Βιώνουμε μια ιστορική στιγμή ως χώρα, ως πολίτες αυτής της χώρας. Επιτέλους, οι Έλληνες πολίτες θα έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στον θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνία προχωράει και, κάποτε, στο μέλλον, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα αναρωτιούνται και θα απορούν: «μα, καλά, κάποτε δηλαδή απαγορευόταν να παντρευτεί ένας άντρας έναν άντρα;». Έτσι κι εμείς δήμερα θεωρούμε κάπως αδιανόητο ότι δεν υπήρχαν ιατρεία στις επαρχίες, ότι κάποτε η μοιχεία τιμωρείτο από το κράτος και ότι κάποτε δεν υπήρχε το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) , για να διασφαλίζει την ορθότητα των προσλήψεων τακτικού και εποχικού προσωπικού στο δημόσιο.
Το βιβλίο «10 μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Ελλάδα», ας πούμε, καταγράφει την ιστορία δέκα τέτοιων πολιτικών αλλαγών αλλά, κυρίως, αφηγείται την ιστορία των ανθρώπων και των κοινωνικών δυνάμεων που τις εισήγαγαν, τις υποστήριξαν και, τελικά, τις υλοποίησαν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής. Το βιβλίο -του οποίου την επιμέλεια έχει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, σε μια έκδοση της ΔιαΝΕΟσις- αναδεικνύει τα κοινά στοιχεία και τα βασικά συμπεράσματα που, τελικά, απαντούν στο ερώτημα: πώς περνούν μεγάλες, ιστορικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα; Την απάντηση δίνουν δέκα συγγραφείς -οι Σπ. Βλαχόπουλος, Κ. Γαρδίκα, Μ. Κακριδή-Φερράρι, Ξ. Κοντιάδης, Θ. Μαλούτας, Ι. Σαπφώ Πεπελάση, Κ.Σπανού, Δ.Π. Σωτηρόπουλος, Λ. Τρίχα, Ε. Χατζηβασιλείου- οι οποίοι δεν αρκούνται στην εξιστόρηση και την αξιολόγηση της κάθε μεταρρύθμισης, αλλά αναλύουν και την πολιτική της ιστορία.
Κρατάμε μερικές από αυτές τις περίφημες 10 μεταρρυθμίσεις, αλλά αναφερόμαστε και σε άλλες, πολύ σημαντικές, σαν ένα είδος εορτασμού της σημερινής μέρας που θα γίνει κι αυτή μια ημερομηνία σε ιστορικά βιβλία, την οποία τα παιδιά θα χρειάζεται να αποστηθίσουν, κυρίως όμως να κατανοήσουν.
1. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) – Ο προάγγελος του πρώτου συντάγματος της χώρας και η βάση για την ελληνική δημοκρατία
Εμποτισμένο από τις πλέον προωθημένες φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες της εποχής του, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, το αποκληθέν «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ήταν εκείνο που άνοιξε το δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη του νεότερου ελληνικού κράτους, καθώς προέβλεπε ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ένα μονοπρόσωπο όργανο με επταετή θητεία, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Τον Μάρτιο του 1827, κι αφού είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες διαμεσολάβησης από Έλληνες πολιτικούς και οπλαρχηγούς, αλλά και από το εξωτερικό, αποφασίστηκε, στο πλαίσιο εξεύρεσης μιας λύσης που να ικανοποιεί και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, να συνέλθει η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Πράγματι, λοιπόν, οι πληρεξούσιοι, αφήνοντας πίσω τους τις διχαστικές τάσεις που είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα και προτάσσοντας τη σωτηρία της πατρίδας, συγκεντρώθηκαν στην Τροιζήνα. Εκεί, υπό την κυριαρχία ενός πνεύματος αληθινής εθνικής συμφιλίωσης, προέβησαν την 1η Μαΐου 1827 στην ψήφιση του «Πολιτικού Σύνταγματος της Ελλάδος».
Οι επαναστατημένοι Έλληνες, παρά τα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης (πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τους Τούρκους, θάνατος Καραϊσκάκη), άρχιζαν και πάλι να αισιοδοξούν, όπως φανερώνουν και οι ακόλουθοι στίχοι που τραγουδιούνταν παντού: «Στην Αιγίνη δε θα γίνει./Στην Ερμιόνη δεν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θα τελειωθεί/και η Ελλάδα θα σωθεί».
Το άκρως προοδευτικό πνεύμα του Συντάγματος της Τροιζήνας φανερώνουν οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνονται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επίσης, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» έθεσε τα θεμέλια του κοινοβουλευτικού ελέγχου και, κατ’ επέκταση, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ καθιέρωσε, με τρόπο αξιοπρόσεκτο από θεσμικής απόψεως, τη δομή και την ιεραρχία της έννομης τάξης. Αξιοσημείωτες είναι, φυσικά, και οι ρυθμίσεις του Συντάγματος της Τροιζήνας αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου: θρησκευτική ελευθερία (παρά την καθιέρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσης θρησκείας), προσωπική ελευθερία, ελευθερία του Τύπου, αρχή της ισότητας ενώπιον των νόμων και των δημοσίων βαρών, αρχή της αξιοκρατίας, αρχή μη αναδρομικότητας του νόμου, δικαίωμα στην ιδιοκτησία, «δικαίωμα τού αναφέρεσθαι» (δικαίωμα της αναφοράς στις Αρχές), απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας.
2. Ο θεσμός της Ανώνυμης Εταιρείας (1920) – Ο εμβληματικός νόμος Ν. 2190/20
Θεμέλιο της ελεύθερης οικονομίας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ανοιχτής αγοράς, σήμερα μάς φαίνεται ανήκουστο να μην μπορούν να ανοίγουν ελεύθερα οι άνθρωποι εταιρείες με οικονομικό ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι;
Αρχικές μορφές εταιρειών που προοιωνίζονται την ανώνυμη εταιρεία εντοπίζονται ήδη τον Μεσαίωνα. Όμως η ιστορία της ανώνυμης εταιρείας έχει την ουσιαστική αφετηρία της σε επιχειρήσεις που τον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκαν στην Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Επρόκειτο για εν μέρει ιδιωτικές και εν μέρει κρατικές επιχειρήσεις, που αποτέλεσαν όργανο επιχειρηματικής διείσδυσης σε χώρες όπως η Ινδία, η Αμερική και άλλες αποικίες. Ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας (Code de Commerce) του 1807 εξάρτησε την ίδρυση της Α.Ε. από κυβερνητική άδεια, η χορήγηση της οποίας ανήκε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης («διοικητικό σύστημα»). Ο Κώδικας αυτός είχε υιοθετηθεί ήδη από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822). Επί βασιλείας Όθωνος εκπονήθηκε επίσημη μετάφραση, που δημοσιεύθηκε με το διάταγμα της 19.4/1.5.1835 (ΦΕΚ 15, 11/5/1835).
Το έτος 1918, με τον Ν. 1348 «περί εποπτείας ανωνύμων εταιρειών», θεσπίστηκαν, για πρώτη φορά, διατάξεις περί της καταρτίσεως και του περιεχομένου του ισολογισμού των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες το έτος 1920 περιλήφθηκαν σχεδόν αυτούσιες στον γνωστό νόμο 2190/20. Με τον Ν. 3419/2005 καθιερώνεται Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), στο οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά, μεταξύ των άλλων, και οι ανώνυμες εταιρείες. Από 1/1/2019 η δημοσιότητα πραγματοποιείται μόνο μέσω του ΓΕΜΗ, με την καταχώριση των δημοσιευτέων πράξεων και στοιχείων και καταργείται η καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που προέβλεπε το άρθρο 7β «Δημοσιότητα – Τρόπος πραγματοποίησης της δημοσιότητας» του Κ.Ν. 2190/20. Από 1η Ιανουαρίου 2019 ισχύει ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (Ν. 4548/2018) αντί του προηγούμενου (εμβληματικού) νόμου 2190/1920, ο οποίος καταργήθηκε. Δεν καταργήθηκαν, προς το παρόν, τα κεφάλαια του Ν. 2190/20 που αφορούν μετατροπές, συγχωνεύσεις, διασπάσεις κ.λπ.
3. Η ψήφος των γυναικών
Η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» έγραφε στις 20 Μαρτίου 1928: «Παν θήλυ διατελεί εις ανισόρροπον και έξαλλον πνευματικήν κατάστασιν ωρισμένας ημέρας εκάστου μηνός… Νεώτεραι και ακριβέστεραι έρευναι καταδείκνυσιν ότι ου μόνον ωρισμένας ημέρας, αλλά δι’ όλου του μηνός τελούσιν άπαντα τα θήλεα εις πνευματικήν και συναισθηματικήν ανισορροπίαν… Η γυναικεία συνεπώς ψήφος είναι πράγμα επικίνδυνον, άρα αποκρουστέον». Πίσω από την πρόταση του Γούναρη το 1921 περί γυναικείας ψήφου βρισκόταν η Καλλιρόη Παρέν, αυτή η ακούραστη εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και εκδότρια της «Εφημερίδας των Κυριών», την οποία εξέδιδε για 30 ολόκληρα χρόνια γονατίζοντας το ανδρικό κατεστημένο. Η Παρρέν πρωτοστάτησε συγκεντρώνοντας υπογραφές από γνωστές Ελληνίδες, ασκώντας πίεση στον Γούναρη και αναγκάζοντάς τον τελικά να τοποθετηθεί θετικά. Το ίδιο έκανε και σε κάθε άλλη κυβέρνηση, ενοχλώντας ακόμα και τον Χαρίλαο Τρικούπη ήδη από το 1890. Στην ιστορική εξάλλου μέρα της 11ης Φεβρουαρίου 1934, όταν το γυναικείο χέρι θα πιάσει για πρώτη φορά ψηφοδέλτιο, το σύνθημα που δονεί τις εκλογές ήταν αυτό το «ψήφος στη γυναίκα», το σλόγκαν που είχε πρωτογράψει η Παρέν στην «Εφημερίδα των Κυριών» ήδη από το 1887.
Στην Ελλάδα, η καθιέρωση της ανδρικής καθολικής ψηφοφορίας νομοθετήθηκε ήδη από το Σύνταγμα του 1864. Οι Ελληνίδες σε εθνικές εκλογές, όμως, θα ψήφιζαν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα! Ακόμα και το πρώτο μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1952 δεν κατοχύρωσε άμεσα την ισοπολιτεία των γυναικών, όπως είχε γίνει για τους άνδρες δηλαδή με το Σύνταγμα του 1864. Παρ’ όλα αυτά, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1952, ψηφίστηκε ο Νόμος 2159, με τον οποίο απονεμήθηκε τελικά και στις Ελληνίδες το πολυπόθητο δικαίωμα ψήφου για τις βουλευτικές εκλογές. Οι βουλευτικές εκλογές έρχονταν εξάλλου ολοταχώς, καθώς είχαν οριστεί για τον Νοέμβριο του 1952. Θα ψήφιζε όμως η μέση γυναίκα σε κείνες τις εκλογές; Όχι, λόγω…γραφειοκρατίας! Δεν προλάβαιναν να τις εγγράψουν στους εκλογικούς καταλόγους, κι έτσι η γυναικεία ψήφος έπρεπε να αναβληθεί.
Για να είμαστε όμως σωστοί ιστορικά, η Ελληνίδα ψήφιζε ήδη από τις δημοτικές εκλογές ήδη από το 1934. Την κάλπη γνώρισε για πρώτη φορά στις 11 Φεβρουαρίου 1934, μια δημοτική και κοινοτική αναμέτρηση η οποία μνημονεύεται για τις δυο ιστορικές πρωτιές της: ήταν η πρώτη φορά που πήρε μέρος η γυναίκα στην κάλπη, αλλά και η πρώτη φορά που το ΚΚΕ είχε τόσο ενισχυμένη παρουσία στα δημοτικά πράγματα, εκλέγοντας δύο δημάρχους (Καβάλα και Σέρρες) και βγάζοντας αντιπροσώπους σε περισσότερα από 60 δημοτικά συμβούλια ανά την επικράτεια! Σημειωτέον, εκλογικό δικαίωμα δεν είχαν όλες οι γυναίκες, παρά μόνο όσες είχαν κλείσει το τριακοστό έτος της ζωής τους και είχαν στα χέρια τους κάποιο εκπαιδευτικό χαρτί, έστω και απολυτήριο Δημοτικού. Τραγικά χαμηλά τα ποσοστά, συνεπώς.Οι εκλογικοί κατάλογοι του δήμου Αθηναίων, για παράδειγμα, φιλοξένησαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες έφτασαν μάλιστα στα εκλογικά κέντρα μόνο οι 439. Πάντως, δεν έσκιζαν και όλες οι γυναίκες τα ιμάτιά τους για το δικαίωμά τους στην ψήφο. Να, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ας πούμε, είχε μια λυσσαλέα άρνηση για να ψηφίσει, λέγοντας πως ψήφο αποζητούν μόνο οι άσχημες ή όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά!
Οι Ελληνίδες (όσες, τέλος πάντων!) πήραν μέρος στις αναπληρωματικές εκλογές του Νομού Θεσσαλονίκης στις 18 Ιανουαρίου 1953. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η ελληνίδα ψηφοφόρος θα είχε την τιμή να εκλέξει τους αντιπροσώπους της αρεσκείας της. Αλλά και να εκλεγεί: υποψήφιες σε εκείνη την αναμέτρηση ήταν η Βιργινία Ζάννα (ΕΠΕΚ-Κόμμα των Φιλελευθέρων), η Ελένη Σκούρα του Ελληνικού Συναγερμού και οι τρεις ανεξάρτητες υποψήφιες Μερόπη Βασιλικού, Σταυρούλα Κωστοπούλου και Αγγελική Τσάκωνα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1953 η Ελένη Σκούρα γινόταν η πρώτη Ελληνίδα που περνούσε το κατώφλι της Βουλής ως η πρώτη ποτέ βουλευτής.
Οι πρώτες κανονικές βουλευτικές εκλογές που πήραν μέρος οι γυναίκες όλης της ελληνικής επικράτειας ήταν οι εθνικές του 1956. Στο κυβερνητικό σχήμα που σχημάτισε, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να συμπεριλάβει και την εκλεγμένη Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του ιστορικού αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, δίνοντάς της το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ως ένα διττό σύμβολο συνέχειας και εκσυγχρονισμού. Στις δημοτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς εκλέγεται και η πρώτη γυναίκα δήμαρχος. Ήταν η Μαρία Δεσύλλα-Καποδίστρια, δισέγγονη του αδερφού του Ιωάννη Καποδίστρια και σύζυγος του κερκυραίου βιομηχάνου και δημάρχου Σταμάτιου Δεσύλλα, η οποία βγήκε πανηγυρικά στις αναπληρωματικές εκλογές του νησιού. The rest is history.
4. Η αντιπαροχή – Ένα ελληνικό φαινόμενο, μια αναγκαία μεταρρύθμιση
Η αντιπαροχή οικοπέδων για τη δημιουργία διαμερισμάτων αποτελεί ελληνικό φαινόμενο που δεν εφαρμόζεται σε άλλα μέρη, τουλάχιστον όχι έτσι, με αυτήν τη μορφή και σε αυτήν την έκταση. Πρόκειται για μια μέθοδος δόμησης που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο γι’ αυτό και χρονικά η εμφάνισή της τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο νόμος περί οριζόντιας ιδιοκτησίας είχε ψηφιστεί το 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ήταν, ας θυμηθούμε, οξύ το στεγαστικό ζήτημα που προκλήθηκε στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Αθήνα, λόγω της τεράστιας συσσώρευσης πληθυσμού σε αυτήν, ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής καταστροφής (1922) και της καταστροφής χιλιάδων χωριών και κωμοπόλεων που προκάλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1945) και ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949). Σε αυτή την μέθοδο στηρίχθηκε η οικοδόμηση του περίφημου αθηναϊκού συγκροτήματος, με όλα τα μειονεκτήματα που της έχουν κατά καιρούς καταλογίσει. Το βασικό πλεονέκτημα της αντιπαροχής είναι ότι βοήθησε μεν να στεγασθούν με σχετικά φθηνό κόστος πολλές οικογένειες.
Πλέον, τα μέτρα είναι πιο αυστηρά με την εφαρμογή των συντελεστών δόμησης αλλά και όρων στο τρόπο κατασκευής κτιρίων προσπαθώντας να διατηρήσουν το ύφος και το χρώμα που έχουν κάποιες περιοχές.
5. Η ίδρυση των αγορτικών ιατρείων – Μια ανάσα για την ελληνική επαρχία
Η ύπαρξη και λειτουργία αγροτικών ιατρείων σε απομακρυσμένες και απομονωμένες περιοχές έχει σκοπό, βεβαίως, να υπηρετούν τον πολίτη στο πλαίσιο της παροχής πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας. Σχεδόν πέντε δεκαετίες, οι αγροτικοί γιατροί ήταν και είναι ο κεντρικός κορμός της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη χώρα μας. Με τα νομοθετικά διατάγματα 2592/1953 και 3487/1955 ιδρύθηκαν τα αγροτικά ιατρεία με προοπτική την κάλυψη υπηρεσιών υγείας των κατοίκων της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών μας. Ακολούθησε ο νόμος Ν.1397/1983 που επέτρεψε την ανάπτυξη των κέντρων υγείας με σκοπό τη δημιουργία ενός οργανωμένου πλαισίου υπηρεσιών ΠΦΥ. Σήμερα, η ΠΦΥ ασκείται από τα εξωτερικά ιατρεία των Γενικών Νοσοκομείων, τα Κέντρα Υγείας, τα παλαιότερα Πολυιατρεία του ΙΚΑ (σημερινά ΕΟΠΥΥ), τα Περιφερειακά Ιατρεία, τα Αγροτικά Ιατρεία, τα Δημοτικά Ιατρεία, τα Ιατρεία Κοινωνικών Αποστολών και ΜΚΟ για τους άπορους και ανασφάλιστους και ο στρατός. Επίσης ασκείται από διαπιστευμένους ιδιώτες ιατρούς.
Για να είμαστε όμως απολύτως ειλικρινείς, στο σήμερα, στο 2024, ιατρική ανασφάλεια και εγκατάλειψη βιώνουν οι πολίτες που ζουν στην ελληνική περιφέρεια, στην ύπαιθρο και στα νησιά. Αυτό οφείλεται στην πλήρη εγκατάλειψη των αγροτικών ιατρείων, με την έλλειψη αγροτικών ιατρών. Σήμερα οι αγροτικοί ιατροί καλύπτουν τις ανάγκες των Περιφερειακών Ιατρείων, στελεχώνουν τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία της Περιφέρειας και αποτελούν το κομμάτι του μάχιμου ιατρικού δυναμικού όλο το εικοσιτετράωρο, εκτελώντας καθημερινά πρωινά ιατρεία, εφημερίες, διακομιδές, συνταγογράφηση, εργασίες κλινικής ως αποσπασμένοι και ό, τι έκτακτο προκύψει στον υγειονομικό τομέα όπου ανήκουν.Κατά την τελευταία προκήρυξη του Υπουργείου Υγείας (Υ10γ/ οικ. 2453 9/ 1 / 2013) και την επαναπροκήρυξη (Υ10γ/ Οίκ. 17518 15/2 / 2013) από τις 518 κενές θέσεις αγροτικών ιατρείων καλύφθηκαν μόνο οι 234 (ποσοστό σχεδόν 50%). Επίσης, σε ορισμένους νομούς η κάλυψη είναι πολύ μικρότερη.
6. Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους το 1976
Στις 28 Ιανουαρίου 1976 ανακοινώθηκε από την τότε κυβέρνηση η απόφαση να καθιερωθεί η δημοτική γλώσσα «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου συσκέψεις που είχε δρομολογήσει ο αρμόδιος υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Ράλλης, με τη συμμετοχή και του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Ράλλης, όταν συζητήθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος 309/1976 αναφορικά με τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δήλωσε: «Πράγματι, και η δημοτική και η καθαρεύουσα είναι γνήσια τέκνα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με μία διαφορά: ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της».
Από την ημέρα εκείνη, στην ιστορία έμεινε ο γλαφυρός λόγος που εκφώνησε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. «Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις. Είναι η δομή, το φραστικό κτίσιμο, το οποίο στηρίζεται στη γραμματική και το συντακτικό. Αν η γραμματική και το συντακτικό είναι της δημοτικής, βάλτε όποιες λέξεις θέλετε, η γλώσσα θα είναι δημοτική.» Ακολούθησε η έκδοση της εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση, ενώ ολοένα και περισσότερες ήταν στο μετέπειτα διάστημα οι φωνές υπέρ του μονοτονικού συστήματος τονισμού, που έμελλε να καθιερωθεί τελικά το 1982.
Είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, το 2007 ο αείμνηστος Δ. Ν. Μαρωνίτης (1929-2016), στο πλαίσιο ομιλίας του στο συνέδριο του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών: «H επίσηµη αποδοχή της δηµοτικής ως επίσηµης γλώσσας στην εκπαίδευση και στον δηµόσιο βίο επηρέασε, έµµεσα τουλάχιστον, τον χώρο της ευρύτερης παιδείας και γενικότερα του πολιτισµού, ευνοώντας συµµαχίες θεσµών, φορέων και προσώπων, που προηγουµένως τους χώριζε η προτίµηση για την καθαρεύουσα ή τη δηµοτική γλώσσα. (…) Όσο ίσχυε η καθαρεύουσα ως επίσηµη γλώσσα του κράτους και της πολιτείας, λειτουργούσε ως διαχωριστική γραµµή µεταξύ εξουσίας και λαϊκών στρωµάτων, για τα οποία η δηµοτική γλώσσα ήταν το αυτονόητο και αυτόµατο µέσο διαπροσωπικής επικοινωνίας και προσωπικής έκφρασης. Τούτο σηµαίνει ότι η διάφορη γλώσσα διέκρινε σαφέστατα τους φορείς της εξουσίας από τον λαϊκό πληθυσµό, ο οποίος εισέπραττε τη γλωσσική αυτή διάκριση ως εξωτερική αποξένωση, που την µετέτρεπε, σε εποχές αιχµής, σε εσωτερική άµυνα ή και σε αντεπίθεση. Η διάφορη γλώσσα δηλαδή καθόριζε τόσο την παθητική όσο και την ενεργητική στάση και συµπεριφορά του απέναντι στην εξουσία. ∆ιακριτές εποµένως και γλωσσικά οι ταυτότητες εξουσίας και λαού, απέτρεπαν τότε τη σύγχυση των συµβαλλόµενων στον, άνισο εξ ορισµού, πολιτικό αυτόν αγώνα. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι η κατάργηση της εντεταλµένης διαχωριστικής διγλωσσίας, η διάχυση εποµένως της δηµοτικής και στα δύο στρατόπεδα, ευνόησε τους φορείς της εξουσίας, από την άποψη ότι µπορούσαν, και µπορούν πλέον, να ισχυρίζονται ότι µιλούν την ίδια γλώσσα µε τον λαό, πως συµµερίζονται απόλυτα το πάθος και τον πόθο του, τη δράση και την αντίδρασή του, καταλήγοντας έτσι, συχνά πυκνά, σε υποκριτικό γλωσσικό λαϊκισµό, στον οποίο τα λαϊκά στρώµατα εύκολα παγιδεύονται.»
7. Η αποποινικοποίηση της μοιχείας
Στην Ελλάδα η πράξη της μοιχείας αποτελούσε αδίκημα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Αθήνα, μάλιστα, συνιστούσε έγκλημα και η τιμωρία των μοιχών αποφασιζόταν στα δικαστήρια. Ένας από τους νόμους του νομοθέτη Δράκοντα, ωστόσο, άφηνε το περιθώριο σε εκείνον που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίζει για την τύχη τους -το λες και ριζοσπαστικό, ως επιλογή. Αργότερα, ο Σόλων πρόσφερε στον απατημένο σύζυγο τρεις εναλλακτικές: ή να σκοτώσει και τους δύο μοιχούς, ή να ευνουχίσει το μοιχό, ή να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του.
Μα κι από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, η μοιχεία αδίκημα θεωρείτο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 286 του ποινικού νόμου που ίσχυσε έως και το Δεκέμβριο του 1950 η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Κι έτσι παρέμεινε και στον ποινικό κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου του 1951: Το άρθρο 357 του Π.Κ. όριζε ποινή φυλάκισης ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του παθόντος συζύγου. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι’ αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος-πρωτοσέλιδα εφημερίδων εποχής αποκαλύπτουν σκηνές απείρου κάλλους που σήμερα θα μας φαίνονταν αδιανόητο να βγουν στα μανταλάκια.Οι αρχές συνελάμβαναν τους μοιχούς και τους οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα χωρίς να τους επιτρέπουν να ντυθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο πιστοποιείτο το αδίκημα, το οποίο ήταν αυτόφωρο. Το παράνομο ζευγάρι διανυκτέρευε στο κρατητήριο και η υπόθεση εκδικάζονταν την επόμενη ημέρα.
Τελικά, η αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα έγινε στις 24 Ιουλίου του 1982, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Η αντίδραση της Εκκλησίας, που φοβόταν για κλονισμό του θεσμού της οικογένειας, ήταν έντονη, ωστόσο η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επέμεινε. Λίγους μήνες, εξάλλου, αργότερα, η μοιχεία έπαψε να αποτελεί αιτία διαζυγίου, σε περίπτωση που δεν έχουν διαταραχτεί ανεπανόρθωτα οι συζυγικές σχέσεις.
8. Η κατάργηση της μαθητικής ποδιάς
Ήταν 6 Φεβρουαρίου του 1982 όταν καταργήθηκε δια νόμου η μπλε σχολική ποδιά με τον άσπρο γιακά, μετά από δεκαετίες επιβολής της. Υπουργός Παιδείας τότε ήταν ο Λευτέρης Βερυβάκης και η ιστορική απόφαση ελήφθη ως ένδειξη εκδημοκρατισμού, πλουραλισμού και απόδειξης ελευθερίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η σχολική ποδιά φορέθηκε αρχικά από τα κορίτσια σε χρώμα μαύρο έως το 1965. Ο υπουργός παιδείας της εποχής, Γεώργιος Παπανδρέου, άλλαξε τότε το χρώμα της από μαύρο σε μπλε και συνέταξε και την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας με τα υποχρεωτικά της χαρακτηριστικά. Στο πέτο έπρεπε η κάθε μαθήτρια να φορά κονκάρδα, όπου αναγραφόταν το σχολείο και η τάξη ενώ το μήκος της ποδιάς ήταν απαραίτητα κάτω από το γόνατο. Ενώ οι πρώτες σχολικές ποδιές είχαν λιτό σχεδιασμό, την επόμενη δεκαετία οι σχεδιαστές επέλεξαν να προσθέσουν και άλλες λεπτομέρειες, ώστε να παρουσιάζουν νέα πιο ελκυστικά σχέδια προς τους υποψήφιους αγοραστές, τους εφήβους της εποχής, δηλαδή! Έτσι η σχολική ποδιά απέκτησε λευκές διακριτικές λεπτομέρειες, σούρες μανσέτες, τσέπες, αποσπώμενο γιακά, ζώνη, κουκούλα, φερμουάρ κ.ά. ενώ κόντυνε και λίγο στο μήκος φτάνοντας ως το γόνατο.
Τη δεκαετία του 1970 κυρίως μεγάλα πολυκαταστήματα των Αθηνών, όπως το Μινιόν, ο Δραγώνας, οι Αφοί Λαμπρόπουλοι, πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, με εκδηλώσεις και διαφημιστικές καμπάνιες, παρουσίαζαν τα νέα σχέδια στις ποδιές. Βιοτεχνίες και σχεδιαστές εργάζονταν με αντικείμενο τη σχολική ποδιά. Η παραγωγή της και ο κύκλος εργασιών που την αφορούσε είχε σοβαρή υπόσταση. Οι τιμές ποίκιλαν και έτσι, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε οικογένειας, η αγορά ήταν εφικτή από όλους. Οι απλές ποδιές κόστιζαν από 400 δραχμές έως 700 δραχμές, ενώ, αν κάποιος επέλεγε ποδιά, φέρ’ειπείν, του σχεδιαστή Τσεκλένη, η τιμή της ήταν περίπου διπλάσια, δηλαδή μεταξύ 550 δραχμών και 1.500 δραχμών.
Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων είχε τότε δεχθεί θετικά και λίγο αδιάφορα, ίσως, την απόφαση για κατάργησή της, ενώ υπήρξε και μια μικρή μερίδα πιο παραδοσιακών που εξέφρασε την αντίθεσή της. Η κατάργησης της σχολικής ποδιάς από το σχολείο θεωρούσαν ότι θα προκαλέσει ασυδοσία στην εμφάνιση των μαθητών και γενικότερη απειθαρχία μέσα στη μαθητική κοινότητα.
9. Η ίδρυση του ΑΣΕΠ
Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού είναι μια ελληνική ανεξάρτητη αρχή που διασφαλίζει την ορθότητα των προσλήψεων τακτικού και εποχικού προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ιδρύθηκε το 1994 με το νόμο 2190/1994 επί υπουργίας Αναστάσιου Πεπονή. Δεν εποπτεύεται από την Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά από τη Βουλή των Ελλήνων, ενώ υπόκειται και σε δικαστικό έλεγχο. Η ανεξαρτησία του ενισχύθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Διαθέτει διοικητική αυτοτέλεια και δικόν του προϋπολογισμό. Όταν οι διαγωνισμοί για θέσεις στο Δημόσιο προκηρύσσονται και οργανώνονται από το ίδιο το ΑΣΕΠ, τα εργαλεία που διαθέτει για την επιλογή του προσωπικού είναι: γραπτός διαγωνισμός, αξιολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων (μοριοδότηση), συμπληρωματική πρακτική διαδικασία, ειδικές εξετάσεις ή/και συνέντευξη. Διαφορετικές διαδικασίες ακολουθούνται για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό και για τους εκπαιδευτικούς. Από το 2019 εφαρμόζεται νέο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών.
Οι διαγωνισμοί για επιλογή προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (κυρίως ΝΠΙΔ και ΟΤΑ) προκηρύσσονται και εκτελούνται από τους επιμέρους φορείς, με βάση τον ίδιο νόμο 2190/1994. Η όλη διαδικασία εποπτεύεται από το ΑΣΕΠ, το οποίο και αξιολογεί τυχόν ενστάσεις. Στις κύριες αρμοδιότητες του ΑΣΕΠ περιλαμβάνονται: η επιλογή του τακτικού προσωπικού στον ευρύτερο χώρο του δημόσιου τομέα, ο έλεγχος της νομιμότητας των διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού που διεξάγουν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και ο έλεγχος παράνομων προσλήψεων, από Συμβούλους-Επιθεωρητές του ΑΣΕΠ με ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου. Η ίδρυση του ΑΣΕΠ το 1994 συνέβαλε τα μέγιστα στην προσπάθεια αποκομματικοποίησης των διορισμών στο Δημόσιο, ενώ ο «νόμος Πεπονή», όπως έμεινε στην ιστορία η τότε ρύθμιση για την επιλογή και την αξιολόγηση του προσωπικού στο Δημόσιο, είναι ακόμη και σήμερα μοναδικό εργαλείο στα χέρια του κράτους για την αποφυγή των ρουσφετολογικών προσλήψεων.
Φυσικά, παρασπονδίες συμβαίνουν ακόμα. Κι αν συμβαίνουν τώρα, μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν πριν το 1994!
10. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Κυβέρνησης
«Το πρώτο πλήρως ψηφιακό υπουργείο, με απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών, που δεν θα σας ταλαιπωρεί», θα είναι το Υπουργείο Παιδείας. Αυτή ήταν η πρώτη δέσμευση του νέου υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη (τον Ιούνιο του 2023), κατά την παραλαβή των καθηκόντων του από τον υπηρεσιακό υπουργό, Χρήστο Κίττα. Κατέθεσε ο υπουργός 35 δεσμεύσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της διοίκησης της εκπαίδευσης και της αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, που περιλαμβάνονται στην Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025 όπως τη διαμόρφωσε ο σημερινός υπουργός Παιδείας, όταν ήταν υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ανάμεσά τους, υπάρχουν ορισμένες ενέργειες που έχουν ήδη προχωρήσει, όπως ας πούμε η επέκταση συστημάτων διασφάλισης ποιότητας και αξιολόγησης Πανεπιστημίων, η εγγραφή στο Νηπιαγωγείο, η ψηφιακή Υπηρεσία Απόκτησης και Διαχείρισης Ακαδημαϊκής Ταυτότητας και οι ηλεκτρονικές εγγραφές στα ΑΕΙ.
Η σταδιοδρομία του Πιερρακάκη με το κυβερνών κόμμα ξεκίνησε από το 2019, όταν, στις 9 Ιουλίου, είχε ορκιστεί υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεσμευόμενος να φέρει ψηφιακές μεταρρυθμίσεις για το καλό της χώρας. Ως πρώτο μέτρο, δηλαδή, εξήγγειλε πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού. Την 21 Μαρτίου 2020, το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έθεσε σε λειτουργία το gov.gr, την Ενιαία Ψηφιακή Πύλη του Ελληνικού Δημοσίου. Έκτοτε, προστέθηκαν στο gov.gr σημαντικές υπηρεσίες, φτάνοντας συνολικά τις 614, όπως η βεβαίωση γνησίου υπογραφής, η άυλη συνταγογράφηση και τα άυλα παραπεμπτικά, τα πιστοποιητικά δημοτολογίου και οι ληξιαρχικές πράξεις, το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών και οι προσωρινές άδειες οδήγησης.
Όχι ασήμαντες αλλαγές. Κάποτε, έπρεπε να στηνόμαστε με τις ώρες στις ουρές των ΚΕΠ για μια απλή βεβαίωση. Τώρα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξυπηρετούμαστε από το κινητό μας. Ποιος να μας το έλεγε αυτό και πώς να τον πιστεύαμε; Δρόμος για βελτιώσεις στην καθημερινότητα του πολίτη υπάρχει αρκετός ακόμα. Αλλά είναι άδικο να πούμε ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος.
ΥΓ: Ο Άγγλος ποιητής και φιλόσοφος Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ γράφει: «Κάθε μεταρρύθμιση, όσο απαραίτητη κι αν είναι, θα φτάσει από τα αδύναμα μυαλά στα άκρα, έτσι ώστε και η ίδια θα χρειαστεί μεταρρύθμιση».
Με πληροφορίες από: Wikipedia, Μηχανή του Χρόνου, in.gr, accountancygreece.gr, CNN
Βιώνουμε μια ιστορική στιγμή ως χώρα, ως πολίτες αυτής της χώρας. Επιτέλους, οι Έλληνες πολίτες θα έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στον θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνία προχωράει και, κάποτε, στο μέλλον, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα αναρωτιούνται και θα απορούν: «μα, καλά, κάποτε δηλαδή απαγορευόταν να παντρευτεί ένας άντρας έναν άντρα;». Έτσι κι εμείς δήμερα θεωρούμε κάπως αδιανόητο ότι δεν υπήρχαν ιατρεία στις επαρχίες, ότι κάποτε η μοιχεία τιμωρείτο από το κράτος και ότι κάποτε δεν υπήρχε το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) , για να διασφαλίζει την ορθότητα των προσλήψεων τακτικού και εποχικού προσωπικού στο δημόσιο.
Το βιβλίο «10 μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Ελλάδα», ας πούμε, καταγράφει την ιστορία δέκα τέτοιων πολιτικών αλλαγών αλλά, κυρίως, αφηγείται την ιστορία των ανθρώπων και των κοινωνικών δυνάμεων που τις εισήγαγαν, τις υποστήριξαν και, τελικά, τις υλοποίησαν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής. Το βιβλίο -του οποίου την επιμέλεια έχει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, σε μια έκδοση της ΔιαΝΕΟσις- αναδεικνύει τα κοινά στοιχεία και τα βασικά συμπεράσματα που, τελικά, απαντούν στο ερώτημα: πώς περνούν μεγάλες, ιστορικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα; Την απάντηση δίνουν δέκα συγγραφείς -οι Σπ. Βλαχόπουλος, Κ. Γαρδίκα, Μ. Κακριδή-Φερράρι, Ξ. Κοντιάδης, Θ. Μαλούτας, Ι. Σαπφώ Πεπελάση, Κ.Σπανού, Δ.Π. Σωτηρόπουλος, Λ. Τρίχα, Ε. Χατζηβασιλείου- οι οποίοι δεν αρκούνται στην εξιστόρηση και την αξιολόγηση της κάθε μεταρρύθμισης, αλλά αναλύουν και την πολιτική της ιστορία.
Κρατάμε μερικές από αυτές τις περίφημες 10 μεταρρυθμίσεις, αλλά αναφερόμαστε και σε άλλες, πολύ σημαντικές, σαν ένα είδος εορτασμού της σημερινής μέρας που θα γίνει κι αυτή μια ημερομηνία σε ιστορικά βιβλία, την οποία τα παιδιά θα χρειάζεται να αποστηθίσουν, κυρίως όμως να κατανοήσουν.
1. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) – Ο προάγγελος του πρώτου συντάγματος της χώρας και η βάση για την ελληνική δημοκρατία
Εμποτισμένο από τις πλέον προωθημένες φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες της εποχής του, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, το αποκληθέν «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ήταν εκείνο που άνοιξε το δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη του νεότερου ελληνικού κράτους, καθώς προέβλεπε ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ένα μονοπρόσωπο όργανο με επταετή θητεία, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Τον Μάρτιο του 1827, κι αφού είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες διαμεσολάβησης από Έλληνες πολιτικούς και οπλαρχηγούς, αλλά και από το εξωτερικό, αποφασίστηκε, στο πλαίσιο εξεύρεσης μιας λύσης που να ικανοποιεί και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, να συνέλθει η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Πράγματι, λοιπόν, οι πληρεξούσιοι, αφήνοντας πίσω τους τις διχαστικές τάσεις που είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα και προτάσσοντας τη σωτηρία της πατρίδας, συγκεντρώθηκαν στην Τροιζήνα. Εκεί, υπό την κυριαρχία ενός πνεύματος αληθινής εθνικής συμφιλίωσης, προέβησαν την 1η Μαΐου 1827 στην ψήφιση του «Πολιτικού Σύνταγματος της Ελλάδος».
Οι επαναστατημένοι Έλληνες, παρά τα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης (πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τους Τούρκους, θάνατος Καραϊσκάκη), άρχιζαν και πάλι να αισιοδοξούν, όπως φανερώνουν και οι ακόλουθοι στίχοι που τραγουδιούνταν παντού: «Στην Αιγίνη δε θα γίνει./Στην Ερμιόνη δεν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θα τελειωθεί/και η Ελλάδα θα σωθεί».
Το άκρως προοδευτικό πνεύμα του Συντάγματος της Τροιζήνας φανερώνουν οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνονται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επίσης, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» έθεσε τα θεμέλια του κοινοβουλευτικού ελέγχου και, κατ’ επέκταση, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ καθιέρωσε, με τρόπο αξιοπρόσεκτο από θεσμικής απόψεως, τη δομή και την ιεραρχία της έννομης τάξης. Αξιοσημείωτες είναι, φυσικά, και οι ρυθμίσεις του Συντάγματος της Τροιζήνας αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου: θρησκευτική ελευθερία (παρά την καθιέρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσης θρησκείας), προσωπική ελευθερία, ελευθερία του Τύπου, αρχή της ισότητας ενώπιον των νόμων και των δημοσίων βαρών, αρχή της αξιοκρατίας, αρχή μη αναδρομικότητας του νόμου, δικαίωμα στην ιδιοκτησία, «δικαίωμα τού αναφέρεσθαι» (δικαίωμα της αναφοράς στις Αρχές), απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας.
2. Ο θεσμός της Ανώνυμης Εταιρείας (1920) – Ο εμβληματικός νόμος Ν. 2190/20
Θεμέλιο της ελεύθερης οικονομίας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ανοιχτής αγοράς, σήμερα μάς φαίνεται ανήκουστο να μην μπορούν να ανοίγουν ελεύθερα οι άνθρωποι εταιρείες με οικονομικό ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι;
Αρχικές μορφές εταιρειών που προοιωνίζονται την ανώνυμη εταιρεία εντοπίζονται ήδη τον Μεσαίωνα. Όμως η ιστορία της ανώνυμης εταιρείας έχει την ουσιαστική αφετηρία της σε επιχειρήσεις που τον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκαν στην Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Επρόκειτο για εν μέρει ιδιωτικές και εν μέρει κρατικές επιχειρήσεις, που αποτέλεσαν όργανο επιχειρηματικής διείσδυσης σε χώρες όπως η Ινδία, η Αμερική και άλλες αποικίες. Ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας (Code de Commerce) του 1807 εξάρτησε την ίδρυση της Α.Ε. από κυβερνητική άδεια, η χορήγηση της οποίας ανήκε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης («διοικητικό σύστημα»). Ο Κώδικας αυτός είχε υιοθετηθεί ήδη από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822). Επί βασιλείας Όθωνος εκπονήθηκε επίσημη μετάφραση, που δημοσιεύθηκε με το διάταγμα της 19.4/1.5.1835 (ΦΕΚ 15, 11/5/1835).
Το έτος 1918, με τον Ν. 1348 «περί εποπτείας ανωνύμων εταιρειών», θεσπίστηκαν, για πρώτη φορά, διατάξεις περί της καταρτίσεως και του περιεχομένου του ισολογισμού των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες το έτος 1920 περιλήφθηκαν σχεδόν αυτούσιες στον γνωστό νόμο 2190/20. Με τον Ν. 3419/2005 καθιερώνεται Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), στο οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά, μεταξύ των άλλων, και οι ανώνυμες εταιρείες. Από 1/1/2019 η δημοσιότητα πραγματοποιείται μόνο μέσω του ΓΕΜΗ, με την καταχώριση των δημοσιευτέων πράξεων και στοιχείων και καταργείται η καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που προέβλεπε το άρθρο 7β «Δημοσιότητα – Τρόπος πραγματοποίησης της δημοσιότητας» του Κ.Ν. 2190/20. Από 1η Ιανουαρίου 2019 ισχύει ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες (Ν. 4548/2018) αντί του προηγούμενου (εμβληματικού) νόμου 2190/1920, ο οποίος καταργήθηκε. Δεν καταργήθηκαν, προς το παρόν, τα κεφάλαια του Ν. 2190/20 που αφορούν μετατροπές, συγχωνεύσεις, διασπάσεις κ.λπ.
3. Η ψήφος των γυναικών
Η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» έγραφε στις 20 Μαρτίου 1928: «Παν θήλυ διατελεί εις ανισόρροπον και έξαλλον πνευματικήν κατάστασιν ωρισμένας ημέρας εκάστου μηνός… Νεώτεραι και ακριβέστεραι έρευναι καταδείκνυσιν ότι ου μόνον ωρισμένας ημέρας, αλλά δι’ όλου του μηνός τελούσιν άπαντα τα θήλεα εις πνευματικήν και συναισθηματικήν ανισορροπίαν… Η γυναικεία συνεπώς ψήφος είναι πράγμα επικίνδυνον, άρα αποκρουστέον». Πίσω από την πρόταση του Γούναρη το 1921 περί γυναικείας ψήφου βρισκόταν η Καλλιρόη Παρέν, αυτή η ακούραστη εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και εκδότρια της «Εφημερίδας των Κυριών», την οποία εξέδιδε για 30 ολόκληρα χρόνια γονατίζοντας το ανδρικό κατεστημένο. Η Παρρέν πρωτοστάτησε συγκεντρώνοντας υπογραφές από γνωστές Ελληνίδες, ασκώντας πίεση στον Γούναρη και αναγκάζοντάς τον τελικά να τοποθετηθεί θετικά. Το ίδιο έκανε και σε κάθε άλλη κυβέρνηση, ενοχλώντας ακόμα και τον Χαρίλαο Τρικούπη ήδη από το 1890. Στην ιστορική εξάλλου μέρα της 11ης Φεβρουαρίου 1934, όταν το γυναικείο χέρι θα πιάσει για πρώτη φορά ψηφοδέλτιο, το σύνθημα που δονεί τις εκλογές ήταν αυτό το «ψήφος στη γυναίκα», το σλόγκαν που είχε πρωτογράψει η Παρέν στην «Εφημερίδα των Κυριών» ήδη από το 1887.
Στην Ελλάδα, η καθιέρωση της ανδρικής καθολικής ψηφοφορίας νομοθετήθηκε ήδη από το Σύνταγμα του 1864. Οι Ελληνίδες σε εθνικές εκλογές, όμως, θα ψήφιζαν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα! Ακόμα και το πρώτο μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1952 δεν κατοχύρωσε άμεσα την ισοπολιτεία των γυναικών, όπως είχε γίνει για τους άνδρες δηλαδή με το Σύνταγμα του 1864. Παρ’ όλα αυτά, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1952, ψηφίστηκε ο Νόμος 2159, με τον οποίο απονεμήθηκε τελικά και στις Ελληνίδες το πολυπόθητο δικαίωμα ψήφου για τις βουλευτικές εκλογές. Οι βουλευτικές εκλογές έρχονταν εξάλλου ολοταχώς, καθώς είχαν οριστεί για τον Νοέμβριο του 1952. Θα ψήφιζε όμως η μέση γυναίκα σε κείνες τις εκλογές; Όχι, λόγω…γραφειοκρατίας! Δεν προλάβαιναν να τις εγγράψουν στους εκλογικούς καταλόγους, κι έτσι η γυναικεία ψήφος έπρεπε να αναβληθεί.
Για να είμαστε όμως σωστοί ιστορικά, η Ελληνίδα ψήφιζε ήδη από τις δημοτικές εκλογές ήδη από το 1934. Την κάλπη γνώρισε για πρώτη φορά στις 11 Φεβρουαρίου 1934, μια δημοτική και κοινοτική αναμέτρηση η οποία μνημονεύεται για τις δυο ιστορικές πρωτιές της: ήταν η πρώτη φορά που πήρε μέρος η γυναίκα στην κάλπη, αλλά και η πρώτη φορά που το ΚΚΕ είχε τόσο ενισχυμένη παρουσία στα δημοτικά πράγματα, εκλέγοντας δύο δημάρχους (Καβάλα και Σέρρες) και βγάζοντας αντιπροσώπους σε περισσότερα από 60 δημοτικά συμβούλια ανά την επικράτεια! Σημειωτέον, εκλογικό δικαίωμα δεν είχαν όλες οι γυναίκες, παρά μόνο όσες είχαν κλείσει το τριακοστό έτος της ζωής τους και είχαν στα χέρια τους κάποιο εκπαιδευτικό χαρτί, έστω και απολυτήριο Δημοτικού. Τραγικά χαμηλά τα ποσοστά, συνεπώς.Οι εκλογικοί κατάλογοι του δήμου Αθηναίων, για παράδειγμα, φιλοξένησαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες έφτασαν μάλιστα στα εκλογικά κέντρα μόνο οι 439. Πάντως, δεν έσκιζαν και όλες οι γυναίκες τα ιμάτιά τους για το δικαίωμά τους στην ψήφο. Να, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ας πούμε, είχε μια λυσσαλέα άρνηση για να ψηφίσει, λέγοντας πως ψήφο αποζητούν μόνο οι άσχημες ή όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά!
Οι Ελληνίδες (όσες, τέλος πάντων!) πήραν μέρος στις αναπληρωματικές εκλογές του Νομού Θεσσαλονίκης στις 18 Ιανουαρίου 1953. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η ελληνίδα ψηφοφόρος θα είχε την τιμή να εκλέξει τους αντιπροσώπους της αρεσκείας της. Αλλά και να εκλεγεί: υποψήφιες σε εκείνη την αναμέτρηση ήταν η Βιργινία Ζάννα (ΕΠΕΚ-Κόμμα των Φιλελευθέρων), η Ελένη Σκούρα του Ελληνικού Συναγερμού και οι τρεις ανεξάρτητες υποψήφιες Μερόπη Βασιλικού, Σταυρούλα Κωστοπούλου και Αγγελική Τσάκωνα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1953 η Ελένη Σκούρα γινόταν η πρώτη Ελληνίδα που περνούσε το κατώφλι της Βουλής ως η πρώτη ποτέ βουλευτής.
Οι πρώτες κανονικές βουλευτικές εκλογές που πήραν μέρος οι γυναίκες όλης της ελληνικής επικράτειας ήταν οι εθνικές του 1956. Στο κυβερνητικό σχήμα που σχημάτισε, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να συμπεριλάβει και την εκλεγμένη Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του ιστορικού αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, δίνοντάς της το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ως ένα διττό σύμβολο συνέχειας και εκσυγχρονισμού. Στις δημοτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς εκλέγεται και η πρώτη γυναίκα δήμαρχος. Ήταν η Μαρία Δεσύλλα-Καποδίστρια, δισέγγονη του αδερφού του Ιωάννη Καποδίστρια και σύζυγος του κερκυραίου βιομηχάνου και δημάρχου Σταμάτιου Δεσύλλα, η οποία βγήκε πανηγυρικά στις αναπληρωματικές εκλογές του νησιού. The rest is history.
4. Η αντιπαροχή – Ένα ελληνικό φαινόμενο, μια αναγκαία μεταρρύθμιση
Η αντιπαροχή οικοπέδων για τη δημιουργία διαμερισμάτων αποτελεί ελληνικό φαινόμενο που δεν εφαρμόζεται σε άλλα μέρη, τουλάχιστον όχι έτσι, με αυτήν τη μορφή και σε αυτήν την έκταση. Πρόκειται για μια μέθοδος δόμησης που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο γι’ αυτό και χρονικά η εμφάνισή της τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο νόμος περί οριζόντιας ιδιοκτησίας είχε ψηφιστεί το 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ήταν, ας θυμηθούμε, οξύ το στεγαστικό ζήτημα που προκλήθηκε στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Αθήνα, λόγω της τεράστιας συσσώρευσης πληθυσμού σε αυτήν, ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής καταστροφής (1922) και της καταστροφής χιλιάδων χωριών και κωμοπόλεων που προκάλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1945) και ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949). Σε αυτή την μέθοδο στηρίχθηκε η οικοδόμηση του περίφημου αθηναϊκού συγκροτήματος, με όλα τα μειονεκτήματα που της έχουν κατά καιρούς καταλογίσει. Το βασικό πλεονέκτημα της αντιπαροχής είναι ότι βοήθησε μεν να στεγασθούν με σχετικά φθηνό κόστος πολλές οικογένειες.
Πλέον, τα μέτρα είναι πιο αυστηρά με την εφαρμογή των συντελεστών δόμησης αλλά και όρων στο τρόπο κατασκευής κτιρίων προσπαθώντας να διατηρήσουν το ύφος και το χρώμα που έχουν κάποιες περιοχές.
5. Η ίδρυση των αγορτικών ιατρείων – Μια ανάσα για την ελληνική επαρχία
Η ύπαρξη και λειτουργία αγροτικών ιατρείων σε απομακρυσμένες και απομονωμένες περιοχές έχει σκοπό, βεβαίως, να υπηρετούν τον πολίτη στο πλαίσιο της παροχής πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας. Σχεδόν πέντε δεκαετίες, οι αγροτικοί γιατροί ήταν και είναι ο κεντρικός κορμός της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη χώρα μας. Με τα νομοθετικά διατάγματα 2592/1953 και 3487/1955 ιδρύθηκαν τα αγροτικά ιατρεία με προοπτική την κάλυψη υπηρεσιών υγείας των κατοίκων της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών μας. Ακολούθησε ο νόμος Ν.1397/1983 που επέτρεψε την ανάπτυξη των κέντρων υγείας με σκοπό τη δημιουργία ενός οργανωμένου πλαισίου υπηρεσιών ΠΦΥ. Σήμερα, η ΠΦΥ ασκείται από τα εξωτερικά ιατρεία των Γενικών Νοσοκομείων, τα Κέντρα Υγείας, τα παλαιότερα Πολυιατρεία του ΙΚΑ (σημερινά ΕΟΠΥΥ), τα Περιφερειακά Ιατρεία, τα Αγροτικά Ιατρεία, τα Δημοτικά Ιατρεία, τα Ιατρεία Κοινωνικών Αποστολών και ΜΚΟ για τους άπορους και ανασφάλιστους και ο στρατός. Επίσης ασκείται από διαπιστευμένους ιδιώτες ιατρούς.
Για να είμαστε όμως απολύτως ειλικρινείς, στο σήμερα, στο 2024, ιατρική ανασφάλεια και εγκατάλειψη βιώνουν οι πολίτες που ζουν στην ελληνική περιφέρεια, στην ύπαιθρο και στα νησιά. Αυτό οφείλεται στην πλήρη εγκατάλειψη των αγροτικών ιατρείων, με την έλλειψη αγροτικών ιατρών. Σήμερα οι αγροτικοί ιατροί καλύπτουν τις ανάγκες των Περιφερειακών Ιατρείων, στελεχώνουν τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία της Περιφέρειας και αποτελούν το κομμάτι του μάχιμου ιατρικού δυναμικού όλο το εικοσιτετράωρο, εκτελώντας καθημερινά πρωινά ιατρεία, εφημερίες, διακομιδές, συνταγογράφηση, εργασίες κλινικής ως αποσπασμένοι και ό, τι έκτακτο προκύψει στον υγειονομικό τομέα όπου ανήκουν.Κατά την τελευταία προκήρυξη του Υπουργείου Υγείας (Υ10γ/ οικ. 2453 9/ 1 / 2013) και την επαναπροκήρυξη (Υ10γ/ Οίκ. 17518 15/2 / 2013) από τις 518 κενές θέσεις αγροτικών ιατρείων καλύφθηκαν μόνο οι 234 (ποσοστό σχεδόν 50%). Επίσης, σε ορισμένους νομούς η κάλυψη είναι πολύ μικρότερη.
6. Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους το 1976
Στις 28 Ιανουαρίου 1976 ανακοινώθηκε από την τότε κυβέρνηση η απόφαση να καθιερωθεί η δημοτική γλώσσα «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου συσκέψεις που είχε δρομολογήσει ο αρμόδιος υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Ράλλης, με τη συμμετοχή και του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Ράλλης, όταν συζητήθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος 309/1976 αναφορικά με τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δήλωσε: «Πράγματι, και η δημοτική και η καθαρεύουσα είναι γνήσια τέκνα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με μία διαφορά: ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της».
Από την ημέρα εκείνη, στην ιστορία έμεινε ο γλαφυρός λόγος που εκφώνησε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. «Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις. Είναι η δομή, το φραστικό κτίσιμο, το οποίο στηρίζεται στη γραμματική και το συντακτικό. Αν η γραμματική και το συντακτικό είναι της δημοτικής, βάλτε όποιες λέξεις θέλετε, η γλώσσα θα είναι δημοτική.» Ακολούθησε η έκδοση της εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση, ενώ ολοένα και περισσότερες ήταν στο μετέπειτα διάστημα οι φωνές υπέρ του μονοτονικού συστήματος τονισμού, που έμελλε να καθιερωθεί τελικά το 1982.
Είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, το 2007 ο αείμνηστος Δ. Ν. Μαρωνίτης (1929-2016), στο πλαίσιο ομιλίας του στο συνέδριο του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών: «H επίσηµη αποδοχή της δηµοτικής ως επίσηµης γλώσσας στην εκπαίδευση και στον δηµόσιο βίο επηρέασε, έµµεσα τουλάχιστον, τον χώρο της ευρύτερης παιδείας και γενικότερα του πολιτισµού, ευνοώντας συµµαχίες θεσµών, φορέων και προσώπων, που προηγουµένως τους χώριζε η προτίµηση για την καθαρεύουσα ή τη δηµοτική γλώσσα. (…) Όσο ίσχυε η καθαρεύουσα ως επίσηµη γλώσσα του κράτους και της πολιτείας, λειτουργούσε ως διαχωριστική γραµµή µεταξύ εξουσίας και λαϊκών στρωµάτων, για τα οποία η δηµοτική γλώσσα ήταν το αυτονόητο και αυτόµατο µέσο διαπροσωπικής επικοινωνίας και προσωπικής έκφρασης. Τούτο σηµαίνει ότι η διάφορη γλώσσα διέκρινε σαφέστατα τους φορείς της εξουσίας από τον λαϊκό πληθυσµό, ο οποίος εισέπραττε τη γλωσσική αυτή διάκριση ως εξωτερική αποξένωση, που την µετέτρεπε, σε εποχές αιχµής, σε εσωτερική άµυνα ή και σε αντεπίθεση. Η διάφορη γλώσσα δηλαδή καθόριζε τόσο την παθητική όσο και την ενεργητική στάση και συµπεριφορά του απέναντι στην εξουσία. ∆ιακριτές εποµένως και γλωσσικά οι ταυτότητες εξουσίας και λαού, απέτρεπαν τότε τη σύγχυση των συµβαλλόµενων στον, άνισο εξ ορισµού, πολιτικό αυτόν αγώνα. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι η κατάργηση της εντεταλµένης διαχωριστικής διγλωσσίας, η διάχυση εποµένως της δηµοτικής και στα δύο στρατόπεδα, ευνόησε τους φορείς της εξουσίας, από την άποψη ότι µπορούσαν, και µπορούν πλέον, να ισχυρίζονται ότι µιλούν την ίδια γλώσσα µε τον λαό, πως συµµερίζονται απόλυτα το πάθος και τον πόθο του, τη δράση και την αντίδρασή του, καταλήγοντας έτσι, συχνά πυκνά, σε υποκριτικό γλωσσικό λαϊκισµό, στον οποίο τα λαϊκά στρώµατα εύκολα παγιδεύονται.»
7. Η αποποινικοποίηση της μοιχείας
Στην Ελλάδα η πράξη της μοιχείας αποτελούσε αδίκημα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Αθήνα, μάλιστα, συνιστούσε έγκλημα και η τιμωρία των μοιχών αποφασιζόταν στα δικαστήρια. Ένας από τους νόμους του νομοθέτη Δράκοντα, ωστόσο, άφηνε το περιθώριο σε εκείνον που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίζει για την τύχη τους -το λες και ριζοσπαστικό, ως επιλογή. Αργότερα, ο Σόλων πρόσφερε στον απατημένο σύζυγο τρεις εναλλακτικές: ή να σκοτώσει και τους δύο μοιχούς, ή να ευνουχίσει το μοιχό, ή να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του.
Μα κι από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, η μοιχεία αδίκημα θεωρείτο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 286 του ποινικού νόμου που ίσχυσε έως και το Δεκέμβριο του 1950 η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Κι έτσι παρέμεινε και στον ποινικό κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου του 1951: Το άρθρο 357 του Π.Κ. όριζε ποινή φυλάκισης ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του παθόντος συζύγου. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι’ αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος-πρωτοσέλιδα εφημερίδων εποχής αποκαλύπτουν σκηνές απείρου κάλλους που σήμερα θα μας φαίνονταν αδιανόητο να βγουν στα μανταλάκια.Οι αρχές συνελάμβαναν τους μοιχούς και τους οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα χωρίς να τους επιτρέπουν να ντυθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο πιστοποιείτο το αδίκημα, το οποίο ήταν αυτόφωρο. Το παράνομο ζευγάρι διανυκτέρευε στο κρατητήριο και η υπόθεση εκδικάζονταν την επόμενη ημέρα.
Τελικά, η αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα έγινε στις 24 Ιουλίου του 1982, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Η αντίδραση της Εκκλησίας, που φοβόταν για κλονισμό του θεσμού της οικογένειας, ήταν έντονη, ωστόσο η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επέμεινε. Λίγους μήνες, εξάλλου, αργότερα, η μοιχεία έπαψε να αποτελεί αιτία διαζυγίου, σε περίπτωση που δεν έχουν διαταραχτεί ανεπανόρθωτα οι συζυγικές σχέσεις.
8. Η κατάργηση της μαθητικής ποδιάς
Ήταν 6 Φεβρουαρίου του 1982 όταν καταργήθηκε δια νόμου η μπλε σχολική ποδιά με τον άσπρο γιακά, μετά από δεκαετίες επιβολής της. Υπουργός Παιδείας τότε ήταν ο Λευτέρης Βερυβάκης και η ιστορική απόφαση ελήφθη ως ένδειξη εκδημοκρατισμού, πλουραλισμού και απόδειξης ελευθερίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η σχολική ποδιά φορέθηκε αρχικά από τα κορίτσια σε χρώμα μαύρο έως το 1965. Ο υπουργός παιδείας της εποχής, Γεώργιος Παπανδρέου, άλλαξε τότε το χρώμα της από μαύρο σε μπλε και συνέταξε και την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας με τα υποχρεωτικά της χαρακτηριστικά. Στο πέτο έπρεπε η κάθε μαθήτρια να φορά κονκάρδα, όπου αναγραφόταν το σχολείο και η τάξη ενώ το μήκος της ποδιάς ήταν απαραίτητα κάτω από το γόνατο. Ενώ οι πρώτες σχολικές ποδιές είχαν λιτό σχεδιασμό, την επόμενη δεκαετία οι σχεδιαστές επέλεξαν να προσθέσουν και άλλες λεπτομέρειες, ώστε να παρουσιάζουν νέα πιο ελκυστικά σχέδια προς τους υποψήφιους αγοραστές, τους εφήβους της εποχής, δηλαδή! Έτσι η σχολική ποδιά απέκτησε λευκές διακριτικές λεπτομέρειες, σούρες μανσέτες, τσέπες, αποσπώμενο γιακά, ζώνη, κουκούλα, φερμουάρ κ.ά. ενώ κόντυνε και λίγο στο μήκος φτάνοντας ως το γόνατο.
Τη δεκαετία του 1970 κυρίως μεγάλα πολυκαταστήματα των Αθηνών, όπως το Μινιόν, ο Δραγώνας, οι Αφοί Λαμπρόπουλοι, πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, με εκδηλώσεις και διαφημιστικές καμπάνιες, παρουσίαζαν τα νέα σχέδια στις ποδιές. Βιοτεχνίες και σχεδιαστές εργάζονταν με αντικείμενο τη σχολική ποδιά. Η παραγωγή της και ο κύκλος εργασιών που την αφορούσε είχε σοβαρή υπόσταση. Οι τιμές ποίκιλαν και έτσι, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε οικογένειας, η αγορά ήταν εφικτή από όλους. Οι απλές ποδιές κόστιζαν από 400 δραχμές έως 700 δραχμές, ενώ, αν κάποιος επέλεγε ποδιά, φέρ’ειπείν, του σχεδιαστή Τσεκλένη, η τιμή της ήταν περίπου διπλάσια, δηλαδή μεταξύ 550 δραχμών και 1.500 δραχμών.
Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων είχε τότε δεχθεί θετικά και λίγο αδιάφορα, ίσως, την απόφαση για κατάργησή της, ενώ υπήρξε και μια μικρή μερίδα πιο παραδοσιακών που εξέφρασε την αντίθεσή της. Η κατάργησης της σχολικής ποδιάς από το σχολείο θεωρούσαν ότι θα προκαλέσει ασυδοσία στην εμφάνιση των μαθητών και γενικότερη απειθαρχία μέσα στη μαθητική κοινότητα.
9. Η ίδρυση του ΑΣΕΠ
Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού είναι μια ελληνική ανεξάρτητη αρχή που διασφαλίζει την ορθότητα των προσλήψεων τακτικού και εποχικού προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ιδρύθηκε το 1994 με το νόμο 2190/1994 επί υπουργίας Αναστάσιου Πεπονή. Δεν εποπτεύεται από την Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά από τη Βουλή των Ελλήνων, ενώ υπόκειται και σε δικαστικό έλεγχο. Η ανεξαρτησία του ενισχύθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Διαθέτει διοικητική αυτοτέλεια και δικόν του προϋπολογισμό. Όταν οι διαγωνισμοί για θέσεις στο Δημόσιο προκηρύσσονται και οργανώνονται από το ίδιο το ΑΣΕΠ, τα εργαλεία που διαθέτει για την επιλογή του προσωπικού είναι: γραπτός διαγωνισμός, αξιολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων (μοριοδότηση), συμπληρωματική πρακτική διαδικασία, ειδικές εξετάσεις ή/και συνέντευξη. Διαφορετικές διαδικασίες ακολουθούνται για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό και για τους εκπαιδευτικούς. Από το 2019 εφαρμόζεται νέο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών.
Οι διαγωνισμοί για επιλογή προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (κυρίως ΝΠΙΔ και ΟΤΑ) προκηρύσσονται και εκτελούνται από τους επιμέρους φορείς, με βάση τον ίδιο νόμο 2190/1994. Η όλη διαδικασία εποπτεύεται από το ΑΣΕΠ, το οποίο και αξιολογεί τυχόν ενστάσεις. Στις κύριες αρμοδιότητες του ΑΣΕΠ περιλαμβάνονται: η επιλογή του τακτικού προσωπικού στον ευρύτερο χώρο του δημόσιου τομέα, ο έλεγχος της νομιμότητας των διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού που διεξάγουν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και ο έλεγχος παράνομων προσλήψεων, από Συμβούλους-Επιθεωρητές του ΑΣΕΠ με ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου. Η ίδρυση του ΑΣΕΠ το 1994 συνέβαλε τα μέγιστα στην προσπάθεια αποκομματικοποίησης των διορισμών στο Δημόσιο, ενώ ο «νόμος Πεπονή», όπως έμεινε στην ιστορία η τότε ρύθμιση για την επιλογή και την αξιολόγηση του προσωπικού στο Δημόσιο, είναι ακόμη και σήμερα μοναδικό εργαλείο στα χέρια του κράτους για την αποφυγή των ρουσφετολογικών προσλήψεων.
Φυσικά, παρασπονδίες συμβαίνουν ακόμα. Κι αν συμβαίνουν τώρα, μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν πριν το 1994!
10. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Κυβέρνησης
«Το πρώτο πλήρως ψηφιακό υπουργείο, με απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών, που δεν θα σας ταλαιπωρεί», θα είναι το Υπουργείο Παιδείας. Αυτή ήταν η πρώτη δέσμευση του νέου υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη (τον Ιούνιο του 2023), κατά την παραλαβή των καθηκόντων του από τον υπηρεσιακό υπουργό, Χρήστο Κίττα. Κατέθεσε ο υπουργός 35 δεσμεύσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της διοίκησης της εκπαίδευσης και της αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, που περιλαμβάνονται στην Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025 όπως τη διαμόρφωσε ο σημερινός υπουργός Παιδείας, όταν ήταν υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ανάμεσά τους, υπάρχουν ορισμένες ενέργειες που έχουν ήδη προχωρήσει, όπως ας πούμε η επέκταση συστημάτων διασφάλισης ποιότητας και αξιολόγησης Πανεπιστημίων, η εγγραφή στο Νηπιαγωγείο, η ψηφιακή Υπηρεσία Απόκτησης και Διαχείρισης Ακαδημαϊκής Ταυτότητας και οι ηλεκτρονικές εγγραφές στα ΑΕΙ.
Η σταδιοδρομία του Πιερρακάκη με το κυβερνών κόμμα ξεκίνησε από το 2019, όταν, στις 9 Ιουλίου, είχε ορκιστεί υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεσμευόμενος να φέρει ψηφιακές μεταρρυθμίσεις για το καλό της χώρας. Ως πρώτο μέτρο, δηλαδή, εξήγγειλε πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού. Την 21 Μαρτίου 2020, το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έθεσε σε λειτουργία το gov.gr, την Ενιαία Ψηφιακή Πύλη του Ελληνικού Δημοσίου. Έκτοτε, προστέθηκαν στο gov.gr σημαντικές υπηρεσίες, φτάνοντας συνολικά τις 614, όπως η βεβαίωση γνησίου υπογραφής, η άυλη συνταγογράφηση και τα άυλα παραπεμπτικά, τα πιστοποιητικά δημοτολογίου και οι ληξιαρχικές πράξεις, το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών και οι προσωρινές άδειες οδήγησης.
Όχι ασήμαντες αλλαγές. Κάποτε, έπρεπε να στηνόμαστε με τις ώρες στις ουρές των ΚΕΠ για μια απλή βεβαίωση. Τώρα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξυπηρετούμαστε από το κινητό μας. Ποιος να μας το έλεγε αυτό και πώς να τον πιστεύαμε; Δρόμος για βελτιώσεις στην καθημερινότητα του πολίτη υπάρχει αρκετός ακόμα. Αλλά είναι άδικο να πούμε ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος.
ΥΓ: Ο Άγγλος ποιητής και φιλόσοφος Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ γράφει: «Κάθε μεταρρύθμιση, όσο απαραίτητη κι αν είναι, θα φτάσει από τα αδύναμα μυαλά στα άκρα, έτσι ώστε και η ίδια θα χρειαστεί μεταρρύθμιση».
Με πληροφορίες από: Wikipedia, Μηχανή του Χρόνου, in.gr, accountancygreece.gr, CNN