Μια φίλη μου μια φορά είχε δηλώσει ότι είναι εξαιρετικά καλή στο να «ασχολείται με ανούσια πράγματα». Συνειδητοποίησε ότι έχει μια τρομερή ικανότητα να σκέφτεται, να παρατηρεί, να κάνει αφηρημένες σκέψεις και να κατανοεί τον κόσμο με έναν τρόπο διαφορετικό και περισσότερο οξυδερκή από τους περισσότερους ανθρώπους της ηλικίας της. Αλλά το ερώτημα είναι: για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Γιατί στην κοινωνία μας τα θεωρούμε όλα αυτά «άχρηστα» και «ανούσια», και πώς ακριβώς θα μπορούσε να εξαργυρωθεί η ικανότητα αυτή; Θεωρεί τον εαυτό της «άχρηστο», αλλά τι είδους δουλειά είναι κατάλληλη γι’ αυτήν; Θα μπορούσε η ικανότητά της αυτή να καταστεί επικερδής; Μια δουλειά ως ακαδημαϊκός ή ερευνήτρια, θα μπορούσε να είναι μια πιθανή επιλογή, αλλά και όχι. Εξακολουθεί να υπάρχει ένα αναγκαστικό καλούπωμα και έλλειψη ελευθερίας και ανεξαρτησίας όταν εισέρχεσαι στα ακαδημαϊκά μονοπάτια.
Μια άλλη φίλη που είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και είχε εξειδικευτεί στα ανθρώπινα δικαιώματα και έγραφε τακτικά πολιτικές αναλύσεις σε μια εφημερίδα, μοιράστηκε μαζί μου πώς η δουλειά αυτή επηρέασε την ψυχική της σταθερότητα. Ήταν εκπαιδευμένη αναλύτρια δημόσιας πολιτικής και έμπειρη ερευνήτρια- και όπως ήταν φυσικό, περίμενε πολλά από τη δουλειά της, πιστεύοντας ότι ήταν κατάλληλη για αυτό που θα ήθελε να κάνει αλλά και να καταφέρει μέσω της δουλειάς της να κάνει μια μικρή αλλαγή στον κόσμο. Προφανώς, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που φανταζόταν. Υπάρχει μόνο ελάχιστη ανεξαρτησία- όλα είναι προσανατολισμένα στο κέρδος και κατέληξε να κάνει όλα αυτά στα οποία αντιδρούσε στην εφηβεία της. όλα τα πράγματα που αντιδρούσε στη ζωή της.
Αυτές οι ιστορίες με έκαναν να θέσω στον εαυτό μου ένα ερώτημα: Αν ο Πλάτωνας ζούσε στον 20ό αιώνα, θα μπορούσε να επιβιώσει; Ένας ελεύθερος στοχαστής, δεν σκέφτεται κατά παραγγελία. Το θεωρεί ως επαγγελματική αναγκαιότητα. Αν και δεν ενστερνίζομαι την φιλοσοφία τους, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Μωάμεθ, ο Ιησούς και ο Βούδας ήταν όλοι τους μεγάλοι ουτοπιστές και ιδεαλιστές που πολέμησαν την καταπίεση και έδωσαν τον δικό τους αγώνα μόνο και μόνο επειδή πίστευαν ότι αυτό ήταν το δίκαιο – κανείς δεν τους το ζήτησε. Και ούτε χρηματική ή άλλη υλική πληρωμή. Στις μέρες μας, πιθανότατα αυτό που έκαναν θα μπορούσε να θεωρηθεί άχρηστο, καθώς δεν έχει καμία σημασία στον σημερινό τρόπο ζωής. Ο ιδεαλισμός δεν κεφαλαιοποιείται.
Αλλά τι ορίζει το «σημαντικό» στην εποχή μας; Για να συνοψίσουμε τον Καπιταλιστικό Ρεαλισμό του Μαρκ Φίσερ, η πραγματικότητα του καπιταλισμού μετρά την ατομική αξία με βάση την παραγωγικότητα και το κέρδος. Πιθανότατα είναι παρόμοιο με αυτό που η Σουζάννα Αρουντάτι Ρόι θεωρεί ότι «τα ζόμπι υπνωτίστηκαν εξισώνοντας τον άσκοπο καταναλωτισμό με την ευτυχία και την ολοκλήρωση». Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Φίσερ αναπτύσσει περαιτέρω την άποψή του παραθέτοντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς σχετικά με το πώς η προσωπική αξία έχει μεταμορφωθεί στις μέρες μας:
«Παντού όπου η αστική τάξη ήρθε στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές και ειδυλλιακές σχέσεις. Έσπασε χωρίς οίκτο τους πολυποίκιλους φεουδαρχικούς δεσμούς που συνδέανε τον άνθρωπο με τους φυσικούς ανώτερούς του και δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη “πληρωμή τοις μετρητοίς”. Έπνιξε στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας. Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφτών και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου. Με μια λέξη, στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευσης, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση.
Η αστική τάξη ξέσχισε τον πέπλο του συναισθηματισμού που σκέπαζε τις οικογενειακές σχέσεις και τις έκανε ξεκάθαρες χρηματικές σχέσεις».
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ιδιωτικοποίησε απλώς τη δημόσια ζωή, αλλά ήρθε αντιμέτωπος και με την έννοια του ανθρώπου. Είμαστε ακόμα ανθρώπινα όντα ή είμαστε ανθρώπινα αγαθά; Φαίνεται ότι η αξία μας μετριέται μόνο με βάση αυτό που έχουμε – αυτό που κατέχουμε αλλά δεν μπορούμε να αγοράσουμε. Κάθε ταινία που παρακολουθείτε αφορά πάντα κάποιον που κάνει τη δουλειά του. Όλες οι συζητήσεις στις εφαρμογές γνωριμιών ξεκινούν πάντα με το «τι κάνεις στη ζωή σου;» που μεταφράζεται στο «πες μου τι δουλειά κάνεις, να σου πω ποιος είσαι». Μου φαίνεται αδιανόητο όταν βλέπω κάποιον να εξακολουθεί να εργάζεται ακόμα και όταν είναι διακοπές, ή ακόμα όταν είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου (ναι το έχω δει κι αυτό). Ή κάποιον που χάνει έναν φιλικό γάμο ή μια κηδεία κάποιου κοντινού του ανθρώπου μόνο και μόνο επειδή έχει μια «σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι». Φυσικά αναγνωρίζω ότι οι εργασιακές συνθήκες στις μέρες μας έχουν την απαίτηση για αέναες εξαιρέσεις. Μετατρεπόμαστε σε ζόμπι όπου ζούμε για να δουλεύουμε για να καταφέρουμε να αγοράσουμε πράγματα που στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε; Αυτό είναι το όραμά μας σαν ανθρωπότητα;
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Φίσερ στο βιβλίο του θίγει επίσης τη σχέση καπιταλισμού και ψυχικής υγείας. Είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις τον ιδεαλισμό σου σε έναν καπιταλιστικό κόσμο. Συχνά, ακούμε ρητά όπως «σκοτώστε τον ιδεαλισμό σας» ή «ο ιδεαλισμός σας θα σας φάει» ή συχνά η κοινωνία θεωρεί ότι μόνο οι νέοι και οι έφηβοι έχουν το «δικαίωμα» να είναι ιδεαλιστές. Τις περισσότερες φορές, ευχόμαστε με έναν μαγικό τρόπο να εξομαλυνόταν η εκμετάλλευση που συμβαίνει γύρω μας χωρίς να είναι απαραίτητο να εμπλακούμε τόσο πολύ συναισθηματικά. Το γεγονός ότι πρέπει να σκεφτώ επειδή κάποιος μου το ανέθεσε ως καθήκον, εμένα προσωπικά μπορεί να με τρελάνει. Δεν αισθάνεσαι ο εαυτός σου όταν συντάσσεις μια πολιτική άποψη που έχει στόχο να επιφέρει κέρδη την εταιρεία στην οποία εργάζεσαι (Ω! Για ένα λεπτό, μήπως βιώνω ένα inception; ). Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποιείς επίσης ότι τα πάντα χρειάζονται χρήματα και είσαι αναγκασμένος είτε να υποταχθείς στον καπιταλισμό είτε να πεθάνεις. Δυστυχώς, δεν υπάρχει σχεδόν καμία επιλογή – γιατί στο τέλος του μήνα θα πρέπει να πληρώσουμε νοίκι και ΔΕΗ. Και κάπου εκεί, όταν αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις την ιδεολογία, τον εαυτό σου και τις αξίες σου, ξεκινά το γαϊτανάκι της κατάθλιψης.
Στο βιβλίο του, ο Φίσερ εξηγεί ότι μια τέτοια κατάσταση προέκυψε λόγω της «μορφοποίησης και διαμόρφωσης των επιθυμιών, των προσδοκιών και των ελπίδων που προάγει καπιταλιστική κουλτούρα». Το όνειρο να γίνεις ανεξάρτητος στοχαστής πλέον μεταφράζεται με το να γίνεις λέκτορας ή ερευνητής σε ένα think tank. Η φιλοδοξία για κοινωνική αλλαγή φαίνεται ότι πρέπει να διοχετεύεται αποκλειστικά μόνο μέσω μιας ΜΚΟ. Οποιαδήποτε άλλη δίοδος πέρα από αυτή, φαντάζει αδύνατη.
Με άλλα λόγια, οι ιδεαλιστές αποξενώθηκαν όταν έγιναν ερευνητές, καθηγητές, δάσκαλοι ή κοινωνικοί λειτουργοί. Εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες σχέσεις εξουσίας που τους εμποδίζουν να γίνουν αυτό που φιλοδοξούν να γίνουν. Ένας φιλόδοξος κοινωνικός λειτουργός έχει να αντιμετωπίσει τη ΜΚΟποίηση, καθώς δεν υπάρχει άλλος δίαυλος για ακτιβισμό παρά μόνο μέσω των ΜΚΟ, τον ακτιβισμό των επιδόσεων ή την κατάσταση όπου οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή πρέπει να μετρηθεί με αριθμούς. Ένας φιλόδοξος καθηγητής θα πρέπει πιθανώς να ασχοληθεί με διοικητικά καθήκοντα και έρευνα που επιβάλλονται από τους θερμούς, όπως η κυβέρνηση και οι εταιρείες, και όχι από αυτό που εμείς θεωρούμε σωστό. Με λίγα λόγια δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε ελεύθεροι.
Παρόμοιες με τις ιστορίες των φίλων μου που ανέφερα προηγουμένως, στην εποχή του καπιταλισμού τις έχουν βιώσει αντίστοιχα άλλοι πολλοί άνθρωποι. Κάποιοι αντέχουν ακόμη, αλλά κάποιοι αρνήθηκαν να υποταχθούν και αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος σε αυτό το φιάσκο. Καθώς ο Φίσερ στο βιβλίο φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση του Κερτ Κομπέιν, καταλήγω να πιστεύω ότι ο καπιταλισμός ήταν αυτός που σκότωσε τον Κερτ.
Το «εναλλακτικό» και το «ανεξάρτητο» δεν συνιστούν κάτι εξωτερικό της κυρίαρχης κουλτούρας – αντίθετα είναι στυλ, τα κυρίαρχα στυλ, μέσα στο κυρίαρχο. Κανείς δεν ενσωμάτωσε (ούτε αντιμετώπισε) περισσότερο αυτό το αδιέξοδο από τον Κερτ Κομπέιν και τους Nirvana. Μέσα στη φοβερή ατονία και την τυφλή οργή του, ο Κομπέιν έμοιαζε να δίνει φωνή στη μελαγχολία της γενιάς που ήρθε «μετά την ιστορία», της οποίας η κάθε κίνηση ήταν αναμενόμενη, υπό παρακολούθηση, πουλημένη και αγορασμένη πριν καν συμβεί. Ο Κομπέιν ήξερε ότι αποτελεί ακόμα ένα κομμάτι του θεάματος, ότι τίποτα δεν πουλάει καλύτερα στο MTV από μια διαμαρτυρία ενάντια στο MTV. Ήξερε ότι κάθε κίνησή του ήταν ένα προσχεδιασμένο κλισέ, ήξερε ότι ακόμα και η ίδια η συνειδητοποίηση του γεγονότος ήταν κλισέ. Το αδιέξοδο που παρέλυε τον Κομπέιν ήταν ακριβώς αυτό που περιέγραφε ο Τζέιμσον: όπως και η μεταμοντέρνα κουλτούρα εν γένει, έτσι και ο Κομπέιν βρέθηκε σε «έναν κόσμο όπου η στυλιστική πρωτοτυπία είναι πλέον αδύνατη, όπου ό,τι έχει απομείνει είναι η απομίμηση νεκρών στυλ, η ομιλία μέσα από τις μάσκες και τις φωνές των στυλ στο μουσείο του φαντασιακού». Εκεί, ακόμα και η επιτυχία σήμαινε αποτυχία, μιας και το να επιτύχεις θα σηματοδοτούσε μονάχα τη μετατροπή σου σε φρέσκο κρέας με το οποίο θα μπορούσε να τραφεί το σύστημα.
Υπήρχαν κι άλλοι πριν από τον Κερτ Κομπέιν: ο Βαν Γκογκ αυτοκτόνησε μετά από μια σειρά απορρίψεων και την αδυναμία του να κερδίσει την έγκριση για τη ζωγραφική του. Η κατάθλιψη της Σύλβια Πλαθ αυξήθηκε μετά την αποτυχία της λογοτεχνικής βιομηχανίας να αναγνωρίσει τα έργα της. Ο Καρλ Μαρξ πιθανότατα θα αυτοκτονούσε επίσης αν δεν είχε συνδεθεί με τον Ένγκελς που λειτουργούσε ως δίχτυ ασφαλείας του και του επέτρεπε να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καριέρα, ελεύθερος από τα βαρίδια της επιβίωσης.
Τα τρία παραδείγματα δείχνουν ότι ο καπιταλισμός δεν άφησε χώρο για τον ιδεαλιστή, τον ονειροπόλο, τον φιλόδοξο. Η φαντασία είναι λανθασμένη και παράνομη αν δεν παράγει χρήματα ή αν δεν είναι κατάλληλη για μια συγκεκριμένη δουλειά. Σήμερα, η πίεση είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην εποχή του Κερτ Κομπέιν, του Βαν Γκογκ ή της Σύλβια Πλαθ- είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρέπει να υποταχθούμε στον καπιταλισμό και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητά του. Σταματήστε να είστε ονειροπόλοι και να εύχεστε να μπορούσατε να αλλάξετε τον κόσμο. Τα όνειρα δεν είναι δωρεάν.
Οι άνθρωποι μπορεί να λένε ότι πρέπει να προσαρμοστούμε στην καπιταλιστική πραγματικότητα, αλλιώς δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Η επιβίωση του ισχυρότερου στα καλύτερά της Αλλά μαντέψτε τι; Κι αν δεν θέλω να επιβιώσω; Εκτιμώ την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την αυθεντικότητα- κάτι που μου είναι δύσκολο να συμβιβαστώ ή να προσαρμοστώ. Επιπλέον, πιστεύω ότι προσδιορίζομαι από το όνειρό μου και τον ιδεαλισμό μου. Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να συμβιβαστώ με έναν κόσμο προσανατολισμένο στο κέρδος, όπου δεν θα μπορούσα να κάνω πω και να γράψω αυτό που πραγματικά πιστεύω. Λοιπόν, αν δεν πεθάνω, μάλλον απλώς θα καταλήξω στο κατώτερο επίπεδο της καπιταλιστικής μας πραγματικότητας και θα είμαι μέτρια. Και τα δύο είναι εξίσου καλά για μένα, προς το παρόν τουλάχιστον.
Έζησα μια καλή ζωή- έχω μια καλή δουλειά, αγαπημένη οικογένεια, μεταπτυχιακό από ένα καλό πανεπιστήμιο, καταπληκτικούς φίλους και κατάφερα να δω μερικά από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, αλλά είναι υπερβολή να ζητάω αν θέλω να είμαι ελεύθερη; Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν ανήκω πουθενά- ότι οι ικανότητές μου, το όνειρό μου, αυτά που είμαι ικανή να κάνω, ο αξιακός μου κώδικας δεν ταιριάζει σε τίποτα. Ίσως είμαι απλά μια αλαζόνας; Αλλά τι θα γινόταν αν ζούσα στον 5ο ή 6ο αιώνα πριν από την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού; Υποθέτω ότι απλά δεν είμαι φτιαγμένη για αυτή την εποχή. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι θέλω να δραπετεύσω από την Αθήνα και να ζήσω σε μια ζούγκλα. Ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν απλά να αποσυνδεθούν από την καπιταλιστική πραγματικότητα. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι ελεύθερη.
Ο Μαρκ Φίσερ αυτοκτόνησε το 2017. Με βάση τις διαλέξεις του, το μόνο που ήθελε ήταν μια ριζοσπαστική δημοκρατία στην οποία όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν την οντολογική τους κλίση και να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι. Το πρώτο κεφάλαιο του καπιταλιστικού ρεαλισμού έχει τίτλο «Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού». Στην περίπτωση του ίδιου του Φίσερ, ωστόσο, ίσως να ισχύει το «Είναι ευκολότερο να φανταστώ το τέλος της ζωής μου παρά το τέλος του καπιταλισμού». Οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση εκτός από τον καπιταλισμό είναι αδύνατη και μας σκοτώνει καθημερινά. Οι ψυχικές του παθήσεις δεν θα μπορούσαν ποτέ να θεραπευτούν όσο ζούσε εντός του καπιταλισμού. Ίσως αυτό να βίωσαν και ο Κερτ Κομπέιν, ο Βαν Γκογκ και η Σύλβια Πλαθ: απέτυχαν στη δοκιμασία της επιβίωσης. Εξαφανίστηκαν.
Πιστεύω ότι ο καπιταλιστικός ρεαλισμός δεν επηρέασε μόνο τους ιδεαλιστές, αλλά έβλαψε τους πάντες γενικότερα. Ας ελπίσουμε ωστόσο ότι η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ο Καρλ Μαρξ κατάφερε να βγει νικητής από την δοκιμασία του καπιταλισμού και ακόμα κάποιοι μεγάλοι ονειροπόλοι παρέμειναν ζωντανοί μέχρι σήμερα, διατηρώντας στην πίστη τους σε αυτό που κάποτε φιλοδοξούσαν να γίνουν. Υποθέτω ότι αυτό που χρειάζεται για την επιβίωσή μας και την χειραφέτησή μας, είναι η αλληλεγγύη. Με άλλα λόγια, αν οι στενότεροι φίλοι μας, το σύστημα υποστήριξής μας, είναι δίπλα μας και να αποτελώντας σε κάποιο βαθμό ένα δεκανίκι, θα ήταν πιθανόν εφικτό να επιβιώσουμε κι εμείς αυτής της δοκιμασίας, κόντρα στην κατάθλιψη που επιφέρει ο καπιταλισμός. Είναι πάντα ωραίο να νιώθουμε ότι δεν είμαστε τα μόνα θύματα και οι μόνοι που αντιστέκονται στην καπιταλιστική πραγματικότητα.
Διαβάστε επίσης: Ψυχική υγεία κι εργασία – Πώς ο καπιταλισμός σκοτώνει τον ελεύθερο χρόνο