Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν πολλά περισσότερα από ένας ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης. Ήταν ένας πνευματικός αλχημιστής, που μετέτρεπε την κοινή θεατρική εμπειρία σε ένα καινούργιο ταξίδι. Ξεπέρασε τα όρια του συνηθισμένου, εγκαινιάζοντας νέες πτυχές στον θεατρικό κόσμο. Αποφεύγοντας την κοινότοπη θεματολογία, αποπλάνησε το κοινό με τις αφηγήσεις του, οδηγώντας τους σε έναν κόσμο ονειρών, ενίοτε και πόνου. Διείσδυσε και ταυτόχρονα αμφισβήτησε την αυστηρή τήρηση του ρεαλισμού, προσφέροντας στον χώρο του θεάτρου νέες προοπτικές και ερμηνείες. Κάθε παράστασή του αποτελούσε μια ευκαιρία για να μάθουμε για τον πόνο και την ανθρώπινη ψυχή. Με τη προσέγγισή του, ταυτίστηκε με τους ήρωες του, αναδεικνύοντας τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η παρουσία του στο θέατρο άλλαξε τη συνήθη ροή του λόγου και της παρουσίας στη σκηνή, αναδεικνύοντας τις αλήθειες των έργων με ένταση που συνέπαιρναν τον συναισθηματικό παλμό του κοινού. Κάθε παράστασή του ήταν ένας μοναδικός κόσμος, με έναν χαρακτηριστικό δικό του τρόπο ανάπτυξης και έκφρασης, καθοδηγώντας τους θεατές σε ένα ταξίδι που αποκάλυπτε τα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης.

– Είναι περίεργο πώς εσείς αποφασίσατε να αναλάβετε αυτή τη σκηνοθεσία… Εσείς ως τώρα μας είχατε συνηθίσει σε θεατρικά σχέδια που απαιτούσαν πολλές πρόβες. Γενικότερα δίνατε την εντύπωση ενός τελειομανούς. Τι άλλαξε;
Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι η αποδοχή αυτής της πρότασης από πλευράς μου έχει να κάνει με μια δική μου διάθεση για αλλαγή. Έχω αποφασίσει να κάνω μια αναδιοργάνωση του τρόπου που αντιμετωπίζω πλέον ορισμένα έργα. Θέλω επίσης να δω τι θα κάνω και με τον χώρο όπου ήδη βρίσκομαι και εργάζομαι τόσα χρόνια. Προσανατολίζομαι σε έναν καινούργιο χώρο… Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω σ’ αυτόν τον θεατρικό χώρο… Χρόνια τώρα λέω: «Ως πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Τι άλλες αντοχές έχει αυτό το κτίριο, τι άλλο μπορεί να δεχθεί;»

– Δεν είναι δικό σας το θέατρο;
Όχι, είμαι με ενοίκιο και μάλιστα πανάκριβο – πολύ πιο ακριβό από πολλών άλλων συναδέλφων μου.

– Τον χειμώνα αυτόν δηλαδή δεν θα παίξετε στο θέατρο της οδού Κυκλάδων;
Θα παίξω και εφέτος… Δεν γίνεται αλλιώς.

– Τι θα παίξετε;
Δεν έχω ακόμη αποφασίσει… Έχω κολλήσει στις μεταφράσεις… Είναι τρομερό το πρόβλημα των μεταφράσεων για μένα. Πρέπει να έχω τον χρόνο να τις παρακολουθώ ο ίδιος. Μόνο έτσι μπορώ να λειτουργήσω.

– Αν κατάλαβα καλά, θα ανεβάσετε ξένο έργο;
Ναι, θα είναι ξένο, αλλά ακόμη δεν ξέρω τι. Έχω κάποιες σκέψεις αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να κάνω ένα πράγμα χωρίς να έχω άλλα τρία έργα στο μυαλό μου για τη συνέχεια. Εκεί είναι το δικό μου πρόβλημα.

– Μπορεί ένας συγγραφέας να είναι ευγενικός μέσα στα γραπτά του και τελείως διαφορετικός ως άνθρωπος στη ζωή του;
Ναι. Υπάρχουν κάποιοι πραγματικοί καλλιτέχνες που, άσχετα από αυτό που είναι ως άνθρωποι στη ζωή τους, περνούν σε κάποιες άλλες διαστάσεις, άθελά τους, στο έργο τους. Και αυτό είναι κάτι πολύ σπουδαίο όταν συμβαίνει.

– Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε, υπάρχουν και πράγματα που βγαίνουν στο έργο ενός καλλιτέχνη ερήμην του;
Είμαι απολύτως σίγουρος γι’ αυτό… Αλλά και πάλι δεν είναι τόσο ερήμην του. Είναι ένα μυστήριο μπέρδεμα που γίνεται. Δηλαδή, λες και ο καλλιτέχνης προκαλεί αυτό το ερήμην. Έχω αυτή την αίσθηση. Ας συνεχίσουμε όμως με την αναγκαία αποστασιοποίηση από τη γλώσσα…

– Ναι…
Μου κάνει τρομερή εντύπωση όταν αρχίζω και αντιλαμβάνομαι τα βαθύτερα νοήματα που κρύβει η λεκτική έκφραση, όταν καταφέρνω να βγω απ’ έξω από κάθε τι το αυτονόητο και να κοιτάξω την ίδια μου τη γλώσσα από μακριά ή, αν θέλετε, με μια περιέργεια.

– Αυτή μπορεί να θεωρηθεί πλέον μια μέθοδος αντιμετώπισης διαφόρων θεατρικών καταστάσεων ή και καταστάσεων που μπορεί να σας συμβούν και μέσα στη ζωή σας την ίδια;
Πολύ σωστή αυτή η γενίκευση. Η απάντησή μου είναι «ναι». Αυτή τη μέθοδο -όσο μπορώ βέβαια- έχω αρχίσει να την αναπτύσσω στη δουλειά μου γενικότερα, όσο, φυσικά, μου το επιτρέπουν τα υλικά μου. Εννοώ τη μέθοδο του να λειτουργώ ως θεατής έτοιμος να αιφνιδιάσει το θύμα του – που μπορεί θύμα του να είμαι κι εγώ ο ίδιος. Με άλλα λόγια, κάθε στιγμή ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου είναι έτοιμο να αρπάξει κάτι που ο εαυτός μου του δείχνει. Και από τους συνεργάτες μου το ίδιο απαιτώ – δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη μέθοδο θα ήθελα πάρα πολύ να την κάνω τρόπο δουλειάς. Αλλά ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να μεταφυτεύσεις ή να διδάξεις στους άλλους κάτι όπως είναι η περιέργεια. Είναι πάρα πολύ δύσκολο.

– Άρα είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι η περιέργεια είναι το φως που τραβάει το μάτι στο σκοτάδι…
Ναι, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι ένα δράμι περιέργειας είναι όσο 20 χρόνια σχολείων και σεμιναρίων. Και μακάρι να ήμασταν τόσο ανοιχτοί ώστε να το ξέραμε αυτό νωρίτερα. Προσωπικά, αν είχα ανακαλύψει τη σημασία της περιέργειας νωρίτερα, θα είχα γλιτώσει από πάρα πολλά μπερδέματα, στενοχώριες και άγχη.

– Γιατί έχει αυτή τη δύναμη η περιέργεια;
Γιατί σε απελευθερώνει από τον ίδιο σου τον εαυτό. Τη στιγμή που σε κυριεύει αυτό το αίσθημα αποκόπτεσαι από το συμβατικό κομμάτι του εαυτού σου. Όταν είσαι περίεργος, γίνεσαι φυγάς από τον ίδιο σου τον εαυτό. Και είναι απαραίτητο να φύγεις από τον εαυτό σου, είναι απαραίτητο να μην προφυλάσσεσαι, είναι απαραίτητο να γλιτώσεις από αυτά τα δεσμά για ν’ αφεθείς ελεύθερος στο να ψάξεις κάτι με τον ίδιο τρόπο που το ψάχνουν τα παιδιά.

– Υπάρχουν ηθοποιοί που έχετε συνεργαστεί μαζί τους και δεν τη δέχονται;
Είναι μια αντίληψη λιγάκι ξένη ως προς τα δεδομένα, με την έννοια ότι ένας ηθοποιός στην Ελλάδα έχει συνηθίσει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, προσπαθεί να το καταφέρει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, λειτουργεί γενικώς μόνο με τους τρόπους που έχει μάθει. Τρομάζει να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο σ’ αυτό το παιχνίδι. Γιατί παιχνίδι είναι…

– Είπατε «παιχνίδι» και σκέφθηκα ότι η λέξη αυτή έχει χάσει στις μέρες μας τη σημασία της…
Πράγματι έχει χάσει λιγάκι το νόημά της. Τη χρησιμοποιούν πολύ συχνά πια, και άσχετα. Βρήκανε να πιπιλήσουνε, που λένε. Παιχνίδι το ένα, παιχνίδι το άλλο… Τελικά τίποτε δεν είναι παιχνίδι, γιατί τίποτε δεν γίνεται πια σαν παιχνίδι.

– Πείτε μου τι χάθηκε από την ουσία του παιχνιδιού στις μέρες μας.
Μα η ουσία του… Το παιχνίδι δεν είναι μόνο κάτι που μας προσφέρει διασκέδαση. Το παιχνίδι είναι άγριο πράγμα. Τα παιχνίδια, εκτός από ηδονές, προκαλούν τραγωδίες, δυστυχίες. Εμείς νομίζουμε ότι το παιχνίδι έχει μόνο δύο πλευρές: της ευχαρίστησης και της ελαφρότητας. Δεν είναι όμως έτσι. Το παιχνίδι έχει άγριες πλευρές, έχει απότομες μεταπτώσεις, ανατροπές, εκπλήξεις, απογοητεύσεις… Και όλα αυτά πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεις με έναν θετικό τρόπο. Το να δεις λοιπόν τον εαυτό σου σαν να είναι ένας άλλος είναι ένα παιχνίδι καταπληκτικό, που κρύβει και όλους τους κινδύνους του παιχνιδιού μαζί. Μπορείς να γίνεις ένα εκπληκτικό πειραματόζωο, να ανακαλύψεις μέσα σου στοιχεία αλλωνών, που ο «πραγματικός σου εαυτός» δεν θα σου επέτρεπε να τα ανακαλύψεις, γιατί δεν του αρέσουν. Και τα βλέπεις αυτά τα στοιχεία πάνω σου· τα βλέπεις και σου χρησιμεύουν πάρα πολύ. Κρύβει μεγάλη γοητεία αυτό. Πιάνεις συνέχεια τον εαυτό σου να λέει: «Για κοίτα…» Τελικά αυτά τα στοιχεία που ανακαλύπτεις δι’ αυτής της μεθόδου είναι αυτά που σε ενώνουν με τους άλλους ανθρώπους, και μάλιστα θετικά.

– Γιατί;
Επειδή είναι κοινά στοιχεία που έχεις με τους άλλους, είναι η κρυφή αμαρτία σου.

– Εσείς έχετε κρυφές αμαρτίες;
Πολλές…

– Έχετε εξοικειωθεί με τις κρυφές σας αμαρτίες;
Δεν είναι εύκολο να εξοικειωθείς με τις κρυφές σου αμαρτίες… Χρειάζεται να μπορείς να αντέχεις αυτή την ειδική αγωνία που σου προκαλεί η γεύση κάθε κρυφής αμαρτίας σου και να μπορείς μετά από αυτή τη γεύση να αποκομίζεις τα αποτελέσματα ενός επώδυνου πράγματος θετικά. Προσπαθώ πάρα πολύ να δώσω αυτή την κατεύθυνση στους συνεργάτες μου και τους ηθοποιούς που δουλεύω κατά καιρούς μαζί τους, αλλά δεν είναι απλό να καταφέρω να τους το εμφυσήσω. Πρέπει να ’χεις χρόνο για να κάνεις τον άλλον να πλησιάσει αυτό το στοιχείο του εαυτού του χωρίς να φοβηθεί.

– Πόσο αυτό το στοιχείο μπορεί να επηρεάσει τελικά μια παράσταση;
Πολύ. Γιατί μια παράσταση για μένα έχει διπλή κατεύθυνση: από τη μια είναι η παράσταση, η οποία πρέπει να γίνει, και πρέπει να γίνει έτσι ή αλλιώς, και χρειάζεται κάποια πράγματα για να μπορέσει να γίνει έτσι ή αλλιώς· και από την άλλη, μια παράσταση για μένα είναι η συνάντηση των ανθρώπινων στοιχείων που συμμετέχουν, τα οποία πρέπει να βρουν έναν κοινό δρόμο – μέσα από τον σκηνοθέτη ίσως ή, για να είμαι πιο ακριβής, κυρίως μέσα από τον σκηνοθέτη. Ταυτόχρονα δηλαδή με τη δημιουργία της παράστασης πρέπει να επαληθευθεί η ανθρώπινη πλευρά των συντελεστών μέσω του αλληλοεπηρεασμού.

– Σε τι διαφέρει η ζωή από το θέατρο;
Στο μόνο που διαφέρει είναι ο χρόνος. Στη ζωή, έχοντας την εντύπωση ότι ο χρόνος είναι απεριόριστος, οι λειτουργίες είναι διαφορετικές. Ενώ στο θέατρο, επειδή είναι από πριν καθορισμένος ο χρόνος, μία από τις βασικές λειτουργίες του είναι το να μεγεθύνει. Να μεγεθύνει όμως διαφορετικά από έργο σε έργο και ανάλογα με το ύφος που θες να δώσεις. Αλλά πάντως να μεγεθύνει. Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι χωρίς να μεγεθυνθεί στο θέατρο. Βέβαια, ανάλογα με τις εποχές επέρχεται μια κούραση στα ήθη, στους τρόπους λειτουργίας και στις τεχνοτροπίες.

– Οι όποιες αλλαγές στις τεχνοτροπίες, στον χώρο της τέχνης, υπαγορεύονται από αντίστοιχες αλλαγές των κοινωνικών αναγκών στην πραγματική ζωή;
Όχι βέβαια. Οι τεχνοτροπίες αλλάζουν και επειδή απλώς κουραστήκαμε μια προηγούμενη τεχνοτροπία ή γιατί μια τεχνοτροπία φαίνεται κουρασμένη και χρειαζόμαστε κάτι πιο φρέσκο. Συνήθως η όποια αλλαγή στην τεχνοτροπία δεν στηρίζεται σε μια αναγκαιότητα. Στηρίζεται βέβαια σε μια αναγκαιότητα άλλου είδους… Και μια που μιλάμε για τεχνοτροπίες, εμένα με απασχολεί πολύ -σαν τεχνική στο θέατρο- η στιγμή…

– Όταν λέτε «η στιγμή», τι εννοείτε;
Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι ολόκληρο το έργο είναι μια χρονική στιγμή ενός δευτερολέπτου -τελείως σχηματικά το λέω- και ότι αυτό το δευτερόλεπτο είναι η στιγμή που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο. Εννοώ, η στιγμή που σε κατάσταση χάους ακόμη ο συγγραφέας συνέλαβε μια εντύπωση, μια ιδέα, μια ανάγκη, να πει αυτό το κάτι. Από εκεί και πέρα μπορεί να πέρασε από ένας μήνας ως και δέκα χρόνια για να πει αυτό που συνέλαβε εκείνη τη στιγμή. Μπορεί να χρειάστηκε, με άλλα λόγια, προσπάθεια ενός μήνα ή χρόνων για να πει ο συγγραφέας κάτι το οποίο εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να το πει γιατί δεν ήξερε το «πώς» να το πει. Η διαδικασία που ακολουθεί μια στιγμή έμπνευσης μας μαθαίνει αυτό το «πώς»…

– Εσάς, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν σας απασχολεί αρχικά αυτό το «πώς» έγραψε ο συγγραφέας το έργο, αλλά η στιγμή που το συνέλαβε.
Ναι… Ίσως ούτε αυτό να με απασχολεί τελικά. Απλώς αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν έχω στα χέρια μου ένα κείμενο ψάχνω να βρω τη στιγμή που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας όλο αυτό το έργο. Ξεκινώ, με άλλα λόγια, αντίθετα. Έχω στα χέρια μου ένα έργο που έκανε ένα μεγάλο διάστημα να το γράψει, να το ολοκληρώσει ο συγγραφέας του και δεν ασχολούμαι με το τελικό αποτέλεσμα, αλλά με τη στιγμή, αυτή την ελάχιστη στιγμή που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο.

– Γιατί ξεκινάτε έτσι την ανακάλυψη του έργου;
Γιατί μόνο αναζητώντας μέσα στο έργο τη στιγμή που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο μπορώ να φθάσω στη δική μου στιγμή έμπνευσης που θα με οδηγήσει να κάνω συγκεκριμένη θεατρική πράξη το συγκεκριμένο έργο. Αυτός είναι ένας τρόπος δουλειάς τον οποίο προτείνω πάντα αλλά έχει πάντα να κάνει με το πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτός. Γιατί δεν είναι απλός. Νομίζω όμως ότι από τη στιγμή που θα πετύχεις μια δική σου στιγμή έμπνευσης ψάχνοντας τη στιγμή έμπνευσης του συγγραφέα, αυτό και μόνο μπορεί να σου επιτρέψει να φθάσεις σε ένα σημείο όπου τα πράγματα θα αναδύονται από μέσα σου εντελώς από μόνα τους και πολλές φορές με επικίνδυνο τρόπο.

– Τι εννοείτε «επικίνδυνο τρόπο»;
Δηλαδή, να σε οδηγούν σε δικά τους μονοπάτια αφήνοντάς σου την αίσθηση ότι εσύ έχεις τον έλεγχο αλλά στην πραγματικότητα αυτά να σε οδηγούν. Αυτή η διαδικασία λοιπόν με ενδιαφέρει πολύ στο θέατρο. Γιατί για να φθάσουμε να πετύχουμε ένα μέγεθος πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το τίποτε, το μίνιμουμ, το οποίο μοιάζει με τον πυρήνα ενός ατόμου που κρύβει μέσα του όλη τη δύναμη. Σαν να υπάρχει ένας μικρός πυρήνας που χωρίς αυτόν είναι αδύνατον να υπάρχουν όλα τα άλλα. Αυτή η τεχνική με συναρπάζει στη δουλειά που κάνω στο θέατρο.

– Εσείς πώς βρεθήκατε να ασχολείστε με το θέατρο; Είχε κάποια σχέση η οικογένειά σας;
Όχι. Ο αδελφός μου μόνο σπούδασε μουσική και υπήρξε ένας πολύ καλός τενόρος.

– Τι εννοείτε όταν λέτε «υπήρξε»;
Δυστυχώς κάποια στιγμή αρρώστησε και αυτό που ξεκίνησε το άφησε στη μέση. Αυτή τη στιγμή όμως είναι πάρα πολύ καλός δάσκαλος. Ζει μόνιμα στη Γερμανία. Ήταν εξαιρετικός ο Δημήτρης. Ένα σπουδαίο ταλέντο.

– Η οικογένειά σας δεν είχε καμία άλλη σχέση με την τέχνη;
Όχι. Βέβαια πηγαίναμε στο θέατρο συχνά, μας άρεσε η μουσική…

– Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ήταν διευθυντής στην Ελβιέλα. Φορούσατε παπούτσια Ελβιέλα; Τα προλάβατε;

– Και βέβαια τα πρόλαβα. Η μητέρα σας έκανε κάτι;
Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά. (γέλια) Επειδή ψάχνετε την παιδική μου ηλικία, πρέπει να σας πληροφορήσω ότι σε ηλικία οκτώ χρόνων ήξερα απ’ έξω όλες τις γυναικείες άριες ιταλικού ρεπερτορίου.

– Γιατί;
Με έβαζε ο αδελφός μου να τις μαθαίνω με το ζόρι -με απειλές σχεδόν- για να μπορεί αυτός να τραγουδάει την αντρική φωνή.

– Πόσα χρόνια διαφορά έχετε με τον αδελφό σας;
Έξι χρόνια.

– Πώς και δεν γίνατε και εσείς μουσικός;
Δέκα έντεκα χρόνων, δεν ξέρω για ποιον λόγο, πράγμα που μου έκανε πολύ κακό, σταμάτησα τελείως να τραγουδάω. Στο δημοτικό, θυμάμαι, με έβαζαν και τραγουδούσα τα πάντα: από το «Τριανταφυλλάκι» του Σούμπερτ ως κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο και τραγούδαγα πάρα πολύ ωραία. Μετά σταμάτησα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε.

– Αλήθεια πώς εξηγείτε το γεγονός ότι μέσα σε μια οικογένεια που δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη μεγαλώνουν δύο καλλιτέχνες;
Δεν ξέρω,τι να πω… Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι από μωρό παιδί ο Δημήτρης τραγούδαγε. Είναι ανεξήγητο. Κοιτάξτε, κάποια σχέση οπωσδήποτε έχει με το ότι οι δικοί μου πήγαιναν στο θέατρο ή θυμάμαι ότι με τον αδελφό μου ακούγαμε τις όπερες στο ραδιόφωνο και στα κλασικά εικονογραφημένα πάντα κόβαμε από πίσω τις υποθέσεις της όπερας που δημοσίευαν. Τα θυμάμαι αυτά. Θυμάμαι τον αδελφό μου να μου λέει με δέος: «Άκου αυτήν, είναι η Καλογεροπούλου». Την ακούγαμε στο ράδιο και ήμουν πολύ μικρό παιδάκι τότε. Όταν είσαι παιδί και σε βάζουν με το ζόρι να ακούς όλα αυτά, τα δέχεσαι και νομίζεις μετά από λίγα χρόνια ότι εσύ τα βρήκες.

– Γενικώς ήσασταν ντροπαλό παιδί;
Ήμουν πάρα πολύ ντροπαλό παιδί. Πολύ ζεστό, αλλά ταυτόχρονα πολύ ντροπαλό και κλειστό. Περίεργο…

– Ποιο είναι το περίεργο;
Το πώς τελικώς ένα τόσο ντροπαλό παιδί βγήκε στο θέατρο… Βγήκα στο θέατρο μέσα από την παρότρυνση μιας φίλης ηθοποιού, τελείως σπρωχτά. Εγώ έκανα ότι δεν ήξερα πως βγαίνω. Κάπως έτσι έγινε όλο το πράγμα και άρχισε να κυλάει. Εγώ ποτέ δεν το προσπάθησα. Θα με εμπόδιζε πολύ να έχω στο μυαλό μου να κάνω καριέρα στο θέατρο.

– Γιατί;
Η αγωνία της καριέρας θα μου στερούσε κάτι το οποίο διατηρώ ως τώρα. Η αγωνία της καριέρας σε οδηγεί στο να κάνεις και πράγματα που δεν θέλεις. Για παράδειγμα, για μένα το να μπλεχθώ στην τηλεόραση και να αρχίσω να παίζω από σίριαλ σε σίριαλ –όπως πήγε να γίνει- κάτι θα μου στερούσε. Εδώ τώρα και δεν προλαβαίνω να φάω, πόσο μάλλον να έπαιζα και στην τηλεόραση. Θα μου πείτε, όπως λένε και πολλοί συνάδελφοι, «και τι κάνεις από χρήματα;» Αυτό είναι μια τραγωδία. Αν έκανα όμως τηλεόραση, αυτό θα μου στερούσε μια άλλη ελευθερία που είχα περισσότερη ανάγκη τελικώς από την οικονομική μου άνεση. Εγώ έχω απόλυτη ανάγκη, ακόμη και σήμερα, να ξέρω ότι κάνω αυτή τη δουλειά ελεύθερα και ότι μπλέκομαι όσο περνάει ο καιρός μέσα της αλλά ταυτόχρονα είμαι κι απ’ έξω της. Έχω μια τέτοια ανάγκη.

– Λυπάστε για κάτι που τελικώς δεν έχετε και θα θέλατε να είχατε;
Για το μόνο πράγμα που λυπάμαι σε αυτή τη ζωή είναι που κάποια πράγματα που μου άρεσαν πολύ δεν μπόρεσα τελικά να τα μάθω.

– Όπως;
Όπως η μουσική, όπου έχω μια τρομερή έφεση, αλλά δεν ασχολήθηκα με την ανάλογη ένταση που χρειαζόταν.

– Γιατί; Μήπως ήταν η αντίδρασή σας; Να μην κάνετε κάτι που έκανε και ο αδελφός σας;
Δεν το ξέρω, μάλλον.Τώρα η μουσική έχει χαθεί τελείως από μέσα μου, αν και με απασχολεί ακόμη πάρα πολύ. Έτσι αντιμετωπίζω και τα έργα μου τώρα πια. Αν μπορούσα να αποδώσω τα έργα μου μουσικά και να παραμένουν το ίδιο φυσικά -όχι να φαίνεται το αποτέλεσμα κάτι το επιβεβλημένο, το φτιαχτό-, θα ήμουν πανευτυχής, θα πέταγα. Όταν λέω να κατάφερνα να αποδώσω τα έργα μου μουσικά, δεν εννοώ ντύνοντάς τα με μουσική. Ξέρετε, δεν μου αρέσει καθόλου η μουσική επένδυση μέσα στα έργα. Στην τραγωδία, ας πούμε, μου αρέσει όλα να γίνονται με τη φωνή – και αυτή είναι η δυσκολία. Δεν είναι πολύ καλά εκπαιδευμένοι οι ηθοποιοί και, επειδή θέλω όλα να γίνονται a capella, τρέμουν τη στιγμή που θα τους το ζητήσω. Στην «Αντιγόνη» ο Χορός δημιουργεί μουσικά σχήματα αλλά δεν τραγουδάει. Αντίθετα, οι ήρωες τραγουδάνε μια δυο λέξεις σε στιγμές που τα αισθήματα φθάνουν σε τέτοιο σημείο που οι λέξεις δεν μπορούσαν να ειπωθούν παρά μόνο τραγουδιστά. Αυτό είναι κάτι που θέλω πάρα πολύ να το εξερευνήσω στο μέλλον. Στους «Πέρσες» ο Χορός έχει μερικά πράγματα που τα λέει τραγουδιστά. Δεν είχα χρόνο αυτή τη φορά να ψάξω όλα αυτά όπως θα ήθελα. Μια μυρουδιά είναι για μένα όλη αυτή η ιστορία. Αλλά είχε ενδιαφέρον γιατί από εκεί που μπορούσα να δουλεύω πάρα πολλές ώρες την ημέρα για μεγάλο διάστημα, τώρα έπρεπε όλο αυτό να το συμπτύξω.

– Δεν φοβηθήκατε όταν είπατε το «ναι» στο Εθνικό;
Θέλετε να σας πω κάτι τρομερό; Εγώ όλο αυτό το διάστημα δουλεύω σαν να είναι ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου απεριόριστος. Γι’ αυτό και δεν μου φτάνει ο χρόνος, επειδή δουλεύω έτσι. Λέω όμως: «Τι νόημα έχει να συμπτύξω τόσο πολύ τον χρόνο ώστε να σας μάθω εσάς κάτι, να σας το επιβάλω τόσο απόλυτα, να σας το φορέσω καπέλο;» Για μένα τα πράγματα στο θέατρο έχουν και μια εμπειρική διάσταση. Δεν μπορείς να αποδώσεις αν δεν σου γίνει κάτι εμπειρία. Και για να σου γίνει κάτι εμπειρία χρειάζεται χρόνο. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τώρα πια το θέατρο είναι ένα είδος πολυτελείας.

– Πιστεύετε ότι το θέατρο ως τέχνη κινδυνεύει να πεθάνει;
Όχι. Αλλά το θέατρο πρέπει να ξαναβρεί τον αληθινό του εαυτό σε σχέση με τις υπόλοιπες μορφές τέχνης διεκδικώντας την εξάντληση αυτής της εμπειρίας που περιέγραψα μόλις πριν. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Αλλιώς δημιουργείται και εμπεδώνεται μια εσφαλμένη αίσθηση σιγουριάς στους ηθοποιούς και στους σκηνοθέτες και σε όλους. Σήμερα ο ηθοποιός παίζει εύκολα ή, κάτι που συμβαίνει συνήθως, και σε εμένα ακόμη, αναζητούμε κάτι, προσπαθούμε να το κάνουμε αλλά τελικά δεν το κάνουμε γιατί πιστεύουμε ότι το παν είναι ότι το αναζητούμε. Έτσι καταλήγουμε να κάνουμε αυτά που ξέρουμε και να μη μαθαίνουμε τίποτε πια από τη θεατρική εμπειρία. Κάνουμε την προσπάθεια αλλά στο τέλος επιβάλλεται αυτό της παράδοσης της τραγωδίας. Γιατί υπάρχει παράδοση και σε άλλες χώρες -ιδίως στη Γερμανία, όχι τόσο μεγάλη στηνΑγγλία, κάποια παράδοση στη Γαλλία- με ορισμένες παραστάσεις-σταθμούς που επηρέασαν και εμάς στις απαρχές μας και οδήγησαν άλλες φορές όχι σε τόσο ωραία αποτελέσματα και άλλες σε καταπληκτικά. Όλα χρειάζονται για να ξεκαθαρίσει σιγά σιγά το τοπίο και να μας μείνει η ουσία αυτού που εννοούμε σήμερα λέγοντας «τραγωδία» και όχι τα περιττά. Χρειάζεται ακόμη και η ελαφράδα. Διότι, όπως σας είπα, έχουν περάσει 2.500 χρόνια και έχουν αλλάξει όλα τα πράγματα. Δεν μπορεί να έχει υπάρξει το σινεμά και να είναι ίδια η αντίληψή μας για την τραγωδία και το μέγεθος. Αν αρνηθείς αυτό το στοιχείο, μετά δεν θα μπορείς να επικοινωνήσεις. Και αυτό που έχει σημασία είναι η επικοινωνία.

– Επειδή αναφερθήκατε στις έννοιες «ελαφρότητα» και «βαρύτητα», συνήθως ο κόσμος, όταν χαρακτηρίζει κάτι ελαφρό, εννοεί ότι είναι πιο λαϊκό και ευρύτερα αποδεκτό, ενώ το βαρύ είναι κάτι πιο απόμακρο και ελιτίστικο που απαιτεί περισσότερη γνώση για να το προσεγγίσεις και να επικοινωνήσεις μαζί του.
Όχι, εγώ δεν το βλέπω καθόλου έτσι. Για μένα η ελαφράδα έχει κάτι διφορούμενο και κοροϊδευτικό συνάμα. Έχει μια πλευρά που ανταποκρίνεται σε ένα βαθύ χιούμορ και δημιουργεί με υπαινιγμούς καθημερινότητας την έμμεση αμφισβήτηση της καθημερινότητας. Αυτό κάνει το κλίμα πιο ελαφρύ, όχι όμως για να γίνει ευρύτερα αποδεκτό αλλά για να γίνει πιο διφορούμενο, πιο δυναμικό. Π.χ., στον Πίντερ το διφορούμενο είναι συστατικό στοιχείο των έργων του. Τον λατρεύω τον Πίντερ και θέλω πάρα πολύ να ανεβάσω έργο του. Βλέπεις μέσα στη γλώσσα του, με τα πιο μηδαμινά μέσα, να δημιουργείται ένας κόσμος όπου όλα μπορούν να ανατραπούν. Να ανατραπεί η σημασία της μνήμης, η σημασία της αφοσίωσης, της αγάπης, της προδοσίας… Ανά πάσα στιγμή όλα αυτά μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους. Αυτό το περιπαικτικό και ελαφρύ στοιχείο που κρύβει μέσα στα κείμενά του ο Πίντερ δίνει μεγάλη δραματικότητα. Μπορεί αυτό το στοιχείο να μας συγκινήσει πολύ πιο βαθιά. Με την ίδια έννοια -χωρίς να θέλω να συγκρίνω τον Πίντερ με τον Αισχύλο- τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι έρμαια ενός κόσμου που, ενώ είναι παγιωμένος από τους θεούς, από τη μοίρα, ταυτόχρονα υπάρχει μέσα τους ένα στοιχείο πάρα πολύ περιπαικτικό. Πάρτε τους «Βάκχες». Πάρτε το πώς παρουσιάζονται σε αυτή την τραγωδία οι θεοί, τους οποίους σέβονται οι αρχαίοι. Με τι διφορούμενο πρόσωπο παρουσιάζονται, ακόμη και στον Σοφοκλή. Ενώ, δηλαδή, ένας θεός επιφέρει δίκαια την τιμωρία σε αυτόν που ύψωσε το ανάστημά του και θέλησε να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό που είναι -να φθάσει, δηλαδή, τον Θεό-, πόσο αυτό το στοιχείο, που έχει να κάνει με μια αίσθηση σεβασμού, ταυτοχρόνως δημιουργεί και μια αίσθηση χάους. Αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι μπλεγμένος μέσα σε κάτι για το οποίο μπορεί μεν να αποφασίσει αλλά, αφ’ ης στιγμής μπλεχθεί, τέλειωσε.

– Αλήθεια, πιστεύετε στην ύπαρξη του Θεού;
Όχι. Με αυτή την έννοια, όχι. Μπορεί βέβαια ο Θεός να είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Δεν ξέρω. Από την ώρα που καταλάβαμε ότι μπορούμε να αποφασίζουμε εμείς για τον εαυτό μας, μπορεί ξαφνικά να μας κατοίκησε ο Θεός. Με αυτή την έννοια σημαίνει ότι τώρα πια έχουμε τη δύναμη να αποφασίζουμε εμείς για το σωστό, να αποφασίζουμε να μην εκτεθούμε, να μην παρασυρθούμε, να μην πέσουμε, να μη δυστυχήσουμε… Αυτό, όμως, όσο και αν το προσπαθήσουμε, βλέπουμε ότι δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε, ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη. Και όταν κάποιες στιγμές καταφέρνουμε εμείς να επιβάλλουμε ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, τα αποτελέσματα είναι άχρωμα και οι καταστάσεις αφόρητες. Γι’ αυτό είναι πιο γοητευτικό να δέχεσαι με μια γενναιοδωρία και μια ελαφράδα την ανάγκη σου να υπερβείς τα ανθρώπινα όριά σου για να πέφτεις στη συνέχεια με μια ελαφράδα στην πραγματικότητα παρά με ένα βάρος. Και στο κάτω κάτω η γοητεία παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μας.

– Το πιστεύετε; Δεν είναι ένα είδος ψέματος η γοητεία;
Ε, ναι. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τη σημασία της γοητείας στη ζωή μας. Γιατί εγώ δεν θέλω να πάψω να μου αρέσουν πράγματα, να με γοητεύουν. Θέλω να κατέχομαι από γοητείες και να υποκύπτω σε αυτές και μετά να συνέρχομαι, αλλά αυτό να συνεχίσει να γίνεται. Να, αυτό που σας λέω τώρα εννοώ εγώ ελαφράδα: αυτή τη συγκίνηση που μπορεί να μην οδηγεί στο βάθος αλλά δεν θέλουμε να τη χάσουμε.

Φωτ.: Κώστας Ορδόλης / Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου

– Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον δημιουργό και κάποιον άλλο όχι;
Άγνωστο. Και αν θέλετε, αυτό με γοητεύει εμένα: ότι είναι άγνωστη η αιτία και άγνωστος ο σκοπός. Ξαναγυρνάω πάλι σε αυτή τη γοητεία. Η γοητεία μπορεί να σε κάνει να ανακαλύψεις ότι ζεις τη ζωή σου και την ευχαριστιέσαι μέσα από την παρατήρηση, γοητευμένος από πράγματα που συμβαίνουν χωρίς να ξέρεις το γιατί. Αυτό βέβαια θέλει μια συμφιλίωση, γιατί διαφορετικά μπορεί να σε τρομάξει. Όποιος θέλει να μάθει το γιατί δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την ανυπαρξία.

– Μη μου πείτε ότι εσείς δεν θα θέλατε να μάθετε το γιατί.
Όσο και αν απορείτε, θα σας επαναλάβω ότι δεν με ενδιαφέρει αυτού του είδους η περιέργεια. Προτιμώ την περιέργεια που με προκαλεί σε δράση. Άσε που ποτέ δεν μαθαίνεις το «γιατί» όταν το ψάχνεις.

– Πιάνετε ποτέ τον εαυτό σας να αναρωτιέται αν θα μπορούσατε, αντί γι’ αυτό που κάνετε, να είχατε καταλήξει ένα πρεζόνι ή κάποιος υπάλληλος τράπεζας;
Τον πιάνω, ναι. Έχω μια τρομερή περιέργεια να μπαίνω στη θέση άλλων καταστάσεων, άλλων ανθρώπων, έτσι όπως τη φαντάζομαι μέσα από μια επικοινωνία μου με τον κόσμο – μέσω των εντύπων, της τηλεόρασης… Πολλές φορές, όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου τραπεζικό υπάλληλο, δεν τον σκέφτομαι αρνητικά απαραιτήτως. Ούτε ως πρεζόνι τον σκέφτομαι αρνητικά. Καθόλου αρνητικά. Το αρνητικό είναι πάντα αποτέλεσμα μιας κρίσης. Αλλά τόσο ο τραπεζικός όσο και το πρεζόνι έχουν αναπτύξει μια ύπαρξη η οποία δεν μοιάζει με την ύπαρξη αυτού που τους κρίνει. Το θέμα για μένα δεν είναι να κρίνεις τους άλλους αλλά να αντιληφθείς την ύπαρξη του άλλου μέσα από τη δική σου ύπαρξη. Το ζήτημα είναι να καταλάβεις ότι οι πάντες γύρω είναι υπηρέτες του ρυθμού της ζωής σου. Εξαιτίας τους μπορείς και διατηρείς τον ρυθμό σου. Στο θέατρο αυτό το ξεκαθάρισα καλύτερα στις πρόβες με τις κοπέλες για το έργο του Κεχαΐδη και της Χαβιαρά, στο «Με δύναμη από την Κηφισιά», το οποίο παρεμπιπτόντως θέλω να το ξανακάνω οπωσδήποτε τελείως διαφορετικά από ό,τι το έκανα τότε. Όσο καιρό λοιπόν δούλευα το έργο μου γεννιόταν η εντύπωση -μέσα από τους χαρακτήρες αυτών των γυναικών και τον τρόπο τον διάχυτο και τον διαχυμένο που ζούσαν- ότι αυτές οι γυναίκες είναι σαν τα ζουζούνια που δεν ξέρουν το αύριο ή, επειδή έχουν το μυαλό του ανθρώπου που προσπαθεί να εξασφαλίσειτη ζωή του, πετάνε από μέρος σε μέρος ως ετοιμοθάνατα όντα αλλά νομίζοντας ότι έτσι εξασφαλίζουν κάτι – την ύπαρξή τους, ας πούμε. Όλα αυτά σκεφτόμουν και, χωρίς να το θέλω, άρχισα να συλλαμβάνω τα πάντα γύρω μου σαν θέατρο – όχι με την έννοια της υποκρισίας αλλά με την έννοια του ρυθμού. Έβλεπα πως ό,τι έκαναν αυτές οι γυναίκες είχε έναν ρυθμό και αυτό τις διέσωζε. Τις διέσωζε ότι είχαν πάντα την ανάγκη να δώσουν κάπου λόγο για τις πράξεις τους. «Αυτό είναι που μας δίνει έναν ρυθμό στη ζωή», σκέφτηκα. Στις πρόβες αυτού του έργου λοιπόν κατάλαβα ότι το να έχουμε ρυθμό στη ζωή μας σημαίνει ότι σε κάποιον δίνουμε λόγο.

– Για σας υπάρχει καλός και κακός ηθοποιός;
Εξαρτάται ποιος είναι αυτός που κρίνει, ποιος είναι αυτός που χαρακτηρίζει κάποιον καλό ή κακό ηθοποιό. Έχει μεγάλη σημασία για όλα τα πράγματα ποιος είναι ο κριτής.

– Σύμφωνοι. Δεν θα διαφωνήσω σε αυτό. Για σας όμως υπάρχει αυτή η διάκριση;
Εγώ πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει μια αντικειμενική προσέγγιση σε αυτό το θέμα. Και γενικά σε όλα τα πράγματα. Παρ’ όλο που στην ουσία είμαι εντελώς υποκειμενικός, εκτιμώ ότι πρέπει να υπάρχει μια αντικειμενική αξιολόγηση. Δεν ξέρω ποια πρέπει να είναι αυτή η αντικειμενική θεώρηση – με την έννοια ότι κάποιος πρέπει να ορίσει ποιος είναι αυτός που έχει την πιο υπεύθυνη γνώμη.

– Υπάρχουν κάποια στοιχεία που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός για να συνεργαστείτε μαζί του;
Κατ’ αρχήν ξέρω ότι δοκιμάζοντας έναν ηθοποιό -σε μια οντισιόν π.χ.- δεν μπορώ να καταλάβω ούτε ένα χιλιοστό από αυτό που μπορεί πραγματικά να είναι ο συγκεκριμένος ηθοποιός. Σε μια οντισιόν μπορώ να ανακαλύψω αδυναμίες ή δυνατότητες τελείως άλλες από αυτές που έχει στην πραγματικότητα ο ηθοποιός που έχω μπροστά μου. Διότι σε μια οντισιόν δεν είναι κανένας έτοιμος. Ως συνήθως, σφίγγεται πολύ θέλοντας να δείξει τον καλύτερό του εαυτό ή κλατάρει και δεν δείχνει τίποτε. Και έτσι δεν μπορείς να ξέρεις τον θησαυρό ή τα κάρβουνα που κρύβει μέσα του. Χρειάζεσαι χρόνο για να ανακαλύψεις τις πραγματικές δυνατότητες ενός ηθοποιού. Ο ηθοποιός είναι μια ψυχή, είναι ένα υλικό που μόνο διά του χρόνου και της εμπειρίας μπορεί να αρχίσει να λειτουργεί. Τώρα που έχουν γίνει οι χρόνοι μας και ο τρόπος που λειτουργούμε τόσο γρήγοροι, είναι εις βάρος του ηθοποιού. Όλη η ζωή τρέχει με έναν τρόπο απίστευτο.

– Υπάρχει αυτό που λέμε ταλέντο σε έναν ηθοποιό;
Θα πρέπει να υπάρχει. Το ταλέντο μπορεί να είναι μια αρχική προδιάθεση. Υπάρχουν από εκεί και πέρα πολλών ειδών εκφράσεις αυτής της προδιάθεσης. Υπάρχει η προδιάθεση που δείχνει μια τάση και μια ευχέρεια, η οποία όμως μένει σε ένα αρχικό στάδιο. Υπάρχει μια άλλη κατηγορία που καλλιεργεί αυτή την προδιάθεση πολύ πιο συνειδητά. Υπάρχει μια τρίτη κατηγορία που το κάνει ακόμη πιο συνειδητά και μια τέταρτη η οποία μπαίνει σε βάθος, καταργεί τελείως αυτά που ξέρει και μπορεί να τα αναπαραγάγει με έναν άλλο τρόπο, σε κάποια άλλη στιγμή, αφού πρώτα έχει κερδίσει αυτή την εμπειρία και αυτή τη γνώση. Σε μια πιο προχωρημένη κατηγορία αρχίζουν και παίζουν ρόλο και άλλα πράγματα, πολύ πιο προσωπικά, σε σχέση με το ταλέντο ή την έκφρασή του. Ιδιαζόντως προσωπικά. Είναι πάρα πολλές οι βαθμίδες και τα στάδια αυτού που αποκαλούμε «ταλέντο».

Φωτ.: Κώστας Ορδόλης / Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου

– Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους ανθρώπους -από τους πιο αδαείς ως τους πιο ειδικούς- να μένουν άφωνοι μπροστά σε έναν ηθοποιό;
Μια ικανότητα επικοινωνίας που βρίσκει τρόπο να υπάρξει, να πραγματοποιηθεί.

– Σε αυτή την κατηγορία ανήκε η Παξινού;
Για μένα στην Παξινού παιζόταν ένα κυνηγητό ή ένα κρυφτό ανάμεσα στα εκφραστικά της μέσα και στο ίδιο το έργο. Μπορούσα εγώ κομμάτια από το έργο να τα ζωντανεύω μέσα μου με έναν τρόπο που να με εκπλήσσει τόσο πολύ το νόημά τους χάρη στον τρόπο με τον οποίο η Παξινού τα απέδιδε. Προσωπικά, προσπάθησα -είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα τις πιο πολλές φορές- να προφυλαχθώ από αυτό το παιχνίδι που μου δίδαξε η Παξινού. Αυτό ήταν μία από τις μέριμνές μου. Προσπάθησα, με άλλα λόγια, να μη βάλω ποτέ πάνω από το νόημα τη δεξιοτεχνία του ηθοποιού. Η δεξιοτεχνία μου φαινόταν πάντα κάτι λιγότερο σημαντικό. Ακόμη και σήμερα βλέπω ηθοποιούς οι οποίοι έχουν εξαιρετική τάση προς μια δεξιοτεχνία και προς τρόπους εκφραστικούς, με γνώση αυτού του αντικειμένου, με πραγματικό -ας πούμε- ταλέντο, γιατί δεν ξέρουμε τι είναι ακριβώς ταλέντο, με πραγματική προδιάθεση, αλλά στέκουν πάντα κάτω από το περιεχόμενο.

– Μα η μορφή και το περιεχόμενο δεν είναι ένα;
Ναι, αλλά αναγκαζόμαστε να τα διαχωρίσουμε για να μπορέσουμε να τα αναλύσουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτά. Διαφορετικά θα συναισθανόμασταν τα πάντα ως μια ολότητα και δεν θα συζητούσαμε καθόλου. Η συζήτηση γίνεται ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να δούμε τα πάντα ως ολότητα και έχουμε ανάγκη να εξηγούμε ο ένας στον άλλο τι πιστεύει και τι νιώθει. Ειδάλλως θα ήμασταν πανευτυχείς όλοι, ξέροντας ότι όλοι πιστεύουμε και αισθανόμαστε τα ίδια. Γι’ αυτό κάνω αυτό τον διαχωρισμό. Όταν ο ηθοποιός είναι πιο κάτω από τα νοήματα τα οποία προσπαθεί να εκφράσει, αυτό προσκρούει σε κάτι: σε μια προσωπική φιλοδοξία η οποία δεν μπορεί να βρει ηθική πλευρά. Υπάρχει μια ηθική μέσα σε κάθε ρόλο, μια άγραφη ηθική, η οποία είναι σαφής και λέει ότι το εγώ του ηθοποιού πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία της ουσίας και όχι το αντίστροφο. Για να υπηρετήσεις όμως την ουσία θα πρέπει δυνάμει να μπορείς να την υπερβείς. Μέσα μου νιώθω ότι υπάρχει ένα στοπ σε ορισμένα πράγματα που δεν έχουν αξία ούτε λόγο ύπαρξης, όπως είναι η επίδειξη δεξιοτεχνίας ενός ηθοποιού που δεν χρειάζεται για να αποδοθεί το νόημα.

– Η ερμηνεία δεν είναι κατά κάποιον τρόπο ένα ξαναγράψιμο του έργου;
Όχι. Και γι’αυτό επιμένω ότι ο ηθοποιός πρέπει να μένει πάντα εκεί που είναι η δουλειά του. Δεν ξαναγράφει ο ηθοποιός το έργο.

– Μα το έργο δεν υπάρχει χωρίς τον ηθοποιό. Μετά υπάρχουν περιπτώσεις ηθοποιών που παίζουν το έργο δήθεν πιστά και το αποτέλεσμα είναι μια μάπα και κάποιοι άλλοι επίσης που του αλλάζουν τα φώτα και όμως κάνουν το έργο υπολογίσιμο και βατό.
Όλα αυτά που λέτε συμβαίνουν περισσότερο θεωρητικά. Συνήθως δεν συμβαίνουν στην πράξη. Γιατί σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρατε δεν υπάρχει ισορροπία και αυτό φαίνεται σε μια παράσταση. Η ανάγκη εξισορρόπησης όλων αυτών των στοιχείων μπαίνει πάνω από όλα σε μια παράσταση. Εγώ είμαι υπέρμαχος της αρμονίας. Γι’ αυτό η εξισορρόπηση με τρελαίνει. Με τρελαίνει η ακρίβεια της ισορροπίας.

– Τι ζώδιο είστε;
Ζυγός.

– Σας ευχαριστώ και καλή επιτυχία.
Θα ήταν καλά να παρακολουθήσετε τις πρόβες και να μιλούσαμε πάνω στα προβλήματα που υπάρχουν όταν δημιουργούμε μια παράσταση. Μπορούμε να το κάνουμε μια άλλη φορά. Σας ευχαριστώ πάντως. Ελπίζω να μείνατε ικανοποιημένος από τη συζήτησή μας.

– Πολύ. Βέβαια θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες αλλά οι ηθοποιοί σας περιμένουν για πρόβα δυστυχώς.
Σας ευχαριστώ.

➪ Η συνέντευξη του Λευτέρη Βογιατζή στον Θανάση Λάλα δημοσιεύθηκε στο τεύχος #23 του OLAFAQ. Ανακαλύψτε εδώ και τα υπόλοιπα θέματα του περιοδικού.