Κατά κάποιον τρόπο, ήξερα τι θα αντιμετωπίσω. Σε ποιον άνθρωπο θα καθόμουν απέναντι για να μιλήσουμε περί μουσικής, δισκογραφίας, χιούμορ, περί ανέμων και υδάτων. Όταν τον πήρα τηλέφωνο για να του ζητήσω συνέντευξη, ήταν απολύτως θετικός και καταιγιστικά ευδιάθετος. Είπε, «Ναι, εννοείται! Θες να κάνουμε γυμνή φωτογράφιση;», και αμέσως έσπασε ο πάγος. Για μια στιγμή το σκέφτηκα στα σοβαρά να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά δεν το επεξεργαστήκαμε περισσότερο και δώσαμε συνάντηση στον Κεραμεικό, όπου μένει τα τελευταία χρόνια, για να βολτάρουμε σε αστικό τοπίο και να αυτοσχεδιάσουμε – κυρίως ο Αποστόλης (ο φωτογράφος μας) και ο ίδιος – στα γύρω στενά.
Ο Τζόνι Βαβούρας, ανέκαθεν, με ιντρίγκαρε. Αυτό που έβλεπα στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, είτε ως guest σε σειρές είτε ως μουσικός, μου δημιουργούσε την αίσθηση πως έχει πληθωρική προσωπικότητα, αλλά, ταυτόχρονα, καθόλου φλύαρη. Με επιβεβαίωσε. Καθίσαμε στην Φάμπρικα και συζητήσαμε για πολλά πράγματα. Για την μεγαλύτερη εν ενεργεία ελληνική ροκ μπάντα, τους Vavoura Band, για τη μέρα που άνοιξε την συναυλία του Chuck Berry με τους Johnny Vavouras & The Cadillacs, για τα χρόνια του στην Αμερική, για το ροκ εν ρολ στη ζωή του. Το name dropping ήταν ακατάπαυστο και, όπως ο ίδιος σχολίασε γελώντας, «Το βασικό στοιχείο της συνέντευξης θα είναι το “Θεός σ’χωρέστον”», αφού πολλοί συνάδελφοι και φίλοι της γενιάς του έχουν πεθάνει. Ο ίδιος όμως δεν φοβάται τον θάνατο. «Γιατί ανησυχείτε; Αφού όλοι μας θα πεθάνετε!», όπως ο ίδιος λέει. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί του [με τον θάνατο]. Αν με δεις να σαπίζω σε κανα νοσοκομείο από εγκεφαλικό ή καρκίνο πυροβόλησέ με. Συγνώμη, σήμερα γνωριστήκαμε, αλλά…».
Όταν ο συνεντευξιαζόμενος σου παραχωρεί τέτοια προνόμια, ξέρεις πως, σίγουρα, δεν θα βαρεθείς μαζί του και ότι αυτή η ενθουσιώδης άνεση μόνο σε ενδιαφέροντα μονοπάτια μπορεί να οδηγήσει. Τοποθέτησα το κινητό μου ανάμεσά μας, πάτησα το Rec, βάρεσα ένα παλαμάκι για να σιγουρευτώ πως πιάνει τον ήχο και αυτός ακολούθησε.
«Αυτό το έχουμε κάνει σε μία εκπομπή με τον Ζουγανέλη, που μιλάμε με έναν τύπο για να μας προσλάβει και καλά σε μια δουλειά, αυτός βαράει παλάμακι λέγοντας “Και που λέτε”, οπότε το πιάνει ο Γιάννης και συνεχίζει έτσι. Παλαμάκι, “και που λέτε…”, παλαμάκι, “και που λέτε…”, και για πέντε λεπτά δεν κάνουμε τίποτα παρά μόνο αυτό». (γέλια)
– Σε ποια εκπομπή;
Στα “Κουφώματα”. Η πρώτη κωμική ανατρεπτική εκπομπή στην κρατική τηλεόραση το 1988, με Ζουγανέλη, Μπουλά, εμένα, Μπονάτσο κλπ. Φοβερή εκπομπή. Ανατρεπτικό χιούμορ και πολλά κουφά.
– Αυτό που λέμε «πολύ μπροστά από την εποχή της».
Πάρα πολύ. Τόσο μπροστά που μας έκραζαν όλοι, κυρίως, τα σεμνά και συντηρητικά μίντια. Έγραφαν τρελά πράγματα λες και προσπαθούσαν να μας κόψουν την εκπομπή. Άσχημες κριτικές, αλλά ο κόσμος λάτρεψε την εκπομπή. Αυτοί δεν είχαν καμία επαφή με το τι ήθελε το κοινό, δεν μπορούσαν να πιάσουν τον παλμό.
– Θέλω να μιλήσουμε για το χιούμορ και για το πως βρεθήκατε όλοι μαζί, αλλά θα το πάρουμε λίγο από την αρχή. Που γεννηθήκατε;
Σε μαιευτήριο βέβαια (γέλια), αλλά ήταν στην Αμερική, στο Οχάιο. Ήμουν κάτοικος Νέας Φιλαδέλφειας Οχάιο για τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής μου. Μετά πήρε σύνταξη ο πατέρας μου και μετακομίσαμε στην Ελλάδα. Εδώ έμεινα δέκα χρόνια, με ελληνική και αμερικάνικη παιδεία, γιατί ο πατέρας μου με προετοίμαζε για Αμερική. Στα 17 έφυγα για εκεί με σκοπό να τελειώσω το σχολείο και να πάω στο πανεπιστήμιο.
– Ακολουθήσατε μουσικές σπουδές;
Όχι, καμία σχέση. Είμαι αυτοδίδακτος. Αγαπούσα τη μουσική από μωρό παιδί. Οι γονείς μου λένε πως τραγουδούσα από 2 χρονών. Έχωνα το κεφάλι μου στο πικάπ και χάζευα τον δίσκο να γυρίζει στο πλατό. Τους είχα κάνει και την φοβερή ερώτηση «αφού το πικάπ είναι αμερικάνικο, πώς ξέρει ελληνικά;» (γέλια). Είχα επίσης τρέλα με τα ηλεκτρικά και τα ηλεκτρονικά. Έβγαζα-έβαζα πρίζες συνέχεια, και αυτό στην πορεία το ανέπτυξα. Ξεκίνησα να κατασκευάζω ενισχυτές, είχα φτιάξει μόνος έναν πειρατικό σταθμό σε ηλικία 10-12 χρονών. Μέναμε στην Αγία Παρασκευή και στα 15 μου ήμουν φίρμα. Όλοι ήξεραν τον σταθμό “BSK” που είχα στήσει. Έβαζα φοβερές μουσικές, τις οποίες έπαιρνα από το αμερικάνικο σχολείο που πήγαινα. Είχαμε φοβερή δισκογραφία στον σταθμό, βάζαμε echo στην φωνή, παρουσιάστριες κλπ. Πολύ ωραία πράγματα.
– Και τι μουσική έπαιζε στο σπίτι σας;
Κοίτα, έχω τρεις μουσικές επιρροές ως παιδί. Από 40 ημερών βρέφος με κουβάλαγε η μάνα μου στο εστιατόριο του πατέρα μου, και εκεί, μέσα στο καλαθάκι μου, βρισκόμουν δίπλα στο jukebox που έπαιζε ροκ εν ρολ. Οι μουσικές του 1955 – 1962 εντυπώθηκαν μέσα στο κεφάλι μου. Γι’ αυτό και όταν έφτιαξα τους Cadillacs δεν χρειαζόταν καν να κοιτάξω τους στίχους. Στο σπίτι, η μάνα μου άκουγε τραγούδια του μεσοπολέμου – Βέμπω, Γούναρη, Στρατηγοπούλου. Ο πατέρας μου όμως άκουγε δημοτικά – πολύ κλαρίνο, Ηπειρώτικα, μοιρολόγια – κι αυτό μου κόλλησε πάρα πολύ.
– Ίσως έτσι εξηγούνται και κάποιες συνθέσεις με τους Vavoura Band, όπου έχετε βάλει τέτοια στοιχεία στις rock φόρμες σας.
Βέβαια! Όπως στα soundtrack που είχαμε κάνει για διάφορες ταινίες, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές, που κυκλοφόρησαν στον δίσκο “Τώρα το λένε ethnic”. Είχαμε επιρροές από παραδοσιακές μουσικές όλου του κόσμου, όχι μόνο από Ελλάδα. Οι συνθέσεις είναι όλες δικές μας.
– Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2004 αλλά τα κομμάτια τα γράψατε τότε. Σωστά;
Ξεκινήσαμε το 1976 με τον Γιάννη τον Δρόλαπα τους Vavoura Band, αλλά αυτές οι συνθέσεις είναι από το 1979 έως το 2004. Πήραμε τα best of αυτών των soundtrack και τα βάλαμε σε αυτό το limited edition βινύλιο.
– Πάμε λίγο πίσω, στην Αμερική. Εκεί πώς πήγανε τα πράγματα;
Δεν μου άρεσε καθόλου και δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου. Δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής, το mentality ήταν άθλιο.
– Σε ποια πόλη;
Στο Οχάιο πάλι, σύνορα με Καναδά. Αμόρφωτοι, τσαμπουκάδες, μηδέν καλλιτεχνική κουλτούρα, και γενικά το μόνο που ήθελαν ήταν να πίνουν μπύρες και να καπνίζουν “μαύρο”. Δεν είχα καμία σχέση με όλο αυτό.
– Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν φέρατε “κάτι” από εκεί;
Βεβαίως! Την επιθυμία μου να μην ξαναπάω (γέλια). Δεν είχα βρει κάτι που να με ενδιαφέρει. Η αμερικάνικη κουλτούρα που μου άρεσε, των ‘50s και early ‘60s, είχε πλέον περάσει. Επίσης, είχα και έχω τρέλα με τα μεγάλα αμερικάνικα αυτοκίνητα. Το 1975 είδα ένα όνειρο, ότι δεν ήξερα τι θέλω να κάνω στο μέλλον, αλλά ήξερα τι δεν θέλω να κάνω: να μείνω Αμερική. Δεν μου πήγαινε καθόλου. Είχα συνηθίσει στην ελληνική κουλτούρα, στο μεσογειακό ταπεραμέντο, στο κλίμα κλπ, οπότε σηκώθηκα και έφυγα. Γύρισα πίσω με την κιθάρα μου, μια βαλίτσα με ρούχα και τον φωτογραφικό εξοπλισμό μου. Δεν έφερα πίσω κάτι άλλο, τα πούλησα όλα εκεί.
– Οπότε πίσω στην Αγία Παρασκευή, και μετά, τι;
Κάτι δουλίτσες του ποδαριού. Πήγα και σε ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι ως πωλητής επειδή ήξερα καλά αγγλικά και είχα σπουδάσει Business & Marketing (ας μην το είχα τελειώσει) – στο μαγαζί αυτό την επόμενη χρονιά μπήκα συνέταιρος. Δυστυχώς μας πήραν το κτήριο και δεν συνεχίσαμε την δουλειά, αλλά είχα ήδη στήσει τους Vavoura Band με τον Δρόλαπα.
– Πώς γνωριστήκατε;
Τυχαία, στο σπίτι ενός κοινού φίλου στην Αγ. Παρασκευή. Ο Δρόλαπας έπαιζε μόλις έναν χρόνο κιθάρα και εγώ είχα μάθει να παίζω μπάσο στην Αμερική. Εκεί, με άλλους τέσσερις είχαμε φτιάξει ένα συγκρότημα και οι τρεις παίζαμε κιθάρα. Όμως εγώ ήμουν ο χειρότερος και έτσι με έριξαν στο μπάσο (γέλια).
– Τότε ξεκινήσατε να παίζετε γενικότερα μουσική;
Όχι. Στα 12 μου πήραν την πρώτη μου κιθάρα και ξεκίνησα μόνος μου να μαθαίνω με μια συγκεκριμένη μέθοδο. Στα 17 ήρθε το πρώτο γκρουπ στην Αμερική και στα 22 μου οι Vavoura Band. Νωρίτερα από τη σύμπραξή μου με τον Δρόλαπα, συμμετείχα σε ένα σχήμα με τον Αντώνη Πανόπουλο και τον συγχωρεμένο τον Βαγγέλη Βέκιο, που μετά ήταν στις Μουσικές Ταξιαρχίες του Πανούση για πολλά χρόνια. Ο Βέκιος είχε παίξει στους Vavoura Band και συμμετείχε στον δίσκο “Live – The Early Days”, με ηχογραφήσεις από τέλη ‘70 σε αρχές ‘80.
– Τον έψαξα στο discogs και τον άκουσα στο YouTube πριν λίγες μέρες. Ωμός και ακατέργαστος rock ήχος.
Ενδιαφέρον δίσκος. Παίζουμε λίγο άτεχνα, αλλά έχουμε ψυχή.
– Και με τους Vavoura Band πώς βγήκατε προς τα έξω;
Με το σπαθί μας. Δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μας, ενώ ήμασταν τριών χρόνων γκρουπ και μιλούσε για εμάς όλη η Ελλάδα – αυτής της σκηνής δηλαδή. Τα μίντια δεν είχαν αναφερθεί καθόλου σε εμάς. Όμως, κάποια στιγμή, το Ποπ & Ροκ σε τρεις γραμμές γράφει «ακούστε τι ονομασίες γκρουπ υπάρχουν: Vavoura Band, Πνευμονοκονίασις» και κάτι τέτοια. Σε μια σειρούλα τόση δα, ήταν η πρώτη επίσημη αναφορά στο συγκρότημά μας. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ασχοληθούν σοβαρά μαζί μας, όταν ο Τάσος Ψαλτάκης, έβγαλε μια εφημερίδα/περιοδικό το “Μουσικό Εξπρές”. Ο Τάσος ασχολήθηκε σοβαρά με την ελληνική ροκ σκηνή και έδωσε το έναυσμα. Όπως και τα 4-5 μαγαζιά στην Πλάκα, στα οποία μπορούσαμε να παίξουμε τη μουσική μας: το Tiffany’s, το Skylab, η Σοφίτα, η Λύδρα.
– Είναι και η περίοδος που οι Socrates θεωρούνται το μεγαλύτερο ροκ γκρουπ στην Ελλάδα;
Όχι, αλλά χαίρομαι που τους ανέφερες. Τα μέλη των Socrates έπαιζαν μουσική από το 1967 [δημιουργήθηκαν επίσημα το 1969] και έκαναν ένα τεράστιο μπαμ με τον δίσκο “Ζωντανοί στο Κύτταρο” το 1971, όπου συμμετείχαν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής – η Δέσποινα Γλέζου, τα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου και άλλοι. Πολύ ωραία δουλειά. Εγώ είδα για πρώτη φορά τους Socrates, τη Μεγάλη Πέμπτη του 1972. Το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί αυτοί οι άνθρωποι αλλάξανε τη ζωή μου. ‘Ήμουν πολύ μεγάλος fan τους. Έχουμε πέντε χρόνια διαφορά μαζί τους [ως Vavoura Band], είναι μεγαλύτεροι. Όταν τους είδα, το 1972, ήμουν 16 και αυτοί 21, και είπα «Θέλω να γίνω “αυτό”». Πέντε χρόνια μετά, όταν ήμουν εγώ 21 και αυτοί πλέον 26, ήμουν στο Κύτταρο με τους Vavoura Band και ανοίγαμε την συναυλία τους. Από τότε γίναμε φίλοι με τα παιδιά. Στεναχωριέμαι και για τον Σπάθα, και για τον Αντύπα, και για τον Αντώνη [Τουρκογιώργη], γιατί ήταν δάσκαλοί μας και ό,τι καλύτερο έχει περάσει από την Ελλάδα. Μάθαμε πολλά ωραία πράγματα απ’ αυτούς, αλλά ήταν και ωραίοι άνθρωποι, όχι μόνο “παιχταράδες” [αναφερόμενος στις ικανότητές τους ως μουσικοί] – μην ξεχνάς πως ο Θεοδωράκης, η Φαραντούρη, η Πρωτοψάλτη κ.α. τους είχαν ως session μουσικούς.
– Μουσικά και αισθητικά εννοείται;
Τελείως. Εγώ μέχρι τότε έπαιζα ακουστική κιθάρα και ήμουν μπαλανταδόρος. Δεν έπαιζα σχεδόν καθόλου ροκ. Και με πάει η τότε κοπέλα μου, η Βίκυ, μαζί με την ξαδέρφη της που ήταν 19 (εμείς ήμασταν 16) και είχε αμάξι, στο Κύτταρο. Εκείνο το βράδυ ακούσαμε τον Πουλικάκο με τους Εξαδάχτυλος και μετά βγήκαν οι Socrates. Τρελάθηκα! Θαμπώθηκα! Τρεις μαλλιάδες στην σκηνή, με κάτι τεράστιους Marshall ενισχυτές, ο ήχος τους να μας “κοπανάει” με τρομερή ένταση. Έπαιζαν κάτι τρομερά δικά τους κομμάτια. Είχαν αγκαλιάσει την παραδοσιακή ελληνική μουσική, τα Ηπειρώτικά, μέσα στο ροκ.
– Το κάνατε και εσείς αργότερα όπως είπαμε.
Ναι, όμως πρώτα απ΄όλους το έκαναν οι Aphrodite’s Child. Δυστυχώς, δεν έχουν αναγνωριστεί στην Ελλάδα όσο θα ‘πρεπε. Γιατί τέτοια μπουρδελοχώρα είμαστε. Δεν τιμάμε τους καλλιτέχνες. Προτιμάνε να αλληλογλείφονται και να φιλάει ο ένας τον κώλο του άλλου, κώλοι της μετριότητας, παρά να παραδεχτούν κάποιον που έκανε για παράδειγμα μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Εδώ πέθανε ο Ντέμης Ρούσσος και τα μίντια ούτε που ασχολήθηκαν γιατί ήταν η μέρα που βγήκε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ – χέστηκε η φοράδα στο αλώνι.
– Με την πολιτική πώς τα πάτε;
Χάλια. Έχω τα ίδια αισθήματα για όλους, τους σιχαίνομαι. Για να γίνεις πολιτικός πρέπει να πουλήσεις αξίες, ιδανικά, αρχές, πρέπει να μπορείς να κοιτάς τον άλλον στα μάτια και να του λες ψέματα, πρέπει να του δίνεις το χέρι και να του κλέβεις τα δάχτυλα, πρέπει να το έχεις αγκαλιά και το χέρι σου να είναι στην τσέπη του.
– Και εσείς πώς εφαρμόζετε την πολιτική στην ζωή σας;
Ευτυχώς από πολύ μικρός έβγαλα από επάνω μου το σύνδρομο “Αριστερά – Δεξιά”, “Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός”, “άνδρας – γυναίκα”. Γενικά, το μόνο που κάνω, είναι αν κάνει κάποιος κάτι “καλό”, το επικροτώ, αν κάνει κάποιος “κακό”, τον χέζω. Και δημόσια, δεν έχω θέμα. Το “κακό” δυστυχώς γίνεται συνέχεια, ενώ το “καλό” εμφανίζεται σπάνια. Είμαστε σε μία χώρα που δεν μπορεί να εφαρμοστεί τίποτα. Υπάρχει το παλιό κατεστημένο που δεν θέλει να αλλάξει τίποτα, και αυτό βασίζεται στην βολή όλων και στην τσέπη τους. Όπως καταλαβαίνεις και όπως σου είπα, δεν τα πάω καλά με την πολιτική. Ούτε με τις ταμπέλες. Όταν με ρωτάνε τι είμαι, λέω «είμαι εγώ». Και νομίζω πως η στάση ζωής μου, η πορεία μου στη μουσική, ό,τι έχω κάνει, πιστεύω είναι έντιμη και δεν έχω πουλήσει κανέναν. Δεν βγαίνω να κάνω πολιτικές δηλώσεις όπως κάνουν διάφοροι συνάδελφοι και γίνονται ρόμπες. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Εγώ είμαι ειδικός σε άλλα πράγματα.
– Κι εμείς, όμως, οι δημοσιογράφοι, προσπαθούμε πολλές φορές να δώσουμε κάποιον συγκεκριμένο “ρόλο” στους καλλιτέχνες, να βγουν “μπροστά” να μιλήσουν για διάφορα θέματα. Ενώ μπορεί οι ίδιοι να μην ζήτησαν κάτι τέτοιο, να μην το επιδίωξαν. Αν κάποιος θέλει να μιλήσει και να πάρει θέση, ας βγει να το κάνει από μόνος του. Έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει.
Φυσικά και έχει δικαίωμα, αλλά πρέπει να προσέχουμε και τι λέμε.
– Εκτός από τις μπάντες σας, δουλέψατε και σε άλλους τομείς της μουσικής βιομηχανίας;
Στα ’80s ήμουν τεχνικός διευθυντής παραγωγής σε δύο μεγάλες εταιρείες διοργάνωσης εκδηλώσεων – στη Happening Productions και στη Half Note Productions. Όλοι οι καλλιτέχνες που ήρθαν από το εξωτερικό, και ό,τι “ελληνικό” κάναμε, πέρασε από τα χέρια μου. Οτιδήποτε είχε σχέση με ήχο, φώτα, σκηνή, ασφάλεια, παραλαβή-παράδοση στο αεροδρόμιο, μηχανήματα, βόλτες και ξεναγήσεις, ήμουν μέσα και το είχα οργανώσει. Βοήθησαν τα αγγλικά που γνώριζα, αλλά και οι πολλές τεχνικές γνώσεις. Ήμουν και “μαμούνι”. Έχωνα τη μύτη μου παντού και έδινα λύσεις σε προβλήματα. Με τον Ian Gillan στην Αίγινα, μπύρες μία ολόκληρη εβδομάδα με τον Rory Gallagher, Eric Clapton, Wishbone Ash, Joe Cocker, James Brown, Keith Jarrett, Chic Corea, Miles Davis, Peter Gabriel, Motorhead (με τον Lemmy γυρνάγαμε σε όλα τα μπαράκια της Αθήνας με το 2CV μου), Iron Maiden, John McLaughlin. Ήμουν για μία πενταετία ηχολήπτης του Μίκη Θεοδωράκη και της Μαρίας Φαραντούρη και ενίοτε του Μάνου Χατζιδάκι. Με τον Θεοδωράκη πήγαμε το 1987 στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο, με την Φαραντούρη το 1984 στο Παρίσι στο L’Olympia, με Socrates, Φαραντούρη και John Wiliams στο Μέγαρο Μουσικής της Μελβούρνης και στην Όπερα του Σίδνεϊ.
– Από αυτές τις εμπειρίες, ποια σας θάμπωσε περισσότερο;
Σαν χώρος το Royal Albert Hall (πήρα και εύσημα από τους Άγγλους για τον ήχο που έφτιαξα ως ηχολήπτης) και η Όπερα του Σίδνεϊ. Το L’Olympia ήταν χάλια, αλλά μιλάμε για ένα ιστορικό πάλκο, αφού εκεί πάνω είχαν πατήσει οι Beatles, οι Stones, η Edith Piaf, οπότε ήταν συγκινητικό.
– Και από τα ταξίδια του εξωτερικού, στις εγχώριες μετακινήσεις. Από την Αγ. Παρασκευή που περάσατε τα περισσότερα χρόνια της ζωής, τώρα στον Κεραμεικό. Πόσο ροκ εν ρολ ήταν η Αγία Παρασκευή; Νιώθω πως “εδώ” ανήκετε, στο κέντρο. Έχω μεγαλώσει στα βόρεια προάστια – ωραία, πράσινο, μεγαλύτεροι δρόμοι, αλλά κάπως αποστειρωμένα. Είναι έτσι;
Θα στο πω με μία λέξη: παπάρια. Η δουλειά πάντα γινόταν “κάτω”, στο κέντρο. Σαν άνθρωπος ανήκω εδώ. Μου αρέσει ο κόσμος, η φασαρία, οι εναλλαγές, οι αντιφάσεις, το πολυπληθυσμικό, έχω φίλους παλιατζήδες, Ρομά, Πακιστανούς, κάνουμε πλάκα μεταξύ μας στον δρόμο. Μου φέρνουμε και διάφορα vintage πράγματα στο σπίτι γιατί τα αγοράζω. Μου αρέσουν οι αντίκες, αλλά και οι ευκαιρίες. Μου αρέσει το νταραβέρι ρε παιδί μου.
– Αυτήν ακριβώς την αίσθηση μου βγάζετε.
Εδώ νιώθω πως είναι το “σπίτι” μου. Όχι μόνο κυριολεκτικά. Η Αγ. Παρασκευή τα τελευταία 20 χρόνια δεν είχε να μου πει τίποτα. Έχει γεμίσει από “εισαγόμενους” νεόπλουτος, δημόσιους υπαλλήλους, άτομα που πούλησαν το χωράφι στο χωριό και έγιναν Αθηναίοι. Έβγαινα στον δρόμο και δεν μπορούσα να ανταλλάξω μία καλημέρα. Εδώ δεν τον ξέρεις τον άλλον, του λες «καλημέρα» και ανταποδίδει, δεν σε κοιτάει με μισό μάτι. Είναι και pet friendly η περιοχή. Όλοι έχουν ζωάκια. Σε όποιο μαγαζί και να πας, φέρνουν νερό και για το σκυλάκι σου. Ωραία πράγματα. Έφυγα από την Αγ. Παρασκευή και ανακουφίστηκα.
– Πώς νιώθετε αυτή την περίοδο; Πώς είστε;
Μια χαρά. Αισιόδοξος. Οργανώνω και κάνω ωραία πραγματάκια, οι Cadillacs πάνε καλά, η Vavoura Band είναι “στον πάγο” αυτό τον καιρό λόγω covid – ο Δρόλαπας ασχολήθηκε και με την ολοκλήρωση του βιβλίου του προκειμένου να το εκδώσει, οπότε επικεντρώθηκε εκεί και παράτησε οτιδήποτε άλλο. Όμως, έτσι γίνονται σωστά οι δουλειές. Εγώ είμαι πολυπράγμων και στο τέλος δεν κάνω τίποτα.
– Ήθελα να σας ρωτήσω γι’ αυτό. Έχετε κάνει τόσα πολλά, έχετε ασχοληθεί με τόσα πράγματα, νιώσατε ποτέ ότι δεν κάνατε focus σε κάτι συγκεκριμένο και μετά να το μετανιώσατε; Να είπατε «Ρε γαμώτο, έπρεπε να ασχοληθώ περισσότερο».
Πολλές φορές. Αλλά είναι η καύλα του να έχεις στόχο και να θες να δοκιμάσεις. Δεν είναι απαραίτητη η επίτευξη του στόχου. Ακόμα και το όνειρο, οι σκέψεις, ο σχεδιασμός, η προσπάθεια, το «θέλω να το κάνω» είναι πολύ σημαντικό. Και να καταφέρεις μόνο ένα μέρος του, είναι ok, δεν έγινε και τίποτα αν δεν το ολοκληρώσεις.
– Αυτή είναι και πολύ δημιουργική προσέγγιση γιατί δεν εγκλωβίζεσαι.
Ξέρεις τι; Βαριέμαι αφόρητα την επανάληψη και τη ρουτίνα.
– Προηγουμένως αυτοχαρακτηριστήκατε “μαμούνι”. Πολύ κοντά στην έννοια του “Βαβούρα”. Πώς προέκυψε το ψευδώνυμο;
Μόλις είχαμε φτιάξει τη μπάντα [τους Vavoura Band] και παίζαμε ερασιτεχνικά και άγαρμπα. Είχα λοιπόν το θράσος να ζητήσω από τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο να ‘ρθει να μας ακούσει στο υπόγειο του σπιτιού μου. Θέλαμε να εμφανιστούμε σε έναν χορό του Deere, αλλά ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ φιλόδοξο με ένα set list που είχε Black Sabbath, Cream και Hendrix. Το υπόγειο αυτό ήταν χαμηλοτάβανο και αυτός ήταν 2 μέτρα, που να χωρέσει, έσκυβε. Τέλος πάντων, άντεξε κανα δεκάλεπτο στις εντάσεις που παίζαμε. «Δεν παίζετε άσχημα ρε παιδιά, εντάξει, αλλά πολύ βαβούρα», οπότε αρπάζω αυτό που είπε και λέω «Ωραίο όνομα για μπάντα». Έτσι έγινε. Αργότερα ο κόσμος με φώναζε Βαβούρα επειδή ήμουν ο frontman των Vavoura Band. Έμεινε αυτό και το γουστάρω. Το συγκεκριμένο όνομα άνοιξε πόρτες επειδή είναι περίεργο.
– Αναφερθήκατε στις «εντάσεις» που παίζατε. Είχατε δικό σας ηχοσύστημα;
Το 1978 πήρα ένα δάνειο από τη μάνα μου και ανεβήκαμε στο Magic Bus για την Αγγλία με τον Δρόλαπα και τον τότε ντράμερ μας, τον Θάνο Παπαποστόλου. Καθίσαμε εκεί μία εβδομάδα, αγοράσαμε ό,τι χρειαζόμασταν, τα φορτώσαμε στο πούλμαν και γυρίσαμε Ελλάδα. Αντιμετωπίσαμε δυσκολίες στην Γιουγκοσλαβία γιατί δεν μας άφηναν να περάσουμε τον εξοπλισμό. Μέσω ωτοστόπ, τρένου και τελωνείου, τελικά, καταφέραμε να τα φέρουμε εδώ. Ήμασταν η πρώτη ελληνική ροκ μπάντα που είχε δικό της soundsystem. Τα πάντα: PA, stage, monitor ηχεία. Και να σου πω την αλήθεια, τα περισσότερα χρήματα τα βγάλαμε ενοικιάζοντας τα μηχανήματά μας και όχι από την αμοιβή της μπάντας. (γέλια)
– Βγάλατε πολλά χρήματα;
Όχι, δεν θα το ‘λεγα. Ούτε από τη μουσική, ούτε ως ηθοποιός. Τα περισσότερα λεφτά ήρθαν από τις παραγωγές. Δεν ήμουν και συστημικός. Είχα πολλές ευκαιρίες με καναλάρχες, διευθυντές, με όλο το κύκλωμα, αλλά αυτά τα σιχαινόμουν. Προτιμούσα να πιώ έναν καφέ με τους φίλους μου ή να αράξω στην Πλάκα με την κιθάρα μου.
– Οπότε ποια ήταν η επαφή σας με τις δισκογραφικές;
Μηδενική. Αλλά δεν μας ήθελαν κιόλας επειδή κάναμε ελληνόφωνο ροκ. Όταν οι Σπυριδούλα με τον Σιδηρόπουλο έβγαλαν τον δίσκο “Φλου”, εμάς δεν ήθελαν ούτε να μας ακούνε. Όμως, είχα κάνει πολλές παραγωγές βοηθώντας αρκετούς καλλιτέχνες όπως τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα με τους PLJ Band που αργότερα έγιναν Τερμίτες. Σε εκείνον τον ψυχεδελικό δίσκο που είχαν βγάλει, τον “Αρμαγεδδών”, είχα κάνει παραγωγή και ηχοληψία. Αλλά οι εταιρείες δεν ήθελαν να ακούσουν κάτι ξενόγλωσσο. Οπότε έπεισα τον διευθυντή της Happening Productions να κάνουμε ένα ανεξάρτητο label και κυκλοφορήσαμε το υλικό διάφορων γκρουπ: Vavoura Band, Magic de Spell, Λήτης και Ιζόλδη, Αίολος κ.α. Αυτό πήγε καλά για κάποια χρόνια και βγήκαν και άλλα ανεξάρτητα label.
– Οι δικές σας κυκλοφορίες;
Οι δύο τελευταίες κυκλοφορίες με τους Vavoura, το “Early Days” σε CD και το “Τώρα το λένε ethnic”, μέσω της Ikaros Music. Μετά έδειξε ενδιαφέρον η Anazitisi Records και βγάλαμε σε βινύλιο το “Early Days” και το βινύλιο του “Τώρα το λένε ethnic” από την Labyrinth Of Thoughts. Μόλις ο Δρόλαπας νιώσει ετοιμοπόλεμος ξανά, ετοιμάζουμε νέο βινύλιο, νέο δίσκο, με καινούργιο υλικό. Από stoner και death metal, μέχρι μεσαιωνικά πράγματα σαν αυτά που έκανε ο Ritchie Blackmore. Το κόνσεπτ είναι το ταξίδι ενός πλοίου που πήγε να εξερευνήσει την Αμερική, και ξεκινάει από την προσπάθεια να βρουν χρηματοδότηση μέχρι τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν για να βρουν τη γη της Επαγγελίας.
– Το δικό σας μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ταξίδι στη ζωή;
Η μουσική και η φιλία – τους μαλάκες τους κρατάω σε απόσταση, αν και το είδος πολλαπλασιάζεται γεωμετρικά στην Ελλάδα. Κάποτε οι μαλάκες ήταν ανάμεσά μας, τώρα μήπως είμαστε εμείς ανάμεσά τους; (γέλια) Και ο έρωτας, φυσικά, μεγάλο ταξίδι. Είχα πάντα μακροχρόνιες σχέσεις, αλλά στον γάμο δεν τα πήγα πολύ καλά. “Κακή επιλογή”. Δεν κρατάω κακία. Είμαστε απλά δύο διαφορετικοί άνθρωποι και έβγαινε πολύ ένταση. Ευτυχώς προέκυψε ένα εξαιρετικό παιδί, ο Άγγελος, για το οποίο είμαι υπερήφανος. Έχει πάρει το χιούμορ μου και το έχει βελτιώσει. Κάνουμε πολλά πράγματα μαζί, έχουμε κοινά γούστα. Το ηθοποιηλίκι ήρθε πολύ ξαφνικά.
– Δηλαδή;
Τα είχα με μία ωραία τύπισσα, τη Μάρω, που ήταν σινεφίλ, Θεός σ’χωρέστην – να σου πω, συνέντευξη ή μνημόσυνο κάνουμε, τι πράγμα είναι αυτό (γέλια); – και μου λέει «Ξέρω έναν τρελό σκηνοθέτη, ανερχόμενο, να στον γνωρίσω. Είμαι σίγουρη ότι θα κολλήσετε». Αναφερόταν στον Δημήτρη Αρβανίτη. Ο Δημήτρης, λοιπόν, άκουσε τις ethnic μουσικές μας και μας κάλεσε σπίτι του για να μας μιλήσει για ένα ντοκιμαντέρ που είχε σκοπό να κάνει. Αφορούσε την Σαντορίνη και ήθελε να φτιάξουμε το soundtrack. Μπαίνουμε στο στούντιο του Μάκη Αχλαδιώτη – μετέπειτα ιδιοκτήτη του ιστορικού Sierra, το οποίο “βάπτισα” εγώ – και ηχογραφήσαμε έξι επτά τραγούδια. Μετά, πήγαμε όλοι μαζί στη Σαντορίνη και μείναμε σε σκηνές για ένα μήνα. Τραβούσαμε τα πλάνα για το ντοκιμαντέρ, πίναμε μπύρες τα βράδια, ανάβαμε φωτιές, και το πρωί ήμασταν λίωμα. Το 1980 το φιλμ πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και κερδίζει δύο βραβεία. Εκεί λέω «Κοίτα να δεις ε, ωραία φάση». Έτσι, την επόμενη χρονιά ανεβαίνω ξανά για το φεστιβάλ – δεν συμμετείχα κάπου, απλός τουρίστας. Και εδώ θα σου πω ότι έχω μια περίεργη συνήθεια: δεν θέλω να πηγαίνω από την ίδια διαδρομή σε ένα μέρος, που σημαίνει ότι από άλλον δρόμο θα πάω και από άλλον θα φύγω. Έχω πάει λοιπόν να φάω ένα σάντουιτς και επιστρέφω από άλλον δρόμο. Σταματάω σε ένα φανάρι όπου στέκεται ο Τζιμάκος [αναφέρεται στον Πανούση] και μου γνωρίζει τον Πουλικάκο και τον Ζερβό τον σκηνοθέτη. Αυτός μου λέει «Σε παρακολουθώ με τη μπάντα σου και σας γουστάρω. Κάνω μια ταινία, το “Σουβλίστε τους” και θέλω άλλο φινάλε τελικά. Θες να παίξεις;». Του είπα χωρίς δεύτερη σκέψη, «Ναι, μέσα». Εκείνη η ταινία και “Ο Δράκουλας των Εξαρχείων”, πάλι του Ζερβού, με καθιέρωσαν σαν ηθοποιό. Μετά ήρθαν οι τηλεοπτικές εμφανίσεις σε σειρές ως guest, σε τηλεταινίες, διάφορα. Δεν θυμάμαι τι έχω κάνει. Τα έκανα όλα για πλάκα, να περνάω καλά με ενδιέφερε. Δεν είχα ανάγκη να γίνω επώνυμος.
– Στον “Δράκουλα” περάσατε ωραία;
Φοβερά! Είχαμε ρίξει πολύ γέλιο.
– Και με τον Πανούση τι σχέση είχατε;
Το 1979, παίζαμε σε διάφορα μπαράκια με τους Vavoura Band, και εκείνη την περίοδο ντράμερ μας ήταν ο Βέκιος. Μία μέρα μας λέει «Ρε σεις, να πω σε έναν φίλο να έρθει να παίζει πριν από εμάς, έτσι χαλαρά με την κιθάρα του, να τον μάθει λίγο ο κόσμος;». Δεν είχα κανένα πρόβλημα, «Θα παίζουμε και λιγότερο έτσι» (γέλια). Φέρνει λοιπόν τον Τζιμάκο και μας έκανε support. Έχω ακόμη μία αφίσα από το Θέατρο Ριάλτο στην Κυψέλη, όπου πρώτο όνομα είναι οι Vavoura Band, μετά οι Λήτης και Ιζόλδη, και στο τέλος, τρίτο όνομα, οι Μουσικές Ταξιαρχίες. Μετά Δρόλαπας και Βέκιος ακολούθησαν τις Ταξίαρχιες και μετά έγινε το μπαμ που όλοι ξέρουμε. Εκείνη η πρώτη εμφάνιση του Πανούση με τους Vavoura, έγινε στο μπαράκι “On The Road” που το είχε ο Γρηγόρης Ψαριανός, 30 χρόνια πιο αδύνατος και 40 κιλά νεότερος.
– Και με άλλα μυαλά υποθέτω.
Τελείως άλλα μυαλά. Ο καθένας διαλέγει την πορεία του. Δεν είμαι εγώ που θα κρίνω, γιατί αυτός που θα κρίνει πρέπει να έχει να πει κάτι καλύτερο και αυτό είναι πάντα υποκειμενικό. Το δικό μου “καλύτερο” μπορεί να είναι τελείως αντίθετο με εσένα. Όπως και με τη μουσική μου. Κάποιοι μπορεί να μην την γουστάρουν, αλλά εγώ κάνω αυτό που πιστεύω και αγαπάω. Από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει και ιδιαίτερα.
– Είχατε και ζωή ροκ εν ρολ; Μου περιγράψατε τις καταστάσεις στη Σαντορίνη, έχουμε αναφέρει και σε διάφορα ονόματα μέχρι στιγμής… Είχατε εθισμούς και εξαρτήσεις;
Πάντα ροκ εν ρολ. Είχα πολλά ξενύχτια, αλλά όχι εξαρτήσεις. Ήμουν άνθρωπος που γούσταρα τη ζωή, αλλά δεν με θυμάμαι ποτέ τελείως λιώμα. Ούτε με αλκοόλ, ούτε με ουσίες.
– Με την θυμαρορίγανη;
(γέλια) Είναι ανώδυνη. Μην ξεχνάς ότι σε πολλές χώρες και σε κάποιες πολιτείες της Αμερικής είναι νόμιμη. Πιστεύω ότι η φούντα είναι μία ωραία, ακίνδυνη ουσία, η οποία θα έπρεπε να έχει νομιμοποιηθεί σε σύγκριση με τις επιπτώσεις του αλκοόλ. Έχει ευεργετικές και ιατρικές ικανότητες αποδεδειγμένα. Απλά σε αυτή την χώρα των ηλιθίων που ζούμε, των σκληροπυρηνικών και φανατικών του “όχι”, ό,τι προτείνεις δεν γίνεται. Αυτό συνδέεται πάντα με το «Τι θα πει η κοινωνία;» και με το πόσους ψήφους θα πάρουν και πόσους θα χάσουν. Δεν τους νοιάζει αν κάτι θα είναι καλό για το κοινωνικό σύνολο, στ’ αρχίδια τους.
– Μιλήστε μου λίγο για το νέο σας απόκτημα, αυτό το απίστευτο γωνιακό σπίτι στον Κεραμεικό. Κατά την διάρκεια της φωτογράφισης όταν αναφερθήκατε σε αυτό, φώτισε το πρόσωπό σας.
Το φτιάχνω με πολλή αγάπη. Είναι ένα νεοκλασικό και διατηρητέο σπίτι του 1926, όμως, με μεγάλη μου θλίψη, διαπιστώνω ότι ο δήμος και η πολιτεία δεν κάνουν καμία κίνηση για να διατηρήσουν και να στηλώσουν όλα αυτά τα ωραία σπίτια που γκρεμίζονται επειδή δεν τα συντηρεί κανείς. Μιλάνε και για τον “εθνάρχη”, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που γκρέμισε όλα τα ωραία αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης, ακόμα και οικοδομές του Τσίλλερ, για να φτιάξει αυτές τις πολυκατοικίες εκτρώματα. Τόσο μαλάκας.
– Είναι μία άσχημα πόλη η Αθήνα την ημέρα.
Άσχημη τη μέρα, κακομοίρικη τη νύχτα, υποφωτισμένη. Αυτό το κατάλαβα όταν γύρισα από Αμερική και φταίει η νοοτροπία μας. Τα έβλεπα όλα μικρά, φτωχά και διακριτικά για να μην προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ταμπέλες. Σε ένα ταξί στη Νέα Υόρκη, η φωτεινή του σήμανση είναι τεράστια, σε όλο το μήκος της οροφής. Εδώ, μια σταλιά, ίσα ίσα. Αυτή είναι αντίληψη του δύστυχου, του κακομοίρη. Υπολείμματα της Τουρκοκρατίας. «Θα είναι πολύ προκλητική», λέει. Μα αυτό πρέπει να κάνεις βρε μαλάκα, να το διαφημίσεις το προϊόν σου. Αν θες να πετύχεις πρέπει να κάνεις την ανατροπή, να παρουσιάσεις κάτι καινούργιο, να βρεις ένα “κενό”, μία “τρύπα”. Σκέψου το εξής: σε μία περιοχή που έχει πολλές πιτσαρίες, θα πάει ο άλλος και θα ανοίξει ακόμα μία, ενώ αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πουλήσεις λαχματζούν.
– Αυτό κάνατε και εσείς; Ήσασταν το “λαχματζούν” στα μουσικά δρώμενα;
Πήγαμε κόντρα στο κατεστημένο. Και με τους Vavoura Band δεν μας ήθελαν όπως σου είπα. Είχαμε παίξει στο Παλλάς μετά την προβολή του “Song Remains The Same” των Led Zeppelin και έγινε της πουτάνας. Το 1980 σπάσαμε το θέατρο Κατερίνα στη Θεσσαλονίκη. Βγαίναμε πολύ επιθετικά με τον Δρόλαπα και τον Βέκιο, τα σαρώναμε όλα.
– Οι Cadillacs πώς σχηματίστηκαν;
Έγινε σχεδόν παράλληλα με τους Vavoura Band και τελείως τυχαία. Ήταν την περίοδο που ήμουν διευθυντής παραγωγής στην Half Note και τότε ο Νίκος Σαχπατσίδης [ιδιοκτήτης της εταιρείας] δεν μου έδινε να διαβάζω τα συμβόλαια που υπέγραφε με τους καλλιτέχνες. Του είχα βάλει “χέρι” γιατί γνώριζα καλύτερα αγγλικά από εκείνον και μπορούσε κάτι να του ξεφύγει στους όρους. Τέλος πάντων, δύο μέρες πριν την συναυλία του Chuck Berry μου δίνει τα χαρτιά που αφορούν την τεχνική κάλυψη της συναυλίας, αλλά του είχε ξεφύγει μία παράγραφος από το συμβόλαιο που ανέφερε ότι θα παίξει μόνο μία ώρα. «Τι θα κάνεις τώρα;» του λέω και αγχώθηκε. «Έχω μία μπάντα στην Αγ. Παρασκευή. Θες να ανοίξουμε εμείς την συναυλία για να κερδίσουμε χρόνο;». Με ρώτησε αν είμαστε καλοί και του απάντησα «Καλοί ξε-καλοί, δεν έχεις άλλη επιλογή αυτή την στιγμή». Έτσι συμφώνησε, βρήκα τρεις μουσικούς, κάναμε πρόβα επτά τραγούδια σε ένα μαγαζί με μουσικά όργανα και την επόμενη μέρα ανεβήκαμε στην σκηνή πριν τον Chuck Berry. O κόσμος γούσταρε. Αργότερα, σκέφτηκα να έχουμε σχετική κοινό στυλ στη σκηνή, με γραβάτες, πουκάμισα κτλ και αυτό μας άνοιξε τις πόρτες κυριλάτων μαγαζιών (ξενοδοχεία, καζίνο κ.α.) και διαφόρων εκδηλώσεων (εταιρικά events, γάμοι κ.α.). Μπήκαμε σε χώρους που οι Vavoura Band δεν μπορούσαν να μπουν – και για μουσικούς λόγους και λόγω εμφάνισης.
– Σκεφτόσασταν πως μέσω των Cadillacs θα δίνατε στον Έλληνα κάτι από αμερικανική κουλτούρα;
Κοίταξε, τα κομμάτια που παίζαμε και παίζουμε, είναι γνωστά. Ήμασταν το πρώτο ροκ εν ρολ γκρουπ της Αθήνας. Παράλληλα με εμάς την ίδια χρονιά, στη Θεσσαλονίκη, εμφανίστηκε και ο Alexandros Perros με τους Lone Stars – καταξιωμένος στον χώρο, αλλά αυτοί ήταν περισσότερο στο rockabilly και garage. Εμείς είμαστε του κλασικού ροκ εν ρολ. Μετά ακολούθησαν διάφορα σχήματα με ωραίες μουσικές. Κάνουμε συνέχεια αλλαξοκωλιές μεταξύ μας με τους μουσικούς. Έχω ντράμερ που παίζει σε επτά γκρουπ και δεν θυμάται Χριστό, τον λένε και Χριστόπουλο (γέλια), παίρνει δηλαδή πούλο ο Χριστός γι’ αυτό δεν θυμάται τα τραγούδια. (γέλια)
– Σας δημιούργησε πρόβλημα το χιούμορ σας;
Μπα όχι. Τουλάχιστον όχι συχνά γιατί έχω μάθει να το χρησιμοποιώ θετικά. Προσβάλλω ανθρώπους με το χιούμορ μου, αλλά νομίζω είναι χαριτωμένο και γελάνε και οι ίδιοι, άσχετα αν βρίζουν από μέσα τους. Μπορεί να πέσω σε κανα μαλάκα που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, αλλά τους κάνω πλάκα, τους πειράζω, οπότε γελάνε οι υπόλοιποι τριγύρω και αυτοί μένουν μουντρούχοι.
– Η καθημερινότητά σας πώς είναι;
Κάνω ποδήλατο, βγάζω τα σκυλάκια μου βόλτα, μελετάω κιθάρα με διάφορες τεχνικές παιξίματος. Προσπαθώ να γίνω καλύτερος γιατί ηλεκτρική έπαιξα σε μεγάλη ηλικία. Έπαιζα πάντα μπάσο, όμως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια το γύρισα σε κιθάρα γιατί δεν έβρισκα κάποιον να παίζει ροκ εν ρολ όπως θα ήθελα για τους Cadillacs. Προκειμένου να τσακώνομαι το πήρα επάνω μου και το κάνω αξιοπρεπώς. Έχω αυτογνωσία. Δεν είμαι κιθαρίστας, ούτε μπασίστας. Απλά παίζω μέχρι εκεί που με παίρνει. Ξέρω τα όρια μου και δεν εκτίθεμαι. Στηρίζω αυτό που κάνω, κυρίως, με την προσωπικότητά μου και την σκηνική μου παρουσία. Δεν θα κάτσω να παίξω για τους 2 στους 100 που θα ξέρουν από μουσική και θα λένε «Α, τον μαλάκα, δεν ξέρει να παίζει καλά». Μπορεί να είμαι “κουλός”, αλλά είμαι αυτός που είμαι. Εσύ που δεν είσαι κουλός σε ξέρει η μάνα σου; Πάρ’ το κι έτσι δηλαδή.
– Έχετε τραγουδήσει ποτέ με ελληνικό στίχο;
Δεν χρειάζεται. Υπάρχουν άλλοι που το κάνουν καλύτερα από μένα. Εμένα η παιδεία μου είναι αγγλική, σκέφτομαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τη μόνη φορά που τραγούδησα στα ελληνικά, στα σοβαρά, ήταν στο Κύτταρο πριν από 13 μήνες στην παρουσίαση του βιβλίου “Πρωτοπόροι του Ελληνικού ροκ” του Γιάννη Αλεξίου (που έχει κάνει πολύ σημαντική έρευνα και μπράβο του). Μου είχε αναθέσει την καλλιτεχνική παραγωγή και φτιάξαμε μια all-star band με τον Τάσο Σκούρα (κιθαρίστας των Socrates) και τον Κυριάκο Δαρίβα (ντράμερ του Σιδηρόπουλου). Μέσα στους διάφορους εκλεκτούς καλεσμένους της εκδήλωσης, ήταν ο Τάκης Μαρινάκης και ο Γιώργος Στεφανάκης των Πελόμα Μποκιού. Παρένθεση: Ο Βλάσσης [Μπονάτσος], ήταν ξάδερφός μου. Αυτό λίγοι το γνωρίζουν. Τους Πελόμα τους είχα δει λίγο μετά τους Socrates το 1972 στο Τσιν Τσιν. Θυμάμαι που άνοιξα την πόρτα να μπω στο μαγαζί, τα παιδιά έπαιζαν Santana και εγώ νόμιζα ότι είχαν βάλει τον δίσκο να παίζει. Σκέψου πως τα μαγαζιά τότε δεν είχαν καλό ηχοσύστημα, και όμως οι Πελούμα κατάφερναν να βγάζουν καταπληκτικό ήχο. Εξαιρετικοί “παίχτες”. 49 χρόνια μετά λοιπόν, στο Κύτταρο λόγω της παρουσίασης, ανέβηκα στη σκηνή με τον Στεφανάκη και τον Δαρίβα και τραγούδησα το “Γαρύφαλλε”. Καλά τα πήγαν απ’ όσο μου είπαν.
– Ήσασταν πάντα σε μπάντες. Προτιμάτε την ομαδική δουλειά;
Ένα από τα προβλήματα στην Ελλάδα είναι πως δεν υπάρχουν “ομάδες”. Εγώ στην Αμερική έμαθα το teamwork, να δουλεύω μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Να και ένα από τα καλά που δεν σου ανέφερα πριν. Από εκεί έφερα μαζί μου την ομαδική εργασία, έμαθα για το πόσο σημαντική είναι η συμβολή του καθενός σε ένα οικοδόμημα. Η χώρα μας είναι γεμάτη αρχηγόπουλα που θέλουν ταυτόχρονα να τα κάνουν όλα μόνοι τους. Έχουμε διευθυντές, προέδρους, προϊσταμένους, αλλά όχι “στρατιώτες”. Κάποιος πρέπει να δουλέψει, δεν γίνεται όλοι να διοικούμε.
– Παρακολουθείτε τη μουσική βιομηχανία στην Ελλάδα;
Με θλίβει αυτή η κατάσταση. Νέα παιδιά και τραγουδάνε κάτι σκουπίδια, μαλακίες. Εν τω μεταξύ, έχουν όλοι την ίδια φάτσα, το ίδιο στυλ. Τους λυπάμαι και νομίζουν πως κάνουν κάτι σημαντικό. Τα ριάλιτι μας ταΐζουν μαϊντανούς με ημερομηνία λήξης. Απαιτεί ικανότητα να μπορείς να βγάλεις τόσο άσχημα πράγματα σε τόσο μεγάλη ποσότητα. Βγάζουν άλμπουμ με ένα τραγούδι χιτ και τα υπόλοιπα είναι για τα μπάζα. Ραπ, νταπα ντουπα, λαϊκά, όλα χάλια. Ειδικά το λαϊκό εδώ και 30 χρόνια έχει εγκλωβιστεί με κάτι δυστυχισμένους και μίζερους. Ρε μαλάκες η ζωή έχει ωραία πράγματα, δείτε το θετικό. Κλαψομουνίαση του κερατά σε προβλέψιμα κομμάτια. Είναι και αυτοί που έβγαλαν το μπουζούκι και έβαλαν ούτι, συμπλήρωσαν και έναν ακαταλαβίστικο στίχο και λένε «Κάνω έντεχνο». Γιατί εγώ άτεχνος είμαι ρε φίλε; Παίξε αυτά που παίζω εγώ και μιλάμε μετά για τέχνη.
– Νομίζω πως φοβούνται να διαφοροποιηθούν και να ρισκάρουν.
Αυτό όμως πρέπει να κάνεις για να ξεχωρίσεις. Δεν είσαι η συνέχεια του προηγούμενου. Είναι δύσκολο να κάνεις επιτυχία, αλλά ακόμα πιο δύσκολο, να είσαι συνεπής στην επιτυχία.
– Και ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία σας σε προσωπικό επίπεδο;
Ότι δεν άλλαξα πορεία, ότι υποστήριξα αυτά που πιστεύω, προσπάθησα να είμαι συνεπής στις φιλίες και στο κοινό μου. Δεν παρέκκλινα της πορείας μου, παρέμεινα πιστός στην ροκ νοοτροπία και στον αντίστοιχο τρόπο ζωής.