Χρησιμοποιώ το μετρό καθημερινά. Στη διαδρομή μέχρι τη δουλειά, συνήθως διασχίζουν τον συρμό 2-3 επαίτες. Μια παρατήρηση που έχω κάνει και βλέπω να επαναλαμβάνεται με συνέπεια, είναι ότι αυτοί που δίνουν ψιλά στους ανθρώπους που ζητάνε βοήθεια, είναι κυρίως άνθρωποι που προέρχονται από πιο χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Θα μου πείτε, πώς μπορείς να γνωρίζεις με σιγουριά σε ποια κοινωνική τάξη ανήκει ο καθένας, και πιθανόν να με χαρακτηρίσετε φυσιογνωμίστρια. Και μάλλον θα έχετε δίκαιο. Αλλά μεταξύ μας τώρα, σε γενικές γραμμές μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι φτωχός, ποιος είναι σχεδόν φτωχός, και ποιος είναι πλούσιος ή σχεδόν πλούσιος.
Πολλές φορές έχει επίσης τύχει να βρίσκομαι στο σούπερ μάρκετ και να παρατηρώ καλοντυμένους κύριους και κυρίες που παρατηρούν ιδιαίτερα εξεταστικά το καλάθι με τα ψώνια κάποιου λιγότερο προνομοιούχου. Το καλάθι τους συχνά περιλαμβάνει: άπειρα αναψυκτικά, μπύρες, κατεψυγμένες πίτσες, πατατάκια και ένα κάρο ζαχαρωτά που σαπίζουν τα δόντια – όλα σε μεγάλες ποσότητες.
Άλλες φορές στα τραπέζια που κάνουν στα σπίτια τους, στα πανηγύρια και στα γλέντια τους, επικρατεί ένας απίστευτος μαξιμαλισμός. Σε αντίθεση, οι πλούσιοι αρέσκονται σε έναν elegant μινιμαλισμό.
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό ενός πλούσιου ή σχεδόν πλούσιου ανθρώπου είναι, «γιατί αγοράζουν τόσα πολλά σκουπίδια αντί για τα βασικά τρόφιμα μιας υγιεινής διατροφής, όπως φρούτα και λαχανικά ή όσπρια – τρόφιμα που είναι σχετικά φθηνά;».
Εν τω μεταξύ, ένας φτωχός μπορεί να κοιτάξει το καλάθι με τα ψώνια του πλούσιου και να μην αναγνωρίσει ούτε τα μισά από τα προϊόντα που περιέχει.
Πρόκειται για μια κοινωνική διχογνωμία που εντοπίζω συνεχώς: τόσο την έλλειψη πληροφόρησης που συνδέεται με τη φτώχεια όσο και την έλλειψη ενσυναίσθησης που συνδέεται με τον πλούτο – η τελευταία, για μένα, συμβαίνει αρκετά πιο συχνά.
Πολλές φορές οι φτωχοί ξοδεύουν πολλά χρήματα σε βλαβερές τροφές, σε μικροβλακείες και μπιχλιμπίδια, επειδή γνωρίζουν ότι με τον πενιχρό μισθό τους δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ πλούσιοι.
Εάν αφενός οι φτωχοί γνωρίζουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ πλούσιοι, αφετέρου οι πλούσιοι γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν φτωχοί.
Έτσι, η έννοια της αποταμίευσης δεν αποτελεί προτεραιότητα όταν ξέρεις ότι είναι είτε αδύνατο να επιτευχθεί κάτι ουσιαστικό μακροπρόθεσμα.
Ποιος ο λόγος να αποταμιεύεις δέκα ή είκοσι ευρώ στο τέλος του μήνα, όταν μακροπρόθεσμα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σημαντικό με αυτά;
Έτσι, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κακή τους μοίρα, τα χρήματα ξοδεύονται σε μπύρες, fast food ή σε εύκολες και γρήγορες απολαύσεις που ωστόσο είναι χειροπιαστές.
Τα χρήματα ξοδεύονται ως μια μέθοδος για να ανακουφιστεί η ένταση που νιώθουν ότι δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν από τον κύκλο της φτώχειας.
Τα χρήματα ξοδεύονται με την επιδίωξη της επίτευξης της ευτυχίας. Ζουν ξοδεύοντας, αγοράζοντας φτηνά πράγματα που μπορούν να μπαλώσουν μια τρύπια ζωή.
Από την άλλη, οι φτωχοί, βλέπουν τους πλούσιους ως τσιγκούνηδες και φιλάργυρους. ‘Ετσι είναι οι πλούσιοι – αποταμιεύουν τα πάντα και ακόμη περισσότερα, επειδή γνωρίζουν ότι μπορούν να συσσωρεύσουν πλούτο.
Γι’ αυτούς, πραγματικά αξίζει τον κόπο.
Τα χρήματα τους γίνονται εμμονή. Μετατρέπονται σε μια συλλογή και όχι σε κάτι που χρησιμοποιείται ως μέσο επιβίωσης. Επικρατεί ένας παράξενος ενθουσιασμός, σαν να πρόκειται για παιχνίδι, όταν παρατηρούν αυτά τα νούμερα να αυξάνονται. Ως εκ τούτου, σχεδόν ουρλιάζουν από ενθουσιασμό, σαν κάποιος από την ομάδα τους να σκόραρε έναν πόντο χαρίζοντάς τους την κατάκτηση ενός ακόμη επίπεδου.
Αλλά πάνω απ’ όλα, πέρα από τη συλλογή, οι πλούσιοι αγχώνονται με την ιδέα ότι θα ξοδέψουν χρήματα και, το χειρότερο απ’ όλα, ότι θα γίνουν φτωχοί.
Ο φόβος της πτώσης από την κοινωνική τους θέση είναι πραγματικός. Μια θέση στην οποία ζούσαν πάντα μέσω της περιουσιοκρατίας, ή την οποία κατάφεραν να κατακτήσουν.
Εάν αφενός οι φτωχοί γνωρίζουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ πλούσιοι, αφετέρου οι πλούσιοι γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν φτωχοί.
Οι πλούσιοι τρομοκρατούνται από την ιδέα ότι θα ξεμείνουν από χρήματα. Γι’ αυτό και γίνονται άπληστοι. Δεν θέλουν να χάσουν τίποτα από τη συλλογή τους. Κι εδώ που τα λέμε: έχουν περισσότερα να χάσουν.
Το άγχος τους διπλασιάζεται.
Και οι δύο, ωστόσο, ζουν μια αγχώδη ζωή.
Ωστόσο, ο ένας από αυτούς τους δύο ζει πιο ελεύθερα από τον άλλον. Μαντέψτε ποιος;
✥Δείτε επίσης: Η τυραννία του “γκουρμεδοποιημένου” προλεταριάτου