Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης είναι από τις περιπτώσεις που θυμάται ανέκαθεν τον εαυτό να θέλει να γίνει ηθοποιός. Ίσως τον επηρέασαν οι γονείς του που αγαπούσαν πολύ το θέατρο, ίσως τα θερινά σινεμά που υπήρχαν γύρω από το εξοχικό του, ίσως και να μην έχει σημασία πώς μπήκε το μικρόβιο μέσα του, μόνο ότι δεν κατάφερε να βγει ποτέ. Βέβαια, φτάνοντας στην εφηβεία, δάσκαλοι και καθηγητές τού έλεγαν να γίνει συγγραφέας. Αυτό μπορεί να το είχε αφήσει πίσω για καιρό, αλλά ποτέ δεν το είχε απορρίψει τελείως. «Τα όνειρά μου ήταν πάντα κάπως συγκεχυμένα», μου λέει χαρακτηριστικά.
Αν και στην αρχή ξεκίνησε να βαδίζει στα μονοπάτια της νομικής, σύντομα τα εγκατέλειψε, για να συναντήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο και να καταπιαστεί με αρκετές πτυχές του. Αυτή την περίοδο συμμετέχει στην παράσταση “Happy Ντεθ Day” στο Από Μηχανής θέατρο και τα υπόλοιπα θα σας τα πει ο ίδιος ευθύς αμέσως.
– Είχες ξεκινήσει τα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα ως δικηγόρος, αφού αποφοίτησες από τη Νομική Σχολή. Πώς αποφάσισες να αλλάξεις δρόμο και να γίνεις ηθοποιός; Γιατί δεν είσαι από τις περιπτώσεις που απλά έβγαλαν τη σχολή για να έχουν ένα “χαρτί”… Μπήκες στη διαδικασία να εξασκήσεις το επάγγελμα.
Ναι, μπήκα, σίγουρα μπήκα και το προσπάθησα και πολύ. Όντας στην σχολή έβρισκα τον κλάδο τρομερά ενδιαφέροντα, αν και ποτέ δεν υπήρξα τελείως σίγουρος ότι θέλω πραγματικά να ασχοληθώ με τα νομικά. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο αστείο; Ότι τα επαγγελματικά (και οικονομικά) μου πήγαιναν πολύ καλά ως δικηγόρου, παρόλο που ουσιαστικά ξεκίνησα να δουλεύω μέσα στην κρίση. Αλλά δυστυχώς αποδείχτηκε τελικά ότι το επάγγελμα δεν το άντεχα καθόλου. Και για να εξηγηθώ, δύο πράγματα με απώθησαν. Πρώτον, η απίστευτη σοβαροφάνεια και δεύτερον η τρομερή γραφειοκρατία. Δεν ξέρω τι από τα δύο με ενοχλούσε περισσότερο. Το ότι έπρεπε να είμαι συνεχώς σε έναν “ρόλο” ή το ότι η πραγματική δουλειά του δικηγόρου μακράν απέχει από την ξεκάθαρα πνευματική εργασία και την νομική έρευνα, όπως μπορεί να πιστεύει ο κόσμος; Η συνεχής πάλη με τις τεχνικές λεπτομέρειες και την γραφειοκρατία πάντως μου προκαλούσε ένα μόνιμο άγχος κι ίσως αυτό να ήταν το χειρότερο. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, εκεί κερδίζονται κι οι περισσότερες νομικές μάχες. Άρχισα να γυρίζω σπίτι διαρκώς με πονοκέφαλο. Όταν ξεκίνησα να ακούω κι ένα περίεργο βουητό στο κεφάλι μου, είπα ότι σταματάω. Μιλώντας όμως απόλυτα ειλικρινά, αυτό σίγουρα είχε να κάνει και με το ότι είχα πάντα την υποκριτική στο μυαλό μου, παρόλο που προσπαθούσα να την ξεπεράσω. Οπότε η απόφαση να σταματήσω είχε να κάνει μάλλον κυρίως με το ότι τα όνειρά μου ήταν αλλού, παρά με τα κακά αυτού καθαυτού του επαγγέλματος του δικηγόρου.
– Ήταν δική σου απόφαση να περάσεις στη Νομική; Στην Ελλάδα οι γονείς έχουν όνειρο τα παιδιά τους να γίνονται γιατροί ή δικηγόροι… Συνέβη το ίδιο και με εσένα;
Αυτό καταλαβαίνεις ότι είναι μεγάλη κουβέντα. Ναι, δική μου ήταν η απόφαση, αλλά… ήταν πραγματικά; Εννοώ ήμουν πολύ καλός μαθητής, οπότε ένιωθα ότι όλοι θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να μπω σε μια «καλή σχολή», αλλά ειλικρινά δεν είναι ότι κάποιος με πίεσε και ειδικά προς την νομική. Ίσα-ίσα, όλοι εξεπλάγησαν όταν βρέθηκα στην θεωρητική κατεύθυνση, γιατί ήμουν πολύ καλύτερος στα θετικά μαθήματα. Και πήγα στην θεωρητική μόνο και μόνο για την Νομική γιατί ήταν από τα λίγα πράγματα που τότε μου φαινόντουσαν και πρακτικά και ενδιαφέροντα ταυτόχρονα ως σπουδές. Ε τώρα δεν μπορώ να σου πω ότι οι γονείς μου δεν χάρηκαν, ειδικά αφού ήξεραν τις καλλιτεχνικές μου τάσεις. Πίστευαν ότι γλιτώνω από μια ζωή ανασφάλειας. Αλλά πραγματική πίεση, όχι, δεν ένιωσα ποτέ. Αλήθεια είχα στήριξη από αυτούς σε κάθε στιγμή, ακόμα κι όταν τους είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Εξάλλου, το ήξεραν, δεν μπορεί να μην το ήξεραν ότι θα συμβεί τελικά κι ας προσεύχονταν για το αντίθετο. Σημειώνω ότι την Νομική σαν σχολή δεν την έχω μετανιώσει ποτέ, είναι ένα μεγάλο εφόδιο στην ζωή μου.
– Αυτό το διάστημα συμμετέχεις στη παράσταση “Happy Ντεθ Day”, μία μαύρη κωμωδία ή αλλιώς “τρομωδία” στην οποία παρακολουθούμε ένα παρανοϊκό κυνήγι θησαυρού. Εσύ έχεις έναν ιδιαίτερο ρόλο, μίλησε μας γι’ αυτόν.
Να διευκρινίσω ότι δεν είναι ακριβώς κυνήγι θησαυρού, αλλά το κυνήγι της λύσης του μυστηρίου ενός φόνου. Τώρα, ακριβώς επειδή είναι ιδιαίτερος ο ρόλος, δυστυχώς δεν μπορώ να πω πολλά, γιατί θα κινδυνεύσω να γίνω spoiler. Ο Τσέσλαβ είναι ένας ταξιτζής από την Πολωνία, μετανάστης που έχει μεγαλώσει στην Αγγλία. Ενώ φαίνεται αγαθός, αναδεικνύεται τρομερά έξυπνος με μια εξυπνάδα που μόνο οι γνήσια λαϊκοί άνθρωποι μπορεί να έχουν. Αποφεύγει να περιπλέκει τα πράγματα και να σκέφτεται πολύ, πράγμα που κάνουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου, και είναι πάντα ντόμπρος και ευθύς στον λόγο του. Μέχρι εκεί μπορώ να φτάσω και θα προσθέσω μόνο ότι το ενδιαφέρον αυτού του ρόλου ήταν ότι ήταν σαν να δουλεύω δύο ρόλους και όχι έναν. Και τους γούσταρα πολύ και τους δύο. Τα υπόλοιπα επί σκηνής.
– Έχεις βρεθεί ποτέ σε κατάσταση όρια μεγάλου τρόμου; Αν ναι, ποια ήταν αυτή και πώς τη διαχειρίστηκες;
Σε κατάσταση μεγάλου τρόμου σαν αυτήν που βλέπουμε στην παράσταση, πιστεύω πως όχι. (γέλια) Νομίζω όμως πως μου έρχονται τώρα δυο περιστατικά που ένιωσα τρόμο – κι ας έφταιγε μόνο το κεφάλι μου. Το πρώτο ήταν όταν ήμουν πολύ μικρός, δέκα-δώδεκα χρονών, και είχαμε βγει βραδινή βόλτα στο βουνό στο χωριό μου (σημειωτέον, στα Πιτσιωτά κοντά στο Καρπενήσι). Περπατώντας στο σκοτάδι σε ένα μονοπάτι, ξαφνικά ακούσαμε ένα μούγκρισμα μπροστά μας στα κάνα-δυο μέτρα και ήμασταν σίγουροι ότι ήταν λύκος – είχε κατά καιρούς λύκους εκεί. Εγώ ομολογώ δεν νομίζω πως αντέδρασα, θυμάμαι όμως την ακαριαία αντίδραση της αδερφής μου η οποία ενστικτωδώς με τράβηξε πίσω και μπήκε μπροστά μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το πώς το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να με προστατεύσει. Για την ιστορία, ήταν απλά ένα μεγαλύτερο παιδί που μας είδε να πλησιάζουμε και ήθελε να κάνει πλάκα. Το δεύτερο ήταν όταν έμενα στο Παρίσι το 2005, την εποχή που φοβόντουσαν για τρομοκρατικά και που οι μετανάστες έκαιγαν αμάξια στα προάστια. Ήμασταν στο μετρό, όταν στο βαγόνι μας μπήκαν τέσσερις υπερβολικά σωματώδεις μετανάστες, βγάζοντας μαχαίρια. Εμείς ακούσαμε πρώτα κόσμο να ουρλιάζει και μετά τους είδαμε. Ασυναίσθητα έπιασα τα χέρια από τις δύο φίλες που ήμασταν μαζί και είπα ψύχραιμα «θα τα καταφέρουμε». Τίποτα άλλο. Πάλι για την ιστορία, οι δύο από τους τέσσερις κυνηγούσαν τους άλλους δύο και μας διαβεβαίωσαν «nous sommes pas mechants» – κάποιο ξεκαθάρισμα υποθέτω, οπότε τουλάχιστον για εμάς το πράγμα έληξε καλά. Α ναι, θυμάμαι και μια φορά που νόμιζα ότι έρχεται ένα φορτηγό καταπάνω μου. Το μόνο που έκανα ήταν να παγώσω και να κλείσω τα μάτια. (πάλι γέλια) Καμία ελπίδα.
– Τι σε κάνει να γελάς με την ψυχή σου;
Δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω. Νομίζω αυτό που με εκπλήσσει ή κάτι που βρίσκω τρομερά έξυπνο. Κάτι που πάει πιο πέρα από αυτό που είχα σκεφτεί ή κάτι που θα σκεφτόμουν αλλά δεν θα τολμούσα να το ξεστομίσω. Γελάω και με ωραίους χαρακτήρες, είτε αληθινούς είτε μυθοπλασίας. Πάντως επιμένω ότι συνήθως γελάω όταν κάτι με πιάνει εξαπίνης. Έτσι, έχω γελάσει και με πολύ χοντροκομμένα πράγματα, το παραδέχομαι, όπως ένα πέσιμο ενός φίλου ή το πιο χαζό αστείο του κόσμου, για αυτό σου λέω ότι πραγματικά δεν ξέρω. Μπορεί αν ήξερα να σταματούσα να γελάω. Κι εγώ το μόνο που θα ήθελα είναι να μπορώ να γελάω πολύ περισσότερο.
– Στο έργο υπάρχει επίσης και ένας politically incorrect gay χαρακτήρας. Θεατρικά πιστεύεις ότι οι gay χαρακτήρες πρέπει να απεικονίζονται με συγκεκριμένο τρόπο, αν σκεφτούμε ότι ζούμε σε μία εποχή με έντονο το politically correct στοιχείο; Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια που δεν πρέπει να ξεπεραστούν;
Όντως ζούμε σε μια εποχή που το politically correct στοιχείο έχει γίνει παρόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Κι όσο κι αν το βρίσκω καμιά φορά ακραίο αυτό, μου υπενθυμίζω ότι όλοι οι αγώνες πρέπει να φτάσουν στα άκρα για να επέλθει μια ισορροπία έπειτα. Από την άλλη, ειδικά οι gay πλέον πολύ σπάνια απεικονίζονται ως καρικατούρες, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση και αυτό είναι μια τεράστια επιτυχία για την συμπεριληπτικότητα και την ισότητα. Το χιούμορ τώρα δεν έχει ακριβή όρια, καθώς ισορροπεί σε μια λεπτή γραμμή – πολλές φορές ας πούμε μπορεί να λες κάτι εννοώντας το ακριβώς ανάποδο. Βέβαια, ένα όριο που θεωρώ ότι δεν πρέπει να ξεπερνιέται ούτως ή άλλως σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης ή χιούμορ είναι το όριο της προσβολής της αξιοπρέπειας οποιουδήποτε ατόμου και πόσω μάλλον μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας. Εν προκειμένω, για το έργο μας, να ξέρεις ότι είναι κάτι που είχα συζητήσει αρκετά με τον Στράτο Λύκο που ενσαρκώνει τον συγκεκριμένο ρόλο. Και παρόλο που οι ατάκες του μπορεί να είναι πολλές φορές politically incorrect στο έργο (όσο politically incorrect μπορεί να είναι μια κωμωδία, έτσι;), θεωρώ ότι τόσο η ερμηνευτική προσέγγιση του Στράτου, που έχει γράψει και το έργο, όσο και η δραματουργία του έργου αλλά και η αντιμετώπιση του ρόλου από τους υπόλοιπους ρόλους κάνουν τον εν λόγω χαρακτήρα έναν θετικό χαρακτήρα, στον οποίο ναι μεν αποδίδονται κάποια στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, αυτά όμως δεν τον προσδιορίζουν καθόλου συνολικά ως άτομο. Κι αυτό είναι που τον βγάζει από την σφαίρα του politically incorrect τελικά.
– Εκτός από την υποκριτική, έχεις ασχοληθεί και με τη θεατρική συγγραφή. Παρατηρώ ότι πολλοί ηθοποιοί ασχολούνται τα τελευταία χρόνια. Γιατί θεωρείς ότι συμβαίνει αυτό;
Ναι, και με την θεατρική συγγραφή και ακόμα περισσότερο με το σενάριο. Κοίτα, για εμένα προσωπικά μιλώντας, ήταν κάτι που με κάποιο τρόπο με «κυνηγούσε». Έγραφα γενικά καλά, κατά τα λεγόμενα των άλλων, και πάντα κάτι είχα στο μυαλό σαν ιδέα – αλλά ξέρεις, πολλά τα άφηνα ανολοκλήρωτα. Η κομβική στιγμή ήταν όταν ήρθε ο Σταμάτης ο Πατρώνης, που στάθηκε και κομβικός άνθρωπος στην πορεία μου, και μου είπε να γράψω κάτι για να σκηνοθετήσει, γιατί με εμπιστευόταν. Τότε έγραψα και επίσημα το πρώτο μου έργο, το «Θύμισέ μου γιατί ήρθαμε εδώ». Η βασική κινητήριος δύναμη ήταν προφανώς το «να παίξω», «να παίξουμε». Από εκεί και πέρα όμως, το πράγμα ερχόταν μόνο του σε μένα και αποφάσισα αντί να το απορρίπτω, εμμένοντας εμμονικά στην υποκριτική, να το αγκαλιάσω και να το εξελίξω. Εξάλλου, μου αρέσει και το γράψιμο πάρα πολύ. Έκτοτε, το ένα έφερε το άλλο, άλλα δύο έργα, μια κινηματογραφική διασκευή, άλλες δυο θεατρικές διασκευές, μετά η “Μπομπονιέρα” που έφτασε μέχρι και την Ισπανία, μετά η τηλεόραση και φέτος ήρθε και η πολύ ευτυχής στιγμή που συνεργαστήκαμε με τον Γιάννη Κακλέα στην διασκευή της “Εκατομμυριούχου” στο Παλλάς. Για παρακάτω, βλέπουμε… Τώρα, γενικά μιλώντας, δεν θεωρώ ότι είναι μια καινούργια τάση στους ηθοποιούς να στρέφονται στην συγγραφή. Νομίζω ανέκαθεν υπήρχαν ηθοποιοί που ήθελαν να γράψουν και έγραφαν, όπως και ηθοποιοί που σκηνοθετούν. Μου φαίνεται απολύτως φυσικό. Ένας ηθοποιός που ούτως ή άλλως με την φαντασία του καλείται να χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο, καθώς και να αναλύσει κείμενα για να τα ζωντανέψει, είναι λογικό να θέλει πολλές φορές να βρεθεί και στην ακόμα πιο δημιουργική διεργασία του θεάτρου, την δημιουργία ενός έργου. Ακριβώς γιατί ξέρει τον τρόπο. Και αν θες να μιλήσουμε και πιο πρακτικά, είναι πολλές φορές που ένας ηθοποιός μπορεί να μην ευτυχεί να έχει ή να κάνει τους ρόλους που θα ήθελε και να θέλει να αναδείξει και άλλες πτυχές του εαυτού του, οπότε μπορεί να μπει στην διαδικασία να γράψει κάτι ακόμα και μόνο γι’αυτόν τον λόγο. Μπορώ να σου βρω και αρκετούς λόγους ακόμα, με κυριότερο εξ αυτών το ότι οι ηθοποιοί είναι στο κάτω κάτω κι αυτοί καλλιτέχνες που προσπαθούν να επικοινωνήσουν τον εσωτερικό τους κόσμο και είναι φυσικό να ψάχνουν κάθε δυνατό τρόπο γι’αυτό, συμπεριλαμβανομένης και της συγγραφής.
– Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σου σχέδια;
Προς το παρόν, συνεχίζουμε με το “Happy Ντεθ Day”, που πηγαίνει εξαιρετικά καλά, μέχρι τις 2 Απριλίου. Στον συγγραφικό τομέα, θα ξεκινήσω άμεσα δύο διασκευές, η μία είναι η διασκευή ενός θεατρικού σε κινηματογραφικό σενάριο και η άλλη η διασκευή μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο, αλλά δεν μπορώ να πω και πολλά περισσότερα. Θεατρικά μιλώντας, συζητάω τώρα για ένα δικό μου πρωτότυπο έργο από την επόμενη σεζόν, αλλά και γι’ αυτό μόνο μέχρι εκεί μπορώ να σου πω. Ξέρεις, στην Ελλάδα που ζούμε, που δεν είμαστε σίγουροι τι μας ξημερώνει κάθε μέρα, αποφεύγω να κάνω σχέδια για πολύ παραπέρα και ακόμα περισσότερο αποφεύγω να μιλάω για αυτά μέχρι, όπως θα λέγαμε και στον χώρο, «να πέσουν οι τελικές υπογραφές»…
Info για την παράσταση “Happy Ντεθ Day”
Κείμενο – σκηνοθεσία: Στράτος Λύκος
Σκηνικά: Εμμανουέλα Αλφιέρη
Κοστούμια: Ελευθερία Καρδάμη
Μουσική επιμέλεια: Αλέξανδρος Κούρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Φουντουκίδου
Φωτογραφία: Αγγελική Κοκκοβέ
Γραφιστική επιμέλεια: Φίλιππος Κοκκαλιάρης
Παίζουν: Έλενα Γραψοπούλου, Φανούρης Κορρές, Ροζαμάλια Κυρίου, Στράτος Λύκος, Ηλίας Μιχαήλ, Βασίλης Τσιγκριστάρης
Παραγωγή: Solar Productions Athens
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Εισιτήρια και περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης είναι από τις περιπτώσεις που θυμάται ανέκαθεν τον εαυτό να θέλει να γίνει ηθοποιός. Ίσως τον επηρέασαν οι γονείς του που αγαπούσαν πολύ το θέατρο, ίσως τα θερινά σινεμά που υπήρχαν γύρω από το εξοχικό του, ίσως και να μην έχει σημασία πώς μπήκε το μικρόβιο μέσα του, μόνο ότι δεν κατάφερε να βγει ποτέ. Βέβαια, φτάνοντας στην εφηβεία, δάσκαλοι και καθηγητές τού έλεγαν να γίνει συγγραφέας. Αυτό μπορεί να το είχε αφήσει πίσω για καιρό, αλλά ποτέ δεν το είχε απορρίψει τελείως. «Τα όνειρά μου ήταν πάντα κάπως συγκεχυμένα», μου λέει χαρακτηριστικά.
Αν και στην αρχή ξεκίνησε να βαδίζει στα μονοπάτια της νομικής, σύντομα τα εγκατέλειψε, για να συναντήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο και να καταπιαστεί με αρκετές πτυχές του. Αυτή την περίοδο συμμετέχει στην παράσταση “Happy Ντεθ Day” στο Από Μηχανής θέατρο και τα υπόλοιπα θα σας τα πει ο ίδιος ευθύς αμέσως.
– Είχες ξεκινήσει τα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα ως δικηγόρος, αφού αποφοίτησες από τη Νομική Σχολή. Πώς αποφάσισες να αλλάξεις δρόμο και να γίνεις ηθοποιός; Γιατί δεν είσαι από τις περιπτώσεις που απλά έβγαλαν τη σχολή για να έχουν ένα “χαρτί”… Μπήκες στη διαδικασία να εξασκήσεις το επάγγελμα.
Ναι, μπήκα, σίγουρα μπήκα και το προσπάθησα και πολύ. Όντας στην σχολή έβρισκα τον κλάδο τρομερά ενδιαφέροντα, αν και ποτέ δεν υπήρξα τελείως σίγουρος ότι θέλω πραγματικά να ασχοληθώ με τα νομικά. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο αστείο; Ότι τα επαγγελματικά (και οικονομικά) μου πήγαιναν πολύ καλά ως δικηγόρου, παρόλο που ουσιαστικά ξεκίνησα να δουλεύω μέσα στην κρίση. Αλλά δυστυχώς αποδείχτηκε τελικά ότι το επάγγελμα δεν το άντεχα καθόλου. Και για να εξηγηθώ, δύο πράγματα με απώθησαν. Πρώτον, η απίστευτη σοβαροφάνεια και δεύτερον η τρομερή γραφειοκρατία. Δεν ξέρω τι από τα δύο με ενοχλούσε περισσότερο. Το ότι έπρεπε να είμαι συνεχώς σε έναν “ρόλο” ή το ότι η πραγματική δουλειά του δικηγόρου μακράν απέχει από την ξεκάθαρα πνευματική εργασία και την νομική έρευνα, όπως μπορεί να πιστεύει ο κόσμος; Η συνεχής πάλη με τις τεχνικές λεπτομέρειες και την γραφειοκρατία πάντως μου προκαλούσε ένα μόνιμο άγχος κι ίσως αυτό να ήταν το χειρότερο. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, εκεί κερδίζονται κι οι περισσότερες νομικές μάχες. Άρχισα να γυρίζω σπίτι διαρκώς με πονοκέφαλο. Όταν ξεκίνησα να ακούω κι ένα περίεργο βουητό στο κεφάλι μου, είπα ότι σταματάω. Μιλώντας όμως απόλυτα ειλικρινά, αυτό σίγουρα είχε να κάνει και με το ότι είχα πάντα την υποκριτική στο μυαλό μου, παρόλο που προσπαθούσα να την ξεπεράσω. Οπότε η απόφαση να σταματήσω είχε να κάνει μάλλον κυρίως με το ότι τα όνειρά μου ήταν αλλού, παρά με τα κακά αυτού καθαυτού του επαγγέλματος του δικηγόρου.
– Ήταν δική σου απόφαση να περάσεις στη Νομική; Στην Ελλάδα οι γονείς έχουν όνειρο τα παιδιά τους να γίνονται γιατροί ή δικηγόροι… Συνέβη το ίδιο και με εσένα;
Αυτό καταλαβαίνεις ότι είναι μεγάλη κουβέντα. Ναι, δική μου ήταν η απόφαση, αλλά… ήταν πραγματικά; Εννοώ ήμουν πολύ καλός μαθητής, οπότε ένιωθα ότι όλοι θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να μπω σε μια «καλή σχολή», αλλά ειλικρινά δεν είναι ότι κάποιος με πίεσε και ειδικά προς την νομική. Ίσα-ίσα, όλοι εξεπλάγησαν όταν βρέθηκα στην θεωρητική κατεύθυνση, γιατί ήμουν πολύ καλύτερος στα θετικά μαθήματα. Και πήγα στην θεωρητική μόνο και μόνο για την Νομική γιατί ήταν από τα λίγα πράγματα που τότε μου φαινόντουσαν και πρακτικά και ενδιαφέροντα ταυτόχρονα ως σπουδές. Ε τώρα δεν μπορώ να σου πω ότι οι γονείς μου δεν χάρηκαν, ειδικά αφού ήξεραν τις καλλιτεχνικές μου τάσεις. Πίστευαν ότι γλιτώνω από μια ζωή ανασφάλειας. Αλλά πραγματική πίεση, όχι, δεν ένιωσα ποτέ. Αλήθεια είχα στήριξη από αυτούς σε κάθε στιγμή, ακόμα κι όταν τους είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Εξάλλου, το ήξεραν, δεν μπορεί να μην το ήξεραν ότι θα συμβεί τελικά κι ας προσεύχονταν για το αντίθετο. Σημειώνω ότι την Νομική σαν σχολή δεν την έχω μετανιώσει ποτέ, είναι ένα μεγάλο εφόδιο στην ζωή μου.
– Αυτό το διάστημα συμμετέχεις στη παράσταση “Happy Ντεθ Day”, μία μαύρη κωμωδία ή αλλιώς “τρομωδία” στην οποία παρακολουθούμε ένα παρανοϊκό κυνήγι θησαυρού. Εσύ έχεις έναν ιδιαίτερο ρόλο, μίλησε μας γι’ αυτόν.
Να διευκρινίσω ότι δεν είναι ακριβώς κυνήγι θησαυρού, αλλά το κυνήγι της λύσης του μυστηρίου ενός φόνου. Τώρα, ακριβώς επειδή είναι ιδιαίτερος ο ρόλος, δυστυχώς δεν μπορώ να πω πολλά, γιατί θα κινδυνεύσω να γίνω spoiler. Ο Τσέσλαβ είναι ένας ταξιτζής από την Πολωνία, μετανάστης που έχει μεγαλώσει στην Αγγλία. Ενώ φαίνεται αγαθός, αναδεικνύεται τρομερά έξυπνος με μια εξυπνάδα που μόνο οι γνήσια λαϊκοί άνθρωποι μπορεί να έχουν. Αποφεύγει να περιπλέκει τα πράγματα και να σκέφτεται πολύ, πράγμα που κάνουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου, και είναι πάντα ντόμπρος και ευθύς στον λόγο του. Μέχρι εκεί μπορώ να φτάσω και θα προσθέσω μόνο ότι το ενδιαφέρον αυτού του ρόλου ήταν ότι ήταν σαν να δουλεύω δύο ρόλους και όχι έναν. Και τους γούσταρα πολύ και τους δύο. Τα υπόλοιπα επί σκηνής.
– Έχεις βρεθεί ποτέ σε κατάσταση όρια μεγάλου τρόμου; Αν ναι, ποια ήταν αυτή και πώς τη διαχειρίστηκες;
Σε κατάσταση μεγάλου τρόμου σαν αυτήν που βλέπουμε στην παράσταση, πιστεύω πως όχι. (γέλια) Νομίζω όμως πως μου έρχονται τώρα δυο περιστατικά που ένιωσα τρόμο – κι ας έφταιγε μόνο το κεφάλι μου. Το πρώτο ήταν όταν ήμουν πολύ μικρός, δέκα-δώδεκα χρονών, και είχαμε βγει βραδινή βόλτα στο βουνό στο χωριό μου (σημειωτέον, στα Πιτσιωτά κοντά στο Καρπενήσι). Περπατώντας στο σκοτάδι σε ένα μονοπάτι, ξαφνικά ακούσαμε ένα μούγκρισμα μπροστά μας στα κάνα-δυο μέτρα και ήμασταν σίγουροι ότι ήταν λύκος – είχε κατά καιρούς λύκους εκεί. Εγώ ομολογώ δεν νομίζω πως αντέδρασα, θυμάμαι όμως την ακαριαία αντίδραση της αδερφής μου η οποία ενστικτωδώς με τράβηξε πίσω και μπήκε μπροστά μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το πώς το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να με προστατεύσει. Για την ιστορία, ήταν απλά ένα μεγαλύτερο παιδί που μας είδε να πλησιάζουμε και ήθελε να κάνει πλάκα. Το δεύτερο ήταν όταν έμενα στο Παρίσι το 2005, την εποχή που φοβόντουσαν για τρομοκρατικά και που οι μετανάστες έκαιγαν αμάξια στα προάστια. Ήμασταν στο μετρό, όταν στο βαγόνι μας μπήκαν τέσσερις υπερβολικά σωματώδεις μετανάστες, βγάζοντας μαχαίρια. Εμείς ακούσαμε πρώτα κόσμο να ουρλιάζει και μετά τους είδαμε. Ασυναίσθητα έπιασα τα χέρια από τις δύο φίλες που ήμασταν μαζί και είπα ψύχραιμα «θα τα καταφέρουμε». Τίποτα άλλο. Πάλι για την ιστορία, οι δύο από τους τέσσερις κυνηγούσαν τους άλλους δύο και μας διαβεβαίωσαν «nous sommes pas mechants» – κάποιο ξεκαθάρισμα υποθέτω, οπότε τουλάχιστον για εμάς το πράγμα έληξε καλά. Α ναι, θυμάμαι και μια φορά που νόμιζα ότι έρχεται ένα φορτηγό καταπάνω μου. Το μόνο που έκανα ήταν να παγώσω και να κλείσω τα μάτια. (πάλι γέλια) Καμία ελπίδα.
– Τι σε κάνει να γελάς με την ψυχή σου;
Δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω. Νομίζω αυτό που με εκπλήσσει ή κάτι που βρίσκω τρομερά έξυπνο. Κάτι που πάει πιο πέρα από αυτό που είχα σκεφτεί ή κάτι που θα σκεφτόμουν αλλά δεν θα τολμούσα να το ξεστομίσω. Γελάω και με ωραίους χαρακτήρες, είτε αληθινούς είτε μυθοπλασίας. Πάντως επιμένω ότι συνήθως γελάω όταν κάτι με πιάνει εξαπίνης. Έτσι, έχω γελάσει και με πολύ χοντροκομμένα πράγματα, το παραδέχομαι, όπως ένα πέσιμο ενός φίλου ή το πιο χαζό αστείο του κόσμου, για αυτό σου λέω ότι πραγματικά δεν ξέρω. Μπορεί αν ήξερα να σταματούσα να γελάω. Κι εγώ το μόνο που θα ήθελα είναι να μπορώ να γελάω πολύ περισσότερο.
– Στο έργο υπάρχει επίσης και ένας politically incorrect gay χαρακτήρας. Θεατρικά πιστεύεις ότι οι gay χαρακτήρες πρέπει να απεικονίζονται με συγκεκριμένο τρόπο, αν σκεφτούμε ότι ζούμε σε μία εποχή με έντονο το politically correct στοιχείο; Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια που δεν πρέπει να ξεπεραστούν;
Όντως ζούμε σε μια εποχή που το politically correct στοιχείο έχει γίνει παρόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Κι όσο κι αν το βρίσκω καμιά φορά ακραίο αυτό, μου υπενθυμίζω ότι όλοι οι αγώνες πρέπει να φτάσουν στα άκρα για να επέλθει μια ισορροπία έπειτα. Από την άλλη, ειδικά οι gay πλέον πολύ σπάνια απεικονίζονται ως καρικατούρες, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση και αυτό είναι μια τεράστια επιτυχία για την συμπεριληπτικότητα και την ισότητα. Το χιούμορ τώρα δεν έχει ακριβή όρια, καθώς ισορροπεί σε μια λεπτή γραμμή – πολλές φορές ας πούμε μπορεί να λες κάτι εννοώντας το ακριβώς ανάποδο. Βέβαια, ένα όριο που θεωρώ ότι δεν πρέπει να ξεπερνιέται ούτως ή άλλως σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης ή χιούμορ είναι το όριο της προσβολής της αξιοπρέπειας οποιουδήποτε ατόμου και πόσω μάλλον μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας. Εν προκειμένω, για το έργο μας, να ξέρεις ότι είναι κάτι που είχα συζητήσει αρκετά με τον Στράτο Λύκο που ενσαρκώνει τον συγκεκριμένο ρόλο. Και παρόλο που οι ατάκες του μπορεί να είναι πολλές φορές politically incorrect στο έργο (όσο politically incorrect μπορεί να είναι μια κωμωδία, έτσι;), θεωρώ ότι τόσο η ερμηνευτική προσέγγιση του Στράτου, που έχει γράψει και το έργο, όσο και η δραματουργία του έργου αλλά και η αντιμετώπιση του ρόλου από τους υπόλοιπους ρόλους κάνουν τον εν λόγω χαρακτήρα έναν θετικό χαρακτήρα, στον οποίο ναι μεν αποδίδονται κάποια στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, αυτά όμως δεν τον προσδιορίζουν καθόλου συνολικά ως άτομο. Κι αυτό είναι που τον βγάζει από την σφαίρα του politically incorrect τελικά.
– Εκτός από την υποκριτική, έχεις ασχοληθεί και με τη θεατρική συγγραφή. Παρατηρώ ότι πολλοί ηθοποιοί ασχολούνται τα τελευταία χρόνια. Γιατί θεωρείς ότι συμβαίνει αυτό;
Ναι, και με την θεατρική συγγραφή και ακόμα περισσότερο με το σενάριο. Κοίτα, για εμένα προσωπικά μιλώντας, ήταν κάτι που με κάποιο τρόπο με «κυνηγούσε». Έγραφα γενικά καλά, κατά τα λεγόμενα των άλλων, και πάντα κάτι είχα στο μυαλό σαν ιδέα – αλλά ξέρεις, πολλά τα άφηνα ανολοκλήρωτα. Η κομβική στιγμή ήταν όταν ήρθε ο Σταμάτης ο Πατρώνης, που στάθηκε και κομβικός άνθρωπος στην πορεία μου, και μου είπε να γράψω κάτι για να σκηνοθετήσει, γιατί με εμπιστευόταν. Τότε έγραψα και επίσημα το πρώτο μου έργο, το «Θύμισέ μου γιατί ήρθαμε εδώ». Η βασική κινητήριος δύναμη ήταν προφανώς το «να παίξω», «να παίξουμε». Από εκεί και πέρα όμως, το πράγμα ερχόταν μόνο του σε μένα και αποφάσισα αντί να το απορρίπτω, εμμένοντας εμμονικά στην υποκριτική, να το αγκαλιάσω και να το εξελίξω. Εξάλλου, μου αρέσει και το γράψιμο πάρα πολύ. Έκτοτε, το ένα έφερε το άλλο, άλλα δύο έργα, μια κινηματογραφική διασκευή, άλλες δυο θεατρικές διασκευές, μετά η “Μπομπονιέρα” που έφτασε μέχρι και την Ισπανία, μετά η τηλεόραση και φέτος ήρθε και η πολύ ευτυχής στιγμή που συνεργαστήκαμε με τον Γιάννη Κακλέα στην διασκευή της “Εκατομμυριούχου” στο Παλλάς. Για παρακάτω, βλέπουμε… Τώρα, γενικά μιλώντας, δεν θεωρώ ότι είναι μια καινούργια τάση στους ηθοποιούς να στρέφονται στην συγγραφή. Νομίζω ανέκαθεν υπήρχαν ηθοποιοί που ήθελαν να γράψουν και έγραφαν, όπως και ηθοποιοί που σκηνοθετούν. Μου φαίνεται απολύτως φυσικό. Ένας ηθοποιός που ούτως ή άλλως με την φαντασία του καλείται να χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο, καθώς και να αναλύσει κείμενα για να τα ζωντανέψει, είναι λογικό να θέλει πολλές φορές να βρεθεί και στην ακόμα πιο δημιουργική διεργασία του θεάτρου, την δημιουργία ενός έργου. Ακριβώς γιατί ξέρει τον τρόπο. Και αν θες να μιλήσουμε και πιο πρακτικά, είναι πολλές φορές που ένας ηθοποιός μπορεί να μην ευτυχεί να έχει ή να κάνει τους ρόλους που θα ήθελε και να θέλει να αναδείξει και άλλες πτυχές του εαυτού του, οπότε μπορεί να μπει στην διαδικασία να γράψει κάτι ακόμα και μόνο γι’αυτόν τον λόγο. Μπορώ να σου βρω και αρκετούς λόγους ακόμα, με κυριότερο εξ αυτών το ότι οι ηθοποιοί είναι στο κάτω κάτω κι αυτοί καλλιτέχνες που προσπαθούν να επικοινωνήσουν τον εσωτερικό τους κόσμο και είναι φυσικό να ψάχνουν κάθε δυνατό τρόπο γι’αυτό, συμπεριλαμβανομένης και της συγγραφής.
– Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σου σχέδια;
Προς το παρόν, συνεχίζουμε με το “Happy Ντεθ Day”, που πηγαίνει εξαιρετικά καλά, μέχρι τις 2 Απριλίου. Στον συγγραφικό τομέα, θα ξεκινήσω άμεσα δύο διασκευές, η μία είναι η διασκευή ενός θεατρικού σε κινηματογραφικό σενάριο και η άλλη η διασκευή μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο, αλλά δεν μπορώ να πω και πολλά περισσότερα. Θεατρικά μιλώντας, συζητάω τώρα για ένα δικό μου πρωτότυπο έργο από την επόμενη σεζόν, αλλά και γι’ αυτό μόνο μέχρι εκεί μπορώ να σου πω. Ξέρεις, στην Ελλάδα που ζούμε, που δεν είμαστε σίγουροι τι μας ξημερώνει κάθε μέρα, αποφεύγω να κάνω σχέδια για πολύ παραπέρα και ακόμα περισσότερο αποφεύγω να μιλάω για αυτά μέχρι, όπως θα λέγαμε και στον χώρο, «να πέσουν οι τελικές υπογραφές»…
Info για την παράσταση “Happy Ντεθ Day”
Κείμενο – σκηνοθεσία: Στράτος Λύκος
Σκηνικά: Εμμανουέλα Αλφιέρη
Κοστούμια: Ελευθερία Καρδάμη
Μουσική επιμέλεια: Αλέξανδρος Κούρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Φουντουκίδου
Φωτογραφία: Αγγελική Κοκκοβέ
Γραφιστική επιμέλεια: Φίλιππος Κοκκαλιάρης
Παίζουν: Έλενα Γραψοπούλου, Φανούρης Κορρές, Ροζαμάλια Κυρίου, Στράτος Λύκος, Ηλίας Μιχαήλ, Βασίλης Τσιγκριστάρης
Παραγωγή: Solar Productions Athens
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Εισιτήρια και περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.