Η Εντνα Ο’ Μπράιαν γεννήθηκε το 1930 στη Δυτική Ιρλανδία. Το 1952 παντρεύτηκε τον τσεχοϊρλανδό συγγραφέα Ερνεστ Γκέμπλερ και μετακόμισαν στο Λονδίνο. Χώρισαν έπειτα από 12 χρόνια γάμου έχοντας αποκτήσει δύο γιους. Από τότε ζει μόνιμα στο Λονδίνο. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 1960 με το μυθιστόρημα «Κοπέλες από την επαρχία», συγκεντρώνοντας διθυραμβικές κριτικές.  Μαχητική φεμινίστρια, έχει σήμερα στο ενεργητικό της μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, σενάρια, μελέτες για φιλολογικά και κοινωνικά ζητήματα, ενώ έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις. Τα περισσότερα βιβλία της έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά. Aυτή η συνέντευξη είναι το «παιδί» της συνάντησης της με τον Θανάση Λάλα, στην αυγή του 21ου αιώνα.

ΣΚΗΝΙΚΟ: 19 Μαρτίου 2000. Ήταν πρωί το ραντεβού μας. Ο καιρός έξω πολύ βαρύς… Κρύο τσουχτερό και τα ραδιόφωνα έλεγαν πως στα βόρεια χιονίζει… Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ… Είχα ξυπνήσει πολύ νωρίς, άκουγα τις ειδήσεις και έκανα προσπάθεια να σκεφθώ πώς να είναι σήμερα το κορίτσι που τάραξε την Ιρλανδία πριν από χρόνια. Τάραξε και θύμωσε τους γονείς της όταν δηλώνοντας συγγραφέας εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο που έκανε την πουριτανική κοινωνία στην οποία ζούσε να «μην ξέρει πού να κρυφτεί». Τα βιβλία της στην Ελλάδα έφθαναν τότε από τον εκδοτικό οίκο «Γλάρος» και εμείς τα διαβάζαμε και κάναμε τη δική μας επανάσταση μέσα από τις σελίδες τους, τα βάζαμε με τους γονείς μας και κοιτούσαμε τον δρόμο της φυγής ως τον δρόμο της περιπέτειας.

Η κυρία Ο’ Μπράιαν είναι μία ακόμη Ιρλανδή που το λέει η ψυχή της, έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία της δικής μας αγωνίας. Πέρασαν τα χρόνια και πιο συγκεκριμένα το σημερινό πρωινό η ώρα πλησίαζε 10… Εγώ στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» σήκωνα το ακουστικό και ζητούσα να με συνδέσουν με το δωμάτιο 521. «Παρακαλώ», ακούστηκε να απαντάει μια πολύ εύθραυστη φωνή… «Θανάσης Λάλας». «Σας περίμενα… Μπορείτε να ανεβείτε…». Με υποδέχθηκε με χαμόγελο, όπως με αποχαιρέτησε μετά από μιάμιση ώρα περίπου… Της θύμιζα, όπως είπε, τον Δαλάι Λάμα, μου θύμισε αιγυπτία βασίλισσα… Της είπα ότι τρελαίνομαι για τα μπαλκόνια, ενώ αυτή μου ομολόγησε ότι μισεί τις γάτες… «Μου προκαλούν φοβερή ταραχή όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο μ’ εμένα»… Αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Ελλάδα, όπως φρόντισε να μου τονίσει. Ηλθε προσκεκλημένη του Βρετανικού Συμβουλίου, της Δήμητρας Χατούπη ­ που υποδύεται τη Βιρτζίνια Γουλφ στο θεατρικό έργο τής Ο’ Μπράιαν «Βιρτζίνια» ­ και του Γιάννη Ιορδανίδη, που σκηνοθέτησε την παράσταση.

Τώρα έχουν περάσει 48 ώρες από τότε που την είδα… και θυμάμαι καλά τα δάχτυλά της, τα μάτια της, τα αγγλικά της… την ανάγνωση ενός κομματιού που μου έκανε από το τελευταίο της βιβλίο! Χαίρομαι που η συνάντηση αυτή τελείωσε ανανεώνοντας το ραντεβού μας για μετά από 20 ημέρες στο Λονδίνο!

– Γιατί συνεχίζετε να γράφετε;

Μα, αυτή είναι η δουλειά μου.

­ – Δεν θα μπορούσατε να κάνετε τίποτε άλλο;

Δεν το ‘χω καν σκεφθεί. Είναι σαν να ρωτάτε μια καμηλοπάρδαλη αν θα ήθελε να έχει γεννηθεί καμηλοπάρδαλη ή κάτι άλλο. (γέλια)

­ – Αλήθεια, πώς ανακαλύψατε ότι το να γράφετε θα ήταν η ζωή σας;

Νομίζω ότι είναι κάτι που στην ψυχή κάθε συγγραφέα ξεκινά από πολύ νωρίς. Για μένα, εν αρχή ήσαν οι λέξεις, η γλώσσα. Οι ιστορίες που έφτιαξα αργότερα με αυτά τα υλικά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συνέχεια, μια ροή λέξεων, μια χαρά της ζωής, μια πραγματικότητα όμοια μ’ αυτήν που κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος ή ένα δέντρο.

­ – Μια πραγματικότητα όπως αυτή που υπάρχει γύρω μας και που ζούμε όλοι μας;

Μια πραγματικότητα πιο ισχυρή από αυτήν που υπάρχει γύρω μας, που μπορείς να την ψηλαφήσεις και να αισθανθείς τον παλμό της πολύ πιο εύκολα. Τον χρόνο που πέρασε έγραψα ένα βιβλίο για τον Τζέιμς Τζόις. Ένα από τα πράγματα που ένιωσα ζώντας μαζί του ­ για έναν χρόνο και παραπάνω μελετώντας τον ήταν η κρισιμότητα των λέξεων. Οι δονήσεις, το σπαρτάρισμα που μπορούν να σου προκαλέσουν ­ στοιχεία πάρα πολύ χρήσιμα για έναν συγγραφέα. Ο Σάμιουελ Μπέκετ είχε πει κάτι υπέροχο για τον Τζόις: «Αυτό που κάνει είναι πολύ απλό: αφήνει τις λέξεις να κάνουν όλη τη δουλειά». Ο Τζόις όταν γράφει είναι σαν να φτιάχνει μια καρέκλα ή τη στέγη ενός σπιτιού… Πάνω απ’ όλα είναι ένας τεχνίτης που μπορεί να ζωντανεύει την πρώτη ύλη του με τον τρόπο που τη χρησιμοποιεί.

 – ­Πώς γίνεται οι λέξεις να κάνουν όλη τη δουλειά μόνες τους; Πώς το δέχεται αυτό ένας συγγραφέας;

Πρέπει να το αποδεχθεί, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτό θα συμβεί όσο κι αν προσπαθήσει να τις κατευθύνει. Κάθε φορά που διαβάζω την «Αννα Καρένινα», τον Γκόγκολ ή οποιονδήποτε άλλον μεγάλο συγγραφέα, η ζωή που κρύβει μέσα του το κάθε βιβλίο, το κάθε μυθιστόρημα ή το κάθε ποίημα είναι εξίσου αληθινή με την πραγματική ζωή. Αρα δεν μιλάμε μόνο για λέξεις· μιλάμε για έναν ολόκληρο χαρακτήρα, για μια ιστορία, για το πάθος που κατοικεί μέσα στην αφήγηση.

­ –  Και πώς μπορούμε με τις ίδιες λέξεις να περιγράφουμε διαφορετικές ζωές;

Διότι κάθε φορά ο τρόπος που βάζουμε τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη αλλάζει τα πάντα. Δεν αλλάζουν οι λέξεις, κάθε φορά μεταμορφώνονται ανάλογα με το ποια προηγείται και ποια έπεται. Ο Τζόις είχε πει: «Ολες οι λέξεις είναι στη διάθεσή μου. Το θέμα είναι να ξέρω με ποιον τρόπο θα τις βάλω σε τάξη, τη μία μετά την άλλη».

­  – Αρα κάθε ζωή, κάθε χαρακτήρας είναι μια παρτιτούρα με λέξεις;

Κάθε ζωή έχει τη δική της μουσική, κάθε πράγμα μπορείς να το πεις και έτσι και αλλιώς. Αν το πεις τελείως απλά, περιγραφικά, έχω την αίσθηση ότι χάνεται η μαγεία της ποίησης που μπορεί να κρύβει μέσα της μια αφήγηση… Υπάρχει ένα είδος αφήγησης όπου οι λέξεις, οι φράσεις έχουν βάθος.

­  – Το βάθος είναι πάντα περίπλοκο;

Οχι, η λέξη «περιπλοκότητα» δεν μ’ αρέσει. Συχνά η περιπλοκότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθαρός εγωισμός. Ποίηση είναι η απλότητα εκφρασμένη με λέξεις. Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Στην απλότητα κατοικεί το βάθος των συναισθημάτων και των καταστάσεων. Τα μεγαλύτερα πράγματα στη ζωή είναι συνήθως και τα πιο απλά. Για μένα, η απλότητα δεν έχει να κάνει ούτε με αυτό που αποκαλούμε απλοϊκό ούτε με την αφαίρεση. Μπορώ κάλλιστα να τη συσχετίσω και με την πολυπλοκότητα, αλλά αυτήν του συναισθήματος που σου προκαλεί ένα έργο. Θέλω να πω ότι το συναίσθημα αυτό καθαυτό είναι σίγουρα κάτι περίπλοκο, η διαδικασία όμως που το γεννάει μπορεί να είναι και εντελώς απλή. Και η αφήγηση είναι η διαδικασία… όπως και η ποίηση. Οταν διαβάζω την «Ιλιάδα», που είναι ίσως η μεγαλύτερη ιστορία όλων των εποχών, ενώ έχει τόση κίνηση, τόσο πάθος, τόσες αγριότητες, το αποτέλεσμα και η γεύση που σου αφήνει είναι τόσο ξεκάθαρα και τόσο σημαντικά. Τελικά μάλλον η λέξη «απλότητα» δεν είναι η πιο κατάλληλη, γιατί συνήθως ο κόσμος την ταυτίζει με την «απλοϊκότητα», που εμπεριέχει μέσα της και την ηλιθιότητα. Θα προτιμούσα να παρομοιάσω την απλότητα με ένα βέλος που βρίσκει κατευθείαν τον στόχο του.

– ­ Εσείς πώς ξεκινάτε να γράψετε;

Αυτό είναι κάτι που το κάνεις χωρίς να το σκέφτεσαι. Η σκέψη έρχεται μετά. Πρώτα γράφεις και μετά σκέφτεσαι τι γράφεις και γιατί γράφεις. Και η παραμικρή δημιουργία ­ είτε είναι μία αράδα είτε ένα ολόκληρο βιβλίο ­βγαίνει μέσα από το υποσυνείδητό μας και έχει σχέση με τον τρόπο που ονειρευόμαστε. Αργότερα, όταν πια διορθώνεις αυτό που δημιούργησες, λειτουργείς συνειδητά, αρχίζεις πλέον να σκέφτεσαι. Ανακαλύπτεις ατέλειες, βλέπεις τι σου πάει, τι δεν σου πάει. Η πρώτη όμως στιγμή, είτε είσαι παιδί είτε ενήλικος, το πρώτο ένστικτο, η πρώτη σπίθα έμπνευσης που ξυπνάει μέσα σου δεν έχει καμία σχέση με το σκέπτεσθαι, αλλά με το πράττειν. Απλώς το κάνεις, γράφεις. Διότι, αν για να γράψεις πρέπει πρώτα να σκεφθείς, βασίζεσαι πλέον στο συνειδητό σου και σε ό,τι έχει να κάνει με αυτό. Εκλογικεύεις τα πράγματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είσαι άνθρωπος ο οποίος σκέφτεται. Οφείλεις να είσαι, οφείλεις να πηγαίνεις σε βάθος, εφόσον σε ενδιαφέρει να συνθέτεις. Αλλά ­ για να σας δώσω να καταλάβετε ­ είναι σαν να κελαηδάει ένα πουλί ή να βρυχάται ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι δεν λέει «τώρα θα βρυχηθώ». Απλώς βρυχάται. (γέλια)

­ – Η έμπνευση σας επισκέπτεται ή μερικές φορές την επισκέπτεσθε κι εσείς;

Μάλλον και οι δύο ξεκινάμε να πάμε η μία στην άλλη και συναντιόμαστε κάπου στη μέση. Συνήθως ένα μυθιστόρημα παίρνει καιρό να το γράψεις, μπορεί να σου πάρει και τρία χρόνια. Ε, επί τρία χρόνια δεν μπορείς να είσαι διαρκώς παρέα με την έμπνευση ­ έτσι δεν είναι; Πρέπει λοιπόν κάθε φορά να ξαναπιάνεις το γραπτό σου σαν να ξεκινάς να γράψεις για πρώτη φορά. Τα τελευταία οκτώ χρόνια έγραψα μια τριλογία, από την οποία το δεύτερο έργο είναι βασισμένο στην αληθινή ιστορία μιας κοπέλας από την Ιρλανδία που μένει έγκυος με τον φίλο του πατέρα της και επειδή στην Ιρλανδία δεν επιτρέπονται οι εκτρώσεις πηγαίνει στην Αγγλία να κάνει έκτρωση συνοδευόμενη από τους γονείς της. Επειδή όμως είναι κάτω από το όριο ηλικίας όπου επιτρέπεται μια κοπέλα να κάνει έκτρωση, της τηλεφωνεί ο εισαγγελέας για να της πει ότι δεν μπορεί να την κάνει. Με αφορμή αυτό, ολόκληρη η χώρα ξεσηκώνεται για να διαδηλώσει κατά των εκτρώσεων ­ οι λεγόμενοι «οπαδοί της ζωής» (pro-life). Αυτή η αληθινή ιστορία στάθηκε η αφορμή για να γράψω ένα ακόμη μυθιστόρημα. Επειδή λοιπόν μιλούσαμε προηγουμένως για έμπνευση, μια ιδέα, μια ιστορία ή ο κόκκος μιας ιστορίας είναι κάτι που μπορεί να σου δοθεί από την ίδια τη ζωή. Η ιστορία σας, η ιστορία μου, η ιστορία του καθενός μας θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει υπόθεση ενός μυθιστορήματος. Από ‘κεί και πέρα, αν ο σπόρος ανταποκρίνεται σε κάτι που το ‘χεις κι εσύ μέσα σου, αρχίζει το ταξίδι της γραφής. Αν οι ιστορίες που έγραψα δεν ήταν εκεί, να με περιμένουν, δεν θα μπορούσα ποτέ να τις έχω γράψει.

 – ­ Η καθημερινότητα δηλαδή είναι πάντα η αφορμή για ένα βιβλίο…

Ανάλογα με το βιβλίο. Κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό. Εχω γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Νύχτα», που είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας μέσα στη νύχτα. Είναι η δική της ιστορία, δεν έχει να κάνει με τον έξω κόσμο. Ολοι οι άνθρωποι, άλλες φορές κοιτάζουμε μέσα μας και άλλοτε πάλι γινόμαστε πιο εξωστρεφείς. Το ιδανικό θα ήταν να τα κάνει κανείς και τα δύο ταυτόχρονα.

­- Μια που ήρθε η συζήτηση, αυτό που μου κάνει πάντα εντύπωση με τους συγγραφείς είναι πώς ανάμεσα σε χιλιάδες ενδιαφέρουσες ιστορίες μπορούν κάθε φορά να επιλέγουν μία.

Αυτό πλέον είναι καθαρά θέμα ενστίκτου. Το ένστικτο είναι εκείνο που επιλέγει.

 –  Εχετε μετανιώσει για κάποια ιστορία που επέλεξε το ένστικτό σας;

Ναι, το ‘χω πάθει αυτό που λέτε με ένα μυθιστόρημα, το «High Road», όπου κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι δεν ήξερα τι έκανα.

­- Μια που το αναφέρατε… Τι είναι το ένστικτο; Είναι μήπως ένα είδος κρυφής γνώσης;

Ναι, έτσι νομίζω. Κάτι που σ’ αρέσει, κάτι που το απεχθάνεσαι, κάτι που σε συναρπάζει, το καταλαβαίνεις μόνο μέσω του ενστίκτου. Είναι κάτι που το έχουν και τα ζώα. Μπαίνεις σε ένα δωμάτιο με δέκα ανθρώπους και βλέπεις έναν και πηγαίνεις κατευθείαν επάνω του. Ε, αυτό τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από ένστικτο;

 – ­Ενας φίλος μου λέει ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να μάθει κανείς: ο ένας είναι ο συνειδητός, ενώ ο άλλος λειτουργεί ερήμην μας, είναι δηλαδή αυτός κατά τον οποίο ο εαυτός μας μαθαίνει χωρίς να μας ρωτάει. Αυτός ο δεύτερος τρόπος είναι ­ όπως λέει ο φίλος μου ­ το ένστικτο.

Δεν έχει άδικο. Νομίζω ότι και τα δύο είναι πολύ σημαντικά. Ο συγγραφέας, όπως και κάθε καλλιτέχνης, ζει σε διάφορα επίπεδα. Ο Ερμαν Έσσε λέει σε κάποιο σημείο: «Ανάμεσα στους δύο εαυτούς μου υπάρχουν ένα σωρό άλλοι, για τους οποίους δεν γνωρίζω σχεδόν τίποτε, αλλά είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν». Αρα, και πάλι το θέμα είναι να έχεις αίσθηση του τι βλέπεις, τι ακούς, να μπορείς όλα αυτά να τα καταλαβαίνεις, αλλά όταν πας να τα μεταφέρεις στο χαρτί να λειτουργείς επιλεκτικά. Διότι, αν τα βάλεις όλα μέσα σε μια αφήγηση, είναι σαν να γεμίζεις ένα δωμάτιο με έπιπλα. Ο Τσέχοφ κάποτε είχε δώσει μια σπουδαία συμβουλή σε κάποιον. Του είχε πει ότι «ο συγγραφέας ποτέ δεν περιγράφει κάτι για να μας πει πώς θα ήθελε να το βλέπει εκείνος, αλλά για να τονίσει τη συναισθηματική κατάσταση που αναδίδεται σαν άρωμα από μια ιστορία». Πολύ καλή συμβουλή. Η αφήγηση δεν έχει σκοπό να μας δείξει την άποψη του συγγραφέα, αλλά το άρωμα της ιστορίας που περιγράφει».

­- Πολύ μεγάλος συγγραφέας ο Τσέχοφ;

Ο Τσέχοφ, τεράστιος… Αν τον είχα μπροστά μου, θα έπεφτα στα γόνατα να τον προσκυνήσω.

­- Θα θέλατε να τον έχετε συναντήσει;

Νομίζω ναι.

­- Εχει νόημα, λέτε, να συναντάμε έναν μεγάλο συγγραφέα;

Εναν μεγάλο συγγραφέα μπορείς να τον γνωρίσεις χωρίς να τον έχεις συναντήσει ποτέ. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς ­ μεταξύ αυτών και ο Τσέχοφ, αλλά και ο Τζέιμς Τζόις ­ τους οποίους θα ήθελα να έχω γνωρίσει επειδή τους θαυμάζω πάρα πολύ. Αντιθέτως, δεν θα ήθελα καθόλου να έχω γνωρίσει από κοντά τον Τολστόι, παρ’ όλο που μ’ αρέσει ο τρόπος που γράφει. Δεν είναι πάντα απαραίτητο να γνωρίζεις από κοντά κάποιον που θαυμάζεις. Με ορισμένους συγγραφείς αυτό θα λειτουργούσε απλώς σαν ένα ακόμη συν στην ιδέα που ήδη έχεις σχηματίσει για αυτούς μέσα από τα βιβλία τους.

­- Τι θα κερδίζατε περισσότερο συναντώντας τον Τσέχοφ ή τον Τζόις;

Με τον Τζόις το κέρδος θα ήταν απλώς το να πιεις ένα-δυο ποτηράκια μαζί του και να το ρίξεις μετά στο τραγούδι. Με τον Τσέχοφ μπορεί να μιλούσαμε ως και για ιατρική, δεν ξέρω… Πάντως ό,τι και αν γινόταν δεν θα άλλαζα ιδέα για το έργο τους επειδή τους συνάντησα. Η συγγραφή είναι συγγραφή. Θέλω να πω ότι το να γράφεις ένα βιβλίο είναι ήδη από μόνο του κάτι… Ενας άλλος συγγραφέας που θα ήθελα να έχω γνωρίσει, επειδή αγαπώ πάρα πολύ την ευαισθησία του, είναι ο Ρίλκε. Αλλά αυτό για μένα θα ήταν μια πρόσθετη πολυτέλεια, δεν θα επηρέαζε καθόλου τον τρόπο με τον οποίο εισπράττω τη γραφή του. Υπάρχουν συγγραφείς που είναι απογοήτευση να τους γνωρίζεις από κοντά. Εχω βρεθεί σε συνεντεύξεις Τύπου συγγραφέων και έχω πλήξει θανάσιμα. Χίλιες φορές να είχα πάει στον οδοντίατρο…. (γέλια)

­- Πάντως καθώς ερχόμουν να σας συναντήσω χαιρόμουν πάρα πολύ που θα γνώριζα από κοντά έναν άνθρωπο ο οποίος αγαπάει τον Φόκνερ.

Ο Φόκνερ… άλλος ένας συγγραφέας που θα ήθελα πάρα πολύ να συναντήσω, να πιω ένα ποτηράκι μαζί του. Είναι φορές που στο βάθος της γραφής του Φόκνερ ανακαλύπτεις ­ είτε είναι ιστορία είτε μύθος ­ ότι περιέχονται τα πάντα… Συγγνώμη, κύριε Λάλα, μου επιτρέπετε να σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση;.

­ – Παρακαλώ.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν ξέρω γιατί, σας βλέπω και μου έρχεται στο μυαλό ο Δαλάι Λάμα. Μήπως σε κάποια προηγούμενη ζωή σας είχατε ζήσει στο Θιβέτ; (γέλια)

­ –  Δεν ξέρω, μπορεί. Εσείς τι λέτε να ήσασταν στην προηγούμενη ζωή σας;

Κάποιος μου είχε πει ότι μάλλον ήμουν Αιγύπτια. Ποιος ξέρει; Πάντως φοβάμαι πάρα πολύ τις γάτες. Αν αυτή τη στιγμή υπήρχε γάτα μέσα στο δωμάτιο, η ιδέα και μόνο θα με τρέλαινε. Δεν ξέρω, όλα αυτά τώρα είναι υποθέσεις, αλλά ομολογουμένως μου κινούν πολύ το ενδιαφέρον όταν τις κάνω. Πολύ με ενδιαφέρει σαν τι θα μπορούσε να έχει προϋπάρξει κάποιος… Ποιοι άλλοι κόσμοι μπορεί να έχουν περάσει από μέσα μου;….

­ –  Γεννιέται κανείς συγγραφέας;

Λίγο πολύ, ναι. Το σίγουρο είναι ότι πίσω από την επιλογή ενός ανθρώπου να γίνει συγγραφέας συνήθως κρύβεται κάποιο τραύμα, κάποια αναταραχή, κάτι που δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Με τον Φόκνερ, ξέρετε, έχουμε κάτι κοινό. Εκείνος μέσα από τα βιβλία του έχει μιλήσει για τον αμερικανικό Νότο και εγώ για τον Νότο της Ιρλανδίας. Εκείνος μίλησε για το αίμα που έβραζε στη δική του περιοχή και εγώ για τη δική μου. Οταν το σκέφτομαι καμιά φορά λέω ότι ως συγγραφέας είναι ίσως αυτός που έχει πλησιάσει περισσότερο απ’ όλους την ψυχή μου.

­ – Υπάρχει κάποιο βιβλίο του που ξεχωρίζετε;

Το «Καθώς ψυχορραγώ». Το λατρεύω, το θεωρώ το πιο τέλειο βιβλίο του Φόκνερ. Κάποια από τα βιβλία του είναι λιγάκι ­ πώς να το πω; ­… μεθυσμένα. Αυτό όμως είναι το κάτι άλλο.

­- Συμφωνώ απολύτως. Προσωπικά, διαβάζοντάς το έχω την αίσθηση ακόμη και του χρόνου που περνάει. Διαβάζω ένα τέταρτο και αισθάνομαι ότι έχω ζήσει όλο τον χρόνο που περιγράφει το βιβλίο.

Ναι, καταλαβαίνω τι λέτε. Αυτό για μένα σημαίνει βάθος, εμβρίθεια. Το βάθος είναι μια άλλη προσέγγιση του χρόνου.

­ –  Αν δεν καταφέρει αυτή η αναταραχή που λέγατε πριν να εκφραστεί, να ξεσπάσει γράφοντας, τι γίνεται;

Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν ξεσπάει ολότελα. Πάντοτε θα υπάρχει κάτι που δεν θα μπορείς να το εκφράσεις, δεν θα μπορείς να το βγάλεις προς τα έξω όπως το έχεις μέσα σου. Γιατί, αν συμβεί, τότε το πιο πιθανό είναι ότι θα σταματήσεις να γράφεις. Η συγγραφή είναι μια προσπάθεια, μια απόπειρα να πεις κάτι το οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί. Κάθε φορά λοιπόν έρχεσαι όλο και πιο κοντά σ’ αυτή την απόλυτη ουσία που ψάχνουμε όλοι οι συγγραφείς. Ο Σαίξπηρ και ο Ομηρος υπήρξαν ίσως οι δύο μεγαλύτεροι. Μέσα στην επικότητα της αφήγησής τους κατάφεραν να περικλείσουν όλο τον κόσμο. Από την άλλη, αυτό που έκαναν ο Τζόις και ο Φόκνερ ήταν να πάρουν τη γλώσσα και να της χαρίσουν μια καινούργια ζωντάνια. Και αυτό είναι κάτι συναρπαστικό, κάτι πάρα πολύ όμορφο».

­- Πιστεύετε ότι ο Φόκνερ ζήλευε τον Τζόις ως συγγραφέα;

Νομίζω πως ο Φόκνερ όχι ακριβώς ζήλευε τον Τζόις, αλλά θα του άρεσε πολύ αν ο Τζόις τον θαύμαζε. Κάποια στιγμή τον είχε δει στο Παρίσι και ήθελε, ξέρετε, να τον πλησιάσει, αλλά ο Τζόις ήταν λιγάκι απόμακρος, του άρεσε να κρατάει αποστάσεις από τους άλλους συγγραφείς. Εγώ πιστεύω ότι μέσα του ο Τζόις ήταν ένα παιδί, αλλά συγχρόνως ήταν και μια ιδιοφυΐα. Βέβαια αυτό είναι κάτι που ισχύει για πολλούς συγγραφείς. Οχι ότι είναι όλοι τόσο σημαντικοί ή τόσο ιδιοφυείς. Ολοι τους πάντως κατά βάθος είναι παιδιά. Διότι για να είσαι συγγραφέας πρέπει να βλέπεις τα πράγματα με την ένταση που τα βλέπει ένα παιδί. Αν γίνουν ρουτίνα, τότε παύουν να σε αγγίζουν. Το τραυματικό γεγονός είναι ότι όλα τα πράγματα μπαίνουν μέσα σου και κατά κάποιον τρόπο σε ξεσκίζουν, σου γδέρνουν τα σωθικά. Ενας συγγραφέας κάνει το εξής: καταδύεται μέσα του και ό,τι ανακαλύπτει το αρπάζει, το πολεμάει προσπαθώντας κάτι να το κάνει.

­ – Ποια είναι η πιο καθοριστική ηλικία για έναν συγγραφέα;

Πιστεύω ότι η γέννηση και η παιδική ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στο αν θα γίνει κάποιος συγγραφέας. Κάτι συμβαίνει σε αυτή την ηλικία. Τα συναισθήματα, οι σχέσεις, ο τρόπος που συνδεόμαστε με τα πρόσωπα και τα πράγματα που εσωτερικεύουμε και αποθηκεύουμε μέσα μας… βαθιά, όσο πιο βαθιά μπορεί να φανταστεί κανείς. Ολα αυτά είναι που μετά μένουν εκεί για πάντα και ο μόνος τρόπος για να βγουν είναι μέσω λέξεων που θα σχηματίσουν προτάσεις, οι οποίες μπορεί να φαντάζουν εκλεπτυσμένες αλλά βγαίνουν μέσα από έναν τεράστιο φόβο και από τραυματικές καταστάσεις που ο συγγραφέας είναι σχεδόν καταδικασμένος να βιώνει.

– ­ Η δική σας παιδική ηλικία πώς ήταν; πώς θα περιγράφατε τα πρώτα χρόνια της ζωής σας;

Πολύ τραυματικά. Μεγάλωσα σε ένα άγριο, αν και πολύ όμορφο, μέρος της Ιρλανδίας όπου έμαθα να ζω πολύ κοντά στη φύση, να έχω πλήρη συναίσθηση των φυσικών φαινομένων ­ της βροχής, του ήλιου, του αέρα… Στο σπίτι δεν είχαμε καθόλου βιβλία, αλλά υπήρχε γενικώς μια αναταραχή, μια αναστάτωση.

­- Η οποία από τι προερχόταν;

Γενικώς από τις σχέσεις των ανθρώπων… Ο Τολστόι μιλάει για «ένα δυστυχισμένο σπίτι». Συγκεκριμένα, στην αρχή της «Αννας Καρένινα» λέει: «Ενα ευτυχισμένο σπίτι είναι ένα ευτυχισμένο σπίτι λίγο πολύ για τους ίδιους περίπου λόγους. Κάθε δυστυχισμένο σπίτι όμως είναι δυστυχισμένο για τους δικούς του λόγους, που κάθε φορά είναι και διαφορετικοί». Αυτή η δυστυχία όμως για μένα υπήρξε γόνιμη. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Σε μια πολύ νεαρή ηλικία, όπου ακόμη δεν έχεις συνείδηση, το να κρατηθείς από μια λέξη ή γενικώς από τις λέξεις είναι το ίδιο που θα συνέβαινε σε ένα άλλο παιδί αν προσπαθούσε να κρατηθεί από το μπράτσο μιας πολυθρόνας. Ηταν για μένα μια συντροφιά από λέξεις και ένας τρόπος να διατηρήσω την πνευματική μου υγεία».

­- Νιώθατε πως θέλατε να ξεφύγετε από αυτό το περιβάλλον;

Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα να ξεφύγω, αλλά στην ουσία ποτέ δεν τα κατάφερα. Γιατί όλη αυτή την κατάσταση την κουβαλάς μέσα σου. Εκτός αυτού, όπως σας είπα, για μένα αυτή ήταν η γονιμότητά μου. Η παιδική μου ηλικία και όλα αυτά που έζησα ­ αυτά είναι που με έκαναν και με κάνουν να γράφω. Ετσι, λοιπόν, το να ξεφύγω έχει να κάνει μόνο με το σώμα μου. Δυστυχώς δεν έχει να κάνει ούτε με το πνεύμα ούτε με την ψυχή μου.

­ – Πώς είναι δυνατόν να σας δημιουργείται αυτό το αίσθημα φυγής όταν δεν γνωρίζετε την κατάσταση στην οποία θα βρεθείτε αν διαφύγετε;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Το να μπορεί κανείς να ονειρεύεται είναι εγγενές ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Ο στεριανός, ας πούμε, ονειρεύεται τη θάλασσα. Αντίθετα, το όνειρο ενός ανθρώπου που έχει μεγαλώσει δίπλα στη θάλασσα είναι το δάσος και ας μην ξέρει τι είναι δάσος. Μπορεί να σε επηρεάσει μια φωτογραφία που θα δεις, μια εικόνα που θα ακούσεις να περιγράφεται. Στη δική μου περίπτωση, όσο ανόητο και αν ακούγεται, το όνειρό μου ήταν να βρεθώ στην πόλη. Πίστευα ότι εκεί θα συναντούσα μια άλλη ζωή. Επειτα, στο μέρος όπου μεγάλωσα ήμασταν τελείως απομονωμένοι, τριγύρω δεν υπήρχαν σπίτια και φοβόσουν ότι, αν χρειαστείς κάτι, δε θα βρεθεί κανείς να σε βοηθήσει. Ε, στην πόλη τώρα ξέρετε πως είναι τα πράγματα: ο ένας ζει πάνω στον άλλον. Πέρα απ’ όλα αυτά, το να ονειρεύεται κανείς τη ζωή στην πόλη είναι κάτι που έχει να κάνει και με την εφηβεία, με την επιθυμία να ζήσει τον έρωτα, να φορέσει όμορφα ρούχα… όλα αυτά. Οπως στον Τσέχοφ οι τρεις αδελφές μιλούν όλη την ώρα για τη Μόσχα, έτσι κι εγώ στην εφηβεία μου όλη την ώρα μιλούσα για το Δουβλίνο ­ πολύ προτού γνωρίσω τον Τσέχοφ. (γέλια) Μόνο όταν βγεις από εκεί απ’ όπου ανήκεις, μόνο τότε μπορείς να συνειδητοποιήσεις ξεκάθαρα από πού προέρχεσαι. Χρειάζεσαι, από τη μια, την προοπτική που σου δίνει η απόσταση και, από την άλλη, τη μνήμη. Διότι τις περισσότερες φορές γράφουμε από μνήμης. Ο Προυστ, ας πούμε, βασίζεται περισσότερο στη μνήμη για να γράψει παρά στη στιγμή. Γράφω ένα βιβλίο τώρα αλλά οι καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται προέρχονται μόνο από το παρελθόν.

­- Το όνειρο είναι πιο ισχυρό από την πραγματικότητα;

Εγώ πιστεύω ότι το όνειρο είναι πολύ πιο ισχυρό και επίμονο από οποιαδήποτε πραγματικότητα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι σκαρφαλώνουν βουνά, γι’ αυτό ανεβαίνουν στο Εβερεστ, ταξιδεύουν στον κόσμο… Γιατί το όνειρο είναι φαντασία και η φαντασία στον άνθρωπο είναι το νούμερο ένα. Πρώτη έρχεται η φαντασία, δεύτερη η συμπόνια και τρίτο το χιούμορ. Αν, λοιπόν, κλωνοποιούσαμε ένα παιδί ­ μια που η επιστήμη σήμερα προσπαθεί να μας δώσει αυτή τη δυνατότητα ­ καλό θα ήταν να διέθετε τα τρία αυτά στοιχεία. (γέλια) Και ομορφιά βεβαίως.

­ – Είναι ένας άλλος κόσμος η φαντασία ή είναι το μπαλκόνι του κόσμου όπου ζούμε;

Θα προτιμούσα να τη σκέφτομαι ως μπαλκόνι, μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα.

­- Οταν ήμουν μικρός, ξέρετε, τύχαινε κάποιες στιγμές μέσα στο σπίτι να νιώθω ασφυξία. Εκείνες τις στιγμές έβγαινα στο μπαλκόνι, έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και αυτό το πράγμα ήταν η σωτηρία μου.

Αφού το νιώθατε, ήταν… Ηταν η δική σας σωτηρία ή ο θρίαμβός σας. Αυτή ήταν η ικανότητά σας να γεύεστε την ελευθερία. Ο Κάφκα, τον οποίο επίσης αγαπώ, αυτή την ικανότητα δεν την είχε ­ να βγαίνει έξω, στο μπαλκόνι. Αρα, λοιπόν, έχει να κάνει με το ταμπεραμέντο κάθε ανθρώπου. Εσείς την έχετε μέσα σας την ελευθερία, όπως οι βουδιστές. Εγώ πάλι δεν την έχω. Εχω κάτι άλλο: μια τόλμη ίσως με τις λέξεις. Κατά τα άλλα, εγώ και η ελευθερία δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Δυστυχώς δεν έχω βγει ποτέ σε αυτό το μπαλκόνι που λέτε. Στη δική μου περίπτωση μιλάμε μάλλον για φυλακή.

­- Η φαντασία δεν είναι κάτι που μας βοηθάει να συναντηθούμε με την ελευθερία;

Ναι, βέβαια, όταν γράφουμε. Οχι όμως όταν ζούμε.

­ – Οταν βγάλατε το πρώτο σας βιβλίο πώς αντέδρασε ο κόσμος βλέποντας το τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε;

Πολύ άσχημα. Σοκαρίστηκαν, τρόμαξαν.

­- Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι σκεφτόσασταν έτσι;

Είχαν αναστατωθεί πάρα πολύ. Να φαντασθείτε, το βιβλίο απαγορεύθηκε. Οχι μόνον αυτό, αλλά και τα επόμενα πέντε που κυκλοφόρησαν. Κατ’ αρχάς στο μέρος όπου ζούσα δεν υπήρχε καμιά παράδοση σχετική με βιβλία. Δεν ξέρω από πού έμαθα να χρησιμοποιώ τις λέξεις. Μάλλον ο Θεός με βοήθησε. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν τελείως απλό και απέριττο ­εννοώ ως προς το καλλιτεχνικό του ύφος. Με το που το διάβαζε κανείς ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει ότι μιλούσα για το μέρος όπου γεννήθηκα και ότι πολλοί από τους ήρωες ήταν ένα αμάλγαμα ανθρώπων που ήξερα. Οι υπαινιγμοί σεξουαλικών επιθυμιών που υπήρχαν μέσα τούς έκαναν έξαλλους. Τρελάθηκαν, θύμωσαν πάρα πολύ ­ ακόμη και η μητέρα μου ­ και ντράπηκαν πάρα πολύ. Οι πολιτικοί, όλα τα στελέχη της ιεραρχίας, αλλά και οι απλοί Ιρλανδοί ένιωσαν κάτι που δεν ήταν αλήθεια: ότι τους είχα προδώσει. Αυτοί το είδαν έτσι, εγώ όμως δεν τους πρόδωσα. Εγώ μια ιστοριούλα έψαχνα, να την αφηγηθεί μια νέα κοπέλα, η οποία θα έδειχνε πώς είχαν τα πράγματα. Ενα κομμάτι της ιστορίας, αν θέλετε, είχα πρόθεση να καταγράψω. Αλλά οι άλλοι δεν το είδαν έτσι.

­- Ως τότε υπήρχε κανείς στην οικογένειά σας που του άρεσε να αφηγείται ιστορίες;

Ναι, ο πατέρας μου, αλλά συνήθως έλεγε ιστορίες που είχαν συμβεί στην πραγματικότητα, είχαν δηλαδή σχέση με αληθινά γεγονότα. Οι Ιρλανδοί γενικά διψάνε για ιστορίες και αρκετοί από αυτούς έχουν το χάρισμα να τις διηγούνται. Ετσι, λοιπόν, παρ’ όλο που δεν έχουμε σχεδόν καθόλου λογοτεχνία, υπάρχει αυτό το χάρισμα και αυτή η όρεξη. Αλλες ιστορίες αρέσουν στους άνδρες και άλλες στις γυναίκες. Εγώ διάβαζα τα γκόσπελ και βιβλία με προσευχές και μου άρεσε πάρα πολύ η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. Επίσης έχω διαβάσει πολλούς μύθους που μιλούσαν για ήρωες, για ηρωικές μάχες, για ηρωικές νίκες. Ιστορίες σαν κι αυτές που αφηγείται ο Ομηρος, αλλά ιρλανδικές.

­- Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται γνωρίζοντας όλες τις λέξεις;

Ναι, αρκεί να μάθουν να τις ψηλαφούν, να τις χρησιμοποιούν σωστά και να αναδεικνύουν το νόημά τους.

­- Για ποιον λόγο μερικοί άνθρωποι φυλακίζουν κάποιες λέξεις, τις αποκλείουν από τη ζωή τους;

Ναι, το έχω σκεφθεί κι εγώ αυτό… Οτι από την ώρα που γεννιόμαστε γνωρίζουμε όλες τις λέξεις που υπάρχουν, αλλά μερικοί άνθρωποι έχουν την τάση να τις μπλοκάρουν. Ευτυχώς κάποιοι άλλοι «πάσχουν» από «λεξομανία», τους αρέσει να τις ψάχνουν τις λέξεις, να προσπαθούν να τις βρουν, να τις ανακαλύψουν.

­- Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι λέξεις γίνονται απειλή;

Για μένα δεν γίνονται ποτέ. Η οικογένειά μου όντως κάποια στιγμή, την εποχή που σας έλεγα πριν, απειλήθηκε από τις λέξεις, γιατί διά μέσου αυτών ­ των λέξεων ­ έγινε μια αποκάλυψη. Αποκαλύφθηκαν πράγματα που ως τότε κρατούνταν μυστικά.

– ­Υπάρχουν μικροί και μεγάλοι συγγραφείς;

Νομίζω ότι υπάρχουν, δυστυχώς.

­- Τι κάνει έναν συγγραφέα μεγάλο;

Πολλά πράγματα. Ενα από αυτά είναι η απόλυτη εμμονή με τις λέξεις, το πανηγύρι που μπορεί ένας άνθρωπος να στήσει με αυτές. Το ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι η πνευματικότητα και μια συγγένεια κατά κάποιον τρόπο με το θείο. Συνυπάρχουν δηλαδή σε έναν μεγάλο συγγραφέα στοιχεία που ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο και στοιχεία υπερφυσικά. Για παράδειγμα, σε πολλούς ανθρώπους αρέσει ο Ναμπόκοφ, τον οποίο θεωρώ λαμπρό συγγραφέα, όχι όμως μεγάλο με την έννοια που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω «μεγάλο» τον Γκόγκολ ή τον Φόκνερ. Είναι σχεδόν ανεξήγητο. Το μεγαλείο όπου υπάρχει είναι ορατό. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ας πούμε, το είχε. Διαβάζεις μια παράγραφό του και νιώθεις ότι παίρνεις πολύ περισσότερα από όσα σου δίνει.

­- Σας αρέσουν τα χρώματα;

Ναι, αγαπώ πολύ τα λουλούδια. Νομίζω ότι τα λουλούδια ήταν η πρώτη επαφή μου με τη μαγεία, το πρώτο μαγικό πράγμα που είδα στη ζωή μου. Το να βλέπεις αγριολούλουδα σε ένα λιβάδι όπου υπάρχουν άλογα, αγελάδες και τα πάντα γύρω σου μυρίζουν φυσικές ευωδιές είναι αυτό που λέμε «να το βλέπεις και να μην το πιστεύεις». Μοιάζει με οφθαλμαπάτη, με χίμαιρα.

­-  Σε αυτό που καταφέρνουμε τελικά να γίνουμε στη ζωή μας μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι επιρροές ή οι επιλογές;

Νομίζω ότι ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Οταν ζεις σε έναν πόλεμο και έρχεσαι καθημερινά αντιμέτωπος με επικίνδυνες καταστάσεις, επιλέγουν άλλοι για σένα. Οταν πας στο γραφείο σου ή είσαι στο σπίτι και μαγειρεύεις, εκεί αυτός που αποφασίζει είσαι εσύ. Εξαρτάται από το αν ζεις σε καιρούς νεφελώδεις ή ζεις αυτό που θα λέγαμε μια νορμάλ ζωή υπό νορμάλ συνθήκες.

­- Σας ευχαριστώ ειλικρινά που δεχθήκατε από τις λίγες ώρες σας στην Ελλάδα να μου διαθέσετε μία…

Εγώ σας ευχαριστώ. Και να ξέρετε ότι στην Αγγλία οι ώρες μου είναι πολύ περισσότερες και θα χαρώ να τα ξαναπούμε αν έρθετε.