Είχαμε ραντεβού στη Φωκίωνος Νέγρη έξω από τον Φοίβο. Τον είδα να έρχεται από μακριά ντυμένος στα μαύρα, με γυαλί, δερμάτινο σακάκι, κι ένα λευκό σκυλί να τον ακολουθεί. Η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν «ροκεντρολίστας», και μάλλον δεν έπεσα πολύ έξω.
Κάναμε τις πρώτες συστάσεις, μιλώντας για το κλαμπ Κουίντα στις αρχές των 70ς, για το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», και κυνηγούσαμε την αξιαγάπητη Λούνα ανάμεσα στα παρτέρια της Κυψέλης. Ο συνομιλητής μου με ενημέρωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ευρύτερη περιοχή καθώς ψάχναμε κάποιο καφέ για να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας.
Ο Βασίλης Σπυρόπουλος μαζί με τον αδερφό του Νίκο, έχοντας ως πρότυπο το ευφυέστατο γρουπ του Δημήτρη Πουλικάκου τον «Εξαδάκτυλο», σχημάτισαν τους Σπυριδούλα το Νοέμβριο του 1977. Οι δυο τους έπαιζαν κιθάρες, ο Αντρέας Μουζακίτης ντραμς, ο Μάκης Μπλαζής μπάσο, ενώ ο Κώστας Κουρεμένος και ο Γιώργος Κοτσμανίδης ήταν στα φωνητικά. Ξεκίνησαν συναυλίες όπου έπαιζαν κατά κύριο λόγο διασκευές από Rolling Stones, Lou Reed, Cream, Velvet Underground κ.α, και γρήγορα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του ροκ κοινού. Κλείνονταν σε σπίτια και σε προβάδικα, έπαιζαν σε μπαρ, σε υπόγεια και καταλήψεις και όργωναν την Ελλάδα με συναυλίες.
Το όνομα το πρότεινε ο συνεργάτης τους Γιώργος Γαϊτάνος, εμπνευσμένος από την ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη, θύματος ενός εγκλήματος που είχε σοκάρει την κοινή γνώμη το 1956. Η 12χρονη οικιακή βοηθός είχε βασανιστεί επί 36 ώρες με ηλεκτρικό σίδερο από το ανδρόγυνο που τη μεγάλωνε.
Το 1978 είχαν ήδη αποχωρήσει οι Κουρεμένος, Κοτσμανίδης και Μπλαζής, με τον τελευταίο να αντικαθίσταται από τον Τόλη Μαστρόκαλο, ενώ λίγο αργότερα ο Μουζακίτης αντικαταστάθηκε από τον Τάσο Φωτοδήμο. Το 1979 οι Σπυριδούλα μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο θα δημιουργήσουν έναν δίσκο που έμελλε να γίνει δίσκος αναφοράς στην ιστορία του ελληνικού ροκ, τον Φλου. Λίγο αργότερα οι δρόμοι τους θα χωρίσουν και το 1982 θα κυκλοφορήσουν το Νάυλον Ντέφια και Ψόφια Κέφια από την EMI που έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία. Λίγα χρόνια αργότερα, ένα βράδυ που τζάμαραν σε ένα υπόγειο με το τραγουδιστή των Αδιέξοδο, Σωτήρη Θεοχάρη, αποφάσισαν να βγάλουν μαζί το δίσκο Ταξίδι στο Κέντρο της Πόλης, και το γκρουπ θα ολοκληρώσει την δισκογραφική του πορεία το 2005 με Το Βλέμμα Των Ανθρώπων.
Τελικά καθίσαμε στην κατάμεστη από παιδάκια και σκυλιά Φωκίωνος Νέγρη σε ένα καφέ που εκείνη τη στιγμή το έλουζε ο ήλιος και συζητήσαμε για την δημιουργία των Σπυριδούλα, για τη συνεργασία τους με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αλλά και για τις ιδεολογικές τους διαφορές. Ο μουσικός μου μίλησε επίσης για το ελληνικό underground, την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και το σήμερα.
Η γενιά μας μοιάζει να έχει ξεμείνει από ανθρώπους και ιδέες που να μας εμπνέουν και να μας δίνουν κίνητρο. Είναι και μια τέτοια εποχή μεταξύ άλλων. Ο Βασίλης Σπυρόπουλος οξυδερκής μα συνάμα λιτός και χαμηλών τόνων, μου μίλησε για τη μαγεία που βρίσκεται στην αλληλεπίδραση που δημιουργείται ανάμεσα σε ένα μουσικό γκρουπ καθώς επίσης ανέσυρε μνήμες και ιστορίες από την εποχή που παρά τις δυσκολίες, υπήρχαν δυνητικότητες, ελπίδες και οράματα. Εγώ τον παρακολουθούσα με ιδιαίτερη η προσοχή, και σκεφτόμουν αν υπάρχει κάποιος τρόπος να τα επαναφέρουμε όλα αυτά και πάλι στο παιχνίδi…
– Θα σας πάω αρκετά πίσω…
Ήμουνα σίγουρος (γέλια).
– Πώς γνωρίσατε το ροκ και ποιοι ενέπνευσαν εσάς και τον αδερφό σας σαν πιτσιρίκια;
Πολύ εύκολα, γιατί εγώ γεννήθηκα το ‘54, και το ’64 που το ροκ στην Αγγλία βρισκόταν στο απόγειό του -και καθώς στην Ελλάδα είχαμε πιο πολλή επικοινωνία με την Αγγλία απ’ ότι με την Αμερική- δεν χρειαζόταν να το ψάξεις τρομερά. Τα charts της εποχής τα οποία εκδίδονταν και στην Ελλάδα, έπαιζαν Beatles, Rolling Stones, Honeyman, Cream κτλ. Ακόμα και ο Μαστοράκης είχε μια εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο που νομίζω λεγόταν «Λεωφορείο η Μελωδία», όπου παίζονταν όλα αυτά. Ήταν μια χρυσή συγκυρία για την μουσική. Εκείνα τα χρόνια ακούγαμε βέβαια και αρκετά γαλλικά και ιταλικά ποπ, αλλά το ροκ ήταν αυτό που μας «μίλησε». Επιπλέον, μου άρεσε πολύ η εικόνα του γκρουπ και όχι του σόλο καλλιτέχνη.
– Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;
Αυτό που ήταν κομβικό σημείο εκείνη την εποχή ήταν όταν το Woodstock έγινε ταινία και παίχτηκε επί Χούντας, εγώ ήμουν 15-16 χρονών. Το ’71 παίχτηκε στην Αθήνα στο Παλλάς όπου ήρθε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης να την προλογίσει, όπου μαζεύτηκαν περισσότεροι από 1000 θεατές. Βέβαια η προβολή δεν έγινε ποτέ γιατί έγινε μπάχαλο. Καταλήγοντας σε διαδήλωση εν μέσω Χούντας. Η ταινία παίχτηκε εν τέλει μετά από 1-2 βδομάδες. Ήταν ένα σοκ για μας καθώς την αμερικανική σκηνή την γνωρίζαμε ακροθιγώς, άλλο να τα βλέπεις. Και μετά από αυτό κολλήσαμε τελείως. Βέβαια αξίζει να αναφέρουμε ότι δεν είναι έτσι ακριβώς όπως νομίζει ο κόσμος σήμερα. To 1974 που βγήκε το Dark Side of the Moon για παράδειγμα, στην Ελλάδα έγινε χρυσός (σ.σ. αυτό ισοδυναμεί σε 50 000 αντίτυπα), σε μια χώρα όπου το μέσο σπίτι δεν διέθετε στερεοφωνικό, και γενικότερα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80 -όπως μας έλεγαν και τα παιδιά από την EMI, ο Ξυδούς και ο Σαραντής- το ξένο και το ελληνικό ρεπερτόριο στην ελληνική αγορά ήταν 50-50. Αυτό άλλαξε μετά το ’90, με την Παγκοσμιοποίηση, όπου η ελληνική μουσική άρχισε να ακούγεται περισσότερο. Μέσα στην αντίφαση του «χάνουμε την ταυτότητά μας κι επιστρέφουμε στις ρίζες», έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω εγώ.
– Ακούγατε όμως και ελληνόφωνο ροκ.
Ελληνόφωνο ροκ αρχίσαμε να ακούμε όταν το ανακαλύψαμε. Εξαδάκτυλο, Μπουρμπούλια κτλ., δεν ήταν πολλά. Επίσης μεγάλη επίδραση ήταν ο Σαββόπουλος, του οποίου ο τρίτος και τέταρτος δίσκος του, δηλαδή ο Μπάλλος και το Βρώμικο Ψωμί που ήταν «καθαρόαιμα» ηλεκτρικα άλμπουμ -κι αυτός επηρεασμένος από την περιέρρευσα ατμόσφαιρα του ροκ- μας επηρέασε πολύ. Για μας ωστόσο το γκρουπ πρότυπο ήταν ο Εξαδάκτυλος, το γκρουπ του Πουλίκα. Εξού και η μεγάλη εκτίμηση που του έχουμε, και γι’ αυτό μας κυνηγάει τόσα χρόνια. Ήταν ένα πρωτοποριακό σχήμα με εξαιρετικούς μουσικούς, που έπαιζαν ό,τι πιο καινούργιο, μέχρι Zappa κι έγραφαν στίχους ενδιαφέροντες, παρόλο που ήταν βραχύβιο σχήμα -3 χρόνια νομίζω κράτησε- αλλά άφησε τεράστια παρακαταθήκη. Πριν φτιάξουμε τους Σπυριδούλα, θέλαμε να έχουμε ένα γκρουπ σαν τον Εξαδάκτυλο, με σκληρό ροκ και ελληνικό στίχο. Τώρα πως μπορεί να γίνει αυτό, είναι αρκετά δύσκολο, αλλά έγινε με κάποιον τρόπο.
– Το όνομα Σπυριδούλα, με τη γνωστή ιστορία που έχει πίσω του, είναι το πρώτο όνομα ελληνικού συγκροτήματος που έχει σκοπό να σοκάρει;
Ναι ήταν εντελώς αναπάντεχο. Συνήθως τα ελληνικά σχήματα είχαν αγγλικά ονόματα εκείνη την εποχή όπως “Socrates” ή προέρχονταν από την ελληνική μυθολογία όπως οι «Διόσκουροι» ή «Δάμων και Φιντίας». Οπότε μας φάνηκε καλή ιδέα να υιοθετήσουμε αφενός έναν αστικό θρύλο, την ιστορία της Σπυριδούλας, κι αφετέρου, -καθώς δεν είχαμε ακόμα γυναίκα στο σχήμα, αργότερα ήρθε η μπασίστρια, η Μελίνα Καρακώστα- πέντε φρικιά να λεγόμαστε «Σπυριδούλα», δημιουργούσε μια ίντριγκα.
– Πώς ξεκίνησαν οι Σπυριδούλα;
Πάντα με ενδιέφερε η μουσική αλλά δεν ήμουν τρομερά καλός, προσπαθούσα αλλά δεν. Κάποια στιγμή το 1974, όσο ήμουν στο πανεπιστήμιο κατάφερα να πιάσω δουλειά σε μια μπουάτ, κι από’ κει με στρατολόγησε ο Άσιμος. Σε αυτή την ορχήστρα που παίζαμε, ήταν και ο μελλοντικός ντράμερ των Σπυριδούλα. Αφού ταλαιπωρηθήκαμε τρομερά από τον Άσιμο, από τον οποίο παρεμπιπτόντως μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια μπάντα, κάτι που πάντα ήθελα εγώ προσωπικά, όπως και όλη η παρέα. Είχαμε στο μυαλό μας το «σχήμα», γι’ αυτό και δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω αυτό που λέμε «σόλο καριέρα». Τελείωσε και ο αδερφός μου το ‘75 τη σχολή και φτιάξαμε ένα γκρουπάκι. Κάποια στιγμή είπαμε «τώρα θα το πάρουμε στα σοβαρά» και κλειστήκαμε σε ένα σπίτι -ούτε δουλεύαμε, ούτε τίποτα, με πολλή πείνα, δεν ήταν εύκολο- και κάναμε πρόβες για εξαντλητικές ώρες και μετά κάναμε ένα λάιβ. Το λάιβ αυτό τα πήγε πολύ καλά, κι έτσι κάπως δημιουργήθηκαν οι Σπυριδούλα. Μας βρήκε ο Παύλος μετά, και όλα τα άλλα ήρθαν από μόνα τους. Είχαμε αφενός μεγάλη εμμονή με τη μουσική, κι αφενός, με το σχήμα σε αυτή την φόρμα της μπάντας, με την αλληλεπίδραση που δημιουργούνταν μεταξύ μας.
– Αυτό με οδηγεί μια σκέψη, καθώς στις συνεντεύξεις που παίρνω από πιο νεαρούς μουσικούς, εντοπίζω την τάση του «πρότζεκτ», ενός σχήματος που περιλαμβάνει από 1 έως 2 άτομα. Και στην ερώτηση «γιατί επιλέγετε τον συγκεκριμένο σχηματισμό», συνήθως λαμβάνω απαντήσεις είτε ότι «είναι πιο εύκολο», είτε μου απαντούν με όρους οικονομίας, όπως για παράδειγμα ότι «συμφέρει». Τι πιστεύετε εσείς γι’ αυτό;
Σκέψου πόσο μακριά είμαστε εμείς από αυτήν την λογική που σε αυτές τις συνθήκες φτιάξαμε ένα σχήμα που αποτελείται από 8 άτομα έως 14, εντελώς αντιοικονομικό από κάθε άποψη. Και ο Πουλίκας έτσι είναι. Θα μπορούσε να φτάσει και τα 20 άτομα αν δεν τον σταματάγανε (γέλια), ο οποίος είναι μεγάλος leader, ποτέ δεν λέει κάνε το ένα ή κάνε το άλλο. Ποτέ δεν απαιτεί, αλλά σε εμπνέει για το καλύτερο. Φυσικά αυτό προαπαιτεί μια σοφία για να διαλέξεις τα κατάλληλα άτομα. Από την άλλη, όντως δεν είναι τόσο οικονομικά εφικτό να συντηρείς μεγάλα σχήματα, κι εγώ παίζω με ντουέτα, κάτι που το επιτρέπει πλέον και η τεχνολογία. Ωστόσο, το όνειρό μας ήταν πάντα το γκρουπ, όπου μπορείς να βρεις ένα άλλο μουσικό βάθος.
– Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση κι ενώ στη χώρα επικρατούσε το πολιτικό τραγούδι, εμφανίζεται ακόμα ένας δίσκος: «Ο Φλου» από εσάς και τον Παύλο Σιδηρόπουλο που ουσιαστικά θα ταράξει τα νερά γιατί ίσως να είχε μείνει πίσω η ροκ.
Σίγουρα το να βγάζεις έναν ροκ δίσκο το ’79 όταν σε ολόκληρη την Ευρώπη μεσουρανεί το πανκ, ακούγεται αναχρονιστικό, και όντως υπήρξε αυτή η καθυστέρηση. Αυτό συνέβη επειδή η Ελλάδα βγήκε από μια Χούντα η οποία άφησε πολλά πράγματα πίσω άμεσα ή έμμεσα. Ακόμα και το γεγονός ότι υπήρξε μια ανταρτολατρέια επειδή η χώρα στερήθηκε τον πολιτικό λόγο κατά τη διάρκεια της Χούντας, και μια υπερβολή στην κατανάλωσή του στην μεταπολίτευση, υπήρξε κι αυτό μια από τις παραμέτρους.
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Παύλο;
Η συνεργασία μας ήταν πολύ καλή μουσικά, γιατί είχαμε σε βάθος κοινή αισθητική, από την άλλη σαν άτομα όχι τόσο. Αν και ο Παύλος ήταν πολύ καλό παιδί, θεωρώ ότι ήταν κλεισμένος σε έναν δικό του κόσμο. Από την άλλη εμείς ήμασταν μια πολύ σφιχτή ομάδα, στην οποία ο Παύλος ποτέ δεν είχε απολύτως ενταχθεί, παρόλο που ήθελε, είτε κι εμείς δεν του το επιτρέψαμε, φοβούμενοι ότι ως «έμπειρος», ως «μάγκας», πιο «καλός», πιο «μεγάλος» -γιατί ο Παύλος ήταν 30, κι εγώ 24- θα μπορούσε να μας αλλοιώσει την ταυτότητα. Εξού και η ονομασία «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα». Δεν το ζήτησε ο Παύλος αυτό όπως λανθασμένα εικάζουν πολλοί, αντιθέτως ο ίδιος ήθελε να ονομαζόμαστε απλά «Σπυριδούλα». Εμείς απαιτήσαμε να είναι διακριτό. Ο κόσμος τότε αδίκως τον έκραξε, θεωρώντας ότι την είχε δει φίρμα και ήθελε να βάλει μπροστά το όνομά του, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε, καθώς εμείς θέλαμε να διατηρήσουμε την αυτονομία μας, κι εν όψει μιας ενδεχόμενης διάλυσης, να έχει μια προίκα.
– Λίγο αργότερα χώρισαν οι δρόμοι σας με τον Παύλο. Σε μια συνέντευξή του είχα διαβάσει ότι αυτό συνέβη για ιδεολογικές διαφωνίες λέγοντας ότι είχατε μια μαρξιστική τοποθέτηση, που τον ίδιο τον περιόριζε. Θα θέλατε να μου το σχολιάσετε αυτό;
Είχε μια αριστερή κουλτούρα και προερχόταν από μια αριστερή οικογένεια -η θεία του για παράδειγμα ήταν η Έλλη Αλεξίου- αλλά ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερη κινηματική αντίληψη. Ωστόσο εμείς από εκεί ξεκινήσαμε, οι Σπυριδούλα ήταν μια πολιτική ομάδα. Δεν ήμασταν μαρξιστές βέβαια, ακόμα κι αυτό είναι μια παρεξήγηση, όποιος το έλεγε φαίνεται ότι δεν είχε κριτήριο, Περισσότερο αντιεξουσιαστές θεωρούσαμε τους εαυτούς μας. Πιστεύαμε ότι αυτό που κάναμε συνδέεται με τα κοινά, από τους χώρους που επιλέγεις να παίξεις, μέχρι τους στίχους κτλ. Όχι ότι θέλαμε να κάνουμε πολιτικό τραγούδι, ποτέ δεν κάναμε με την αυστηρή έννοια. Γενικότερα το διαζύγιό μας με τον Παύλο, όπως όλα τα διαζύγια, αφήνει και παρανοήσεις και πικρίες. Τι εννοώ με αυτό; κάποια χρόνια μετά, αφού είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας, είχα δει μια συνέντευξη του Παύλου, όπου εκθείαζε τους Απροσάρμοστους κι έλεγε «αυτοί είναι το γκρουπ μου το “σπίτι” μου, και ότι με τους Σπυριδούλα δεν το βρήκαμε». Αλλά αυτό ήταν περίεργο, και γιατί το λέω αυτό; Αφενός επειδή χωρίσαμε, καθώς ο Παύλος είχε «καψούρα» με τον αδερφό μου, του είπε «εμείς όμως θα συνεχίσουμε έτσι;» (γέλια), κι αφετέρου, σχεδόν 2 χρόνια μετά που είχαμε χωρίσει, παίζουμε εμείς σε ένα φεστιβάλ στη Σαντορίνη και είχε έρθει μαζί μας ο Παύλος, -ακάλεστος αλλά όχι ανεπιθύμητος- για να μας πείσει να κάνουμε μαζί του τον δεύτερο του δίσκο τον «Εν Λευκώ», γιατί είχε κάνει μια απόπειρα με τους Απροσάρμοστους αλλά δεν τον ικανοποίησε. Μας είχε φέρει μια κασέτα με 5-6 ντέμο και παρόλο που μας άρεσαν πολύ κάποια κομμάτια και πάντα εκτιμούσαμε πολύ σαν τραγουδοποιό, αρνηθήκαμε να κάνουμε τον δίσκο μαζί του. Του αρνηθήκαμε όχι επειδή δεν τον θέλαμε, αλλά για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν επειδή είχε αρχίσει να «μπαίνει» η πρέζα -φθηνά την γλιτώσαμε εμείς οι υπόλοιποι. Αλλά ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μια αυτόνομη μορφή, που αποτυπώθηκε μετά στα «Νάυλον Ντέφια», οπότε αν το κάναμε αυτό, δεν θα βγάζαμε ποτέ τα Νάυλον Ντέφια. Κατά τη γνώμη μου καλά κάναμε, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που θέλαμε, κι επίσης αποδείξαμε στον εαυτό μας ότι μπορούσαμε και χωρίς τον Παύλο, ο οποίος μέχρι τότε αυτός ήταν ο μπροστάρης του σχήματος.
– Υπάρχει σήμερα το ροκ; ; Τόσο ως μουσική όσο και ως αντίληψη;
Ως αντίληψη υπήρχε πάντα, ως μουσική όμως όχι. Ακόμα και ως αντίληψη όμως αρχίζει να φθίνει. Ακόμα και το λάιβ, αρχίζει να αποτελεί μουσειακό είδος. Η νεολαία για παράδειγμα ακούει ραπ και χιπ χοπ.
– Πώς η αντικουλτούρα του Rock n’ Roll επηρέασε την άποψή σας για τον κόσμο και τις αποφάσεις που πήρατε στη ζωή σας;
Διίστανται οι απόψεις, καθώς κάποιοι θεωρητικοί θα πουν ότι δεν υπάρχει η έννοια της αντικουλτούρας στην Ελλάδα. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως, γιατί εμείς στην πραγματικότητα ήμασταν underground, γιατί παρόλο που βγάλαμε έναν δίσκο με μια εταιρία, που πήρε πολύ καλές κριτικές και ακούστηκε κι αγοράστηκε αρκετά, στην πρώτη μας περίοδο, από το ’77 μέχρι το ’85, κανένα γραφείο καλλιτεχνικό δεν ενδιαφέρθηκε για εμάς, τα κάναμε όλα μόνοι μας, ακόμα και μια περιοδεία που είχαμε κάνει σε όλη τη χώρα, τα οργανώσαμε όλα εντελώς μόνοι μας, κι αν οι πάνκιδες μας θεωρούσαν mainstream, στην πραγματικότητα ήμασταν στην ίδια ακριβώς μοίρα, με το underground. Φυσικά μην μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κίνημα, αλλά υπήρχαν εκδηλώσεις τόσο στη μουσική, όσο και στα έντυπα. Εμένα με έχει επηρεάσει όχι μόνο το ροκ αλλά και η μουσική σαν δραστηριότητα, βαθιά και στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Εγώ για παράδειγμα σαν παιδί ζωγράφιζα ωραία. Κάποια στιγμή λέω, «τι θα κάνω, θα γίνω ζωγράφος ή μουσικός;», κι έγινα μουσικός γιατί; Γιατί είναι συλλογικό, παράλληλα είναι κάτι που μπορώ από την μια να το κάνω για πάρτη μου -όπως χθες που κάθισα σπίτι κι έβαλα να ακούσω ένα spiritual τραγούδι, αλλά και να το κάνω και με άλλους ανθρώπους. Έχει μια μαγεία αυτή η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα, έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία και γουστάρω να παίζω, γουστάρω το λάιβ. Το λάιβ είναι άλλο πράγμα. Η συλλογικότητα. Το ροκ τι είναι; Είναι ένας μητροπολιτικός ήχος που μπορεί να γίνει όπου υπάρχουν οι αντίστοιχες συνθήκες.
– Καθώς δεν έχει γίνει μια επαρκής αρχειοθέτηση της Ελληνικής Ροκ Σκηνής, ούτε πρωτογενής έρευνα, εκτός λίγων εξαιρέσεων – έχουμε καταλήξει ο καθένας να λέει το κοντό του και το μακρύ του. Για τον Σιδηρόπουλο, για τη Γώγου, τον Άσιμο και γενικότερα για όλη τη σκηνή της εποχής. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση σε μια έγκυρη ιστορία των Σπυριδούλα όπως και άλλων. Συμφωνείτε με αυτό;
Είναι πολύ σωστό αυτό που λέτε, αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν διάφοροι σκιτζήδες – έχω υπόψιν μου τον Μανώλη Νταλούκα, δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά, ο οποίος έχει βγάλει κάποια βιβλία, τα οποία βρίθουν όχι ανακριβειών, αλλά ψευδών πληροφοριών, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ερευνητής, είναι ψωνάρα που θέλει να «ανακαλύψει» με το ζόρι μια κρυμμένη αλήθεια σε επίπεδο συνωμοσιολογικό. Για να καταλάβεις δηλαδή γιατί έχω την άποψη αυτή, ό ίδιος προωθεί την ιδέα ότι δεν έγραψε ο Παύλος τους στίχους του Φλου, αλλά ότι τους έγραψε η Γιόλα, η κοπέλα που ήταν ένα φεγγάρι μαζί. Παρόλο που του έχουμε εξηγήσει -καθώς είχε πάρει συνέντευξη από όλους μας- ότι το κομμάτι ήταν ήδη στα σκαριά προτού ο Παύλος γνωρίσει την Γιόλα, αλλά ο άνθρωπος επιμένει γιατί θέλει να έχει τα εύσημα ότι ανακάλυψε κάτι. Το κακό εδώ είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο που δεν αφορούσε αποκλειστικά τον Σιδηρόπουλο ή εμάς, αλλά τα νεολαιίστικα κινήματα των 60ς και φτάνει μέχρι εμάς, μπορεί εσύ να γράφεις ένα άρθρο για το ελληνικό underground και να συμβουλευτείς το συγκεκριμένο βιβλίο, με αποτέλεσμα άθελά σου να αναπαράξεις αυτή την πληροφορία και από κει να την βρει κάποιος άλλος, και ανακυκλώνεται αυτό, δημιουργώντας έτσι μια ψευδή πραγματικότητα. Ευτυχώς είναι ευρέως γνωστό ότι είναι φαιδρός, και δεν του δίνει κανείς σημασία.
– Έχετε ζήσει πολλές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της σύγχρονης ελληνικής ζωής. Πώς βλέπετε τα πράγματα σήμερα;
Όπως ο Πουλίκας. «Γαμησετα»! «Επειδή είμαι λάκων», λέει, «θα στο πω με δυο λέξεις». Είναι τρομακτικά. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα φτάναμε ποτέ σε αυτό το σημείο. Αυτό είναι τραγικό για εσάς και τους ακόμα νεότερους ανθρώπους. Γιατί κοίταξε να δεις, εμείς ζήσαμε τη Χούντα. Όταν έπεσε η χούντα εγώ ήμουν 20 χρονών. Βλέπαμε κάτι θετικό, είχαμε μια ελπίδα για κάτι καλύτερο, κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό. Μπορεί να μην ήταν εύκολα τα πράγματα, αλλά υπήρχε ελπίδα ότι «κάτι θετικό θα γίνει», είχε ανοίξει η κοινωνία, είχαμε οράματα είτε ψευδή ή όχι. Ήρθαν μετά τα 80ς, αρχίσαν να «σφίγγουν» τα πράγματα, αλλά είναι κι αυτό που λέει ένας Άγγλος, «όταν γίνει πυρηνικός πόλεμος, να πάτε στην Ελλάδα. Εκεί όλα συμβαίνουν 20 χρόνια αργότερα». Το χειρότερο σήμερα είναι ότι όλα έχουν πάει πολύ πίσω, η κρίση, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, και το χειρότερο είναι ο εκφασισμός της καθημερινότητας, και όχι μόνο της πολιτικής.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να αντισταθούμε σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα;
Σήμερα η τεχνολογία έχει τον απόλυτο έλεγχο της πληροφορίας, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα σήμερα να έχει πάει σε άλλα επίπεδα, έχουμε την χειρότερη Κυβέρνηση στην ιστορία, και βγαίνουν και λένε «είμαστε μια χαρά». Επενδύσεις, δείκτες, και τα σπίτια μας είναι κρύα τον χειμώνα. Αυτά δεν είχαν συμβεί ποτέ. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει τρομερά, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι αν ο κόσμος είναι ευχαριστημένος, αλλά αν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει κάτι άλλο, και όλα συγκλίνουν στο ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ο μόνος τρόπος φυσικά είναι μια κοινωνία αλληλεγγύης, ούτε στα κόμματα, ούτε τίποτα, βέβαια και περισσότερη δημοκρατία είναι εφικτή, βέβαια θα μου πεις πως αν μια κοινωνία είναι εκφασισμένη, μπορεί να ψηφίσει τέρατα. Δημοκρατία δεν σημαίνει απλά «η θέληση της πέιοψηφίας», προαπαιτεί και μια αγωγή, μια εκπαίδευση για να ψηφίζει σωστά αυτή η πλειοψηφία.
– Απ’ όσο γνωρίζω παίζετε ζωντανά με τον Γιώργο Παυλίδη (Χάσμα, Πεθαίνουν στο Τέλος).
Ναι, τα τελευταία 7 χρόνια παίζω με τον Γιώργο, ο οποίος υπήρξε μαθητής μου από τότε που βγάλανε τον πρώτο τους δίσκο με τους Χάσμα και κρατήσαμε σχέσεις. Έτσι όταν είχα ξεκινήσει στον «Ξένο» τα double trouble sessions πριν από περίπου 7 χρόνια, όπου καλούσα διάφορους μουσικούς φίλους κάθε Πέμπτη. Εκεί παίξαμε μαζί με τον Γιώργο, και αυτό το ντουέτο έμεινε, όπως και αυτό με τον Blue John που παίζαμε blues, με τους οποίους οργώσαμε ολόκληρη την Ελλάδα σε μικρούς χώρους. Για παράδειγμα τώρα με τον Γιώργο παίξαμε σε Λάρισα, Καρδίτσα και Ναύπακτο.
– Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το σχήμα που διατηρείτε με τον Δημήτρη Πουλικάκο;
Πριν δέκα χρόνια περίπου ξεκινήσαμε για πλάκα με προτροπή του Πουλικάκου και του μακαρίτη του αδερφού μου. Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε διασκευές καθώς ούτε πολλές πρόβες κάναμε -ήμασταν και πολλά άτομα, καμιά δεκαριά- κι αρχίσαμε να παίζουμε αραιά και που και ευκαιριακά και κινηματικά να παίζουμε live. Πριν το καλοκαίρι παίξαμε σε μια αντιπολεμική συναυλία στα Προπύλαια και μας μάζεψε ο Πουλίκας στο στούντιο και καταλήξαμε να γράφουμε 50 κομμάτια -αστείρευτος ο «παππούς» (γέλια). Αυτή η διαδικασία λειτούργησε και ως πρόβες, κι έτσι πέρασε όλη η εβδομάδα πολύ ευχάριστα. Είναι όλοι τους σπουδαίοι μουσικοί και με πάρα πολύ καλή χημεία μεταξύ μας, πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά, ειδικά σε ένα τόσο πολυμελές σχήμα. Είμαι πανευτυχής που συμμετέχω σε αυτή τη μπάντα, γιατί δεν αποτελείται από μια απλή πρόσθεση καλών μονάδων -καλές μονάδες υπάρχουν άφθονες στην πιάτσα- είναι ότι είναι μουσική με προσωπικότητα, όπου υπάρχει αλληλοσεβασμός, κι όλοι αφήνουν χώρο ο ένας στον άλλον, κι αυτό είναι μαγικό.
Είχαμε ραντεβού στη Φωκίωνος Νέγρη έξω από τον Φοίβο. Τον είδα να έρχεται από μακριά ντυμένος στα μαύρα, με γυαλί, δερμάτινο σακάκι, κι ένα λευκό σκυλί να τον ακολουθεί. Η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν «ροκεντρολίστας», και μάλλον δεν έπεσα πολύ έξω.
Κάναμε τις πρώτες συστάσεις, μιλώντας για το κλαμπ Κουίντα στις αρχές των 70ς, για το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», και κυνηγούσαμε την αξιαγάπητη Λούνα ανάμεσα στα παρτέρια της Κυψέλης. Ο συνομιλητής μου με ενημέρωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ευρύτερη περιοχή καθώς ψάχναμε κάποιο καφέ για να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας.
Ο Βασίλης Σπυρόπουλος μαζί με τον αδερφό του Νίκο, έχοντας ως πρότυπο το ευφυέστατο γρουπ του Δημήτρη Πουλικάκου τον «Εξαδάκτυλο», σχημάτισαν τους Σπυριδούλα το Νοέμβριο του 1977. Οι δυο τους έπαιζαν κιθάρες, ο Αντρέας Μουζακίτης ντραμς, ο Μάκης Μπλαζής μπάσο, ενώ ο Κώστας Κουρεμένος και ο Γιώργος Κοτσμανίδης ήταν στα φωνητικά. Ξεκίνησαν συναυλίες όπου έπαιζαν κατά κύριο λόγο διασκευές από Rolling Stones, Lou Reed, Cream, Velvet Underground κ.α, και γρήγορα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του ροκ κοινού. Κλείνονταν σε σπίτια και σε προβάδικα, έπαιζαν σε μπαρ, σε υπόγεια και καταλήψεις και όργωναν την Ελλάδα με συναυλίες.
Το όνομα το πρότεινε ο συνεργάτης τους Γιώργος Γαϊτάνος, εμπνευσμένος από την ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη, θύματος ενός εγκλήματος που είχε σοκάρει την κοινή γνώμη το 1956. Η 12χρονη οικιακή βοηθός είχε βασανιστεί επί 36 ώρες με ηλεκτρικό σίδερο από το ανδρόγυνο που τη μεγάλωνε.
Το 1978 είχαν ήδη αποχωρήσει οι Κουρεμένος, Κοτσμανίδης και Μπλαζής, με τον τελευταίο να αντικαθίσταται από τον Τόλη Μαστρόκαλο, ενώ λίγο αργότερα ο Μουζακίτης αντικαταστάθηκε από τον Τάσο Φωτοδήμο. Το 1979 οι Σπυριδούλα μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο θα δημιουργήσουν έναν δίσκο που έμελλε να γίνει δίσκος αναφοράς στην ιστορία του ελληνικού ροκ, τον Φλου. Λίγο αργότερα οι δρόμοι τους θα χωρίσουν και το 1982 θα κυκλοφορήσουν το Νάυλον Ντέφια και Ψόφια Κέφια από την EMI που έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία. Λίγα χρόνια αργότερα, ένα βράδυ που τζάμαραν σε ένα υπόγειο με το τραγουδιστή των Αδιέξοδο, Σωτήρη Θεοχάρη, αποφάσισαν να βγάλουν μαζί το δίσκο Ταξίδι στο Κέντρο της Πόλης, και το γκρουπ θα ολοκληρώσει την δισκογραφική του πορεία το 2005 με Το Βλέμμα Των Ανθρώπων.
Τελικά καθίσαμε στην κατάμεστη από παιδάκια και σκυλιά Φωκίωνος Νέγρη σε ένα καφέ που εκείνη τη στιγμή το έλουζε ο ήλιος και συζητήσαμε για την δημιουργία των Σπυριδούλα, για τη συνεργασία τους με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αλλά και για τις ιδεολογικές τους διαφορές. Ο μουσικός μου μίλησε επίσης για το ελληνικό underground, την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και το σήμερα.
Η γενιά μας μοιάζει να έχει ξεμείνει από ανθρώπους και ιδέες που να μας εμπνέουν και να μας δίνουν κίνητρο. Είναι και μια τέτοια εποχή μεταξύ άλλων. Ο Βασίλης Σπυρόπουλος οξυδερκής μα συνάμα λιτός και χαμηλών τόνων, μου μίλησε για τη μαγεία που βρίσκεται στην αλληλεπίδραση που δημιουργείται ανάμεσα σε ένα μουσικό γκρουπ καθώς επίσης ανέσυρε μνήμες και ιστορίες από την εποχή που παρά τις δυσκολίες, υπήρχαν δυνητικότητες, ελπίδες και οράματα. Εγώ τον παρακολουθούσα με ιδιαίτερη η προσοχή, και σκεφτόμουν αν υπάρχει κάποιος τρόπος να τα επαναφέρουμε όλα αυτά και πάλι στο παιχνίδi…
– Θα σας πάω αρκετά πίσω…
Ήμουνα σίγουρος (γέλια).
– Πώς γνωρίσατε το ροκ και ποιοι ενέπνευσαν εσάς και τον αδερφό σας σαν πιτσιρίκια;
Πολύ εύκολα, γιατί εγώ γεννήθηκα το ‘54, και το ’64 που το ροκ στην Αγγλία βρισκόταν στο απόγειό του -και καθώς στην Ελλάδα είχαμε πιο πολλή επικοινωνία με την Αγγλία απ’ ότι με την Αμερική- δεν χρειαζόταν να το ψάξεις τρομερά. Τα charts της εποχής τα οποία εκδίδονταν και στην Ελλάδα, έπαιζαν Beatles, Rolling Stones, Honeyman, Cream κτλ. Ακόμα και ο Μαστοράκης είχε μια εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο που νομίζω λεγόταν «Λεωφορείο η Μελωδία», όπου παίζονταν όλα αυτά. Ήταν μια χρυσή συγκυρία για την μουσική. Εκείνα τα χρόνια ακούγαμε βέβαια και αρκετά γαλλικά και ιταλικά ποπ, αλλά το ροκ ήταν αυτό που μας «μίλησε». Επιπλέον, μου άρεσε πολύ η εικόνα του γκρουπ και όχι του σόλο καλλιτέχνη.
– Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;
Αυτό που ήταν κομβικό σημείο εκείνη την εποχή ήταν όταν το Woodstock έγινε ταινία και παίχτηκε επί Χούντας, εγώ ήμουν 15-16 χρονών. Το ’71 παίχτηκε στην Αθήνα στο Παλλάς όπου ήρθε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης να την προλογίσει, όπου μαζεύτηκαν περισσότεροι από 1000 θεατές. Βέβαια η προβολή δεν έγινε ποτέ γιατί έγινε μπάχαλο. Καταλήγοντας σε διαδήλωση εν μέσω Χούντας. Η ταινία παίχτηκε εν τέλει μετά από 1-2 βδομάδες. Ήταν ένα σοκ για μας καθώς την αμερικανική σκηνή την γνωρίζαμε ακροθιγώς, άλλο να τα βλέπεις. Και μετά από αυτό κολλήσαμε τελείως. Βέβαια αξίζει να αναφέρουμε ότι δεν είναι έτσι ακριβώς όπως νομίζει ο κόσμος σήμερα. To 1974 που βγήκε το Dark Side of the Moon για παράδειγμα, στην Ελλάδα έγινε χρυσός (σ.σ. αυτό ισοδυναμεί σε 50 000 αντίτυπα), σε μια χώρα όπου το μέσο σπίτι δεν διέθετε στερεοφωνικό, και γενικότερα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80 -όπως μας έλεγαν και τα παιδιά από την EMI, ο Ξυδούς και ο Σαραντής- το ξένο και το ελληνικό ρεπερτόριο στην ελληνική αγορά ήταν 50-50. Αυτό άλλαξε μετά το ’90, με την Παγκοσμιοποίηση, όπου η ελληνική μουσική άρχισε να ακούγεται περισσότερο. Μέσα στην αντίφαση του «χάνουμε την ταυτότητά μας κι επιστρέφουμε στις ρίζες», έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω εγώ.
– Ακούγατε όμως και ελληνόφωνο ροκ.
Ελληνόφωνο ροκ αρχίσαμε να ακούμε όταν το ανακαλύψαμε. Εξαδάκτυλο, Μπουρμπούλια κτλ., δεν ήταν πολλά. Επίσης μεγάλη επίδραση ήταν ο Σαββόπουλος, του οποίου ο τρίτος και τέταρτος δίσκος του, δηλαδή ο Μπάλλος και το Βρώμικο Ψωμί που ήταν «καθαρόαιμα» ηλεκτρικα άλμπουμ -κι αυτός επηρεασμένος από την περιέρρευσα ατμόσφαιρα του ροκ- μας επηρέασε πολύ. Για μας ωστόσο το γκρουπ πρότυπο ήταν ο Εξαδάκτυλος, το γκρουπ του Πουλίκα. Εξού και η μεγάλη εκτίμηση που του έχουμε, και γι’ αυτό μας κυνηγάει τόσα χρόνια. Ήταν ένα πρωτοποριακό σχήμα με εξαιρετικούς μουσικούς, που έπαιζαν ό,τι πιο καινούργιο, μέχρι Zappa κι έγραφαν στίχους ενδιαφέροντες, παρόλο που ήταν βραχύβιο σχήμα -3 χρόνια νομίζω κράτησε- αλλά άφησε τεράστια παρακαταθήκη. Πριν φτιάξουμε τους Σπυριδούλα, θέλαμε να έχουμε ένα γκρουπ σαν τον Εξαδάκτυλο, με σκληρό ροκ και ελληνικό στίχο. Τώρα πως μπορεί να γίνει αυτό, είναι αρκετά δύσκολο, αλλά έγινε με κάποιον τρόπο.
– Το όνομα Σπυριδούλα, με τη γνωστή ιστορία που έχει πίσω του, είναι το πρώτο όνομα ελληνικού συγκροτήματος που έχει σκοπό να σοκάρει;
Ναι ήταν εντελώς αναπάντεχο. Συνήθως τα ελληνικά σχήματα είχαν αγγλικά ονόματα εκείνη την εποχή όπως “Socrates” ή προέρχονταν από την ελληνική μυθολογία όπως οι «Διόσκουροι» ή «Δάμων και Φιντίας». Οπότε μας φάνηκε καλή ιδέα να υιοθετήσουμε αφενός έναν αστικό θρύλο, την ιστορία της Σπυριδούλας, κι αφετέρου, -καθώς δεν είχαμε ακόμα γυναίκα στο σχήμα, αργότερα ήρθε η μπασίστρια, η Μελίνα Καρακώστα- πέντε φρικιά να λεγόμαστε «Σπυριδούλα», δημιουργούσε μια ίντριγκα.
– Πώς ξεκίνησαν οι Σπυριδούλα;
Πάντα με ενδιέφερε η μουσική αλλά δεν ήμουν τρομερά καλός, προσπαθούσα αλλά δεν. Κάποια στιγμή το 1974, όσο ήμουν στο πανεπιστήμιο κατάφερα να πιάσω δουλειά σε μια μπουάτ, κι από’ κει με στρατολόγησε ο Άσιμος. Σε αυτή την ορχήστρα που παίζαμε, ήταν και ο μελλοντικός ντράμερ των Σπυριδούλα. Αφού ταλαιπωρηθήκαμε τρομερά από τον Άσιμο, από τον οποίο παρεμπιπτόντως μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια μπάντα, κάτι που πάντα ήθελα εγώ προσωπικά, όπως και όλη η παρέα. Είχαμε στο μυαλό μας το «σχήμα», γι’ αυτό και δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω αυτό που λέμε «σόλο καριέρα». Τελείωσε και ο αδερφός μου το ‘75 τη σχολή και φτιάξαμε ένα γκρουπάκι. Κάποια στιγμή είπαμε «τώρα θα το πάρουμε στα σοβαρά» και κλειστήκαμε σε ένα σπίτι -ούτε δουλεύαμε, ούτε τίποτα, με πολλή πείνα, δεν ήταν εύκολο- και κάναμε πρόβες για εξαντλητικές ώρες και μετά κάναμε ένα λάιβ. Το λάιβ αυτό τα πήγε πολύ καλά, κι έτσι κάπως δημιουργήθηκαν οι Σπυριδούλα. Μας βρήκε ο Παύλος μετά, και όλα τα άλλα ήρθαν από μόνα τους. Είχαμε αφενός μεγάλη εμμονή με τη μουσική, κι αφενός, με το σχήμα σε αυτή την φόρμα της μπάντας, με την αλληλεπίδραση που δημιουργούνταν μεταξύ μας.
– Αυτό με οδηγεί μια σκέψη, καθώς στις συνεντεύξεις που παίρνω από πιο νεαρούς μουσικούς, εντοπίζω την τάση του «πρότζεκτ», ενός σχήματος που περιλαμβάνει από 1 έως 2 άτομα. Και στην ερώτηση «γιατί επιλέγετε τον συγκεκριμένο σχηματισμό», συνήθως λαμβάνω απαντήσεις είτε ότι «είναι πιο εύκολο», είτε μου απαντούν με όρους οικονομίας, όπως για παράδειγμα ότι «συμφέρει». Τι πιστεύετε εσείς γι’ αυτό;
Σκέψου πόσο μακριά είμαστε εμείς από αυτήν την λογική που σε αυτές τις συνθήκες φτιάξαμε ένα σχήμα που αποτελείται από 8 άτομα έως 14, εντελώς αντιοικονομικό από κάθε άποψη. Και ο Πουλίκας έτσι είναι. Θα μπορούσε να φτάσει και τα 20 άτομα αν δεν τον σταματάγανε (γέλια), ο οποίος είναι μεγάλος leader, ποτέ δεν λέει κάνε το ένα ή κάνε το άλλο. Ποτέ δεν απαιτεί, αλλά σε εμπνέει για το καλύτερο. Φυσικά αυτό προαπαιτεί μια σοφία για να διαλέξεις τα κατάλληλα άτομα. Από την άλλη, όντως δεν είναι τόσο οικονομικά εφικτό να συντηρείς μεγάλα σχήματα, κι εγώ παίζω με ντουέτα, κάτι που το επιτρέπει πλέον και η τεχνολογία. Ωστόσο, το όνειρό μας ήταν πάντα το γκρουπ, όπου μπορείς να βρεις ένα άλλο μουσικό βάθος.
– Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση κι ενώ στη χώρα επικρατούσε το πολιτικό τραγούδι, εμφανίζεται ακόμα ένας δίσκος: «Ο Φλου» από εσάς και τον Παύλο Σιδηρόπουλο που ουσιαστικά θα ταράξει τα νερά γιατί ίσως να είχε μείνει πίσω η ροκ.
Σίγουρα το να βγάζεις έναν ροκ δίσκο το ’79 όταν σε ολόκληρη την Ευρώπη μεσουρανεί το πανκ, ακούγεται αναχρονιστικό, και όντως υπήρξε αυτή η καθυστέρηση. Αυτό συνέβη επειδή η Ελλάδα βγήκε από μια Χούντα η οποία άφησε πολλά πράγματα πίσω άμεσα ή έμμεσα. Ακόμα και το γεγονός ότι υπήρξε μια ανταρτολατρέια επειδή η χώρα στερήθηκε τον πολιτικό λόγο κατά τη διάρκεια της Χούντας, και μια υπερβολή στην κατανάλωσή του στην μεταπολίτευση, υπήρξε κι αυτό μια από τις παραμέτρους.
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Παύλο;
Η συνεργασία μας ήταν πολύ καλή μουσικά, γιατί είχαμε σε βάθος κοινή αισθητική, από την άλλη σαν άτομα όχι τόσο. Αν και ο Παύλος ήταν πολύ καλό παιδί, θεωρώ ότι ήταν κλεισμένος σε έναν δικό του κόσμο. Από την άλλη εμείς ήμασταν μια πολύ σφιχτή ομάδα, στην οποία ο Παύλος ποτέ δεν είχε απολύτως ενταχθεί, παρόλο που ήθελε, είτε κι εμείς δεν του το επιτρέψαμε, φοβούμενοι ότι ως «έμπειρος», ως «μάγκας», πιο «καλός», πιο «μεγάλος» -γιατί ο Παύλος ήταν 30, κι εγώ 24- θα μπορούσε να μας αλλοιώσει την ταυτότητα. Εξού και η ονομασία «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα». Δεν το ζήτησε ο Παύλος αυτό όπως λανθασμένα εικάζουν πολλοί, αντιθέτως ο ίδιος ήθελε να ονομαζόμαστε απλά «Σπυριδούλα». Εμείς απαιτήσαμε να είναι διακριτό. Ο κόσμος τότε αδίκως τον έκραξε, θεωρώντας ότι την είχε δει φίρμα και ήθελε να βάλει μπροστά το όνομά του, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε, καθώς εμείς θέλαμε να διατηρήσουμε την αυτονομία μας, κι εν όψει μιας ενδεχόμενης διάλυσης, να έχει μια προίκα.
– Λίγο αργότερα χώρισαν οι δρόμοι σας με τον Παύλο. Σε μια συνέντευξή του είχα διαβάσει ότι αυτό συνέβη για ιδεολογικές διαφωνίες λέγοντας ότι είχατε μια μαρξιστική τοποθέτηση, που τον ίδιο τον περιόριζε. Θα θέλατε να μου το σχολιάσετε αυτό;
Είχε μια αριστερή κουλτούρα και προερχόταν από μια αριστερή οικογένεια -η θεία του για παράδειγμα ήταν η Έλλη Αλεξίου- αλλά ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερη κινηματική αντίληψη. Ωστόσο εμείς από εκεί ξεκινήσαμε, οι Σπυριδούλα ήταν μια πολιτική ομάδα. Δεν ήμασταν μαρξιστές βέβαια, ακόμα κι αυτό είναι μια παρεξήγηση, όποιος το έλεγε φαίνεται ότι δεν είχε κριτήριο, Περισσότερο αντιεξουσιαστές θεωρούσαμε τους εαυτούς μας. Πιστεύαμε ότι αυτό που κάναμε συνδέεται με τα κοινά, από τους χώρους που επιλέγεις να παίξεις, μέχρι τους στίχους κτλ. Όχι ότι θέλαμε να κάνουμε πολιτικό τραγούδι, ποτέ δεν κάναμε με την αυστηρή έννοια. Γενικότερα το διαζύγιό μας με τον Παύλο, όπως όλα τα διαζύγια, αφήνει και παρανοήσεις και πικρίες. Τι εννοώ με αυτό; κάποια χρόνια μετά, αφού είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας, είχα δει μια συνέντευξη του Παύλου, όπου εκθείαζε τους Απροσάρμοστους κι έλεγε «αυτοί είναι το γκρουπ μου το “σπίτι” μου, και ότι με τους Σπυριδούλα δεν το βρήκαμε». Αλλά αυτό ήταν περίεργο, και γιατί το λέω αυτό; Αφενός επειδή χωρίσαμε, καθώς ο Παύλος είχε «καψούρα» με τον αδερφό μου, του είπε «εμείς όμως θα συνεχίσουμε έτσι;» (γέλια), κι αφετέρου, σχεδόν 2 χρόνια μετά που είχαμε χωρίσει, παίζουμε εμείς σε ένα φεστιβάλ στη Σαντορίνη και είχε έρθει μαζί μας ο Παύλος, -ακάλεστος αλλά όχι ανεπιθύμητος- για να μας πείσει να κάνουμε μαζί του τον δεύτερο του δίσκο τον «Εν Λευκώ», γιατί είχε κάνει μια απόπειρα με τους Απροσάρμοστους αλλά δεν τον ικανοποίησε. Μας είχε φέρει μια κασέτα με 5-6 ντέμο και παρόλο που μας άρεσαν πολύ κάποια κομμάτια και πάντα εκτιμούσαμε πολύ σαν τραγουδοποιό, αρνηθήκαμε να κάνουμε τον δίσκο μαζί του. Του αρνηθήκαμε όχι επειδή δεν τον θέλαμε, αλλά για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν επειδή είχε αρχίσει να «μπαίνει» η πρέζα -φθηνά την γλιτώσαμε εμείς οι υπόλοιποι. Αλλά ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μια αυτόνομη μορφή, που αποτυπώθηκε μετά στα «Νάυλον Ντέφια», οπότε αν το κάναμε αυτό, δεν θα βγάζαμε ποτέ τα Νάυλον Ντέφια. Κατά τη γνώμη μου καλά κάναμε, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που θέλαμε, κι επίσης αποδείξαμε στον εαυτό μας ότι μπορούσαμε και χωρίς τον Παύλο, ο οποίος μέχρι τότε αυτός ήταν ο μπροστάρης του σχήματος.
– Υπάρχει σήμερα το ροκ; ; Τόσο ως μουσική όσο και ως αντίληψη;
Ως αντίληψη υπήρχε πάντα, ως μουσική όμως όχι. Ακόμα και ως αντίληψη όμως αρχίζει να φθίνει. Ακόμα και το λάιβ, αρχίζει να αποτελεί μουσειακό είδος. Η νεολαία για παράδειγμα ακούει ραπ και χιπ χοπ.
– Πώς η αντικουλτούρα του Rock n’ Roll επηρέασε την άποψή σας για τον κόσμο και τις αποφάσεις που πήρατε στη ζωή σας;
Διίστανται οι απόψεις, καθώς κάποιοι θεωρητικοί θα πουν ότι δεν υπάρχει η έννοια της αντικουλτούρας στην Ελλάδα. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως, γιατί εμείς στην πραγματικότητα ήμασταν underground, γιατί παρόλο που βγάλαμε έναν δίσκο με μια εταιρία, που πήρε πολύ καλές κριτικές και ακούστηκε κι αγοράστηκε αρκετά, στην πρώτη μας περίοδο, από το ’77 μέχρι το ’85, κανένα γραφείο καλλιτεχνικό δεν ενδιαφέρθηκε για εμάς, τα κάναμε όλα μόνοι μας, ακόμα και μια περιοδεία που είχαμε κάνει σε όλη τη χώρα, τα οργανώσαμε όλα εντελώς μόνοι μας, κι αν οι πάνκιδες μας θεωρούσαν mainstream, στην πραγματικότητα ήμασταν στην ίδια ακριβώς μοίρα, με το underground. Φυσικά μην μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κίνημα, αλλά υπήρχαν εκδηλώσεις τόσο στη μουσική, όσο και στα έντυπα. Εμένα με έχει επηρεάσει όχι μόνο το ροκ αλλά και η μουσική σαν δραστηριότητα, βαθιά και στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Εγώ για παράδειγμα σαν παιδί ζωγράφιζα ωραία. Κάποια στιγμή λέω, «τι θα κάνω, θα γίνω ζωγράφος ή μουσικός;», κι έγινα μουσικός γιατί; Γιατί είναι συλλογικό, παράλληλα είναι κάτι που μπορώ από την μια να το κάνω για πάρτη μου -όπως χθες που κάθισα σπίτι κι έβαλα να ακούσω ένα spiritual τραγούδι, αλλά και να το κάνω και με άλλους ανθρώπους. Έχει μια μαγεία αυτή η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα, έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία και γουστάρω να παίζω, γουστάρω το λάιβ. Το λάιβ είναι άλλο πράγμα. Η συλλογικότητα. Το ροκ τι είναι; Είναι ένας μητροπολιτικός ήχος που μπορεί να γίνει όπου υπάρχουν οι αντίστοιχες συνθήκες.
– Καθώς δεν έχει γίνει μια επαρκής αρχειοθέτηση της Ελληνικής Ροκ Σκηνής, ούτε πρωτογενής έρευνα, εκτός λίγων εξαιρέσεων – έχουμε καταλήξει ο καθένας να λέει το κοντό του και το μακρύ του. Για τον Σιδηρόπουλο, για τη Γώγου, τον Άσιμο και γενικότερα για όλη τη σκηνή της εποχής. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση σε μια έγκυρη ιστορία των Σπυριδούλα όπως και άλλων. Συμφωνείτε με αυτό;
Είναι πολύ σωστό αυτό που λέτε, αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν διάφοροι σκιτζήδες – έχω υπόψιν μου τον Μανώλη Νταλούκα, δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά, ο οποίος έχει βγάλει κάποια βιβλία, τα οποία βρίθουν όχι ανακριβειών, αλλά ψευδών πληροφοριών, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ερευνητής, είναι ψωνάρα που θέλει να «ανακαλύψει» με το ζόρι μια κρυμμένη αλήθεια σε επίπεδο συνωμοσιολογικό. Για να καταλάβεις δηλαδή γιατί έχω την άποψη αυτή, ό ίδιος προωθεί την ιδέα ότι δεν έγραψε ο Παύλος τους στίχους του Φλου, αλλά ότι τους έγραψε η Γιόλα, η κοπέλα που ήταν ένα φεγγάρι μαζί. Παρόλο που του έχουμε εξηγήσει -καθώς είχε πάρει συνέντευξη από όλους μας- ότι το κομμάτι ήταν ήδη στα σκαριά προτού ο Παύλος γνωρίσει την Γιόλα, αλλά ο άνθρωπος επιμένει γιατί θέλει να έχει τα εύσημα ότι ανακάλυψε κάτι. Το κακό εδώ είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο που δεν αφορούσε αποκλειστικά τον Σιδηρόπουλο ή εμάς, αλλά τα νεολαιίστικα κινήματα των 60ς και φτάνει μέχρι εμάς, μπορεί εσύ να γράφεις ένα άρθρο για το ελληνικό underground και να συμβουλευτείς το συγκεκριμένο βιβλίο, με αποτέλεσμα άθελά σου να αναπαράξεις αυτή την πληροφορία και από κει να την βρει κάποιος άλλος, και ανακυκλώνεται αυτό, δημιουργώντας έτσι μια ψευδή πραγματικότητα. Ευτυχώς είναι ευρέως γνωστό ότι είναι φαιδρός, και δεν του δίνει κανείς σημασία.
– Έχετε ζήσει πολλές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της σύγχρονης ελληνικής ζωής. Πώς βλέπετε τα πράγματα σήμερα;
Όπως ο Πουλίκας. «Γαμησετα»! «Επειδή είμαι λάκων», λέει, «θα στο πω με δυο λέξεις». Είναι τρομακτικά. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα φτάναμε ποτέ σε αυτό το σημείο. Αυτό είναι τραγικό για εσάς και τους ακόμα νεότερους ανθρώπους. Γιατί κοίταξε να δεις, εμείς ζήσαμε τη Χούντα. Όταν έπεσε η χούντα εγώ ήμουν 20 χρονών. Βλέπαμε κάτι θετικό, είχαμε μια ελπίδα για κάτι καλύτερο, κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό. Μπορεί να μην ήταν εύκολα τα πράγματα, αλλά υπήρχε ελπίδα ότι «κάτι θετικό θα γίνει», είχε ανοίξει η κοινωνία, είχαμε οράματα είτε ψευδή ή όχι. Ήρθαν μετά τα 80ς, αρχίσαν να «σφίγγουν» τα πράγματα, αλλά είναι κι αυτό που λέει ένας Άγγλος, «όταν γίνει πυρηνικός πόλεμος, να πάτε στην Ελλάδα. Εκεί όλα συμβαίνουν 20 χρόνια αργότερα». Το χειρότερο σήμερα είναι ότι όλα έχουν πάει πολύ πίσω, η κρίση, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, και το χειρότερο είναι ο εκφασισμός της καθημερινότητας, και όχι μόνο της πολιτικής.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να αντισταθούμε σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα;
Σήμερα η τεχνολογία έχει τον απόλυτο έλεγχο της πληροφορίας, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα σήμερα να έχει πάει σε άλλα επίπεδα, έχουμε την χειρότερη Κυβέρνηση στην ιστορία, και βγαίνουν και λένε «είμαστε μια χαρά». Επενδύσεις, δείκτες, και τα σπίτια μας είναι κρύα τον χειμώνα. Αυτά δεν είχαν συμβεί ποτέ. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει τρομερά, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι αν ο κόσμος είναι ευχαριστημένος, αλλά αν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει κάτι άλλο, και όλα συγκλίνουν στο ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ο μόνος τρόπος φυσικά είναι μια κοινωνία αλληλεγγύης, ούτε στα κόμματα, ούτε τίποτα, βέβαια και περισσότερη δημοκρατία είναι εφικτή, βέβαια θα μου πεις πως αν μια κοινωνία είναι εκφασισμένη, μπορεί να ψηφίσει τέρατα. Δημοκρατία δεν σημαίνει απλά «η θέληση της πέιοψηφίας», προαπαιτεί και μια αγωγή, μια εκπαίδευση για να ψηφίζει σωστά αυτή η πλειοψηφία.
– Απ’ όσο γνωρίζω παίζετε ζωντανά με τον Γιώργο Παυλίδη (Χάσμα, Πεθαίνουν στο Τέλος).
Ναι, τα τελευταία 7 χρόνια παίζω με τον Γιώργο, ο οποίος υπήρξε μαθητής μου από τότε που βγάλανε τον πρώτο τους δίσκο με τους Χάσμα και κρατήσαμε σχέσεις. Έτσι όταν είχα ξεκινήσει στον «Ξένο» τα double trouble sessions πριν από περίπου 7 χρόνια, όπου καλούσα διάφορους μουσικούς φίλους κάθε Πέμπτη. Εκεί παίξαμε μαζί με τον Γιώργο, και αυτό το ντουέτο έμεινε, όπως και αυτό με τον Blue John που παίζαμε blues, με τους οποίους οργώσαμε ολόκληρη την Ελλάδα σε μικρούς χώρους. Για παράδειγμα τώρα με τον Γιώργο παίξαμε σε Λάρισα, Καρδίτσα και Ναύπακτο.
– Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το σχήμα που διατηρείτε με τον Δημήτρη Πουλικάκο;
Πριν δέκα χρόνια περίπου ξεκινήσαμε για πλάκα με προτροπή του Πουλικάκου και του μακαρίτη του αδερφού μου. Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε διασκευές καθώς ούτε πολλές πρόβες κάναμε -ήμασταν και πολλά άτομα, καμιά δεκαριά- κι αρχίσαμε να παίζουμε αραιά και που και ευκαιριακά και κινηματικά να παίζουμε live. Πριν το καλοκαίρι παίξαμε σε μια αντιπολεμική συναυλία στα Προπύλαια και μας μάζεψε ο Πουλίκας στο στούντιο και καταλήξαμε να γράφουμε 50 κομμάτια -αστείρευτος ο «παππούς» (γέλια). Αυτή η διαδικασία λειτούργησε και ως πρόβες, κι έτσι πέρασε όλη η εβδομάδα πολύ ευχάριστα. Είναι όλοι τους σπουδαίοι μουσικοί και με πάρα πολύ καλή χημεία μεταξύ μας, πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά, ειδικά σε ένα τόσο πολυμελές σχήμα. Είμαι πανευτυχής που συμμετέχω σε αυτή τη μπάντα, γιατί δεν αποτελείται από μια απλή πρόσθεση καλών μονάδων -καλές μονάδες υπάρχουν άφθονες στην πιάτσα- είναι ότι είναι μουσική με προσωπικότητα, όπου υπάρχει αλληλοσεβασμός, κι όλοι αφήνουν χώρο ο ένας στον άλλον, κι αυτό είναι μαγικό.