Ο Τζερόμ Καλούτα πρέπει να είναι, με διαφορά, ο πιο χαμογελαστός άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ για να του πάρω συνέντευξη. Και μπορεί η κλισέ φράση «θετική ενέργεια» να έχει πολυφορεθεί όμως αν θα έπρεπε να υπάρχει μια φατσούλα στο λεξικό για να επεξηγεί τι σημαίνει τότε αυτή η φατσούλα θα έπρεπε να είναι του Τζερόμ Καλούτα.
Ο Ζερόμ κατάγεται από το Κονγκό, το οποίο δεν έχει ακόμη κατορθώσει να επισκεφτεί, έχει γεννηθεί στην Αθήνα και έχει μεγαλώσει με την μαμά του, με την οποία χόρευε μαζί το Yeke Yeke και αφού πέρασε από διάφορες δουλειές κατάφερε να ασχοληθεί με αυτό που πάντα αγαπούσε, την μουσική. Στην πορεία η μουσική τον οδήγησε και στο θέατρο και από εδώ και εμπρός όλοι οι δρόμοι τον οδηγούν σε ακόμη πιο ανοιχτούς ορίζοντες.
Ήταν ο πρώτος Αφροέλληνας που εμφανίστηκε με ρόλο στην Επίδαυρο, έχει παίξει τέσσερις φορές στο Ηρώδειο, αλλάξαμε μαζί του χρόνο χάρη στη φαντασμαγορική του συναυλία στο ΚΠΙΣΝ, αυτή την περίοδο θα τον δεις στην τηλεόραση στα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά και στο Vox στην παράσταση του Θανάση Αλευρά «40+ και βγαίνω», έχει βγάλει το άλμπουμ “Afrogreco”, αυτή την περίοδο ετοιμάζει το δεύτερο και τις επόμενες ημέρες θα κυκλοφορήσει το τραγούδι του με τίτλο Papa Funk όπου λέει «Αν θες να φας βρίσκεις φαγητό, αν διψάς πίνεις νερό, αν θέλεις να ζήσεις με ειρήνη στη ζωή πρέπει να έχεις αγάπη, αν θέλεις funk, έλα σε εμένα». Tην επόμενη ημέρα της συνέντευξης ο Ζερόμ φωτογραφήθηκε για το Olafaq από την Άσπα Κουλύρα που με πήρε τηλέφωνο για να μου πει «Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό, πήγαμε στην πλατεία Καραϊσκάκη και σταμάτησε η κυκλοφορία γιατί τον χαιρετούσε ο κόσμος μέσα από τα αυτοκίνητα. Μέχρι και ένας οδηγός λεωφορείου σταμάτησε το όχημα για να του φώναξε “Γεια σου ρε μεγάλε”. Λες και ήμουν με την Μαντόνα ένιωθα».
– Σε θυμάμαι από τον ρόλο σου στην Επίδαυρο, στον «Ορέστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κακλέα. Από όλη την παράσταση αυτό που μου έμεινε ήσουν εσύ και αυτή σου η φράση: «Να βλέπω κάθε μέρα να χαράζει, να λέω -χάραξε λοιπόν και σήμερα, υπάρχει ακόμη στον κόσμο το φως. Δεν είναι λίγο. Δεν είναι λίγο».
Σ’ ευχαριστώ που ξεκινάμε από εκεί γιατί το ότι έπαιξα στην Επίδαυρο ήταν μια από τις κορυφαίες στιγμές της διαδρομής μου. Τη φράση αυτή λέει ένας άνθρωπος αιχμάλωτος πολέμου, ένας σκλάβος που βλέπει τους πλούσιους, προνομιούχους Ατρείδες να τρώγονται μεταξύ τους και στην ουσία αυτό που τους λέει είναι «Ρε παιδιά, εγώ έχω άλλη μια ευκαιρία να ζήσω άλλη μια μέρα, τι σκλάβος, τι ελεύθερος, έχω άλλη μια ευκαιρία να δω το φως. Υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό; Δεν ξέρω τι λέτε. Εγώ έχω τη δυνατότητα να ζήσω». Θέλω να ευχαριστήσω τον Γιάννη Κακλέα που μου έδωσε τη δυνατότητα να το ζήσω όλο αυτό και να γίνω ο πρώτος Αφροέλληνας που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο έχοντας ρόλο, γιατί στο παρελθόν Αφροέλληνες έχουν συμμετάσχει στον Χορό. Ήταν τόσα πολλά τα συναισθήματα, δεν ήταν κάτι απλό, περάσαμε μαγικά και στην Επίδαυρο και σε όλη την περιοδεία.
– Ως γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια χώρα που δεν είναι η χώρα καταγωγής σου και σε μια μονογονεϊκή οικογένεια ήθελα να σε ρωτήσω αν υπήρξε επεξεργασία για τον ρόλο σου με βάση το προσωπικό σου βίωμα με την έννοια ότι βρέθηκες σε θέση μια προνομιούχου από πολύ νωρίς.
Οι διαφορές που υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε έχουν να κάνουν και με τις διαφορετικές αφετηρίες. Δεν έχουμε ξεκινήσει όλοι από το μηδέν ή έστω από το ίδιο μηδέν. Όταν κάποιοι είχαν ένα προβάδισμα κάποιοι άλλοι μάχονταν για την ελευθερία τους, για τα πολιτικά τους δικαιώματα. Υπάρχει ένα χάσμα. Ζώντας σε μια άλλη χώρα από τη χώρα καταγωγής σου λογικό είναι να έχεις τέτοιου είδους προβλήματα. Εγώ γεννήθηκα εδώ, κυρίως η μητέρα μου είχε να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα προσαρμογής, του να μπορέσει να υπάρξει, να μπορέσει να μεγαλώσει έναν άνθρωπο με ό,τι εφόδια είχε. Η πραγματικότητα στο σπίτι μου ήταν ίδια, ως ένα βαθμό, με όλων των άλλων. Από ένα σημείο και μετά όμως επεξεργαζόμασταν τα πράγματα διαφορετικά, δηλαδή η μαμά μου μου έμαθε τη Βαρβάκειο, που ήταν για μένα σαν παιδική χαρά. Η Βαρβάκειος σου έδινε τη δυνατότητα να πας, να ψωνίσεις ό,τι χρειαζόσουν με λίγα χρήματα. Μπορεί κάποιοι ναμεγάλωσαν χωρίς καν να ξέρουν ότι υπάρχει ως επιλογή η Βαρβάκειος, τους τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Αυτές οι διαφορές μας κάνουν να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά το κάθε πρόβλημα. Μπορεί σε κάθε σπίτι η έννοια «πρόβλημα» να διαφέρει. Γι΄αλλον πρόβλημα είναι μην έχει να πληρώσει το κινητό του, γι’ άλλον ότι δεν έχει να φάει. Δεν τα συγκρίνω, για τον κάθε έναν το πρόβλημά του έχει τη βαρύτητά του.
– Έχεις αναφέρει πολλές φορές ότι μεγαλώνοντας στα ‘80ς δεν βίωσες ρατσισμό από τον κοινωνικό σου περίγυρο.
Πιστεύω ότι ήμουν τυχερός γιατί ήμουν σε μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα άρα τα αντανακλαστικά τους ήταν κάπως πιο θετικά. Έκριναν και αξιολογούσαν το διαφορετικό με έναν άλλον αέρα. Να επισημάνω ότι υπήρχαν τότε οι δραχμές, που έστω και λίγο να τις έχεις προλάβει ως εργαζόμενος, μπορείς να καταλάβεις και να αναπολήσεις σε τι χώρα ζούσαμε τότε και τι επίπεδο αξιοπρέπειας υπήρχε στη διαβίωσή μας. Κάποτε κάποιος έπαιρνε ένα μισθό x και φρόντιζε για ένα κάρο πράγματα. Το κοινωνικοπολιτικό στάτους της χώρας, ότι είχαμε βγει από τη χούντα και υπήρχε η ανάγκη να πάμε σε κάτι άλλο, πιο χαρούμενο, ότι ανέτειλε ο πράσινος ο ήλιος με σύνθημα την «αλλαγή», όλα αυτά έφτιαχναν ένα τοπίο που ήταν ανοιχτό. Δεν σου λέω βέβαια ότι δεν υπήρχαν δυσκολίες αλλά ο τρόπος που νιώθαμε ότι ξεκινούσε το πράγμα βοηθούσε. Μετά ήρθαν τα μεταναστευτικά κύματα, αργότερα τα προσφυγικά και η Ελλάδα άργησε να φτιάξει μια κατάσταση ένταξης των ανθρώπων, ειδικά στο κομμάτι της πρόνοιας. Γενικότερα δυσκόλεψε η ζωή και όταν δυσκολεύει η ζωή σου αρχίζεις και κοιτάς γύρω σου και τότε ό,τι σου ξεχωρίζει αρχίζει και σου φταίει.
– Στον δίσκο σου “Afrogreco” υπάρχει ένα τραγούδι σου αυτοβιογραφικό με τίτλο «Η ζωή μου» που έχεις χρησιμοποιήσει ως sample ένα κομμάτι της Ελένης Ροδά, κατ΄εξοχήν λαϊκής τραγουδίστριας. Πώς προέκυψε αυτή η μίξη;
«Λάδι, κρεμμύδι, λεμόνι, χωρίς τομάτα, σ’ ευχαριστώ μάνα, χωρίς φράγκα, όλα γαμάτα», έτσι ξεκινάει το τραγούδι. Την Ελένη Ροδά είχα την ευτυχία, τη χαρά και την τιμή να τη γνωρίσω στις παραστάσεις του «Μάνα, θα πάω στο Χόλιγουντ» της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Γνωριστήκαμε εκεί και «ερωτευτήκαμε» ο ένας τον άλλον, υπάρχει αμοιβαία αγάπη και μεγάλη συμπάθεια γιατί ήταν μαγικά αυτά τα δύο χρόνια που περάσαμε μαζί. Θα μου επιτρέψει η ίδια να διαρρεύσω μια φράση που μου είπε «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα αγαπούσα κάποιον σαν κι εσένα». Την έχω στην καρδιά μου, είναι μια πολύ γενναιόδωρη και όμορφη κυρία και ένας άνθρωπος πολύ πολύ αλέγκρος. Η Ελένη είναι η Ελένη, είναι η κ. Ροδά είναι και το Λενάκι μου. Το Λενάκι μου λοιπόν επειδή βαριόταν μόνη της στο καμαρίνι, ερχόταν και στο δικό μου, πηγαίναμε στο δικό της και μιλούσαμε πολύ. Κάποια στιγμή μου λέει ότι έχει τραγουδήσει ένα τραγούδι με τίτλο Μπλουζ που λέει «Η ζωή μου, η ζωή μου έχει ένα χρώμα μαύρο και μουντό, ό, τι δίνω μου τα παίρνει, τα πληρώνω στο διπλό». Έτσι αποφάσισα να γράψω ένα τραγούδι για τη δική μου τη ζωή. Είναι δηλαδή το τραγούδι μια διήγηση του ποιος είμαι και τι έχω κάνει μέχρι που έφτασα στο Ηρώδειο.
– Η μαμά σου πόσο συνέβαλε σε όλο αυτό που είσαι;
Έχεις δει την ταινία του Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία»; Η μαμά μου είναι ο Μπενίνι. Η αντιστοιχία δεν είναι στον πόλεμο βέβαια αλλά στο ότι η μαμά μου μου έφτιαξε τις πιο όμορφες εικόνες ενώ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα περάσαμε σε ένα υπόγειο. Μου έδειξε πολύ όμορφα πράγματα σε ένα εκείνο το υπόγειο δυαράκι, με το πετρογκάζ, με τον χαλασμένο θερμοσίφωνα. Υπήρχαν διάφορα ζητήματα δηλαδή αλλά η μαμά μου έφτιαξε ένα πολύ ωραίο κόσμο για μένα.
Έχεις επιλέξει να βλέπεις με χιούμορ τον κόσμο. Το “Afrogreco” πέρα από τίτλος του άλμπουμ σου είναι ένα brand το οποίο διαχειρίζεσαι και σήμα του έχει ένα τσαρούχι που η φούντα του είναι στην πραγματικότητα μαλλιά τύπου άφρο.
Εγώ είμαι ένα παιδί που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, έχει μεγαλώσει, έχει πάει σε ένα πολύ καλό σχολείο, σπούδασε, εργάζεται, ζει εδώ και κατάγεται από το Κογκό. Εγώ με το “Afrogreco” μιλάω για τη σύνθεση. Για το logo με το αφρο-τσαρούχι ευθύνεται η Ελίνα Ζαρίφη της Trebanal, χρόνια φίλη μου και συνεργάτιδα. Μέσα από αυτό το logo μιλάμε για συνέργεια, για τον συνδυασμό της ελληνικής δύναμης με την αφρικανική νοοτροπία, μιλάμε για το «μαζί».
– Mιλώντας για σύνθεση έχεις άλλες δύο συνεργασίες στον δίσκο: μία, με τον Yoel Soto, που συνδέεσαι με Κούβα και άλλη μία, με την Κατερίνα Πολέμη, που συνδέεσαι με Βραζιλία.
Πολλά αδέρφια, σκλάβοι μεταφέρθηκαν από τον Κονγκό στην Κούβα και στην Βραζιλία και έτσι ενώσαμε τις τελείες. Αυτές οι κουλτούρες είναι δικές μου. Ο Yoel είναι ένας πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης, πέρα από σπουδαίος άνθρωπος, και κατάφερε να κάνει ένα από τα όνειρα μου πραγματικότητα. Μπήκα σε ένα λάτιν τραγούδι. Tη λατρεύω αυτή τη μουσική.
– Πότε αποφάσισες ότι η μουσική είναι αυτό που θες να κάνεις στη ζωή σου;
Όταν ήμουν πέντε χρονών και είδα τον Μάικλ Τζάκσον. Μετά είδα τον Παπά Ουέμπα που ήταν Γκονγκολέζος βάρδος, ένας πολύ σημαντικός αφρικανός καλλιτέχνης και σκέφτηκα «μοιάζω με αυτόν άρα οκ». Μετά είδα τον Έντι Μέρφι, τον Ντένζελ Ουάσινγκτον, τον Αλ Πατσίνο και είπα «κάποιοι μου μοιάζουν, κάποιοι δεν μου μοιάζουν, όπως και να ‘χει είναι πολύ ωραία αυτά που κάνουν, θέλω να τα κάνω κι εγώ». Από μικρός έκανα συναυλίες στο σπίτι, μόνος μου, σόλο καριέρα. Ήξερα ότι ήθελα να είμαι στην μουσική αλλά δεν βρήκα αμέσως τον τρόπο, έκανα κι άλλες δουλειές, άρχισα όμως να το χτίζω και όταν έγινε ισχυρό άρχισε να ρολάρει κάπως η κατάσταση με τη μουσική. Στα 25 μου συμμετείχα στην ταινία του Νίκου Σκαρέντζου «Ρυθμοί και ρίμες» για το χιπ χοπ, είχα κάνει και κάποια θεατρικά στο σχολείο και μετά ήρθε η «Σπείρα Σπείρα» και έτσι μπήκα σταδιακά στο θέατρο. Ακόμη μαθαίνω την τέχνη της υποκριτικής, εξοικειώνομαι και τώρα είμαστε εδώ.
– Σου φαίνεται πιο δύσκολη η υποκριτική από την μουσική;
Πιο δύσκολο μου φαίνεται να είσαι αποθηκάριος στο σούπερ μάρκετ, η λάντζα σε 300 άτομα, να είσαι ανθρακωρύχος, οικοδόμος ή σκουπιδιάρης. Η μουσική και η υποκριτική είναι για μένα παιχνίδια, έχουν βέβαια ένα βαθμό δυσκολίας λόγω της συνέπειας που πρέπει να έχεις σε πνευματικό επίπεδο και της πειθαρχίας, έχουν κανόνες για να είσαι υγιής και να είσαι καλή φυσική κατάσταση. Όμως πραγματικά δύσκολο είναι να καθαρίζεις σπίτια.
– Η μαμά τι λέει για όλα αυτά που έχεις καταφέρει;
Η μαμά ήθελε να γίνω γιατρός, τι να πει τώρα. Δεν εκδηλώνεται πολύ. Στην πρώτη παράσταση που είχε έρθει να με δει το σχόλιο της ήταν «Είσαι ο πιο κοντός απ’ όλους» και λέω Οκεεεέι. Όχι, εντάξει της αρέσουν. Η μαμά μου γούσταρε πάντα πολύ τη μουσική και ό,τι καινούργιο έβγαινε το τσίμπαγα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που έσκασε στο σπίτι με το βινύλιο του “Yeke Yeke” του Μόρι Καντέ και λέει «Αυτό είναι»˙ το ακούγαμε στο σπίτι και χορεύαμε. Επίσης στα 90ς έβλεπα στο βίντεο κονγκολέζικες οπερέτες. Από κονγκολέζικα μιλάω λινγκάλα και σουαχίλι, μιλάω επίσης γαλλικά, αγγλικά και φυσικά ελληνικά. Μακάρι να μάθω κι άλλες πέντε γλώσσες, να μπορώ να συνεννοούμαι με τους φανς απ’ όλο τον κόσμο (γέλια) μετά τη συναυλία στο Νιάρχος.
– Πώς ήταν η εμπειρία να τραγουδάς για τον κόσμο στην αλλαγή του χρόνου;
Η αλήθεια είναι πως τώρα αρχίζω και έρχομαι στα λογικά μου. Είμαι ξεμυαλισμένος, είμαι ενθουσιασμένος, είμαι κατουρημένος από τη χαρά μου, είμαι ζαλισμένος. Ζήσαμε κάτι πολύ μαγικό. Παίξαμε μπροστά σε 13.000 κόσμο που ήταν εκεί, στο Νιάρχος, συν όσους μας είδαν τηλεοπτικά και ιντερνετικά. Αυτό ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή για εμένα. Παίξαμε soul και funk επιτυχίες των ΄70ς για να διασκεδάσει ο κόσμος με πράγματα που ξέρει και να δημιουργήσουμε την απόλυτη αίσθηση του πάρτυ. Ήθελα να είναι φαντασμαγορικό και γι’ αυτό είχα μεγάλη μπάντα μαζί μου. Ήμασταν εκεί ζωντανά και έπρεπε να δώσουμε τα πάντα, γιατί ήμασταν στη στιγμή που περιμένουν όλοι, στην αλλαγή του χρόνου και ειδικά μιας Πρωτοχρονιάς που περίμενε όλος ο πλανήτης καθώς ερχόμαστε μετά από δύο χρόνια που υποφέραμε από την πανδημία, με απώλειες και ό,τι συνεπάγεται όλο αυτό που ζήσαμε. Θεωρούσα λοιπόν, ότι ειδικά αυτή την Πρωτοχρονιά έπρεπε -όπως και έγινε- να λυσσάξουμε. Θέλω από την καρδιά μου να ευχαριστήσω το ΚΠΙΣΝ για την ευκαιρία και την οργάνωση, τη μπάντα μου και τη συνεργάτιδα μου Βικτώρια Παπαδοπούλου που τρέχει το Afro Greco Entertainment γιατί οργάνωσε μια κατάσταση τέτοιας αισθητικής και τέτοιου επιπέδου αλλά κυρίως τον κόσμο που ήρθε εκεί και πήρα αγάπη. Δεν θα τους άφηνα έτσι, έδωσα και πήρα πολλή αγάπη.
– Σκέφτεσαι ότι αν κάνεις κάποια στιγμή τη δική σου οικογένεια μήπως τυχόν τα παιδιά σου υποστούν τη γραφειοκρατική ταλαιπωρία που έχεις ζήσει εσύ και η μαμά σου επειδή κατάγεστε από το Κογκό;
Σκέφτομαι ότι το μέλλον θα μας φέρει σε μια καλύτερη κατάσταση όλους για να μπορέσουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας με έναν καλύτερο τρόπο. Η ελληνική πολιτεία, όπως είπαμε και νωρίτερα, άργησε να οργανώσει τη διαδικασία ένταξης των ανθρώπων. Μιλάμε για παιδιά που γεννιούνται εδώ, που πάνε σχολείο εδώ. Ήταν πολύ δύσκολο, είναι ακόμη δύσκολο αλλά δεν είναι ακατόρθωτο, κάποτε ήταν ακατόρθωτο. Η ροή της ζωής είναι ένα πράγμα αλλά οι άνθρωποι που παίρνουν τις αποφάσεις είναι άλλο πράγμα. Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο Γιώργος Παπανδρέου σε έναν αψεγάδιαστο λόγο του «Εάν συμπεριφερθείς σε κάποιον σαν πολίτη Β’ κατηγορίας, έτσι θα σου συμπεριφερθεί κι αυτός. Εάν δεν του συμπεριφερθείς σαν να είναι συμπολίτης σου τότε δεν θα είναι συμπολίτης σου, τότε θα φτιάχνεις γκέτο και θα εντείνεις τις διαφορές». Αυτό μου φάνηκε πολύ φωτεινό όταν ειπώθηκε. Εντάξει, δεν λέω ότι είπε το “I have a dream” αλλά έστω λέγοντας αυτό καταλαβαίνεις ότι ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακούσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να λέει το “I have a dream”. Θεωρώ ότι οι επόμενες γενιές θα έχουν την ευκαιρία να βιώσουν κάτι άλλο, κι ας φάγαμε εμείς την ταλαιπωρία. Θα είναι κάπως πιο εύκολο πράγματα πιστεύω, έχουν γίνει τόσοι αγώνες. Βγήκε ένας Γιάννης Αντετοκούμπο και ενθουσιαστήκαμε όλοι αλλά ο Γιάννης δεν έχει πρόσβαση στους νόμους και το θέμα μας εδώ είναι οι νόμοι. Υπάρχει ένα παραμύθι που πουλιέται σε όλο τον κόσμο: το ότι αν εγώ είμαι διαφορετικός από σένα σημαίνει ότι είμαστε απέναντι, ότι εμείς οι δύο που είμαστε διαφορετικοί θα χάσουμε ο ένας από τον άλλον ενώ η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη, εγώ θα μάθω από εσένα κάτι καινούργιο ακριβώς επειδή είσαι διαφορετική από εμένα κι εσύ θα μάθεις κάτι καινούργιο από εμένα.