Τα τελευταία χρόνια, η παρακολούθηση της σύστασης των αστικών λυμάτων δείχνει ότι οι χώρες της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης καταγράφουν υψηλή χρήση κοκαΐνης, με αύξηση της χρήσης και στην Ανατολική Ευρώπη. Βέβαια, δεν χρειαζόμαστε τα λύματα για να μας αποκαλύψουν ένα κοινό μυστικό, ότι: Η εποχή μας είναι η πεμπτουσία των ναρκωτικών ουσιών. Αστέρια Michelin και κοκαϊνη, εταιρικά meetings και αμφεταμίνες, οικογενειακή ζωή και αγχολυτικά, deadlines στο πανεπιστήμιο και Speed, κεταμίνη και MDMA στα κλαμπ, ναρκωτικά για όλες τις ώρες και τις περιστάσεις.

Ιστορικά, η χρήση ναρκωτικών για την ενίσχυση της απόδοσης δεν είναι κάτι νέο, αλλά τα σύγχρονα «έξυπνα» φάρμακα, όπως η μονταφινίλη και η αμφεταμίνη, καθώς και η μικροδόση ψυχεδελικών, έχουν γίνει πιο κοινά στον χώρο εργασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια αξιοσημείωτη αύξηση στη χρήση «έξυπνων» φαρμάκων και μικροδόσεων μεταξύ των εργαζομένων για την ενίσχυση της απόδοσης στην εργασία.

Επιπλέον, έρευνες δείχνουν μια αυξανόμενη τάση χρήσης έξυπνων φαρμάκων μεταξύ των φοιτητών, (σύμφωνα με έρευνα του Loughborough University σε φοιτητές από 54 βρετανικά πανεπιστήμια, 19% χρησιμοποίησαν ουσίες για γνωστική ενίσχυση) που πιθανότατα θα συνεχιστεί και στην επαγγελματική τους ζωή. Αυτή η τάση δεν περιορίζεται στους φοιτητές, καθώς περισσότεροι ενήλικες εργαζόμενοι χρησιμοποιούν επίσης αυτά τα φάρμακα για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Επιπλέον, η εύκολη πρόσβαση σε αυτά τα φάρμακα ακόμα και μέσω του διαδικτύου, ή μέσω νομότυπων στιγμιογραφήσεων από γιατρούς (πχ. φάρμακα που συνταγογραφούνται για Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητας και ναρκοληψία) είναι επίσης διαδεδομένη.

Είναι εμφανές ότι η αύξηση της χρήσης έξυπνων φαρμάκων αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη πίεση στον εργασιακό χώρο, όπου οι εργαζόμενοι αισθάνονται αναγκασμένοι να ενισχύσουν την απόδοσή τους με τεχνητούς τρόπους. Ωστόσο, με την επιστροφή στο σπίτι οι εργαζόμενοι όπως είναι αναμενόμενο έχουν ανάγκη από ένα δυνατό αντίδοτο, ικανό να κατευνάσει την υπερένταση της ημέρας, να καταστείλει τα νεύρα και την τεχνητή υπερδιέγερση. Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στα κατασταλτικά χάπια, τα αγχολυτικά και τα υπνωτικά. Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο χρήσης ναρκωτικών  – ακριβώς σαν την μισθωτή εργασία.

Ο όρος «Ναρκοκαπιταλισμός», όπως τον σκιαγραφεί ο Laurent de Sutter στο ομότιτλο έργο του, φωτίζει τη σύνθεση μιας εποχής όπου τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι χημικές ουσίες έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, αποδεικνύοντας ότι η ανάγκη για αποδοτικότητα και έλεγχο οδηγεί σε μια γενικευμένη κοινωνική αναισθησία. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η από-διέγερση των μαζών, υποστηρίζοντας ότι στην «εποχή της αναισθησίας», η υπολογισμένη καταστολή του ατόμου και της συλλογικότητας λειτουργεί πάντα υπέρ του καπιταλισμού. 

Τα ναρκωτικά που κατακλύζουν τις ζωές μας καταστούν άψυχους, μας απομακρύνουν από ανεξέλεγκτες καταστάσεις ανορθολογισμού και… «διέγερσης». Δεν πρέπει να παρεκκλίνουμε από έναν καλά τακτοποιημένο εσωτερικό κόσμο. Ο κατακερματισμένος εαυτός απαγορεύεται, αλλά αντί αυτού πρέπει συνεχώς να ενώνουμε τα κομμάτια μας. Αν μπορείτε να κρατήσετε τους ανθρώπους ήρεμους, μπορείτε να τους χειραγωγήσετε όπως θέλετε. Έτσι μπορούν να επιτευχθούν οι ψυχολογικοί, πολιτικοί και καπιταλιστικοί στόχοι.

Ο De Sutter, μελετητής της νομικής θεωρίας στο Vrije Universiteit Brussel, ιχνηλατεί την έννοια της «διέγερσης», ξεκινώντας από το 19ο αιώνα και τη συνδέει με τη σημερινή συγκυρία.  Δείχνει ότι αυτά τα αντικείμενα – τα αναισθητικά, τα αντικαταθλιπτικά και τα αντισυλληπτικά από το στόμα, για παράδειγμα – δεν αφορούν απλώς τη μείωση του πόνου, τη θεραπεία των ασθενειών ή τη διακοπή της αναπαραγωγής.  Μέσω των τεχνικών της της σύγχρονης χημείας, μας μεταμορφώνουν σε ένα συγκεκριμένο είδος εαυτού – δηλαδή σε έναν εαυτό που εξυπηρετεί τα καπιταλιστικά συμφέροντα μέσω του ελέγχου των σωμάτων και της ψυχής μας. «Για να γίνουμε το υποκείμενο μιας επέμβασης», γράφει σε σχέση με τα πρώτα χημικά αναισθητικά, «σημαίνει να γίνεσαι, επομένως, λίγο ή πολύ οργανωμένη ύλη, μια υλική μάζα οργάνων και ιστών διαθέσιμη για επιδιόρθωση, επισκευή, ακρωτηριασμό, παρατήρηση και ούτω καθεξής».

Φωτ.: Analuisa Gamboa / Unsplash

Το πρώτο κεφάλαιο, συνδέεται με μεγαλύτερη σαφήνεια με τη συνολική θέση του de Sutter για την σχέση μεταξύ πολιτικής και μεταφυσικής.  Μεταφέρει τους αναγνώστες μέσα από το 19ο αιώνα την ανάπτυξη και τη χρήση του αναισθητικού υδροχλωρίου. Εκείνοι που επεδίωκαν να αναθεωρήσουν την ψυχιατρική με υλικούς όρους, χρησιμοποίησαν τη χημική ουσία για τη θεραπεία της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης (αυτό που σήμερα μπορεί να ονομάζεται διπολική διαταραχή) αναστέλλοντας τις μανιακές καταστάσεις που θεωρούνταν ότι «ξεπερνούσαν τα όρια της ύπαρξής μας» και τελικά, ως «ρήξη της παγκόσμιας τάξης».

Η ιστορική ανάπτυξη της αναισθησίας και η χρήση της κοκαΐνης από τους Ναζί συνδέονται με τη σύγχρονη χρήση φαρμάκων για την επίτευξη κοινωνικού και ψυχολογικού ελέγχου. Το αντίθετο της διέγερσης, στο μοντέλο που προτείνει ο συγγραφέας, θα ήταν η αναισθησία – ένας όρος που χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα από το πλαίσιο της χειρουργικής, αν και ξεκινάει από εκεί. Η αναισθησία επέτρεψε στους χειρουργούς να επιτελούν επεμβάσεις χωρίς αντίσταση, και αυτός ο έλεγχος έχει επεκταθεί στην καθημερινή ζωή μέσω της χρήσης διαφόρων ναρκωτικών ουσιών. «Χάρη στην αναισθησία», γράφει, «οι χειρουργοί ήταν ήσυχοι: ένα αναισθητοποιημένο σώμα είναι ένα σώμα που δεν προκαλεί καμία ενόχληση –  ένα σώμα που επιτέλους συγκλίνει προς τον εαυτό του, δηλαδή με αυτό που αναμένεται από αυτό στο πλαίσιο της λειτουργικότητάς του, της ικανότητάς του να χειρουργηθεί». Ομοίως, στην πραγματικότητα, με τη χλωροπρομαζίνη, με την οποία οι ψυχίατροι βρήκαν την υγειά τους, θέτοντας υπό έλεγχο τις μανιακές ή σχιζοφρενικές καταστάσεις, μετατρέποντας τον ασθενή σε μια κατάσταση φυτοζωίας.

Ακόμα και αν κάθε χαρά εξαλειφόταν από έναν ασθενή και αυτό που παρέμενε ήταν μια κατάσταση κατάθλιψης, ο φόβος των ιατρικών ιδρυμάτων για το μανιακό, απρόβλεπτο υποκείμενο ήταν πολύ μεγάλος για να αποφύγουν την καταστολή τους.

Η «γενικευμένη αναισθησία» που περιγράφει ο de Sutter επισημαίνει την ανάγκη της κοινωνίας για συνεχή έλεγχο και κανονικοποίηση μέσω της χημικής παρέμβασης. Αυτή η διαδικασία από-διέγερσης καθιστά τους ανθρώπους λιγότερο ανήσυχους και αντιδραστικούς, καθιστώντας τους διαχειρίσιμους, αποχαυνωμένους, και καλύτερους καταναλωτές και λιγότερο επιρρεπείς σε αμφισβήτηση του status quo -όλα προς όφελος του καπιταλισμού. Τα ναρκωτικά εξελίχθηκαν για να αλλάξουν τον κιρκάδιο ρυθμό, επιτρέποντας στους στρατιώτες να σκοτώνουν χωρίς να κοιμούνται, στους θαμώνες των νυχτερινών κλαμπ να μένουν ξύπνιοι ατελείωτες ώρες, στους εργάτες να πιέζονται για περισσότερη παραγωγικότητα.

Τα επόμενα κεφάλαια διερευνούν πολλά φαινομενικά ανόμοια κομμάτια: την ανάπτυξη προϊόντων κοκαΐνης- τη χρήση της ένυδρης χλωράλης για την καταπολέμηση της αϋπνίας– τον τρόπο με τον οποίο τα δημόσια συστήματα φωτισμού των δρόμων εγκαταστάθηκαν ως μέσο αστυνόμευσης των νυχτερινών δραστηριοτήτων- η επανεφεύρεση των κύκλων ύπνου που άνοιξε νέες αγορές για τον πολλαπλασιασμό των νυχτερινών κέντρων– τα αντισυλληπτικά από το στόμα ως μέσο απενεργοποίησης και αποδιέγερσης των ορμονικών διεργασιών και των σεξουαλικών ορμών-  ιδέες σχετικά με τον δυνητικό παραλογισμό και τον κίνδυνο του πλήθους, καθώς και μια στροφή στον όρο «μάζες» ως έναν τρόπο για να αποτελέσουν αντικείμενα για πιο αποτελεσματική χειραγώγηση.

Στο καταληκτικό κεφάλαιο, η θέση του de Sutter φτάνει στο αποκορύφωμα της σαφήνειας της: στα ναρκοκαπιταλιστικά κράτη, το αναισθητοποιημένο, ελεγχόμενο υποκείμενο είναι το κλειδί, αλλά ο de Sutter ασχολείται τόσο με τη μεταφυσική όσο και με την πολιτική.  Η μη διεγερμένη κατηγορία του όντος στην οποία αφιερώνει την πλειονότητα του κειμένου του για να την σκιαγραφήσει, είναι το ίδιο το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να ανθίσει η λογική και η πραγμάτωση του καπιταλισμού.  Το να είναι κανείς διεγερμένος θεωρείται από τους εξουσιαστές ως μια επικίνδυνη έξοδος από τον εαυτό του, και οι αναισθητικές τους φόρμουλες παρουσιάζονται ως ένα είδος λύσης που θα μας επέτρεπε να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας – μια επιστροφή στο είναι.

Η οντολογία είναι ο κλάδος της μεταφυσικής που ασχολείται με τη φύση του όντος, και το οντολογικό πρόταγμα του de Sutter είναι να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες επιτρέπεται να υπάρχουν τα ανθρώπινα όντα μέσα στις ναρκοκαπιταλιστικές κοινωνίες.

Δεν δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ τον ισχυρισμό του de Sutter ότι πολλά φαρμακευτικά προϊόντα του παρελθόντος και του παρόντος λειτουργούν για να μας ναρκώσουν ως μέσο ελέγχου, ή ότι κοινωνικά φαινόμενα που δεν περιέχουν ναρκωτικά, όπως ο έλεγχος του πλήθους, αποτελώντας μέρος αυτής της συνολικής αναισθητοποιημένης κουλτούρας, ή ότι οι απόπειρες για την κατάθλιψη και την αποχαύνωση του σώματος και του νου μας θα διαμορφώνουν συνεχώς τις πειθήνιες υποκειμενικότητές μας.

Αναρωτιέμαι όμως αν το αποδιεγερμένο υποκείμενο είναι πραγματικά τόσο παραγωγικό για τον καπιταλισμό όσο το παρουσιάζει. Ποια είναι τα όρια μιας εργατικής τάξης που αποτελείται από άτομα τα οποία καταλαμβάνονται από απάθεια και άλλες καταστάσεις κατάθλιψης;

Φωτ.: Unsplash+

Συμπερασματικά, στη εποχή που ζούμε, είναι αδύνατον να αγνοήσει κανείς την πανδημία των οπιούχων και των αντικαταθλιπτικών που κατακλύζει την κοινωνία μας. Χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά καταφεύγουν σε αυτά για να κατευνάσουν το στρες που συνοδεύει τη σύγχρονη ζωή. Αυτές οι ουσίες, αντί να προσφέρουν πραγματική θεραπεία, συχνά αφήνουν τους χρήστες τους σε μια κατάσταση αποχαύνωσης, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες θησαυρίζουν, αγνοώντας τη συνολική ευημερία της κοινωνίας.

Η υποκρισία του συστήματος γίνεται εμφανής όταν διαπιστώνουμε ότι, παρόλο που η παράνομη χρήση ναρκωτικών καταδικάζεται, η παραγωγή και η πώλησή τους μέσω νομικών καναλιών παραμένει απόλυτα αποδεκτή. Οι φαρμακευτικές εταιρείες λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο που τους επιτρέπει να πλουτίζουν από την εξάρτηση των ανθρώπων, χωρίς να λογοδοτούν για τις συνέπειες, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον τζόγο.

Στην εποχή μας, το να είσαι υποκείμενο δεν σημαίνει απλώς να υπόκεισαι σε δυνάμεις που αποφασίζουν για τις ζωές μας: σημαίνει ότι τα ίδια μας τα αισθήματα έχουν ανατεθεί σε εξωτερική, χημική διέγερση. Κι όμως, δεν κατανοούμε γιατί οι ουσίες που λαμβάνουμε αδυνατούν να μας απελευθερώσουν από την κόπωση, την κατάθλιψη και την απουσία επιθυμίας που πλέον χαρακτηρίζει την ψυχοπολιτική μας κατάσταση.

Όμως, το να πιστεύουμε ότι κανείς δεν θεραπεύεται πραγματικά και ότι όλοι καταλήγουν αποχαυνωμένοι, είναι μια υπεραπλούστευση που όχι μόνο παραποιεί την πραγματικότητα αλλά πιθανότατα προσβάλλει και τους ανθρώπους που η υγεία τους εξαρτάται από αυτά. Επομένως, η προσφυγή σε έναν ουσιοκρατικό τρόπο σκέψης δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Είναι επικίνδυνο να βλέπουμε τη χρήση των ναρκωτικών μέσα από ένα στενά περιορισμένο πρίσμα που αγνοεί τις κοινωνικές και οικονομικές δομές που βρίσκονται πίσω από την παραγωγή και διανομή τους. Όπως και με την τεχνολογία, το ερώτημα δεν είναι αν τα  αυτά είναι «καλά» ή «κακά», αλλά ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής τους και με ποιο σκοπό τα διαθέτει στην εργατική τάξη.

Στο τέλος, ο de Sutter προτείνει ότι αυτό που μπορεί να προσφέρει παρηγοριά στους σύγχρονους καιρούς είναι η επιστροφή στις εμπειρίες και τις αντιλήψεις που μας ζωντανεύουν και μας ωθούν πέρα από τον εαυτό μας – ότι θα μπορούσαμε «να εναρμονιστούμε επιτέλους με αυτό που αποτελεί το τρελό θεμέλιο του κάθε ανθρώπου – μια τρέλα που είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας δώσει ελπίδα».

Η αποδοχή της τρέλας του καθενός μας μπορεί να είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και να εντοπίσουμε νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνατότητες.  Αλλά δεν είμαι σίγουρη πώς θα έμοιαζαν αυτές οι συναντήσεις, και πώς θα μπορούσαν να διαφέρουν μεταξύ του καθενός από εμάς, ή πώς θα μπορούσαμε να τραβήξουμε τη γραμμή μεταξύ των μορφών ψυχικής διέγερσης που είναι, αφενός, δημιουργικά παραγωγικές, και αφετέρου, επικίνδυνα καταστροφικές.  Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η αυτόνομη έξοδος μπορεί να έχει επιβλαβή αποτελέσματα, και μια πιο ενδελεχής συζήτηση σχετικά με το ποια είδη πλαισίων θα μπορούσαν να διευκολύνουν την έξοδο αυτή, θα αποδεικνύονταν πολύ χρήσιμα εδώ.

Συνεπώς, έχουμε απολέσει το πραγματικό νόημα της διέγερσης. Είναι αναγκαίο να απελευθερωθούμε από την απο-διέγερση από την οποία εξαρτόμαστε και να αναζητήσουμε τρόπους να επιστρέψουμε σε μια συλλογική διέγερση, μια κατάσταση που αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο του ναρκοκαπιταλισμού. Η αναζήτηση αυτής της διέγερσης είναι ίσως το κλειδί για να ανακτήσουμε την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη που έχουμε χάσει.

 

Διαβάστε επίσης: Η τυραννία του “γκουρμεδοποιημένου” προλεταριάτου

 

➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookTwitter και Instagram.