Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα αποτέλεσε βασική μορφή της κινηματογραφικής εποχής του «Νέου Χόλυγουντ» των δεκαετιών 1960 και 1970, όπου μαζί με τον Μάρτιν Σκορτσέζε, τον Τζορτζ Λούκας και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, επανάφεραν την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία σε στιγμές δόξας, όμοιες με την «Χρυσή Εποχή» της.
Έχουν περάσει 60 χρόνια από το πρώτο έργο [σ.σ. το ανεξάρτητο “Dementia”] του σπουδαίου σκηνοθέτη/σεναριογράφου/παραγωγού, και μέσα σε αυτή την πορεία, η «υπογραφή» του Κόπολα έχει αποδειχθεί μία από τις πιο εμβληματικές και καθοριστικές για τον κινηματογράφο. Από την δημιουργία ταινιών που έχουν χαρακτηριστεί από τις σπουδαιότερες, όπως ο «Νονός» και το «Αποκάλυψη Τώρα», μέχρι τις εκκωφαντικές αποτυχίες που τον οδήγησαν στην χρεοκοπία [σ.σ. η ταινία «One from the Heart»], o Κόπολα δεν φοβήθηκε ποτέ να ταράξει τα νερά της βιομηχανίας και να πάρει μεγάλα ρίσκα.
Κάτι που επιβεβαιώνεται και με την στάση του απέναντι στην ουσία της ζωής, όπως αυτή περιγράφεται από τον ίδιο στην συνέντευξη που είχε δώσει στον Θανάση Λάλα, την οποία σας παρουσιάζουμε με αφορμή τα σημερινά του γενέθλια.
– Πάντα αυτό θέλετε να κάνετε στη ζωή σας;
Από παίδι ήθελα να ασχοληθώ με την τεχνολογία, με τις μηχανές. Nα γίνω μηχανικός ή κάτι τέτοιο. H ζωή βέβαια είχε γράψει το δικό της σενάριο για μένα. Και για να είμαι ειλικρινής δεν ήταν κακό σενάριο. Μου αρέσει αυτό που κάνω. Δεν μπορούσα να το φανταστώ, αλλά μάλλον έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω.
– Κάνουμε αυτό που τελικά είμαστε γεννημένοι να κάνουμε;
Δεν πιστεύω και πολύ τις μεταφυσικές ερμηνείες των πραγμάτων.
– Το ταλέντο; Υπάρχει;
Δεν ξέρω αν υπάρχει ταλέντο, ξέρω όμως ότι ανέκαθεν αποτελούσε το μεγάλο θέμα στην οικογένειά μου. Βασικά το θέμα ήτανε από ποιον θα κληρονομήσουμε το ταλέντο του. Στην οικογένεια του πατέρα μου, για παράδειγμα, η οποία είχε ταλέντο στη μουσική, συνέβαινε το εξής φαινόμενο, το ένα παιδί έπαιρνε όλο το ταλέντο και το άλλο δεν έπαιρνε τίποτα. Και πάντα είχα την ελπίδα λοιπόν ότι θα είμαι εγώ το παιδί που θα πάρει το ταλέντο. Θυμάμαι όταν ήμουνα 15 χρονών πήγαινα σε στρατιωτικό σχολείο. Εκείνη την περίοδο προσπαθούσα κάτι να γράψω, χωρίς επιτυχία και στη συνέχεια έπεφτα απογοητευμένος στο κρεβάτι μου με αναφιλητά, επειδή νόμιζα ότι δεν είχα κανένα ταλέντο. Είναι κάτι που θυμάμαι έντονα στη ζωή μου. Αλλά πόσα σε παιδιά σ’ αυτή την ηλικία γνωρίζουν ότι είναι σημαντικό πράγμα το ταλέντο; Ο πατέρας μου ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και όλοι γύρω τους ζούσανε έχοντας ως μόνιμη έννοια την καριέρα του. Παρόλο που πρόκειται για έναν αληθινά σπουδαίο μουσικό, ήταν συνεχώς απογοητευμένος επειδή δεν του τύχαινε μια καλή ευκαιρία για να μπορέσει να το αποδείξει. Όλοι μας προσευχόμασταν να του δοθεί επιτέλους αυτή η ευκαιρία που περίμενε. Θυμάμαι ήμουν περίπου 13 ετών όταν εργαζότανε στην αμερικανική τηλεγραφική ταχυδρομική εταιρία. Τότε ετοίμασα ένα ψεύτικο τηλεγράφημα γράφοντας του να έρθει στο Χόλυγουντ. Το τηλεγράφημα του προτείνει μια σπουδαία δουλειά. Και το παρέδωσα μάλιστα ο ίδιος κι ήταν τόσο ευτυχισμένος όταν το έλαβε. Και μετά όμως έπρεπε να του αποκαλύψω την αλήθεια. Το έκανα επειδή ήθελα τόσο πολύ να δώσω στον πατέρα μου την ευκαιρία που περίμενε. Είχε τέτοια εμμονή με το ταλέντο ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή αργότερα του είπα το εξής: «Άντε ρε πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος συνθέτης που υπάρχει στον κόσμο; Θα μπορούσες να πεις ότι είσαι ο νούμερο ένα συνθέτης και ότι απέχεις μακράν από τους υπόλοιπους;» «Όχι», μου απάντησε. «Εδώ υπήρξε ολόκληρος Μότσαρτ ολόκληρος Μπετόβεν, τι είμαι εγώ μπροστά σ’ αυτούς;» «Ωραία πατέρα διευκρινίσαμε ότι δεν είσαι το μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο του κόσμου. Μήπως είσαι ο χειρότερος συνθέτης που υπάρχει στον κόσμο; Ο πιο φρικτός, ο πιο απαίσιος;» «Όχι», μου απάντησε. «Ούτε αυτό είσαι. Ωραία. Τώρα ξέρεις ποιος είσαι. Είσαι κάτι ανάμεσα στο “χειρότερος συνθέτης στον κόσμο και στον Μότσαρτ”». Κάπως ετσι νιώθω και εγώ. Μπορεί να μην είμαι ο καλύτερος ή ο χειρότερος βρίσκομαι κάπου στο ενδιάμεσο. Και να σας πω την αλήθεια δε με νοιάζει κιόλας τόσο πολύ να είμαι ταλαντούχους. Με ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα να είμαι ένας από αυτούς που συνεχίζουν να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα.
– Οι επιρροές ή οι επιλογές είναι πιο καθοριστικές στη ζωή γι’ αυτό που τελικά καταλήγουμε να κάνουμε;
Εγώ νομίζω ότι οι επιλογές μας είναι ίδια μας η ζωή. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα τραβήξει τον έναν ή τον άλλον δρόμο, έχει δυνατότητα να χειριστεί τις πιέσεις που θα δεχθεί στη ζωή. Συνήθως, όμως, το μέλλον της ζωής μας κρίνεται από τις επιλογές που κάνουμε και την δράση που αναπτύσσουμε. Με λίγα λόγια, απλά, κρίνεται από τις πράξεις μας. Και βέβαια υπάρχει φιλοσοφία που λέει ότι όταν κάνουμε μια επιλογή, την ίδια στιγμή όλες οι άλλες πιθανότητες, ενώ αποκλείονται για εμάς, εξακολουθούν να υπάρχουν χωρίς εμάς.
– Το ταξίδι της ζωής θα είχε ενδιαφέρον αν δεν είχε τέλος;
Εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι υπάρχει τέλος, διότι νιώθω εξοικειωμένος με αυτή την ιδέα. Μπορεί η ζωή μου να τελειώσει απόψε, μπορεί την επόμενη εβδομάδα, μπορεί και σε 30 χρόνια. Το έχω ξαναπεί όταν έρθει η ώρα του τέλους θα φύγω με την αίσθηση πως σχεδόν ό,τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου το έκανα. Ποτέ δε φοβήθηκα να κάνω κάτι, ποτέ δεν έκανα πίσω σε κάτι. Κάνοντας ένα φλάσμπακ λίγο πριν από το τέλος, θα είμαι τόσο απασχολημένος με το να θυμάμαι τις ευτυχισμένες στιγμές, ούτε καν θα προσέξω το θάνατό μου. Θα σας πω κάτι το οποίο λέω συχνά αλλά μου συμβαίνει κάθε μέρα. Το γραφείο μου είναι στον όγδοο όροφο. Όταν μπαίνω λοιπόν στο ασανσέρ για να κατέβω στο ισόγειο, κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι: «Τώρα πεθαίνω!» Και όταν αρχίζω να σκέφτομαι τη ζωή μου, τα παιδιά μου, τις ταινίες μου, τα σενάρια, ξέρετε, όλα αυτά, ούτε λίγο πολύ, όλο αυτό μοιάζει σαν μια στιγμή προτού πεθαίνεις. Βλέπεις τη ζωή σου να περνάει αστραπιαία μπροστά από τα μάτια σου. Και ξαφνικά ανοίγει πόρτα, βρίσκομαι στο ισόγειο, είμαι ζωντανός και βγαίνω! Ίσως κάποια μέρα αντί να ανοίξει πόρτα και να βγω στο ισόγειο, να ανοίξει πόρτα και να βρεθώ στον άλλο κόσμο. (γέλια) Κάπως έτσι αντιμετωπίζω την έννοια του θανάτου. Αλλά και να μην ανοίξει ποτέ αυτή η πόρτα δε με πειράζει καθόλου. Έχω πολύ ωραία πράγματα να σκεφτώ για τη ζωή μου. Και πιστεύω ότι το μυστικό για ένα ευτυχισμένο θάνατο είναι το να έχεις ζήσει μία ευτυχισμένη ζωή.
– Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανιώσει απ’ όλα αυτά που κάνατε στη ζωή σας; Κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει και δεν τολμήσατε να το κάνετε;
Με εξαίρεση ίσως 1-2 πράγματα, δε μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου. Δε φοβήθηκα ποτέ να ρισκάρω. Πιστεύω ότι το πιο τραγικό πράγμα για έναν άνθρωπο είναι να περάσει όλη του τη ζωή φοβούμενος να ρισκάρει και να μην κάνει πράγματα που η καρδιά του λαχτάρα. Δεν ξέρω για ποιον λόγο θα επέλεγε κάποιος χαλαλίσει κάτι τόσο πολύτιμο όσο είναι η ζωή, επιλέγοντας να λειτουργήσει συντηρητικά, όπως ένας συντηρητικός.
– Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να κάνουν πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, να πάρουν τα ρίσκα που πρέπει, για να απολαύσουν το υπέροχο της ζωής;
Για πολλούς αυτό που τους εμποδίζει να πάρουν ρίσκα στη ζωή τους, είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Ένας φόβος που κουβαλούνε οι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κίνδυνοι βεβαίως εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, αλλά τότε οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν την τροφή τους, ένα καταφύγιο για να αποφύγουν τις επιθέσεις ή για να μη γίνουν οι σκλάβοι ενός στρατεύματος. (Γέλια) Νομίζω ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το ένστικτο της επιβίωσης στο τρόπο που αντιμετωπίζουν πολλοί την ζωή τους. Σε εμάς που προερχόμαστε από οικογένειες μεταναστών το ρίσκο θα έλεγα ότι είναι ένας τρόπος ζωής. Γιατί έχουμε σε μεγάλο βαθμό έρθει αντιμέτωποι, με την ανασφάλεια. Είμαστε άνθρωποι που για να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε και να επιβιώσουμε, αναζητούμε μια πατρίδα ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν μια άλλη γλώσσα, τρώνε διαφορετικά φαγητά, μεγαλώνουν σε μία τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα από αυτή που μεγαλώσαμε εμείς. Για όλους όσους φύγαν από τα σπίτια τους, για να βρουν μια άλλη πατρίδα, οι μετακινήσεις αυτές, ήτανε σα να φεύγαμε για να πάμε στο φεγγάρι. Οι πρόγονοι μας ήταν σκληρά καρύδια, γι’ αυτό κι εμείς οι απόγονοι τους, βγήκαμε έτσι σκληροί και με μια μεγάλη διάθεση για ρίσκο.
– Υπάρχει και η άποψη που λέει ότι όταν οι άνθρωποι λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι δημιουργικοί, θα πρέπει να επινοήσουν καινούργιο αγώνα επιβίωσης. Συμφωνείτε;
Εγώ νομίζω ότι όταν ο άνθρωπος ξεπεράσει το πρόβλημα της επιβίωσης από κει και πέρα υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που μπορεί να μάθει, μπορεί να πειραματιστεί, μπορεί να μελετήσει, να γιορτάσει, να απολαύσει. Δε νομίζω ότι χρειαζόμαστε προβλήματα για να είμαστε δημιουργικοί. Πρώτα απ’ όλα είμαστε άνθρωποι. Πάντα θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με προβλήματα τα οποία έχουν φυσική προέλευση, όπως οι τυφώνες και τα τσουνάμι. Επομένως δε χρειάζεται να επινοήσουμε προβλήματα τα οποία πρέπει να επιλύσουμε για να δημιουργήσουμε. Τα προβλήματα είναι πάντα παρόντα στη ζωή. Είναι μέρος της ζωής, είναι περιεχόμενο της ζωής. Δε χρειάζεται επομένως να δημιουργήσουμε τεχνητά προβλήματα. Ούτε να επινοήσουμε προβλήματα για να γίνει ενδιαφέρουσα η ζωή μας, για να φανεί και η σχέση μας με το ρίσκο.
– Ναι, έχετε δίκιο, υπάρχουν πολλοί που αναρωτιούνται τι θα κάνουν οι άνθρωποι από τη στιγμή που το θέμα της επιβίωσης αντιμετωπιστεί; Τι θα κάνουν οι άνθρωποι αν όλοι φτάσουν σε ένα επίπεδο που μπορούν να ζούνε άνετα;
Θα ασχολούνται με την τέχνη, θα απολαμβάνουν την τέχνη, θα σπουδάζουν, θα ερευνούν, θα διδάσκουν, θα γιορτάζουν, θα εξασκούν το σώμα και το μυαλό τους. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα ζουν οι άνθρωποι στο μέλλον, διότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι οι άνθρωποι να μη δουλεύουν, να μη μοχθούν για να έχουνε να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα μοχθούν για να φτιάχνουν πράγματα όμορφα ή πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή τους.
– Γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τέχνη.
Νομίζω ότι την τέχνη την έχουμε στα γονίδια μας. Νομίζω η τέχνη είναι η διάθεση του ανθρώπου να κάνει πράγματα, να δημιουργήσει. Η τέχνη έχει να κάνει με την δημιουργική ορμή που έχουμε μέσα μας όλοι. Είναι πολύ όμορφο πράγμα αυτή η ορμή. Ακόμη και οι άνθρωποι το σπηλαίων την είχα. Και αυτοί ζωγράφιζαν. Ακόμα και στα ζώα συναντάει κανείς αυτή την ορμή. Σε απλές μορφές βεβαίως. Το βλέπουμε, ας πούμε, σε ένα πουλί όταν φτιάχνει τη φωλιά του. Στους ανθρώπους όμως το θεϊκό αυτό χάρισμα της δημιουργικότητας, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σε ότι έχουμε κάνει μέχρι σήμερα. Ένα από τα πράγματα που απολαμβάνω περισσότερο είναι το να θαυμάζω το μικρό αυτοκίνητό μου κάθε φορά που μπαίνω σε αυτό. Είναι τόσο έξυπνο, τόσο τέλειος ο τρόπος με τον οποίο το έχουνε σχεδιάσει, ώστε περισσότερο απολαμβάνω την πρακτικότητα, τη χρήσιμη ομορφιά ενός μικρού αυτοκινήτου πάρα ένα μπουκέτο με λουλούδια. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είμαστε ικανοί να εκτιμάμε την ομορφιά και την καλλιτεχνική δουλειά τόσο των άλλων ανθρώπων όσο και την δική μας. Και αυτό μας κάνει πολύ τυχερούς.
– Πώς εξηγείται που δύο άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά μέρη, διαφορετικές κουλτούρες που ονειρεύονται με διαφορετικό τρόπο, συναντώνται και κάνουνε ένα πράγμα από κοινού;
Θα μου επιτρέψετε να το θέσω κάπως αλλιώς. Η συνεργασία είναι το σεξ της δημιουργικότητας. Με την έννοια ότι σου προσφέρει την ίδια απόλαυση με τον έρωτα.
– Πέστε μου μια συνεργασία που έχετε ζηλέψει;
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει σπουδές συνεργασίες. Αυτή όμως που θαυμάζω πάρα πολύ ο συνεργασία ήτανε του Μπιλ Γουάιλντερ με τον Ντάιμοντ, εννοώ τον πολυβραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη-σεναριογράφο με τον συγγραφέα κωμωδιών του Χόλυγουντ δεκαετίας του 1940 και το 1950. Ο δεύτερος ήτανε γεννημένος από γονείς Ρουμάνους και μάλιστα γεννημένος εκεί, στην Ρουμανία. Σε τελική ανάλυση η δουλειά δεν είναι τίποτε άλλο από την προέκταση της διάθεσης που έχουνε οι άνθρωποι για παιχνίδι. Όλοι μας θέλουμε να παίζουμε με τους φίλους μας, με τη λογική ότι είναι καλύτερα να συνεργάζεσαι με κάποιους ανθρώπους παρά να δουλεύεις μόνος σου. Και νομίζω ότι περνάει κανείς καλύτερα όταν δουλεύει με άλλους, διότι είναι σα να παίζει. Μόνο που το παιχνίδι έχει και καμβά, και για μένα αυτό είναι που το κάνει ενδιαφέρον, αυτό είναι που το κάνει να μοιάζει περισσότερο με άσκηση.
– Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
Προέρχομαι από μια οικογένεια μεταναστών που ήρθαν στην Αμερική από μία μεσογειακή χώρα, από την Ιταλία, μία χώρα με τεράστια παράδοση. Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι η Αμερική είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο, αλλά ο πατέρας μου της απαντούσε: «Ναι, αλλά οι Ιταλοί έχουν αυτή την απίστευτη παράδοση στην τέχνη, στην μουσική, στην αρχιτεκτονική, στις γυναίκες».
– Αλήθεια, τι δουλειά έκανε ο πατέρα σας;
Ο πατέρας μου ήταν όπως σας είπα μουσικός. Συνέθετε ο ίδιος μουσική και συγχρόνως ήταν σπουδαίος φλαουτίστας. Έπαιζε φλάουτο στην ορχήστρα του Αρτούρο Τοσκανίνι.
– Εσείς πως αποφασίσετε να γίνεται σκηνοθέτης;
Η οικογένειά μου άλλαζε συνεχώς σπίτια και πόλεις και εγώ είχα αλλάξει πολλά σχολεία. Έτσι ήμουν πολύ μοναχικό παιδί. Στο σχολείο όμως ήθελα πάντα να βρίσκομαι εκεί όπου ήταν τα κορίτσια και επειδή πάντα τα κορίτσια ήτανε στο θεατρικό τμήμα, εκεί πήγαινα και εγώ. Επειδή τα πήγαινα πολύ καλά με την τεχνολογία, μπορούσα να χειρίζομαι τα φώτα και διάφορα τέτοια, άρα τους ήμουν χρήσιμος κατά κάποιο τρόπο. Πολλές επιλογές στη ζωή μου πάντως είχαν να κάνουν με το που ήταν τα κορίτσια. (Γέλια) Ήθελα να κινούμαι και εγώ στα ίδια μέρη για να μπορώ να τα συναντώ.
– Λέτε το πραγματικό ταλέντο σας να ήταν τα κορίτσια;
Όχι όχι. Δεν ήταν ταλέντο αυτό. Ήταν επιθυμία!
– Πως καταλαβαίνει ένας δημιουργός ότι το έργο του είναι σημαντικό, είναι καλό;
Καταρχάς το καταλαβαίνει από τη συγκίνηση που νιώθει και ο ίδιος όταν το κάνει. Στη συνέχεια αυτό γίνεται κατανοητό μέσω του κοινού. Το κοινό είναι αυτό που κάνει ένα έργο σημαντικό.
– Πιστεύετε ότι η αλήθεια αποτελεί ζητούμενο; Όλα αυτά που λέμε έχουν σχέση με την αλήθεια;
Ξέρετε, οι Ινδοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι υπάρχουν πράγματα που είναι «έτσι» και πράγματα που «δεν είναι έτσι» ή πράγματα τα οποία συνδυάζουν το «έτσι» και το «αλλιώς». Επίσης υπάρχουν πράγματα, που δεν είναι «ούτε έτσι» ούτε «αλλιώς». Επομένως όλα τα πράγματα έχουνε την διττή φύση που έχει και η ίδια η ζωή. Η αλήθεια είναι επινόηση των ανθρώπων, όπως και ο χρόνος. Στην πραγματικότητα όμως η αλήθεια και ο χρόνος δεν υπάρχουν.
– Στα ελληνικά «αλήθεια» είναι ό,τι δεν ξεχνιέται… συμφωνείτε με αυτό;
Αυτό που λέτε είναι αλήθεια και συγχρόνως δεν είναι αλήθεια. Είναι και τα δύο. Η δική μου αίσθηση είναι ότι οι άνθρωποι είναι όπως είναι, διότι, συνήθως, το μυαλό τους και γενικώς η ύπαρξη τους βρίσκεται είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Ο λόγος είναι ότι δε νιώθουν καθόλου άνετα με το παρόν, διότι τους ταράζει, δεν μπορούν το υποτάξουν. Κανένας δεν ξέρει αν αυτό που ζει εκείνη τη στιγμή είναι «έτσι» ή «αλλιώς», αν είναι «καλό» ή «κακό». Ενώ το παρελθόν ξέρουμε πως ήταν, θυμόμαστε πότε τα πράγματα ήταν καλά και ποτέ δεν ήταν. Το μέλλον, πάλι, το ονειρευόμαστε. Λέμε: «Όταν τελειώσει η ταινία μου θα αρέσει στον κόσμο» ή «Η γυναίκα μου τα Χριστούγεννα θα μου κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο». Και το παρελθόν και το μέλλον ελέγχονται. Ενώ το παρόν όχι. Νομίζω ότι γι’ αυτό το λόγο τόσοι λίγοι άνθρωποι ζουν το παρόν. Και έτσι χάνουν τη ζωή τους. Αντιθέτως, τα ζώα ζουν το παρόν επειδή δεν μπορούν να αντιληφθούν ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Νομίζω ότι κάπως έτσι συμβαίνει και με την αλήθεια.
– Ο κινηματογράφος είναι ένα μεγάλο ψέμα που εν τέλει αποδεικνύεται αλήθεια;
Αν είναι έτσι τότε όλες οι μορφές τέχνης είναι ένα μεγάλο ψέμα. Ο κινηματογράφος, η τέχνη γενικότερα, μοιάζει πολύ με τη ζωή. Ακόμα και πριν από την Ελλάδα, στην αρχαία Ινδία, υπήρχαν άνθρωποι που η σκέψη τους είχε τρομερό ενδιαφέρον. Μερικές φορές νομίζω ότι η ανατολική σκέψη ταιριάζει λίγο περισσότερο με την ανθρώπινη ύπαρξη.
– Τι κάνει μια ταινία καλή ή κακή;
Πρώτα πρώτα, για μένα κάθε ταινία είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς. Δεν είσαι μόνος σου σε ένα δωμάτιο και δημιουργείς. Για μένα συγκίνηση βγάζει ένα έργο, όταν η ψυχή που έβαλες σε αυτό το βοηθάει να ζωντανέψει. Σε τελική ανάλυση, για μένα αυτό είναι το ζητούμενο. Το να μπορέσει μια δουλειά να αποκτήσει ζωή, να μπορεί δηλαδή να ζει, να αναπνέει, που σημαίνει ότι ανεξαρτοποιείται το τελικό αποτέλεσμα, από αυτό που εσύ είχες αρχικώς στο μυαλό σου. Επομένως δεν μετράει αν κάτι θα βγει ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Έτσι όπως όταν έχει κανείς παιδί και βλέπει σε αυτό, όχι το όμοιο του, αλλά τον εαυτό του, τις ιδέες του, την σφραγίδα του, την διαφορά του, την μοναδικότητα του. Περισσότερο όμως βλέπεις ότι το παιδί σου, έχει πλέον την δική του ζωή, ότι είναι ανεξάρτητο. Για μένα και ένα έργο τέχνης, έχει βρει τον προορισμό του, όταν γίνεται ανεξάρτητο από τον δημιουργό του. Οπότε είναι σαν να γίνεσαι λιγάκι θεός, με την έννοια ότι δίνεις ζωή σε κάτι. Αυτό είναι για μένα το ζητούμενο. Το να μπορεί μιά ταινία να έχει την δική της ζωή. Για να δημιουργηθεί μια ταινία δουλεύεις με τους ηθοποιούς, με ένα σωρό άλλους συνεργάτες. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο δικό σου δημιούργημα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ απλώς το ενθαρρύνεις να γεννηθεί. Προσωπικώς, την συγκίνηση της επιτυχίας δεν την νιώθω ανάλογα με το τι θα πουν οι κριτικοί ή με τα πόσα χρήματα θα φέρει μια ταινία. Την νιώθω ανάλογα με το εάν μου δημιουργεί την αίσθηση ότι το έργο ότι απέκτησε δική του ζωή και πλέον μπορεί να σταθεί από μόνο του.
– Γιατί την επιτυχία ή την αποτυχία μίας ταινίας τι πιστώνεται πάντα ο σκηνοθέτης;
Γιατί λένε ότι ο μαέστρος είναι τόσο σημαντικός σε μια ορχήστρα αφού δε βγάζει ούτε έναν ήχο; Είναι πιο δύσκολο ξέρεις να παίξεις βιολί από το να διευθύνεις μια ορχήστρα. Θα σας το πω διαφορετικά κύριε Λάλα. Κάποτε μου είχαν πει «Ο Ντιν Ταβουλάρης έκανε περισσότερο από σένα στην ταινία». Ξέρετε τι τους απάντησα; «Ναι έκανε, εγώ όμως τον διάλεξα για να κάνει στην ταινία τα σκηνικά και όλα τα υπόλοιπα που έκανε». Καλώς η κακώς ο σκηνοθέτης είναι ο καπετάνιος και υπόλοιποι συντελεστές το πλήρωμα. Όλοι γνωρίζουν ή, τουλάχιστον, ελπίζω να γνωρίζουν, ότι για να γίνει μια ταινία μερικές φορές πρέπει να δουλέψουν χιλιάδες άνθρωποι. Ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός παραδοσιακά είναι αυτοί που παίρνουν τις τελικές αποφάσεις. Από πίσω τους όμως υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων. Οπότε συμφωνώ ότι το αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε να χρεώνεται μόνο στο σκηνοθέτη. Χρεώνεται όμως στον σκηνοθέτη γιατί χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσανε να συντονιστούν και να δουλέψουν όλοι υπόλοιποι.
– Πως ένας σκηνοθέτης αποκτάει αυτό που λέμε υπογραφή; Πως γίνεται να βλέπουμε ένα έργο και να λέμε αυτό είναι έργο του Χίτσκοκ ή του Κόπολα;
Όλοι συγγραφείς και γενικότερα οι καλλιτέχνες γι’ αυτό παλεύουν. Όσον αφορά την συγγραφή λέμε ότι ένας συγγραφέας ψάχνει να βρει τη φωνή του. Σε έναν πίνακα του Μοντιλιάνι ή του Καραβάτζιο βλέπεις ότι υπάρχει το αποτύπωμα του δημιουργού. Στο κρασί, πάλι, το ονομάζουμε «καταγωγή», που σημαίνει ότι ένα κρασί βγήκε από συγκεκριμένη περιοχή και ότι κανένα άλλο κρασί δεν είναι σαν αυτό. Ε, αυτό το πράγμα που σας λέω, η κόρη μου η Σοφία το έχει κι ας είναι «κόρη του Κόπολα». Αν δει κάποιος μια ταινία της ξέρει ότι την έχει κάνει η Σοφία, διότι η ταινία φέρει τη σφραγίδα της. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Όταν καταφέρουν να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι χωρίς να διαβάζουν την υπογραφή, ότι το ποίημα, η ταινία, η σύνθεση είναι δική τους, τότε οι καλλιτέχνες έχουν βρει την υπογραφή τους.
– Την μοναδικότητα μας την κατακτάμε με τις εμμονές μας; Τα λάθη μας πόσο συμμετέχουν στη μοναδικότητα μας;
Η ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου αποτελεί συνδυασμό της φυσικής του δομής, της περιπλοκότητας που παρουσιάζει το μυαλό του και της συνειδητότητας που αποκτά διαμέσου της γλώσσας που χρησιμοποιεί για να εκφραστεί. Όποιος λοιπόν δημιουργεί αληθινή τέχνη, βγάζει σε αυτή τις εμμονές, τα πάθη, τις διατροφές, τις επιθυμίες, τις ορέξεις του χαρακτήρα του. Μέσα από αυτό που κάνει εκφράζει τα πάντα και έτσι δημιουργούμε αυτό που ονομάζεται «αληθινή τέχνη». Σήμερα υπάρχει βεβαίως και εμπορική τέχνη. Έρχεται κάποιος, σου δίνει ένα σενάριο και σου λέει: «Αυτό είναι, αυτό θέλουμε να κάνεις, και θα πληρωθείς κανονικά γι’ αυτό». Σε αυτή την περίπτωση, πάλι, χρησιμοποίησες όλα τα στοιχεία που σε χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο, αλλά λιγότερο. Γιατί το κάνεις όπως όταν ένας αρχιτέκτονας φτιάχνει ένα σπίτι για έναν πελάτη, ο οποίος του λέει θέλω να μου φτιάξεις ένα σπίτι σαν εκείνο που μου άρεσε. Όπως συμβαίνει με όλες τις δουλειές, κάνεις αυτό που σου ζητάει το αφεντικό, ο πελάτης. Ακόμα όμως και με αυτόν τον περιορισμό, προσπαθείς να χρησιμοποιήσεις την δική σου άποψη, την προκατάληψη σου, τις εμμονές σου, όλα δηλαδή αυτά που συνιστούν τον χαρακτήρα σου, την υπογραφή σου. Αυτό να είναι το πιο σημαντικό. Ό,τι και να κάνεις, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το αποτέλεσμα θα περικλείει όλα όσα είσαι εσύ: εμμονές, ορέξεις, λάθη, αυτό που είναι η μοναδικότητά σου! Καθετί που κάνει ένας δημιουργός είναι το δικό του σχόλιο, γύρω από την ζωή και τον κόσμο.
– Τι σημαίνει για σας καλός ηθοποιός;
Καλός ηθοποιός είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά αυτό που υποδύεται, χρησιμοποιώντας βέβαια πάντα τα δικά του χαρακτηριστικά. Καλός ηθοποιός είναι αυτός που μπορεί με εντιμότητα και ειλικρίνεια, να καταβληθεί στα βάθη της ψυχής του, υποδυόμενος έναν άλλο. Για να το καταφέρει αυτό απαιτούνται ορισμένες τεχνικές ικανότητες για να ξέρει κάποιος πως θα σταματήσει στο σωστό σημείο πορευόμενος μέσα από τα φώτα. Είναι πολλές οι τεχνικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας ηθοποιός που θεωρείται καλός. Το βασικότερο όλων όμως, είναι να μπορέσει, παραμένοντας ειλικρινής και έντιμος με τον εαυτό του, να φιλτράρει ορισμένα στοιχεία του, έτσι ώστε να γίνει κάποιος άλλος, παραμένοντας ωστόσο απολύτως συνεπής με αυτό που είναι ο ίδιος στην πραγματικότητα.
– Έχοντας δουλέψει με ηθοποιούς που αγγίζουν τα όρια του μύθου, θα λέγατε ότι υπάρχει πράγματι διαφορά μεταξύ του καλού και του μεγάλου ηθοποιού;
Είναι το ίδιο πράγμα με αυτό που λέγαμε πριν για την καταγωγή ενός κρασιού. Κατά κάποιον τρόπο ο μεγάλος ηθοποιός, κάνει αυτό που μόλις είπαμε. Προσθέτει όμως στον περίπλοκο συναισθηματικό κόσμο που διαθέτει και το μεγαλείο του μυαλού του, τις σκέψεις του. Ένας άνθρωπος όπως ο Μάρλον Μπράντο για παράδειγμα, δεν είναι απλώς ένας πολύ καλός ηθοποιός επειδή είχε ένα πρόσωπο που έδειχνε τα συναισθήματά του με διάφανο τρόπο. Ο Μάρλον Μπράντο είχε μεγάλο ενδιαφέρον και ως στοχαστής ο ίδιος. Οπότε, το πολύ υψηλό πνευματικό επίπεδο που διέθετε του επέτρεπε να αφήνει πίσω του μοναδικές ερμηνείες. Προσθέτει δηλαδή στις ερμηνείες του ένα βάθος που ανήκε στο βάθος της σκέψης του.
– Εάν είναι έτσι όπως τα λέτε, τότε ένας μικρός άνθρωπος, ένας άνθρωπος με μία ρηχή σκέψη, δεν θα μπορούσε να υποδυθεί έναν μεγάλο ρόλο ή έναν ρόλο με έναν μοναδικό τρόπο;
Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς με αυτή την έννοια το μέγεθος ενός ανθρώπου. Μπορεί κάποιος που δείχνει μικρός, να μην είναι τελικά και τόσο μικρός. Πάρτε για παράδειγμα τον Προυστ. Στο Παρίσι οι φίλοι του τον είχανε για μικρό άνθρωπο και έλεγαν: «Α, ο Μισέλ κάνει κάτι στο δωμάτιο του». Μόλις όμως αποκαλύφθηκε η δουλειά του, τότε αποδείχτηκε ότι αυτός ήτανε γίγαντας και ότι μικροί ήταν αυτοί που τον είχανε κατηγορήσει ότι ό,τι κάνει το κάνει προσωπικά μέσα στο δωμάτιο του. Ο Φρανσουά Μοριάκ και όλοι αυτοί οι συγγραφείς αποδείχτηκαν ότι τελικά ήταν μικροί. Νομίζω λοιπόν ότι είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς ποιος είναι μικρός άνθρωπος και ποιος δεν είναι, βασιζόμενος στα επιφανειακά χαρακτηριστικά.
– Τι είναι για σας μεγάλος σκηνοθέτης;
Νομίζω ότι κοιτάζοντας κάνεις ένα πλάνο σε μια κινηματογραφική ταινία καταλαβαίνει πως οτιδήποτε βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το πλάνο, είτε είναι αυτοκίνητο είτε ένας άνθρωπος ή οτιδήποτε άλλο, είναι σημαντικό, αναγκαίο, αναπόφευκτο να υπάρχει εκεί που υπάρχει. Αυτό πιστεύω ότι είναι που κάνει τη διαφορά. Οπότε έχεις το άγχος να βεβαιωθείς ότι αυτό που θα δείξεις μέσα στο συγκεκριμένο πλάνο θα συμβάλλει στην συνολική ομορφιά που θα αποπνέει η ταινία που φτιάχνεις. Παρόλο λοιπόν που σκέφτεσαι ότι μέσα σε αυτή τη σκηνή, σε αυτό το πλάνο, πρέπει να βάλεις ένα αυτοκίνητο, ταυτόχρονα έχεις στο μυαλό σου πάντα, ότι μέσα σε μία εικόνα αυτό που βάζεις παίρνει και μια άλλη αξία, μια αξία που κάνει τα πράγματα αναγκαία, υποχρεωτικά και όχι αφημένα στην τύχη τους. Αυτός που το βλέπει, αυτός που βλέπει αυτή τη σκηνή, πρέπει να νιώθει, ότι αν έλειπε αυτό το αυτοκίνητο από τη σκηνή, η σκηνή δεν θα ήταν ίδια, η σκηνή θα ήταν μια άλλη σκηνή που θα της έλειπε κάτι. Στα σπουδαία έργα όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτά είναι αναγκαία. Όπως στους μεγάλους πίνακες ζωγραφικής. Τίποτα δεν είναι περιττό. Τίποτα δεν είναι βαλμένο στην τύχη. Και αν είναι κάτι βαλμένο στην τύχη δεν φαίνεται αποτέλεσμα τύχης αλλά αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
– Είστε από τους λίγους ανθρώπους που από την αρχή δε φοβηθήκατε την επανάσταση την τεχνολογική δεν φοβηθήκατε την τεχνολογία στον κινηματογράφο. Αυτό το έχουμε νιώσει όλοι όσοι βλέπουμε τις ταινίες σας. Όπως λέει κιόλας ο φον Τρίερ, είστε ένας άνθρωπος που ξέρει να προσαρμόζεται στο καινούργιο. Τι λέτε εσείς για όλα αυτά;
Αυτό με χαρακτηρίζει. Ήταν το μόνο στο οποίο ήμουν πολύ καλός στο σχολείο. Κατα τ’ άλλα ήμουν πολύ κακός μαθητής. Ήμουν φρικτός στα μαθηματικά, και σχεδόν σε όλα τα μαθήματα. Παρόλο που το σχολείο έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο για τον πατέρα μου, εγώ σε όλα τα μαθήματα τα πήγαινα χάλια. Σε ότι είχε να κάνει όμως με την τεχνολογία ήμουν πάντα κορυφή. Από μικρός έγινα φίλος με την τεχνολογία. Πήγα στο θέατρο επειδή μπορούσα να χειριστώ τα φώτα, όλα όσα είχαν σχέση με τον ηλεκτρισμό. Από την άλλη είχα και πολύ καλή σχέση με αυτό που λέμε ιστορίες, αφηγήσεις. Σε μένα λοιπόν αυτά τα δύο πράγματα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο συνδυασμός της τεχνολογίας με την αγάπη μου να αφηγούμαι ιστορίες. Νομίζω ότι σε τελική ανάλυση αυτό είναι ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου. Σήμερα, που έχω το προνόμιο να ανίκω στο χώρο του κινηματογράφου, δε νιώθω φόβο για την τεχνολογία, επειδή καταλαβαίνω ότι κινηματογράφος σημαίνει τεχνολογία. Ο κινηματογράφος γεννήθηκε χάρη σε μια μηχανική επινόηση, άρα χωρίς την τεχνολογία δεν θα υπήρχε κινηματογράφος. Όπως την ζωγραφική αν δεν υπήρχαν τα λάδια, οι μπογιές και τα χρώματα, δεν θα μπορούσε κάποιος να ζωγραφίσει. Όλα αυτά είναι εργαλεία τα οποία τα χρειαζόμαστε στον κινηματογράφο για να κάνουμε ένα έργο, δηλαδή ότι έχει να κάνει με την τεχνολογία είναι αυτό που αποτελεί το εργαλείο για να φτάσουμε να κάνουμε ένα κινηματογραφικό μας όνειρο πραγματικότητα. Αυτό είπα σήμερα και στους σπουδαστές του κινηματογράφου, εδώ, σε αυτή την πόλη που έκανα ένα μάθημα σκηνοθεσίας. Τους είπα συγκεκριμένα: «Δεν έχει σχέση, αν χρησιμοποιείτε ψηφιακή ή παραδοσιακή κινηματογραφική μηχανή. Το σημαντικό είναι το όραμα: Το πως θα παίξουν ηθοποιοί, πόσο καλό θα είναι το σενάριο και τι συναίσθημα θα βγάλετε στην ταινία που κάνετε. Το σημαντικό είναι το κατά πόσο πέτυχες, στην πάλη σου με τα εμπόδια για να φτιάξεις κάτι όμορφο, να φτιάξεις αυτό που ονειρευόσουν. Η τεχνολογία έτσι κι αλλιώς συνεχώς αλλάζει και παραμένει ένα αναγκαίο εργαλείο για να καταφέρεις να πετύχεις το κινηματογραφικό σου όνειρο».
– Τι χάνουν και τι κερδίζουν οι άνθρωποι μεγαλώνοντας κύριε Κόπολα;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω εύκολα σε αυτή την ερώτηση, γιατί εγώ νιώθω ότι δε μεγαλώνω. Δεν ξέρω αν εσείς μεγαλώνετε. (Γέλια) Νομίζω ότι δεν είναι ανάγκη να μεγαλώνουμε. Μπορούμε αυτή την αίσθηση του δέους και του θαυμασμού που νιώθουμε όταν ήμασταν παιδιά να την διατηρήσουμε σε όλη μας τη ζωή. Εγώ νομίζω ότι αυτό κάνω. Διατηρώ το παιδί που έχω μέσα μου. Και απορώ όταν ακούω ανθρώπους να λένε ότι βαριούνται. Πως γίνεται να βαριέται κανείς ζώντας και δημιουργώντας και παραμένοντας παιδί; Υπάρχουν ένα σωρό βιβλία που μπορείς να διαβάσεις, ένα σωρό πράγματα που μπορείς να μάθεις, 1000 πράγματα που μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις!
– Αν καταλαβαίνω καλά από αυτά που λέτε, υπό αυτές τις προϋποθέσεις και με τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται το θέμα του χρόνου και της νεότητας, υπάρχουν άνθρωποι που είναι νέοι-γέροι, δηλαδή άνθρωποι που ενώ είναι ακόμα νέοι, βαριούνται και μοιάζουν πολύ κουρασμένοι και απόντες της ζωής.
Όπως υπάρχουν και οι γέροι-νέοι. Και οι δύο κατηγορίες αυτές υπάρχουν μέσα στη ζωή. Σήμερα, σε μια ομιλία μου στο μουσείο σύγχρονης τέχνης, είπα σε όλους ότι νιώθω σαν ένας 16αρης. Ο λόγος που νιώθω έτσι είναι γιατί όταν έφτασα στα 50 μου χρόνια δεν ένιωσα περίεργα, ίσα-ίσα ένιωσα τρομερά καλά, χάρηκα πάρα πολύ, γιατί είχα την εμπειρία 50 χρονών, να χρησιμοποιήσω για να συνεχίσω να κάνω πράγματα που θα έκανε ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας αιώνια νέος. Πιστεύω ότι είναι πολύ ωραίο για έναν άντρα να είναι 50 χρονών. Όταν όμως έφτασα 60, δε μου άρεσε και τόσο. Για αυτό συνέχισα να λέω ότι είμαι 50+10. Τώρα συνηθίζω να λέω ότι είμαι 50 και…
– Ζείτε μια αιώνια εφηβεία;
Καλά το λέτε, αυτό μου συμβαίνει. Έχω υποτιμηθεί σαν να είμαι νόμισμα, αλλά παραμένω με την αξία που είχα αρχικά όταν ήμουν παιδί. Του χρόνου λοιπόν θα μπορώ να οδηγώ, να πάρω δηλαδή δίπλωμα και να οδηγήσω το αυτοκίνητο που ονειρεύομαι, πιστεύω ότι θα ερωτευτώ το πρώτο κορίτσι της ζωής μου. Προσπαθώ με άλλα λόγια να διατηρήσω αυτό το θεϊκό μυστήριο που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να ζήσει και όχι να σκέφτεται πως θα πεθάνει.
– Από τότε που κάνατε το «Νονό» πόσο πιστεύεται ότι έχει αλλάξει ο κινηματογράφος; Γενικά είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι τελικά ο κινηματογράφος αλλάζει με τα χρόνια;
Έχει αλλάξει, με την έννοια ότι τα κακά που υπήρχαν ανέκαθεν στο χώρο σήμερα έχουν επιβληθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Δεν μπορείς δηλαδή να κάνεις πια ταινίες. Είναι η δουλειά τέτοια που δεν μπορείς να κάνεις εύκολα το όνειρο σου πραγματικότητα. Ο κινηματογράφος είναι ακριβή ιστορία κι οι μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηματοδοτών του κινηματογράφου, φυσικά χρηματοδοτούν τα φιλμ που θα τους βοηθήσουν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Τα στούντιο θέλουν να φτιάχνουν ταινίες χωρίς το ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους. Το να θέλεις σήμερα να κάνεις καλές ταινίες χωρίς ρίσκο είναι σα να θέλεις να κάνεις παιδιά χωρίς σεξ. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι χρηματοδότες. Δεν υπάρχει λοιπόν τέχνη χωρίς ρίσκο, και αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ τους ονειροπόλους που ψάχνουν να βρουν χρήματα από ανθρώπους που θέλουν να βάλουν χρήματα χωρίς ρίσκο. Δεν μπορεί να παραχθεί τίποτα ενδιαφέρον στη ζωή χωρίς να ρισκάρεις.
– Εσείς πως επιλέξετε αυτές τις ταινίες που κάνετε; Με τι κριτήρια κάνετε τις επιλογές σας;
Ο «Νονός» ήταν απλώς μια δουλειά που μου πρότειναν να κάνω. Μια παραγγελία. Εγώ τότε δεν είχα καθόλου λεφτά. Φυσικά μετά έγινα γνωστός, οπότε μαζί με το φίλο μου, τον Τζορτζ Λούκας, κάναμε το σενάριο του «Αποκαλύψη Τώρα», το οποίο ήταν να το σκηνοθετήσει ο Τζορτζ. Εκείνη την εποχή όμως ήταν πολύ απασχολημένος με μια άλλη ιδέα, η οποία τελικά κατέληξε στον «Πόλεμο των Άστρων». Τότε λοιπόν, σκέφτηκα ότι το «Αποκάλυψη Τώρα» θα μπορούσε να γίνει μια επιτυχημένη πολεμική ταινία. Μία πολεμική ταινία την, συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα μπορούσε να γίνει και μεγάλη επιτυχία, θα μπορούσε να φέρει πάρα πολλά χρήματα. Πάντα ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ταινία η οποία θα κάνει πολλά λεφτά και θα μας δώσει έτσι μετά τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι πιο προσωπικό. Είπα λοιπόν, «OK, θα την κάνω εγώ και ίσως να είμαι τυχερός». Που να ήξερα τότε ότι τελικά η ταινία αυτή θα γινόταν μια πολύ προσωπική ταινία και ταυτόχρονα μια πολύ μεγάλη επιτυχία!
– Με συγχωρείτε που θα επιμείνω λίγο, πιστεύω όμως ότι είναι απορίας άξιον πως αναλάβατε να κάνετε το «Νονό», μια ταινία δηλαδή που στηρίζεται σε ένα σενάριο, και πιο συγκεκριμένα σε ένα βιβλίο, που από τους Times της Νέας Υόρκης, είχε χαρακτηριστεί «σκουπίδι»; Πως δηλαδή αναλαμβάνετε να κάνετε μια ταινία που ξεκινάει από ένα βιβλίο που δεν θεωρείται καλό, εσείς, ένας σκηνοθέτης, που δεν ήταν τότε διάσημος;
Όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ήταν ένα μπεστσέλερ που βέβαια δεν ήταν καλής ποιότητας. Αλλά ήταν ένα μπεστσέλερ. Έχω ξανά μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα. Η ιστορία όμως έχει ενδιαφέρον και, φυσικά, δεν ήμουν ο πρώτος στον οποίο πρότειναν να κάνει αυτή την ταινία. Η Paramount είχε αποταθεί στο Ρίτσαρντ Μπρουκς και στον Κώστα Γαβρά, αλλά και οι δύο είχαν απορρίψει την πρόταση. Το ίδιο και αρκετοί άλλοι σκηνοθέτες, ώσπου έφτασαν και στο δικό μου όνομα. Εγώ τότε είχα την φήμη ότι μπορώ να κάνω μια ταινία οικονομικά. Επιπλέον ήμουν και ο ίδιος συγγραφέας σεναρίων, και Ιταλός, άρα φαινόμουν ένας ενδιαφέρων στόχος, παρότι ήμουν άσημος σκηνοθέτης…
– Έχω διαβάσει κάπου ότι όταν πήγατε να πρωτο διαβάσετε αυτό το βιβλίο το εγκαταλείψετε στις πρώτες σελίδες. Αληθεύει;
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Δεν ξεπέρασα την 50η σελίδα. Έφτασα στο σημείο όπου ο τραγουδιστής, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, είχε τρελαθεί με την Σόνι Κορλεόνε, επειδή ο κόλπος της ήταν τεράστιος. Είπα: «Θεέ μου, τι είναι αυτό; Ξέχνα το, δε γίνεται, δεν μπορεί να γίνει ποτέ ενδιαφέρουσα ταινία». Φυσικά αυτό το κομμάτι δεν μπήκε ποτέ στην ταινία. Τελοσπάντων, 45 μήνες αργότερα μου ξανά παρουσιάστηκε αυτό το θέμα, εγώ βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και είπα να το ξαναδώ. Και τότε αντιλήφθηκα ότι ο πυρήνας της ιστορίας του βιβλίου ήταν η οικογένεια, η σχέση πατέρα και γιων, το ζήτημα της διαδοχής, της ισχύος της εξουσίας. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αυτό θα γινόταν ένα πολύ ωραίο σενάριο αν μπορούσα να παραλείψω όλα τα άλλα τα οποία δεν μου άρεσαν σε αυτό το βιβλίο.
– Τελικά με το Φρανκ Σινάτρα συναντηθήκατε για την ταινία πότε; Μια που το όνομα του ήταν αρκετά συνδεδεμένο με την Μαφία, τον συναντήσατε;
Η αλήθεια είναι ότι τον συνάντησα πολλές φορές πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας. Συζητήσαμε για το κομμάτι του βιβλίου που υποτίθεται ότι αναφερόταν σε αυτόν, του είπα ότι δε μου άρεσε και ότι θα το περιόριζα. Με ευχαρίστησε γι’ αυτό. Μετά μου είπε ότι θα του άρεσε να παίξει το Νονό τον ίδιο. Μου είχε πει, να αγοράσουμε το βιβλίο και να το φτιάξουμε εμείς όπως πιστεύαμε. Τελικά δεν έγινε αυτό. Δεν ευοδώθηκε η συνεργασία μας.
– Τελικά, πως αποφασίσατε αυτό τον ρόλο, να τον δώσετε στο Μάρλον Μπράντο;
Μια Κυριακή απόγευμα, τότε που διάβασα για πρώτη φορά στους Times της Νέας Υόρκης την κριτική για το βιβλίο, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου και μπήκε ένας φίλος μου με κάποιον άγνωστο, ο οποίος ήτανε ο Αλ Ρούντι, ο μετέπειτα παραγωγός της ταινίας. Ο φίλος μου λοιπόν μου ανέφερε για πρώτη φορά αν θα με ενδιέφερε να σκηνοθετήσω το βιβλίο για το οποίο είχα διαβάσει νωρίτερα τα χειρότερα. Και κυριολεκτικά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ακριβώς όπως στο λέω. Ήτανε ο Μάρλον Μπράντον. Του είχα αφήσει ένα μήνυμα αν μπορούσα να του στείλω το σενάριο της «Συζήτησης», το οποίο είχα γράψει έχοντας τον στο μυαλό μου. Και πήρε να μου πει να του στείλω το σενάριο. Όλα αυτά συνέβησαν σε ένα απόγευμα. Με λίγα λόγια, η απόφαση ήταν αποτέλεσμα συμπτώσης. Φαίνεται και ακούγεται απίστευτο αλλά ήταν πραγματικά μια σύμπτωση.
-Σας ευχαριστω για την συνομιλία.
Κι εγω σας ευχαριστω.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα αποτέλεσε βασική μορφή της κινηματογραφικής εποχής του «Νέου Χόλυγουντ» των δεκαετιών 1960 και 1970, όπου μαζί με τον Μάρτιν Σκορτσέζε, τον Τζορτζ Λούκας και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, επανάφεραν την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία σε στιγμές δόξας, όμοιες με την «Χρυσή Εποχή» της.
Έχουν περάσει 60 χρόνια από το πρώτο έργο [σ.σ. το ανεξάρτητο “Dementia”] του σπουδαίου σκηνοθέτη/σεναριογράφου/παραγωγού, και μέσα σε αυτή την πορεία, η «υπογραφή» του Κόπολα έχει αποδειχθεί μία από τις πιο εμβληματικές και καθοριστικές για τον κινηματογράφο. Από την δημιουργία ταινιών που έχουν χαρακτηριστεί από τις σπουδαιότερες, όπως ο «Νονός» και το «Αποκάλυψη Τώρα», μέχρι τις εκκωφαντικές αποτυχίες που τον οδήγησαν στην χρεοκοπία [σ.σ. η ταινία «One from the Heart»], o Κόπολα δεν φοβήθηκε ποτέ να ταράξει τα νερά της βιομηχανίας και να πάρει μεγάλα ρίσκα.
Κάτι που επιβεβαιώνεται και με την στάση του απέναντι στην ουσία της ζωής, όπως αυτή περιγράφεται από τον ίδιο στην συνέντευξη που είχε δώσει στον Θανάση Λάλα, την οποία σας παρουσιάζουμε με αφορμή τα σημερινά του γενέθλια.
– Πάντα αυτό θέλετε να κάνετε στη ζωή σας;
Από παίδι ήθελα να ασχοληθώ με την τεχνολογία, με τις μηχανές. Nα γίνω μηχανικός ή κάτι τέτοιο. H ζωή βέβαια είχε γράψει το δικό της σενάριο για μένα. Και για να είμαι ειλικρινής δεν ήταν κακό σενάριο. Μου αρέσει αυτό που κάνω. Δεν μπορούσα να το φανταστώ, αλλά μάλλον έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω.
– Κάνουμε αυτό που τελικά είμαστε γεννημένοι να κάνουμε;
Δεν πιστεύω και πολύ τις μεταφυσικές ερμηνείες των πραγμάτων.
– Το ταλέντο; Υπάρχει;
Δεν ξέρω αν υπάρχει ταλέντο, ξέρω όμως ότι ανέκαθεν αποτελούσε το μεγάλο θέμα στην οικογένειά μου. Βασικά το θέμα ήτανε από ποιον θα κληρονομήσουμε το ταλέντο του. Στην οικογένεια του πατέρα μου, για παράδειγμα, η οποία είχε ταλέντο στη μουσική, συνέβαινε το εξής φαινόμενο, το ένα παιδί έπαιρνε όλο το ταλέντο και το άλλο δεν έπαιρνε τίποτα. Και πάντα είχα την ελπίδα λοιπόν ότι θα είμαι εγώ το παιδί που θα πάρει το ταλέντο. Θυμάμαι όταν ήμουνα 15 χρονών πήγαινα σε στρατιωτικό σχολείο. Εκείνη την περίοδο προσπαθούσα κάτι να γράψω, χωρίς επιτυχία και στη συνέχεια έπεφτα απογοητευμένος στο κρεβάτι μου με αναφιλητά, επειδή νόμιζα ότι δεν είχα κανένα ταλέντο. Είναι κάτι που θυμάμαι έντονα στη ζωή μου. Αλλά πόσα σε παιδιά σ’ αυτή την ηλικία γνωρίζουν ότι είναι σημαντικό πράγμα το ταλέντο; Ο πατέρας μου ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και όλοι γύρω τους ζούσανε έχοντας ως μόνιμη έννοια την καριέρα του. Παρόλο που πρόκειται για έναν αληθινά σπουδαίο μουσικό, ήταν συνεχώς απογοητευμένος επειδή δεν του τύχαινε μια καλή ευκαιρία για να μπορέσει να το αποδείξει. Όλοι μας προσευχόμασταν να του δοθεί επιτέλους αυτή η ευκαιρία που περίμενε. Θυμάμαι ήμουν περίπου 13 ετών όταν εργαζότανε στην αμερικανική τηλεγραφική ταχυδρομική εταιρία. Τότε ετοίμασα ένα ψεύτικο τηλεγράφημα γράφοντας του να έρθει στο Χόλυγουντ. Το τηλεγράφημα του προτείνει μια σπουδαία δουλειά. Και το παρέδωσα μάλιστα ο ίδιος κι ήταν τόσο ευτυχισμένος όταν το έλαβε. Και μετά όμως έπρεπε να του αποκαλύψω την αλήθεια. Το έκανα επειδή ήθελα τόσο πολύ να δώσω στον πατέρα μου την ευκαιρία που περίμενε. Είχε τέτοια εμμονή με το ταλέντο ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή αργότερα του είπα το εξής: «Άντε ρε πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος συνθέτης που υπάρχει στον κόσμο; Θα μπορούσες να πεις ότι είσαι ο νούμερο ένα συνθέτης και ότι απέχεις μακράν από τους υπόλοιπους;» «Όχι», μου απάντησε. «Εδώ υπήρξε ολόκληρος Μότσαρτ ολόκληρος Μπετόβεν, τι είμαι εγώ μπροστά σ’ αυτούς;» «Ωραία πατέρα διευκρινίσαμε ότι δεν είσαι το μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο του κόσμου. Μήπως είσαι ο χειρότερος συνθέτης που υπάρχει στον κόσμο; Ο πιο φρικτός, ο πιο απαίσιος;» «Όχι», μου απάντησε. «Ούτε αυτό είσαι. Ωραία. Τώρα ξέρεις ποιος είσαι. Είσαι κάτι ανάμεσα στο “χειρότερος συνθέτης στον κόσμο και στον Μότσαρτ”». Κάπως ετσι νιώθω και εγώ. Μπορεί να μην είμαι ο καλύτερος ή ο χειρότερος βρίσκομαι κάπου στο ενδιάμεσο. Και να σας πω την αλήθεια δε με νοιάζει κιόλας τόσο πολύ να είμαι ταλαντούχους. Με ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα να είμαι ένας από αυτούς που συνεχίζουν να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα.
– Οι επιρροές ή οι επιλογές είναι πιο καθοριστικές στη ζωή γι’ αυτό που τελικά καταλήγουμε να κάνουμε;
Εγώ νομίζω ότι οι επιλογές μας είναι ίδια μας η ζωή. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα τραβήξει τον έναν ή τον άλλον δρόμο, έχει δυνατότητα να χειριστεί τις πιέσεις που θα δεχθεί στη ζωή. Συνήθως, όμως, το μέλλον της ζωής μας κρίνεται από τις επιλογές που κάνουμε και την δράση που αναπτύσσουμε. Με λίγα λόγια, απλά, κρίνεται από τις πράξεις μας. Και βέβαια υπάρχει φιλοσοφία που λέει ότι όταν κάνουμε μια επιλογή, την ίδια στιγμή όλες οι άλλες πιθανότητες, ενώ αποκλείονται για εμάς, εξακολουθούν να υπάρχουν χωρίς εμάς.
– Το ταξίδι της ζωής θα είχε ενδιαφέρον αν δεν είχε τέλος;
Εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι υπάρχει τέλος, διότι νιώθω εξοικειωμένος με αυτή την ιδέα. Μπορεί η ζωή μου να τελειώσει απόψε, μπορεί την επόμενη εβδομάδα, μπορεί και σε 30 χρόνια. Το έχω ξαναπεί όταν έρθει η ώρα του τέλους θα φύγω με την αίσθηση πως σχεδόν ό,τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου το έκανα. Ποτέ δε φοβήθηκα να κάνω κάτι, ποτέ δεν έκανα πίσω σε κάτι. Κάνοντας ένα φλάσμπακ λίγο πριν από το τέλος, θα είμαι τόσο απασχολημένος με το να θυμάμαι τις ευτυχισμένες στιγμές, ούτε καν θα προσέξω το θάνατό μου. Θα σας πω κάτι το οποίο λέω συχνά αλλά μου συμβαίνει κάθε μέρα. Το γραφείο μου είναι στον όγδοο όροφο. Όταν μπαίνω λοιπόν στο ασανσέρ για να κατέβω στο ισόγειο, κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι: «Τώρα πεθαίνω!» Και όταν αρχίζω να σκέφτομαι τη ζωή μου, τα παιδιά μου, τις ταινίες μου, τα σενάρια, ξέρετε, όλα αυτά, ούτε λίγο πολύ, όλο αυτό μοιάζει σαν μια στιγμή προτού πεθαίνεις. Βλέπεις τη ζωή σου να περνάει αστραπιαία μπροστά από τα μάτια σου. Και ξαφνικά ανοίγει πόρτα, βρίσκομαι στο ισόγειο, είμαι ζωντανός και βγαίνω! Ίσως κάποια μέρα αντί να ανοίξει πόρτα και να βγω στο ισόγειο, να ανοίξει πόρτα και να βρεθώ στον άλλο κόσμο. (γέλια) Κάπως έτσι αντιμετωπίζω την έννοια του θανάτου. Αλλά και να μην ανοίξει ποτέ αυτή η πόρτα δε με πειράζει καθόλου. Έχω πολύ ωραία πράγματα να σκεφτώ για τη ζωή μου. Και πιστεύω ότι το μυστικό για ένα ευτυχισμένο θάνατο είναι το να έχεις ζήσει μία ευτυχισμένη ζωή.
– Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανιώσει απ’ όλα αυτά που κάνατε στη ζωή σας; Κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει και δεν τολμήσατε να το κάνετε;
Με εξαίρεση ίσως 1-2 πράγματα, δε μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου. Δε φοβήθηκα ποτέ να ρισκάρω. Πιστεύω ότι το πιο τραγικό πράγμα για έναν άνθρωπο είναι να περάσει όλη του τη ζωή φοβούμενος να ρισκάρει και να μην κάνει πράγματα που η καρδιά του λαχτάρα. Δεν ξέρω για ποιον λόγο θα επέλεγε κάποιος χαλαλίσει κάτι τόσο πολύτιμο όσο είναι η ζωή, επιλέγοντας να λειτουργήσει συντηρητικά, όπως ένας συντηρητικός.
– Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να κάνουν πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, να πάρουν τα ρίσκα που πρέπει, για να απολαύσουν το υπέροχο της ζωής;
Για πολλούς αυτό που τους εμποδίζει να πάρουν ρίσκα στη ζωή τους, είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Ένας φόβος που κουβαλούνε οι άνθρωποι εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κίνδυνοι βεβαίως εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, αλλά τότε οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν την τροφή τους, ένα καταφύγιο για να αποφύγουν τις επιθέσεις ή για να μη γίνουν οι σκλάβοι ενός στρατεύματος. (Γέλια) Νομίζω ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το ένστικτο της επιβίωσης στο τρόπο που αντιμετωπίζουν πολλοί την ζωή τους. Σε εμάς που προερχόμαστε από οικογένειες μεταναστών το ρίσκο θα έλεγα ότι είναι ένας τρόπος ζωής. Γιατί έχουμε σε μεγάλο βαθμό έρθει αντιμέτωποι, με την ανασφάλεια. Είμαστε άνθρωποι που για να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε και να επιβιώσουμε, αναζητούμε μια πατρίδα ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν μια άλλη γλώσσα, τρώνε διαφορετικά φαγητά, μεγαλώνουν σε μία τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα από αυτή που μεγαλώσαμε εμείς. Για όλους όσους φύγαν από τα σπίτια τους, για να βρουν μια άλλη πατρίδα, οι μετακινήσεις αυτές, ήτανε σα να φεύγαμε για να πάμε στο φεγγάρι. Οι πρόγονοι μας ήταν σκληρά καρύδια, γι’ αυτό κι εμείς οι απόγονοι τους, βγήκαμε έτσι σκληροί και με μια μεγάλη διάθεση για ρίσκο.
– Υπάρχει και η άποψη που λέει ότι όταν οι άνθρωποι λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι δημιουργικοί, θα πρέπει να επινοήσουν καινούργιο αγώνα επιβίωσης. Συμφωνείτε;
Εγώ νομίζω ότι όταν ο άνθρωπος ξεπεράσει το πρόβλημα της επιβίωσης από κει και πέρα υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που μπορεί να μάθει, μπορεί να πειραματιστεί, μπορεί να μελετήσει, να γιορτάσει, να απολαύσει. Δε νομίζω ότι χρειαζόμαστε προβλήματα για να είμαστε δημιουργικοί. Πρώτα απ’ όλα είμαστε άνθρωποι. Πάντα θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με προβλήματα τα οποία έχουν φυσική προέλευση, όπως οι τυφώνες και τα τσουνάμι. Επομένως δε χρειάζεται να επινοήσουμε προβλήματα τα οποία πρέπει να επιλύσουμε για να δημιουργήσουμε. Τα προβλήματα είναι πάντα παρόντα στη ζωή. Είναι μέρος της ζωής, είναι περιεχόμενο της ζωής. Δε χρειάζεται επομένως να δημιουργήσουμε τεχνητά προβλήματα. Ούτε να επινοήσουμε προβλήματα για να γίνει ενδιαφέρουσα η ζωή μας, για να φανεί και η σχέση μας με το ρίσκο.
– Ναι, έχετε δίκιο, υπάρχουν πολλοί που αναρωτιούνται τι θα κάνουν οι άνθρωποι από τη στιγμή που το θέμα της επιβίωσης αντιμετωπιστεί; Τι θα κάνουν οι άνθρωποι αν όλοι φτάσουν σε ένα επίπεδο που μπορούν να ζούνε άνετα;
Θα ασχολούνται με την τέχνη, θα απολαμβάνουν την τέχνη, θα σπουδάζουν, θα ερευνούν, θα διδάσκουν, θα γιορτάζουν, θα εξασκούν το σώμα και το μυαλό τους. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα ζουν οι άνθρωποι στο μέλλον, διότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι οι άνθρωποι να μη δουλεύουν, να μη μοχθούν για να έχουνε να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα μοχθούν για να φτιάχνουν πράγματα όμορφα ή πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή τους.
– Γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τέχνη.
Νομίζω ότι την τέχνη την έχουμε στα γονίδια μας. Νομίζω η τέχνη είναι η διάθεση του ανθρώπου να κάνει πράγματα, να δημιουργήσει. Η τέχνη έχει να κάνει με την δημιουργική ορμή που έχουμε μέσα μας όλοι. Είναι πολύ όμορφο πράγμα αυτή η ορμή. Ακόμη και οι άνθρωποι το σπηλαίων την είχα. Και αυτοί ζωγράφιζαν. Ακόμα και στα ζώα συναντάει κανείς αυτή την ορμή. Σε απλές μορφές βεβαίως. Το βλέπουμε, ας πούμε, σε ένα πουλί όταν φτιάχνει τη φωλιά του. Στους ανθρώπους όμως το θεϊκό αυτό χάρισμα της δημιουργικότητας, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σε ότι έχουμε κάνει μέχρι σήμερα. Ένα από τα πράγματα που απολαμβάνω περισσότερο είναι το να θαυμάζω το μικρό αυτοκίνητό μου κάθε φορά που μπαίνω σε αυτό. Είναι τόσο έξυπνο, τόσο τέλειος ο τρόπος με τον οποίο το έχουνε σχεδιάσει, ώστε περισσότερο απολαμβάνω την πρακτικότητα, τη χρήσιμη ομορφιά ενός μικρού αυτοκινήτου πάρα ένα μπουκέτο με λουλούδια. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είμαστε ικανοί να εκτιμάμε την ομορφιά και την καλλιτεχνική δουλειά τόσο των άλλων ανθρώπων όσο και την δική μας. Και αυτό μας κάνει πολύ τυχερούς.
– Πώς εξηγείται που δύο άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά μέρη, διαφορετικές κουλτούρες που ονειρεύονται με διαφορετικό τρόπο, συναντώνται και κάνουνε ένα πράγμα από κοινού;
Θα μου επιτρέψετε να το θέσω κάπως αλλιώς. Η συνεργασία είναι το σεξ της δημιουργικότητας. Με την έννοια ότι σου προσφέρει την ίδια απόλαυση με τον έρωτα.
– Πέστε μου μια συνεργασία που έχετε ζηλέψει;
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει σπουδές συνεργασίες. Αυτή όμως που θαυμάζω πάρα πολύ ο συνεργασία ήτανε του Μπιλ Γουάιλντερ με τον Ντάιμοντ, εννοώ τον πολυβραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη-σεναριογράφο με τον συγγραφέα κωμωδιών του Χόλυγουντ δεκαετίας του 1940 και το 1950. Ο δεύτερος ήτανε γεννημένος από γονείς Ρουμάνους και μάλιστα γεννημένος εκεί, στην Ρουμανία. Σε τελική ανάλυση η δουλειά δεν είναι τίποτε άλλο από την προέκταση της διάθεσης που έχουνε οι άνθρωποι για παιχνίδι. Όλοι μας θέλουμε να παίζουμε με τους φίλους μας, με τη λογική ότι είναι καλύτερα να συνεργάζεσαι με κάποιους ανθρώπους παρά να δουλεύεις μόνος σου. Και νομίζω ότι περνάει κανείς καλύτερα όταν δουλεύει με άλλους, διότι είναι σα να παίζει. Μόνο που το παιχνίδι έχει και καμβά, και για μένα αυτό είναι που το κάνει ενδιαφέρον, αυτό είναι που το κάνει να μοιάζει περισσότερο με άσκηση.
– Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
Προέρχομαι από μια οικογένεια μεταναστών που ήρθαν στην Αμερική από μία μεσογειακή χώρα, από την Ιταλία, μία χώρα με τεράστια παράδοση. Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι η Αμερική είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο, αλλά ο πατέρας μου της απαντούσε: «Ναι, αλλά οι Ιταλοί έχουν αυτή την απίστευτη παράδοση στην τέχνη, στην μουσική, στην αρχιτεκτονική, στις γυναίκες».
– Αλήθεια, τι δουλειά έκανε ο πατέρα σας;
Ο πατέρας μου ήταν όπως σας είπα μουσικός. Συνέθετε ο ίδιος μουσική και συγχρόνως ήταν σπουδαίος φλαουτίστας. Έπαιζε φλάουτο στην ορχήστρα του Αρτούρο Τοσκανίνι.
– Εσείς πως αποφασίσετε να γίνεται σκηνοθέτης;
Η οικογένειά μου άλλαζε συνεχώς σπίτια και πόλεις και εγώ είχα αλλάξει πολλά σχολεία. Έτσι ήμουν πολύ μοναχικό παιδί. Στο σχολείο όμως ήθελα πάντα να βρίσκομαι εκεί όπου ήταν τα κορίτσια και επειδή πάντα τα κορίτσια ήτανε στο θεατρικό τμήμα, εκεί πήγαινα και εγώ. Επειδή τα πήγαινα πολύ καλά με την τεχνολογία, μπορούσα να χειρίζομαι τα φώτα και διάφορα τέτοια, άρα τους ήμουν χρήσιμος κατά κάποιο τρόπο. Πολλές επιλογές στη ζωή μου πάντως είχαν να κάνουν με το που ήταν τα κορίτσια. (Γέλια) Ήθελα να κινούμαι και εγώ στα ίδια μέρη για να μπορώ να τα συναντώ.
– Λέτε το πραγματικό ταλέντο σας να ήταν τα κορίτσια;
Όχι όχι. Δεν ήταν ταλέντο αυτό. Ήταν επιθυμία!
– Πως καταλαβαίνει ένας δημιουργός ότι το έργο του είναι σημαντικό, είναι καλό;
Καταρχάς το καταλαβαίνει από τη συγκίνηση που νιώθει και ο ίδιος όταν το κάνει. Στη συνέχεια αυτό γίνεται κατανοητό μέσω του κοινού. Το κοινό είναι αυτό που κάνει ένα έργο σημαντικό.
– Πιστεύετε ότι η αλήθεια αποτελεί ζητούμενο; Όλα αυτά που λέμε έχουν σχέση με την αλήθεια;
Ξέρετε, οι Ινδοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι υπάρχουν πράγματα που είναι «έτσι» και πράγματα που «δεν είναι έτσι» ή πράγματα τα οποία συνδυάζουν το «έτσι» και το «αλλιώς». Επίσης υπάρχουν πράγματα, που δεν είναι «ούτε έτσι» ούτε «αλλιώς». Επομένως όλα τα πράγματα έχουνε την διττή φύση που έχει και η ίδια η ζωή. Η αλήθεια είναι επινόηση των ανθρώπων, όπως και ο χρόνος. Στην πραγματικότητα όμως η αλήθεια και ο χρόνος δεν υπάρχουν.
– Στα ελληνικά «αλήθεια» είναι ό,τι δεν ξεχνιέται… συμφωνείτε με αυτό;
Αυτό που λέτε είναι αλήθεια και συγχρόνως δεν είναι αλήθεια. Είναι και τα δύο. Η δική μου αίσθηση είναι ότι οι άνθρωποι είναι όπως είναι, διότι, συνήθως, το μυαλό τους και γενικώς η ύπαρξη τους βρίσκεται είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Ο λόγος είναι ότι δε νιώθουν καθόλου άνετα με το παρόν, διότι τους ταράζει, δεν μπορούν το υποτάξουν. Κανένας δεν ξέρει αν αυτό που ζει εκείνη τη στιγμή είναι «έτσι» ή «αλλιώς», αν είναι «καλό» ή «κακό». Ενώ το παρελθόν ξέρουμε πως ήταν, θυμόμαστε πότε τα πράγματα ήταν καλά και ποτέ δεν ήταν. Το μέλλον, πάλι, το ονειρευόμαστε. Λέμε: «Όταν τελειώσει η ταινία μου θα αρέσει στον κόσμο» ή «Η γυναίκα μου τα Χριστούγεννα θα μου κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο». Και το παρελθόν και το μέλλον ελέγχονται. Ενώ το παρόν όχι. Νομίζω ότι γι’ αυτό το λόγο τόσοι λίγοι άνθρωποι ζουν το παρόν. Και έτσι χάνουν τη ζωή τους. Αντιθέτως, τα ζώα ζουν το παρόν επειδή δεν μπορούν να αντιληφθούν ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Νομίζω ότι κάπως έτσι συμβαίνει και με την αλήθεια.
– Ο κινηματογράφος είναι ένα μεγάλο ψέμα που εν τέλει αποδεικνύεται αλήθεια;
Αν είναι έτσι τότε όλες οι μορφές τέχνης είναι ένα μεγάλο ψέμα. Ο κινηματογράφος, η τέχνη γενικότερα, μοιάζει πολύ με τη ζωή. Ακόμα και πριν από την Ελλάδα, στην αρχαία Ινδία, υπήρχαν άνθρωποι που η σκέψη τους είχε τρομερό ενδιαφέρον. Μερικές φορές νομίζω ότι η ανατολική σκέψη ταιριάζει λίγο περισσότερο με την ανθρώπινη ύπαρξη.
– Τι κάνει μια ταινία καλή ή κακή;
Πρώτα πρώτα, για μένα κάθε ταινία είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς. Δεν είσαι μόνος σου σε ένα δωμάτιο και δημιουργείς. Για μένα συγκίνηση βγάζει ένα έργο, όταν η ψυχή που έβαλες σε αυτό το βοηθάει να ζωντανέψει. Σε τελική ανάλυση, για μένα αυτό είναι το ζητούμενο. Το να μπορέσει μια δουλειά να αποκτήσει ζωή, να μπορεί δηλαδή να ζει, να αναπνέει, που σημαίνει ότι ανεξαρτοποιείται το τελικό αποτέλεσμα, από αυτό που εσύ είχες αρχικώς στο μυαλό σου. Επομένως δεν μετράει αν κάτι θα βγει ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Έτσι όπως όταν έχει κανείς παιδί και βλέπει σε αυτό, όχι το όμοιο του, αλλά τον εαυτό του, τις ιδέες του, την σφραγίδα του, την διαφορά του, την μοναδικότητα του. Περισσότερο όμως βλέπεις ότι το παιδί σου, έχει πλέον την δική του ζωή, ότι είναι ανεξάρτητο. Για μένα και ένα έργο τέχνης, έχει βρει τον προορισμό του, όταν γίνεται ανεξάρτητο από τον δημιουργό του. Οπότε είναι σαν να γίνεσαι λιγάκι θεός, με την έννοια ότι δίνεις ζωή σε κάτι. Αυτό είναι για μένα το ζητούμενο. Το να μπορεί μιά ταινία να έχει την δική της ζωή. Για να δημιουργηθεί μια ταινία δουλεύεις με τους ηθοποιούς, με ένα σωρό άλλους συνεργάτες. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο δικό σου δημιούργημα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ απλώς το ενθαρρύνεις να γεννηθεί. Προσωπικώς, την συγκίνηση της επιτυχίας δεν την νιώθω ανάλογα με το τι θα πουν οι κριτικοί ή με τα πόσα χρήματα θα φέρει μια ταινία. Την νιώθω ανάλογα με το εάν μου δημιουργεί την αίσθηση ότι το έργο ότι απέκτησε δική του ζωή και πλέον μπορεί να σταθεί από μόνο του.
– Γιατί την επιτυχία ή την αποτυχία μίας ταινίας τι πιστώνεται πάντα ο σκηνοθέτης;
Γιατί λένε ότι ο μαέστρος είναι τόσο σημαντικός σε μια ορχήστρα αφού δε βγάζει ούτε έναν ήχο; Είναι πιο δύσκολο ξέρεις να παίξεις βιολί από το να διευθύνεις μια ορχήστρα. Θα σας το πω διαφορετικά κύριε Λάλα. Κάποτε μου είχαν πει «Ο Ντιν Ταβουλάρης έκανε περισσότερο από σένα στην ταινία». Ξέρετε τι τους απάντησα; «Ναι έκανε, εγώ όμως τον διάλεξα για να κάνει στην ταινία τα σκηνικά και όλα τα υπόλοιπα που έκανε». Καλώς η κακώς ο σκηνοθέτης είναι ο καπετάνιος και υπόλοιποι συντελεστές το πλήρωμα. Όλοι γνωρίζουν ή, τουλάχιστον, ελπίζω να γνωρίζουν, ότι για να γίνει μια ταινία μερικές φορές πρέπει να δουλέψουν χιλιάδες άνθρωποι. Ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός παραδοσιακά είναι αυτοί που παίρνουν τις τελικές αποφάσεις. Από πίσω τους όμως υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων. Οπότε συμφωνώ ότι το αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε να χρεώνεται μόνο στο σκηνοθέτη. Χρεώνεται όμως στον σκηνοθέτη γιατί χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσανε να συντονιστούν και να δουλέψουν όλοι υπόλοιποι.
– Πως ένας σκηνοθέτης αποκτάει αυτό που λέμε υπογραφή; Πως γίνεται να βλέπουμε ένα έργο και να λέμε αυτό είναι έργο του Χίτσκοκ ή του Κόπολα;
Όλοι συγγραφείς και γενικότερα οι καλλιτέχνες γι’ αυτό παλεύουν. Όσον αφορά την συγγραφή λέμε ότι ένας συγγραφέας ψάχνει να βρει τη φωνή του. Σε έναν πίνακα του Μοντιλιάνι ή του Καραβάτζιο βλέπεις ότι υπάρχει το αποτύπωμα του δημιουργού. Στο κρασί, πάλι, το ονομάζουμε «καταγωγή», που σημαίνει ότι ένα κρασί βγήκε από συγκεκριμένη περιοχή και ότι κανένα άλλο κρασί δεν είναι σαν αυτό. Ε, αυτό το πράγμα που σας λέω, η κόρη μου η Σοφία το έχει κι ας είναι «κόρη του Κόπολα». Αν δει κάποιος μια ταινία της ξέρει ότι την έχει κάνει η Σοφία, διότι η ταινία φέρει τη σφραγίδα της. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Όταν καταφέρουν να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι χωρίς να διαβάζουν την υπογραφή, ότι το ποίημα, η ταινία, η σύνθεση είναι δική τους, τότε οι καλλιτέχνες έχουν βρει την υπογραφή τους.
– Την μοναδικότητα μας την κατακτάμε με τις εμμονές μας; Τα λάθη μας πόσο συμμετέχουν στη μοναδικότητα μας;
Η ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου αποτελεί συνδυασμό της φυσικής του δομής, της περιπλοκότητας που παρουσιάζει το μυαλό του και της συνειδητότητας που αποκτά διαμέσου της γλώσσας που χρησιμοποιεί για να εκφραστεί. Όποιος λοιπόν δημιουργεί αληθινή τέχνη, βγάζει σε αυτή τις εμμονές, τα πάθη, τις διατροφές, τις επιθυμίες, τις ορέξεις του χαρακτήρα του. Μέσα από αυτό που κάνει εκφράζει τα πάντα και έτσι δημιουργούμε αυτό που ονομάζεται «αληθινή τέχνη». Σήμερα υπάρχει βεβαίως και εμπορική τέχνη. Έρχεται κάποιος, σου δίνει ένα σενάριο και σου λέει: «Αυτό είναι, αυτό θέλουμε να κάνεις, και θα πληρωθείς κανονικά γι’ αυτό». Σε αυτή την περίπτωση, πάλι, χρησιμοποίησες όλα τα στοιχεία που σε χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο, αλλά λιγότερο. Γιατί το κάνεις όπως όταν ένας αρχιτέκτονας φτιάχνει ένα σπίτι για έναν πελάτη, ο οποίος του λέει θέλω να μου φτιάξεις ένα σπίτι σαν εκείνο που μου άρεσε. Όπως συμβαίνει με όλες τις δουλειές, κάνεις αυτό που σου ζητάει το αφεντικό, ο πελάτης. Ακόμα όμως και με αυτόν τον περιορισμό, προσπαθείς να χρησιμοποιήσεις την δική σου άποψη, την προκατάληψη σου, τις εμμονές σου, όλα δηλαδή αυτά που συνιστούν τον χαρακτήρα σου, την υπογραφή σου. Αυτό να είναι το πιο σημαντικό. Ό,τι και να κάνεις, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, το αποτέλεσμα θα περικλείει όλα όσα είσαι εσύ: εμμονές, ορέξεις, λάθη, αυτό που είναι η μοναδικότητά σου! Καθετί που κάνει ένας δημιουργός είναι το δικό του σχόλιο, γύρω από την ζωή και τον κόσμο.
– Τι σημαίνει για σας καλός ηθοποιός;
Καλός ηθοποιός είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά αυτό που υποδύεται, χρησιμοποιώντας βέβαια πάντα τα δικά του χαρακτηριστικά. Καλός ηθοποιός είναι αυτός που μπορεί με εντιμότητα και ειλικρίνεια, να καταβληθεί στα βάθη της ψυχής του, υποδυόμενος έναν άλλο. Για να το καταφέρει αυτό απαιτούνται ορισμένες τεχνικές ικανότητες για να ξέρει κάποιος πως θα σταματήσει στο σωστό σημείο πορευόμενος μέσα από τα φώτα. Είναι πολλές οι τεχνικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας ηθοποιός που θεωρείται καλός. Το βασικότερο όλων όμως, είναι να μπορέσει, παραμένοντας ειλικρινής και έντιμος με τον εαυτό του, να φιλτράρει ορισμένα στοιχεία του, έτσι ώστε να γίνει κάποιος άλλος, παραμένοντας ωστόσο απολύτως συνεπής με αυτό που είναι ο ίδιος στην πραγματικότητα.
– Έχοντας δουλέψει με ηθοποιούς που αγγίζουν τα όρια του μύθου, θα λέγατε ότι υπάρχει πράγματι διαφορά μεταξύ του καλού και του μεγάλου ηθοποιού;
Είναι το ίδιο πράγμα με αυτό που λέγαμε πριν για την καταγωγή ενός κρασιού. Κατά κάποιον τρόπο ο μεγάλος ηθοποιός, κάνει αυτό που μόλις είπαμε. Προσθέτει όμως στον περίπλοκο συναισθηματικό κόσμο που διαθέτει και το μεγαλείο του μυαλού του, τις σκέψεις του. Ένας άνθρωπος όπως ο Μάρλον Μπράντο για παράδειγμα, δεν είναι απλώς ένας πολύ καλός ηθοποιός επειδή είχε ένα πρόσωπο που έδειχνε τα συναισθήματά του με διάφανο τρόπο. Ο Μάρλον Μπράντο είχε μεγάλο ενδιαφέρον και ως στοχαστής ο ίδιος. Οπότε, το πολύ υψηλό πνευματικό επίπεδο που διέθετε του επέτρεπε να αφήνει πίσω του μοναδικές ερμηνείες. Προσθέτει δηλαδή στις ερμηνείες του ένα βάθος που ανήκε στο βάθος της σκέψης του.
– Εάν είναι έτσι όπως τα λέτε, τότε ένας μικρός άνθρωπος, ένας άνθρωπος με μία ρηχή σκέψη, δεν θα μπορούσε να υποδυθεί έναν μεγάλο ρόλο ή έναν ρόλο με έναν μοναδικό τρόπο;
Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς με αυτή την έννοια το μέγεθος ενός ανθρώπου. Μπορεί κάποιος που δείχνει μικρός, να μην είναι τελικά και τόσο μικρός. Πάρτε για παράδειγμα τον Προυστ. Στο Παρίσι οι φίλοι του τον είχανε για μικρό άνθρωπο και έλεγαν: «Α, ο Μισέλ κάνει κάτι στο δωμάτιο του». Μόλις όμως αποκαλύφθηκε η δουλειά του, τότε αποδείχτηκε ότι αυτός ήτανε γίγαντας και ότι μικροί ήταν αυτοί που τον είχανε κατηγορήσει ότι ό,τι κάνει το κάνει προσωπικά μέσα στο δωμάτιο του. Ο Φρανσουά Μοριάκ και όλοι αυτοί οι συγγραφείς αποδείχτηκαν ότι τελικά ήταν μικροί. Νομίζω λοιπόν ότι είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς ποιος είναι μικρός άνθρωπος και ποιος δεν είναι, βασιζόμενος στα επιφανειακά χαρακτηριστικά.
– Τι είναι για σας μεγάλος σκηνοθέτης;
Νομίζω ότι κοιτάζοντας κάνεις ένα πλάνο σε μια κινηματογραφική ταινία καταλαβαίνει πως οτιδήποτε βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το πλάνο, είτε είναι αυτοκίνητο είτε ένας άνθρωπος ή οτιδήποτε άλλο, είναι σημαντικό, αναγκαίο, αναπόφευκτο να υπάρχει εκεί που υπάρχει. Αυτό πιστεύω ότι είναι που κάνει τη διαφορά. Οπότε έχεις το άγχος να βεβαιωθείς ότι αυτό που θα δείξεις μέσα στο συγκεκριμένο πλάνο θα συμβάλλει στην συνολική ομορφιά που θα αποπνέει η ταινία που φτιάχνεις. Παρόλο λοιπόν που σκέφτεσαι ότι μέσα σε αυτή τη σκηνή, σε αυτό το πλάνο, πρέπει να βάλεις ένα αυτοκίνητο, ταυτόχρονα έχεις στο μυαλό σου πάντα, ότι μέσα σε μία εικόνα αυτό που βάζεις παίρνει και μια άλλη αξία, μια αξία που κάνει τα πράγματα αναγκαία, υποχρεωτικά και όχι αφημένα στην τύχη τους. Αυτός που το βλέπει, αυτός που βλέπει αυτή τη σκηνή, πρέπει να νιώθει, ότι αν έλειπε αυτό το αυτοκίνητο από τη σκηνή, η σκηνή δεν θα ήταν ίδια, η σκηνή θα ήταν μια άλλη σκηνή που θα της έλειπε κάτι. Στα σπουδαία έργα όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτά είναι αναγκαία. Όπως στους μεγάλους πίνακες ζωγραφικής. Τίποτα δεν είναι περιττό. Τίποτα δεν είναι βαλμένο στην τύχη. Και αν είναι κάτι βαλμένο στην τύχη δεν φαίνεται αποτέλεσμα τύχης αλλά αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
– Είστε από τους λίγους ανθρώπους που από την αρχή δε φοβηθήκατε την επανάσταση την τεχνολογική δεν φοβηθήκατε την τεχνολογία στον κινηματογράφο. Αυτό το έχουμε νιώσει όλοι όσοι βλέπουμε τις ταινίες σας. Όπως λέει κιόλας ο φον Τρίερ, είστε ένας άνθρωπος που ξέρει να προσαρμόζεται στο καινούργιο. Τι λέτε εσείς για όλα αυτά;
Αυτό με χαρακτηρίζει. Ήταν το μόνο στο οποίο ήμουν πολύ καλός στο σχολείο. Κατα τ’ άλλα ήμουν πολύ κακός μαθητής. Ήμουν φρικτός στα μαθηματικά, και σχεδόν σε όλα τα μαθήματα. Παρόλο που το σχολείο έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο για τον πατέρα μου, εγώ σε όλα τα μαθήματα τα πήγαινα χάλια. Σε ότι είχε να κάνει όμως με την τεχνολογία ήμουν πάντα κορυφή. Από μικρός έγινα φίλος με την τεχνολογία. Πήγα στο θέατρο επειδή μπορούσα να χειριστώ τα φώτα, όλα όσα είχαν σχέση με τον ηλεκτρισμό. Από την άλλη είχα και πολύ καλή σχέση με αυτό που λέμε ιστορίες, αφηγήσεις. Σε μένα λοιπόν αυτά τα δύο πράγματα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο συνδυασμός της τεχνολογίας με την αγάπη μου να αφηγούμαι ιστορίες. Νομίζω ότι σε τελική ανάλυση αυτό είναι ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου. Σήμερα, που έχω το προνόμιο να ανίκω στο χώρο του κινηματογράφου, δε νιώθω φόβο για την τεχνολογία, επειδή καταλαβαίνω ότι κινηματογράφος σημαίνει τεχνολογία. Ο κινηματογράφος γεννήθηκε χάρη σε μια μηχανική επινόηση, άρα χωρίς την τεχνολογία δεν θα υπήρχε κινηματογράφος. Όπως την ζωγραφική αν δεν υπήρχαν τα λάδια, οι μπογιές και τα χρώματα, δεν θα μπορούσε κάποιος να ζωγραφίσει. Όλα αυτά είναι εργαλεία τα οποία τα χρειαζόμαστε στον κινηματογράφο για να κάνουμε ένα έργο, δηλαδή ότι έχει να κάνει με την τεχνολογία είναι αυτό που αποτελεί το εργαλείο για να φτάσουμε να κάνουμε ένα κινηματογραφικό μας όνειρο πραγματικότητα. Αυτό είπα σήμερα και στους σπουδαστές του κινηματογράφου, εδώ, σε αυτή την πόλη που έκανα ένα μάθημα σκηνοθεσίας. Τους είπα συγκεκριμένα: «Δεν έχει σχέση, αν χρησιμοποιείτε ψηφιακή ή παραδοσιακή κινηματογραφική μηχανή. Το σημαντικό είναι το όραμα: Το πως θα παίξουν ηθοποιοί, πόσο καλό θα είναι το σενάριο και τι συναίσθημα θα βγάλετε στην ταινία που κάνετε. Το σημαντικό είναι το κατά πόσο πέτυχες, στην πάλη σου με τα εμπόδια για να φτιάξεις κάτι όμορφο, να φτιάξεις αυτό που ονειρευόσουν. Η τεχνολογία έτσι κι αλλιώς συνεχώς αλλάζει και παραμένει ένα αναγκαίο εργαλείο για να καταφέρεις να πετύχεις το κινηματογραφικό σου όνειρο».
– Τι χάνουν και τι κερδίζουν οι άνθρωποι μεγαλώνοντας κύριε Κόπολα;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω εύκολα σε αυτή την ερώτηση, γιατί εγώ νιώθω ότι δε μεγαλώνω. Δεν ξέρω αν εσείς μεγαλώνετε. (Γέλια) Νομίζω ότι δεν είναι ανάγκη να μεγαλώνουμε. Μπορούμε αυτή την αίσθηση του δέους και του θαυμασμού που νιώθουμε όταν ήμασταν παιδιά να την διατηρήσουμε σε όλη μας τη ζωή. Εγώ νομίζω ότι αυτό κάνω. Διατηρώ το παιδί που έχω μέσα μου. Και απορώ όταν ακούω ανθρώπους να λένε ότι βαριούνται. Πως γίνεται να βαριέται κανείς ζώντας και δημιουργώντας και παραμένοντας παιδί; Υπάρχουν ένα σωρό βιβλία που μπορείς να διαβάσεις, ένα σωρό πράγματα που μπορείς να μάθεις, 1000 πράγματα που μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις!
– Αν καταλαβαίνω καλά από αυτά που λέτε, υπό αυτές τις προϋποθέσεις και με τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται το θέμα του χρόνου και της νεότητας, υπάρχουν άνθρωποι που είναι νέοι-γέροι, δηλαδή άνθρωποι που ενώ είναι ακόμα νέοι, βαριούνται και μοιάζουν πολύ κουρασμένοι και απόντες της ζωής.
Όπως υπάρχουν και οι γέροι-νέοι. Και οι δύο κατηγορίες αυτές υπάρχουν μέσα στη ζωή. Σήμερα, σε μια ομιλία μου στο μουσείο σύγχρονης τέχνης, είπα σε όλους ότι νιώθω σαν ένας 16αρης. Ο λόγος που νιώθω έτσι είναι γιατί όταν έφτασα στα 50 μου χρόνια δεν ένιωσα περίεργα, ίσα-ίσα ένιωσα τρομερά καλά, χάρηκα πάρα πολύ, γιατί είχα την εμπειρία 50 χρονών, να χρησιμοποιήσω για να συνεχίσω να κάνω πράγματα που θα έκανε ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας αιώνια νέος. Πιστεύω ότι είναι πολύ ωραίο για έναν άντρα να είναι 50 χρονών. Όταν όμως έφτασα 60, δε μου άρεσε και τόσο. Για αυτό συνέχισα να λέω ότι είμαι 50+10. Τώρα συνηθίζω να λέω ότι είμαι 50 και…
– Ζείτε μια αιώνια εφηβεία;
Καλά το λέτε, αυτό μου συμβαίνει. Έχω υποτιμηθεί σαν να είμαι νόμισμα, αλλά παραμένω με την αξία που είχα αρχικά όταν ήμουν παιδί. Του χρόνου λοιπόν θα μπορώ να οδηγώ, να πάρω δηλαδή δίπλωμα και να οδηγήσω το αυτοκίνητο που ονειρεύομαι, πιστεύω ότι θα ερωτευτώ το πρώτο κορίτσι της ζωής μου. Προσπαθώ με άλλα λόγια να διατηρήσω αυτό το θεϊκό μυστήριο που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να ζήσει και όχι να σκέφτεται πως θα πεθάνει.
– Από τότε που κάνατε το «Νονό» πόσο πιστεύεται ότι έχει αλλάξει ο κινηματογράφος; Γενικά είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι τελικά ο κινηματογράφος αλλάζει με τα χρόνια;
Έχει αλλάξει, με την έννοια ότι τα κακά που υπήρχαν ανέκαθεν στο χώρο σήμερα έχουν επιβληθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Δεν μπορείς δηλαδή να κάνεις πια ταινίες. Είναι η δουλειά τέτοια που δεν μπορείς να κάνεις εύκολα το όνειρο σου πραγματικότητα. Ο κινηματογράφος είναι ακριβή ιστορία κι οι μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηματοδοτών του κινηματογράφου, φυσικά χρηματοδοτούν τα φιλμ που θα τους βοηθήσουν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Τα στούντιο θέλουν να φτιάχνουν ταινίες χωρίς το ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους. Το να θέλεις σήμερα να κάνεις καλές ταινίες χωρίς ρίσκο είναι σα να θέλεις να κάνεις παιδιά χωρίς σεξ. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι χρηματοδότες. Δεν υπάρχει λοιπόν τέχνη χωρίς ρίσκο, και αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ τους ονειροπόλους που ψάχνουν να βρουν χρήματα από ανθρώπους που θέλουν να βάλουν χρήματα χωρίς ρίσκο. Δεν μπορεί να παραχθεί τίποτα ενδιαφέρον στη ζωή χωρίς να ρισκάρεις.
– Εσείς πως επιλέξετε αυτές τις ταινίες που κάνετε; Με τι κριτήρια κάνετε τις επιλογές σας;
Ο «Νονός» ήταν απλώς μια δουλειά που μου πρότειναν να κάνω. Μια παραγγελία. Εγώ τότε δεν είχα καθόλου λεφτά. Φυσικά μετά έγινα γνωστός, οπότε μαζί με το φίλο μου, τον Τζορτζ Λούκας, κάναμε το σενάριο του «Αποκαλύψη Τώρα», το οποίο ήταν να το σκηνοθετήσει ο Τζορτζ. Εκείνη την εποχή όμως ήταν πολύ απασχολημένος με μια άλλη ιδέα, η οποία τελικά κατέληξε στον «Πόλεμο των Άστρων». Τότε λοιπόν, σκέφτηκα ότι το «Αποκάλυψη Τώρα» θα μπορούσε να γίνει μια επιτυχημένη πολεμική ταινία. Μία πολεμική ταινία την, συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα μπορούσε να γίνει και μεγάλη επιτυχία, θα μπορούσε να φέρει πάρα πολλά χρήματα. Πάντα ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ταινία η οποία θα κάνει πολλά λεφτά και θα μας δώσει έτσι μετά τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι πιο προσωπικό. Είπα λοιπόν, «OK, θα την κάνω εγώ και ίσως να είμαι τυχερός». Που να ήξερα τότε ότι τελικά η ταινία αυτή θα γινόταν μια πολύ προσωπική ταινία και ταυτόχρονα μια πολύ μεγάλη επιτυχία!
– Με συγχωρείτε που θα επιμείνω λίγο, πιστεύω όμως ότι είναι απορίας άξιον πως αναλάβατε να κάνετε το «Νονό», μια ταινία δηλαδή που στηρίζεται σε ένα σενάριο, και πιο συγκεκριμένα σε ένα βιβλίο, που από τους Times της Νέας Υόρκης, είχε χαρακτηριστεί «σκουπίδι»; Πως δηλαδή αναλαμβάνετε να κάνετε μια ταινία που ξεκινάει από ένα βιβλίο που δεν θεωρείται καλό, εσείς, ένας σκηνοθέτης, που δεν ήταν τότε διάσημος;
Όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ήταν ένα μπεστσέλερ που βέβαια δεν ήταν καλής ποιότητας. Αλλά ήταν ένα μπεστσέλερ. Έχω ξανά μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα. Η ιστορία όμως έχει ενδιαφέρον και, φυσικά, δεν ήμουν ο πρώτος στον οποίο πρότειναν να κάνει αυτή την ταινία. Η Paramount είχε αποταθεί στο Ρίτσαρντ Μπρουκς και στον Κώστα Γαβρά, αλλά και οι δύο είχαν απορρίψει την πρόταση. Το ίδιο και αρκετοί άλλοι σκηνοθέτες, ώσπου έφτασαν και στο δικό μου όνομα. Εγώ τότε είχα την φήμη ότι μπορώ να κάνω μια ταινία οικονομικά. Επιπλέον ήμουν και ο ίδιος συγγραφέας σεναρίων, και Ιταλός, άρα φαινόμουν ένας ενδιαφέρων στόχος, παρότι ήμουν άσημος σκηνοθέτης…
– Έχω διαβάσει κάπου ότι όταν πήγατε να πρωτο διαβάσετε αυτό το βιβλίο το εγκαταλείψετε στις πρώτες σελίδες. Αληθεύει;
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Δεν ξεπέρασα την 50η σελίδα. Έφτασα στο σημείο όπου ο τραγουδιστής, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, είχε τρελαθεί με την Σόνι Κορλεόνε, επειδή ο κόλπος της ήταν τεράστιος. Είπα: «Θεέ μου, τι είναι αυτό; Ξέχνα το, δε γίνεται, δεν μπορεί να γίνει ποτέ ενδιαφέρουσα ταινία». Φυσικά αυτό το κομμάτι δεν μπήκε ποτέ στην ταινία. Τελοσπάντων, 45 μήνες αργότερα μου ξανά παρουσιάστηκε αυτό το θέμα, εγώ βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και είπα να το ξαναδώ. Και τότε αντιλήφθηκα ότι ο πυρήνας της ιστορίας του βιβλίου ήταν η οικογένεια, η σχέση πατέρα και γιων, το ζήτημα της διαδοχής, της ισχύος της εξουσίας. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αυτό θα γινόταν ένα πολύ ωραίο σενάριο αν μπορούσα να παραλείψω όλα τα άλλα τα οποία δεν μου άρεσαν σε αυτό το βιβλίο.
– Τελικά με το Φρανκ Σινάτρα συναντηθήκατε για την ταινία πότε; Μια που το όνομα του ήταν αρκετά συνδεδεμένο με την Μαφία, τον συναντήσατε;
Η αλήθεια είναι ότι τον συνάντησα πολλές φορές πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας. Συζητήσαμε για το κομμάτι του βιβλίου που υποτίθεται ότι αναφερόταν σε αυτόν, του είπα ότι δε μου άρεσε και ότι θα το περιόριζα. Με ευχαρίστησε γι’ αυτό. Μετά μου είπε ότι θα του άρεσε να παίξει το Νονό τον ίδιο. Μου είχε πει, να αγοράσουμε το βιβλίο και να το φτιάξουμε εμείς όπως πιστεύαμε. Τελικά δεν έγινε αυτό. Δεν ευοδώθηκε η συνεργασία μας.
– Τελικά, πως αποφασίσατε αυτό τον ρόλο, να τον δώσετε στο Μάρλον Μπράντο;
Μια Κυριακή απόγευμα, τότε που διάβασα για πρώτη φορά στους Times της Νέας Υόρκης την κριτική για το βιβλίο, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου και μπήκε ένας φίλος μου με κάποιον άγνωστο, ο οποίος ήτανε ο Αλ Ρούντι, ο μετέπειτα παραγωγός της ταινίας. Ο φίλος μου λοιπόν μου ανέφερε για πρώτη φορά αν θα με ενδιέφερε να σκηνοθετήσω το βιβλίο για το οποίο είχα διαβάσει νωρίτερα τα χειρότερα. Και κυριολεκτικά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ακριβώς όπως στο λέω. Ήτανε ο Μάρλον Μπράντον. Του είχα αφήσει ένα μήνυμα αν μπορούσα να του στείλω το σενάριο της «Συζήτησης», το οποίο είχα γράψει έχοντας τον στο μυαλό μου. Και πήρε να μου πει να του στείλω το σενάριο. Όλα αυτά συνέβησαν σε ένα απόγευμα. Με λίγα λόγια, η απόφαση ήταν αποτέλεσμα συμπτώσης. Φαίνεται και ακούγεται απίστευτο αλλά ήταν πραγματικά μια σύμπτωση.
-Σας ευχαριστω για την συνομιλία.
Κι εγω σας ευχαριστω.