Όταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ έλεγε στο BBC σε ραδιοφωνικό του μήνυμα διαρκούντος του πολέμου «στο εξής δεν πρέπει να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», αναφερόμενος στις νίκες των Ελλήνων στον πόλεμο της Αλβανίας του 1940, οκτώ δεκαετίες μετά τα λόγια αυτά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα με την αποδημία του τελευταίου αεροπόρου της γενιάς του 40, του πτεράρχου Κωνσταντίνου Χατζηλάκου, του πιλότου δίωξης με τις διακόσιες και πλέον πολεμικές αποστολές κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια από τις οποίες ήταν και η συνοδεία του ίδιου του Τσώρτσιλ τον Νοέμβριο του 1943, πετώντας για προστασία πάνω από το καταδρομικό, στο οποίο επέβαινε με κάθε μυστικότητα ο Βρετανός πρωθυπουργός στην πορεία του προς το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
«Να μη ξεχνάμε, να τιμούμε και να επαγρυπνούμε», έλεγε, σύμφωνα με το εκτενές αφιέρωμα του ΑΠΕ, ο Κωνσταντίνος Χατζηλάκος, αναφερόμενος σε όλους τους συμπολεμιστές του αεροπόρους που χάθηκαν στο καμίνι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μια παρότρυνση προς εμάς αφού ο ίδιος με την αναχώρησή του στα 102 του χρόνια, κλείνει έναν κύκλο αεροπορικής ιστορίας συνυφασμένης με τις πιο λαμπρές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όταν οι Έλληνες αεροπόροι «πετώντας σε ξένους ουρανούς» μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Ναζί τον Μάιο του 1941, ύψωσαν την ελληνική σημαία στα πολεμικά μέτωπα της βορείου Αφρικής, στη Μεσόγειο και αργότερα στην Ιταλία και τις γιουγκοσλαβικές ακτές, την στιγμή που η χιτλερική σβάστικα μόλυνε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
«Απογειωνόμαστε τέσσερεις και επιστρέφαμε δύο, ή ένας, ή κάποιες φορές, κανένας» ανέφερε ο αειθαλής έως το τέλος αεροπόρος, όταν κάποιος του ζητούσε επίμονα να μιλήσει για τον πόλεμο, γιατί ο ίδιος δεν ήθελε να μιλήσει για αυτόν. Προτιμούσε να ζωγραφίζει τον ουρανό, την θάλασσα, τα αεροπλάνα που επέστρεφαν από μια πολεμική αποστολή. Πίνακές του έγιναν και εξώφυλλα σε βιβλία συμπολεμιστών του, όπως του Ηλία Καρταλαμάκη, που ήταν γείτονας και φίλος καρδιακός. Υπάρχει και μια φωτογραφία. Ο Κώστας, όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, είναι νεαρός υποσμηναγός έτοιμος για την επιστροφή του από την Ιταλία στην απελευθερωμένη πλέον Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν στα Βαλκάνια. Φορά την καλή στολή του μπροστά στο αεροπλάνο του λίγο πριν το ταξίδι. Στην άτρακτο του Σπίτφαϊρ υπάρχει ένα σήμα, μια ζωγραφισμένη ελληνική σημαία μ’ έναν αετό. Τα είχε σχεδιάσει και ζωγραφίσει ο ίδιος. Η κόρη του Βασιλική που είναι ζωγράφος και καθηγήτρια Καλών Τεχνών θα πάρει το ταλέντο του. Του άρεσε και η μουσική. Έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, γιατί ο πτέραρχος Χατζηλάκος ήταν αναγεννησιακός άνθρωπος, και όχι άνθρωπος του πολέμου.
«Το Χάρικεϊν είναι σαν το άλογο που τραβάει το άροτρο. Δυνατό, ανθεκτικό, επίμονο, πεισματάρικο. Το Σπίτφαϊρ είναι σαν ένα καθαρόαιμο κούρσας, ελαφρύ, γρήγορο, ευέλικτο και πάνω απ’ όλα, όμορφο», συνήθιζε να λέει.
Επιχειρούσε μαζί με τους άλλους Έλληνες αεροπόρους από πρόχειρους διαδρόμους μέσα στην ανελέητη έρημο τα «LG». Ο πρώτος εχθρός ήταν οι αμμοθύελλες που σάρωναν τον ορίζοντα, τα «χαμψίνια» όπως έλεγαν οι Άραβες, και ύστερα οι μαϊμούδες της ερήμου που τρύπωναν παντού για λίγο φαγητό ακόμα και μέσα στις σκηνές. Εάν προσθέσει κανείς τους σκορπιούς και τα φίδια που υπήρχαν σε κάθε τους βήμα τότε καταλαβαίνει πως η διαβίωση εκεί ήταν ακόμα πιο σκληρή και από τον θάνατο που παραμόνευε στον αέρα.
Τον Φεβρουάριο του 1943 ο Κωνσταντίνος Χατζηλάκος τοποθετήθηκε στην νεοϊδρυθείσα τότε 336η Μοίρα Δίωξης, που μαζί με την αδελφή Μοίρα 335 και την 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού, θ’ αποτελέσουν τους «Αετούς της Ερήμου», τον πιο εξελιγμένο έως τότε ελληνικό αεροπορικό σχηματισμό που επιχειρούσε κάτω από τον έλεγχο της βρετανικής RAF στη Μ. Ανατολή έως το τέλος του πολέμου.
Όσο για τους συμπολεμιστές του, δεν ξεχνούσε κανέναν και κυρίως μ’ εκείνον με τον οποίον μοίραζε το αντίσκηνό του, και το βράδυ μετά από την επιστροφή από αποστολή το ράντζο του το έβρισκε άδειο.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή του σμηναγού Επαμεινώντα Κοττά, που καταρρίφθηκε από γερμανικά αντιαεροπορικά πάνω από τη Γιουγκοσλαβία στις 12 Οκτωβρίου 1944 ανήμερα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τον ναζιστικό ζυγό.
Υπήρχαν και άλλοι που η πατίνα του χρόνου έχει σβήσει από τη μνήμη όπως του ανθυποσμηναγού της 336 Μοίρας Δίωξης Λευτέρη Αθανασάκη, του Έλληνα «καμικάζι» της Μ. Ανατολής, που την 23η Ιουλίου 1943, όταν απογειώθηκε καταμεσής της Λιβυκής ερήμου για μια πολεμική αποστολή στην σκλαβωμένη Κρήτη ξεκόλλησε η εξωτερική δεξαμενή καυσίμου του Χάρικεϊν, και παρόλο που του έκαναν σήμα από τα άλλα καταδιωκτικά δεν γύρισε στη βάση του ξέροντας ό,τι για αυτόν δεν υπήρχε επιστροφή.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τόσους άλλους συμπολεμιστές του Χατζηλάκου και από τις άλλες δυο Μοίρες όπως για παράδειγμα τον Ελληνοαμερικανό Χάρη Χιονίδη, τον «γιάνκη» της 13ης Μοίρας Βομβαρδισμού, που κυριολεκτικά το έσκασε από το σπίτι του στο Νιου Τζέρσι μιλώντας ελάχιστα ελληνικά για να ενταχθεί ως ναυτίλος στην Αίγυπτο στη 13η Μοίρα βομβαρδισμού παίρνοντας μέρος σε επιχειρήσεις στο Αιγαίο με βομβαρδιστικά Μπόλτιμορ;
Όταν ο Κωνσταντίνος Χατζηλάκος επέστρεψε στην απελευθερωμένη Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου του 1944, από τους 22 χειριστές που επάνδρωναν την 336η Μοίρα τον Φεβρουάριο του 1943, γύρισαν πίσω μόνον οι επτά. Από τους 15 που δεν επέστρεψαν οι 11 είχαν σκοτωθεί. Οι υπόλοιποι τέσσερις που είχαν κηρυχθεί αγνοούμενοι (ανάμεσα στους οποίους και ο μοίραρχος της 336 Μοίρας Σπύρος Διαμαντόπουλος) απελευθερώθηκαν αργότερα από τα γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων με τη λήξη του πολέμου τον Μάιο του 1945. Από τους 40 μαθητές της Σχολής Αεροπορίας της 10ης Σειράς του 1940 γύρισαν οι μισοί.
Ο πτέραρχος Χατζηλάκος αφήνει πίσω του τη σύζυγό του Μαρία, και τα παιδιά του Θανάση, Βασιλική και Διονυσία, αλλά και μια σπουδαία παρακαταθήκη κάνοντας στο ακέραιο το χρέος του προς την πατρίδα.