Σήμερα το πρωί, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι να μαζέψω τη μπουγάδα, πέρα από την ευχάριστη συνειδητοποίηση ότι τα ρούχα στεγνώνουν σε χρόνο d-t, ένιωσα και τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο αλλά και με έναν τρόπο μαγικό να μεταμορφώνουν την αθηναϊκή μαυρίλα σε κάτι ζωντανό κι ελπιδοφόρο. Τότε μου ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε πει τις προάλλες  ο Νίκος στο γραφείο: «θυμάμαι σε μια άσχημη στιγμή μου που είχα γράψει: «τουλάχιστον ο ήλιος  χαμογελάει»».

Και πόσο σημαντικό είναι να χαμογελάει ο ήλιος σε μια χώρα σαν την Ελλάδα; Θα απαντούσα ότι είναι ανάγκη αδιαπραγμάτευτη. Καθώς οι περισσότεροι από εμάς, -η πλειοψηφία τουλάχιστον όσων διαβάζουν αυτό το άρθρο- πραγματικά ζοριζόμαστε. Τόσο οικονομικά, όσο και ψυχολογικά. Άλλωστε τα δυο δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα, αλλά συγκοινωνούντα δοχεία – όπως θα ισχυριζόταν κι ένας συστημικός ψυχολόγος. Είτε την βγάζουμε τσίμα τσίμα, είτε δεν την βγάζουμε καθόλου. Χρωστάμε ενοίκια, τα οποία πληρώνουμε όταν και εάν πληρωθούμε, και μας τριβελίζουν το μυαλό ένα κάρο εκκρεμότητες: ΕΝΦΙΑ, λογαριασμοί, σουπερμάρκετ, δίδακτρα βρεφονηπιαγωγικού, φροντιστηρίων, αποπληρωμές δανείων, βενζίνες, επισκευές αμαξιού, γιατροί, απογευματινά χειρουργεία, έξοδα, έξοδα, έξοδα που διογκώνονται και μας πνίγουν σα θήλεια.

Σε όλη την χώρα η ανεργία και η φτώχεια καλπάζουν, η ανισότητα επιδεινώνεται και η ακρίβεια διογκώνεται, την ίδια ώρα που η πολιτεία σφυρίζει κλέφτικα, αποπαίρνοντας τα “ταπεινά” αιτήματα της κοινωνίας για την ασφάλεια των τραίνων, την υγεία, την εκπαίδευση, το νερό, τις συντάξεις, την στέγαση, την εκπαίδευση κοκ. Στρες, επισφάλεια και μιζέρια: Η φτώχεια, μαζί με την υπομονή μας, έχει βαρέσει κόκκινο. Κι εφόσον κανένα ανθρώπινο χέρι δεν φαίνεται να βάζει φρένο στην υπερσυσσώρευση μιζέριας, έρχεται να το κάνει η φύση σαν Deus Ex Machina.

Είναι λες και ο ηλιόλουστος καιρός της Ελλάδας έρχεται να καλύψει την απουσία κοινωνικής πρόνοιας. Όλα όσα η κυβέρνηση οφείλει στους πολίτες της (και δεν το κάνει), έρχεται να τα προσφέρει ο ήλιος σαν χειρονομία φιλανθρωπίας της φύσης προς τους Έλληνες. Σκεφτήκατε ποτέ πώς θα την παλεύαμε χωρίς τις ηλιόλουστες μέρες; Αυτές που αδάπανα, νιώθεις να ανοίγουν τη ψυχή σου;

Αδάπανα, ναι, γιατί ο ήλιος μας επιτρέπει μια μακρά λίστα από πολύ οικονομικές, έως “τσάμπα” δραστηριότητες. Θερινά σινεμά, σε πλατείες και πάρκα και ωραίους χώρους σαν το Χυτήριο. Βόλτες στους κήπους, και άραγμα στο Πεδίον του Άρεως, παγκάκια, περιπτερόμπυρες. Πλατσούρισμα σε κοντινές παραλίες, πικνίκ στου Φιλοπάππου, δωρεάν συναυλίες στην πόλη, ρομαντικές νύχτες στις ταράτσες, ψυχογεωγραφία στο κέντρο της Αθήνας και στα πέριξ, βόλτα στον εθνικό δρυμό Πάρνηθας, βόλτα με καφεδάκι στο χέρι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο πλακόστρωτο του Πικιώνη, άραγμα γύρω από την Ακρόπολη ακούγοντας τους υπέροχους μουσικούς του δρόμου (συνεισφέρετε βέβαια και λίγα χρήματα στο καπέλο τους). Η θέα του φεγγαριού από το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία στην Πεντέλη. Ειδικά όταν συνοδεύεται από υπαρξιακές συζητήσεις, τα τραπεζάκια έξω και το πιπίλισμα ενός φραπέ για 3 ώρες με ατελείωτες συζητήσεις και καλαμπούρι. Με ελάχιστα χρήματα, φίλους και ήλιο, οι κακουχίες της ζωής απαλύνονται. Ένας καιρός φτιαγμένος για φτωχούς. Λες και ο ήλιος είναι ο μέγας αρωγός του δημοσίου χώρου και των κοινών. Σκεφτείτε αν θα την πάλευαν στις Σκανδιναβοί για παράδειγμα, αν δεν διέθεταν ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Θυμάμαι όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, με το που έσκαγε ο πρώτος ανοιξιάτικος ήλιος δεν έπεφτε καν τηλέφωνο, συναντιόμασταν και τρέχαμε στους δρόμους, τριπάραμε κάτω από τη λιακάδα, χωρίς να ξοδεύουμε χρήματα, πέρα από κάνα πακέτο πατατάκια. Θυμάμαι επίσης ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο  που βγάλαμε όλο το road trip με το Always the sun των Stranglers, και όποτε δεν αντέχαμε άλλο το ραδιόφωνο, το βάζαμε στο CD player, και με έναν μαγικό τρόπο πάντα σταματούσε αυτή η εκνευριστική ψιχάλα και η μουντίλα του Μαρτίου. Ήταν κάτι σα χορός του ήλιου με κωδικό σύνθημα «Πάντα ο ήλιος». Ή την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι καθώς βόλταρα εκεί που ο ήλιος έλουζε τα μαύρα πλακόστρωτα της πλατείας κι ανατιναζόταν το φως ανάμεσα στο Μπάγκειον και το παλιό Φαρμακείο του Μπαγκακου (έχει έναν φούρνο τώρα εκεί), το μάτι μου έπεσε σε δύο κυρίες, μεσήλικες, εμφανώς ταλαιπωρημένες, πιθανόν από κάποια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ που μάλλον μόλις είχαν σχολάσει από την εργασία τους, η μια καθιστή σε ένα σκαλάκι της πλατείας, η άλλη να στέκεται δίπλα της, με τα μάτια μισόκλειστα προς τον ήλιο σαν γάτες, έτρωγαν από ένα παγωτό χωνάκι κρέμα με απόλαυση και φαινόταν να χαμογελάνε προς όλες τις κακουχίες της ζωής.

Ο Ήλιος, ο παντοδύναμος θεός, ως θετός πατέρας, μοιάζει να αντικαθιστά το ελληνικό κράτος. Μοιάζει η μοναδική πηγή που τροφοδοτεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής τον κόσμο της φτώχειας. Είναι λες και ως δια μαγείας  καταφέρνει να αποσπάσει  τη φτώχια από τη δυστυχία. Κάτι αντίστοιχο διαπιστώνει και ο Αλμπέρ Καμύ σε  ηλικία 45 ετών, δυο χρόνια πριν το θάνατό του, κάνοντας έναν απολογισμό για τον ρόλο που διαδραμάτισε στη ζωή και το έργο του η ένταση ανάμεσα στην αθλιότητα και τον ήλιο. Η αθλιότητα (η φτώχεια, η αδικία, ο πόνος, το κακό, το σκοτάδι) βιώνεται από  τον Καμύ προσωπικά ως  ιστορία. Απέναντι όμως στην ιστορία με τα σκοτάδια και τον ανθρώπινο πόνο, τη φθορά και τις καταστροφές,  ορθώνεται ο κόσμος του φωτός, ο ήλιος.

Η αθλιότητα (la misère) δεν μ’ άφησε να πιστέψω ότι όλα πάνε καλά κάτω απ’ ήλιο και μέσα στην ιστορία. Ο ήλιος μου έμαθε πως η ιστορία δεν είναι το παν.

Καμύ, Η καλή και η ανάποδη, σελ. 13-14

Σε ένα παρόμοιο μοτίβο με τον απολογισμό του Καμύ για τον ήλιο, έτσι και ο ηλιοκεντρισμός της Ελλάδας αποτυπώνεται και δοξάζεται λυρικά, από τον  Ήλιο τον Ηλιάτορα τον  πετροπαιχνιδιάτορα του Ελύτη, μέχρι τον Σεφέρη που περιγράφει τον Δικό μας ήλιο γράφοντας, «Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;» Για τον Καρούζο ο ήλιος είναι έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση, κι ο Εγγονόπουλος τον μεταφράζει σε “Libertat”, καθώς ο Σαββόπουλος εμπνευσμένος από τον Ζακ Πρεβέρ τραγουδά με εμβατηριακή διάθεση «Ε, ε, ε, ήλιε, ήλιε αρχηγέ/ δώσ’ το σύνθημα εσύ κι η χαρά ν’ αναστηθεί/ το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψει η χαραυγή», δημιουργώντας ρωγμές στον τρόπο σκέψης, που δεν μπορεί παρά να είναι στραμμένη στο φως του ήλιου και να έχει την πλάτη της γυρισμένη στον μηδενισμό.

Καθώς παρατηρούμε την επιταχυνόμενη συρρίκνωση του κοινωνικού ρόλου του κράτους, ο ήλιος έρχεται σαν αυτόκλητος σωτήρας να καλύψει αυτό το κενό κοινωνικής πρόνοιας, κι ένα ολόκληρο έθνος μοιάζει να επιβιώνει χάρη στην φιλανθρωπία του και τις καλές καιρικές συνθήκες που επικρατούν τους περισσότερους μήνες του χρόνου (και το έντονο αίσθημα αλληλοβοήθειας των ανθρώπων, στο οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο).

Έτσι, εκτός από την αθλιότητα και τις ποικίλες μορφές βαρβαρότητας, υπάρχει και ο σιωπηλός κόσμος του φωτός, το φιλάνθρωπο δώρο της φύσης στους λαούς της μεσογείου και του ευρωπαϊκού νότου. Αυτός ο σιωπηλός κόσμος, ακίνητος και μαρμαρωμένος μέσα στο ελληνικό φως, μας προκαλεί να σκεφτούμε και με έναν άλλο τρόπο, και να αναζητήσουμε εντέλει την ισορροπία ανάμεσα στην μιζέρια και τις ζωογόνες ακτίνες του. Αυτές που κάνουν την αποστερημένη ζωή πιο υποφερτή και την φτώχεια πιο γλυκιά. Καλό είναι να τον αναζητούμε και να τον επιφιώκουμε.

*Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι δεν μπορούμε να τραφούμε αποκλειστικά με ήλιο και θάλασσα.

Δείτε επίσης: Η τυραννία του “γκουρμεδοποιημένου” προλεταριάτου