Τον βρήκα να κάθεται μόνος του σ’ ένα καφέ – μπαρ, απ’ αυτά που δεν σου γεμίζουν το μάτι, έξω, με ένα ποτήρι ουίσκι. Κάτι θα ήξερε αυτός για να καθόταν στο συγκεκριμένο μπαράκι, παρατηρώντας τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο μιαν ανοιξιάτικη νύχτα. «Θα πάμε για φαγητό κι εκεί θα κάνουμε τη συζήτηση μας», μου είχε πει, γι’ αυτό και με πήρε και περπατήσαμε μέχρι την περιοχή της Αγια-Σοφιάς με τη φωτογράφο Αφροδίτη Μιχαηλίδου να μας ακολουθεί κατά πόδας. Η εξοικείωση του με τον φακό ήταν μοναδική! «Εδώ δεν έχει φως» ή «εδώ έχει πολύ φως», τον άκουσα να λέει στη φωτογράφο, σκηνοθετώντας στην ουσία την απαθανάτιση του. Φορούσε κι ωραία χρώματα – πάντα ντύνεται ωραία ο Θωμάς: Κόκκινο παντελόνι, μαύρο πανωφόρι, μοβ κασκόλ και μοβ σκούφο. Το μαντίλι έλειπε, αλλά ας όψεται η ψύχρα της βραδιάς. Καθίσαμε σ’ ένα ταβερνείο που διασώζει κάτι απ’ τα παλιά λαϊκά στέκια κι ας μην έχει καμία ρετρό αφίσα στους τοίχους του. Έφτανε η μουσική που έβγαινε από ένα ραδιόφωνο, λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας 1955 – 65, το κρασί που έρεε και τα κρεατικά στην τάβλα με τη λαδόκολλα και όλα τα αρτύματα. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, απόλυτα συμβατό με το κοροβίνειο σύμπαν, πραγματοποιήθηκε η κουβέντα που ακολουθεί, στο περιθώριο μάλιστα μιας άλλης ιδιωτικής συζήτησης που δεν θα’ χε κανένα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Αυτή εδώ, όμως, η συνέντευξη έχει και παραέχει ενδιαφέρον, πιστεύω. Μου μιλάει, άλλωστε, ο Θωμάς Κοροβίνης, ένας απ’ τους ανθρώπους που παράγουν πολιτισμό και κοσμεί, αν μη τι άλλο, με το λόγο του και την παρουσία του την πόλη της Θεσσαλονίκης.
– Τι το ενδιαφέρον βρίσκετε στο να κόβετε βόλτες στη Θεσσαλονίκη;
Την θερίζω από συνήθεια και για ξεμούδιασμα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον πια, το θέατρο άλλαξε σκηνή, με πετάει απέξω, με τρέφουν οι πάμπλουτες μνήμες μου απ’ την πόλη όπως την έζησα στα πρώτα νιάτα μου και στην αρχή της ωριμότητας. Η Θεσσαλονίκη είναι διαχρονικά ιδεώδης για τον φοιτητόκοσμο, ας την χαίρονται. Αλλά ας μας δείξουν κι αυτοί επιτέλους τη μαγκιά τους, αν διαθέτουν ίχνος, τι φρονούν για την καθολική κατηφόρα μας, τι προτείνουν για την ανατροπή της ισοπεδωμένης και ετεροκαθοριζόμενης ζωής μας, πού είναι η αντίστασή τους στο κατεστημένο, και τι σόι μέλλον μας ετοιμάζουν.
– Γράφετε ακατάπαυστα σαν να θέλετε να προλάβετε το χρόνο γενικώς. Συμφωνείτε;
Δεν τον κυνηγάω τον χρόνο, μόνο του γίνεται, τίποτε δε μ’ ευχαριστεί περισσότερο, κι όσο μεγαλώνω αυτό το καλό χειροτερεύει.
– Τα γραπτά σας αντιμετωπίζονται απ’ τους νεότερους κάπως σαν «οχήματα ελευθερίας». Το έχω παρατηρήσει να συμβαίνει.
Χαίρομαι, μου το’ χουν πει, μην ξεχνάτε ότι η σύγχρονη πεζογραφία μας, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων είναι συντηρητική, ενίοτε πουριτανική. Όταν κάποιος είναι ρηξικέλευθος σε ζητήματα ψευδοηθικής είναι μοιραίο τρόπον τινά να «απελευθερώνει», ειδικά τους νεότερους που το έχουν ανάγκη.
– Υπάρχει περίπτωση οι νέοι που λάτρεψαν έναν συγγραφέα στα νιάτα τους, να τον απωθήσουν πολύ αργότερα γιατί ενδεχομένως θα τους θυμίζει την χαμένη νιότη τους;
Ακόμη κι αν γίνει έτσι, θα επανέλθουν, αφού ό,τι αγαπάμε στη νιότη μας δεν ξεχνιέται εύκολα, μας στοιχειώνει. Η αμφισβήτηση μπορεί να φέρει προσωρινά την απόρριψη, όμως ξαναγυρνάς σ’ αυτό που σε καθόρισε αρχικά για να μη δολοφονήσεις την αγαθή σου μνήμη.
– Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολία. Είναι κομμάτια μιας ζωής, της δικιάς σας, αναπόσπαστα μεταξύ τους;
Είναι σαν φυσική συνέχεια του βίου μου και παράλληλα αλληλένδετα, η ανθρωπογεωγραφία μου, όπως, π.χ. αναλογικά ο Σεφέρης έχει την αρχαία Αθήνα και τη Μικρασία, ο Χρονάς το Πέραμα και την Σαλονίκη.
– Αναρτάτε συχνά στα σόσιαλ νεκρολογίες για πρόσωπα που αγγίζουν το όριο του μύθου. Είναι σαν να ανάβετε δημοσία θέα το εικονοστάσι σας.
Διατηρώ αδιάπτωτο διάλογο με την άλλη όχθη, καθημερινώς. Δεν είναι ακριβώς νεκρολογίες, είναι παρουσιάσεις απόντων με όλη τη δυναμική τους σαν να βρίσκονται ακόμη ανάμεσά μας.
– Τι δύναται να ταράξει την ησυχία σας, να σας φέρει εντός της πεζής πραγματικότητας;
Όλα με ταράζουν, προπαντός ο πολλαπλασιασμός της ανθρώπινης δυστυχίας στις μέρες μας αλλά δε διαλύει τίποτε.
– Θαυμάζω το παζολινικό βλέμμα σας για τον κόσμο και τους ανθρώπους. Αυτή την αξία που πάντα αποδίδετε με τρόπο μοναδικό στο λούμπεν υποπρολεταριάτο.
Συνδιαλέγομαι χρόνια με τον Παζολίνι, του μοιάζω. Με ενδιαφέρει να αναδείξω ατμόσφαιρες και τύπους τόσο του λούμπεν προλεταριάτου, όσο και του μέσου προλεταριάτου του άστεως. Υπήρξε πριν από χρόνια ένα απελευθερωτικό κίνημα έξω, νομίζω έγινε και κόμμα, το «Σεξπόλ», από το σεξ και πολιτική, σε κάτι τέτοιο θα μπορούσα να ανήκω.
– Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο: Τι είναι πιο κοντά στον συγγραφέα εαυτό σας;
Είμαι παιδιόθεν τρόφιμος της ποίησης, και έχω γράψει αρκετά ποιήματα, κάποτε θα τα εκδώσω, όμως μου βγαίνει η πρόζα, έχω εθιστεί στο πεζό. Τα αφηγήματα μου, σύντομα ή εκτενή, έχουν από τη δομή τους και ως κλίμα, κινηματογραφική ή και θεατρική υποδομή.
– Έχω την εντύπωση πως σας θρέφει εξίσου το τραγούδι. Σας έχω δει πολλές φορές να μοιράζεστε τη σκηνή με τραγουδιστές της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Πώς θα παρομοιάζατε τον ερμηνευτή εαυτό σας;
Στο τραγούδι βγαίνει ο πιο παθητικός μου εαυτός. Είμαι φανατικός λάτρης και ερευνητής και ερμηνευτής του λαϊκού μας τραγουδιού. Έχω ένα κεφάλαιο στο μυθιστόρημά μου «Όμορφη νύχτα» με τον τίτλο «Όταν τραγουδώ». Εκεί περιγράφω αναλυτικά τα πάνω και τα κάτω της ψυχής μου εκείνη την αποκαλυπτική ώρα του τραγουδιού.
– Υπάρχει πνευματική καθίζηση αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη που προσπαθείτε να κρατήσετε ένα υψηλό επίπεδο κι εσείς, και ορισμένοι άλλοι, με νύχια και με δόντια;
Δεν ξέρω για τους άλλους, εγώ το κάνω επίμονα εδώ και χρόνια. Απογοήτευση υπάρχει ασφαλώς, αλλά δεν έχει σημασία. Ο μεγάλος μυστικός της Ανατολής Μεβλανά μάς λέει «Είμαστε στο καθήκον», αυτό πρεσβεύω.
– Όσο κι αν σας ακουστεί παράξενο, έχετε αισθησιασμό στη γραφή σας. Προσπερνάω τον ερευνητικό ή μυθοπλαστικό χαρακτήρα των γραπτών σας και μένω σε ιδιωτικές εμπειρίες που δεν διστάζετε να καταγράψετε. Όπως στην ιστορία απ’ το στρατό στο τελευταίο βιβλίο σας.
Α, γουστάρω! Καύχημα μου ότι είμαι καθαρόαιμος αισθησιακός συγγραφέας. Όχι μόνο με την καταγραφή προσωπικών μου εμπειριών αλλά και ερωτικών βιωμάτων, παλλόμενου ερωτισμού, από τα βιώματα των συνανθρώπων μου. Και ασφαλώς χωρίς κανένα φραγμό στην έκφραση και στη χρήση των γλωσσικών ιδιωμάτων.
– Έχω την αίσθηση πως αφήνετε εκτός το «queer» ανοιχτό πεδίο στα κείμενα σας, αφού πιθανώς να σας απασχολούν άλλα πράγματα. Είστε ο «συγγραφέας – λαογράφος – ερευνητής – ποιητής – μουσικός» κλπ. Κοροβίνης και όχι «ο στρατευμένος γκέι άνθρωπος του πνεύματος», όπως θα λέγαμε για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Δεν νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει στο Ντίνο, πιστεύω ότι θα τον απέρριπτε.
– Δεν έχετε άδικο, μάλλον θα με διαολόστελνε ο μακαρίτης!
Ο καθείς επιλέγει και έχει τον πρώτο λόγο για το προς τα πού, πως, και πόσο θα ανοιχτεί σ’ αυτά τα ζητήματα και πρέπει να έχει το δικαίωμα να αυτοχαρακτηριστεί έτσι ή αλλιώς ή και καθόλου. Το πώς σε βαφτίζουν οι άλλοι μην το ψάχνεις. Προσωπικά δε με ενθουσιάζει η γκέι εξαλλοσύνη, ούτε ωφελείται ιδιαίτερα ο δρόμος προς την ελευθερία του ανθρώπου με δηλώσεις. Ή με φιέστες και παρελάσεις με επιδείξεις κωλομάγουλων. Ποια γκέι περηφάνια; Αν το κάνουν οι τσιγγάνοι; Ή οι νάνοι; Μήπως φάνε γιούχα; Οι νεογκέικες αντιλήψεις και θεωρίες μού θυμίζουν τις παρεξηγήσεις και τις υπερβολές του φεμινισμού ως συρμού περασμένων δεκαετιών στην Ελλάδα με ποικίλα τραγελαφικά που υποβίβαζαν τη γυναίκα. Όσο για γραπτά μου, η πεζογραφία μου υποστηρίζει ανοιχτά και πολύ τολμηρά, θα έλεγα, τα δικαιώματα ιδίως των ομοφυλόφιλων αλλά και λοιπών παριών. Αν τα βιβλία αυτά κυκλοφορούσαν τη δεκαετία του’ 60 ή στη δικτατορία, θα με εξόριζαν ή θα με φυλάκιζαν. Τι άλλες δηλώσεις να κάνω;
– Αν ένα θεατρικό έργο σας βλέπατε να κακοπέφτει στα χέρια ενός τρίτου, ενός σκηνοθέτη π.χ., ως προς την προσέγγιση του, θα είχατε άποψη, θα υποβάλλατε ενστάσεις ή θα το αφήνατε καθαρά στην τύχη του απ’ τη στιγμή που έφυγε από πάνω σας;
Θα το κουβέντιαζα, θα αντιδρούσα αλλά δεν έχει νόημα, θα ήταν αργά. Όταν παραδίδουμε το έργο μας σε χέρια άλλου δημιουργού για την μετάπλαση του, πρέπει να αφηνόμαστε στην έκπληξη και να σεβόμαστε την εκδοχή του.
– Διατηρεί η Αριστερά το γόητρο της; Θα ανακάμψει, πιστεύετε, μετά από μια περίοδο οξύτατης αμφισβήτησης της;
Μπορεί να συμβεί απλώς ως επικαιρική κλίση του λαού μας για αλλαγή σκηνικού. Συναισθηματικά σκέφτονται, ο χειρότερος τύπος αντίδρασης. Για μιαν Αριστερά παλεύω και σ’ αυτήν έχω τις ελπίδες μου αλλά δεν περιμένω χαίρια. Κανένα υπάρχον σχήμα δεν θα έρθει σε ρήξη με τα θέσφατα.
– Κάποτε μου είχατε πει πως οι καλλιτέχνες είμαστε πλάσματα ανυπεράσπιστα. Νιώθετε το ευάλωτο της ύπαρξης σας έναντι άλλων «χοντρόπετσων» ανθρώπων που συναντάμε όλοι καθημερινά;
Όχι, είμαι ατσαλωμένος, και στην ανάγκη δαγκώνω άσχημα. Βρήκα το αντίδοτο στα φαρμάκια της ταραγμένης εφηβείας και δεν έχω φόβο. Βέβαια αυτό που σου είχα πει ισχύει, και το κακό είναι ότι τα γομάρια, τα φασιστοειδή, οι σαδίκλες, όλο και πληθαίνουν, όλο και κερδίζουν έδαφος, παγκοσμίως.
– Ο «Κατάδεσμός» σας ετοιμάζεται να ανέβει στο θέατρο με δυνατό team. Στην αθυρόστομη ηρωίδα του βλέπετε εκτός απ’ την Ελλάδα και ένα κομμάτι του εαυτού σας; Τη φτιάξατε τόσο γήινη και δυναμική σαν να καλύπτετε δικές σας ανθρώπινες ανασφάλειες.
Με τον «Κατάδεσμο» δε μιλάω εγώ, μέσα από την παράφορη ηρωίδα μου είχα την ευκαιρία να κατακεραυνώσω τον φαρισαισμό μας, τον οπορτουνισμό μας, την φαλλοκρατική μαλακία μας, το καθολικό μεταπολεμικό καθολικό χάλι μας.
– Είστε νέος άνθρωπος ακόμη, αλλά και ο χρόνος είναι αμείλικτος. Σας τρομάζει; Ο φόβος του βιολογικού τέλους, όποτε αυτό έρθει, βγαίνει πάντα στο έργο ενός καλλιτέχνη;
Δεν είμαι νέος πια, μα είμαι γεμάτος από ζωή και ορμή. Ο φόβος απέναντι στο αίνιγμα του θανάτου βρίσκεται κυρίως πίσω από τη λύσσα για δημιουργία, τι νομίζετε; Μπορεί να ισχύει το «όλα στο κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης, ένα λουλούδι ψεύτικο είναι η ανθρωπότης», όπως λέει ο Μάρκος μας αλλά η ψευδαίσθηση έστω ότι δεν αποχωρείς απ’ την έρμη τη ζωή έχοντας κουτσουλίσει μόνο το χώμα που πάτησες και ότι έβγαλαν καρπούς τα δεντράκια σου, είναι – πιστεύω – η ζωτικότερη αυταπάτη.
– Ένας καλλιτέχνης σαν εσάς πόσο διαφέρει από έναν κοσμοκαλόγερο σε μια σκήτη του Αγίου Όρους;
Ο Αγιονορείτης μοναχός, αν είναι συνεπής με το χρέος του, είναι αχθοφόρος ισόβιων στερήσεων και στεναγμών. Η δική μου μοναχικότητα είναι κυρίως επιλογή που ουσιαστικά με κάνει «ευτυχισμένο θνητό», γιατί με τη δημιουργία ζω μια δεύτερη ζωή και υπηρετώντας την αγάπη μου για τη φύση περνώ ονειρικά. Λοιπόν με το ένα πόδι πατώ στην ευεργετική για μένα μοναχικότητα και με τ’ άλλο στην κοινωνία, και έτσι ισορροπώ.
– Σας ευχαριστώ που μου γνωρίσατε αυτό το ωραίο θεσσαλονικιώτικο ταβερνάκι.
Χαίρομαι που σας αρέσει. Εδώ καθόμαστε με τον Παντελή Βούλγαρη και άλλους φίλους, όποτε έρχονται στη Θεσσαλονίκη. Έχει καλό φαΐ και, απ’ ότι ακούτε, μόνο εδώ παίζουν στη σειρά, α λα παλαιά, Πόλυ Πάνου, Καζαντζίδη και Γιώτα Λύδια.