Στην Ελλάδα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, η κοινωνία βρίσκεται σε μια διαρκή αναταραχή, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν. Οι αυστηρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν σε φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους μισθωτούς και τα μεσαία αστικά στρώματα. Η μαζική ανεργία και τα πολλά λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν διαταράξει σοβαρά τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, με σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική εκπροσώπηση. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που προκλήθηκαν από την κρίση και τα μνημόνια έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, εντείνοντας την αστάθεια του κυρίαρχου συστήματος.
Κι όμως έτσι, ξαφνικά, ως διά μαγείας, στο πρώτο τρίμηνο του 2024, η Wood & Company εκτιμά αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε περίπου 3%, υποστηριζόμενο από τη βελτίωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και την ευνοϊκή χρηματοοικονομική θέση του δημόσιου τομέα, η οποία κρατά το κόστος δανεισμού σε μέτρια επίπεδα, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει βγει από τη μακρά οικονομική περίοδο προσαρμογής που προκλήθηκε από τη δημοσιονομική κρίση του 2010.
Μια εικονική οικονομική ανάπτυξη
Κατά πόσο αληθεύει όμως αυτό; Οι δρόμοι εξακολουθούν να σφύζουν από αστέγους, οι στρατιές των ανέργων να αυξάνονται, η στεγαστική κρίση να ταλαιπωρεί την πλειοψηφία των πολιτών, οι μισθοί να παραμένουν κολλημένοι, ο πληθωρισμός να εμμένει και τα δημόσια αγαθά να περνάνε αυξανόμενα σε ιδιωτικά «χέρια».
Προτού λοιπόν η Νέα Δημοκρατία αρχίσει να καυχιέται για το «επίτευγμά» της, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε όχι μόνο τι σημαίνει αυτή η αύξηση του ΑΕΠ αλλά και για ποιους ισχύει. Παρόλο λοιπόν που η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης, οι Έλληνες πολίτες εξακολουθούν να εκφράζουν απογοήτευση για την οικονομική τους κατάσταση. Στο πρώτο τρίμηνο του 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,8%, αλλά οι έρευνες της MRB αποκαλύπτουν ότι μόνο το 9,6% των πολιτών θεωρεί την οικονομική κατάσταση καλή, ενώ το 64,7% την κρίνει ως κακή. Οι μεγαλύτερες ανησυχίες των πολιτών περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό (62,4%), την υγεία (43,1%), την ανεργία (29,2%), την οικονομική ανάπτυξη (20,3%) και την παιδεία (18,2%).
Η φτώχεια παραμένει σταθερή
Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα. Τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης δεν διαχέονται ομοιόμορφα στην κοινωνία. Παρά τον ρυθμό ανάπτυξης 2% το 2023, η φτώχεια παραμένει σταθερή, με το 26,1% των Ελλήνων να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Η φτώχεια στην Ελλάδα ορίζεται ως ετήσιο εισόδημα κάτω από 6.030 ευρώ ανά άτομο ή 12.663 ευρώ για μια οικογένεια με δύο ενήλικες και δύο παιδιά.
Η έκθεση της UBS δείχνει τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες στη χώρα. Το 2023, υπήρχαν 81.000 εκατομμυριούχοι με συνολική περιουσία 224 δισ. δολάρια, ενώ 2,1 εκατομμύρια πολίτες είχαν περιουσία μεταξύ 100.000 και 1.000.000 δολαρίων, συνολικού ύψους 478 δισ. δολαρίων. Εν τω μεταξύ, 4,275 εκατομμύρια άτομα είχαν περιουσία μεταξύ 10.000 και 100.000 δολαρίων, και 1,8 εκατομμύρια πολίτες είχαν περιουσία κάτω των 10.000 δολαρίων, με συνολικό χρέος 1,48 δισ. δολαρίων.
Η ταξική ψαλίδα βαθαίνει
Το χάσμα μεταξύ των κερδών των επιχειρήσεων και των μισθών των εργαζομένων είναι επίσης μεγάλο. Τα κέρδη των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο αντιστοιχούν στο 5,5% του ΑΕΠ το 2023, σε σύγκριση με το 1% το 2019. Η απόκλιση μεταξύ κερδών και μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε στις 21 ποσοστιαίες μονάδες στο τέταρτο τρίμηνο του 2023, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι μόλις 3 μονάδες.
Αυτές οι βαθιές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων εξηγούν γιατί στην Ελλάδα παρατηρείται μια προκλητική βάθυνση του ταξικού χάσματος. Η χώρα παραμένει διχασμένη, με μια μειονότητα να απολαμβάνει τεράστια οικονομική άνεση, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα βαθύ κοινωνικό χάσμα, με τις ανισότητες να παραμένουν ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της κοινωνίας.
Ανισότητες, δομικά στοιχεία του καπιταλισμού
Οι ανισότητες δεν πηγάζουν από τη φύση του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται οι φιλελεύθεροι, αλλά αντιθέτως αποτελούν δομικά στοιχεία των καπιταλιστικών και πατριαρχικών κοινωνιών μας, που συγκροτούνται πάνω σε κοινωνικές διαιρέσεις και αντιθέσεις με βάση την κοινωνική τάξη, το φύλο, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.ο.κ., τις οποίες διαρκώς αναπαράγουν. Σε εθνικό επίπεδο, απορρέουν από την άνιση ιδιοκτησία και κατοχή παραγωγικών πόρων και τις ταξικές αντιθέσεις πάνω στις οποίες συγκροτούνται και αναπαράγονται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, από ασυμμετρίες δύναμης και τις απορρέουσες σχέσεις εξουσίας.
Τα στοιχεία ουσιαστικά μας επισημαίνουν την επικαιρότητα του ζητήματος του ταξικού χάσματος στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντάς μας τη βαθιά γνώση της ασυμφιλίωτης αντίθεσης. Ο μόνιμος εμφύλιος, το πάντοτε ενεργό χάσμα είναι αδύνατο να κρυφτούν κάτω από το χαλάκι μιας εικονικής οικονομικής ανάπτυξης που στην πραγματικότητα αφορά τις τάξεις των πλουσίων.
Επομένως, η απογοήτευση των στατιστικών είναι κάτι παραπάνω από εύλογη. Οι λαοί έχασαν την εμπιστοσύνη στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα διότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεωρεί ότι δεν απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του ή ότι έχει μείνει στο περιθώριο, ενώ μια οικονομική ολιγαρχία συγκεντρώνει ολοένα μεγαλύτερο πλούτο, για τον οποίο μάλιστα φοροαποφεύγει ή φοροδιαφεύγει.
Συμπεράσματα
Το ΑΕΠ αποτελεί έναν σχετικό οικονομικό δείκτη και οι διαφοροποιήσεις είναι περισσότερο ποιοτικές παρά ποσοτικές. Παρά την αύξηση του ΑΕΠ λοιπόν, στην σημερινή πραγματικότητα γινόμαστε μάρτυρες της ακραίας και της απόλυτης φτώχειας, περισσότεροι μη-φτωχοί πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο το όριο φτώχειας ενώ παραδοσιακά μεσαία στρώματα μετατρέπονται σε νεόπτωχους. Οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπτονται, η εργασία γίνεται όλο και πιο επισφαλής, η ακρίβεια μας οδηγεί σε αδιέξοδο και το υποτυπώδες κοινωνικό κράτος αποδομείται, τα άτυπα δίκτυα στήριξης εξασθενούν και δεν μπορούν να έχουν τον υποστηρικτικό τους ρόλο στα αδύναμα μέλη τους.
Και όμως η θλιβερή κατάσταση της ελληνικής κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, σχετίζεται άμεσα με την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεπώς, δεν έχει σημασία πόσο πλούσια είναι μια χώρα, το μέγεθος του ΑΕΠ της, αλλά το πώς αυτό κατανέμεται, πράγμα που έχει άμεση σχέση με την κοινωνική πρόνοια, την κατοχύρωση των δημοσίων αγαθών (νερό, υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, στέγαση, συγκοινωνίες κ.ά.) και προπάντων την κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία.
Συνεπώς, είναι απαραίτητο η οικονομική πολιτική, να έχει και έναν πυλώνα κοινωνικής πολιτικής, ο οποίος να βασίζεται σε ένα «ενεργό κράτος πρόνοιας» με την παροχή εξατομικευμένων προσεγγίσεων προώθησης στην απασχόληση, την κατοικία, την υγεία και την εκπαίδευση, γεγονός που θα εξασφάλιζε μια δίκαιη κατανομή των οικονομικών πόρων εξασφαλίζοντας για τους οικονομικά ευάλωτους, τη δυνατότητα να ζήσουν αξιοπρεπώς και να συμβάλλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην κοινωνία.
➪ Δείτε επίσης: Ο ταξικός πόλεμος μεταξύ των Millennials μαίνεται
Στην Ελλάδα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, η κοινωνία βρίσκεται σε μια διαρκή αναταραχή, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν. Οι αυστηρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν σε φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους μισθωτούς και τα μεσαία αστικά στρώματα. Η μαζική ανεργία και τα πολλά λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν διαταράξει σοβαρά τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, με σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική εκπροσώπηση. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που προκλήθηκαν από την κρίση και τα μνημόνια έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, εντείνοντας την αστάθεια του κυρίαρχου συστήματος.
Κι όμως έτσι, ξαφνικά, ως διά μαγείας, στο πρώτο τρίμηνο του 2024, η Wood & Company εκτιμά αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε περίπου 3%, υποστηριζόμενο από τη βελτίωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και την ευνοϊκή χρηματοοικονομική θέση του δημόσιου τομέα, η οποία κρατά το κόστος δανεισμού σε μέτρια επίπεδα, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει βγει από τη μακρά οικονομική περίοδο προσαρμογής που προκλήθηκε από τη δημοσιονομική κρίση του 2010.
Μια εικονική οικονομική ανάπτυξη
Κατά πόσο αληθεύει όμως αυτό; Οι δρόμοι εξακολουθούν να σφύζουν από αστέγους, οι στρατιές των ανέργων να αυξάνονται, η στεγαστική κρίση να ταλαιπωρεί την πλειοψηφία των πολιτών, οι μισθοί να παραμένουν κολλημένοι, ο πληθωρισμός να εμμένει και τα δημόσια αγαθά να περνάνε αυξανόμενα σε ιδιωτικά «χέρια».
Προτού λοιπόν η Νέα Δημοκρατία αρχίσει να καυχιέται για το «επίτευγμά» της, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε όχι μόνο τι σημαίνει αυτή η αύξηση του ΑΕΠ αλλά και για ποιους ισχύει. Παρόλο λοιπόν που η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης, οι Έλληνες πολίτες εξακολουθούν να εκφράζουν απογοήτευση για την οικονομική τους κατάσταση. Στο πρώτο τρίμηνο του 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,8%, αλλά οι έρευνες της MRB αποκαλύπτουν ότι μόνο το 9,6% των πολιτών θεωρεί την οικονομική κατάσταση καλή, ενώ το 64,7% την κρίνει ως κακή. Οι μεγαλύτερες ανησυχίες των πολιτών περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό (62,4%), την υγεία (43,1%), την ανεργία (29,2%), την οικονομική ανάπτυξη (20,3%) και την παιδεία (18,2%).
Η φτώχεια παραμένει σταθερή
Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα. Τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης δεν διαχέονται ομοιόμορφα στην κοινωνία. Παρά τον ρυθμό ανάπτυξης 2% το 2023, η φτώχεια παραμένει σταθερή, με το 26,1% των Ελλήνων να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Η φτώχεια στην Ελλάδα ορίζεται ως ετήσιο εισόδημα κάτω από 6.030 ευρώ ανά άτομο ή 12.663 ευρώ για μια οικογένεια με δύο ενήλικες και δύο παιδιά.
Η έκθεση της UBS δείχνει τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες στη χώρα. Το 2023, υπήρχαν 81.000 εκατομμυριούχοι με συνολική περιουσία 224 δισ. δολάρια, ενώ 2,1 εκατομμύρια πολίτες είχαν περιουσία μεταξύ 100.000 και 1.000.000 δολαρίων, συνολικού ύψους 478 δισ. δολαρίων. Εν τω μεταξύ, 4,275 εκατομμύρια άτομα είχαν περιουσία μεταξύ 10.000 και 100.000 δολαρίων, και 1,8 εκατομμύρια πολίτες είχαν περιουσία κάτω των 10.000 δολαρίων, με συνολικό χρέος 1,48 δισ. δολαρίων.
Η ταξική ψαλίδα βαθαίνει
Το χάσμα μεταξύ των κερδών των επιχειρήσεων και των μισθών των εργαζομένων είναι επίσης μεγάλο. Τα κέρδη των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο αντιστοιχούν στο 5,5% του ΑΕΠ το 2023, σε σύγκριση με το 1% το 2019. Η απόκλιση μεταξύ κερδών και μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε στις 21 ποσοστιαίες μονάδες στο τέταρτο τρίμηνο του 2023, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι μόλις 3 μονάδες.
Αυτές οι βαθιές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων εξηγούν γιατί στην Ελλάδα παρατηρείται μια προκλητική βάθυνση του ταξικού χάσματος. Η χώρα παραμένει διχασμένη, με μια μειονότητα να απολαμβάνει τεράστια οικονομική άνεση, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα βαθύ κοινωνικό χάσμα, με τις ανισότητες να παραμένουν ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της κοινωνίας.
Ανισότητες, δομικά στοιχεία του καπιταλισμού
Οι ανισότητες δεν πηγάζουν από τη φύση του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται οι φιλελεύθεροι, αλλά αντιθέτως αποτελούν δομικά στοιχεία των καπιταλιστικών και πατριαρχικών κοινωνιών μας, που συγκροτούνται πάνω σε κοινωνικές διαιρέσεις και αντιθέσεις με βάση την κοινωνική τάξη, το φύλο, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.ο.κ., τις οποίες διαρκώς αναπαράγουν. Σε εθνικό επίπεδο, απορρέουν από την άνιση ιδιοκτησία και κατοχή παραγωγικών πόρων και τις ταξικές αντιθέσεις πάνω στις οποίες συγκροτούνται και αναπαράγονται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, από ασυμμετρίες δύναμης και τις απορρέουσες σχέσεις εξουσίας.
Τα στοιχεία ουσιαστικά μας επισημαίνουν την επικαιρότητα του ζητήματος του ταξικού χάσματος στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντάς μας τη βαθιά γνώση της ασυμφιλίωτης αντίθεσης. Ο μόνιμος εμφύλιος, το πάντοτε ενεργό χάσμα είναι αδύνατο να κρυφτούν κάτω από το χαλάκι μιας εικονικής οικονομικής ανάπτυξης που στην πραγματικότητα αφορά τις τάξεις των πλουσίων.
Επομένως, η απογοήτευση των στατιστικών είναι κάτι παραπάνω από εύλογη. Οι λαοί έχασαν την εμπιστοσύνη στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα διότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεωρεί ότι δεν απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του ή ότι έχει μείνει στο περιθώριο, ενώ μια οικονομική ολιγαρχία συγκεντρώνει ολοένα μεγαλύτερο πλούτο, για τον οποίο μάλιστα φοροαποφεύγει ή φοροδιαφεύγει.
Συμπεράσματα
Το ΑΕΠ αποτελεί έναν σχετικό οικονομικό δείκτη και οι διαφοροποιήσεις είναι περισσότερο ποιοτικές παρά ποσοτικές. Παρά την αύξηση του ΑΕΠ λοιπόν, στην σημερινή πραγματικότητα γινόμαστε μάρτυρες της ακραίας και της απόλυτης φτώχειας, περισσότεροι μη-φτωχοί πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο το όριο φτώχειας ενώ παραδοσιακά μεσαία στρώματα μετατρέπονται σε νεόπτωχους. Οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπτονται, η εργασία γίνεται όλο και πιο επισφαλής, η ακρίβεια μας οδηγεί σε αδιέξοδο και το υποτυπώδες κοινωνικό κράτος αποδομείται, τα άτυπα δίκτυα στήριξης εξασθενούν και δεν μπορούν να έχουν τον υποστηρικτικό τους ρόλο στα αδύναμα μέλη τους.
Και όμως η θλιβερή κατάσταση της ελληνικής κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, σχετίζεται άμεσα με την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεπώς, δεν έχει σημασία πόσο πλούσια είναι μια χώρα, το μέγεθος του ΑΕΠ της, αλλά το πώς αυτό κατανέμεται, πράγμα που έχει άμεση σχέση με την κοινωνική πρόνοια, την κατοχύρωση των δημοσίων αγαθών (νερό, υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, στέγαση, συγκοινωνίες κ.ά.) και προπάντων την κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία.
Συνεπώς, είναι απαραίτητο η οικονομική πολιτική, να έχει και έναν πυλώνα κοινωνικής πολιτικής, ο οποίος να βασίζεται σε ένα «ενεργό κράτος πρόνοιας» με την παροχή εξατομικευμένων προσεγγίσεων προώθησης στην απασχόληση, την κατοικία, την υγεία και την εκπαίδευση, γεγονός που θα εξασφάλιζε μια δίκαιη κατανομή των οικονομικών πόρων εξασφαλίζοντας για τους οικονομικά ευάλωτους, τη δυνατότητα να ζήσουν αξιοπρεπώς και να συμβάλλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην κοινωνία.
➪ Δείτε επίσης: Ο ταξικός πόλεμος μεταξύ των Millennials μαίνεται