Η πολιτική μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι την αρχιτεκτονική, αλλά κάθε κτίριο, κάθε δομή που υψώνεται στον ορίζοντα, είναι στην ουσία μια πολιτική δήλωση. Οι κατασκευές που χτίζουμε, αγαπάμε, συντηρούμε και κατεδαφίζουμε, αφηγούνται ιστορίες για τις συλλογικές αξίες του πολιτισμού μας και τις ιδέες εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Κάθε κτίριο, είτε πρόκειται για έναν επιβλητικό καθεδρικό ναό που στέκει περήφανα στον χρόνο, είτε για μια φυλακή που κλείνει μέσα της τις σκιές της κοινωνίας, αποκαλύπτει τις προθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων που το δημιούργησαν.
Φαντάσου, για παράδειγμα, πώς ο σχεδιασμός ενός γερμανικού καθεδρικού ναού μπορεί να μας μιλήσει για την πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας, ή πώς η κατάσταση μιας τεράστιας φυλακής ή ενός νοσοκομείου αποκαλύπτει την ενσυναίσθηση ή την έλλειψή της σε μια κοινωνία. Όμως, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε σχετίζεται με την εξουσία, η αρχιτεκτονική έχει και μια σκοτεινή πλευρά, ικανή να προκαλέσει καταπίεση και απομόνωση.
Τα ψηλά τείχη, οι ζοφεροί τσιμεντένιοι πύργοι και οι άβολες σχεδιάσεις πεζοδρομιών μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε μικροί, ανεπιθύμητοι ή ανίσχυροι. Αν δεν καταφέρουμε να αφυπνιστούμε από τις επιπτώσεις τους, μπορεί τελικά να μας εξουσιάσουν τυραννικά, μετατρέποντας τους χώρους που ζούμε σε φυλακές της ψυχής μας.
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η ικανότητα να αναπτύσσουμε δεσμούς με έναν τόπο, έστω και προσωρινά, είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία μας. Ωστόσο, για τα εκατομμύρια των αιτούντων άσυλο που διαφεύγουν από πολέμους και θυματοποιήσεις, αυτή η μικρή ευχαρίστηση είναι συχνά μια πολυτέλεια που τους στερείται.
Οι θορυβώδεις, στενόχωροι και αποξενωτικοί βιομηχανικοί χώροι, που συχνά χρησιμοποιούνται για την «αποθήκευση» των μεταναστών, εντείνουν την αίσθηση της αστάθειας και της ανασφάλειας που είναι ήδη έμφυτη στην ψυχή κάθε πρόσφυγα.
Πάρτε, για παράδειγμα, το πρώην αεροδρόμιο Tempelhof, στο οποίο το Βερολίνο φιλοξενούσε πρόσφυγες, μερικές φορές για έναν χρόνο περίπου, σε χώρους που οι παρατηρητές περιέγραφαν απλώς ως «κουτιά». Αυτοί οι χώροι, γεμάτοι από τις ιστορίες και τους πόθους των ανθρώπων που τους διασχίζουν, γίνονται οι μάρτυρες μιας πραγματικότητας που συχνά ξεχνάμε, αλλά που είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη εμπειρία.
Ένα άλλο, πιο πρόσφατο παράδειγμα, η φορτηγίδα Bibby Stockholm στο λιμάνι Portland του Ντόρσετ της Αγγλίας τον Ιούλιο του 2023 σηματοδότησε αυτό που πολλοί θεωρούν ως ένα ακόμη υποτιμητικό σημείο στην προσέγγιση της Δυτικής Ευρώπης για τη στέγαση των μεταναστών.
Αρχικά είχε σχεδιαστεί για να φιλοξενήσει 222 μονόκλινα δωμάτια, η Bibby Stockholm φορτηγίδα μετασκευάστηκε για να φιλοξενήσει 506 αιτούντες άσυλο. Οι δημοσιογράφοι Lizzie Dearden και Martha McHardy σημείωσαν ότι ο σχεδιασμός που προέκυψε παρέχει «λιγότερο ζωτικό χώρο από μια μέση θέση στάθμευσης» ενώ υπήρχαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την πυρασφάλεια και την υγιεινή. Περαιτέρω ανησυχίες προκλήθηκαν όταν, λίγο μετά τη στέγαση των πρώτων αιτούντων άσυλο στο πλοίο, οι δοκιμές αποκάλυψαν την παρουσία ενός θανατηφόρου βακτηρίου λεγεωνέλλας στο σύστημα νερού της φορτηγίδας.
Η ζωή μέσα στη φορτηγίδα είναι γεμάτη προκλήσεις, καθώς οι στενές και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται από μια σκληρότητα που αποκαλείται «επιτελεστική σκληρότητα». Αυτή η φράση, που προέρχεται από την Sarah Teather, διευθύντρια της φιλανθρωπικής οργάνωσης Jesuit Refugee Service UK, αποτυπώνει την αδυσώπητη πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις δομές.
Η Sarah Teather, με τη βαθιά της ευαισθησία και την εμπειρία της, ανέδειξε αυτή την πραγματικότητα, προσκαλώντας μας να αναλογιστούμε τις συνέπειες της πολιτικής και των αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή των πιο ευάλωτων. Η επιτελεστική σκληρότητα δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια πραγματικότητα που διαμορφώνει τις ζωές των ανθρώπων, αφήνοντάς τους να νιώθουν αποκομμένοι και ανίσχυροι. Παρά τις αντιρρήσεις του Βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με τον όρο, είναι δύσκολο να θεωρηθεί η φορτηγίδα Bibby Stockholm Barge οτιδήποτε άλλο εκτός από μια πλωτή φυλακή. Η φορτηγίδα δεν είναι μόνο συμβολικά αποκομμένη από τη στεριά, αλλά είναι φυσικά περιφραγμένη και πολιτικά εκτός της δικαιοδοσίας του τοπικού συμβουλίου. Όπως είναι κατανοητό, για όσους ζουν στη φορτηγίδα, το συνακόλουθο αίσθημα διαφορετικότητας είναι αισθητό.
Βέβαια, εάν το μήνυμα που ήθελε να περάσει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μέσω της φορτηγίδας ήταν να προκαλέσει φόβο στις καρδιές όσων διαφεύγουν από γενοκτονία, πόλεμο και διωγμούς, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα κατάφερε. Οι ιστορίες μεταναστών από εκεί μέσα περνάνε κάθε τόσο από τις ψηφιακές σελίδες του Guardian: ένας Νιγηριανός προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή του, αφού έμαθε ότι επρόκειτο να μεταφερθεί από ένα φτηνό ξενοδοχείο στη φορτηγίδα. Όσοι ζουν ήδη στη φορτηγίδα στέλνουν μηνύματα προς τα έξω κάθε τόσο για απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κατάθλιψης που προκαλεί ο χώρος και οι οι άσχημες συνθήκες. Όπως είχε τονίσει και η Nicola David από την οργάνωση One Life To Live, η οποία κάνει εκστρατεία κατά της απάνθρωπης φιλοξενίας των αιτούντων άσυλο, μιλώντας στον Guardian, αντί να επιλύσει οποιοδήποτε μεταναστευτικό πρόβλημα, το μόνο που πέτυχε ήταν περαιτέρω δυστυχία.
Η εχθρική αρχιτεκτονική
Το παγκάκι του Camden είναι ένα πασίγνωστο έπιπλο δρόμου φτιαγμένο από αγνό σκυρόδεμα. Συχνά το έχουν περιγράψει ως ένα «αριστούργημα δυσάρεστου σχεδιασμού», αλλά ο τίτλος που πλέον το χαρακτηρίζει είναι ένας: «το αποκορύφωμα της εχθρικής αρχιτεκτονικής»! Ο εχθρικός αστικός σχεδιασμός είναι συνηθισμένος. Πέρα από τα διάσημα παγκάκια στο Camden, υπάρχουν πολλές αξιοσημείωτες περιπτώσεις σε όλον τον κόσμο που περιλαμβάνουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία πιθανόν εμποδίσουν τους άστεγους να ξαπλώνουν, εμποδίζουν τα σκέιτμπορντ να κάνουν φιγούρες, εμποδίζουν τους επαίτες να καθίσουν. Και αυτό συμβαίνει σε περιοχές υψηλών επενδύσεων και σε εμπορικές περιοχές που στοχεύουν στον καταναλωτισμό, όπου οι πολεοδομικοί σχεδιαστές καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να κρατήσουν μακριά το ανεπιθύμητο και το αντιαισθητικό. Ως αποτέλεσμα, φαινομενικά ακίνδυνες διακοσμήσεις δρόμων, όπως μια πράσινη περιοχή σπαρμένη με ατσάλινες βίδες, ένα ανώμαλο πετρώδες πεζοδρόμιο ή κάποια συγκεκριμένα γλυπτά σύγχρονης τέχνης, μπορούν να γίνουν ύπουλα εργαλεία που έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίζουν το κοινό να προμηθεύεται τις πιο βασικές ανέσεις, εκτός αν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει για το προνόμιο (να καθίσει πιο άνετα σε κάποιο από τα καταστήματα που υπάρχουν τριγύρω). Επίσης, η απόλυτη αφαίρεση κάδων απορριμμάτων, δημόσιων τουαλετών και άλλων δημόσιων υπηρεσιών αυξάνει την εχθρότητα αυτών των χώρων.
Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να σταματήσει την πραγματικότητα, και η πραγματικότητα δείχνει ότι οι άστεγοι υπάρχουν και ότι επίσης έχουν γίνει προσπάθειες να καταπολεμηθούν αυτά τα σχέδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανατροπή ήταν η διαμαρτυρία που επιλέχθηκε, με τους skateboarders, για παράδειγμα, να μετατρέπουν τα «μη skateable» αστικά έπιπλα σε νέες προκλήσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, οι πολίτες ανέλαβαν πιο δυναμική δράση, συμπεριλαμβανομένης μιας περίπτωσης όπου ακτιβιστές έριξαν μπετόν πάνω σε καρφιά που είχαν τοποθετηθεί έξω από ένα κατάστημα.
Παρά τις προσπάθειες να περιοριστεί, η εχθρική αρχιτεκτονική φαίνεται να έχει ριζώσει στις σύγχρονες πόλεις. Για ορισμένους, όπως ο Rowland Atkinson, διευθυντής του Κέντρου Αστικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του York, αυτή η τάση δεν είναι παρά το πιο πρόσφατο βήμα σε μια σειρά πολιτικών πράξεων που στοχεύουν στην περιθωριοποίηση των άστεγων.
«Αν κοιτάξουμε τα πράγματα με μια δόση κυνισμού αλλά και ρεαλισμού, αυτή η πρακτική μοιάζει με μια συντονισμένη επίθεση στους φτωχούς, έναν τρόπο να τους απομακρύνουμε από τα μάτια μας και να αγνοήσουμε την αγωνία τους. Πολλαπλές διαδικασίες συνωμοτούν, όπως οι οικονομικές πιέσεις που καθιστούν τους ανθρώπους ευάλωτους από την αρχή, με παραδείγματα όπως ο φόρος δωματίου σε όλα τα ξενοδοχεία και οι περικοπές στην κοινωνική πρόνοια. Και το επόμενο βήμα φαίνεται να είναι να τους στερήσουμε ακόμη και το δικαίωμα να βρουν καταφύγιο με τον πιο απελπισμένο τρόπο».
Ο μπρουταλισμός και το κράτος πρόνοιας
Οι απαρχές του μπρουταλισμού, αυτού του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ρεύματος, αναδύονται μέσα από τα γραπτά των Alison και Peter Smithson, καθώς και του Reyner Banham, σε μια περίοδο που εκτείνεται από το 1953 έως το 1966. Τα κείμενα του Banham, γεμάτα από την επιρροή της γερμανικής σχολής ιστορίας της τέχνης, φωτίζουν μια από τις πιο επιδραστικές ιστορικές κατασκευές τέχνης της μεταπολεμικής εποχής, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο όπου η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια σειρά από κτίρια, αλλά μια ζωντανή έκφραση των αξιών και των ιδεών της κοινωνίας.
Ωστόσο, η παρουσίαση του Banham, αν και εντυπωσιακή, κρύβει περισσότερα από όσα αποκαλύπτει. Ο ορισμός του περιορίζει την αρχιτεκτονική παραγωγή της εποχής σε μια διαλεκτική διάσταση, παραβλέποντας τους βαθύτερους παράγοντες που μεταμόρφωσαν την αρχιτεκτονική. Μια προσεκτική ανάγνωση του ρεύματος, μέσα από όλα τα κατασκευαστικά ζητήματα, τις νέες δομικές λύσεις και τις φυσικές απαιτήσεις, αποκαλύπτει ότι η αρχιτεκτονική του μπρουταλισμού είναι ένα πλέγμα από ιδέες και αισθητικές συνέπειες.
Ο αρχιτεκτονικός μπρουταλισμός είναι γνωστό ότι απογειώθηκε στη Βρετανία της δεκαετίας του 1950, όταν οι πολεοδόμοι χρειάζονταν έναν τρόπο για να ανοικοδομήσουν γρήγορα τις πόλεις που καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους βομβαρδισμούς. Ο μπρουταλισμός παρουσίασε όχι μόνο ένα μέσο για την ανοικοδόμηση αυτών των αστικών περιοχών και την απελευθέρωση των εξαθλιωμένων μέσα σε αυτές, αλλά και έναν τρόπο για την ανάπτυξη ενός μοντερνιστικού μοντέλου κοινοτικής διαβίωσης.
Τις επόμενες δεκαετίες, ο μπρουταλισμός εξαπλώθηκε ανατολικά στο σοβιετικό μπλοκ και δυτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, και έγινε ευπρόσδεκτος οπουδήποτε υπήρχαν δημόσια χρηματοδοτούμενα αστικά έργα λόγω της πρακτικότητας και της αποδοτικότητάς του. Μέχρι την κορύφωσή του στη δεκαετία του 1970, οι πόλεις σε όλο τον κόσμο είχαν μεταμορφωθεί από την άφιξη πανύψηλων οικισμών από μπετόν, νοσοκομείων, πανεπιστημιουπόλεων και θεάτρων που χτίστηκαν σε μπρουταλιστικό στυλ. Ωστόσο, όσο γρήγορα άλλαξε τον πλανήτη ο μπρουταλισμός, τόσο πιο γρήγορα έπεσε σε δυσμένεια.
Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρώπη μετατοπίστηκαν από τον σοσιαλισμό της αγοράς στον νεοφιλελεύθερο ατομικισμό στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, τα αστικά έργα που χρηματοδοτούνταν από το δημόσιο ξέμειναν από χρηματοδότηση, καθώς οι δημόσιες επενδύσεις περικόπηκαν. Σύντομα, οι αστικοί θεσμοί που ήταν ζωτικής σημασίας για τις δεσμευτικές κοινότητες κατέρρευσαν και η συντήρηση των τσιμεντένιων τεράστιων κτιρίων που τις προστάτευαν έγινε τόσο σπάνια ή τελικά σταμάτησε τελείως.
Στον ορίζοντα του Λονδίνου, ο Trellick Tower, με τους 31 ορόφους του, (έργο του σπουδαίου Ernő Goldfinger) υψώνεται σαν μια γιγάντια, σκυθρωπή σιλουέτα, αποκτώντας το προσωνύμιο «πύργος του τρόμου». Οι βανδαλισμοί που τον περιβάλλουν έχουν μετατρέψει ολόκληρους ορόφους σε καμβάδες γκράφιτι, ενώ οι συχνές διακοπές ρεύματος προσθέτουν μια αίσθηση ανασφάλειας στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Χωρίς τη φροντίδα που του αξίζει, ο πύργος φαίνεται να ενσαρκώνει την αστική παρακμή, με τα εκτεθειμένα υλικά του να υποκύπτουν στις σκληρές καιρικές συνθήκες.
Αυτές οι δομές, που αρχικά σχεδιάστηκαν με σκοπό να προσφέρουν καταφύγιο στους φτωχούς, έχουν μετατραπεί σε μονόλιθους αναπόφευκτου τρόμου, σύμβολα της φτώχειας, του εγκλήματος και της βίας. Η εικόνα τους έχει γίνει συνώνυμη με την απομόνωση και την απόρριψη, καθώς οι «προβληματικοί ενοικιαστές» βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Ο Trellick Tower δεν είναι απλώς μια κατασκευή, αλλά και μια μυθική παρουσία που έχει βρει το δρόμο της στην ποπ κουλτούρα. Mε εμφανείς παρουσίες σε ταινίες όπως “Withnail And I”, “London Kills Me”, “For Queen and Country” και σε ποπ βίντεοκλιπ, η παρουσία του σηματοδοτεί πάντα τη δυστοπία, προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση στην αίσθηση του φόβου και της απομόνωσης.
Κτίρια όπως ο Trellick Tower είναι σπαρμένα σε όλον τον πλανήτη, και παραμένουν μια ζωντανή μαρτυρία της ανθρώπινης εμπειρίας, ή τοπόσημα όπου οι σκιές του παρελθόντος συναντούν τις ελπίδες του μέλλοντος. Κάθε γωνιά τους αφηγείται μια ιστορία, κάθε τοίχος κρατάει μυστικά που περιμένουν να αποκαλυφθούν. Στην ονειρική τους μορφή, τα μνημειώδη αυτά μονολιθικά κτίρια μπορεί να φαντάζουν ως όμορφες φόρμες για μια περαστική φωτογραφία, αλλά αν κάποιος από τους περαστικούς τολμήσει να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια, να δει πέρα από το μπετόν, θα αναγνωρίσει τον καταπιεστικό φόβο με τον οποίο αυτά τα κτίρια περιβάλλουν τις καρδιές των ανθρώπων. Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έγιναν πολιτικό εργαλείο για τη συντηρητική δεξιά ή αριστερά, των οποίων η πολιτική απέκοψε αυτά τα κτίρια από οποιαδήποτε χρηματοδότηση για συντήρηση. Έγιναν σύμβολα της αποτυχίας των μεγάλων κυβερνήσεων και των σοσιαλιστικών ιδεωδών και, κυριολεκτικά, χλευάστηκαν ως τέτοια.
Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η μοίρα πολλών κτιρίων σε στυλ μπρουταλισμού είχε ήδη προδιαγραφεί, μερικές φορές με μεγάλες φανφάρες και τελετές κατεδάφισης. Ο εμβληματικός πάρκινγκ πύργος του σπουδαίου αρχιτέκτονα Owen Luder που ολοκληρώθηκε το 1969 στην πλατεία Trinity Square στο Gateshead, το νοσοκομείο γυναικών Prentice του Bertrand Goldberg, το κτίριο Burroughs Wellcome του Paul Rudolph και οι κήποι Robin Hood Gardens των Alison και Peter Smithson είναι μόνο μερικά από τα κτίρια που βρέθηκαν αντιμέτωπα με το χτύπημα της μπάλας κατεδάφισης, σαν να ήταν θύματα μιας αδυσώπητης μοίρας και το status τους σήμερα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής είναι πλέον: “destroyed”.
Καθώς αυτά τα κτίρια, που κάποτε στέκονταν περήφανα, κατέρρεαν, οι φωνές τους σίγησαν, αφήνοντας πίσω τους μόνο αναμνήσεις και θραύσματα. Όμως, εκείνα που εξακολουθούν να στέκονται, παραμένουν διχαστικά. Πάρτε, για παράδειγμα, το Δημαρχείο της Βοστώνης (Boston City Hall), ένα κτίριο που οι άνθρωποι ψηφίζουν τακτικά ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά σχέδια στον κόσμο, αλλά και ως το πιο άσχημο κτίριο που έχει χτιστεί ποτέ στον πλανήτη.
Αυτή η αντίφαση, της συνύπαρξης ομορφιάς και ασχήμιας, μας καλεί να αναλογιστούμε τη σημασία της αρχιτεκτονικής στη ζωή μας. Κάθε κτίριο είναι μια ιστορία, μια μαρτυρία του χρόνου και των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Στην καρδιά αυτής της ιστορίας βρίσκεται η αναζήτηση για την ταυτότητα και την αξία, καθώς οι δομές αυτές, παρά την κατεδάφιση ή την αποδοχή τους, συνεχίζουν να μας μιλούν για την ανθρώπινη εμπειρία και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην αστική ζωή.
Ωστόσο, σήμερα, είναι πολλοί εκείνοι που επανεξετάζουν τη φήμη του μπρουταλισμού, ιδίως στο διαδίκτυο. Αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον οφείλεται εν μέρει σε μια νοσταλγία για ένα “φουτουριστικό” παρελθόν που δεν ζήσαμε αλλά και σε κάποιες ιδεολογικές βάσεις που μπορούν να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με τους στόχους του κράτους πρόνοιας για κοινωνική στέγαση, δωρεάν πανεπιστήμια αλλά και την παντελή έλλειψη ικανότητας ή οράματος να αναλάβουν έργα μεγάλης κλίμακας για την αναμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος, ώστε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Σήμερα, το να περιπλανιέσαι χωρίς προορισμό μπορεί να φαίνεται σαν μια ριζοσπαστική πράξη, ή μια πράξη ελευθερίας που αναδεικνύει την κρυφή δύναμη της αρχιτεκτονικής και ξαφνικά μπορείς να βγάλεις το κινητό σου και να απαθανατίσεις μια λεπτομέρεια του μπετόν για πάντα στην μνήμη σου. Γιατί όλοι μπορούμε να είμαστε τουρίστες και προνομιούχοι και να θαυμάζουμε αυτά τα τεράστια μνημεία. Αλλά αν αναλογιστούμε για λίγο τα λόγια του Ραούλ Βανεγκέμ («Όλος ο χώρος είναι κατειλημμένος από τον εχθρό. Ζούμε κάτω από μια μόνιμη απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν είναι μόνο οι μπάτσοι – είναι και η γεωμετρία») τότε θα πρέπει να ξέρουμε και την απάντηση στο πού και πότε η αρχιτεκτονική μιας πόλης μας προσφέρει την ευκαιρία να ξεκουραστούμε, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουμε τίποτα, χωρίς να χρειαστεί να αγοράσουμε κάτι. Πώς μας καθοδηγεί, πού μας οδηγεί και ποιες πύλες μας δείχνει; Ανοίγει το τοπίο μπροστά μας ή μας σπρώχνει σε τουριστικές διαδρομές, γεμάτες από τις προσδοκίες των άλλων;
Ας αναλογιστούμε πώς θα μπορούσαμε να οραματιστούμε τους εαυτούς μας ως πολίτες, όχι απλώς ως καταναλωτές σε αυτούς τους χώρους. Πώς θα νιώθαμε σε αυτές τις τοποθεσίες αν ήμασταν λιγότερο ή περισσότερο προνομιούχοι; Γιατί η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια σειρά από κτίρια, αλλά ένας καθρέφτης των ονείρων και των επιθυμιών μας, που μας καλεί να ανακαλύψουμε την αληθινή μας φύση μέσα από τις γωνίες και τις σκιές της.
✶ Mε στοιχεία από: Guardian, Vice, Medium, Wikipedia
➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Twitter και Instagram.
Η πολιτική μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι την αρχιτεκτονική, αλλά κάθε κτίριο, κάθε δομή που υψώνεται στον ορίζοντα, είναι στην ουσία μια πολιτική δήλωση. Οι κατασκευές που χτίζουμε, αγαπάμε, συντηρούμε και κατεδαφίζουμε, αφηγούνται ιστορίες για τις συλλογικές αξίες του πολιτισμού μας και τις ιδέες εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Κάθε κτίριο, είτε πρόκειται για έναν επιβλητικό καθεδρικό ναό που στέκει περήφανα στον χρόνο, είτε για μια φυλακή που κλείνει μέσα της τις σκιές της κοινωνίας, αποκαλύπτει τις προθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων που το δημιούργησαν.
Φαντάσου, για παράδειγμα, πώς ο σχεδιασμός ενός γερμανικού καθεδρικού ναού μπορεί να μας μιλήσει για την πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας, ή πώς η κατάσταση μιας τεράστιας φυλακής ή ενός νοσοκομείου αποκαλύπτει την ενσυναίσθηση ή την έλλειψή της σε μια κοινωνία. Όμως, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε σχετίζεται με την εξουσία, η αρχιτεκτονική έχει και μια σκοτεινή πλευρά, ικανή να προκαλέσει καταπίεση και απομόνωση.
Τα ψηλά τείχη, οι ζοφεροί τσιμεντένιοι πύργοι και οι άβολες σχεδιάσεις πεζοδρομιών μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε μικροί, ανεπιθύμητοι ή ανίσχυροι. Αν δεν καταφέρουμε να αφυπνιστούμε από τις επιπτώσεις τους, μπορεί τελικά να μας εξουσιάσουν τυραννικά, μετατρέποντας τους χώρους που ζούμε σε φυλακές της ψυχής μας.
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η ικανότητα να αναπτύσσουμε δεσμούς με έναν τόπο, έστω και προσωρινά, είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία μας. Ωστόσο, για τα εκατομμύρια των αιτούντων άσυλο που διαφεύγουν από πολέμους και θυματοποιήσεις, αυτή η μικρή ευχαρίστηση είναι συχνά μια πολυτέλεια που τους στερείται.
Οι θορυβώδεις, στενόχωροι και αποξενωτικοί βιομηχανικοί χώροι, που συχνά χρησιμοποιούνται για την «αποθήκευση» των μεταναστών, εντείνουν την αίσθηση της αστάθειας και της ανασφάλειας που είναι ήδη έμφυτη στην ψυχή κάθε πρόσφυγα.
Πάρτε, για παράδειγμα, το πρώην αεροδρόμιο Tempelhof, στο οποίο το Βερολίνο φιλοξενούσε πρόσφυγες, μερικές φορές για έναν χρόνο περίπου, σε χώρους που οι παρατηρητές περιέγραφαν απλώς ως «κουτιά». Αυτοί οι χώροι, γεμάτοι από τις ιστορίες και τους πόθους των ανθρώπων που τους διασχίζουν, γίνονται οι μάρτυρες μιας πραγματικότητας που συχνά ξεχνάμε, αλλά που είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη εμπειρία.
Ένα άλλο, πιο πρόσφατο παράδειγμα, η φορτηγίδα Bibby Stockholm στο λιμάνι Portland του Ντόρσετ της Αγγλίας τον Ιούλιο του 2023 σηματοδότησε αυτό που πολλοί θεωρούν ως ένα ακόμη υποτιμητικό σημείο στην προσέγγιση της Δυτικής Ευρώπης για τη στέγαση των μεταναστών.
Αρχικά είχε σχεδιαστεί για να φιλοξενήσει 222 μονόκλινα δωμάτια, η Bibby Stockholm φορτηγίδα μετασκευάστηκε για να φιλοξενήσει 506 αιτούντες άσυλο. Οι δημοσιογράφοι Lizzie Dearden και Martha McHardy σημείωσαν ότι ο σχεδιασμός που προέκυψε παρέχει «λιγότερο ζωτικό χώρο από μια μέση θέση στάθμευσης» ενώ υπήρχαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την πυρασφάλεια και την υγιεινή. Περαιτέρω ανησυχίες προκλήθηκαν όταν, λίγο μετά τη στέγαση των πρώτων αιτούντων άσυλο στο πλοίο, οι δοκιμές αποκάλυψαν την παρουσία ενός θανατηφόρου βακτηρίου λεγεωνέλλας στο σύστημα νερού της φορτηγίδας.
Η ζωή μέσα στη φορτηγίδα είναι γεμάτη προκλήσεις, καθώς οι στενές και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται από μια σκληρότητα που αποκαλείται «επιτελεστική σκληρότητα». Αυτή η φράση, που προέρχεται από την Sarah Teather, διευθύντρια της φιλανθρωπικής οργάνωσης Jesuit Refugee Service UK, αποτυπώνει την αδυσώπητη πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις δομές.
Η Sarah Teather, με τη βαθιά της ευαισθησία και την εμπειρία της, ανέδειξε αυτή την πραγματικότητα, προσκαλώντας μας να αναλογιστούμε τις συνέπειες της πολιτικής και των αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή των πιο ευάλωτων. Η επιτελεστική σκληρότητα δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια πραγματικότητα που διαμορφώνει τις ζωές των ανθρώπων, αφήνοντάς τους να νιώθουν αποκομμένοι και ανίσχυροι. Παρά τις αντιρρήσεις του Βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με τον όρο, είναι δύσκολο να θεωρηθεί η φορτηγίδα Bibby Stockholm Barge οτιδήποτε άλλο εκτός από μια πλωτή φυλακή. Η φορτηγίδα δεν είναι μόνο συμβολικά αποκομμένη από τη στεριά, αλλά είναι φυσικά περιφραγμένη και πολιτικά εκτός της δικαιοδοσίας του τοπικού συμβουλίου. Όπως είναι κατανοητό, για όσους ζουν στη φορτηγίδα, το συνακόλουθο αίσθημα διαφορετικότητας είναι αισθητό.
Βέβαια, εάν το μήνυμα που ήθελε να περάσει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μέσω της φορτηγίδας ήταν να προκαλέσει φόβο στις καρδιές όσων διαφεύγουν από γενοκτονία, πόλεμο και διωγμούς, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα κατάφερε. Οι ιστορίες μεταναστών από εκεί μέσα περνάνε κάθε τόσο από τις ψηφιακές σελίδες του Guardian: ένας Νιγηριανός προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή του, αφού έμαθε ότι επρόκειτο να μεταφερθεί από ένα φτηνό ξενοδοχείο στη φορτηγίδα. Όσοι ζουν ήδη στη φορτηγίδα στέλνουν μηνύματα προς τα έξω κάθε τόσο για απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κατάθλιψης που προκαλεί ο χώρος και οι οι άσχημες συνθήκες. Όπως είχε τονίσει και η Nicola David από την οργάνωση One Life To Live, η οποία κάνει εκστρατεία κατά της απάνθρωπης φιλοξενίας των αιτούντων άσυλο, μιλώντας στον Guardian, αντί να επιλύσει οποιοδήποτε μεταναστευτικό πρόβλημα, το μόνο που πέτυχε ήταν περαιτέρω δυστυχία.
Η εχθρική αρχιτεκτονική
Το παγκάκι του Camden είναι ένα πασίγνωστο έπιπλο δρόμου φτιαγμένο από αγνό σκυρόδεμα. Συχνά το έχουν περιγράψει ως ένα «αριστούργημα δυσάρεστου σχεδιασμού», αλλά ο τίτλος που πλέον το χαρακτηρίζει είναι ένας: «το αποκορύφωμα της εχθρικής αρχιτεκτονικής»! Ο εχθρικός αστικός σχεδιασμός είναι συνηθισμένος. Πέρα από τα διάσημα παγκάκια στο Camden, υπάρχουν πολλές αξιοσημείωτες περιπτώσεις σε όλον τον κόσμο που περιλαμβάνουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία πιθανόν εμποδίσουν τους άστεγους να ξαπλώνουν, εμποδίζουν τα σκέιτμπορντ να κάνουν φιγούρες, εμποδίζουν τους επαίτες να καθίσουν. Και αυτό συμβαίνει σε περιοχές υψηλών επενδύσεων και σε εμπορικές περιοχές που στοχεύουν στον καταναλωτισμό, όπου οι πολεοδομικοί σχεδιαστές καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να κρατήσουν μακριά το ανεπιθύμητο και το αντιαισθητικό. Ως αποτέλεσμα, φαινομενικά ακίνδυνες διακοσμήσεις δρόμων, όπως μια πράσινη περιοχή σπαρμένη με ατσάλινες βίδες, ένα ανώμαλο πετρώδες πεζοδρόμιο ή κάποια συγκεκριμένα γλυπτά σύγχρονης τέχνης, μπορούν να γίνουν ύπουλα εργαλεία που έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίζουν το κοινό να προμηθεύεται τις πιο βασικές ανέσεις, εκτός αν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει για το προνόμιο (να καθίσει πιο άνετα σε κάποιο από τα καταστήματα που υπάρχουν τριγύρω). Επίσης, η απόλυτη αφαίρεση κάδων απορριμμάτων, δημόσιων τουαλετών και άλλων δημόσιων υπηρεσιών αυξάνει την εχθρότητα αυτών των χώρων.
Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να σταματήσει την πραγματικότητα, και η πραγματικότητα δείχνει ότι οι άστεγοι υπάρχουν και ότι επίσης έχουν γίνει προσπάθειες να καταπολεμηθούν αυτά τα σχέδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανατροπή ήταν η διαμαρτυρία που επιλέχθηκε, με τους skateboarders, για παράδειγμα, να μετατρέπουν τα «μη skateable» αστικά έπιπλα σε νέες προκλήσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, οι πολίτες ανέλαβαν πιο δυναμική δράση, συμπεριλαμβανομένης μιας περίπτωσης όπου ακτιβιστές έριξαν μπετόν πάνω σε καρφιά που είχαν τοποθετηθεί έξω από ένα κατάστημα.
Παρά τις προσπάθειες να περιοριστεί, η εχθρική αρχιτεκτονική φαίνεται να έχει ριζώσει στις σύγχρονες πόλεις. Για ορισμένους, όπως ο Rowland Atkinson, διευθυντής του Κέντρου Αστικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του York, αυτή η τάση δεν είναι παρά το πιο πρόσφατο βήμα σε μια σειρά πολιτικών πράξεων που στοχεύουν στην περιθωριοποίηση των άστεγων.
«Αν κοιτάξουμε τα πράγματα με μια δόση κυνισμού αλλά και ρεαλισμού, αυτή η πρακτική μοιάζει με μια συντονισμένη επίθεση στους φτωχούς, έναν τρόπο να τους απομακρύνουμε από τα μάτια μας και να αγνοήσουμε την αγωνία τους. Πολλαπλές διαδικασίες συνωμοτούν, όπως οι οικονομικές πιέσεις που καθιστούν τους ανθρώπους ευάλωτους από την αρχή, με παραδείγματα όπως ο φόρος δωματίου σε όλα τα ξενοδοχεία και οι περικοπές στην κοινωνική πρόνοια. Και το επόμενο βήμα φαίνεται να είναι να τους στερήσουμε ακόμη και το δικαίωμα να βρουν καταφύγιο με τον πιο απελπισμένο τρόπο».
Ο μπρουταλισμός και το κράτος πρόνοιας
Οι απαρχές του μπρουταλισμού, αυτού του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ρεύματος, αναδύονται μέσα από τα γραπτά των Alison και Peter Smithson, καθώς και του Reyner Banham, σε μια περίοδο που εκτείνεται από το 1953 έως το 1966. Τα κείμενα του Banham, γεμάτα από την επιρροή της γερμανικής σχολής ιστορίας της τέχνης, φωτίζουν μια από τις πιο επιδραστικές ιστορικές κατασκευές τέχνης της μεταπολεμικής εποχής, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο όπου η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια σειρά από κτίρια, αλλά μια ζωντανή έκφραση των αξιών και των ιδεών της κοινωνίας.
Ωστόσο, η παρουσίαση του Banham, αν και εντυπωσιακή, κρύβει περισσότερα από όσα αποκαλύπτει. Ο ορισμός του περιορίζει την αρχιτεκτονική παραγωγή της εποχής σε μια διαλεκτική διάσταση, παραβλέποντας τους βαθύτερους παράγοντες που μεταμόρφωσαν την αρχιτεκτονική. Μια προσεκτική ανάγνωση του ρεύματος, μέσα από όλα τα κατασκευαστικά ζητήματα, τις νέες δομικές λύσεις και τις φυσικές απαιτήσεις, αποκαλύπτει ότι η αρχιτεκτονική του μπρουταλισμού είναι ένα πλέγμα από ιδέες και αισθητικές συνέπειες.
Ο αρχιτεκτονικός μπρουταλισμός είναι γνωστό ότι απογειώθηκε στη Βρετανία της δεκαετίας του 1950, όταν οι πολεοδόμοι χρειάζονταν έναν τρόπο για να ανοικοδομήσουν γρήγορα τις πόλεις που καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους βομβαρδισμούς. Ο μπρουταλισμός παρουσίασε όχι μόνο ένα μέσο για την ανοικοδόμηση αυτών των αστικών περιοχών και την απελευθέρωση των εξαθλιωμένων μέσα σε αυτές, αλλά και έναν τρόπο για την ανάπτυξη ενός μοντερνιστικού μοντέλου κοινοτικής διαβίωσης.
Τις επόμενες δεκαετίες, ο μπρουταλισμός εξαπλώθηκε ανατολικά στο σοβιετικό μπλοκ και δυτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, και έγινε ευπρόσδεκτος οπουδήποτε υπήρχαν δημόσια χρηματοδοτούμενα αστικά έργα λόγω της πρακτικότητας και της αποδοτικότητάς του. Μέχρι την κορύφωσή του στη δεκαετία του 1970, οι πόλεις σε όλο τον κόσμο είχαν μεταμορφωθεί από την άφιξη πανύψηλων οικισμών από μπετόν, νοσοκομείων, πανεπιστημιουπόλεων και θεάτρων που χτίστηκαν σε μπρουταλιστικό στυλ. Ωστόσο, όσο γρήγορα άλλαξε τον πλανήτη ο μπρουταλισμός, τόσο πιο γρήγορα έπεσε σε δυσμένεια.
Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρώπη μετατοπίστηκαν από τον σοσιαλισμό της αγοράς στον νεοφιλελεύθερο ατομικισμό στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, τα αστικά έργα που χρηματοδοτούνταν από το δημόσιο ξέμειναν από χρηματοδότηση, καθώς οι δημόσιες επενδύσεις περικόπηκαν. Σύντομα, οι αστικοί θεσμοί που ήταν ζωτικής σημασίας για τις δεσμευτικές κοινότητες κατέρρευσαν και η συντήρηση των τσιμεντένιων τεράστιων κτιρίων που τις προστάτευαν έγινε τόσο σπάνια ή τελικά σταμάτησε τελείως.
Στον ορίζοντα του Λονδίνου, ο Trellick Tower, με τους 31 ορόφους του, (έργο του σπουδαίου Ernő Goldfinger) υψώνεται σαν μια γιγάντια, σκυθρωπή σιλουέτα, αποκτώντας το προσωνύμιο «πύργος του τρόμου». Οι βανδαλισμοί που τον περιβάλλουν έχουν μετατρέψει ολόκληρους ορόφους σε καμβάδες γκράφιτι, ενώ οι συχνές διακοπές ρεύματος προσθέτουν μια αίσθηση ανασφάλειας στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Χωρίς τη φροντίδα που του αξίζει, ο πύργος φαίνεται να ενσαρκώνει την αστική παρακμή, με τα εκτεθειμένα υλικά του να υποκύπτουν στις σκληρές καιρικές συνθήκες.
Αυτές οι δομές, που αρχικά σχεδιάστηκαν με σκοπό να προσφέρουν καταφύγιο στους φτωχούς, έχουν μετατραπεί σε μονόλιθους αναπόφευκτου τρόμου, σύμβολα της φτώχειας, του εγκλήματος και της βίας. Η εικόνα τους έχει γίνει συνώνυμη με την απομόνωση και την απόρριψη, καθώς οι «προβληματικοί ενοικιαστές» βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Ο Trellick Tower δεν είναι απλώς μια κατασκευή, αλλά και μια μυθική παρουσία που έχει βρει το δρόμο της στην ποπ κουλτούρα. Mε εμφανείς παρουσίες σε ταινίες όπως “Withnail And I”, “London Kills Me”, “For Queen and Country” και σε ποπ βίντεοκλιπ, η παρουσία του σηματοδοτεί πάντα τη δυστοπία, προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση στην αίσθηση του φόβου και της απομόνωσης.
Κτίρια όπως ο Trellick Tower είναι σπαρμένα σε όλον τον πλανήτη, και παραμένουν μια ζωντανή μαρτυρία της ανθρώπινης εμπειρίας, ή τοπόσημα όπου οι σκιές του παρελθόντος συναντούν τις ελπίδες του μέλλοντος. Κάθε γωνιά τους αφηγείται μια ιστορία, κάθε τοίχος κρατάει μυστικά που περιμένουν να αποκαλυφθούν. Στην ονειρική τους μορφή, τα μνημειώδη αυτά μονολιθικά κτίρια μπορεί να φαντάζουν ως όμορφες φόρμες για μια περαστική φωτογραφία, αλλά αν κάποιος από τους περαστικούς τολμήσει να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια, να δει πέρα από το μπετόν, θα αναγνωρίσει τον καταπιεστικό φόβο με τον οποίο αυτά τα κτίρια περιβάλλουν τις καρδιές των ανθρώπων. Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έγιναν πολιτικό εργαλείο για τη συντηρητική δεξιά ή αριστερά, των οποίων η πολιτική απέκοψε αυτά τα κτίρια από οποιαδήποτε χρηματοδότηση για συντήρηση. Έγιναν σύμβολα της αποτυχίας των μεγάλων κυβερνήσεων και των σοσιαλιστικών ιδεωδών και, κυριολεκτικά, χλευάστηκαν ως τέτοια.
Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η μοίρα πολλών κτιρίων σε στυλ μπρουταλισμού είχε ήδη προδιαγραφεί, μερικές φορές με μεγάλες φανφάρες και τελετές κατεδάφισης. Ο εμβληματικός πάρκινγκ πύργος του σπουδαίου αρχιτέκτονα Owen Luder που ολοκληρώθηκε το 1969 στην πλατεία Trinity Square στο Gateshead, το νοσοκομείο γυναικών Prentice του Bertrand Goldberg, το κτίριο Burroughs Wellcome του Paul Rudolph και οι κήποι Robin Hood Gardens των Alison και Peter Smithson είναι μόνο μερικά από τα κτίρια που βρέθηκαν αντιμέτωπα με το χτύπημα της μπάλας κατεδάφισης, σαν να ήταν θύματα μιας αδυσώπητης μοίρας και το status τους σήμερα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής είναι πλέον: “destroyed”.
Καθώς αυτά τα κτίρια, που κάποτε στέκονταν περήφανα, κατέρρεαν, οι φωνές τους σίγησαν, αφήνοντας πίσω τους μόνο αναμνήσεις και θραύσματα. Όμως, εκείνα που εξακολουθούν να στέκονται, παραμένουν διχαστικά. Πάρτε, για παράδειγμα, το Δημαρχείο της Βοστώνης (Boston City Hall), ένα κτίριο που οι άνθρωποι ψηφίζουν τακτικά ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά σχέδια στον κόσμο, αλλά και ως το πιο άσχημο κτίριο που έχει χτιστεί ποτέ στον πλανήτη.
Αυτή η αντίφαση, της συνύπαρξης ομορφιάς και ασχήμιας, μας καλεί να αναλογιστούμε τη σημασία της αρχιτεκτονικής στη ζωή μας. Κάθε κτίριο είναι μια ιστορία, μια μαρτυρία του χρόνου και των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Στην καρδιά αυτής της ιστορίας βρίσκεται η αναζήτηση για την ταυτότητα και την αξία, καθώς οι δομές αυτές, παρά την κατεδάφιση ή την αποδοχή τους, συνεχίζουν να μας μιλούν για την ανθρώπινη εμπειρία και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην αστική ζωή.
Ωστόσο, σήμερα, είναι πολλοί εκείνοι που επανεξετάζουν τη φήμη του μπρουταλισμού, ιδίως στο διαδίκτυο. Αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον οφείλεται εν μέρει σε μια νοσταλγία για ένα “φουτουριστικό” παρελθόν που δεν ζήσαμε αλλά και σε κάποιες ιδεολογικές βάσεις που μπορούν να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με τους στόχους του κράτους πρόνοιας για κοινωνική στέγαση, δωρεάν πανεπιστήμια αλλά και την παντελή έλλειψη ικανότητας ή οράματος να αναλάβουν έργα μεγάλης κλίμακας για την αναμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος, ώστε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Σήμερα, το να περιπλανιέσαι χωρίς προορισμό μπορεί να φαίνεται σαν μια ριζοσπαστική πράξη, ή μια πράξη ελευθερίας που αναδεικνύει την κρυφή δύναμη της αρχιτεκτονικής και ξαφνικά μπορείς να βγάλεις το κινητό σου και να απαθανατίσεις μια λεπτομέρεια του μπετόν για πάντα στην μνήμη σου. Γιατί όλοι μπορούμε να είμαστε τουρίστες και προνομιούχοι και να θαυμάζουμε αυτά τα τεράστια μνημεία. Αλλά αν αναλογιστούμε για λίγο τα λόγια του Ραούλ Βανεγκέμ («Όλος ο χώρος είναι κατειλημμένος από τον εχθρό. Ζούμε κάτω από μια μόνιμη απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν είναι μόνο οι μπάτσοι – είναι και η γεωμετρία») τότε θα πρέπει να ξέρουμε και την απάντηση στο πού και πότε η αρχιτεκτονική μιας πόλης μας προσφέρει την ευκαιρία να ξεκουραστούμε, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουμε τίποτα, χωρίς να χρειαστεί να αγοράσουμε κάτι. Πώς μας καθοδηγεί, πού μας οδηγεί και ποιες πύλες μας δείχνει; Ανοίγει το τοπίο μπροστά μας ή μας σπρώχνει σε τουριστικές διαδρομές, γεμάτες από τις προσδοκίες των άλλων;
Ας αναλογιστούμε πώς θα μπορούσαμε να οραματιστούμε τους εαυτούς μας ως πολίτες, όχι απλώς ως καταναλωτές σε αυτούς τους χώρους. Πώς θα νιώθαμε σε αυτές τις τοποθεσίες αν ήμασταν λιγότερο ή περισσότερο προνομιούχοι; Γιατί η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια σειρά από κτίρια, αλλά ένας καθρέφτης των ονείρων και των επιθυμιών μας, που μας καλεί να ανακαλύψουμε την αληθινή μας φύση μέσα από τις γωνίες και τις σκιές της.
✶ Mε στοιχεία από: Guardian, Vice, Medium, Wikipedia
➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Twitter και Instagram.