Το περιστατικό ρατσιστικής επίθεσης εναντίον δύο τρανς ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη το βράδυ του Σαββάτου από δεκάδες φανατισμένους, κυρίως ανήλικους εγείρει το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο που λυντσάρει, τρομοκρατεί, τραμπουκίζει και προπηλακίζει. Ένα κτήνος που επιτίθεται χωρίς καν την ανάγκη να τραφεί από το θήραμά του, αλλά εντούτοις για να το κυριαρχήσει, μόνο και μόνο για να του επιβληθεί και να κατουρήσει την περιοχή του. Ένας όχλος ορμώμενος από την επαίσχυντη λύσσα για εξουσία. Στο όνομα μιας ισοπεδωτικής κανονικότητας μισούν, απειλούν και εκφοβίζουν.
Η επίθεση στη Δήμητρα, στη Συκαμιά Λέσβου, από έφηβους, η πρόσφατη επίθεση 30 ανήλικων σε επτά μαθητές, ο βιασμός της 22χρονής κοπέλας στη Λάρισα από ανηλίκους, ο βιασμός της 14χρονης μαθήτριας στη Θεσσαλονίκη από συμμαθητές της, η ληστεία και η ανθρωποκτονία του 86χρονου από 2 παιδιά 12 και 14 ετών, επίσης στη Θεσσαλονίκη αλλά και το πρόσφατο περιστατικό δολοφονίας ενός 16χρονου από τον 18χρονο αδερφό του με ψαλίδι στη Νέα Σμύρνη κ.ά. θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά. Τόσο για τη ραγδαία αύξηση διάπραξης εγκλημάτων με δράστες παιδιά και εφήβους όσο και γιατί και πώς φτάσαμε εδώ.
Ποια η σημασιοδότηση λοιπόν του συμβάντος όταν οι πρωτεργάτες της βίας δεν είναι οι μεσήλικες, σαν αυτούς που με 14 κλωτσιές στο κεφάλι, μέσα σε 11 δευτερόλεπτα σκότωσαν Ζακ Κωστόπουλο στην Ομόνοια, αλλά αντί αυτού, έφηβοι, νέα παιδιά 15, 16 και 17 χρονών που θα μπορούσαν να ήταν παιδιά μας. Ή μήπως όχι;
Κάποιοι θα αναρωτηθούν γιατί δεν συμπεριφέρονται όλοι οι έφηβοι με αυτό τον τρόπο;
Μπορεί να ισχύει αυτό που διαβάσαμε σε ένα σχετικό άρθρο στο Jacobin, το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι γνωστό πως κάθε Σάββατο βράδυ, το κέντρο της Θεσσαλονίκης γεμίζει με νεαρά άτομα, κυρίως αγόρια από τις δυτικές συνοικίες. «Εδώ και χρόνια, είναι γνωστό ότι η Χρυσή Αυγή και τα ανεπίσημα μασκαρεμένα παρακλάδια της δραστηριοποιούνται εκεί συστηματικά». Κάθε τρεις και λίγο, παρατηρούνται ακραία περιστατικά, όπως για παράδειγμα τα επεισόδια στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης το 2021. Όλα αυτά όπως λέει ο συντάκτης του άρθρου, οι «αρμόδιοι» φαίνεται να κάνουν τα «στραβά» μάτια, με αποτέλεσμα το δηλητήριο να εξακολουθεί να εξαπλώνεται. Και έτσι, περιμένουμε απλώς το επόμενο περιστατικό, με ορισμένους να εκπλήσσονται κάθε φορά εκ νέου, άλλους να ανοίγουν σχετικές συζητήσεις, και άλλους να υπόσχονται δράσεις που, στη συνέχεια, περιμένουμε να υλοποιηθούν.
Μπορεί επίσης, να υπάρχει κάποιο “πρόβλημα” στον ατομικό ψυχισμό αυτών των παιδιών-εφήβων, όπου ενδεχομένως η ψυχολογική υποστήριξη να βοηθούσε. Ωστόσο, ο ατομικός ψυχισμός δε παράγεται σε ένα κενό κοινωνικών σχέσεων αλλά σε συνάρτηση, αλληλεπιδρά με αυτές, μέσω της ανατροφής, της παιδείας, τις συνθήκες εργασίας και τις συνθήκες ζωής γενικότερα. Από εδώ εξαρτώνται οι δυνατότητες των ατόμων αλλά και των οικογενειών να διαχειριστούν καταστάσεις και προβλήματα, πόσω μάλλον όταν συχνά τα κοινωνικά αδιέξοδα γίνονται και προσωπικά αδιέξοδα.
Με βάση αυτή τη διάταξη τρέχουν και οι κοινωνικοποιητικές τροχιές, οι βιογραφίες των εφήβων στους κοινωνικούς κόσμους της οικογένειας, του σχολείου, των ομάδων συνομηλίκων, στη μαθητεία (αν υπάρχει;) κ.ο.κ. Δεν βλέπω λοιπόν άλλη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης εκτός από τη παρέμβαση σε αυτά τα υποσυστήματα. Με αυτή την έννοια είναι παιδαγωγικά γόνιμο να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους έφηβους-δράστες πρώτα ως θύματα. Εκεί λοιπόν οφείλουμε να εστιάσουμε ως κοινωνία. Στο πώς αναθρέφονται, μεγαλώνουν και κοινωνικοποιούνται οι έφηβοι που γίνονται δολοφόνοι, βιαστές, τραμπούκοι κ.τ.λ.
Παράλληλα, ούτε η μεταφορά της ευθύνης για την εφηβική βία αποκλειστικά στην οικογένεια βοηθάει ιδιαίτερα, καθώς έτσι μπαίνει σε παρένθεση η κουλτούρα της πατριαρχίας και του σεξισμού. Εδώ πρόκειται για “δομή” με κοινωνικά και θεσμικά ριζώματα, που ξεπερνάει κατά πολύ την οικογένεια.
Ούτε, πάλι, μπορεί να αφήνεται η υπεράσπιση της ζωής των μειονοτικών ομάδων, των μη cis ατόμων και των δικαιωμάτων τους, στις “εξαιρέσεις” ενός βαθιά προβληματικού, βάια πατριαρχικού και σεξιστικού θεσμού, ιδεολογικά διαποτισμένου από τις αξίες της εκκλησίας και των αντιπροσώπων της. Αρκεί να θυμηθούμε το ακραία ομοφοβικό κείμενο του Μητροπολίτη Αμβροσίου που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του τον Δεκέμβριο του 2015 με τον εύγλωττο τίτλο «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ! Ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ» το οποίο και ευλόγως καταδικάστηκε για τη δημόσια υποκίνηση σε ρατσιστική βία και την κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος. Καθώς το ιδεολογικό αυτό μόρφωμα θα έχει λόγο στη συνέχεια και για άλλα πράγματα στη ζωή μας και στη ζωή των ανθρώπων αυτών.
Προφανώς -όσο σημαντικό κι αν είναι- το δικαίωμα τέλεσης γάμων σε ομόφυλα ζευγάρια δεν αρκεί. Η αναγνώριση και θέσπιση δικαιωμάτων των τρανς συνανθρώπων και μια ολοκληρωμένη συμπερίληψη είναι πιο επιτακτικά από ποτέ. Και όπως μου είχε αναφέρει και η τρανς Ακτιβίστρια Βανέσα Βενέτη, σε μια συνέντευξή μας, αυτό που είναι σημαντικό να υπάρχει, δεν είναι η αποδοχή -καθώς υπονοεί μια ζητιανιά, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι η συμπεριληπτικότητα.
Πρέπει να απαιτήσουμε κάτι καλύτερο από τους εκλεγμένους αξιωματούχους για τη θέσπιση δικαιωμάτων των τρανσέξουαλ ατόμων, ενώ παράλληλα πρέπει να εξετάσουμε κάθε δυνατό τρόπο για να τερματιστεί η ρατσιστική βία, η ομοφοβία και η τρανσοφοβία. Είναι σαφές ότι η βία πλήττει δυσανάλογα τα τρανς άτομα. Οι διασταυρώσεις του ρατσισμού, της τρανσφοβίας, του σεξισμού, της αμφιφοβίας και της ομοφοβίας συνωμοτούν για να τους στερήσουν τα απαραίτητα για να ζήσουν και να ευημερήσουν, γι’ αυτό πρέπει να εργαστούμε όλοι μαζί για να καλλιεργήσουμε την αποδοχή και τη συμπερίληψη, να απορρίψουμε το μίσος και να δώσουμε ένα τέλος στον στιγματισμό της τρανς κοινότητας και των ατόμων που δεν ταυτίζονται με ένα καθορισμένο φύλο ή έχουν απροσδιόριστη ταυτότητα φύλου.
Η άγνοια και ο φόβος για το ανοίκειο δημιουργεί τον ρατσισμό και κατ´ επέκταση τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η εξασφάλιση του δικαιώματος όλων των ανθρώπων να μπορούν να είναι ο εαυτός τους και να αγαπούν το πρόσωπο της επιλογής τους απαιτεί κοινές καθημερινές προσπάθειες από όλους μας. Αυτά τα θύματα, είναι αγαπημένοι φίλοι, συνάδελφοι, γείτονες, σύντροφοι, γονείς, μέλη της οικογένειας. Εργάζονται, σπουδάζουν ή πηγαίνουν σχολείο. Είναι πραγματικοί άνθρωποι – άνθρωποι που δεν τους αξίζει – όπως και σε κανέναν άνθρωπο να ζουν υπό την απειλή του φόβου.
Η υπεράσπιση της ζωής και των δικαιωμάτων των τρανς ατόμων είναι υπεράσπιση της κοινωνίας και με αυτή την έννοια μας αφορά όλους και όλες μας. Χρειάζεται την συνεχή υπεράσπιση του οποιουδήποτε αυτονόητου, στους κοινωνικούς κόσμους του οικογενειακού μας περιβάλλοντος, στους χώρους εργασίας μας, στους δόμους, στους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, ώστε να διαφυλάξουμε ότι τα παιδιά του μέλλοντος δεν θα βρίσκονται ανάμεσα στον οποιοδήποτε ρατσιστικό όχλο, είτε στην Πλατεία Αριστοτέλους, είτε αλλού.