Ο Τομ Γουλφ, ένας από τους πιο εμβληματικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς της σύγχρονης εποχής, γεννήθηκε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια το 1930. Μέχρι το 2018 ζούσε στη Νέα Υόρκη, όπου συνεχίσε να επηρεάζει τον κόσμο της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον και Λι και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Γέιλ, θέτοντας τις βάσεις για μια καριέρα που θα τον καθόριζε ως έναν από τους πρωτοπόρους του Νέου Δημοσιογραφισμού.
Η συγγραφική του πορεία περιλαμβάνει 11 βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν αποκτήσει καθεστώς σύγχρονων κλασικών έργων. Το “Τhe Electric Kool-Aid Acid Test” (1968) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του στυλ του, καθώς αναφέρεται στην κουλτούρα των 60s και την περιπέτεια του Κεν Κέσεϊ με τους Merry Pranksters. Το “The Right Stuff” (1979), που εξετάζει τις πρώτες αποστολές αστροναυτών των ΗΠΑ, κέρδισε ευρεία αναγνώριση και έγινε best seller, ενώ η ταινία που βασίστηκε σε αυτό απέσπασε επίσης θετικές κριτικές.
Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του είναι το “The Bonfire of the Vanities” (1987), γνωστό στην ελληνική μετάφραση ως “Στον βωμό της ματαιοδοξίας”. Το βιβλίο αυτό είναι μια σφοδρή κριτική στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80 και αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες και τη διαφθορά που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Η πλοκή του περιστρέφεται γύρω από έναν επιτυχημένο χρηματιστή που εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας.Το 1998, ο Γουλφ δημοσίευσε το “A Man in Full”, ένα έργο που εξερευνά την κοινωνική δυναμική στην Ατλάντα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες του σε μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες. Η τελευταία του νούβελα, “Back to Blood” (2012), ασχολείται με τις περίπλοκες σχέσεις φυλής και πολιτισμού στο Μαϊάμι.
Ο Τομ Γουλφ δεν ήταν απλώς συγγραφέας· ήταν ένας κοινωνικός σχολιαστής που κατάφερε να αιχμαλωτίσει την πολιτιστική zeitgeist της εποχής του. Με την χαρακτηριστική του εμφάνιση —το λευκό κοστούμι και το υψηλό γιακά— έγινε σύμβολο ενός συγκεκριμένου τύπου δημοσιογραφίας που συνδυάζει τη λογοτεχνία με την πραγματικότητα. Μέσα από τα έργα του, ο Γουλφ συνεχίζει να προκαλεί τους αναγνώστες να αναλογιστούν την κοινωνία στην οποία ζουν και τις αξίες που την καθορίζουν.
Έχω δημιουργήσει στους λογοτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης πολλούς εχθρούς. Μόνο και μόνο εξαιτίας της άποψης ότι σήμερα οποιοσδήποτε ασχολείται με την συγγραφή ιστοριών – είτε είναι μυθιστορήματα είτε σενάρια ή ακόμη και ποίηση – πρέπει να έχει μέσα του το μικρόβιο της δημοσιογραφίας ,δηλαδή της έρευνας. Για μένα πρώτα είναι κάποιος δημοσιογράφος και μετά συγγραφέας.
Το πρότυπο του σύγχρονου αμερικανού διανοούμενου σήμερα περιορίζεται στο να βγαίνει και να μιλάει επί παντός του επιστητού στα διάφορα ΜΜΕ. Αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Ο Μάρσαλ ΜακΛούαν είχε πει κάποτε: «Η δημοσίως δηλωμένη ηθική αγανάκτηση αποτελεί μια στάνταρ στρατηγική που βοηθάει τους ηλίθιους να φορούν τον μανδύα της αξιοπρέπειας». Ο σύγχρονος διανοούμενος για μένα λοιπόν είναι ένας ηλίθιος ο όποιος, ενώ είναι αναξιοπρεπής, προσπαθεί με τεχνάσματα να φορέσει τον μανδύα της αξιοπρέπειας.
Τελείωσα ένα κολέγιο της Βιρτζίνια, το Ουάσιγκτον Λι. Μετά συνέχισα στο Γέιλ με σκοπό να διδάξω για να μπορώ να συντηρούμαι όσο θα έγραφα. Η συγγραφή ήταν κάτι το οποίο με ενδιέφερε ανέκαθεν. Άργησα όμως τόσο πολύ να τελειώσω τις σπουδές μου, που δεν άντεχα άλλο να βρίσκομαι σε πανεπιστημιακό χώρο. Έκανα πέντε χρόνια να τελειώσω το διδακτορικό μου και άλλα τέσσερα που είχα πριν για να τελειώσω το κολλέγιο, σύνολο εννέα χρόνια.
Αρχικά κάποιος αγόρασε μια εφημερίδα. Όχι ιδιαίτερα μεγάλης κυκλοφορίας, στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, κοντά στο Γέιλ, και προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι ήταν κάτι που μου άρεσε. Κανονικά, ξέρετε, δεν ήμουν ο τύπος του ανθρώπου που θα του ταίριαζε κάτι τέτοιο.
Κανένας από τους ανθρώπους εξουσίας δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική αλλαγή. Άλλωστε η πραγματική αλλαγή χρειάζεται μόχθο, να κατεβείς κάτω στον κόσμο, να συναντηθείς με τους προλετάριους, τους οποίους υποτίθεται ότι υπερασπίζεσαι. Αλλά γιατί να μπεις σε τέτοιον κόπο όταν μπορείς πολύ εύκολα να το παίξεις διανοούμενος, δηλαδή αγανακτισμένος, και έτσι να ανεβείς εκεί που θέλεις; Η αγανάκτηση σε βγάζει από την μεσαία αστική τάξη, σε κάνει να ξεχωρίσεις, να ανεβείς. Οι διανοούμενοι επέλεξαν αυτό τον φθηνό τρόπο, του να βγαίνουν κάθε τρεις και λίγο και να δηλώνουν αγανακτισμένοι για συγκεκριμένα πράγματα. Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίο έχει εξελιχθεί η εργατική τάξη στην Αμερική δεν τους έχει βολέψει και πάρα πολύ.
Σε όλη μου τη ζωή λειτουργούσα σαν να είχα έρθει από άλλο πλανήτη. Όπου κι αν πάω, από τις γειτονιές του Μπρονξ ως τις φυτείες της Τζόρτζια, συμπεριφέρομαι σαν εξωγήινος που ψοφάει να μάθει λεπτομέρειες για όσα συμβαίνουν σ´αυτό τον παράξενο πλανήτη όπου βρέθηκε. Έτσι κι αλλιώς, στα περισσότερα μέρη από αυτά που πηγαίνω αποκλείεται να ταιριάξω. Οπότε για πιο λόγο να με απασχολεί τόσο πολύ;
Οι περισσότεροι με θεωρούν συντηρητικό. Επειδή ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τη μοντέρνα τέχνη, τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, επειδή θεώρησα αστείο το παρτάκι που έδωσαν οι Μπέρνσταϊν για τους «Πάνθηρες»… Δεν ξέρω αν όλα αυτά σημαίνουν πως δεν είμαι σοβαρός άνθρωπος, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πάρω ποτέ στα σοβαρά τέτοιου είδους πάρτι. Σαφώς προτιμώ να με θεωρούν συντηρητικό πάρα φιλελεύθερο, διότι οι φιλελεύθεροι συγγραφείς τις περισσότερες φορές είναι διανοούμενοι. Και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να είμαι.
Υπάρχουν δύο τρια πράγματα που ο κινηματογράφος δεν μπορεί να χειριστεί και τόσο καλά. Το να σου δίνει εξηγήσεις για τα πράγματα, να σε βάζει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου… Ο Τζορτζ Όργουελ έλεγε ότι δεν του αρέσει να διαβάζει αυτοβιογραφίες, διότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι αυτός που γράφει ταπεινώθηκε πρώτα για να το κάνει. Για να περιγράψει κάποιος τη βιογραφία του, πρέπει μέσα του να νιώσει πάρα πολύ ταπεινός. Αυτή η ταπεινότητα, ενώ μέσα από ένα βιβλίο μπορείς να την εκφράσεις πολύ εύκολα, στον κινηματογράφο ή στο θέατρο είναι πιο δύσκολο να σου βγει. Όχι ότι δεν συμβαίνει, αλλά το θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο.
Ο κινηματογράφος μπορεί να σου δείξει ολοζώντανες κάποιες σκηνές και βέβαια τους διαλόγους. Διότι στον κινηματογράφο αυτό κάνεις: βλέπεις και ακούς. Όταν εγώ έχω αυτά τα δύο στοιχεία σε ένα μυθιστόρημα μου, τα δουλεύω πάρα πολύ προκειμένου να φτάσουν σε αμεσότητα και ζωντάνια τον κινηματογράφο. Απ´ όλα τα είδη γραφής εκείνο που διαβάζεται πιο εύκολα είναι ο διάλογος. Μπορεί να μην είναι αυτό που δίνει ώθηση στην πλοκή, σίγουρα όμως βοηθάει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο στη δημιουργία των χαρακτήρων.
Ο Τομ Γουλφ, ένας από τους πιο εμβληματικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς της σύγχρονης εποχής, γεννήθηκε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια το 1930. Μέχρι το 2018 ζούσε στη Νέα Υόρκη, όπου συνεχίσε να επηρεάζει τον κόσμο της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον και Λι και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Γέιλ, θέτοντας τις βάσεις για μια καριέρα που θα τον καθόριζε ως έναν από τους πρωτοπόρους του Νέου Δημοσιογραφισμού.
Η συγγραφική του πορεία περιλαμβάνει 11 βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν αποκτήσει καθεστώς σύγχρονων κλασικών έργων. Το “Τhe Electric Kool-Aid Acid Test” (1968) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του στυλ του, καθώς αναφέρεται στην κουλτούρα των 60s και την περιπέτεια του Κεν Κέσεϊ με τους Merry Pranksters. Το “The Right Stuff” (1979), που εξετάζει τις πρώτες αποστολές αστροναυτών των ΗΠΑ, κέρδισε ευρεία αναγνώριση και έγινε best seller, ενώ η ταινία που βασίστηκε σε αυτό απέσπασε επίσης θετικές κριτικές.
Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του είναι το “The Bonfire of the Vanities” (1987), γνωστό στην ελληνική μετάφραση ως “Στον βωμό της ματαιοδοξίας”. Το βιβλίο αυτό είναι μια σφοδρή κριτική στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80 και αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες και τη διαφθορά που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Η πλοκή του περιστρέφεται γύρω από έναν επιτυχημένο χρηματιστή που εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας.Το 1998, ο Γουλφ δημοσίευσε το “A Man in Full”, ένα έργο που εξερευνά την κοινωνική δυναμική στην Ατλάντα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες του σε μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες. Η τελευταία του νούβελα, “Back to Blood” (2012), ασχολείται με τις περίπλοκες σχέσεις φυλής και πολιτισμού στο Μαϊάμι.
Ο Τομ Γουλφ δεν ήταν απλώς συγγραφέας· ήταν ένας κοινωνικός σχολιαστής που κατάφερε να αιχμαλωτίσει την πολιτιστική zeitgeist της εποχής του. Με την χαρακτηριστική του εμφάνιση —το λευκό κοστούμι και το υψηλό γιακά— έγινε σύμβολο ενός συγκεκριμένου τύπου δημοσιογραφίας που συνδυάζει τη λογοτεχνία με την πραγματικότητα. Μέσα από τα έργα του, ο Γουλφ συνεχίζει να προκαλεί τους αναγνώστες να αναλογιστούν την κοινωνία στην οποία ζουν και τις αξίες που την καθορίζουν.
Έχω δημιουργήσει στους λογοτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης πολλούς εχθρούς. Μόνο και μόνο εξαιτίας της άποψης ότι σήμερα οποιοσδήποτε ασχολείται με την συγγραφή ιστοριών – είτε είναι μυθιστορήματα είτε σενάρια ή ακόμη και ποίηση – πρέπει να έχει μέσα του το μικρόβιο της δημοσιογραφίας ,δηλαδή της έρευνας. Για μένα πρώτα είναι κάποιος δημοσιογράφος και μετά συγγραφέας.
Το πρότυπο του σύγχρονου αμερικανού διανοούμενου σήμερα περιορίζεται στο να βγαίνει και να μιλάει επί παντός του επιστητού στα διάφορα ΜΜΕ. Αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Ο Μάρσαλ ΜακΛούαν είχε πει κάποτε: «Η δημοσίως δηλωμένη ηθική αγανάκτηση αποτελεί μια στάνταρ στρατηγική που βοηθάει τους ηλίθιους να φορούν τον μανδύα της αξιοπρέπειας». Ο σύγχρονος διανοούμενος για μένα λοιπόν είναι ένας ηλίθιος ο όποιος, ενώ είναι αναξιοπρεπής, προσπαθεί με τεχνάσματα να φορέσει τον μανδύα της αξιοπρέπειας.
Τελείωσα ένα κολέγιο της Βιρτζίνια, το Ουάσιγκτον Λι. Μετά συνέχισα στο Γέιλ με σκοπό να διδάξω για να μπορώ να συντηρούμαι όσο θα έγραφα. Η συγγραφή ήταν κάτι το οποίο με ενδιέφερε ανέκαθεν. Άργησα όμως τόσο πολύ να τελειώσω τις σπουδές μου, που δεν άντεχα άλλο να βρίσκομαι σε πανεπιστημιακό χώρο. Έκανα πέντε χρόνια να τελειώσω το διδακτορικό μου και άλλα τέσσερα που είχα πριν για να τελειώσω το κολλέγιο, σύνολο εννέα χρόνια.
Αρχικά κάποιος αγόρασε μια εφημερίδα. Όχι ιδιαίτερα μεγάλης κυκλοφορίας, στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, κοντά στο Γέιλ, και προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι ήταν κάτι που μου άρεσε. Κανονικά, ξέρετε, δεν ήμουν ο τύπος του ανθρώπου που θα του ταίριαζε κάτι τέτοιο.
Κανένας από τους ανθρώπους εξουσίας δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική αλλαγή. Άλλωστε η πραγματική αλλαγή χρειάζεται μόχθο, να κατεβείς κάτω στον κόσμο, να συναντηθείς με τους προλετάριους, τους οποίους υποτίθεται ότι υπερασπίζεσαι. Αλλά γιατί να μπεις σε τέτοιον κόπο όταν μπορείς πολύ εύκολα να το παίξεις διανοούμενος, δηλαδή αγανακτισμένος, και έτσι να ανεβείς εκεί που θέλεις; Η αγανάκτηση σε βγάζει από την μεσαία αστική τάξη, σε κάνει να ξεχωρίσεις, να ανεβείς. Οι διανοούμενοι επέλεξαν αυτό τον φθηνό τρόπο, του να βγαίνουν κάθε τρεις και λίγο και να δηλώνουν αγανακτισμένοι για συγκεκριμένα πράγματα. Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίο έχει εξελιχθεί η εργατική τάξη στην Αμερική δεν τους έχει βολέψει και πάρα πολύ.
Σε όλη μου τη ζωή λειτουργούσα σαν να είχα έρθει από άλλο πλανήτη. Όπου κι αν πάω, από τις γειτονιές του Μπρονξ ως τις φυτείες της Τζόρτζια, συμπεριφέρομαι σαν εξωγήινος που ψοφάει να μάθει λεπτομέρειες για όσα συμβαίνουν σ´αυτό τον παράξενο πλανήτη όπου βρέθηκε. Έτσι κι αλλιώς, στα περισσότερα μέρη από αυτά που πηγαίνω αποκλείεται να ταιριάξω. Οπότε για πιο λόγο να με απασχολεί τόσο πολύ;
Οι περισσότεροι με θεωρούν συντηρητικό. Επειδή ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τη μοντέρνα τέχνη, τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, επειδή θεώρησα αστείο το παρτάκι που έδωσαν οι Μπέρνσταϊν για τους «Πάνθηρες»… Δεν ξέρω αν όλα αυτά σημαίνουν πως δεν είμαι σοβαρός άνθρωπος, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πάρω ποτέ στα σοβαρά τέτοιου είδους πάρτι. Σαφώς προτιμώ να με θεωρούν συντηρητικό πάρα φιλελεύθερο, διότι οι φιλελεύθεροι συγγραφείς τις περισσότερες φορές είναι διανοούμενοι. Και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να είμαι.
Υπάρχουν δύο τρια πράγματα που ο κινηματογράφος δεν μπορεί να χειριστεί και τόσο καλά. Το να σου δίνει εξηγήσεις για τα πράγματα, να σε βάζει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου… Ο Τζορτζ Όργουελ έλεγε ότι δεν του αρέσει να διαβάζει αυτοβιογραφίες, διότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι αυτός που γράφει ταπεινώθηκε πρώτα για να το κάνει. Για να περιγράψει κάποιος τη βιογραφία του, πρέπει μέσα του να νιώσει πάρα πολύ ταπεινός. Αυτή η ταπεινότητα, ενώ μέσα από ένα βιβλίο μπορείς να την εκφράσεις πολύ εύκολα, στον κινηματογράφο ή στο θέατρο είναι πιο δύσκολο να σου βγει. Όχι ότι δεν συμβαίνει, αλλά το θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο.
Ο κινηματογράφος μπορεί να σου δείξει ολοζώντανες κάποιες σκηνές και βέβαια τους διαλόγους. Διότι στον κινηματογράφο αυτό κάνεις: βλέπεις και ακούς. Όταν εγώ έχω αυτά τα δύο στοιχεία σε ένα μυθιστόρημα μου, τα δουλεύω πάρα πολύ προκειμένου να φτάσουν σε αμεσότητα και ζωντάνια τον κινηματογράφο. Απ´ όλα τα είδη γραφής εκείνο που διαβάζεται πιο εύκολα είναι ο διάλογος. Μπορεί να μην είναι αυτό που δίνει ώθηση στην πλοκή, σίγουρα όμως βοηθάει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο στη δημιουργία των χαρακτήρων.