Την συνάντησα στον Εθνικό Κήπο, εκεί όπου κάτω από μια πέργκολα, η Πολυδούρη συνάντησε πρώτη φορά τον Καρυωτάκη, κι ακολούθησε ένας έρωτας από τον Απρίλη μέχρι τον θάνατο. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κουβαλούσε «το σώμα της και την αναπηρία της» από το σπίτι της στα Εξάρχεια μέχρι τον μακρόστενο καφενέ κι έτρωγε υποβρύχιο βανίλια, ενώ ο Λαπαθιώτης έπινε καυτό τσάι το χειμώνα και λεμονάδες το καλοκαίρι, περιμένοντας να πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα, ώστε να ριχτεί στην αναζήτηση παράνομων ηδονών στα πέριξ του Ζαππείου. Δεν αποτελούσε μόνο σημείο συνάντησης για τους Αθηναίους, αλλά κυρίως, μια όαση για τους κουρασμένους της ζωής. Εκείνο το πρωινό του Σαββάτου, ανάμεσά σε τουρίστες, περιπατητές, αθλούμενους, ερωτευμένους, παιδιά και άστεγους, η Βάσω Χριστοδούλου ξεπρόβαλε με μαύρα ρούχα και μαλλιά κατακόκκινα σαν πυρακτωμένα.
Την είχα γνωρίσει στο Booze, όπου πάντα μας χώριζε μια μπάρα. Έπινε αυτή, σέρβιρα εγώ. Άλλες φορές, έπινε αυτή κι έπινα κι εγώ μαζί. Και κάπως έτσι, η σχέση μας διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια. Από τη μια μπάρα στην άλλη, παρατηρώντας τις διακυμάνσεις της επίδρασης του αλκοόλ από την αρχή της νύχτας μέχρι το τέλος της, σαν την κορύφωση σε ένα μονόπρακτο. Από τη βότκα στο καμπάρι και τούμπαλιν. Από μπάρα σε μπάρα, έχοντας πάντα μια ιστορία να μοιραστούμε, ενίοτε και έναν όλεθρο. Έτσι και εκείνη την μέρα.
Ο ουρανός της Αθήνας στεκόταν πηχτός γεμάτος σύννεφα και κλαδιά πάνω απτά κεφάλια μας, σαν φλέβες, ή μάλλον σαν ρυτίδες. Περιπλανηθήκαμε στα μονοπάτια του κήπου και συζητήσαμε για το ‘’Κάνε με’’, την τρίτη ποιητική συλλογή της Βάσως που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από τις εκδόσεις Καζανάκι. Το “Κάνε με”, έχει το δικό του σώμα, ένα σώμα που μοιάζει να αντιμάχεται κάποιο προπατορικό αμάρτημα από την αρχή μέχρι το τέλος του. Έχει σάρκα, τη σάρκα που θέλει να αναζητήσει την άλλη σάρκα, και να την ρημάξει. Το “Κάνε με” αποζητά αγωνιωδώς να εξαϋλωθεί. Αντλεί μια ωμή οικειότητα από τόπους και αντικείμενα που όλα καταλήγουν στη σκοτεινή πλευρά ενός ανορθόδοξου έρωτα του οποίου η ήττα μοιάζει σχεδόν ηδονική. Το “Κάνε με” είναι ένα κλάμα ανάποδο, μια τελετουργία μετενσάρκωσης μιας γυναίκας σε παιδί και αντίστροφα, με λέξεις και σύμβολά παρμένες από έναν βαθιά αθηναϊκό μυστικισμό.
Συζητήσαμε επίσης για θέματα σκληρά, θέματα γυναικεία, για λαχτάρες, για μπάρες και για όλα εκείνα που δεν προλάβαμε να κάνουμε.
– Όπως λέει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «Όλες οι ιστορίες στον κόσμο είναι ζωή». Ποια είναι η δική σου ιστορία, Βάσω;
Η ιστορία μου είναι ότι κατάφερα να φτάσω στα 41 γεμάτη από κάτι μικρές μεγάλες στιγμές που με διαμόρφωσαν, που με οδήγησαν σε λάθος αποφάσεις, με στιγμάτισαν, με τσιμέντωσαν, με κάνανε να κατουρηθώ απ’ τα γέλια και να γελάσω από απόγνωση. Η ιστορία μου είναι ότι δεν υπάρχει από πίσω καμιά σπουδαία ιστορία άξια να ειπωθεί. Αυτό που υπήρξε κι ελπίζω να συνεχίσει να υπάρχει, είναι η ζωή που επέλεξα να ζήσω και η λαχτάρα να προλάβω.
– Καθηγήτρια και ποιήτρια. Ποια ιδιότητα προτιμάς από τα δύο;
Δε μου αρέσει η λέξη ‘’ιδιότητα’’ τη νιώθω ότι με περιορίζει, με βάζει σε πλαίσιο το οποίο πρέπει να το φέρω εις πέρας, μου προσθέτει ένα έξτρα βάρος που το αρνούμαι πεισματικά. Αν έπρεπε να διαλέξω ντε και καλά μια ιδιότητα για να αυτοπροσδιοριστώ θα έλεγα ότι είμαι μια λαϊκιά καμπαρετζού που περνάει τα βράδια της σε μπάρες ασυδοσίας γράφοντας ερωτικά ποιήματα και πίνοντας Campari μέχρι το ξημέρωμα.
– Θυμάσαι πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα;
Δημοτικό, 4η τάξη, στο παιδικό μου δωμάτιο υποτίθεται ότι διάβαζα για την άλλη μέρα. Έγραψα κάτι για τον ήλιο. Τα χρόνια πέρασαν, πέρασε κι ο πούστης ο ήλιος.
– Ποιες είναι οι αγαπημένες σου μυρωδιές;
Με τις μυρωδιές έχω θέμα μεγάλο. Όλη μέρα παρφουμαρίζομαι, συλλέγω αρώματα με μανία κι ύστερα τα βαριέμαι και τα χαρίζω. Η μυρωδιά για μένα έχει συνώνυμο την ανάμνηση, τη στιγμή εκείνη που κάτι… Τούτη τη στιγμή που μιλάμε η μυρωδιά που με διαλύει είναι η μασχάλη εκείνου που κοιμάται πλάι μου.
– Γιατί οι ποιητές μοιάζουν σα να παλεύουν ασταμάτητα σε μια αρένα με την έννοια του έρωτα;
Του έρωτα και του θανάτου, επίτρεψέ μου να προσθέσω. Δυο έννοιες που θα τις βρεις και στα δικά μου ποιήματα. Μα τι άλλο υπάρχει τελικά στη ζωή; Αυτό το γαμημένο δίπολο που θα υπάρχει για πάντα και κανείς δε θα βρει ποτέ απάντηση. Είναι ίσως η ανάγκη να εκφράσεις με λόγια ό,τι περισσότερο φοβάσαι και τρέμεις. Να ξορκίσεις τον τρόμο του ανεκπλήρωτου έρωτα από τη μια και του αναπόφευκτου θανάτου από την άλλη. Ίσως τελικά ο έρωτας να είναι θάνατος για κάποιους.
– Τι νιώθεις λείπει από τη ζωή σου;
Cohones. Το να μη λογαριάζεις, ρε παιδί μου, να μη φοβάσαι να το πας μέχρι τέλους, να μη δειλιάζεις με τον φόβο ότι θα φας τα μούτρα σου. Να τα φας, ναι! Τα πιο όμορφα μούτρα είναι τα πληγωμένα. Μου λείπει η υπομονή για τα πράματα, η ηρεμία και η ψυχραιμία να αντιμετωπίζεις τα αβάσταχτα. Μονίμως ανυπόμονη, στην τσίτα, τρελαμένη κι αλλοπρόσαλλη-κι εκεί είναι που πάντα το χάνω. Αλλά δεν αλλάζω, δε θ’ αλλάξω ποτέ.
– Για ποια πράγματα αισθάνεσαι ευγνώμων;
Για αυτούς που με ρήμαξαν. Που τους άφησα να με γονατίσουν. Μεγάλο σχολείο. Αλλά και τους άλλους, που με μάθανε τι θα πει καλοσύνη και ανθρωπιά. Να δίνεις και με τα δυο χέρια και να νοιάζεσαι και να τσαλακώνεσαι και να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου και να‘σαι εκεί για όταν.
– Κάνε με, τι;
‘’Κάνε με’’ να είμαι, να νιώθω, να δημιουργώ, να θυμάμαι να ξεχνάω ό,τι μ’ έγδαρε και μου σκάλωσε το μυαλό. ‘’Κάνε με’’ να αγαπώ πιο πολύ και να παλεύω για ό,τι αγαπώ χωρίς να ζητάω αντάλλαγμα. ‘’Κάνε με’’ καλύτερο άνθρωπο, μάθε με να αντέχω, να με αντέχω.
– Πες μας αν θες λίγα περισσότερα για την έκδοση.
Το ‘’Κάνε με’’ είναι η τρίτη ποιητική συλλογή μου που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Καζανάκι. Βγήκε τον Μάιο του 2023. Είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο, ξεκάθαρα. Γράφτηκε στις δυο καραντίνες σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Καματεριστάν παρέα με καμιά δεκαριά αδέσποτες γάτες που είχα σπιτώσει για παρέα.
– Φαίνεται να σε εξιτάρει η νύχτα στην πόλη, ότι εμπνέεσαι από αυτό το αστικό τοπίο, το αλκοόλ, τις φιλίες της νύχτας, τους μεταμεσονύχτιους έρωτες, τις μπάρες, που και ονομαστικά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Κάνε με». Τι είναι για σένα η Αθήνα;
Η Αθήνα είναι η γκόμενά μου. Έζησα εδώ 5 χρόνια ως φοιτήτρια και αναγκάστηκα να την απατήσω γυρνώντας στο πατρικό μου, στα Τρίκαλα κάπου το 2005. Από τότε και μέχρι το 2016 που γύρισα κοντά της, δεν είχα έρθει ούτε για μια μέρα. Ό,τι με πόνο αφήνω πίσω, δεν το ξαναπιάνω. Επέστρεψα όμως μετά από 11 χρόνια γιατί η ζωή γελάει όταν κάνεις σχέδια. Τη νιώθω σπίτι μου, καταφύγιο, το καταντιό μου. Δε χορταίνω την ασχήμια της, τους θορύβους της, τους ανθρώπους της, την αίσθηση αυτή που σου δίνει ότι όλα εδώ είναι αρκεί ν’ απλώσεις το χέρι σου. Και οι νύχτες της…αχ, αυτές οι νύχτες της που δε θες να τελειώνουν, λες και είναι γυναίκες που σε καταλαβαίνουν και σε δέχονται όπως και να‘σαι.
– Τι αποζητάς από το γράψιμο;
Το γράψιμο για μένα είναι ανάγκη. Είναι έκφραση, εξομολόγηση, κάθαρση. Την ίδια στιγμή είναι και κατάρα γιατί θα προτιμούσα να μην ξυπνάω μες στη νύχτα για να γράψω το κατεβατό που μου‘ρθε. Θα προτιμούσα να μη γράφω σε κολώνες της ΔΕΗ με κραγιόν επειδή δεν έχω μαζί μου χαρτί και μολύβι. Είναι φορές που νιώθω ότι υπάρχω για να γράφω. Μπα, άκυρο! Γράφω για να υπάρχω.
– Μίλησε μου για τις μεγάλες σου ποιητικές και λογοτεχνικές αγάπες.
Καρούζος, Σαχτούρης, Πετρόπουλος, Κακναβάτος, Μανσούρ, Μπουκόβσκι και η λίστα δεν τελειώνει. Α, ναι! Τα ποιήματα που γράφουν οι μαθητές μου στο μάθημα της Λογοτεχνίας και μου τα δίνουν να τα διορθώσω κι εγώ καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι. Τα γράμματα εραστών που μείναν στα συρτάρια τυλιγμένα με σατέν κορδέλες. Η ‘’Βέρα’’ του Γιάννη.
– «Γι’αυτό κλαίνε/ δεν είναι από πείνα τα τρύπια στομάχια/ είναι απ’ τον φόβο να μην συνηθίσουν να μένουν άδεια». Πώς επηρεάζει τη γραφή σου η κοινωνική πραγματικότητα;
Ζω μέσα σ’ αυτήν. Επιβιώνω, προσφέρω όσο μπορώ, παλεύω με ό, τι κατεβάζει το κεφάλι μου. Μου βρωμάει όμως, ζέχνει σαπίλα, αδικία κι απανθρωπιά. Θέλω να την αλλάξω-ουτοπία, θα μου πεις. Ναι, το ξέρω. Ελπίζω μόνο σε κάποιους ανθρώπους που χωρίς να υπολογίζουν κανένα κόστος αντιστέκονται και το παλεύουν και αποτελούν έμπνευση, παράδειγμα. Όταν μεγαλώσω, θέλω να τους μοιάσω.
– Κάπου στο βιβλίο σου αναφέρεται η μητρότητα. Σε απασχολεί;
Θηλυκό ουσιαστικό σε -ότητα. Δεν το ‘χω. Δεν το είχα ποτέ. Δικαίωμα ιερό. Θυμάμαι τη μάνα μου, πάντα. Εγώ επέλεξα τον ρόλο της κόρης, και τον κάνω με μεγάλη επιτυχία. Είμαι πολύ δειλή για να αναλάβω μια τόσο μεγάλη ευθύνη. Στην τελική, δεν είμαστε όλοι για όλα.
– Μιας και τον αγαπώ πολύ, ήθελα να σε ρωτήσω γι’ αυτό. Έχεις ένα ποίημα με τίτλο «Γιώργος Μακρής». Εξήγησέ μου σε παρακαλώ πώς προέκυψε.
Τον ανακάλυψα όταν έγραφα το ‘’Κάνε με’’. Τον αγάπησα. Τον φαντάστηκα πολλά βράδια λίγο πριν το τέλος του. Ίσως και να τον μιμηθώ κάποια στιγμή.
– Το βιβλίο ξεκινά με τους στίχους, «Θα’ θελα να ζω από τύχη κι όχι επειδή σε περιμένω».
Μαθημένη στο ‘’περίμενε’’ και στην αναμονή από παιδί. Όλη η ζωή μου μια άνω τελεία. Ό,τι περίμενα τελικά ήρθε. Τώρα να με δω τι αντέχω και κατά πόσο θα επιτρέψω στην τύχη να κάνει τα κουμάντα της. Η ιστορία θα δείξει κι ίσως καταφέρω να τη φέρω στα μέτρα μου. Δεν περιμένω πια, ΜΕ ΖΩ.
➳ Δείτε επίσης: Πέτρος, ένα παιδί Μάλαμα
Την συνάντησα στον Εθνικό Κήπο, εκεί όπου κάτω από μια πέργκολα, η Πολυδούρη συνάντησε πρώτη φορά τον Καρυωτάκη, κι ακολούθησε ένας έρωτας από τον Απρίλη μέχρι τον θάνατο. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κουβαλούσε «το σώμα της και την αναπηρία της» από το σπίτι της στα Εξάρχεια μέχρι τον μακρόστενο καφενέ κι έτρωγε υποβρύχιο βανίλια, ενώ ο Λαπαθιώτης έπινε καυτό τσάι το χειμώνα και λεμονάδες το καλοκαίρι, περιμένοντας να πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα, ώστε να ριχτεί στην αναζήτηση παράνομων ηδονών στα πέριξ του Ζαππείου. Δεν αποτελούσε μόνο σημείο συνάντησης για τους Αθηναίους, αλλά κυρίως, μια όαση για τους κουρασμένους της ζωής. Εκείνο το πρωινό του Σαββάτου, ανάμεσά σε τουρίστες, περιπατητές, αθλούμενους, ερωτευμένους, παιδιά και άστεγους, η Βάσω Χριστοδούλου ξεπρόβαλε με μαύρα ρούχα και μαλλιά κατακόκκινα σαν πυρακτωμένα.
Την είχα γνωρίσει στο Booze, όπου πάντα μας χώριζε μια μπάρα. Έπινε αυτή, σέρβιρα εγώ. Άλλες φορές, έπινε αυτή κι έπινα κι εγώ μαζί. Και κάπως έτσι, η σχέση μας διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια. Από τη μια μπάρα στην άλλη, παρατηρώντας τις διακυμάνσεις της επίδρασης του αλκοόλ από την αρχή της νύχτας μέχρι το τέλος της, σαν την κορύφωση σε ένα μονόπρακτο. Από τη βότκα στο καμπάρι και τούμπαλιν. Από μπάρα σε μπάρα, έχοντας πάντα μια ιστορία να μοιραστούμε, ενίοτε και έναν όλεθρο. Έτσι και εκείνη την μέρα.
Ο ουρανός της Αθήνας στεκόταν πηχτός γεμάτος σύννεφα και κλαδιά πάνω απτά κεφάλια μας, σαν φλέβες, ή μάλλον σαν ρυτίδες. Περιπλανηθήκαμε στα μονοπάτια του κήπου και συζητήσαμε για το ‘’Κάνε με’’, την τρίτη ποιητική συλλογή της Βάσως που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από τις εκδόσεις Καζανάκι. Το “Κάνε με”, έχει το δικό του σώμα, ένα σώμα που μοιάζει να αντιμάχεται κάποιο προπατορικό αμάρτημα από την αρχή μέχρι το τέλος του. Έχει σάρκα, τη σάρκα που θέλει να αναζητήσει την άλλη σάρκα, και να την ρημάξει. Το “Κάνε με” αποζητά αγωνιωδώς να εξαϋλωθεί. Αντλεί μια ωμή οικειότητα από τόπους και αντικείμενα που όλα καταλήγουν στη σκοτεινή πλευρά ενός ανορθόδοξου έρωτα του οποίου η ήττα μοιάζει σχεδόν ηδονική. Το “Κάνε με” είναι ένα κλάμα ανάποδο, μια τελετουργία μετενσάρκωσης μιας γυναίκας σε παιδί και αντίστροφα, με λέξεις και σύμβολά παρμένες από έναν βαθιά αθηναϊκό μυστικισμό.
Συζητήσαμε επίσης για θέματα σκληρά, θέματα γυναικεία, για λαχτάρες, για μπάρες και για όλα εκείνα που δεν προλάβαμε να κάνουμε.
– Όπως λέει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «Όλες οι ιστορίες στον κόσμο είναι ζωή». Ποια είναι η δική σου ιστορία, Βάσω;
Η ιστορία μου είναι ότι κατάφερα να φτάσω στα 41 γεμάτη από κάτι μικρές μεγάλες στιγμές που με διαμόρφωσαν, που με οδήγησαν σε λάθος αποφάσεις, με στιγμάτισαν, με τσιμέντωσαν, με κάνανε να κατουρηθώ απ’ τα γέλια και να γελάσω από απόγνωση. Η ιστορία μου είναι ότι δεν υπάρχει από πίσω καμιά σπουδαία ιστορία άξια να ειπωθεί. Αυτό που υπήρξε κι ελπίζω να συνεχίσει να υπάρχει, είναι η ζωή που επέλεξα να ζήσω και η λαχτάρα να προλάβω.
– Καθηγήτρια και ποιήτρια. Ποια ιδιότητα προτιμάς από τα δύο;
Δε μου αρέσει η λέξη ‘’ιδιότητα’’ τη νιώθω ότι με περιορίζει, με βάζει σε πλαίσιο το οποίο πρέπει να το φέρω εις πέρας, μου προσθέτει ένα έξτρα βάρος που το αρνούμαι πεισματικά. Αν έπρεπε να διαλέξω ντε και καλά μια ιδιότητα για να αυτοπροσδιοριστώ θα έλεγα ότι είμαι μια λαϊκιά καμπαρετζού που περνάει τα βράδια της σε μπάρες ασυδοσίας γράφοντας ερωτικά ποιήματα και πίνοντας Campari μέχρι το ξημέρωμα.
– Θυμάσαι πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα;
Δημοτικό, 4η τάξη, στο παιδικό μου δωμάτιο υποτίθεται ότι διάβαζα για την άλλη μέρα. Έγραψα κάτι για τον ήλιο. Τα χρόνια πέρασαν, πέρασε κι ο πούστης ο ήλιος.
– Ποιες είναι οι αγαπημένες σου μυρωδιές;
Με τις μυρωδιές έχω θέμα μεγάλο. Όλη μέρα παρφουμαρίζομαι, συλλέγω αρώματα με μανία κι ύστερα τα βαριέμαι και τα χαρίζω. Η μυρωδιά για μένα έχει συνώνυμο την ανάμνηση, τη στιγμή εκείνη που κάτι… Τούτη τη στιγμή που μιλάμε η μυρωδιά που με διαλύει είναι η μασχάλη εκείνου που κοιμάται πλάι μου.
– Γιατί οι ποιητές μοιάζουν σα να παλεύουν ασταμάτητα σε μια αρένα με την έννοια του έρωτα;
Του έρωτα και του θανάτου, επίτρεψέ μου να προσθέσω. Δυο έννοιες που θα τις βρεις και στα δικά μου ποιήματα. Μα τι άλλο υπάρχει τελικά στη ζωή; Αυτό το γαμημένο δίπολο που θα υπάρχει για πάντα και κανείς δε θα βρει ποτέ απάντηση. Είναι ίσως η ανάγκη να εκφράσεις με λόγια ό,τι περισσότερο φοβάσαι και τρέμεις. Να ξορκίσεις τον τρόμο του ανεκπλήρωτου έρωτα από τη μια και του αναπόφευκτου θανάτου από την άλλη. Ίσως τελικά ο έρωτας να είναι θάνατος για κάποιους.
– Τι νιώθεις λείπει από τη ζωή σου;
Cohones. Το να μη λογαριάζεις, ρε παιδί μου, να μη φοβάσαι να το πας μέχρι τέλους, να μη δειλιάζεις με τον φόβο ότι θα φας τα μούτρα σου. Να τα φας, ναι! Τα πιο όμορφα μούτρα είναι τα πληγωμένα. Μου λείπει η υπομονή για τα πράματα, η ηρεμία και η ψυχραιμία να αντιμετωπίζεις τα αβάσταχτα. Μονίμως ανυπόμονη, στην τσίτα, τρελαμένη κι αλλοπρόσαλλη-κι εκεί είναι που πάντα το χάνω. Αλλά δεν αλλάζω, δε θ’ αλλάξω ποτέ.
– Για ποια πράγματα αισθάνεσαι ευγνώμων;
Για αυτούς που με ρήμαξαν. Που τους άφησα να με γονατίσουν. Μεγάλο σχολείο. Αλλά και τους άλλους, που με μάθανε τι θα πει καλοσύνη και ανθρωπιά. Να δίνεις και με τα δυο χέρια και να νοιάζεσαι και να τσαλακώνεσαι και να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου και να‘σαι εκεί για όταν.
– Κάνε με, τι;
‘’Κάνε με’’ να είμαι, να νιώθω, να δημιουργώ, να θυμάμαι να ξεχνάω ό,τι μ’ έγδαρε και μου σκάλωσε το μυαλό. ‘’Κάνε με’’ να αγαπώ πιο πολύ και να παλεύω για ό,τι αγαπώ χωρίς να ζητάω αντάλλαγμα. ‘’Κάνε με’’ καλύτερο άνθρωπο, μάθε με να αντέχω, να με αντέχω.
– Πες μας αν θες λίγα περισσότερα για την έκδοση.
Το ‘’Κάνε με’’ είναι η τρίτη ποιητική συλλογή μου που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Καζανάκι. Βγήκε τον Μάιο του 2023. Είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο, ξεκάθαρα. Γράφτηκε στις δυο καραντίνες σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Καματεριστάν παρέα με καμιά δεκαριά αδέσποτες γάτες που είχα σπιτώσει για παρέα.
– Φαίνεται να σε εξιτάρει η νύχτα στην πόλη, ότι εμπνέεσαι από αυτό το αστικό τοπίο, το αλκοόλ, τις φιλίες της νύχτας, τους μεταμεσονύχτιους έρωτες, τις μπάρες, που και ονομαστικά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Κάνε με». Τι είναι για σένα η Αθήνα;
Η Αθήνα είναι η γκόμενά μου. Έζησα εδώ 5 χρόνια ως φοιτήτρια και αναγκάστηκα να την απατήσω γυρνώντας στο πατρικό μου, στα Τρίκαλα κάπου το 2005. Από τότε και μέχρι το 2016 που γύρισα κοντά της, δεν είχα έρθει ούτε για μια μέρα. Ό,τι με πόνο αφήνω πίσω, δεν το ξαναπιάνω. Επέστρεψα όμως μετά από 11 χρόνια γιατί η ζωή γελάει όταν κάνεις σχέδια. Τη νιώθω σπίτι μου, καταφύγιο, το καταντιό μου. Δε χορταίνω την ασχήμια της, τους θορύβους της, τους ανθρώπους της, την αίσθηση αυτή που σου δίνει ότι όλα εδώ είναι αρκεί ν’ απλώσεις το χέρι σου. Και οι νύχτες της…αχ, αυτές οι νύχτες της που δε θες να τελειώνουν, λες και είναι γυναίκες που σε καταλαβαίνουν και σε δέχονται όπως και να‘σαι.
– Τι αποζητάς από το γράψιμο;
Το γράψιμο για μένα είναι ανάγκη. Είναι έκφραση, εξομολόγηση, κάθαρση. Την ίδια στιγμή είναι και κατάρα γιατί θα προτιμούσα να μην ξυπνάω μες στη νύχτα για να γράψω το κατεβατό που μου‘ρθε. Θα προτιμούσα να μη γράφω σε κολώνες της ΔΕΗ με κραγιόν επειδή δεν έχω μαζί μου χαρτί και μολύβι. Είναι φορές που νιώθω ότι υπάρχω για να γράφω. Μπα, άκυρο! Γράφω για να υπάρχω.
– Μίλησε μου για τις μεγάλες σου ποιητικές και λογοτεχνικές αγάπες.
Καρούζος, Σαχτούρης, Πετρόπουλος, Κακναβάτος, Μανσούρ, Μπουκόβσκι και η λίστα δεν τελειώνει. Α, ναι! Τα ποιήματα που γράφουν οι μαθητές μου στο μάθημα της Λογοτεχνίας και μου τα δίνουν να τα διορθώσω κι εγώ καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι. Τα γράμματα εραστών που μείναν στα συρτάρια τυλιγμένα με σατέν κορδέλες. Η ‘’Βέρα’’ του Γιάννη.
– «Γι’αυτό κλαίνε/ δεν είναι από πείνα τα τρύπια στομάχια/ είναι απ’ τον φόβο να μην συνηθίσουν να μένουν άδεια». Πώς επηρεάζει τη γραφή σου η κοινωνική πραγματικότητα;
Ζω μέσα σ’ αυτήν. Επιβιώνω, προσφέρω όσο μπορώ, παλεύω με ό, τι κατεβάζει το κεφάλι μου. Μου βρωμάει όμως, ζέχνει σαπίλα, αδικία κι απανθρωπιά. Θέλω να την αλλάξω-ουτοπία, θα μου πεις. Ναι, το ξέρω. Ελπίζω μόνο σε κάποιους ανθρώπους που χωρίς να υπολογίζουν κανένα κόστος αντιστέκονται και το παλεύουν και αποτελούν έμπνευση, παράδειγμα. Όταν μεγαλώσω, θέλω να τους μοιάσω.
– Κάπου στο βιβλίο σου αναφέρεται η μητρότητα. Σε απασχολεί;
Θηλυκό ουσιαστικό σε -ότητα. Δεν το ‘χω. Δεν το είχα ποτέ. Δικαίωμα ιερό. Θυμάμαι τη μάνα μου, πάντα. Εγώ επέλεξα τον ρόλο της κόρης, και τον κάνω με μεγάλη επιτυχία. Είμαι πολύ δειλή για να αναλάβω μια τόσο μεγάλη ευθύνη. Στην τελική, δεν είμαστε όλοι για όλα.
– Μιας και τον αγαπώ πολύ, ήθελα να σε ρωτήσω γι’ αυτό. Έχεις ένα ποίημα με τίτλο «Γιώργος Μακρής». Εξήγησέ μου σε παρακαλώ πώς προέκυψε.
Τον ανακάλυψα όταν έγραφα το ‘’Κάνε με’’. Τον αγάπησα. Τον φαντάστηκα πολλά βράδια λίγο πριν το τέλος του. Ίσως και να τον μιμηθώ κάποια στιγμή.
– Το βιβλίο ξεκινά με τους στίχους, «Θα’ θελα να ζω από τύχη κι όχι επειδή σε περιμένω».
Μαθημένη στο ‘’περίμενε’’ και στην αναμονή από παιδί. Όλη η ζωή μου μια άνω τελεία. Ό,τι περίμενα τελικά ήρθε. Τώρα να με δω τι αντέχω και κατά πόσο θα επιτρέψω στην τύχη να κάνει τα κουμάντα της. Η ιστορία θα δείξει κι ίσως καταφέρω να τη φέρω στα μέτρα μου. Δεν περιμένω πια, ΜΕ ΖΩ.
➳ Δείτε επίσης: Πέτρος, ένα παιδί Μάλαμα