Η αίσθηση τόσο μέσα από την οθόνη του υπολογιστή όσο από κοντά είναι πάντα η ίδια. Η Βικτόρια Χίσλοπ εκπέμπει μια ζεστασιά. Το ραντεβού για τη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε μέσω zoom. H πολιτογραφημένη τιμητικά Ελληνίδα συγγραφέας βρίσκεται στο καταφύγιο της στον Άγιο Νικόλαο, στην Κρήτη. Είχαμε συναντηθεί πριν από λίγους μήνες στους Δελφούς, στο πλαίσιο μας συζήτησης για την «εκμάθηση της ιστορίας ως παράγωγο του λογοτεχνικού κειμένου». Τότε άρχισαν να σκέφτομαι τη Βικτόρια Χίσλοπ διαφορετικά, σαν να συνειδητοποίησα ξαφνικά πως μέσα από τους ήρωες της μας κάνει να συμφιλιωνόμαστε με τις τραυματικές μας εμπειρίες. Ίσως γιατί βουτά στην ιστορία και τη μελετά αγγίζοντας κομμάτια της που οι περισσότεροι δεν θέλουν να δουν. Το βιβλίο της “Όσοι αγαπιούνται” (εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ») είναι ένα ενδεικτικό. Όπως και ο “Γυρισμός”. Ίσως γιατί ο τόπος είναι για εκείνη ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που έχει να πει τις δικές του ιστορίες. Όπως και οι άνθρωποι. Από το “Νησί” μέχρι το “Μια Νύχτα του Αυγούστου” που θα δούμε σε λίγες εβδομάδες να ζωντανεύει στις μικρές μας οθόνες.
– Από τη συνάντηση μας στους Δελφούς και μετά, κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο σκέφτομαι με πόσους διαφορετικούς τρόπους η λογοτεχνία μας βοηθά στο να υπερβούμε τα τραύματα μας. Με ποιο βιβλίο σας έχει συμβεί;
Όταν διάβασα το “Second Place” της Rachel Cusk, κατάλαβα για πρώτη φορά κάτι για τη σχέση με την κόρη μου. Της έστειλα τις σελίδες και της είπα πως τώρα καταλαβαίνω γιατί ήταν έτσι στην εφηβεία της. Αυτό το βιβλίο, από το πουθενά, με βοήθησε. Ένιωσα ξαφνικά πως δεν είμαι μόνη.
– Τι σας έκανε να ξεκινήσετε να γράφετε και τι σας μεταμόρφωσε από δημοσιογράφο σε συγγραφέα;
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου, ήμουν στις δημόσιες σχέσεις και έπρεπε να σταματήσω γιατί στο Λονδίνο σε αυτό τον τομέα δουλεύεις πάνω από 10 ώρες. Τότε άρχισα να γράφω άρθρα με θέμα τα παιδιά, την εκπαίδευση και τα ταξίδια. Συνέχισα να γράφω περισσότερο για ταξίδια γιατί ήταν πιο δημιουργικό. Είχα την ευκαιρία να φεύγω από το σπίτι και να ταξιδεύω στη Ν. Αμερική, στην Κίνα, στην Ινδία, στην Αυστραλία και πλέον μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου. Και έτσι ήρθε το “Νησί”. Ξαφνικά ήμουν συγγραφέας.
– Ανακαλύψατε δηλαδή για πρώτη φορά πως αγαπάτε το γράψιμο ταξιδεύοντας;
Ναι. Γιατί ένα τόπος είναι ένας χαρακτήρας. Η Σπιναλόγκα είναι ένας χαρακτήρας. Η Γρανάδα, η Αμμόχωστος, η Θεσσαλονίκη είναι χαρακτήρες. Κάθε μέρος έχει ατμόσφαιρα και ιστορίες να πει όπως οι άνθρωποι.
– Ξαφνικά λοιπόν γίνεστε συγγραφέας αλλά όχι μια οποιαδήποτε συγγραφέας. Ζείτε από τη γραφή, τα βιβλία σας μεταφράζονται σε δεκάδες γλώσσες και πουλούν εκατομμύρια αντίτυπα. Το είχατε ποτέ φανταστεί;
Δεν το φαντάστηκα ποτέ γιατί η Σπιναλόγκα δεν ήταν ένα εμπορικό θέμα. Είχα καταλάβει όμως πως όταν γράφεις κάτι πρέπει να το γράψεις για τον εαυτό σου και όχι για τα χρήματα ή για τους άλλους. Όταν γράφω ένα μυθιστόρημα έχω κίνητρο να αφηγηθώ την ιστορία σε μένα. Ούτε εγώ ξέρω τι θα γίνει. Όπως αυτό που γράφω τώρα.
– Τι είδους ιστορία γράφετε τώρα;
Δεν μιλώ ποτέ για το επόμενο γιατί δεν ξέρω ακόμα αν θα το αγαπήσουν οι άλλοι. (χαμογελά)
– Μπορείτε να μας πείτε αν είναι και πάλι για την Ελλάδα;
Είναι πάντα για την Ελλάδα. (γελά) Εκτός από το “Γυρισμό” που ήταν για την Ισπανία.
– Ούτε ο εκδότης σας είχε φανταστεί το μέγεθος της επιτυχίας;
Καθόλου! Νομίζω το μέρος έχει την απάντηση για την επιτυχία. Η Σπιναλόγκα. Έχετε πάει;
– Δυστυχώς όχι. Τι σας τράβηξε σε αυτό το νησί;
Ήμασταν στην Κρήτη με τα παιδιά για διακοπές. Ήταν το 2001. Τα παιδιά δεν ήθελαν τόσο να επισκεφτούν αρχαιολογικά μέρη. Η Σπιναλόγκα ήταν εκεί κοντά μας και η ιστορία της δεν ήταν κάτι μακρινό. Τα παιδιά μου τότε ήταν 8 και 10 ετών κα σήμερα είναι 28 και 30. Το θυμούνται ακόμα.
– Η Αγγλία δεν είχε ποτέ κάποια ιστορία για να σας συγκινήσει και να την κάνετε μυθιστόρημα;
Όχι, δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί είμαι πολύ κοντά για να βρω κάτι ενδιαφέρον. Η έμπνευση έρχεται από τον τόπο που επισκέπτομαι.
– Ποιο είναι το αγαπημένο σας μέρος στην Αθήνα;
Στην Αθήνα νοικιάζω ένα διαμέρισμα στα Πατήσια. Έχει μια πλατεία εκεί που αγαπάω πολύ.
– Στο βιβλίο σας “Μια νύχτα του Αυγούστου”, που πλέον γίνεται και σίριαλ, ο Γιάννης Στάνκογλου υποδύεται τον Ανδρέα Βανδουλάκη. Θέλετε να έχετε λόγο για τους συντελεστές μιας σειράς που βασίζεται σε βιβλίο σας;
Είναι πολύ σημαντικό για μένα που έχω δημιουργήσει τους χαρακτήρες να έχω λόγο ποιος θα τον υποδυθεί. Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορέσαμε να βρούμε τον Στάνκογλου ξανά. Για τους χαρακτήρες που δημιουργώ, ναι, λέω ποιους ηθοποιούς θέλω.
– Σε αυτό το βιβλίο καταπιάνεστε με ένα θέμα που απασχολεί τους τελευταίους μήνες πολύ την Ελλάδα, μια γυναικοκτονία. Δεδομένου πως τα βιβλία λειτουργούν σαν καθρέφτες και ο καθένας μας βλέπει ότι έχει μέσα του τι feedback λάβατε;
Για τον Ανδρέα που σκοτώνει τη γυναίκα του υπάρχει κάθαρση. Περνά χρόνια στη φυλακή και μετανιώνει. Με ενδιαφέρει πώς οι άνθρωποι να βρίσκουν κάθαρση μετά το κακό. Ο κάθε αναγνώστης που διαβάζει ένα βιβλίο μπορεί να κάνει τόσες διαφορετικές ερμηνείες σαν να πρόκειται για εκατομμύρια διαφορετικά βιβλία
– Αυτό που λέει, δηλαδή, και ο Ταρκόφσκι. Ένα βιβλίο διαβασμένο από χίλιους διαφορετικούς ανθρώπους είναι χίλια διαφορετικά βιβλία. Το έχετε νιώσει να συμβαίνει και με το “Όσοι αγαπιούνται”;
Μου έλεγαν να μην κάνω ένα βιβλίο για τον εμφύλιο. Για μένα αυτό ήταν πρόκληση και πρόσκληση. Όταν μου λένε να μην κάνω κάτι χωρίς έναν καλό λόγο, είναι σαν να μου λένε να το κάνω. Είμαι ευτυχισμένη που το έκανα γιατί έτσι κατάλαβα γιατί η Ελλάδα είναι όπως είναι, γιατί σκέφτονται έτσι οι άνθρωποι, γιατί κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.
– Γιατί λοιπόν;
Ακόμα ψάχνω την απάντηση. (χαμογελά) Ίσως ο εμφύλιος να είναι μια απάντηση.
– Έχουμε συνεπώς αρκετά κοινά με τους Ισπανούς;
Ναι, αρκετά κοινά. Κατά τη γνώμη μου ο εμφύλιος στην Ελλάδα ήταν χειρότερος γιατί ξεκίνησε ακριβώς μετά την κατοχή και η χώρα ήταν γονατισμένη, χωρίς χρήματα και συνεχίστηκε με κάποιο τρόπο για πολλά χρόνια αφού τελείωσε. Για την Ισπανία ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Χάρη στον εμφύλιο η Ισπανία δεν έζησε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
– Τελικά λοιπόν “Όσοι αγαπιούνται” τα καταφέρνουν ;
Ξέρετε πως ο τίτλος είναι από ένα ποίημα του Ρίτσου; Από τον Επιτάφιο: Νομίζω πως ναι, όσοι αγαπιούνται, δεν ξεχνιούνται. Ακόμα και όταν πεθαίνουν. Υπάρχει αθανασία. Άρα ναι, τα καταφέρνουν.
– Τα καταφέρνουν ακόμα και οι άνθρωποι που αγαπιούνται αλλά έχουν αντίθετες ιδέες, διαφορετικές ιδεολογίες;
Δεν νομίζω. Είναι πολύ δύσκολο δυο τέτοιοι άνθρωποι να ζήσουν μαζί. Αν η ιδεολογία είναι σημαντική αυτό δεν γίνεται. Δεν θα μπορούσα να μείνω με κάποιον που είναι υπέρ του Brexit ούτε με κάποιον που αγαπάει τον Τραμπ αν ήμουν στην Αμερική.
– Άρα οι ιδέες, πάντα, θα μας χωρίζουν;
Δυστυχώς. Για μένα ήταν τόσο βασικό το Brexit που δεν θα άντεχα να ζω με κάποιον που το πιστεύει και το στηρίζει. Έκλαψα πάρα πολύ με το Brexit. Αν είχα μόνο ένα εισιτήριο, θα επέλεγα να είμαι στην Ελλάδα και όχι στην Αγγλία.
Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντικό για εσάς το γεγονός πως γίνατε και επισήμως Ελληνίδα; Έχετε πει πως όταν σας ανακοινώθηκε αυτό το «δώρο» πάψατε από τη χαρά σας να τρώτε για μερικές ώρες. Νιώθετε πως λείπει κάτι από τη βρετανική σας ταυτότητα και αναπληρώθηκε από την ελληνική;
Ίσως ναι. Ένιωθα ήδη Ελληνίδα. Αλλά τώρα νιώθω πιο πολύ. Παρόλο που δεν έχω ιστορία και παππούδες εδώ. Τα τελευταία χρόνια ντρέπομαι για τη βρετανική μου ταυτότητα. Κάποτε ήμουν περήφανη, Μετά τον Τζόνσον, ο οποίος δεν είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, ντρέπομαι. Οι φίλοι μου ζηλεύουν με την καλή έννοια που έχω το κόκκινο διαβατήριο. Μου λένε πως είμαι τόσο τυχερή που είμαι Ευρωπαία. Είναι πολύ σημαντικό για εμάς που είμαστε ένα νησί να έχουμε την ευρωπαϊκή οικογένεια.
– Με ποια ηρωίδα σας έχετε ταυτιστεί περισσότερο;
Ήμουν πιο κοντά με την Κατερίνα στο Νήμα. Μου έλειπε πάρα πολύ όταν τελείωσα το βιβλίο… Η Κατερίνα είναι απλή. Είναι μοδίστρα. Όταν ήμουν έφηβη για δέκα χρόνια έφτιαχνα τα δικά μου ρούχα.
– Σε μια παλιότερη συνέντευξη σας έχετε πει όσοι δεν έχουν πληγές, δεν έχουν ζωή και πως ενδεχομένως δεν θα είχατε γράψει όλα όσα έχετε γράψει αν δεν είχατε τη δική σας τραυματική ιστορία. Αναφερόσασταν στον πατέρα σας. Καταφέρατε να τον καταλάβετε καλύτερα μέσα από τη γραφή και ενδεχομένως να τον συγχωρήσετε;
Ναι, μπορεί. Για το συγγραφέα η γραφή είναι σαν θεραπεία. Μπορεί να δει τη ζωή του από διαφορετικές πλευρές. Όταν μεγάλωνα πονούσα που δεν είχα καλή σχέση με τον πατέρα μου. Τώρα που είμαι εγώ γονιός πονάω για τον πατέρα μου γιατί δεν είχε τη σχέση αυτή με τα παιδιά του.