Ποιος φοβάται τα Χριστούγεννα; Τι ανακινούν οι γιορτές και οι μυθικές αφηγήσεις γύρω από αυτές; Πόσο διαφορετικό είναι το αποτύπωμα πάνω στον ψυχισμό του καθενός μας; Τα ερωτήματα ξεπήδησαν μετά την ανάγνωση κάποιων άρθρων στο γαλλικό και στο βρετανικό τύπο για τη φοβία των Χριστουγέννων και πυροδότησαν σκέψεις, πολλές σκέψεις σχετικά με το «καθήκον της ευτυχίας» κατά τι διάρκεια των Χριστουγέννων.
Ψυχολόγοι, ψυχίατροι και άλλοι λόγιοι, μέσα από τα γραπτά τους,προσπαθούν –εδώ και κάποιο καιρό– να στοιχειοθετήσουν αυτή την μετανεωτερική φοβία ενώ υπάρχουν και κάποιοι που αμφισβητούν την ύπαρξη της. Είναι άραγε δόκιμος αυτός ο όρος, τι αντανακλά και πόσο μας αφορά; Το βέβαιο είναι πως αυτή τη εμπορευματική τυραννία της ευτυχίας που επικρατεί κατά την χριστουγεννιάτικη περίοδο φέρνει πολλές «φυλές» ανθρώπων σε μεγάλη αμηχανία ή δυσφορία. Ίσως γιατί η ευτυχία, ένα από τα πιο προσωπικά βιωμένα και ανεκτίμητα ανθρώπινα συναισθήματα, εκτρέπεται σε ποσοτικοποιημένο κριτήριο αποτίμησης του βίου. Και κάποιοι που δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια δυσκολεύονται να απαλλαγούν από τις επιθυμίες της πλειονότητες και να αναζητήσουν το δικό τους τρόπο να «απολαμβάνουν», ιδίως όταν δεν βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με αυτό που οι πολλοί ορίζουν ως «καλή ζωή» και «Happy Christmas».
Οι ειδικοί μιλούν για ανθρώπους που πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη, οι οποίες εντείνονται την περίοδο των γιορτών. Έχει καταγραφεί, μάλιστα, και αύξηση καταθλιπτικών επεισοδίων και κρίσεων πανικού. Δεν είναι, όμως, μόνο μια «φυλή» ανθρώπων που φοβάται αυτή την εορταστική περίοδο του χρόνου. Ίσως γιατί η μια όψη της γιορτινής περιόδου των Χριστουγέννων είναι πως αναβιώνουν μύθοι και παραμύθια κάνοντάς μας να νιώθουμε πως ανήκουμε σε κάτι πιο μεγάλο, σπουδαίο και συλλογικό. Η άλλη όψη μιας τέτοιας περιόδου μας φέρνει αντιμέτωπους με τα ελλείματα και τα τραύματα μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που βιώνουν κρίσεις άγχους όταν οι πόλεις και τα σπίτια φωταγωγούνται και στολίζονται και άλλοι που υποφέρουν στη σκέψη εκείνων των «ξεχωριστών ημερών» που τα δώρα «πρέπει» να συνωστίζονται κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα.
Δεν θα αναφερθούμε εκτενώς σε κάθε κατηγορία γιατί ακόμα και η δυσφορία ή η φοβία των Χριστουγέννων είναι πια πολύ προσωπική υπόθεση που δεν εξαρτάται μόνο από τις συνθήκες του παρόντος αλλά και τα τραύματα του παρελθόντος.
Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αγνοήσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι μόνοι ή ασθενείς ή και τα δυο μαζί, μονογονεϊκές οικογένειες αποκομμένες από τον «κοινωνικό δεσμό», οικογένειες ή μονάδες που δεν διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να «γιορτάσουν» και αυτοαποκλείονται από τη χαρά. Τα φωτεινά λαμπιόνια της πόλης και Άγιοι Βασίληδες έχουν, συνεπώς, άλλο ψυχικό αποτύπωμα πάνω τους.
Πριν από δύο χρόνια, τέτοιες μέρες, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν έκτακτη τηλεδιάσκεψη με θέμα «Πώς θα σωθούν τα Χριστούγεννα», αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη να μείνει ανέγγιχτο κάτι από το χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Αναφέρονταν φυσικά τόσο στην οικονομική όσο και στη κοινωνική διάσταση των Χριστουγέννων που είχε πληγεί από την πανδημία. Μόνο που αυτή η διάσταση των Χριστουγέννων θα πρέπει να απασχολεί σοβαρά τους θεσμούς- εγχώριους και ευρωπαϊκούς- ανελλιπώς κάθε χρόνο, δεδομένου πως το «μοντέλο χριστουγεννιάτικης ευτυχίας» που έχει επιβάλει καπιταλιστικός πολιτισμός μας δεν μπορεί να υπηρετηθεί απ’ όλους τους πολίτες του.
Ας δούμε αρχικά τις διάφορες σημασίες των Χριστουγέννων. Στα μέσα του 20ου αιώνα , ο Κλοντ Λέβι Στρος είχε επιμείνει στην αναπαραγωγή των χριστουγεννιάτικων εθίμων ως έναν ύμνο στη συνοχή. Ο Γάλλος ανθρωπολόγος και εθνολόγος αναδείκνυε μέσα από το λόγο τουτη σημασία της φροντίδας των ενηλίκων να πείθουν τα παιδιά πως υπάρχει Αϊ-Βασίλης και πως τα δώρα θα πέσουν από την καμινάδα, επιμένοντας στη σημαντικότητα του παραμυθιού και της νοσταλγίας που θα γεννήσει αργότερα αυτή η ανάμνηση. Τα παιδιά του δυτικού κόσμου, ακόμα και σήμερα, ψάχνουν μέσα στις χριστουγεννιάτικες κάλτσες που κρέμονται πάνω από το τζάκι, μέσα στα παπούτσια τους ή κάτω από το κρεβάτι τους –ανάλογα τον τοπικό μύθο– για να βρουν εκείνο που ζήτησαν ή εκείνο που ονειρεύτηκαν, γεμάτα προσδοκίες. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους ενηλίκους που ανταλλάσσουν πακέτα προσδοκιών και υποσχέσεων κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα.
Ποιος φοβάται λοιπόν τα Χριστούγεννα; Κάποιοι έχουν αναπτύξει φόβο απέναντι στα δώρα δεδομένου πως, όπως έχει επισημάνει ο Γάλλος ψυχίατρος Κριστόφ Μπαγκό, «εκτός από μια οικονομική προσπάθεια, απαιτούν έναν ψυχικό κόπο καθώς πρόκειται για μια πράξη ενσυναίσθησης ». Η Γαλλίδα ψυχίατρος Φανί Ζακ επιμένει πως πρόκειται για μια σύγχρονη αγχώδη διαταραχή που συνδέεται με κάποιο πρώιμο τραύμα. Αν αναλογιστούμε πως οι εορταστικές περίοδοι λειτουργούν ως πηγή ματαιώσεων και απογοητεύσεων ενώ παράλληλα ανακινούν οικογενειακές εντάσεις.
Πως μπορούμε να μεταβολίσουμε τις φοβίες των Χριστουγέννων; Αν προσπαθήσουμε να αποκαθηλώσουμε την ψυχαναγκαστική διεκδίκηση της ευτυχίας, η οποία αναπόδραστα οδηγεί στην εσωτερίκευση του ανταγωνισμού ως παραμέτρου οργάνωσης της καθημερινής μας ζωής, αυξάνουμε σοβαρά τις πιθανότητες μας να πάρουμε σαφείς αποστάσεις από την ευτυχία ως καθήκον.
Αν συμφιλιωθούμε με αυτά που έχουμε και θέσουμε σοβαρά ερωτήματα για αυτά που πραγματικά επιθυμούμε για εμάς κρατώντας απόσταση από τις επιθυμίες και το λάιφ στάιλ της πλειοψηφίας, θα απαλλαγούμε από την ακόρεστη δίψα για ευτυχιοκρατική υπεροχή σε σύγκριση τόσο με τον προγενέστερο εαυτό μας όσο και με τους γύρω μας. Είτε είμαστε μονάδες είτε ζευγάρια, είτε ανήκουμε σε μικρές είτε μεγάλες οικογένειες, είτε έχουμε πολλά ή λίγα χρήματα , είτε στολίζουμε, είτε όχι.
Τότε , ενδεχομένως, να μειωθεί αυτό το αίσθημα ματαιότητας που μας κατακλύζει όταν δεν «περνάμε καλά», δεν «καταναλώνουμε» και δεν διαθέτουμε στο photo gallery μας ρεβεγιόν, διακοπές και φιλιά κάτω από το γκι, όπως αυτά πλασάρονται στις καθεστηκυίες αναρτήσεις των Άλλων στα σόσιαλ μίντια.
Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς κανένα περιορισμό μετά τη διάρρηξη του κανονισμού και την ανατίναξη της έννοιας της κανονικότητας για σχεδόν τρία χρόνια. Η Αθήνα, αναμμένη, είναι όμορφη. Η γιορτινή λάμψη της πάει. Έχουμε όμως δικαίωμα να μην μας αρέσει. Ας τα ζήσουμε χωρίς τον ψυχαναγκασμό της επιβεβλημένης ευτυχίας και χωρίς η κοινωνία να παρεμβαίνει στην ευτυχία μας, φράση δανεική από τον Κορνήλιο Καστοριάδη.