Το Γκότλαντ βρίσκεται στην Βαλτική θάλασσα και είναι το μεγαλύτερο νησί της Σουηδίας. Εκεί ζει ένας Έλληνας συγγραφέας που γεννήθηκε στους Μολάους το 1938. Τα τελευταία 60 χρόνια, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης ζει και εργάζεται στη Στοκχόλμη, έχοντας ζήσει μέχρι τα 25 χρόνια μια μυθιστορηματική ζωή στην Ελλάδα, σε ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες. Μάλλον γεννήθηκε συγγραφέας και το ανακάλυψε στα πέντε του χρόνια, με έναν τρόπο που αναφέρει στο Olafaq προξενώντας μας ρίγη συγκίνησης. Πέρασε, χωρίς να έχει όνειρο να γίνει ηθοποιός, στην σχολή του θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μετανάστευσε νέος στη Σουηδία και ξεκίνησε, κυριολεκτικά, από λαντζέρης.
Όλα αυτά τα χρόνια, στην Ελλάδα και στην Σουηδία δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη γραφής: μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, θεατρικά έργα, ένα κινηματογραφικό σενάριο (αχ, συνεργάστηκε με τον Μπέργκμαν!), μετάφραση. Έχει αποφασίσει πως δεν θα γράψει βιβλίο ξανά και το λέει με μια μικρή, ίσως ελαφρώς ένοχη, ανακούφιση. Ο Καλλιφατίδης εν είχε φιλοδοξίες ή στόχους, απλώς έκανε αυτό που ήθελε, αυτό χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Κι έτσι, αυτή τη στιγμή που εσείς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, κάποια, κάποιος που επισκέπτεται την Εθνική Πινακοθήκη της Στοκχόλμης αντικρίζει το βλέμμα του, στο πορτρέτο που βρίσκεται ανάμεσα στις προσωπογραφίες των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Σουηδίας. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, με κυριότερα το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος στη Σουηδία και το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης. Διετέλεσε διοικητικό μέλος της σουηδικής τηλεόρασης καθώς και διευθυντής του πολύ σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers Litterära Magasin.
– Κύριε Καλλιφατίδη, πώς συνέβη να σπουδάσετε θέατρο;
Εντελώς τυχαία συνέβη. Ο φίλος μου και συμμαθητής μου Γιάννης Φέρτης ήθελε να μπει. Κι ήθελε κάποιος να του κρατά τα λόγια-ο Διαγόρας ο Χρονόπουλος κι εγώ το κάναμε. Και μας πήραν και τους τρεις. Ήταν δεκαετία του ‘60. Αποκίμσα, η αλήθεια είναι, πάρα πολλά. Ο Κουν ήταν μεγάλος γνώστης του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Μάθαμε για συγγραφείς που δεν ξέραμε και είχαμε λαμπρούς συμμαθητές-ανάμεσα σε όλους, και ο Μάνος Ελευθερίου, αργότερα έγινε προσωπικός και πολυαγαπημένος φίλος. ο Μάνος Ελευθερίου στον Νίκο Θρασυβούλου όταν τον ρώτησε πώς κατάφερε να ζήσει τους μήνες που τον είχαν κάνει εσατζή. «Θα είχα αυτοκτονήσει αν δεν αλληλογραφούσα με τον Καλλιφατίδη». Μεγάλωσα μες στη σχολή αυτή και έμαθα πράγματα, αν και ήξερα ότι το θέατρο δεν ήταν ο δρόμος μου. Πέρασα στο Κουν επειδή απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου, Φιλολογία ή Νομική που ήθελα. Είχα μια αριστερή οικογένεια, ο αδερφός μου είχε καταδικασθεί εις θάνατον στη Μακρόνησο, δεν ενέκρινε η αστυνομία την εισαγωγή μου. Κάποια στιγμή, με έδιωξε και ο Κουν, αλλά τελείωσα τις θεατρικές μου σπουδές σε άλλη σχολή.
– Μετά τι κάνατε εσείς;
Δούλεψα μια σύντομη περίοδο με το θέατρο Αλεξανδράκη και μετά από αυτό ήρθε το καλοκαίρι, δεν είχα δουλειά, δεν ήξερα τι να κάνω κι έτσι έφυγα. Στην αρχή, πήγα Γερμανία με την ιδέα ότι θα μπορούσα να σπουδάσω κάτι εκεί πέρα, αλλά δεν το άντεξα τελικά. Ακόμα είχα την Κατοχή πάνω μου, με τρόμαζε ο τρόπος ζωής, η γλώσσα, όλα. Η Σουηδία ήταν η μόνη χώρα που ακόμα έπαιρνε μετανάστες, όλες οι άλλες οι μεγάλες που απορροφούσαν εργατικό δυναμικό είχαν κλείσει. Η Σουηδία ήταν η μόνη βορειοευρωπαϊκή χώρα που είχε διατηρήσει το βιομηχανικό της κομμάτι και δεν πέρασε στα χέρια των Ναζί, απλώς δεχόταν να περνούν τα τρένα τους για να πηγαίνουν στη Νορβηγία, κάτι που ακόμα φέρουν βάρος στην συνείδησή τους.
– Πώς ξεκινήσατε να ζείτε εκεί;
Είχα τον θείο ενός φίλου από την Αθήνα, μου βρήκε δουλειά σε ένα εστιατόριο, πρώτα καθάριζα πατάτες και μετά έπλενα πιάτα. Δύσκολο. Το πρόβλημά μου ή, αλλιώς, το δώρο μου στη ζωή ήταν ότι πάντα ήξερα ότι θα έγραφα. Το είχα ξεκινήσει από τα χρόνια του Δημοτικού: από χαμένους έρωτες, μέχρι χαμένα ματς στο ποδόσφαιρο. Πέντε χρονών έγραψα το πρώτο μου κείμενο, μιας που ο δάσκαλος πατέρας μου μου είχε μάθει, πριν πάω σχολείο, κάποια γράμματα. Η μητέρα μου με είχε αναγκάσει να παρευρεθώ μαζί της σε μια εκτέλεση στους Μολάους της Λακωνίας (άγιος, τρελός, προδότης σε κάθε χωριό). Είχε κάνει κάτι αυτός που είχε ερεθίσει τους Γερμανούς και αποφάσισαν να τον εκτελέσουν και, δη, μπροστά σε όλο το χωριό, προς παραδειγματισμό. Έπρεπε να είμαστε παρόντες όλοι-ο πατέρας μου ήταν, βέβαια, φυλακή. Τα μεγαλύτερα αδέρφια μου έλειπαν και ούτε ξέραμε πού ήταν. Η 28χρονη μητέρα μου λοιπόν με πήρε από το χέρι, εμένα, ένα παιδί 5 χρονών, και πήγαμε να δούμε την εκτέλεση. Τα μάτια μου συναντήθηκαν με του μελλοθάνατου, καθώς έπεφτε. Το ίδιο βράδυ, έγραψα κάτι, στο γραφειάκι του πατέρα μου. Όταν εκείνος γύρισε από την φυλακή μήνες αργότερα, του το έδωσα, μου χάιδεψε τα μαλλιά και το έβαλε στην τσέπη του, το είχε μαζί του όσο ζούσε. Με αυτό τον θάψαμε. Άλλαζε βέβαια σακάκι ο άνθρωπος! (γέλια ο κος Καλλιφατίδης/κλάματα η δημοσιογράφος).
– Άρα, από τα 5 μέχρι σήμερα, κάνετε αυτό το πράγμα. Συνειδητά, από ένα σημείο και μετά. Επιλεγμένα, φροντισμένα, όχι από τυχαίες ριπές έμπνευσης. Σωστά;
Βέβαια, και μάλιστα, εκεί από τα 18-19, άρχιζαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις. Ήξερα ότι το γράψιμο ήταν η παρέα μου και ο σύντροφός μου, συνώνυμο της ίδιας της ζωής μου. Και στάθηκε και τεράστια παρηγοριά. Μια ζωή σαν συγγραφέας έχει καλές και άσχημες στιγμές. Τα κείμενά σου δεν αρέσουν σε όλους, δεν δημοσιεύουν το κείμενό σου, παίρνεις και αρνητικές κριτικές. Όποιος επιμένει στο γράψιμο, νομίζω ότι έχει μια πίστη στον εαυτό του και να ριζώσει αυτή η πίστη, τόσο ώστε να μην τα παρατήσει. Το γράψιμο, μάλιστα, εγώ το έχω συνδέσει με τη μητέρα μου. Όταν έβλεπα τον εκτελεσμένο, και συναντήθηκαν τα μάτια μου, κρατούσα το χέρι της μητέρας μου. Είπα, όσο κρατώ το χέρι της, δεν θα σταματήσω να γράφω. Μεγαλώνοντας, η σχέση με την μητέρα άλλαξε, αλλά εκείνη με έλεγε και με θεωρούσε την παρηγοριά της. Η πρώτη συγγραφική κρίση που πέρασα ήταν όταν πέθανε. Θεωρούσα ότι δεν πρόκειται να ξαναγράψω και για δύο χρόνια δεν έγραψα απολύτως τίποτα. Ξανάρχισα εντελώς τυχαία, σε μια βιβλιοθήκη στην Στοκχόλμη, έδινα μια διάλεξη. Είχε έρθει μια κυρία στην ηλικία της μητέρας μου όταν είχε πεθάνει. Άκουσε που αφηγούμουν αυτή την ιστορία με το μη γράψιμο και το πένθος για την μητέρα. Μου είπε η κυρία ότι η μητέρα μου θα ήθελε να συνεχίσω να γράφω.
– Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας κατάγεται από την γλώσσα του, κατά κάποιον τρόπο. Είναι η πατρίδα του. Εσείς, όμως, κατακτήσατε την σουηδική, έτσι, ώστε να εκφράζεστε και σε αυτήν γραπτώς. Μεγάλο άλμα.
Η γλώσσα, όπως έχω πει, και για έναν πολιτισμό και για έναν άνθρωπο προσωπικά, είναι το πιο βαθύ χαρακτηριστικό. Αναμφίβολα η γλώσσα μας είναι η ταυτότητά μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε και άλλες ταυτότητες. Μπορούμε να καλλιεργήσουμε και άλλες ταυτότητες μέσω της γλώσσας, έτσι πίστευα και πιστεύω. Στην Σουηδία, λοιπόν, αποφάσισα να μάθω σουηδικά, θυμάμαι έλεγα ότι θα μάθω να τα μιλάω και να τα γράφω καλύτερα από τους Σουηδούς. Πάω να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω Φιλοσοφία, και συναντώ μια υπάλληλο που μου λέει ότι χρειάζεται απολυτήριο γυμνασίου. Είχα ελληνικό απολυτήριο και μου είπε «it’s all greek to me» και γελάσαμε και αρχίσαμε να μιλάμε. Με άφησε να γραφτώ χωρίς να ξέρει τι έγραφε ακριβώς το απολυτήριο. Η μεγάλη δυσπιστία προς τους μετανάστες δεν είχε ξεκινήσει ακόμα στην Σουηδία. Μιλούσα αγγλικά και, ήδη, λίγα σουηδικά. Άρχισα να γράφω στα σουηδικά όταν σκέφτηκα ότι είναι εις μάτην να γράφω στα ελληνικά, ποιος θα το δει, ποιος θα το δημοσιεύσει; Έτσι, άρχισαν φράσεις και κυρίως στίχοι στα σουηδικά να πέφτουν από τον ουρανό, σα να με κουτσουλούσαν περιστέρια. Έστειλα τα πρώτα μου ποιήματα στα σουηδικά σε κάποιο περιοδικό, εκείνο τα απέρριψε, ύστερα, έστειλα σε άλλο περιοδικό και, από το πουθενά, πήρα το πρώτο βραβείο. Μέχρι που πέρασαν μερικά χρόνια και ήρθε μια πρόταση που, όπως λένε και στον Νονό, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μου προσφέρθηκε η θέση του Διευθυντή στο μεγαλύτερο λογοτεχνικό περιοδικό της Σουηδίας. Μέχρι τότε, είχα απλώς γράψει δυο ποιητικές συλλογές και το πρώτο μου μικρό μυθιστόρημα στα σουηδικά.
– Σας φαντάζομαι να καταβυθίζεστε, κιόλας, στην σουηδική λογοτεχνία. Οι Σουηδοί συγγραφείς με τι θεματικές καταπιάνονται και ποιο είναι το στιλ τους; Πώς σας φάνηκαν όταν αρχίσατε να εντρυφείτε σε αυτούς;
Εκτός από τον Στρίντμπεργκ, υπάρχουν κι άλλοι σπουδαίοι, τους οποίους δε γνωρίζουμε καλά ακόμη στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς που ανανέωσαν την σουηδική λογοτεχνία κατάγονταν από πάμφτωχες, αγροτικές οικογένειες. Αυτομορόφωθηκαν, έμαθαν ξένες γλώσσες, πεινούσαν και έγραφαν βιβλία. Μια φοβερή γενιά συγγραφέων. Και άντρες και γυναίκες συγγραφείς, την εποχή που σχεδόν καμία άλλη χώρα στην Σουηδία δεν είχε γυναίκες συγγραφείς. Ευτυχώς, αυτή η παράδοση συνεχίζεται. Σήμερα, υποστηρίζω ότι η σουηδική λογοτεχνία υποστηρίζεται από νέες Σουηδέζες και παιδιά μεταναστών. Η σουηδική λογοτεχνία κατοικείται από ιστορίες για την φτώχεια, την ξενιτιά και τον καημό της, τον έρωτα σε ένα βαθμό. Αλλά την ξεχωρίζει μια απέραντη γνώση και αγάπη για την φύση, κάτι που με συγκινούσε και με συγκινεί βαθιά, είναι μια στάση ζωής των Σουηδών, οι οποίοι, από φυσικού τους, αγαπούν το περιβάλλον τους. Ξέρουν όλα τα λουλούδια, με τα ονόματά τους. Σε σχέση με την φύση… παραμένω Έλληνας. Επίσης, η ίδια η σουηδική γλώσσα επιβάλλει μια οικονομία στην γλώσσα, κάτι που το θεωρώ προσόν της. Δεν θυσιάζει την αλήθεια στον βωμό της καλλιέπειας, κάτι που συναντάται στην ελληνική λογοτεχνία.
– Εσείς γράφετε αλλιώς στα σουηδικά και αλλιώς στα ελληνικά;
Τα ελληνικά παραμένουν η μητρική μου γλώσσα, αυτό δεν αλλάζει. Η καρδιά μου χτυπά στα ελληνικά. Το “τικ τακ” της είναι ελληνικό. Τα σουηδικά είναι για μένα ακόμα ένα εργαλείο έκφρασης πραγμάτων που θέλω να πω. Εάν ξέρεις τι θες να πεις, μπορείς να το πεις σε όλες τις γλώσσες που ξέρεις. Εάν δεν ξέρεις τι ακριβώς θες να πεις, πες το καλύτερα στην μητρική σου.
– Πολλοί συγγραφείς περνούν μια “beat” φάση, κάνουν για λιγότερο ή περισσότερο μια μποέμικη ζωή, σεξουαλίζονται, εξερευνούν, ρέπουν σε καταχρήσεις. Εσείς τι σχέση είχατε με όλα αυτά;
Μηδαμινή. Ήμουν παιδί της Κατοχής, είχα άλλες έγνοιες. Όταν δε άρχισε το κύμα της τζαζ, εμείς ήμασταν Θεοδωρακικοί ή Χατζιδακικοί -έλεγα θυμάμαι ότι προτιμούσα τον Μίκη γι’ αυτά που πίστευε και τον Μάνο γι’ αυτά που έγραφε. Δεν με συγκίνησε ποτέ το κόλπο της αμερικάνικης ζωής, τα πάρτυ, το χασίσι και τα λοιπά. Στην Σουηδία, ξέρετε, έφυγα πολύ ταλαιπωρημένος: και ερωτικά χτυπημένος, και οικονομικά θέματα και υγείας -είχα πρόβλημα με το στομάχι. Το 1969 συνάντησα την γυναίκα με την οποία είμαι ακόμα παντρεμένος και έκανα οικογένεια μαζί της, δύο παιδιά. Δεν με απασχόλησε ξανά το περί έρωτος. Δεν ένιωσα έλλειψη ανθρώπινης επαφής από τότε που την γνώρισα. Χρησιμοποίησα τα παιδιά μου να μου μάθουν σουηδικά. Εκείνα δεν έμαθαν ελληνικά, με ενδιέφερε να τους δώσω ό,τι μπορούσα για να φτιάξουν μια ζωή όπως την θέλουν εκείνα, δεν ήθελα να παίζω τον ρόλο του πάτερ φαμίλια. Ο γιος ήθελε να μάθει ελληνικά από μόνος του, κατέβηκε στην γιαγιά μερικούς μήνες και ψιλοέμαθε. Η κόρη, πάλι, θέλησε να μάθει ιαπωνικά και, μαντέψτε: πήγε στην Ιαπωνία…
– Τι κρατάτε από τη ζωή, ως ένας άνδρας, ένας άνθρωπος ετών 86; Τι μπορείτε να σκεφτείτε και να πείτε σήμερα πάνω σε αυτό;
Τα καλά γεράματα είναι που δικαιώνουν την ζωή που έχει ζήσει κανείς. Αυτό που απομένει στην ζωή είναι αυτά που μάθαμε να αγαπάμε και που ακόμα μπορούμε να χαρούμε. Πια, δεν μπορώ να παίξω ποδόσφαιρο, να κάνω έρωτα, να τρέξω, να δω μια καλή ταινία, να διαβάσω ένα καλό βιβλίο, να πάω μια βόλτα στο δάσος. Μια καλή ζωή στα νιάτα δημιουργεί και καλά γεράματα, το έλεγε ο Σωκράτης. Δεν φοβάμαι, ξέρετε, πια τον θάνατο -τον φοβόμουν για το πώς θα τον αντιμετώπιζαν τα παιδιά μου, παλιότερα η μητέρα μου.
– Είναι κάπως διαφορετική η ζωή αν είσαι συγγραφέας; Από το μόνιμο αυτό πρίσμα και πρόσληψη του κόσμου και της πραγματικότητας;
Υπάρχει ένα πρόβλημα με το να είσαι συγγραφέας: όλα είναι υλικό. Συναντάς ένα άνθρωπο και γίνεται αυτομάτως το υλικό σου. Η σχέση σου με την φύση, επίσης. Όλη η ζωή λευκό χαρτί. Και σίγουρα, επηρεάζει την ζωή του συγγραφέα. Ο Τσέχωφ είχε πει μια φράση, ερωτηθείς πού έβρισε όλα αυτά τα θέματα; Δώστε μου ένα τασάκι, να σας γράψω ένα διήγημα. Παύεις να είσαι συγγραφέας όταν δεν βλέπεις έτσι τα πράγματα.
– Έχετε κάποιο αγαπημένο σας έργο;
Η Τιμάνδρα είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που θεωρώ ότι έχω γράψει. Το έγραψα σα να ήμουν γυναίκα, αρχαία εταίρα και είχα πει, θυμάμαι, ότι θα με πάρουν με τις ντομάτες. Τελικά, δεν με πήραν. Προσπάθησα να προσεγγίσω την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας, πώς ντύνεται, πώς γδύνεται, πώς σκέφτεται.
– Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Όχι. Και δεν πρόκειται να ξαναγράψω, είμαι 86 χρονών, γράφω μικρότερα πράγματα-διηγήματα, δοκίμια…Δεν έχω τις δυνάμεις να ξαναγράψω ένα μυθιστόρημα, πια. Θα ήταν τρέλα κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι τον Μαρκές που, παρά την θέλησή του, μετά θάνατον η οικογένεια κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που είχε στα σκαριά. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλα τελειώνουν στη ζωή, ακόμα και το γράψιμο. Πάντως, έχω παραχωρήσει όλα τα δικαιώματα των βιβλίων μου στον Ισπανό μου εκδότη και έχω μια συμφωνία στην Ελλάδα με την κυρία Πατάκη, να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης των έργων μου στα ελληνικά.
INFO
“Τιμάνδρα” του Θοδωρή Καλλιφατίδη
Η συγκλονιστική “Τιμάνδρα” του πολυβραβευμένου Έλληνα συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη θα παρουσιάζεται από τις 6 Απριλίου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, για λίγες μόνο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, με πρωταγωνίστριες τις Δήμητρα Χατούπη, Νάνα Παπαδάκη και Βάλια Παπαχρήστου στο θέατρο ΕΛΕΡ – Ελένη Ερήμου (Φρυνίχου 10, Πλάκα).
Ταυτότητα παράστασης
Συγγραφέας: Θοδωρής Καλλιφατίδης
Δραματουργία: Χρύσα Καψούλη, Γιάννης Τσαπαρέγκας
Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη Σκηνικά – Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης
Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπαχρήστου
Βοηθός Σκηνοθέτη/ Μουσική επιμέλεια: Κατερίνα Κέντρου
Φωτογραφίες/Βίντεο: Κατερίνα Τζιγκοτζίδου
Γραφιστική επιμέλεια: Άρης Σομπότης
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας (Cont Act)
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας
Οργάνωση και Εκτέλεση Παραγωγής: Γιώργος Ζορμπάς
Παραγωγή: Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία Μαλντορόρ
Πρωταγωνιστούν: Δήμητρα Χατούπη, Νάνα Παπαδάκη, Βάλια Παπαχρήστου
Η παράσταση επιχορηγείται απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού και πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Το Γκότλαντ βρίσκεται στην Βαλτική θάλασσα και είναι το μεγαλύτερο νησί της Σουηδίας. Εκεί ζει ένας Έλληνας συγγραφέας που γεννήθηκε στους Μολάους το 1938. Τα τελευταία 60 χρόνια, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης ζει και εργάζεται στη Στοκχόλμη, έχοντας ζήσει μέχρι τα 25 χρόνια μια μυθιστορηματική ζωή στην Ελλάδα, σε ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες. Μάλλον γεννήθηκε συγγραφέας και το ανακάλυψε στα πέντε του χρόνια, με έναν τρόπο που αναφέρει στο Olafaq προξενώντας μας ρίγη συγκίνησης. Πέρασε, χωρίς να έχει όνειρο να γίνει ηθοποιός, στην σχολή του θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μετανάστευσε νέος στη Σουηδία και ξεκίνησε, κυριολεκτικά, από λαντζέρης.
Όλα αυτά τα χρόνια, στην Ελλάδα και στην Σουηδία δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη γραφής: μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, θεατρικά έργα, ένα κινηματογραφικό σενάριο (αχ, συνεργάστηκε με τον Μπέργκμαν!), μετάφραση. Έχει αποφασίσει πως δεν θα γράψει βιβλίο ξανά και το λέει με μια μικρή, ίσως ελαφρώς ένοχη, ανακούφιση. Ο Καλλιφατίδης εν είχε φιλοδοξίες ή στόχους, απλώς έκανε αυτό που ήθελε, αυτό χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Κι έτσι, αυτή τη στιγμή που εσείς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, κάποια, κάποιος που επισκέπτεται την Εθνική Πινακοθήκη της Στοκχόλμης αντικρίζει το βλέμμα του, στο πορτρέτο που βρίσκεται ανάμεσα στις προσωπογραφίες των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Σουηδίας. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, με κυριότερα το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος στη Σουηδία και το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης. Διετέλεσε διοικητικό μέλος της σουηδικής τηλεόρασης καθώς και διευθυντής του πολύ σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers Litterära Magasin.
– Κύριε Καλλιφατίδη, πώς συνέβη να σπουδάσετε θέατρο;
Εντελώς τυχαία συνέβη. Ο φίλος μου και συμμαθητής μου Γιάννης Φέρτης ήθελε να μπει. Κι ήθελε κάποιος να του κρατά τα λόγια-ο Διαγόρας ο Χρονόπουλος κι εγώ το κάναμε. Και μας πήραν και τους τρεις. Ήταν δεκαετία του ‘60. Αποκίμσα, η αλήθεια είναι, πάρα πολλά. Ο Κουν ήταν μεγάλος γνώστης του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Μάθαμε για συγγραφείς που δεν ξέραμε και είχαμε λαμπρούς συμμαθητές-ανάμεσα σε όλους, και ο Μάνος Ελευθερίου, αργότερα έγινε προσωπικός και πολυαγαπημένος φίλος. ο Μάνος Ελευθερίου στον Νίκο Θρασυβούλου όταν τον ρώτησε πώς κατάφερε να ζήσει τους μήνες που τον είχαν κάνει εσατζή. «Θα είχα αυτοκτονήσει αν δεν αλληλογραφούσα με τον Καλλιφατίδη». Μεγάλωσα μες στη σχολή αυτή και έμαθα πράγματα, αν και ήξερα ότι το θέατρο δεν ήταν ο δρόμος μου. Πέρασα στο Κουν επειδή απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου, Φιλολογία ή Νομική που ήθελα. Είχα μια αριστερή οικογένεια, ο αδερφός μου είχε καταδικασθεί εις θάνατον στη Μακρόνησο, δεν ενέκρινε η αστυνομία την εισαγωγή μου. Κάποια στιγμή, με έδιωξε και ο Κουν, αλλά τελείωσα τις θεατρικές μου σπουδές σε άλλη σχολή.
– Μετά τι κάνατε εσείς;
Δούλεψα μια σύντομη περίοδο με το θέατρο Αλεξανδράκη και μετά από αυτό ήρθε το καλοκαίρι, δεν είχα δουλειά, δεν ήξερα τι να κάνω κι έτσι έφυγα. Στην αρχή, πήγα Γερμανία με την ιδέα ότι θα μπορούσα να σπουδάσω κάτι εκεί πέρα, αλλά δεν το άντεξα τελικά. Ακόμα είχα την Κατοχή πάνω μου, με τρόμαζε ο τρόπος ζωής, η γλώσσα, όλα. Η Σουηδία ήταν η μόνη χώρα που ακόμα έπαιρνε μετανάστες, όλες οι άλλες οι μεγάλες που απορροφούσαν εργατικό δυναμικό είχαν κλείσει. Η Σουηδία ήταν η μόνη βορειοευρωπαϊκή χώρα που είχε διατηρήσει το βιομηχανικό της κομμάτι και δεν πέρασε στα χέρια των Ναζί, απλώς δεχόταν να περνούν τα τρένα τους για να πηγαίνουν στη Νορβηγία, κάτι που ακόμα φέρουν βάρος στην συνείδησή τους.
– Πώς ξεκινήσατε να ζείτε εκεί;
Είχα τον θείο ενός φίλου από την Αθήνα, μου βρήκε δουλειά σε ένα εστιατόριο, πρώτα καθάριζα πατάτες και μετά έπλενα πιάτα. Δύσκολο. Το πρόβλημά μου ή, αλλιώς, το δώρο μου στη ζωή ήταν ότι πάντα ήξερα ότι θα έγραφα. Το είχα ξεκινήσει από τα χρόνια του Δημοτικού: από χαμένους έρωτες, μέχρι χαμένα ματς στο ποδόσφαιρο. Πέντε χρονών έγραψα το πρώτο μου κείμενο, μιας που ο δάσκαλος πατέρας μου μου είχε μάθει, πριν πάω σχολείο, κάποια γράμματα. Η μητέρα μου με είχε αναγκάσει να παρευρεθώ μαζί της σε μια εκτέλεση στους Μολάους της Λακωνίας (άγιος, τρελός, προδότης σε κάθε χωριό). Είχε κάνει κάτι αυτός που είχε ερεθίσει τους Γερμανούς και αποφάσισαν να τον εκτελέσουν και, δη, μπροστά σε όλο το χωριό, προς παραδειγματισμό. Έπρεπε να είμαστε παρόντες όλοι-ο πατέρας μου ήταν, βέβαια, φυλακή. Τα μεγαλύτερα αδέρφια μου έλειπαν και ούτε ξέραμε πού ήταν. Η 28χρονη μητέρα μου λοιπόν με πήρε από το χέρι, εμένα, ένα παιδί 5 χρονών, και πήγαμε να δούμε την εκτέλεση. Τα μάτια μου συναντήθηκαν με του μελλοθάνατου, καθώς έπεφτε. Το ίδιο βράδυ, έγραψα κάτι, στο γραφειάκι του πατέρα μου. Όταν εκείνος γύρισε από την φυλακή μήνες αργότερα, του το έδωσα, μου χάιδεψε τα μαλλιά και το έβαλε στην τσέπη του, το είχε μαζί του όσο ζούσε. Με αυτό τον θάψαμε. Άλλαζε βέβαια σακάκι ο άνθρωπος! (γέλια ο κος Καλλιφατίδης/κλάματα η δημοσιογράφος).
– Άρα, από τα 5 μέχρι σήμερα, κάνετε αυτό το πράγμα. Συνειδητά, από ένα σημείο και μετά. Επιλεγμένα, φροντισμένα, όχι από τυχαίες ριπές έμπνευσης. Σωστά;
Βέβαια, και μάλιστα, εκεί από τα 18-19, άρχιζαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις. Ήξερα ότι το γράψιμο ήταν η παρέα μου και ο σύντροφός μου, συνώνυμο της ίδιας της ζωής μου. Και στάθηκε και τεράστια παρηγοριά. Μια ζωή σαν συγγραφέας έχει καλές και άσχημες στιγμές. Τα κείμενά σου δεν αρέσουν σε όλους, δεν δημοσιεύουν το κείμενό σου, παίρνεις και αρνητικές κριτικές. Όποιος επιμένει στο γράψιμο, νομίζω ότι έχει μια πίστη στον εαυτό του και να ριζώσει αυτή η πίστη, τόσο ώστε να μην τα παρατήσει. Το γράψιμο, μάλιστα, εγώ το έχω συνδέσει με τη μητέρα μου. Όταν έβλεπα τον εκτελεσμένο, και συναντήθηκαν τα μάτια μου, κρατούσα το χέρι της μητέρας μου. Είπα, όσο κρατώ το χέρι της, δεν θα σταματήσω να γράφω. Μεγαλώνοντας, η σχέση με την μητέρα άλλαξε, αλλά εκείνη με έλεγε και με θεωρούσε την παρηγοριά της. Η πρώτη συγγραφική κρίση που πέρασα ήταν όταν πέθανε. Θεωρούσα ότι δεν πρόκειται να ξαναγράψω και για δύο χρόνια δεν έγραψα απολύτως τίποτα. Ξανάρχισα εντελώς τυχαία, σε μια βιβλιοθήκη στην Στοκχόλμη, έδινα μια διάλεξη. Είχε έρθει μια κυρία στην ηλικία της μητέρας μου όταν είχε πεθάνει. Άκουσε που αφηγούμουν αυτή την ιστορία με το μη γράψιμο και το πένθος για την μητέρα. Μου είπε η κυρία ότι η μητέρα μου θα ήθελε να συνεχίσω να γράφω.
– Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας κατάγεται από την γλώσσα του, κατά κάποιον τρόπο. Είναι η πατρίδα του. Εσείς, όμως, κατακτήσατε την σουηδική, έτσι, ώστε να εκφράζεστε και σε αυτήν γραπτώς. Μεγάλο άλμα.
Η γλώσσα, όπως έχω πει, και για έναν πολιτισμό και για έναν άνθρωπο προσωπικά, είναι το πιο βαθύ χαρακτηριστικό. Αναμφίβολα η γλώσσα μας είναι η ταυτότητά μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε και άλλες ταυτότητες. Μπορούμε να καλλιεργήσουμε και άλλες ταυτότητες μέσω της γλώσσας, έτσι πίστευα και πιστεύω. Στην Σουηδία, λοιπόν, αποφάσισα να μάθω σουηδικά, θυμάμαι έλεγα ότι θα μάθω να τα μιλάω και να τα γράφω καλύτερα από τους Σουηδούς. Πάω να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω Φιλοσοφία, και συναντώ μια υπάλληλο που μου λέει ότι χρειάζεται απολυτήριο γυμνασίου. Είχα ελληνικό απολυτήριο και μου είπε «it’s all greek to me» και γελάσαμε και αρχίσαμε να μιλάμε. Με άφησε να γραφτώ χωρίς να ξέρει τι έγραφε ακριβώς το απολυτήριο. Η μεγάλη δυσπιστία προς τους μετανάστες δεν είχε ξεκινήσει ακόμα στην Σουηδία. Μιλούσα αγγλικά και, ήδη, λίγα σουηδικά. Άρχισα να γράφω στα σουηδικά όταν σκέφτηκα ότι είναι εις μάτην να γράφω στα ελληνικά, ποιος θα το δει, ποιος θα το δημοσιεύσει; Έτσι, άρχισαν φράσεις και κυρίως στίχοι στα σουηδικά να πέφτουν από τον ουρανό, σα να με κουτσουλούσαν περιστέρια. Έστειλα τα πρώτα μου ποιήματα στα σουηδικά σε κάποιο περιοδικό, εκείνο τα απέρριψε, ύστερα, έστειλα σε άλλο περιοδικό και, από το πουθενά, πήρα το πρώτο βραβείο. Μέχρι που πέρασαν μερικά χρόνια και ήρθε μια πρόταση που, όπως λένε και στον Νονό, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μου προσφέρθηκε η θέση του Διευθυντή στο μεγαλύτερο λογοτεχνικό περιοδικό της Σουηδίας. Μέχρι τότε, είχα απλώς γράψει δυο ποιητικές συλλογές και το πρώτο μου μικρό μυθιστόρημα στα σουηδικά.
– Σας φαντάζομαι να καταβυθίζεστε, κιόλας, στην σουηδική λογοτεχνία. Οι Σουηδοί συγγραφείς με τι θεματικές καταπιάνονται και ποιο είναι το στιλ τους; Πώς σας φάνηκαν όταν αρχίσατε να εντρυφείτε σε αυτούς;
Εκτός από τον Στρίντμπεργκ, υπάρχουν κι άλλοι σπουδαίοι, τους οποίους δε γνωρίζουμε καλά ακόμη στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς που ανανέωσαν την σουηδική λογοτεχνία κατάγονταν από πάμφτωχες, αγροτικές οικογένειες. Αυτομορόφωθηκαν, έμαθαν ξένες γλώσσες, πεινούσαν και έγραφαν βιβλία. Μια φοβερή γενιά συγγραφέων. Και άντρες και γυναίκες συγγραφείς, την εποχή που σχεδόν καμία άλλη χώρα στην Σουηδία δεν είχε γυναίκες συγγραφείς. Ευτυχώς, αυτή η παράδοση συνεχίζεται. Σήμερα, υποστηρίζω ότι η σουηδική λογοτεχνία υποστηρίζεται από νέες Σουηδέζες και παιδιά μεταναστών. Η σουηδική λογοτεχνία κατοικείται από ιστορίες για την φτώχεια, την ξενιτιά και τον καημό της, τον έρωτα σε ένα βαθμό. Αλλά την ξεχωρίζει μια απέραντη γνώση και αγάπη για την φύση, κάτι που με συγκινούσε και με συγκινεί βαθιά, είναι μια στάση ζωής των Σουηδών, οι οποίοι, από φυσικού τους, αγαπούν το περιβάλλον τους. Ξέρουν όλα τα λουλούδια, με τα ονόματά τους. Σε σχέση με την φύση… παραμένω Έλληνας. Επίσης, η ίδια η σουηδική γλώσσα επιβάλλει μια οικονομία στην γλώσσα, κάτι που το θεωρώ προσόν της. Δεν θυσιάζει την αλήθεια στον βωμό της καλλιέπειας, κάτι που συναντάται στην ελληνική λογοτεχνία.
– Εσείς γράφετε αλλιώς στα σουηδικά και αλλιώς στα ελληνικά;
Τα ελληνικά παραμένουν η μητρική μου γλώσσα, αυτό δεν αλλάζει. Η καρδιά μου χτυπά στα ελληνικά. Το “τικ τακ” της είναι ελληνικό. Τα σουηδικά είναι για μένα ακόμα ένα εργαλείο έκφρασης πραγμάτων που θέλω να πω. Εάν ξέρεις τι θες να πεις, μπορείς να το πεις σε όλες τις γλώσσες που ξέρεις. Εάν δεν ξέρεις τι ακριβώς θες να πεις, πες το καλύτερα στην μητρική σου.
– Πολλοί συγγραφείς περνούν μια “beat” φάση, κάνουν για λιγότερο ή περισσότερο μια μποέμικη ζωή, σεξουαλίζονται, εξερευνούν, ρέπουν σε καταχρήσεις. Εσείς τι σχέση είχατε με όλα αυτά;
Μηδαμινή. Ήμουν παιδί της Κατοχής, είχα άλλες έγνοιες. Όταν δε άρχισε το κύμα της τζαζ, εμείς ήμασταν Θεοδωρακικοί ή Χατζιδακικοί -έλεγα θυμάμαι ότι προτιμούσα τον Μίκη γι’ αυτά που πίστευε και τον Μάνο γι’ αυτά που έγραφε. Δεν με συγκίνησε ποτέ το κόλπο της αμερικάνικης ζωής, τα πάρτυ, το χασίσι και τα λοιπά. Στην Σουηδία, ξέρετε, έφυγα πολύ ταλαιπωρημένος: και ερωτικά χτυπημένος, και οικονομικά θέματα και υγείας -είχα πρόβλημα με το στομάχι. Το 1969 συνάντησα την γυναίκα με την οποία είμαι ακόμα παντρεμένος και έκανα οικογένεια μαζί της, δύο παιδιά. Δεν με απασχόλησε ξανά το περί έρωτος. Δεν ένιωσα έλλειψη ανθρώπινης επαφής από τότε που την γνώρισα. Χρησιμοποίησα τα παιδιά μου να μου μάθουν σουηδικά. Εκείνα δεν έμαθαν ελληνικά, με ενδιέφερε να τους δώσω ό,τι μπορούσα για να φτιάξουν μια ζωή όπως την θέλουν εκείνα, δεν ήθελα να παίζω τον ρόλο του πάτερ φαμίλια. Ο γιος ήθελε να μάθει ελληνικά από μόνος του, κατέβηκε στην γιαγιά μερικούς μήνες και ψιλοέμαθε. Η κόρη, πάλι, θέλησε να μάθει ιαπωνικά και, μαντέψτε: πήγε στην Ιαπωνία…
– Τι κρατάτε από τη ζωή, ως ένας άνδρας, ένας άνθρωπος ετών 86; Τι μπορείτε να σκεφτείτε και να πείτε σήμερα πάνω σε αυτό;
Τα καλά γεράματα είναι που δικαιώνουν την ζωή που έχει ζήσει κανείς. Αυτό που απομένει στην ζωή είναι αυτά που μάθαμε να αγαπάμε και που ακόμα μπορούμε να χαρούμε. Πια, δεν μπορώ να παίξω ποδόσφαιρο, να κάνω έρωτα, να τρέξω, να δω μια καλή ταινία, να διαβάσω ένα καλό βιβλίο, να πάω μια βόλτα στο δάσος. Μια καλή ζωή στα νιάτα δημιουργεί και καλά γεράματα, το έλεγε ο Σωκράτης. Δεν φοβάμαι, ξέρετε, πια τον θάνατο -τον φοβόμουν για το πώς θα τον αντιμετώπιζαν τα παιδιά μου, παλιότερα η μητέρα μου.
– Είναι κάπως διαφορετική η ζωή αν είσαι συγγραφέας; Από το μόνιμο αυτό πρίσμα και πρόσληψη του κόσμου και της πραγματικότητας;
Υπάρχει ένα πρόβλημα με το να είσαι συγγραφέας: όλα είναι υλικό. Συναντάς ένα άνθρωπο και γίνεται αυτομάτως το υλικό σου. Η σχέση σου με την φύση, επίσης. Όλη η ζωή λευκό χαρτί. Και σίγουρα, επηρεάζει την ζωή του συγγραφέα. Ο Τσέχωφ είχε πει μια φράση, ερωτηθείς πού έβρισε όλα αυτά τα θέματα; Δώστε μου ένα τασάκι, να σας γράψω ένα διήγημα. Παύεις να είσαι συγγραφέας όταν δεν βλέπεις έτσι τα πράγματα.
– Έχετε κάποιο αγαπημένο σας έργο;
Η Τιμάνδρα είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που θεωρώ ότι έχω γράψει. Το έγραψα σα να ήμουν γυναίκα, αρχαία εταίρα και είχα πει, θυμάμαι, ότι θα με πάρουν με τις ντομάτες. Τελικά, δεν με πήραν. Προσπάθησα να προσεγγίσω την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας, πώς ντύνεται, πώς γδύνεται, πώς σκέφτεται.
– Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Όχι. Και δεν πρόκειται να ξαναγράψω, είμαι 86 χρονών, γράφω μικρότερα πράγματα-διηγήματα, δοκίμια…Δεν έχω τις δυνάμεις να ξαναγράψω ένα μυθιστόρημα, πια. Θα ήταν τρέλα κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι τον Μαρκές που, παρά την θέλησή του, μετά θάνατον η οικογένεια κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που είχε στα σκαριά. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλα τελειώνουν στη ζωή, ακόμα και το γράψιμο. Πάντως, έχω παραχωρήσει όλα τα δικαιώματα των βιβλίων μου στον Ισπανό μου εκδότη και έχω μια συμφωνία στην Ελλάδα με την κυρία Πατάκη, να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης των έργων μου στα ελληνικά.
INFO
“Τιμάνδρα” του Θοδωρή Καλλιφατίδη
Η συγκλονιστική “Τιμάνδρα” του πολυβραβευμένου Έλληνα συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη θα παρουσιάζεται από τις 6 Απριλίου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, για λίγες μόνο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, με πρωταγωνίστριες τις Δήμητρα Χατούπη, Νάνα Παπαδάκη και Βάλια Παπαχρήστου στο θέατρο ΕΛΕΡ – Ελένη Ερήμου (Φρυνίχου 10, Πλάκα).
Ταυτότητα παράστασης
Συγγραφέας: Θοδωρής Καλλιφατίδης
Δραματουργία: Χρύσα Καψούλη, Γιάννης Τσαπαρέγκας
Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη Σκηνικά – Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης
Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπαχρήστου
Βοηθός Σκηνοθέτη/ Μουσική επιμέλεια: Κατερίνα Κέντρου
Φωτογραφίες/Βίντεο: Κατερίνα Τζιγκοτζίδου
Γραφιστική επιμέλεια: Άρης Σομπότης
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας (Cont Act)
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας
Οργάνωση και Εκτέλεση Παραγωγής: Γιώργος Ζορμπάς
Παραγωγή: Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία Μαλντορόρ
Πρωταγωνιστούν: Δήμητρα Χατούπη, Νάνα Παπαδάκη, Βάλια Παπαχρήστου
Η παράσταση επιχορηγείται απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού και πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών.