοεί τη βασική αρχή ότι η ψυχική υγεία είναι ένα δημόσιο αγαθό και όχι ένα εμπόρευμα. Η μεταφορά της ευθύνης για την παροχή υπηρεσιών από το κράτος στην ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των ανισοτήτων στην πρόσβαση σε ποιοτική φροντίδα.

Η εργαλειοποίηση της αποασυλοποίησης από το νεοφιλελεύθερο κράτος

Το κίνημα της «αποασυλοποίησης», το οποίο εστιάζει στη μεταρρύθμιση του ψυχιατρικού συστήματος και την ένταξη των ψυχικά πασχόντων στην κοινωνία, είχε αρχικά έναν σαφή και ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ψυχίατροι όπως ο Laing, ο Thomas Szasz, ο David Cooper ο Franco Basaglia, και άλλοι, αμφισβήτησαν τις διαγνώσεις ορισμένων ψυχικών ασθενειών, απέφευγαν τις φαρμακευτικές και χειρουργικές θεραπείες της εποχής και απαίτησαν τη μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου, το οποίο συχνά κρατούσε τα άτομα σε ιδρύματα παρά τη θέλησή τους. Το κίνημα της αντικουλτούρας σε μεγάλο βαθμό υποστήριζε αυτήν τη κριτική, επειδή εν μέρει θεωρούσε την ψυχιατρική ως μια προσπάθεια άσκησης ελέγχου κι εξουσίας σε ανθρώπους που δεν συμμορφώνονταν με τα κοινωνικά πρότυπα.

Στην Τεργέστη, ο Franco Basaglia ξεκίνησε το πρόγραμμα αποασυλοποίησης, το οποίο οδήγησε στον περίφημο Νόμο Basaglia [180/1978] που προέβλεπε το κλείσιμο των ψυχιατρείων, ρύθμιζε το θέμα του ακούσιου εγκλεισμού και θέσπιζε τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας μέσα από ανοικτές, κοινοτικές δομές. Την ίδια εποχή, πολλά άρθρα για τα ανθυγιεινά, υπερπλήρεις, σε εντελώς ακατάλληλες υλικές συνθήκες και υποστελεχωμένα, με βρώμικα στρώματα ιδρύματα που συνοδεύονταν από ιστορίες κακοποίησης, κατέκλυζαν τις εφημερίδες. Ήταν η ίδια περίοδος που το μυθιστόρημα και η μετέπειτα βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Στη Φωλιά του Κούκου» έφεραν στο προσκήνιο την οδυνηρή πραγματικότητα των ιδρυματοποιημένων ατόμων.

Γενικότερα, το κίνημα της αποϊδρυματοποίησης επιδιώκει να αποδομήσει τη λειτουργία του ψυχιατρείου ως χώρο εγκλεισμού και καταστολής, όπως αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο έργο του Μισέλ Φουκώ και την κριτική του προς τη νεωτερική λογική και τον κοινωνικό αποκλεισμό των «τρελών». Η αποασυλοποίηση στηρίχθηκε από τον Φουκώ στην ιδέα της επανένταξης των ψυχικά πασχόντων σε μια κοινωνία που θα τους αποδεχόταν ως μέλη της, απορρίπτοντας την καταπιεστική φύση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων.

Ωστόσο, αυτή η κριτική και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες δεν έμειναν απαλλαγμένες από εξωτερικές επιδράσεις και μεταμορφώθηκαν, εν μέρει, σε εργαλείο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ο φιλελευθερισμός, που υπονόμευσε το κράτος πρόνοιας, προωθώντας  την έννοια του «λιγότερου κράτους», χρησιμοποίησε την αποασυλοποίηση ως ένα μέσο για να ενισχύσει την αποκέντρωση και να μειώσει το δημόσιο κόστος. Αντί για την εδραίωση κοινωνικών και κοινοτικών δομών που θα υποστήριζαν την ενσωμάτωσή των ψυχικά πασχόντων, το «όραμα» της αποκέντρωσης μετατράπηκε σε απλή απομάκρυνση του κράτους από την ευθύνη της ψυχικής υγείας.

Τη δεκαετία του 1980, όταν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα η πρώτη φάση της αποασυλοποίησης, παρατηρήθηκε ότι αυτή η διαδικασία ουσιαστικά λειτούργησε ως πρόφαση για τη διάλυση των μεγάλων ψυχιατρικών ιδρυμάτων, με το κράτος να απεγκλωβίζεται από τα οικονομικά βάρη της λειτουργίας τους. Η μεταφορά ευθυνών στους ιδιώτες και τις ΜΚΟ (οι οποίες όπως δήλωσε και ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιώργος Λαμπρούλης, στην Ολομέλεια της Βουλής «όταν κλείνουν παρατούν τους ασθενείς στις πύλες των ψυχιατρείων») οι οποίες προτάθηκαν ως εναλλακτικές λύσεις, οδήγησε σε μια κατακόρυφη αύξηση της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού, αντί της πραγματικής υποστήριξης και ένταξης των ψυχικά πασχόντων. Ήδη από το 2010 προβλεπόταν το κλείσιμο των 3 μεγάλων ψυχιατρείων της χώρας (Δαφνί, Δρομοκαΐτειο, Ψυχιατρικό Θεσσαλονίκης), παρόλο που αυτά μαζί με τους ψυχιατρικούς τομείς των Γενικών Νοσοκομείων άγγιζαν σε πληρότητα το 140% των οξέων περιστατικών.

Εικονογράφηση: @artificial_vandalism / Olafaq

Το νομοσχέδιο της εμπορευματικοποίησης της ψυχικής υγείας

Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε χθες, αναμένεται να φέρει σημαντικές αλλαγές στο τοπίο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα. Η προγραμματισμένη κατάργηση δύο από τα τρία εναπομείναντα Ειδικά Ψυχιατρικά Νοσοκομεία, δηλαδή των Ψυχιατρικών Νοσοκομείων Αττικής (ΨΝΑ-Δαφνί) και Θεσσαλονίκης (ΨΝΘ), θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Αυτή η μεταρρύθμιση δεν σημαίνει απλώς τη διάλυση αυτών των κεντρικών δομών, αλλά και τη συνοδευτική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας που ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την ένταξη ιδιωτικών φορέων. Το νέο δίκτυο θα περιλαμβάνει ιδιωτικές δομές, τόσο κερδοσκοπικού όσο και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και ιδιώτες γιατρούς, γεγονός που αναμένεται να ενισχύσει την παρουσία των ιδιωτικών συμφερόντων στον τομέα της ψυχικής υγείας.

Στην πραγματικότητα, το εν λόγω νομοσχέδιο, προωθώντας την περιφερειοποίηση, δεν εξασφαλίζει την επαρκή χρηματοδότηση για τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη πιθανότητα της πρόκλησης χάους και δημιουργίας ενός πληθυσμού περιπλανώμενων και αστέγων ψυχικά πασχόντων, παρόμοια με την κατάσταση που δημιούργησαν οι «μεταρρυθμίσεις» της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1980.

Η σημερινή κατάσταση αντικατοπτρίζει την επάνοδο των ψυχικά πασχόντων στην κοινότητα, όχι όμως με την έννοια της κοινωνικής ένταξης, αλλά ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του κράτους να υποστηρίξει επαρκώς τις αναγκαίες δομές και υπηρεσίες. Τα κινήματα που αναπτύχθηκαν υπό την επιρροή του Φουκώ, αν και αρχικά υποστήριξαν την επανένταξη και τη μειωμένη καταστολή, βρέθηκαν τελικά μπροστά σε μια πραγματικότητα όπου η αποασυλοποίηση εργαλειοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ενισχύοντας την απομόνωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό παρά την πραγματική ενσωμάτωσης.

Οι συνέπειες της ιδιωτικοποίησης

Η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως καταδεικνύει η εμπειρία από άλλες χώρες, μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα κόστη για τους ψυχικά πάσχοντες, υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών και αύξηση της κοινωνικής ανισότητας. Σε χώρες όπου η ιδιωτικοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης έχει προχωρήσει περισσότερο, παρατηρείται συχνά ότι η πρόσβαση σε ποιοτική φροντίδα εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα των ασθενών. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα δύο ταχυτήτων, όπου οι οικονομικά ευκατάστατοι μπορούν να εξασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα, ενώ οι πιο αδύναμοι παραμένουν εκτός του συστήματος, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού και περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας τους.

Η ιδιωτικοποίηση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών, καθώς οι ιδιωτικές επιχειρήσεις συχνά επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους, μειώνοντας το κόστος μέσω περικοπών στο προσωπικό ή την παροχή υπηρεσιών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική πίεση στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας και σε υποβάθμιση της φροντίδας που παρέχεται στους ασθενείς.

Η δημόσια φροντίδα ως κοινωνικό δικαίωμα

Η δημόσια φροντίδα ψυχικής υγείας δεν αποτελεί μόνο ζήτημα παροχής υπηρεσιών, αλλά πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, πρώην διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Ψ. Ν. Α.)και άλλοι ειδικοί, τονίζουν ότι η ψυχική υγεία πρέπει να αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, και η φροντίδα της πρέπει να είναι προσβάσιμη και ποιοτική για όλους. Η ίδια αναφέρει: «Ο κοινός αγώνας αφορά σε ένα σύστημα που γεννά και συντηρεί τις εξαρτήσεις και την ίδια στιγμή κλείνει κάθε ορίζοντα αλλαγής, κάθε διέξοδο, κάθε ελπίδα να βγουν αυτά τα παιδιά από την κόλαση της εξάρτησης. Αφορά σε μια κυβέρνηση που εμπορευματοποιεί τα όνειρα των νέων, διαψεύδει προσδοκίες και θυσιάζει ζωές στον βωμό του κέρδους.

Ωστόσο, αν και η μετάβαση από τα άσυλα σε κοινοτικές υπηρεσίες αποτελεί σημαντικό βήμα, από μεριάς του κράτους απαιτείται κατάλληλη υποστήριξη και χρηματοδότηση. Η εμπειρία από άλλες χώρες δείχνει ότι η μεταρρύθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας προς ένα κοινοτικό μοντέλο μπορεί να είναι επιτυχής, εφόσον υποστηριχθεί από επαρκείς πόρους και κατάλληλες πολιτικές. Αυτό περιλαμβάνει την εκπαίδευση του προσωπικού, την ανάπτυξη νέων δομών και υπηρεσιών στην κοινότητα, καθώς και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών φορέων υγειονομικής φροντίδας. Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπάρχει ευαισθητοποίηση και κατανόηση του κοινού για τα ζητήματα ψυχικής υγείας, ώστε να αντιμετωπίζονται τα θέματα αυτά με ανοιχτότητα και σεβασμό.

Το κλείσιμο των ψυχιατρείων θα έπρεπε αναμφισβήτητα να συνιστά την κορύφωση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης. Όχι έναν ακόμη δημοσιονομικό στόχο. Οι βίαιες προσαρμογές που συνοδεύουν όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και η υλοποίησή τους βάσει κεντρικών πολιτικών σημαδεύουν τη μετάβαση από την ασυλικού τύπου περίθαλψη στην κοινοτική φροντίδα. Όμως η ασθένεια μπορεί να αντιμετωπιστεί αν κάποιος αντιληφθεί τόσο τα αίτια όσο και τα αποτελέσματά της.

Συμπέρασμα

Σε μια εποχή όπου η κυβέρνηση προχωρά στο fast track κλείσιμο των ψυχιατρείων , η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τις κοινωνικές συνέπειές της. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη για έναν ισχυρό δημόσιο τομέα ψυχικής υγείας, ο οποίος θα διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και θα προστατεύσει τα δικαιώματα των πιο ευάλωτων πολιτών.

Η διαρκής επιμονή στις πολιτικές εμπορευματοποίησης απαιτεί συλλογική δράση και αταλάντευτη δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η ψυχική υγεία δεν αποτελεί αποκλειστικά ένα ατομικό ζήτημα, αλλά και ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό. Η επένδυση σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας που παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας για όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, είναι απαραίτητη για την ευημερία της κοινωνίας.

Η ανεξαρτησία των δομών Ψυχικής Υγείας από τα νοσοκομεία, καθώς και η κατάργηση 2 εκ των 3 εναπομεινάντων Ειδικών Ψυχιατρικών Νοσοκομείων (ΨΝΑ-Δαφνί και ΨΝ Θεσσαλονίκης) που αφήνει ακόμα περισσότερο χώρο στους ιδιωτικούς ομίλους, εκτιμάται ότι θα δημιουργήσουν προβλήματα με έμμεσο αντίκτυπο στους ασθενείς, καθώς και η κατάργηση των δημόσιων δομών απεξάρτησης και πρόληψης, που μεταβιβάστηκαν σε ιδιωτικούς φορείς, σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή. Αυτή η εξέλιξη εκθέτει τους πολίτες σε έναν κόσμο χωρίς τις προστατευτικές δικλείδες, με αποτέλεσμα η ψυχική υγεία να μετατρέπεται σε «καθαρό εμπόρευμα» και η ανθρώπινη ζωή να «απογυμνώνεται» απροστάτευτη.

Το κράτος οφείλει να επενδύσει στην ψυχική υγεία, προκειμένου να αποστιγματιστεί η ψυχική ασθένεια και να παρέχει πιο συμπονετική και περιληπτική φροντίδα και όχι να χρησιμοποιεί την αποασυλοποίηση ως πρόφαση για να αποποιηθεί τις ευθύνες του απέναντι στους πολίτες. Σε τελική ανάλυση, η προστασία της ψυχικής υγείας απαιτεί ένα ολοκληρωμένο και ανθρώπινο σύστημα φροντίδας, το οποίο θα εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια και την ευημερία όλων των πολιτών.

Ως εκ τούτου, από μεριάς μας οφείλουμε να στηρίξουμε τον αγώνα των γιατρών και των εργαζομένων στο χώρο της ψυχικής υγείας αλλά και των ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία και των συγγενών τους, που αντιδρούν ενάντια στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας για την ψυχική υγεία και την απεξάρτηση που ψηφίστηκε χθες κατά πλειοψηφία από τη ελληνική Βουλή.

αποασυλοποίηση

 

Διαβάστε επίσης: Το κίνημα της αντιψυχιατρικής και η αναγέννησή του