Πρόσφατα είχα παρακολουθήσει την παράσταση Έγκλημα και Τιμωρία του Βασίλη Μπισμπίκη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Καθώς καταβυθιζόμουν στη δύνη του ντοστογιεφσκικού κόσμου, και παρακολουθούσα την περιδιάβαση του νεαρού φοιτητή της Νομικής Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικοφ στον πυθμένα της ανθρώπινης ψυχής, ξάφνου μου έσκασε μια αναλαμπή και ψιθυρίζω στον φίλο μου που ήμασταν μαζί «ρε συ, αυτός ο Σκυφτούλης δεν είναι;». Θυμήθηκα ότι τον είχα γνωρίσει πολλά χρόνια πριν -περί τα 15- στο Nosotros στα Εξάρχεια, και κάπου εκεί γεννήθηκε η σκέψη για μια συνέντευξη μαζί του. Κι έτσι έγινε.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης γεννήθηκε στην Πετρούπολη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, μεγάλωσε φυσιολογικά όπως όλα τα παιδιά. Ή σχεδόν φυσιολογικά τουλάχιστον, καθώς όταν ήταν παιδί ο πατέρας του -ο αντιεξουσιαστής Επαμεινώνδας Σκυφτούλης κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην Ε.Ο 17 Νοέμβρη, συνελήφθη, πέρασε αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες, με το κατηγορητήριο ωστόσο να καταρρέει, γεγονός που οδήγησε στην αθώωσή του. Ένα βίωμα που σίγουρα λειτούργησε καθοριστικά για τον Θοδωρή.
Τον είδα να πλησιάζει με τη βέσπα του στην οδό Καλλιδρομίου όπου είχαμε δώσει ραντεβού φορώντας μια μπλούζα Pollos Hermanos. Ο βηματισμός του είχε μια σιγουριά αλλά και μια ηρεμία παράλληλα καθώς κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Απόπνεε μια βαθιά, ουσιαστική καλοσύνη, κι αυτό φάνηκε στη κουβέντα μας.
• • •
– Τα παιδικά σου χρόνια ήταν ας το πούμε λίγο διαφορετικά από των άλλων παιδιών. Θα ήθελα να σταθούμε λίγο σε αυτές τις πρώτες σου αναμνήσεις.
Διέφεραν αρχικά ως προς το γεγονός ότι τον Νώντα δεν τον αποκαλούσα «μπαμπά», τον έλεγα «Νώντα», κι αυτό και μόνο ήταν κάτι διαφορετικό. Επίσης η σχέση του Νώντα με τη μάνα μου ξέφευγε από τα παραδοσιακά στερεότυπα, υπήρχε μια διαφορετική οικογενειακή δομή. Η μάνα μου δούλευε, ενώ ο πατέρας μου δεν δούλευε, κάτι που σε άλλους φαινόταν ενδεχομένως παράξενο, εμένα μου φαινόταν φυσιολογικό. Οπότε είχε δημιουργηθεί μια άλλη σχέση, μια άλλη δομή και μια άλλη προοπτική οικογένειας. Αυτές οι συνθήκες με έκαναν να ωριμάσω γρήγορα καθώς από μικρός βίωνα πολύ έντονες καταστάσεις. Αυτό με δυσκόλεψε ίσως ως προς το γεγονός ότι μπορεί να μην βίωνα την ηλικία μου εκείνη τη στιγμή ενώ θα έπρεπε. Από την άλλη, έζησα και τεράστιες χαρές, τεράστιες συγκινήσεις. Θυμάμαι από τριών χρονών και πηγαίνουμε σε πορείες, να γνωρίζω πολιτικούς πρόσφυγες, να πηγαίνουμε σε καφενεία μεταναστών και στο «ΤΣΑΦ», (σ.σ αναρχικό στέκι της δεκαετίας του ’80 – το τωρινό μαγαζί απέναντι από καφενείο του Σάκη, στα Εξάρχεια). Κάθε μέρα τελείωνα το σχολείο και το απόγευμα κατεβαίναμε με το λεωφορείο με τη μάνα μου και ερχόμασταν στην πλατεία στα Εξάρχεια και εκεί έκανα παρέα με μεγάλους. Δηλαδή υπήρχε μια όμορφη κοινότητα.
– Όλη αυτή η ιστορία έχει ωστόσο, πέρα από ωραίες, λογοτεχνικές εικόνες, και μια άλλη αφήγηση. Βία, κρατητήρια και καταστολή.
Κοίταξε εμένα πέντε χρονών με σημάδεψαν οι μπάτσοι με όπλο. Ήμασταν στο ΤΣΑΦ, μπήκε μια διμοιρία μέσα και επειδή καθόμουν δίπλα στον Μάκη τον Μπουκουβάλα, σημάδευαν εμένα και τον Μάκη και τον πήραν από δίπλα μου και τον εξαφάνισαν. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα που θυμάμαι. Τότε πετάχτηκε η μάνα μου και είπε: «ταινία είναι αγόρι μου, ταινία είναι, οκ;» Και αυτό το «ταινία» τώρα που κάνω και λίγη ψυχανάλυση, έχει πλάκα, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι υπήρξε ενδεχομένως ένας λόγος για να γίνω ηθοποιός, καθώς μου αρέσει να αλλάζω τα καρέ. Να μην αποδέχομαι την αλήθεια και να τη μεταφράζω διαφορετικά. Η μάνα μου το έκανε αυτό συχνά γιατί υπήρχαν στιγμές που ερχόταν σε ένα αδιέξοδο και δεν ήξερε πως να εξηγήσει σε ένα μικρό παιδί όλα αυτά που συνέβαιναν. Από την άλλη, την βία, τους μπάτσους και την καταστολή εγώ τα βίωσα με έναν θετικό τρόπο επειδή η κοινωνία είχε τότε ένα θετικό πρόσημο ακόμη τότε απέναντι στους πολιτικούς κρατουμένους. Αυτό με γέμιζε δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Δεν ένοιωθα δηλαδή ότι ήμουν δακτυλοδεικτούμενος ως έφηβος ή στιγματισμένος επειδή ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή.
– Σαν το παιδί ενός ροκ σταρ;
Ναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτό ισχύει, γιατί όταν είχαν αθωώσει τον πατέρα μου, αρχικά στην υπόθεση Χριστόφορου Μαρίνου, η δικαστής είπε ότι «μέχρι να εκδικαστεί η δίκη 17 Νοέμβρη είσαι αθώος, φύγε», κι όταν ήρθε στο σπίτι ο Νώντας μαζεύτηκαν από κάτω δύο χιλιάδες αλληλέγγυοι που φώναζαν συνθήματα. Αυτές τις εικόνες δεν θα μπορούσα ποτέ να τις εκλάβω ως κάτι αρνητικό. Οπότε το κομμάτι αυτό μου έδωσε περισσότερη δύναμη και θράσος, παρά φόβο απέναντι στους μπάτσους και το κράτος. Σίγουρα και θυμό, βέβαια, ο οποίος εκφράστηκε μετέπειτα στα εφηβικά μου χρόνια.
– Ανέφερες ότι τότε η κοινωνία κατά τρόπον τινά νομιμοποιούσε τους πολιτικούς κρατούμενους. Πότε άλλαξε αυτό;
Από τότε που έγινε η σύλληψη της 17 Νοέμβρη. Το πιο σημαντικό από όλα που πρέπει να κρατάμε είναι ότι υπήρξαν βασανιστήρια των ανθρώπων αυτών για να μιλήσουν. Μετά από αυτό, εξαιρουμένου ίσως του Κουφοντίνα, ακολούθησε η αποδόμηση της οργάνωσης καθώς όλο το υπόλοιπο κομμάτι κάπως εκφυλίστηκε. Μετά από την σύλληψή της οργάνωσης η κοινωνία συντηρικοποιήθηκε πάρα πολύ σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν τους πολιτικούς κρατούμενους. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κοινωνική στήριξη απέναντί τους. Για παράδειγμα ο Κουφοντίνας έχασε το δικαίωμα του κρατούμενου λόγω της κοινωνικής κατακραυγής. Και των πιέσεων από την κοινωνία, ενδεχομένως. Βέβαια ήρθε το 2008 με τον Γρηγορόπουλο και μετά με τους Πυρήνες της Φωτιάς, που εκεί κάπως μπορείς να πεις ότι υπήρχε κάποιο θετικό κοινωνικό πρόσημο. Βλέπεις περιπτώσεις σαν τον Ρωμανό και τον Δημάκη στις οποίες η κοινωνία κάπως κινητοποιήθηκε. Αλλά για κοινωνικά κυρίως δικαιώματα βέβαια, για να «σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο το παιδί» για παράδειγμα.
– Πώς είναι ένα παιδί να πηγαίνει επισκεπτήριο στη φυλακή;
Ε, είναι λίγο παράξενο. Κοίτα να δεις το έχω σκεφτεί και εγώ αρκετές φορές. Είχα πάει τρεις ή τέσσερις φορές, όχι περισσότερες. Δεν με πήγαινε τόσο συχνά η μάνα μου. Στο επισκεπτήριο κάθεσαι μπροστά από ένα πολύ μακρύ τραπέζι, ο κρατούμενος από τη μια και οι συγγενείς από την άλλη – καθόμασταν δηλαδή ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε, ήταν αρκετά αμήχανη η κατάσταση. Θυμάμαι μια μέρα είχε κάτι τσιγγάνους δίπλα μας και τρία-τέσσερα τσιγγανάκια πήδηξαν από την άλλη πλευρά στον πατέρα τους. Γυρίσαμε κοιτάξαμε και μου λέει ο Νώντας: «θέλεις να’ρθεις και συ;», «όχι λέω εντάξει άστο». Δυο πράγματα έκανα κυρίως τότε με τον πατέρα μου, με πήγαινε μπάσκετ στην ΑΕΚ στο γήπεδο, και μετά συζητάγαμε γι’ αυτό.
– Και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;
Είχα περάσει γυμναστική ακαδημία, μου άρεσε αν και δεν είχα καταλάβει γιατί μου άρεσε.
– Αυτό δεν το περίμενα.
Ούτε και εγώ, και τελικά κατάλαβα ότι σε καμία περίπτωση δεν ήμουν γι’ αυτό. Μου άρεσε πολύ ο αθλητισμός αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Ήταν πολύ στρατιωτικοποιημένη η σχολή για τα μέτρα μου. Στη συνέχεια, εκεί γύρω στα δεκαεννιά αποφάσισα να ασχοληθώ με την υποκριτική μετά από προτροπή της μάνας μου καθώς από μικρός, έλεγα ιστορίες, ήμουνα κοινωνικός, κάπως με ένα τρόπο είχα φτιάξει έναν χαρακτήρα που αποδομούσα την πραγματικότητα, έλεγα αιχμηρά αστεία κ.τλ. Πήγα λοιπόν στο ΕΜΠΡΟΣ και ήμουν τυχερός γιατί έπαιξα σε παραστάσεις από την πρώτη χρονιά και κάπως που έδωσε και το πάτημα ο Δημήτρης Καταλειφός που τον είχα καθηγητή. Μου έκλεισε το μάτι που λέμε, ότι «κάτι γίνεται», ότι «συνέχισε», και από εκείνη τη στιγμή το πάλεψα πολύ.
– Τι ωραίος τύπος ο Καταλειφός…
Είναι ευγενής πάρα πολύ και πολύ καλός δάσκαλος.
– Πως θεωρείς ότι συνδέεται η πολιτική με το θέατρο;
Κοίταξε να δεις, το θέατρο θεωρώ ότι έχει αλλάξει και ότι πια δεν είναι ο ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο, αλλά η προσωπικότητα του η ίδια είναι αυτή που ενσαρκώνει τον ρόλο. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο ηθοποιός σήμερα ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και φέρει την προσωπικότητά του, τις θέσεις του στα πράγματα, βάζει τη δική του άποψη και προέκταση στην ερμηνεία του. Και επίσης ο σκηνοθέτης πια δεν επιλέγει απλά έναν οποιονδήποτε καλό ηθοποιό, αλλά κάποιον που έχει κάτι να πει πάνω σ΄ αυτό που ανεβαίνει. Και αυτό είναι πολύ ευχάριστο και έχει πλέον πάει η τέχνη του θεάτρου λίγο παραπέρα από την άποψη ότι δεν ανεβαίνουν νεκρές παραστάσεις, αλλά παραστάσεις οι οποίες είναι ανοιχτές σε μια κοινωνική συνδιαλλαγή, δημιουργώντας έναν διάλογο. Δηλαδή, το ότι μπορεί να είναι ακραίες να μην σου αρέσουν καθόλου, να πεις «τι είναι αυτό που βλέπω;». Ή να πεις «αυτό που βλέπω με αφορά πάρα πολύ, κάτι μου έκανε με συγκλόνισε». Συνδέεται πια η στάση ζωής σου με αυτό που λέμε σκηνική προσέγγιση του καλλιτέχνη και αυτό έχει ενδιαφέρον. Και είμαι και τυχερός που προσπαθώ να κάνω μόνο αυτό και να μην είμαι σε δουλειές που υποφέρω απ την άνοια και από τη μηδενική ουσία αυτού που ανεβαίνει πάνω στην σκηνή.
– Σε παρακολουθήσαμε πρόσφατα να πρωταγωνιστείς στο Έγκλημα και Τιμωρία σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη και στο Τάο του Γιώργου Καφετζόπουλου. Πως έφερνες βόλτα αυτούς τους δύο αντιφατικούς ρόλους που συνέπεσαν χρονικά;
Κοίταξε, κατά κάποιο τρόπο ήταν πολύ ωραία αυτή η αντίθεση γιατί από κάτι ακραία εσωτερικό που ήταν ο ρόλος του Ρασκόλνικοφ, πήγαινες σε κάτι ακραία εξωτερικό, που ήταν το Τάο και αυτό έφερε μια ισορροπία στα πράγματα, το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Συνεπώς, δεν αισθάνθηκα ποτέ μπερδεμένος μέσα σε όλο αυτό. Αισθανόμουν συμπληρωματικά καθώς το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο και κάπως ερχόντουσαν σε κάποια ισορροπία τα πράγματα. Ειδικά το κομμάτι του εγκλήματος ήταν πολύ δύσκολο για μένα, ξέρεις αυτή η καθημερινή καταβύθιση στα εσωτερικά σου σκοτάδια, οπότε ερχόταν μετά το Τάο και μου έδινε κάτι πιο εξωστρεφές και φωτεινό.
– Όση ώρα αναφέρεσαι στη σχέση σου με το θέατρο, μου δίνεται η εντύπωση ότι έχεις πολύ έντονη την αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης. Ισχύει αυτό;
Ναι, πραγματικά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να το βρω αυτό, αλλά η συνάντηση με τον Βασίλη, την Δανάη Σπηλιώτη και με τον Γιώργο Καφετζόπουλο που κάναμε το Τάο και τώρα με τη Λένα Κιτσοπούλου, ήταν προσεγγίσεις οι οποίες έχουν κάτι να πουν. Επί της ουσίας έχουνε κάτι να πουν, κι αυτό με χαροποιεί πολύ. Κάποιος ή θα διαφωνήσει ή θα πει «μου αρέσει πάρα πολύ». Δεν θα είναι κάτι για να χαϊδέψουμε όλους και να πάμε μετά την παράσταση να κοιμηθούμε ήσυχα και ωραία με την ψευδαίσθηση ότι κάναμε το χρέος μας. Μπορεί κάποιος να σαλτάρει με αυτό που θα δει, και να σκεφτεί «τι είναι αυτό που βλέπω;» Αυτό όμως που τον ενοχλεί μπορεί να οδηγήσει σε κάτι.
– Ωστόσο προσωπική ευθύνη προς την κοινωνία οφείλει να έχει ο κάθε άνθρωπος, συμφωνείς;
Ακριβώς, τουλάχιστον να κάνει ρωγμές στην καθημερινότητα του. Εγώ ιδεολογικά στέκομαι πολύ κοντά σε αυτή την αντίληψη.
– Όταν λέμε ρωγμές στην καθημερινότητα, θες να μου δώσεις ένα παράδειγμα για να καταλάβω;
Ναι, αν στη δουλειά μου αν έχω μια κακοποιητική συμπεριφορά να το εκφράσω, να μην το δεχτώ , να μην πω «πάμε παρακάτω, ας κλείσω τα μάτια». Αυτό είναι μια ρωγμή. Να φιλοξενήσω έναν πρόσφυγα, ξέρεις, δεν αναφέρομαι σε κάτι ουτοπικό, αλλά σε πράγματα που έχω κάνει και ο ίδιος. Να φιλοξενήσεις μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία για τρεις μήνες και να πηγαίνεις εσύ ο ίδιος κάθε πρωί στις υπηρεσίες -επειδή δεν ξέρουν τη γλώσσα- να τους δίνουν τελικά τα χαρτιά και να καταφέρεις να τους εξασφαλίσεις ασφαλή μεταφορά στο Στρασβούργο που είναι τώρα και έχουνε μαγαζί και ζούνε μια χαρά. Ή να πηγαίνεις σε κέντρα κράτησης στην Κομοτηνή και να μπαίνεις μέσα και να τους απελευθερώνεις. Αυτά είναι πράγματα που έχουν γίνει. Ακόμα και συνδικαλιστικά στο σωματείο… Αγώνες για να αναζωπυρωθούν οι συνθήκες και να δοθεί ένα άλλο νόημα στο τι σημαίνει συνδικαλισμός, που τον έχει ηγεμονεύσει ΚΚΕ και το έχει καταστρέψει και θεωρείσαι ότι αν ασχολείσαι με τη δουλειά σου είναι κάτι παρωχημένο. Από τη στιγμή που άλλαξε αυτό το κομμάτι στο σωματείο υπάρχει μια άλλη δυναμική. Και πια το να διαβάζεις ένα καταγγελτικό ή πολιτικό κείμενο σε μια παράσταση και να το ακούει το κοινό δεν θεωρείται τόσο παρωχημένο. Αυτές είναι οι ρωγμές.
– Συνεχίζεις να κάνεις μαθήματα υποκριτικής στην κατάληψη στην Πετρούπολη;
Στον Βοτανικό ναι, είναι και αυτό μια ρωγμή. Κάνω μάθημα εκεί σε ανθρώπους που μπαίνουν σε μια κατάληψη και ζουν έστω για τρεις ώρες, τέσσερις μπορεί και παραπάνω μια άλλη προοπτική ζωής. Πιο αυτοοργανωμένη και κοινοτική.
– Και χωρίς να διαμεσολαβείται από χρήματα…
Ακριβώς, γιατί υπάρχει μια μορφή ανταλλαγής. Γιατί αυτοί που παρακολουθούν τα μαθήματα, μπορεί το Σάββατο να έρθουν να σκάψουν να βάλουν τις ντομάτες, τους σπόρους που έχουν, ώστε στη συνέχεια να έρθουν άλλοι από τη γειτονιά της Πετρούπολης να πάρουν τους σπόρους να τους διανέμουν με τη σειρά τους στους φίλους τους και αυτός μπορεί να είναι ένας τρόπος. Αυτό που έλεγα και πιο πριν, ότι μπορεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε μικροκλίμακες, να φτιάχνουμε μικρές κοινότητες. Από τη στιγμή που η κοινωνία σαπίζει και υπάρχει ένας εκφασισμός της κοινωνίας και συντηρικοποίηση τουλάχιστον να βρεθούνε άνθρωποι που συμφωνούνε και να κάνουνε τέτοιες ρωγμές.
– Μιας και είμαστε εδώ, και έχεις πολλές αναμνήσεις από την περιοχή, πώς σου φαίνονται τα Εξάρχεια σήμερα;
Τα Εξάρχεια, από το 2008 έχουν σίγουρα αλλάξει πάρα πολύ, έχει αλλάξει ο κόσμος. Ήδη από το ’80 υπήρχαν θέματα με τα ναρκωτικά, υπήρχε τεράστιο πρόβλημα, και τα Εξάρχεια σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολα. Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, το ότι φοβάται να περπατήσει κάποιος το βράδυ, είναι σοβαρό θέμα. Πρέπει να το δούμε αυτό. Αλλά ωστόσο τα Εξάρχεια είναι πάντα Εξάρχεια και θα παραμείνουν Εξάρχεια.
– Ακόμα και με αυτή την τουριστικοποίηση;
Υπάρχει αυτό αλλά υπάρχει και ένας σημαντικός πυρήνας αντίστασης στα Εξάρχεια και δεν μπορεί να φύγει αυτό εύκολα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να φύγει. Δηλαδή μπορεί να γίνεται αυτό που λες αλλά υπάρχουν πολλά παραδείγματα που τελικά δεν τα καταφέρανε, αποτύχανε. Όπως στο Μεταξουργείο το 2004 για παράδειγμα, κάποιος επενδυτής πήρε πάρα πολλά κτίρια για να κάνει καλλιτεχνούπολη, δεν τα κατάφερε γιατί υπήρχε κόσμος που έκανε το καρναβάλι, μια άλλη κοινωνική αφήγηση, υπάρχουν κοινότητες αντίστασης. Και εδώ δεν μπορεί πολύ εύκολα να έρθει ο Κινέζος και να κάνει τον μάγκα στα Εξάρχεια, γιατί πάντα θα είναι ένας πυρήνας αντίστασης.
– Ακόμα και με το Μετρό; Δεν παίζει κάποιο ρόλο; Εννοώ βλέπουμε το αστικό τοπίο αλλάζει άρδην.
Ναι παίζει ένα ρόλο, όποτε γίνονται επεισόδια θα μπορούμε αν παίρνουμε το Μετρό (γέλια). Το λέω έχοντας στο μυαλό το παράδειγμα του Βερολίνου στο Grossberg. Μπορεί να φτιάχτηκε Μετρό, αλλά υπάρχει και μαχητικό κίνημα. Και στο Βερολίνο επιχείρησαν να μπουν οι πολυεθνικές εταιρείες και να πάρουν τα σπίτια, όμως ο κόσμος αντέδρασε ώστε να μην αυξηθούν τα ενοίκια. Έκανε ο δήμαρχος δημοψήφισμα και αποφασίστηκε να παγώνουν τα ενοίκια για μια πενταετία. Αυτά είναι σημαντικά πράγματα. Δηλαδή συμβαίνουν πράγματα. Και ασφαλώς αυτό είναι βιασμός που συμβαίνει εδώ, γιατί είναι βίαιο πράγμα να καταστρέφεις μια ιστορική πλατεία. Και αυτό σίγουρα θα έχει αντίκτυπο. Εμείς μπορεί αυτή τη στιγμή να το βλέπουμε και να οργιζόμαστε αλλά μακροχρόνια αυτό δημιουργεί συζητήσεις πιο εξεργεσιακές. Το 2008 δεν περίμενες ότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, έλεγες «γίνονται εξεγέρσεις, χαμός, μέχρι εκεί». Από το 2008 και μετά κάπως αναζωπυρώθηκαν οι καταλήψεις και έγιναν πιο κοινωνικές καταλήψεις. Όχι κλειστού τύπου, και σε γειτονιές, και μετά ήρθε η λαίλαπα του Σαμαρά, η ακροδεξιά και η κεντροδεξιά να τις καταστείλει όλες αυτές. Υπάρχουν πάντα πυρήνες αντίστασης και τα Εξάρχεια, δεν μπορούν να σβήσουν, δεν γίνεται να σβήσουν. Πάντοτε θα έρχεται μπροστά το εξεγερσιακό στα Εξάρχεια, σε οποιαδήποτε πορεία, διαμαρτυρία εδώ καταλήγουν όλοι. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε σ΄αυτό; Τι δημιουργούμε; Πρέπει να φέρουμε ένα νέο λόγο. Να ανοίξουνε χώροι που να μπορεί ο κόσμος να εκφράζεται μέσα σε αυτούς τους χώρους.
– Από όσο γνωρίζω πάει λίγος καιρός που το Nosotros έχει κλείσει, θα δημιουργηθεί κάτι άλλο να καλύψει αυτό το κενό;
Έχουμε βρει έναν άλλο χώρο και προσπαθούμε εναγωνίως να με μια ομάδα να δημιουργήσουμε ένα σημείο αναφοράς, όχι ακριβώς ένα νέο Nosotros αλλά θέλουμε να κάνουμε κάτι νέο, που θα απαρτίζεται περισσότερο από ομάδες εργασίας και θα γίνονται συζητήσεις με θεματικές. Θα θέλαμε γενικά να φέρουμε έναν νέο λόγο στα πράγματα.
– Επιστρέφω ξανά στην προηγούμενη συζήτηση. Πώς ήταν οι συνεργασίες σου με τον Βασίλη και τον Γιώργο Καφετζόπουλο;
Η συνάντηση με τον Βασίλη ήταν συνάντηση ζωής ακριβώς επειδή μας ενώνουν πολλά πράγματα από το πώς έχουμε μεγαλώσει, μέχρι το τι έχουμε βιώσει. Υπάρχει μια αλήθεια στον Βασίλη και αυτό που φέρει στην σκηνή είναι αυθεντικό αν μη τι άλλο. Είναι πράγματα που έχει βιώσει ο ίδιος και δε μπορεί παρά να με συγκινεί αυτό. Με συγκινεί η ανοιχτότητά του, η αγάπη του απέναντι στους ηθοποιούς, η πάλη που κάνει να υπάρχει η ομάδα του ΚΑΡΤΕΛ τόσα χρόνια και να την έχει δομήσει χωρίς μεσάζοντες, χωρίς παραγωγούς και ότι βάζει το στοιχείο της ομαδικότητας μπροστά, γιατί και ο ίδιος θέλει η ομάδα να ονομάζεται ΚΑΡΤΕΛ, και όχι «Βασίλης Μπισμπίκης». Αυτό εμένα με συγκινεί βαθιά και υπάρχει μια αλληλοεκτίμηση, οπότε θα συνεχίσουμε να είμαστε κάπως μαζί και στην ομάδα, και εγώ το θέλω και ο Βασίλης το θέλει.
– Εσύ είσαι στο ΚΑΡΤΕΛ;
Όχι εγώ τώρα μπήκα μ’ ένα τρόπο και είπαμε να συνεχίσουμε. Τώρα με τη Δανάη Σπηλιώτη έχουμε την ομάδα Roswitha, και συνεργαστήκαμε με τον Γιώργο και τον Αντώνη Καφετζόπουλο για να κάνουμε το Τάο, που και αυτή η συνεργασία και η συνάντηση μου με τον Αντώνη τον Καφετζόπουλο είναι αυτό που λες ο παιδικός σου έρωτας, ο υποκριτικός ο καλλιτεχνικός που τον συναντάς και παίζεις μαζί του και αντιλαμβάνεσαι γιατί είναι τόσο μεγάλος ηθοποιός. Γιατί είναι ένας ξεχωριστός και πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Με τις ιδιαιτερότητές του κι αυτός, αλλά είναι βαθιά αναρχικός. Και προσπαθούμε με την ομάδα που έχουμε με τη Δανάη να κάνουμε πράγματα και εμείς με έναν τρόπο αυτοοργανωμένο χωρίς παραγωγούς πάνω από το κεφάλι μας και ξέρεις υπάρχει μια πίστη ότι άνθρωποι που έχουνε ομάδες, που μπορούμε να συνεννοηθούμε, να ενωθούμε και να κάνουμε κάτι πιο ευρύ με έναν τρόπο. Το διακύβευμα είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος έκφρασης, αυτονομίας αλλά και συνεργασίας μαζί. Αυτό που λέγαμε και στην αρχή ρωγμές, θα ήτανε ευτυχία να δημιουργηθούν και ρωγμές μέσα στο κομμάτι το καλλιτεχνικό μέσω της δουλειάς και όπου μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας.
– Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Αυτό το καλοκαίρι στις 14 και 15 Ιουλίου με την Λένα Κιτσοπούλου θα ανεβάσουμε στην Επίδαυρο την κωμωδία Σφήκες του Αριστοφάνη. Επιπλέον, από τη νέα χρονιά θα ξαναπαίξουμε το Τάο, το Έγκλημα και Τιμωρία και το Άνθρωποι και ποντίκια.
– Δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις σε όσα είπαμε;
Όχι μια χαρά είμαστε, είπαμε πολλά…
• • •
Δείτε επίσης: Φοίβος Παπακώστας: «Γνωρίζεις κάποιον καλύτερα όταν του δίνεις εξουσία»
Πρόσφατα είχα παρακολουθήσει την παράσταση Έγκλημα και Τιμωρία του Βασίλη Μπισμπίκη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Καθώς καταβυθιζόμουν στη δύνη του ντοστογιεφσκικού κόσμου, και παρακολουθούσα την περιδιάβαση του νεαρού φοιτητή της Νομικής Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικοφ στον πυθμένα της ανθρώπινης ψυχής, ξάφνου μου έσκασε μια αναλαμπή και ψιθυρίζω στον φίλο μου που ήμασταν μαζί «ρε συ, αυτός ο Σκυφτούλης δεν είναι;». Θυμήθηκα ότι τον είχα γνωρίσει πολλά χρόνια πριν -περί τα 15- στο Nosotros στα Εξάρχεια, και κάπου εκεί γεννήθηκε η σκέψη για μια συνέντευξη μαζί του. Κι έτσι έγινε.
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης γεννήθηκε στην Πετρούπολη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, μεγάλωσε φυσιολογικά όπως όλα τα παιδιά. Ή σχεδόν φυσιολογικά τουλάχιστον, καθώς όταν ήταν παιδί ο πατέρας του -ο αντιεξουσιαστής Επαμεινώνδας Σκυφτούλης κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην Ε.Ο 17 Νοέμβρη, συνελήφθη, πέρασε αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες, με το κατηγορητήριο ωστόσο να καταρρέει, γεγονός που οδήγησε στην αθώωσή του. Ένα βίωμα που σίγουρα λειτούργησε καθοριστικά για τον Θοδωρή.
Τον είδα να πλησιάζει με τη βέσπα του στην οδό Καλλιδρομίου όπου είχαμε δώσει ραντεβού φορώντας μια μπλούζα Pollos Hermanos. Ο βηματισμός του είχε μια σιγουριά αλλά και μια ηρεμία παράλληλα καθώς κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Απόπνεε μια βαθιά, ουσιαστική καλοσύνη, κι αυτό φάνηκε στη κουβέντα μας.
• • •
– Τα παιδικά σου χρόνια ήταν ας το πούμε λίγο διαφορετικά από των άλλων παιδιών. Θα ήθελα να σταθούμε λίγο σε αυτές τις πρώτες σου αναμνήσεις.
Διέφεραν αρχικά ως προς το γεγονός ότι τον Νώντα δεν τον αποκαλούσα «μπαμπά», τον έλεγα «Νώντα», κι αυτό και μόνο ήταν κάτι διαφορετικό. Επίσης η σχέση του Νώντα με τη μάνα μου ξέφευγε από τα παραδοσιακά στερεότυπα, υπήρχε μια διαφορετική οικογενειακή δομή. Η μάνα μου δούλευε, ενώ ο πατέρας μου δεν δούλευε, κάτι που σε άλλους φαινόταν ενδεχομένως παράξενο, εμένα μου φαινόταν φυσιολογικό. Οπότε είχε δημιουργηθεί μια άλλη σχέση, μια άλλη δομή και μια άλλη προοπτική οικογένειας. Αυτές οι συνθήκες με έκαναν να ωριμάσω γρήγορα καθώς από μικρός βίωνα πολύ έντονες καταστάσεις. Αυτό με δυσκόλεψε ίσως ως προς το γεγονός ότι μπορεί να μην βίωνα την ηλικία μου εκείνη τη στιγμή ενώ θα έπρεπε. Από την άλλη, έζησα και τεράστιες χαρές, τεράστιες συγκινήσεις. Θυμάμαι από τριών χρονών και πηγαίνουμε σε πορείες, να γνωρίζω πολιτικούς πρόσφυγες, να πηγαίνουμε σε καφενεία μεταναστών και στο «ΤΣΑΦ», (σ.σ αναρχικό στέκι της δεκαετίας του ’80 – το τωρινό μαγαζί απέναντι από καφενείο του Σάκη, στα Εξάρχεια). Κάθε μέρα τελείωνα το σχολείο και το απόγευμα κατεβαίναμε με το λεωφορείο με τη μάνα μου και ερχόμασταν στην πλατεία στα Εξάρχεια και εκεί έκανα παρέα με μεγάλους. Δηλαδή υπήρχε μια όμορφη κοινότητα.
– Όλη αυτή η ιστορία έχει ωστόσο, πέρα από ωραίες, λογοτεχνικές εικόνες, και μια άλλη αφήγηση. Βία, κρατητήρια και καταστολή.
Κοίταξε εμένα πέντε χρονών με σημάδεψαν οι μπάτσοι με όπλο. Ήμασταν στο ΤΣΑΦ, μπήκε μια διμοιρία μέσα και επειδή καθόμουν δίπλα στον Μάκη τον Μπουκουβάλα, σημάδευαν εμένα και τον Μάκη και τον πήραν από δίπλα μου και τον εξαφάνισαν. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα που θυμάμαι. Τότε πετάχτηκε η μάνα μου και είπε: «ταινία είναι αγόρι μου, ταινία είναι, οκ;» Και αυτό το «ταινία» τώρα που κάνω και λίγη ψυχανάλυση, έχει πλάκα, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι υπήρξε ενδεχομένως ένας λόγος για να γίνω ηθοποιός, καθώς μου αρέσει να αλλάζω τα καρέ. Να μην αποδέχομαι την αλήθεια και να τη μεταφράζω διαφορετικά. Η μάνα μου το έκανε αυτό συχνά γιατί υπήρχαν στιγμές που ερχόταν σε ένα αδιέξοδο και δεν ήξερε πως να εξηγήσει σε ένα μικρό παιδί όλα αυτά που συνέβαιναν. Από την άλλη, την βία, τους μπάτσους και την καταστολή εγώ τα βίωσα με έναν θετικό τρόπο επειδή η κοινωνία είχε τότε ένα θετικό πρόσημο ακόμη τότε απέναντι στους πολιτικούς κρατουμένους. Αυτό με γέμιζε δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Δεν ένοιωθα δηλαδή ότι ήμουν δακτυλοδεικτούμενος ως έφηβος ή στιγματισμένος επειδή ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή.
– Σαν το παιδί ενός ροκ σταρ;
Ναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτό ισχύει, γιατί όταν είχαν αθωώσει τον πατέρα μου, αρχικά στην υπόθεση Χριστόφορου Μαρίνου, η δικαστής είπε ότι «μέχρι να εκδικαστεί η δίκη 17 Νοέμβρη είσαι αθώος, φύγε», κι όταν ήρθε στο σπίτι ο Νώντας μαζεύτηκαν από κάτω δύο χιλιάδες αλληλέγγυοι που φώναζαν συνθήματα. Αυτές τις εικόνες δεν θα μπορούσα ποτέ να τις εκλάβω ως κάτι αρνητικό. Οπότε το κομμάτι αυτό μου έδωσε περισσότερη δύναμη και θράσος, παρά φόβο απέναντι στους μπάτσους και το κράτος. Σίγουρα και θυμό, βέβαια, ο οποίος εκφράστηκε μετέπειτα στα εφηβικά μου χρόνια.
– Ανέφερες ότι τότε η κοινωνία κατά τρόπον τινά νομιμοποιούσε τους πολιτικούς κρατούμενους. Πότε άλλαξε αυτό;
Από τότε που έγινε η σύλληψη της 17 Νοέμβρη. Το πιο σημαντικό από όλα που πρέπει να κρατάμε είναι ότι υπήρξαν βασανιστήρια των ανθρώπων αυτών για να μιλήσουν. Μετά από αυτό, εξαιρουμένου ίσως του Κουφοντίνα, ακολούθησε η αποδόμηση της οργάνωσης καθώς όλο το υπόλοιπο κομμάτι κάπως εκφυλίστηκε. Μετά από την σύλληψή της οργάνωσης η κοινωνία συντηρικοποιήθηκε πάρα πολύ σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν τους πολιτικούς κρατούμενους. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κοινωνική στήριξη απέναντί τους. Για παράδειγμα ο Κουφοντίνας έχασε το δικαίωμα του κρατούμενου λόγω της κοινωνικής κατακραυγής. Και των πιέσεων από την κοινωνία, ενδεχομένως. Βέβαια ήρθε το 2008 με τον Γρηγορόπουλο και μετά με τους Πυρήνες της Φωτιάς, που εκεί κάπως μπορείς να πεις ότι υπήρχε κάποιο θετικό κοινωνικό πρόσημο. Βλέπεις περιπτώσεις σαν τον Ρωμανό και τον Δημάκη στις οποίες η κοινωνία κάπως κινητοποιήθηκε. Αλλά για κοινωνικά κυρίως δικαιώματα βέβαια, για να «σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο το παιδί» για παράδειγμα.
– Πώς είναι ένα παιδί να πηγαίνει επισκεπτήριο στη φυλακή;
Ε, είναι λίγο παράξενο. Κοίτα να δεις το έχω σκεφτεί και εγώ αρκετές φορές. Είχα πάει τρεις ή τέσσερις φορές, όχι περισσότερες. Δεν με πήγαινε τόσο συχνά η μάνα μου. Στο επισκεπτήριο κάθεσαι μπροστά από ένα πολύ μακρύ τραπέζι, ο κρατούμενος από τη μια και οι συγγενείς από την άλλη – καθόμασταν δηλαδή ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε, ήταν αρκετά αμήχανη η κατάσταση. Θυμάμαι μια μέρα είχε κάτι τσιγγάνους δίπλα μας και τρία-τέσσερα τσιγγανάκια πήδηξαν από την άλλη πλευρά στον πατέρα τους. Γυρίσαμε κοιτάξαμε και μου λέει ο Νώντας: «θέλεις να’ρθεις και συ;», «όχι λέω εντάξει άστο». Δυο πράγματα έκανα κυρίως τότε με τον πατέρα μου, με πήγαινε μπάσκετ στην ΑΕΚ στο γήπεδο, και μετά συζητάγαμε γι’ αυτό.
– Και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;
Είχα περάσει γυμναστική ακαδημία, μου άρεσε αν και δεν είχα καταλάβει γιατί μου άρεσε.
– Αυτό δεν το περίμενα.
Ούτε και εγώ, και τελικά κατάλαβα ότι σε καμία περίπτωση δεν ήμουν γι’ αυτό. Μου άρεσε πολύ ο αθλητισμός αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Ήταν πολύ στρατιωτικοποιημένη η σχολή για τα μέτρα μου. Στη συνέχεια, εκεί γύρω στα δεκαεννιά αποφάσισα να ασχοληθώ με την υποκριτική μετά από προτροπή της μάνας μου καθώς από μικρός, έλεγα ιστορίες, ήμουνα κοινωνικός, κάπως με ένα τρόπο είχα φτιάξει έναν χαρακτήρα που αποδομούσα την πραγματικότητα, έλεγα αιχμηρά αστεία κ.τλ. Πήγα λοιπόν στο ΕΜΠΡΟΣ και ήμουν τυχερός γιατί έπαιξα σε παραστάσεις από την πρώτη χρονιά και κάπως που έδωσε και το πάτημα ο Δημήτρης Καταλειφός που τον είχα καθηγητή. Μου έκλεισε το μάτι που λέμε, ότι «κάτι γίνεται», ότι «συνέχισε», και από εκείνη τη στιγμή το πάλεψα πολύ.
– Τι ωραίος τύπος ο Καταλειφός…
Είναι ευγενής πάρα πολύ και πολύ καλός δάσκαλος.
– Πως θεωρείς ότι συνδέεται η πολιτική με το θέατρο;
Κοίταξε να δεις, το θέατρο θεωρώ ότι έχει αλλάξει και ότι πια δεν είναι ο ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο, αλλά η προσωπικότητα του η ίδια είναι αυτή που ενσαρκώνει τον ρόλο. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο ηθοποιός σήμερα ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και φέρει την προσωπικότητά του, τις θέσεις του στα πράγματα, βάζει τη δική του άποψη και προέκταση στην ερμηνεία του. Και επίσης ο σκηνοθέτης πια δεν επιλέγει απλά έναν οποιονδήποτε καλό ηθοποιό, αλλά κάποιον που έχει κάτι να πει πάνω σ΄ αυτό που ανεβαίνει. Και αυτό είναι πολύ ευχάριστο και έχει πλέον πάει η τέχνη του θεάτρου λίγο παραπέρα από την άποψη ότι δεν ανεβαίνουν νεκρές παραστάσεις, αλλά παραστάσεις οι οποίες είναι ανοιχτές σε μια κοινωνική συνδιαλλαγή, δημιουργώντας έναν διάλογο. Δηλαδή, το ότι μπορεί να είναι ακραίες να μην σου αρέσουν καθόλου, να πεις «τι είναι αυτό που βλέπω;». Ή να πεις «αυτό που βλέπω με αφορά πάρα πολύ, κάτι μου έκανε με συγκλόνισε». Συνδέεται πια η στάση ζωής σου με αυτό που λέμε σκηνική προσέγγιση του καλλιτέχνη και αυτό έχει ενδιαφέρον. Και είμαι και τυχερός που προσπαθώ να κάνω μόνο αυτό και να μην είμαι σε δουλειές που υποφέρω απ την άνοια και από τη μηδενική ουσία αυτού που ανεβαίνει πάνω στην σκηνή.
– Σε παρακολουθήσαμε πρόσφατα να πρωταγωνιστείς στο Έγκλημα και Τιμωρία σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη και στο Τάο του Γιώργου Καφετζόπουλου. Πως έφερνες βόλτα αυτούς τους δύο αντιφατικούς ρόλους που συνέπεσαν χρονικά;
Κοίταξε, κατά κάποιο τρόπο ήταν πολύ ωραία αυτή η αντίθεση γιατί από κάτι ακραία εσωτερικό που ήταν ο ρόλος του Ρασκόλνικοφ, πήγαινες σε κάτι ακραία εξωτερικό, που ήταν το Τάο και αυτό έφερε μια ισορροπία στα πράγματα, το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Συνεπώς, δεν αισθάνθηκα ποτέ μπερδεμένος μέσα σε όλο αυτό. Αισθανόμουν συμπληρωματικά καθώς το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο και κάπως ερχόντουσαν σε κάποια ισορροπία τα πράγματα. Ειδικά το κομμάτι του εγκλήματος ήταν πολύ δύσκολο για μένα, ξέρεις αυτή η καθημερινή καταβύθιση στα εσωτερικά σου σκοτάδια, οπότε ερχόταν μετά το Τάο και μου έδινε κάτι πιο εξωστρεφές και φωτεινό.
– Όση ώρα αναφέρεσαι στη σχέση σου με το θέατρο, μου δίνεται η εντύπωση ότι έχεις πολύ έντονη την αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης. Ισχύει αυτό;
Ναι, πραγματικά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να το βρω αυτό, αλλά η συνάντηση με τον Βασίλη, την Δανάη Σπηλιώτη και με τον Γιώργο Καφετζόπουλο που κάναμε το Τάο και τώρα με τη Λένα Κιτσοπούλου, ήταν προσεγγίσεις οι οποίες έχουν κάτι να πουν. Επί της ουσίας έχουνε κάτι να πουν, κι αυτό με χαροποιεί πολύ. Κάποιος ή θα διαφωνήσει ή θα πει «μου αρέσει πάρα πολύ». Δεν θα είναι κάτι για να χαϊδέψουμε όλους και να πάμε μετά την παράσταση να κοιμηθούμε ήσυχα και ωραία με την ψευδαίσθηση ότι κάναμε το χρέος μας. Μπορεί κάποιος να σαλτάρει με αυτό που θα δει, και να σκεφτεί «τι είναι αυτό που βλέπω;» Αυτό όμως που τον ενοχλεί μπορεί να οδηγήσει σε κάτι.
– Ωστόσο προσωπική ευθύνη προς την κοινωνία οφείλει να έχει ο κάθε άνθρωπος, συμφωνείς;
Ακριβώς, τουλάχιστον να κάνει ρωγμές στην καθημερινότητα του. Εγώ ιδεολογικά στέκομαι πολύ κοντά σε αυτή την αντίληψη.
– Όταν λέμε ρωγμές στην καθημερινότητα, θες να μου δώσεις ένα παράδειγμα για να καταλάβω;
Ναι, αν στη δουλειά μου αν έχω μια κακοποιητική συμπεριφορά να το εκφράσω, να μην το δεχτώ , να μην πω «πάμε παρακάτω, ας κλείσω τα μάτια». Αυτό είναι μια ρωγμή. Να φιλοξενήσω έναν πρόσφυγα, ξέρεις, δεν αναφέρομαι σε κάτι ουτοπικό, αλλά σε πράγματα που έχω κάνει και ο ίδιος. Να φιλοξενήσεις μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία για τρεις μήνες και να πηγαίνεις εσύ ο ίδιος κάθε πρωί στις υπηρεσίες -επειδή δεν ξέρουν τη γλώσσα- να τους δίνουν τελικά τα χαρτιά και να καταφέρεις να τους εξασφαλίσεις ασφαλή μεταφορά στο Στρασβούργο που είναι τώρα και έχουνε μαγαζί και ζούνε μια χαρά. Ή να πηγαίνεις σε κέντρα κράτησης στην Κομοτηνή και να μπαίνεις μέσα και να τους απελευθερώνεις. Αυτά είναι πράγματα που έχουν γίνει. Ακόμα και συνδικαλιστικά στο σωματείο… Αγώνες για να αναζωπυρωθούν οι συνθήκες και να δοθεί ένα άλλο νόημα στο τι σημαίνει συνδικαλισμός, που τον έχει ηγεμονεύσει ΚΚΕ και το έχει καταστρέψει και θεωρείσαι ότι αν ασχολείσαι με τη δουλειά σου είναι κάτι παρωχημένο. Από τη στιγμή που άλλαξε αυτό το κομμάτι στο σωματείο υπάρχει μια άλλη δυναμική. Και πια το να διαβάζεις ένα καταγγελτικό ή πολιτικό κείμενο σε μια παράσταση και να το ακούει το κοινό δεν θεωρείται τόσο παρωχημένο. Αυτές είναι οι ρωγμές.
– Συνεχίζεις να κάνεις μαθήματα υποκριτικής στην κατάληψη στην Πετρούπολη;
Στον Βοτανικό ναι, είναι και αυτό μια ρωγμή. Κάνω μάθημα εκεί σε ανθρώπους που μπαίνουν σε μια κατάληψη και ζουν έστω για τρεις ώρες, τέσσερις μπορεί και παραπάνω μια άλλη προοπτική ζωής. Πιο αυτοοργανωμένη και κοινοτική.
– Και χωρίς να διαμεσολαβείται από χρήματα…
Ακριβώς, γιατί υπάρχει μια μορφή ανταλλαγής. Γιατί αυτοί που παρακολουθούν τα μαθήματα, μπορεί το Σάββατο να έρθουν να σκάψουν να βάλουν τις ντομάτες, τους σπόρους που έχουν, ώστε στη συνέχεια να έρθουν άλλοι από τη γειτονιά της Πετρούπολης να πάρουν τους σπόρους να τους διανέμουν με τη σειρά τους στους φίλους τους και αυτός μπορεί να είναι ένας τρόπος. Αυτό που έλεγα και πιο πριν, ότι μπορεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε μικροκλίμακες, να φτιάχνουμε μικρές κοινότητες. Από τη στιγμή που η κοινωνία σαπίζει και υπάρχει ένας εκφασισμός της κοινωνίας και συντηρικοποίηση τουλάχιστον να βρεθούνε άνθρωποι που συμφωνούνε και να κάνουνε τέτοιες ρωγμές.
– Μιας και είμαστε εδώ, και έχεις πολλές αναμνήσεις από την περιοχή, πώς σου φαίνονται τα Εξάρχεια σήμερα;
Τα Εξάρχεια, από το 2008 έχουν σίγουρα αλλάξει πάρα πολύ, έχει αλλάξει ο κόσμος. Ήδη από το ’80 υπήρχαν θέματα με τα ναρκωτικά, υπήρχε τεράστιο πρόβλημα, και τα Εξάρχεια σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολα. Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, το ότι φοβάται να περπατήσει κάποιος το βράδυ, είναι σοβαρό θέμα. Πρέπει να το δούμε αυτό. Αλλά ωστόσο τα Εξάρχεια είναι πάντα Εξάρχεια και θα παραμείνουν Εξάρχεια.
– Ακόμα και με αυτή την τουριστικοποίηση;
Υπάρχει αυτό αλλά υπάρχει και ένας σημαντικός πυρήνας αντίστασης στα Εξάρχεια και δεν μπορεί να φύγει αυτό εύκολα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να φύγει. Δηλαδή μπορεί να γίνεται αυτό που λες αλλά υπάρχουν πολλά παραδείγματα που τελικά δεν τα καταφέρανε, αποτύχανε. Όπως στο Μεταξουργείο το 2004 για παράδειγμα, κάποιος επενδυτής πήρε πάρα πολλά κτίρια για να κάνει καλλιτεχνούπολη, δεν τα κατάφερε γιατί υπήρχε κόσμος που έκανε το καρναβάλι, μια άλλη κοινωνική αφήγηση, υπάρχουν κοινότητες αντίστασης. Και εδώ δεν μπορεί πολύ εύκολα να έρθει ο Κινέζος και να κάνει τον μάγκα στα Εξάρχεια, γιατί πάντα θα είναι ένας πυρήνας αντίστασης.
– Ακόμα και με το Μετρό; Δεν παίζει κάποιο ρόλο; Εννοώ βλέπουμε το αστικό τοπίο αλλάζει άρδην.
Ναι παίζει ένα ρόλο, όποτε γίνονται επεισόδια θα μπορούμε αν παίρνουμε το Μετρό (γέλια). Το λέω έχοντας στο μυαλό το παράδειγμα του Βερολίνου στο Grossberg. Μπορεί να φτιάχτηκε Μετρό, αλλά υπάρχει και μαχητικό κίνημα. Και στο Βερολίνο επιχείρησαν να μπουν οι πολυεθνικές εταιρείες και να πάρουν τα σπίτια, όμως ο κόσμος αντέδρασε ώστε να μην αυξηθούν τα ενοίκια. Έκανε ο δήμαρχος δημοψήφισμα και αποφασίστηκε να παγώνουν τα ενοίκια για μια πενταετία. Αυτά είναι σημαντικά πράγματα. Δηλαδή συμβαίνουν πράγματα. Και ασφαλώς αυτό είναι βιασμός που συμβαίνει εδώ, γιατί είναι βίαιο πράγμα να καταστρέφεις μια ιστορική πλατεία. Και αυτό σίγουρα θα έχει αντίκτυπο. Εμείς μπορεί αυτή τη στιγμή να το βλέπουμε και να οργιζόμαστε αλλά μακροχρόνια αυτό δημιουργεί συζητήσεις πιο εξεργεσιακές. Το 2008 δεν περίμενες ότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, έλεγες «γίνονται εξεγέρσεις, χαμός, μέχρι εκεί». Από το 2008 και μετά κάπως αναζωπυρώθηκαν οι καταλήψεις και έγιναν πιο κοινωνικές καταλήψεις. Όχι κλειστού τύπου, και σε γειτονιές, και μετά ήρθε η λαίλαπα του Σαμαρά, η ακροδεξιά και η κεντροδεξιά να τις καταστείλει όλες αυτές. Υπάρχουν πάντα πυρήνες αντίστασης και τα Εξάρχεια, δεν μπορούν να σβήσουν, δεν γίνεται να σβήσουν. Πάντοτε θα έρχεται μπροστά το εξεγερσιακό στα Εξάρχεια, σε οποιαδήποτε πορεία, διαμαρτυρία εδώ καταλήγουν όλοι. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε σ΄αυτό; Τι δημιουργούμε; Πρέπει να φέρουμε ένα νέο λόγο. Να ανοίξουνε χώροι που να μπορεί ο κόσμος να εκφράζεται μέσα σε αυτούς τους χώρους.
– Από όσο γνωρίζω πάει λίγος καιρός που το Nosotros έχει κλείσει, θα δημιουργηθεί κάτι άλλο να καλύψει αυτό το κενό;
Έχουμε βρει έναν άλλο χώρο και προσπαθούμε εναγωνίως να με μια ομάδα να δημιουργήσουμε ένα σημείο αναφοράς, όχι ακριβώς ένα νέο Nosotros αλλά θέλουμε να κάνουμε κάτι νέο, που θα απαρτίζεται περισσότερο από ομάδες εργασίας και θα γίνονται συζητήσεις με θεματικές. Θα θέλαμε γενικά να φέρουμε έναν νέο λόγο στα πράγματα.
– Επιστρέφω ξανά στην προηγούμενη συζήτηση. Πώς ήταν οι συνεργασίες σου με τον Βασίλη και τον Γιώργο Καφετζόπουλο;
Η συνάντηση με τον Βασίλη ήταν συνάντηση ζωής ακριβώς επειδή μας ενώνουν πολλά πράγματα από το πώς έχουμε μεγαλώσει, μέχρι το τι έχουμε βιώσει. Υπάρχει μια αλήθεια στον Βασίλη και αυτό που φέρει στην σκηνή είναι αυθεντικό αν μη τι άλλο. Είναι πράγματα που έχει βιώσει ο ίδιος και δε μπορεί παρά να με συγκινεί αυτό. Με συγκινεί η ανοιχτότητά του, η αγάπη του απέναντι στους ηθοποιούς, η πάλη που κάνει να υπάρχει η ομάδα του ΚΑΡΤΕΛ τόσα χρόνια και να την έχει δομήσει χωρίς μεσάζοντες, χωρίς παραγωγούς και ότι βάζει το στοιχείο της ομαδικότητας μπροστά, γιατί και ο ίδιος θέλει η ομάδα να ονομάζεται ΚΑΡΤΕΛ, και όχι «Βασίλης Μπισμπίκης». Αυτό εμένα με συγκινεί βαθιά και υπάρχει μια αλληλοεκτίμηση, οπότε θα συνεχίσουμε να είμαστε κάπως μαζί και στην ομάδα, και εγώ το θέλω και ο Βασίλης το θέλει.
– Εσύ είσαι στο ΚΑΡΤΕΛ;
Όχι εγώ τώρα μπήκα μ’ ένα τρόπο και είπαμε να συνεχίσουμε. Τώρα με τη Δανάη Σπηλιώτη έχουμε την ομάδα Roswitha, και συνεργαστήκαμε με τον Γιώργο και τον Αντώνη Καφετζόπουλο για να κάνουμε το Τάο, που και αυτή η συνεργασία και η συνάντηση μου με τον Αντώνη τον Καφετζόπουλο είναι αυτό που λες ο παιδικός σου έρωτας, ο υποκριτικός ο καλλιτεχνικός που τον συναντάς και παίζεις μαζί του και αντιλαμβάνεσαι γιατί είναι τόσο μεγάλος ηθοποιός. Γιατί είναι ένας ξεχωριστός και πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Με τις ιδιαιτερότητές του κι αυτός, αλλά είναι βαθιά αναρχικός. Και προσπαθούμε με την ομάδα που έχουμε με τη Δανάη να κάνουμε πράγματα και εμείς με έναν τρόπο αυτοοργανωμένο χωρίς παραγωγούς πάνω από το κεφάλι μας και ξέρεις υπάρχει μια πίστη ότι άνθρωποι που έχουνε ομάδες, που μπορούμε να συνεννοηθούμε, να ενωθούμε και να κάνουμε κάτι πιο ευρύ με έναν τρόπο. Το διακύβευμα είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος έκφρασης, αυτονομίας αλλά και συνεργασίας μαζί. Αυτό που λέγαμε και στην αρχή ρωγμές, θα ήτανε ευτυχία να δημιουργηθούν και ρωγμές μέσα στο κομμάτι το καλλιτεχνικό μέσω της δουλειάς και όπου μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας.
– Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Αυτό το καλοκαίρι στις 14 και 15 Ιουλίου με την Λένα Κιτσοπούλου θα ανεβάσουμε στην Επίδαυρο την κωμωδία Σφήκες του Αριστοφάνη. Επιπλέον, από τη νέα χρονιά θα ξαναπαίξουμε το Τάο, το Έγκλημα και Τιμωρία και το Άνθρωποι και ποντίκια.
– Δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις σε όσα είπαμε;
Όχι μια χαρά είμαστε, είπαμε πολλά…
• • •
Δείτε επίσης: Φοίβος Παπακώστας: «Γνωρίζεις κάποιον καλύτερα όταν του δίνεις εξουσία»