Όταν το 1967 ο Frankie Valli τραγουδούσε “You’re just too good to be true / Can’t take my eyes off of you”, η έννοια της αγάπης, ίσως, είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που έχει τώρα. Η «αιώνια δέσμευση» σε έναν άνθρωπο έμοιαζε να είναι εφικτή και ο γάμος ήταν η συνθήκη που μπορούσε να το επισφραγίσει.

Ωστόσο, οι εποχές άλλαξαν, η ζωή μας διαμορφώθηκε μέσα από διάφορες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και επηρεάστηκε αρκετά από την τεχνολογία. Κάποτε οι ιστορίες που κράτησαν για πάντα και άντεξαν στον χρόνο ήταν το μέσο αφήγημα της συντροφικότητας, ενώ τώρα οι περισσότερες αντίστοιχες ιστορίες αγάπης φαίνεται να ξεθωριάζουν γρήγορα και να καταλήγουν σε διαζύγιο. Γύρω μας όλοι χωρίζουν, για διάφορους λόγους, και αν υπήρχε μία τελετουργία για την επισημοποίηση των χωρισμών αντίστοιχη με αυτήν της δέσμευσης, μέσα σε μια χρονιά θα πηγαίναμε σε περισσότερα διαζύγια απ’ ότι σε γάμους. Βέβαια, στον πόνο του άλλου τι δώρο να πας, οπότε καλύτερα που αυτές οι διαφορές λύνονται κεκλεισμένων των (δικηγορικών) θυρών.

Είναι όμως αυτή η κυρίαρχη αίσθηση μία πραγματικότητα ή είναι «καπνός» χωρίς «φωτιά»;

Ας μιλήσουν τα στατιστικά

Σύμφωνα με μία μεγάλη έρευνα του Our World in Data, σε πολλές χώρες οι γάμοι γίνονται όλο και πιο σπάνιοι, οι άνθρωποι παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες, τα ζευγάρια επιλέγουν όλο και περισσότερο την συγκατοίκηση αντί του γάμου, και σε πολλές χώρες παρατηρείται μια «αποσύνδεση» της γονεϊκότητας από τον κοινωνικό θεσμό του γάμου. Μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ο γάμος έχει αλλάξει περισσότερο από ό,τι χιλιάδες χρόνια πριν.

Οι γάμοι γίνονται όλο και πιο σπάνιοι

Σε πολλά κράτη το ποσοστό των ανθρώπων που παντρεύονται μειώνεται με αυξητική τάση.

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, ενδεικτικά για κάποιες χώρες, και ενσωματώνει στοιχεία από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών και των δημοσιεύσεων των Ηνωμένων Εθνών, της Eurostat και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD).

Τα στατιστικά δείχνουν επίσης ότι, σε σύγκριση με άλλες πλούσιες χώρες, οι ΗΠΑ είχαν ιστορικά υψηλά ποσοστά γάμων τις προηγούμενες δεκαετίες, ωστόσο, όσον αφορά τις μεταβολές με την πάροδο του χρόνου, η τάση αυτή -του να μην παντρεύονται οι άνθρωποι- φαίνεται να είναι συγκρίσιμη και με άλλες πλούσιες χώρες. Τα ποσοστά γάμου στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, για παράδειγμα, μειώνονται εδώ και δεκαετίες και βρίσκονται τώρα στο χαμηλότερο σημείο τους στην καταγεγραμμένη ιστορία.

Επίσης, μπορεί τα δεδομένα για μη πλούσιες χώρες να είναι περιορισμένα, αλλά οι εκτιμήσεις από τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία υποδηλώνουν ότι και εκεί έχουμε περιορισμό των γάμων. Τα ποσοστά γάμων μειώθηκαν στην πλειονότητα των κρατών σε όλο τον κόσμο μεταξύ 1990 και 2010.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις χωρών, όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Μπαγκλαντές, όπου οι γάμοι αυξάνονται.

Ο μέσος όρος ηλικίας που παντρεύεται ο κόσμος

Σε πολλά κράτη, τα μειωμένα ποσοστά γάμου ακολουθήθηκαν της αύξησης της μέσης ηλικίας των ανθρώπων στην οποία παντρεύονται. Αυτό φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, το οποίο απεικονίζει τη μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο.

Ιδίως στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, από τη Νορβηγία έως την Ιαπωνία και τη Χιλή, οι άνθρωποι παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, η μέση ηλικία γάμου για τις γυναίκες αυξήθηκε από τα 28 έτη το 1990 στα 34 έτη το 2017. Στην Ελλάδα, ενώ το 2000 ο μ.ο. ήταν τα 27 έτη, το 2017, πήγε στα 30.

Επειδή περισσότεροι άνθρωποι παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες, αυτό σημαίνει πως ένα μεγαλύτερο ποσοστό των νέων είναι ανύπαντροι. Σύμφωνα με τη βρετανική απογραφή του 1971, πάνω από το 85% των γυναικών ηλικίας 25 έως 29 ετών ήταν παντρεμένες, και μέχρι το 2011 το ποσοστό μειώθηκε στο 58%.

Το παραπάνω επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στατιστικά του ΟΗΕ, που βασίζονται στις απογραφές των κρατών, και δείχνουν πως στην χώρα μας, άνδρες και γυναίκες, παντρεύονται όντως σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ενδεικτά, στην απογραφή του 2011, το ηλικιακό γκρουπ των 30-34 στους άνδρες βρέθηκε παντρεμένο σε ποσοστό 43,5%, ενώ στην απογραφή του 1991 το ποσοστό αυτό ήταν στο 69,2%. Για τις γυναίκες αντίστοιχα, το ποσοστό του 2011 ήταν στο 63% και το 1991 στο 84,1%.

Παιδί και ανύπαντροι γονείς

Σχεδόν σε όλες τις χώρες του OECD (38 στο σύνολο), το ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου έχει αυξηθεί σημαντικά και αυτό έχει επηρεαστεί λόγω της συγκατοίκησης, η οποία είναι πλέον πιο διαδεδομένη ως συνθήκη μεταξύ των συντρόφων τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλο τον κόσμο.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το Γραφείο Απογραφής εκτιμά ότι το ποσοστό συγκατοίκησης στο ηλιακό γκρουπ 18-24, αυξήθηκε από 0,1% που ήταν το 1968 στο 9,4% το 2018. Επίσης, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Pew Research, οι περισσότεροι Αμερικανοί υποστηρίζουν πως οι κρατικές παροχές στα ανύπαντρα ζευγάρια που συγκατοικούν οφείλουν να είναι ίδιες των δικαιωμάτων που έχουν τα παντρεμένα ζευγάρια -όχι παράλογο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τον ONS (Office for National Statistics), το 85% των ατόμων που παντρεύτηκαν είχαν προηγουμένως συγκατοικήσει.

Η τάση της συγκατοίκησης σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας που οι άνθρωποι παντρεύονται, οδηγεί στο αναπόφευκτο αποτέλεσμα: η γονεϊκότητα πλέον δεν συνδυάζεται απαραίτητα με τον γάμο.

Όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, το ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου έχει αυξηθεί σημαντικά σε όλα σχεδόν τα κράτη του OECD τις τελευταίες δεκαετίες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Ιαπωνία, όπου υπήρξε μόνο μια μικρή αύξηση.

Μονογονεϊκότητα

Η μογονεϊκότητα είναι αρκετά διαδεδομένη και έχει επεκταθεί σε αρκετές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κινήτρων, των συνθηκών διαβίωσης, του μορφωτικού υπόβαθρου και των κοινωνικών συνθηκών που η μονογονεϊκότητα αυξάνεται σταδιακά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα:

  • Στις 38 χώρες του OECD, περίπου το 12% των παιδιών ηλικίας 0-5 ετών ζουν με μόνο έναν γονέα, με το 92% αυτών να ζουν με τη μητέρα τους.
  • Η οικονομική ανασφάλεια κυριαρχεί στις μονογονεϊκές οικογένειες ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με τις στατιστικές της Eurostat, το 2017 το 47% των μονογονεϊκών οικογενειών στην Ευρώπη βρίσκεται «σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», σε σύγκριση με το 21% των νοικοκυριών με δύο γονείς.
  • Η μονογονεϊκότητα πριν από κάποιες δεκαετίες οφειλόταν γενικά στο υψηλό ποσοστό θανάτων που αφορούσες τις γυναίκες μητέρες και όχι σε επιλογή ή στο διαζύγιο, και επίσης η διάρκειά της ήταν σχετικά σύντομη καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι παντρευόντουσαν ξανά.

Διαζύγια: «Καλύτερα μαζί σου και τρελός / παρά μονάχος μου και λογικός»

Αυτή η «τρέλα», ευτυχώς, πλέον δεν υφίσταται ως προσέγγιση σε μία σχέση. Τουλάχιστον στον βαθμό που αυτή η αποτυπωνόταν στον έρωτα, την αγάπη και την συντροφικότητα, στις προηγούμενες δεκαετίες. Το 2023, και επιβεβαιωμένα, στις περισσότερες χώρες τα παντρεμένα ζευγάρια χωρίζουν πιο συχνά και οι γάμοι τους διαρκούν λίγοτερα χρόνια.

Πόσο διαρκεί ένας γάμος;

Στην Ρώμη, τα ποσοστά χωρισμών και διαζυγίων έχουν αυξηθεί κατά 30,7 % από το 2010, που σημαίνει πως για κάθε 1.000 γάμους οι 307 χωρίζουν και οι 182 παίρνουν διαζύγιο. Ωστόσο, η Ρώμη εξακολουθεί να έχει τις περισσότερες μακροχρόνιες σχέσεις, με 15 έως 18 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των ετών που μεσολαβούν από τον χωρισμό στο διαζύγιο.

Το 2020, υπολογιζόταν ότι θα υπήρχαν περίπου 1,8 εκατομμύρια διαζευγμένα άτομα στην Ιταλία, ενώ ο αριθμός των διαζυγίων στην Ιταλία αυξήθηκε μεταξύ 2015 και 2020.

Statistic: Number of divorced people in Italy from 2015 to 2020, by gender | Statista

Σύμφωνα με το Your Tango, στην Οτάβα του Καναδά, ο μέσος τυπικός γάμος διαρκεί 13,8 χρόνια. Ωστόσο, τα ποσοστά διαζυγίων στην χώρα μειώνονται, και από το 2016 που υπήρχαν 62.397 διαζύγια (8,6%), το 2020 καταγράφηκαν 42.933 (5,6%). Παραδόξως, ακόμη και «η πόλη του έρωτα», το Παρίσι, με ποσοστό διαζυγίων 55%, φαίνεται πως δεν έχει αναπτύξει μηχανισμούς ανοσίας στους αποτυχημένους γάμους. Στην Γαλλία, ένας γάμος διαρκεί κατά μέσο όρο 13 χρόνια. Οι γάμοι στη Νέα Υόρκη διαρκούν περισσότερο (12,2 χρόνια) από τον εθνικό μέσο όρο των ΗΠΑ, ενώ οι γάμοι σε κάποιες άλλες πολιτείες διαρκούν μεταξύ 10 και 14 ετών. Η απογραφή της Ιαπωνίας, έδειξε πως ο μέσος γάμος διαρκεί λίγο περισσότερο από 11 χρόνια, με το ποσοστό των διαζυγίων να ανέρχεται στο 36%. Σύμφωνα με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Οικογενειακών Μελετών (AIFS), τα ζευγάρια χωρίζουν πιο γρήγορα από το 2011, με μέσο όρο τα 8,7 χρόνια. Ανακάλυψαν, ωστόσο, ότι τα ζευγάρια στην Αυστραλία τείνουν να μένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους -το εθνικό ποσοστό διαζυγίων είναι 43%, με τα ζευγάρια να χωρίζουν συχνά μετά από 20 ή περισσότερα χρόνια γάμου περιμένοντας τα παιδιά τους να ενηλικιωθούν.

Επίλογος

Φαίνεται λοιπόν πως σε όλο τον κόσμο όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιλέγουν να παντρευτούν, και όσοι το κάνουν, κατά μέσο όρο, παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι παλαιότερα και χωρίζουν πιο γρήγορα. Οι παράγοντες αυτής της τάσης είναι διάφοροι και κυμαίνονται από θεσμικές και νομικές αλλαγές στα κράτη που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, τις πολιτικές που αναγνωρίζουν όλο και περισσότερα δικαιώματα στα ανύπαντρα ζευγάρια, την αποτίναξη προτύπων που εγκλώβιζαν τους ανθρώπους σε μία αιώνια δέσμευση συντροφικότητας, την γυναικεία χειραφέτηση, τους γάμους μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου και άλλων σημαντικών κοινωνικών μεταβολών.

Το διαζύγιο δεν αποτελεί πλέον ταμπού, τουλάχιστον στις περισσότερες χώρες, και αυτό έδωσε μια μοναδική αίσθηση απελευθέρωσης. Κανείς δεν μπορεί να είναι αναγκασμένος να παραμένει σε μία σχέση και ευτυχώς η εποχή που ζούμε είναι «ανοιχτή» σε τέτοιου είδους αλλαγές. Βέβαια, η παντοτινή αγάπη, η δέσμευση και η συντροφικότητα, δεν λειτουργεί πάντα από μόνη της και χρειάζεται φροντίδα για να διατηρηθεί. Πάνω απ΄όλα είναι επιλογή και οφείλει να παραμείνει έτσι. Ο μεγαλύτερος εχθρός της, βέβαια, είναι η «ευκολία». Αυτή που μέσω των social media εντυπώνεται στην ψυχοσύνθεσή μας και πιστεύουμε πως με τον ίδιο εύκολο τρόπο που θα χωρίσουμε, θα ανακαλύψουμε και τον επόμενο μεγάλο έρωτα, γιατί στα διάφορα chat έχουμε δέκα ανοιχτές συζητήσεις με σεξουαλικό ενδιαφέρον να αιωρείται στην ψηφιακή ατμόσφαιρα.