Μια αποχή που κράτησε πολλά χρόνια. Μια απουσία που ήταν αισθητή. Μια αγαπημένη ερμηνεύτρια που όλοι τη χάσαμε κάπου στην λεοφώρο των αναμνήσεων. Μια πολύ ιδιαίτερη φωνή που έλειπε.
Για τους παλιούς δεν νομίζω ότι χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για ένα κορίτσι που εκεί στα 90s έπαιζε παντού στα ραδιόφωνα, στα κλαμπ, στα ταξί, στα δισκάδικα. Το “Φοβάμαι”, μ’ αυτό το παλιομοδίτικο κιθαριστικό σόλο, αλλά και με αυτήν την τόσο απρόσμενη φωνή που έσκασε (εκείνον τον καιρό) από το πουθενά, σαν ένας καλά κρυμμένος θησαυρός της Virgin και του Πετρίδη, είναι ένα τραγούδι που τότε σε χάραζε, είτε άκουγες grunge, είτε άκουγες techno, είτε άκουγες metal. Ήταν ένα αληθινό ελληνικό ροκ τραγούδι, που κάπως τους έπιασε όλους στον ύπνο, ακόμα και τους λίγο εξυπνότερους φανς που δήθεν το σνόμπαραν, γιατί μετά από ένα διάστημα όπου στεκόσουν και όπου βρισκόσουν άκουγες την Θεοδοσία Τσάτσου να τραγουδάει το “Φοβάμαι” των Μπλε.
Μετά από αυτόν τον πρώτο δίσκο, αυτό το κορίτσι, αυτό το μυστηριώδες πλάσμα, με αυτήν την αγγελική φωνή και ένα ταλέντο που σαγήνευε τις καρδιές των ανθρώπων, έφυγε από την μπάντα. Μια απόφαση που κανένας δεν περίμενε. Τουλάχιστον, κανένας φαν των Μπλε. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν μας ενδιαφέρει το πέπλο πανικού που σκέπασε το συγκρότημα, ούτε αν κάποιος γνώριζε τι ήταν αυτό που την έσπρωξε σε αυτήν την απόφαση. Εξάλλου, η φωνή της Θεοδοσίας δεν χάθηκε από τον κόσμο, τα τραγούδια που θα ερμήνευε στη συνέχεια, είχαν όλα την σφραγίδα εγγύησης του όνοματός της.
Κάθε της επόμενο βήμα, κάθε της νέο άλμπουμ έμενε στην πορεία της σαν ένα μαγικό όνειρο. Και ύστερα χανόταν για πολύ καιρό. Πολλοί ήταν οι θαυμαστές της που αναρωτιούνταν τι ακριβώς συνέβη. Μήπως η Θεοδοσία βρήκε έναν άλλον κόσμο, έναν κόσμο που ήταν ακόμα πιο μαγικός από αυτόν, τον δικό της, που όλοι νόμιζαν ότι γνώριζαν; Ή μήπως απλά αποφάσισε να ακολουθήσει κάποιο άλλο όνειρο;
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Θεοδοσία έχει αφήσει πίσω της μια μουσική κληρονομιά που θα ζει για πάντα στις καρδιές των ανθρώπων. Και ανάμεσα στα αστέρια, αλλά και κάπου εκεί έξω, σε έναν γήινο κόσμο, ο οποίος θα πρέπει να ομολογήσουμε δεν ήταν πάντα φιλόξενος για αυτό το παράξενο κορίτσι. Αλλά η φωνή της θα συνεχίζει να τραγουδά λέξεις και νότες που θα μας στιγματίζουν και εμάς, αλλά και τον γήινο κόσμο μας, με την αλήθεια τους.
Με τη Θεοδοσία Τσάτσου, βρεθήκαμε μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα στο Πεδίο του Άρεως, και από εκεί ταξίδεψαμε πίσω στον χρόνο ακολουθώντας μια πορεία, που σήμερα φαίνεται να είναι πιο δυνατή από ποτέ για να μεταφέρει την μαγεία της μουσικής και της ελπίδας.
– Τελευταία φορά τα είχαμε πει σε μια από τις πρώτες σου συνέντευξεις πριν από 25 χρόνια. Θυμάσαι; Σας είχαμε κάνει μια τρελή φωτογράφιση για το KLIK. Σήμερα, έχουν αλλάξει όλα από τότε, τόσα πολλά χρόνια μετά. Τελικά έχουν σημασία τα χρόνια;
Είχαν… Για παράδειγμα πριν από δέκα χρόνια είχαν περισσότερη σημασία. Όταν ανακάλυψα ότι η μουσική είναι κάτι παραπάνω από διασκέδαση και ψυχαγωγία, και διείσδυσα μέσα της σε ένα άλλο επίπεδο πια, τα χρόνια έπαψαν να υπάρχουν. Ενώ η ίδια η μουσική σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι τον χρόνο όταν παίζεις μαζί της, αφού για να υπάρχει η μουσική πρέπει να ξέρεις πώς να υπερβαίνεις τον χρόνο. Οπότε, σαν μουσικός, αλλά και σαν διαλογίστρια, ο χρόνος δεν υφίσταται πια για εμένα τα τελευταία δέκα χρόνια.
– Γιατί πριν από αυτά τα δέκα χρόνια αφήσες τον χρόνο να είναι περισσότερο κυριάρχος στη ζωή σου;
Γιατί είμαστε νοητικά όντα, λειτουργούμε βάσει του χρόνου. Πότε θα γίνει αυτό; Τι ώρα είναι; Προλαβαίνουμε να τα πούμε αύριο; Αλλά κοίταξε, δεν λέω ότι χρειάζεται να σβήσουμε τον χρόνο από την καθημερινότητά μας, αλλά ίσως να μπορούμε να τον μετασχηματίσουμε σε κάτι πιο δημιουργικό. Μπορεί να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει να μας διοικεί. Όπως υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα γύρω μας, από το φαγητό μέχρι το τσιγάρο.
– Εγώ θα έλεγα ότι ο χρόνος δεν είναι τόσο εξουσιομανής όσο θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι.
Ναι, αλλά το μυαλό μας είναι φιξαρισμένο στην ιδέα ότι η ζωή αυτή που ζούμε είναι όλη βασισμένη στον χρόνο. Τα ζώα, οι γάτες και τα σκυλιά που έχουμε στα σπίτια μας για παράδειγμα, δεν το κάνουν. Αλλά εμείς χρειαζόμαστε τον χρόνο για να μορφωθούμε, για να γυρίσουμε πίσω στην ιστορία, χρειαζόμαστε τον χρόνο για να μάθουμε πώς λειτουργεί η χημεία ή τι έχει να μας μάθει η φυσική και τα μαθηματικά. Αλλά η ψυχή μας και το πνεύμα δεν ανταποκρίνονται πάντα στις ανάγκες του χρόνου. Πώς ενώνεται ο νοητικός μας κόσμος σε αυτό το τεράστιο συμπαντικό κομπιούτερ; Με την ευφυία του νου που αντιλαμβάνεται και τον χρόνο. Απλά, δεν πρέπει να τον αφήνουμε να μας κυριαρχεί.
– Είμαστε και σάρκα, όμως, και η σάρκα γερνάει, πεθαίνει…
Εμείς φταίμε γι΄αυτό, γιατί δεν έχουμε συντονιστεί, δεν έχουμε πάρει τις σωστές πληροφορίες μεγαλώνοντας. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί προς την αιωνιότητα της ψυχής που λέμε. Πεθαίνουμε γιατί μας μύησαν οι αρσενικές αρχές, η ορθοδοξία, ο μωαμεθανισμός, ο βουδισμός, οι πολιτική εξουσία όλων αυτών των αιώνων. Η αιώνια τεστοστερόνη του σύμπαντος. Αυτό έχει φτιάξει τον κόσμο, αυτό έχει φτιάξει και τον χρόνο.
– Σαν να λέμε ότι ο Θεός είναι γένους αρσενικού.
Ο Θεός δεν υφίσταται, είναι μια άυλη οντότητα που κυριαρχείται από την ψυχή μας και το πνεύμα μας και την καρδιά μας. Αυτό είναι Θεός. Υπάρχει μέσα μας σαν δόνηση, σαν συχνότητα, και σαν φως και ενώνεται με έναν κοσμικό παράγοντα.
– Το σκοτάδι σε φοβίζει;
Ε, κομματάκι. Γιατί δεν ξέρω τι θα βρω εκεί μέσα. Δεν ξέρω τι θα μου ξεπεταχτεί από μέσα. Με εκστασιάζει το σκοτάδι, αλλά ταυτόχρονα με φοβίζει κιόλας. Έχω μια επαφή με τον φόβο και την έκσταση των πραγμάτων, και θεωρώ ότι είναι απολύτως θνητό δικαίωμα ο άνθρωπος να έχει φόβο, αλλά θα πρέπει να είναι συντονισμένος με αυτόν, να μην τον κυριαρχεί ο φόβος.
– Ας μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε γέννηση ζωής ή συμπαντικής ενέργειας έρχεται μέσα από το σκοτάδι.
Ναι, έτσι είναι. Ο ήχος για εμένα είναι αυτός που ισορροπεί το φως και το σκοτάδι στη ζωή μου. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε παράγουμε ήχο. Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε σήμερα, αυτή η σύγχρονη ζωή είναι κατ’ επιλογήν των ανθρώπων να είναι σκοτεινή. Με διαλείμματα αγάπης και φωτός. Αλλά κοίταξε, η αλήθεια της ζωής είναι πικρή: η ζωή αυτή δεν φτιάχτηκε για να είμαστε καλά. Φτιάχτηκε για να είναι κάποιοι λίγοι καλά και να υποφέρει το μέγιστο του πληθυσμού. Ναι, δεν είναι ιδανικός ο κόσμος μας.
– Δηλαδή θα πρέπει να το καταλάβουμε πλέον, να το εμπεδώσουμε, ότι η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να μην μπορέσει να εκτελέσει αυτό που καλούμε “κοινή ενσυναίσθηση”.
Ναι, και το σκηνικό γίνεται όλο και χειρότερο με όλα αυτά που περνάνε οι άνθρωποι. Με τις ασθένειές τους, ψυχικές και σωματικές, με την έλλειψη χρήματος, είναι πάρα πολύ ταλαιπωρημένος ο κόσμος.
– Εσύ, νιώθεις κουρασμένη;
Πάρα πολύ.
– Γιατί;
Γιατί κι εγώ αφέθηκα, μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύνολο, να με πάρει, και είδα πώς μπορείς να γίνεις θύμα.
– Ναι, αλλά ήξερες τους κινδύνους που κρύβει η ροκ εν ρολ ζωή.
Δεν ήξερα τίποτα, απλά ήξερα να τραγουδάω. Δεν είχα ιδέα τι θα πει μουσική επί της ουσίας. Και ναι βούτηξα στα βαθιά. Και έζησα την μουσική στη σκηνή ως μια διάσημη τραγουδίστρια. Και αυτό με πήγε πάρα πολύ πίσω στη ζωή μου. Έχασα τον εαυτό μου. Μπερδεύτηκα. Δεν ήξερα ποια είμαι. Έπρεπε να ζήσω για αυτούς που θεωρητικά με αγαπούσαν. Ή με θαύμαζαν. Είναι πολύ μεγάλη τρικλοποδιά η διασημότητα. Και να σκεφτείς ότι εγώ έγινα διάσημη στην Ελλάδα, δεν έγινα σε όλον τον κόσμο, όπως άλλα “χάι” παιδιά.
– Έχεις μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη φωνή και μπορεί κάποιοι πραγματικά να αγάπησαν αυτήν την ιδιαιτερότητά σου. Και πιστεύω, ότι και σε εσένα θα άρεσαν κάποια κομμάτια από αυτήν την ροκ εν ρολ περιπέτεια.
Κατά λάθος έγινε όλο αυτό.
– Καμιά φορά τα λάθη της τύχης είναι ωραία.
Ναι, αλλά θέλω να σου πω ότι δεν το επέλεξα. Όχι συνειδητά, αλλά ναι κάτα κάποιον περίεργο τρόπο ρε παιδί το επέλεξα υποσυνείδητα. (γέλια). Αλλά πέρα από τα αστεία, βλέπεις πόσο έχουν αλλάξει όλες οι επιλογές μας τα τελευταία χρόνια. Βλέπεις πόσο έντονη είναι αυτή η ανάγκη της διασημότητας τα τελευταία χρόνια. Μέσα από το Ίντερνετ βλέπεις πόσο διάσημοι μπορούν να γίνουν μερικοί απλοί άνθρωποι. Ή πώς φιγουράρουν την πάρτη τους διάφοροι εκεί μέσα.
– Να σου πώ κάτι Θεοδοσία; Είχα ξεκινήσει να γράφω για το ίντερνετ από πάρα πολύ παλιά, και τότε στο περιοδικό 01 είχα γράψει “το ίντερνετ μια μέρα θα είναι η καλύτερη εκδίκηση των μηχανών απέναντι στην ανθρωπότητα”. Και αυτό πιστεύω ότι γίνεται σήμερα… Αλλά τέλος πάντων, μέσα σε αυτό το αδηφάγο παιχνίδι της ιντερνετικής έκθεσης δεν φαίνεσαι πολύ ενεργή.
Όχι, γιατί θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να μοστράρω την πάρτη μου τόσο πολύ πια.
– Την τέχνη σου;
Ναι… ‘Οταν εμφανίζομαι ναι, αλλά έχω και καιρό να βγάλω καινούργιο δίσκο. Επειδή, βλέπεις, δεν δέχομαι να τραγουδήσω τραγούδια αλλονών.
– Γιατί;
Γιατί θέλω να πω τα δικά μου. Και τα δικά μου δεν είναι και τόσο πολύ “acceptable” από τις εταιρείες.
– Τι άλλαξε; Δηλαδή εννοώ στους Πύξ-Λαξ γιατί τραγούδησες;
Γιατί μου το ζήτησε η εταιρεία και έπρεπε να πω ένα «ναι».
– «Έπρεπε»; Δεν σου άρεσε; Να συμπληρώσω εδώ ότι είναι το μοναδικό τραγούδι των Πυξ-Λαξ που θα μπορούσα να ακούσω πολλές φορές συνεχόμενα, χωρίς να ξενερώνω. Έχει μια μαγική στιγμή δική σου μέσα του, μια περίεργη σύζευξη…
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε κάτσει τότε με τον Φίλιππο και το τραγούδι αυτό βγήκε από μια συζήτηση που κάναμε μαζί. Δεν ήταν έτοιμο. Και επειδή μου είχαν δοθεί διάφορα “άσματα” από διάφορους διάσημους κυρίους της ελληνικής μουσικής σκηνής, δεν μου άρεσε κάτι.
– Υπήρξε κάτι που σε ενόχλησε και σταμάτησες να δισκογραφείς;
Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται να έχει μια εταιρεία πίσω του, για διάφορα θέματα. Αυτό το ανακάλυψα μέσα από τον δικό μου δρόμο του επαγγελματισμού. Θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα σήμερα, αλλά χρειάζεται και μια εταιρεία. (σιωπή). Και λίγο έχασα και τη διάθεσή μου να βγάλω όλα αυτά που πιστεύω μέσα από την μουσική. Έχω γραμμένα πάρα πολλά τραγούδια. Αλλά, μετά, σκέφτομαι ότι ίσως δεν τα έχει και πολλή ανάγκη το κοινό της Ελλάδας. Τουλάχιστον σε αυτήν την μορφή μουσικής. Και μιλάω για την Ελλάδα γιατί στην Ελλάδα ζω. Έχω ζήσει και στην Αυστραλία, και ξέρω ότι θα ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να βγάλω το ύφος της μουσικής που θέλω σε μια άλλη χώρα, της Ευρώπης για παράδειγμα.
– Ναι, αλλά συνεχίζεις και τραγουδάς ελληνόφωνα τραγούδια…
Αυτά που τραγουδάω, ίσως μαζί με κάποιες διασκευές. Αλλά δοκιμάζω και κάποια καινούργια πράγματα δικά μου στη σκηνή, χωρίς να τα έχω ηχογραφήσει, και κάποιοι μένουν λίγο μεταίωροι, σαν να σκέφτοναι «τι είναι αυτό τώρα!». (γέλια). Κοίτα, το δικό μου κοινό είναι πολύ έτοιμο να δεχθεί κάτι καινούργιο από εμένα. Αλλά το ευρύ κοινό, ξέρεις θέλει αυτά τα κομμάτια που τα αγάπησε αμέσως, τα κομμάτια μου με τους Μπλε, τον δίσκο μου “Κόκκινο” με το “Θάλασσα” και το “Που Να ‘Σαι Τώρα” δύο φοβερά τραγούδια του Γιώργου του Μίχα, αυτά τα δέχονται με μεγάλη ευχαρίστηση, δεν τους μπερδεύουν. Ενώ όταν έβγαλα την “Λεωφόρο της Εύας” που έγραψα δικά μου, ενώ το γουστάρουν τους μπερδεύει λιγάκι. Αλλά η Θεοδοσία είναι όλα αυτά. Αυτά που επικοινωνώ. Ο καλλιτέχνης, πιστεύω, είναι αυτός που βγάζει τον εαυτό του και ξεβρακώνεται μπροστά στον εαυτό του. Και εν συνεχεία στο κοινό. Πιστεύω ακόμα ότι μια φωνή είναι μια σφραγίδα στο σύμπαν. Για το ποιός είσαι, τι είσαι, τι ήσουν, τι θες να ‘σαι. Οπότε προτιμώ να μην βάζω τη φωνή μου σε συνθέσεις όλων με καλούν, ακόμα και σε δικές μου, μέχρι να αισθανθώ ότι είμαι έτοιμη για αυτό που θα έρθει μετά.
– Τι έρχεται;
Δεν έχω ιδέα. Αλλά ξέρω ότι έχουμε μπει σε μια άλλη ενέργεια των πραγμάτων πια. Σε κάτι πολύ άυλο, πολύ διάφανο. Πολύ αόρατο. Αλλά ρευστό.
– Έλα ρε, μου αρέσει το “αόρατο”… Σαν τον μανδία του Χάρι Πότερ.
Ναι, γιατί θέλω να κρύβομαι από τον κόσμο της μουσικής. Βαρέθηκα να με θεωρούν αυτοί οι άνθρωποι κάτι διαφορετικό. Παίζω πιάνο, κιθάρα, και πολλά άλλα πράγματα στο σπίτι μου, γράφω τραγούδια, αλλά ρε φίλε βαρέθηκα να θεωρούμαι ότι δεν κολλάω με το σύνολο των πραγμάτων στον ελληνικό χώρο της μουσικής, και βαρέθηκα όλο αυτό το έργο που κάποιες φορές έπρεπε να το κουβαλάω. Και εννοείται ότι μιλάω για την μουσική και την τέχνη. Μιλάω για τον μουσικό χώρο των πραγμάτων. Δεν άντεξα πολύ. Έφαγα πολλές ήττες…
– Σε τι μάχες;
Συνεργασίες, εξαπατήσεις, αντιπαραθέσεις… Αλλά δεν είχα τη δύναμη να το κυνηγήσω παραπάνω. Δεν ήθελα άλλο να λέω ούτε «ναι», ούτε «όχι». Οπότε μπήκα ξανά στην μουσική σαν να έμπαινα σε ένα θεραπευτικό κομμάτι της ζωής μου. Τα τελευταία δέκα χρόνια ερευνώ την τέχνη προς άλλες κατευθύνσεις. Ταξιδεύω περισσότερο, συναντώ νέους ανθρώπους, διαβάζω πιο πολύ, και όχι ως Τσάτσου. Ως απλή Θεοδοσία. Βλέπεις δεν έχω και την καλύτερη σχέση με το επίθετό μου αυτό. Γιατί, και όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν ήξερα τι θα πει “τσάτσος” και όταν έμαθα, ντράπηκα, ένιωσα σαν να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω μου. (γέλια). Λέω «ώπα ρε παιδιά», γι’ αυτό και μετά προσπάθησα να περάσω το Babalu, αλλά δεν το δεχότανε κανείς…
– Ακούγεσαι πληγωμένη.
Ναι, αρκετά. Εντάξει, είμαστε λίγο συναισθηματικές τσούλες εμείς οι τραγουδίστριες. Το συναίσθημα τραγουδάμε, πληγωνόμαστε πολύ εύκολα. Εγώ, δηλαδή έχω φάει αρκετό ξύλο. Αλλά αυτή η προσπάθεια, να φοράς πάντα πανοπλία για να αντέχεις, με κούρασε. Και μετά το “Α Γαπήσου” την πέταξα και είπα «αντίο». Το ξέρεις πολύ καλά ότι θέλει πολλά κότσια. Για να μπορεί να υπάρχει μια γυναίκα στη ροκ σκηνή στην Ελλάδα, απέναντι σε όλον αυτόν τον αντρικό πληθυσμό, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν δικαιολογούμαι. Ως γυναίκα, ξανθιά, που το κουνάς, και έχεις φωνή, και έχεις και θάρρος και θράσος, και θες να κάνεις τα δικά σου πράγματα, και έχεις και τη δική σου άποψη, και τρως ένα πάρα πολύ μεγάλο πακέτο. ‘Εχω φάει μπούλινγκ, από την αρχή, μέσα από το ίδιο μου το σπίτι, από τον ίδιο μου τον πατέρα που δεν ήθελε να κάνω τέτοια πράγματα και εν συνεχεία από το περιβάλλον μου. Επειδή ήμουν λίγο αντιδραστική.
– Ναι, αλλά τον δρόμο σου εσύ τον ορίζεις. Και το κάνεις. Και μπαίνεις στο παιχνίδι…
Ωραία, μπαίνω αλλά μπορώ να βγω κιόλας όποτε γουστάρω, έτσι δεν είναι ρε Γιάννη;
– Κοίτα, τον καιρό που τραγούδησες εκείνο το πρώτο τραγούδι, μπήκες με πολλή φόρα, με ένα νέο ροκ “σουξέ” που έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα. Και η αλήθεια είναι ότι τους πιάσατε όλους στον ύπνο, μαζί με μια μπάντα φοβερών μουσικών βγάζετε έναν τρομερό ροκ δίσκο, και πριν ακόμα συνειδητοιήσεις τι έχεις φτιάξει, φεύγεις. Σήμερα θεωρείς ότι ήταν λάθος σου να φύγεις τόσο νωρίς;
Αν δεν έφευγα δεν θα ανακάλυπτα τι θα πει μουσική. Δεν θα ανακάλυπτα τι θα πει εκτείθεμαι προσπαθώντας να δείξω τα δικά μου πράγματα.
– Γιατί με την μπάντα δεν θα είχες το δικό σου μερίδιο; Αν και ως front woman δεν θα χρειαζόταν να σε ανησυχεί; Αλλά δεν σου επέτρεπαν να γράψεις δικά σου εννοείς…
Οι Μπλε μου το είχαν απαγορέψει. Από εμένα ήθελαν μια ερμηνεύτρια. Και τότε στην Virgin θυμάμαι ο Πετρίδης και η μπάντα, ήθελαν τη φάτσα μου και τη φωνή μου, δεν ήθελαν τίποτε άλλο από εμένα. Θα μπορούσα να το δεχτώ και να ήταν μόνο αυτό, όπως μου είχαν πει τότε πολλές εταιρείες. «Δεν σου φτάνει μόνο που τραγουδάς;». «Γιατι θέλεις να χωθείς και σ’ αυτά;». Και τους έλεγα «δεν είναι κάτι που το θέλω για να σας δημιουργήσω πρόβλημα, είναι κάτι που μου βγαίνει. Γιατί δεν μου δίνετε μια ευκαιρία για να δω πώς είναι;». Με εμπιστεύτηκε η Μinos EMI με τον “‘Υποπτο Κόσμο”. Αλλά κανένας δεν δέχθηκε την γκόμενα εύκολα. Και το έχω υποστεί αυτό από πάρα πολλά ονόματα αυτό το μπούλινγκ. Δεν θα αναφέρω κανέναν. Αλλά αυτοί ξέρουν ποιοι είναι. Και χρειάστηκε πάρα πολλά αρχίδια για να στέκομαι εκεί πάνω. Και κουράστηκα ρε φίλε. Αρρώστησα και είπα «άντε γεια». Έκανα και μια παράσταση για τη ζωή της Τζάνις Τζόπλιν, τότε που με πίεσαν να το κάνω κι αυτό, αρρώστησα ακόμα πιο πολύ που μπήκα μέσα σ’ αυτήν τη γυναίκα και είδα τι πέρασε. Είδα και τι θα πει ηθοποιός πάνω στη σκηνή και λέω «Παιδιά, τελείωσε, αυτό ήταν! Δεν μπορώ άλλο πιά. Δεν το ‘χω». Και μετά απλά σταμάτησαν τα πράγματα. Και ναι, δεν είναι κακό να υπάρχεις όποτε εσύ θέλεις. Αλλά θα ήθελα να μπορώ να υπάρχω περισσότερο και να κάνω αυτό που θέλω χωρίς να χρειάζεται να απολογούμαι και να νιώθω ότι με κοιτάνε με έναν τρόπο που με πονάει. Δεν με προσβάλει. Δεν προσβάλομαι από τίποτα, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Απλά έχει έναν πόνο, περίεργο, όλη αυτή η φάση που βγάζει θυμό, βγάζει μια θλίψη ακατανίκητη, η οποία μπορεί να γίνει τέχνη, αλλά μετά σωριάζεσαι. Οπότε ναι, προτιμώ να κάνω πολλών ειδών τέχνες, ζωγραφίζω, γράφω, σπούδασα κλασική όπερα, μαθαίνω ξένες γλώσσες, έμαθα να τραγουδάω στα Ινδικά που το ήθελα τόσο πολύ από μικρή, έμαθα όργανα που ήθελα πάντα να τα μάθω, και έχω αλλάξει πολλά σπίτια…
– Σίγουρα σου την έχουν κάνει άπειρες φορές αυτήν την ερώτηση. Αλλά σήμερα τι φοβάσαι;
Δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Δεν φοβάμαι τις καταιγίδες. Την ασθένεια φοβάμαι και τα ατυχήματα που μπορεί να σε αφήσουν φυτό. Εκεί σαφέστατα έχω το καλαθάκι με τους φόβους μου. Ο θάνατος με στέλνει σε ένα άλλο επίπεδο επίγνωσης και συνείδησης.
– Της στιγμής;
Της αιωνιότητας. Που είναι ούτως ή άλλως η στιγμή. Η αιωνιότητα έχει τη στιγμή, όπως το τίποτα έχει το όλον. Γι’ αυτό και γίνομαι συχνά ένα τίποτα. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι έχουμε υποστεί μια ύπνωση που δεν αντιλαμβανόμαστε καν τι είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά. Κανένας πραγματικά δεν ξέρει τι θέλει σε αυτήν την ζωή.
– Να σου κάνω μια άλλη ερώτηση, που αφορά αυτά τα μεγάλα, αυτά που θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας για να τα θυμόμαστε για πάντα. Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς μια τραγουδίστρια του δικού σου βεληνεκούς δεν ψάχθηκε πιο έντομα να βγει στο εξωτερικό;
Μάλλον έχει να κάνει με τους γονείς μου που τα τελευταία τριάντα χρόνια ήταν πάρα πολύ άρρωστοι και δεν μπορούσα να τους αφήσω μόνους. Με χρειαζόντουσαν, οπότε ήμουν εκεί μαζί τους. Η μάνα μου έφυγε πριν λίγα χρόνια. Ο πατέρας που έχει μείνει πίσω είναι πολύ ασθενής, αλλά από την νεαρή μου ηλικία φαντάσου έκανα πράγματα που δεν τα γούσταραν. Σπούδασα αγγλική φιλολογία, σπούδασα και στο Κρατικό Θέατρο, και ήθελαν να κάνω κάτι ανάλογο. Ήθελαν να γίνω δασκάλα. Δεν ήθελαν να γίνω ηθοποιός. Σπούδασα πιο μετά και μουσική, και εκείνοι νόμιζαν ότι το έκανα σαν χόμπι. Έβλεπαν ότι ήμουν λίγο φευγάτη, οπότε όταν έμαθαν ότι έγινα τραγουδίστρια σοκαρίστηκαν. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι στους Μπλε ήταν η Θεοδοσία Τσάτσου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με δυσκόλεψε εκείνη κατάσταση. Με είχαν απορρίψει για ένα διάστημα. Μετά άρχισαν να με αγαπάνε πάλι, αλλά ξέρεις γιατί; Γιατί κάθε φορά που έμπαιναν στην εντατική ρωτούσαν οι γιατροί «ξέρετε την Θεοδοσία;» και η μάνα μου έλεγε «είναι η κόρη μου» και άνοιγαν οι πόρτες. Ξέρεις δεν τα λέω αυτά για να παινευτώ. Απλά η μάνα μου έλεγε «κοίτα να δεις, οι γιατροί που πηγαίνουμε στο νοσοκομείο σε ξέρουν και σε αγαπάνε και μας φροντίζουν». Γιατί ήμασταν συνέχεια στις εντατικές με τα εμφράγματα και τις ανακοπές του πατέρα μου. Από τότε άρχισαν να είναι λίγο διαφορετικοί απέναντι στην τραγουδίστρια. (γέλια). Σου ακούγεται παράξενο όλο αυτό; Ε, κάπως έτσι ήταν οι γονείς μου. Θεωρούσαν ότι το να είσαι τραγουδίστρια είναι πολύυυυυ δεύτερο. Δεν θα έπρεπε να είσαι αυτό το πράγμα.
– Κοίτα κάποιοι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να τους μοιάσουν, άλλοι θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν διάσημα, άλλοι δεν θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν τραγουδιάρες ή μπουζουξίδες.
Κοίτα, κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι μπορεί να είναι οπισθοδρομικοί, αλλά μπορεί να έχουν κι ένα ένστικτο και μία σοφία. Μια σοφία, πολύ παράξενη, που την αντιλήφθηκα με τα χρόνια, την οποία χρειάζεται που και που, αν όχι να υποκλινόμαστε σε αυτήν, αλλά τουλάχιστον να την ακούμε. Εσύ, βέβαια, από την μεριά σου πρέπει να πάρεις το ρίσκο σου. Βέβαια, εγώ δεν ήξερα πολλά πράγματα. Δεν ήξερα αν είμαι ροκ. Όλα αυτά βγήκαν με την μπάντα. Με το που ανέβηκα στη σκηνή και άρχισα να τραγουδάω τα τραγούδια των Μπλε.
– Πριν τους Μπλε τι μουσική άκουγες; Τι σου άρεσε να κάνεις;
Πριν τους Μπλε δούλευα κρυφά στα μιούζικ χολ της Θεσσαλονίκης. Έβγαινα στο πρώτο πρόγραμμα μαζί με τα φιλαράκια μου από το Κρατικό Θέατρο. Παράνομα. Δεν το ήξεραν ούτε οι δικοί μου, ούτε οι δάσκαλοι. Γιατί δεν επιτρεπόταν ως ΚΘΒΕ να βγαίνεις, και ήμουν και στο Αριστοτέλειο ταυτόχρονα για να κάνω το χατήρι στον μπαμπά μου. Οπότε για να έχω χρήματα για να ασκώ κι αυτό που ήθελα έπρεπε κάτι να κάνω. Και βρήκα τρόπο, και πήγαμε κάποια παιδιά και βγαίναμε στο πρώτο πρόγραμμα της βραδιάς, και κάναμε με τον Κουτσελίνη τότε στα Άστρα το Rocky Horror Picture Show, το Cats, από το Hair. Τέτοια πράγματα. Εγώ εκεί έβγαινα ως “Τεό” με μαύρη περούκα. Για να μην μαθευτεί ποτέ.
– Σήμερα, ποιος είναι ο σοβαρότερος λόγος που θέλεις να κάνεις αυτές τις εμφανίσεις;
Πρώτα απ’ όλα θέλω να τις κάνω γιατί γουστάρω να παίζω, να τραγουδάω. Γουστάρω πολύ την μπάντα μου πάρα πολύ, θέλω οι μουσικοί μου να φαίνονται γιατί τους έχω και χρόνια μαζί μου, και θέλω και να τους πληρώνω. Θέλω να υπάρχουμε όλοι μαζί. Μόνο σαν μουσικοί. Γι΄ αυτό το κάνω, για τίποτ’ άλλο. Και τα παιδιά του Faust μας έχουν φερθεί εξαιρετικά, είναι πολύ ωραίοι τύποι, με έχουν περιποιηθεί και ναι, το νιώθω και λίγο σαν σπίτι μου. Και περάσαμε πολύ καλά πέρυσι, δηλαδή πέραν του ότι είχε πολύ κόσμο, μου έκανε εντύπωση ότι είχαμε πολλά νέα παιδιά.
– Θεωρώ ότι τα τραγούδια σου μπορεί και να έχουν πιο δυνατό αντίκτυπο στα σημερινά νέα παιδιά που πιθανόν ψάχουν τι γινόταν στην τοπική ροκ σκηνή τη δεκαετία του ’90, παρά στα ίδια ηλικιακά νέα παιδιά που σας άκουσαν τότε πίσω στα 90s. Ο χρόνος ανάμεσα στα τόσα κακά, όπως αυτό της φθοράς που φέρνει μαζί του, έχει και άλλα αγαθά, όπως αυτό της ωρίμανσης.
Βέβαια, σε φωτίζει, σε κάνει πιο σοφό. Αλλά ξέρεις, η νέα κατάσταση στη δισκογραφία μου φαίνεται πολύ κουραστική. Δεν θέλω να βγάλω singles. Θέλω να βγάλω ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, με οκτώ-δέκα κομμάτια. Βέβαια, δεν έχω ψαχτεί και πάρα πολύ για να βρω εταιρείες, γιατί ξέρεις τι φοβάμαι; Τις απαιτήσεις που θα έχουν από εμένα.
– Ναι, γι’ αυτό βρίσκεις μια εταιρεία που θα σε καλύψει μόνο σε αυτά που θεωρείς απαραίτητα.
Κοίτα, όταν σου είπα ότι δεν τραγουδάω άλλων τραγούδια, δεν το είπα επιτακτικά. Δεν μου αρέσει η τακτική των παλιών ελληνικών δισκογραφικών, γράψε και με εκείνον, τραγούδα και για τον άλλον. Δεν μου έχει κάτσει κανένα τραγούδι που να μου αρέσει. Μου στέλνουν συνέχεια τραγούδια. Μα συνέχεια! Οι στίχοι τους είναι βαρύγδουποι, αρσενικοί πολύ, που σημαίνει ότι δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους, οι μουσικές ενορχηστρώσεις τους είναι τοξικά αρσενικές, και δεν μπορώ ρε φίλε να συντονιστώ. Και γι’ αυτό δεν το κάνω. Όπως δεν τραγουδάω πια Γιώργο Μίχα. Δεν θέλω άλλο.
– Ιδανικά με ποιον γνωστό ή άγνωστο μουσικό θα ήθελες να συνεργαστείς;
Με έχουν κάνει να πιστέψω ότι δεν ταιριάζω με κανέναν.
– Η φωνή σου δεν έχει δύναμη; Μπορεί να έχει δύναμη να σταθεί δίπλα σε έναν άλλο. Έχει δύναμη να επικοινωνήσει;
Πιστεύω πως ναι. Βεβαίως, και την νιώθω ότι μπορεί να επικοινωνήσει. Επικοινωνεί με τους μουσικούς μου. Και αυτό ίσως να είναι το σπουδαιότερο για εμάς. Έχω τέσσερις μουσικούς μαζί μου, με τον κιθαρίστα και τον ντράμερ είμαστε μαζί πάνω από δέκα χρόνια, δώδεκα περίπου, πέντε μαζί με τον μπασίστα, και ο καινούργιος μου είναι ο πληκτράς/πιανίστας ο οποίος μόλις μπήκε στο σχήμα.
– Δεν μου είπες, όμως, με ποιον θα ήθελες να κάνεις ένα ντουέτο σήμερα. Έτσι για να κλείσουμε με μια φανταστική ιδέα στο μυαλό μας.
Δεν ξέρω. Αλλά μπορώ να σου πω ποιους γουστάρω ως καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μου αρέσει πολύ ο Αλκίνοος, έχω πολύ respect για αυτόν, μου αρέσει ο Μάλαμας, μου αρέσει ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, και μου αρέσει πολύ η Φαραντούρη, αγαπάω όλο το έργο που κουβαλάει αυτή η μεγάλη κυρία. Την αγαπάω.
– Και κάποιο αγαπημένο σου βιβλίο, ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια ταινία, ένα θεατρικό που ξεχώρισες τελευταία;
Με ενθουσίασε το “ΙΝΚ” του Παπαϊωάννου. Τρελάθηκα!
➸ INFO: Η πρωτοποριακή Θεοδοσία Τσάτσου, μετά τις εκρηκτικές της συναυλιακές εμφανίσεις την προηγούμενη σεζόν, επιστρέφει στο μουσικό στέκι του Faust. Εκεί, θα αποδώσει αγαπημένα μουσικά έργα με τον μοναδικό της τρόπο, ξεκινώντας ένα ταξίδι μέσα από τη μουσική που θα μας οδηγήσει σε έναν εξαιρετικό κόσμο.
- Πρεμιέρα: Πέμπτη 19 Οκτωβρίου και κάθε Πέμπτη
- Ώρα έναρξης: 21:30
Καλαμιώτου 11& θηναϊδος 12
Αθήνα, 150 60 Greece
Κρατήσεις: +30 210 3234095 (12:00 – 21:00)
Μια αποχή που κράτησε πολλά χρόνια. Μια απουσία που ήταν αισθητή. Μια αγαπημένη ερμηνεύτρια που όλοι τη χάσαμε κάπου στην λεοφώρο των αναμνήσεων. Μια πολύ ιδιαίτερη φωνή που έλειπε.
Για τους παλιούς δεν νομίζω ότι χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για ένα κορίτσι που εκεί στα 90s έπαιζε παντού στα ραδιόφωνα, στα κλαμπ, στα ταξί, στα δισκάδικα. Το “Φοβάμαι”, μ’ αυτό το παλιομοδίτικο κιθαριστικό σόλο, αλλά και με αυτήν την τόσο απρόσμενη φωνή που έσκασε (εκείνον τον καιρό) από το πουθενά, σαν ένας καλά κρυμμένος θησαυρός της Virgin και του Πετρίδη, είναι ένα τραγούδι που τότε σε χάραζε, είτε άκουγες grunge, είτε άκουγες techno, είτε άκουγες metal. Ήταν ένα αληθινό ελληνικό ροκ τραγούδι, που κάπως τους έπιασε όλους στον ύπνο, ακόμα και τους λίγο εξυπνότερους φανς που δήθεν το σνόμπαραν, γιατί μετά από ένα διάστημα όπου στεκόσουν και όπου βρισκόσουν άκουγες την Θεοδοσία Τσάτσου να τραγουδάει το “Φοβάμαι” των Μπλε.
Μετά από αυτόν τον πρώτο δίσκο, αυτό το κορίτσι, αυτό το μυστηριώδες πλάσμα, με αυτήν την αγγελική φωνή και ένα ταλέντο που σαγήνευε τις καρδιές των ανθρώπων, έφυγε από την μπάντα. Μια απόφαση που κανένας δεν περίμενε. Τουλάχιστον, κανένας φαν των Μπλε. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν μας ενδιαφέρει το πέπλο πανικού που σκέπασε το συγκρότημα, ούτε αν κάποιος γνώριζε τι ήταν αυτό που την έσπρωξε σε αυτήν την απόφαση. Εξάλλου, η φωνή της Θεοδοσίας δεν χάθηκε από τον κόσμο, τα τραγούδια που θα ερμήνευε στη συνέχεια, είχαν όλα την σφραγίδα εγγύησης του όνοματός της.
Κάθε της επόμενο βήμα, κάθε της νέο άλμπουμ έμενε στην πορεία της σαν ένα μαγικό όνειρο. Και ύστερα χανόταν για πολύ καιρό. Πολλοί ήταν οι θαυμαστές της που αναρωτιούνταν τι ακριβώς συνέβη. Μήπως η Θεοδοσία βρήκε έναν άλλον κόσμο, έναν κόσμο που ήταν ακόμα πιο μαγικός από αυτόν, τον δικό της, που όλοι νόμιζαν ότι γνώριζαν; Ή μήπως απλά αποφάσισε να ακολουθήσει κάποιο άλλο όνειρο;
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Θεοδοσία έχει αφήσει πίσω της μια μουσική κληρονομιά που θα ζει για πάντα στις καρδιές των ανθρώπων. Και ανάμεσα στα αστέρια, αλλά και κάπου εκεί έξω, σε έναν γήινο κόσμο, ο οποίος θα πρέπει να ομολογήσουμε δεν ήταν πάντα φιλόξενος για αυτό το παράξενο κορίτσι. Αλλά η φωνή της θα συνεχίζει να τραγουδά λέξεις και νότες που θα μας στιγματίζουν και εμάς, αλλά και τον γήινο κόσμο μας, με την αλήθεια τους.
Με τη Θεοδοσία Τσάτσου, βρεθήκαμε μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα στο Πεδίο του Άρεως, και από εκεί ταξίδεψαμε πίσω στον χρόνο ακολουθώντας μια πορεία, που σήμερα φαίνεται να είναι πιο δυνατή από ποτέ για να μεταφέρει την μαγεία της μουσικής και της ελπίδας.
– Τελευταία φορά τα είχαμε πει σε μια από τις πρώτες σου συνέντευξεις πριν από 25 χρόνια. Θυμάσαι; Σας είχαμε κάνει μια τρελή φωτογράφιση για το KLIK. Σήμερα, έχουν αλλάξει όλα από τότε, τόσα πολλά χρόνια μετά. Τελικά έχουν σημασία τα χρόνια;
Είχαν… Για παράδειγμα πριν από δέκα χρόνια είχαν περισσότερη σημασία. Όταν ανακάλυψα ότι η μουσική είναι κάτι παραπάνω από διασκέδαση και ψυχαγωγία, και διείσδυσα μέσα της σε ένα άλλο επίπεδο πια, τα χρόνια έπαψαν να υπάρχουν. Ενώ η ίδια η μουσική σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι τον χρόνο όταν παίζεις μαζί της, αφού για να υπάρχει η μουσική πρέπει να ξέρεις πώς να υπερβαίνεις τον χρόνο. Οπότε, σαν μουσικός, αλλά και σαν διαλογίστρια, ο χρόνος δεν υφίσταται πια για εμένα τα τελευταία δέκα χρόνια.
– Γιατί πριν από αυτά τα δέκα χρόνια αφήσες τον χρόνο να είναι περισσότερο κυριάρχος στη ζωή σου;
Γιατί είμαστε νοητικά όντα, λειτουργούμε βάσει του χρόνου. Πότε θα γίνει αυτό; Τι ώρα είναι; Προλαβαίνουμε να τα πούμε αύριο; Αλλά κοίταξε, δεν λέω ότι χρειάζεται να σβήσουμε τον χρόνο από την καθημερινότητά μας, αλλά ίσως να μπορούμε να τον μετασχηματίσουμε σε κάτι πιο δημιουργικό. Μπορεί να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει να μας διοικεί. Όπως υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα γύρω μας, από το φαγητό μέχρι το τσιγάρο.
– Εγώ θα έλεγα ότι ο χρόνος δεν είναι τόσο εξουσιομανής όσο θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι.
Ναι, αλλά το μυαλό μας είναι φιξαρισμένο στην ιδέα ότι η ζωή αυτή που ζούμε είναι όλη βασισμένη στον χρόνο. Τα ζώα, οι γάτες και τα σκυλιά που έχουμε στα σπίτια μας για παράδειγμα, δεν το κάνουν. Αλλά εμείς χρειαζόμαστε τον χρόνο για να μορφωθούμε, για να γυρίσουμε πίσω στην ιστορία, χρειαζόμαστε τον χρόνο για να μάθουμε πώς λειτουργεί η χημεία ή τι έχει να μας μάθει η φυσική και τα μαθηματικά. Αλλά η ψυχή μας και το πνεύμα δεν ανταποκρίνονται πάντα στις ανάγκες του χρόνου. Πώς ενώνεται ο νοητικός μας κόσμος σε αυτό το τεράστιο συμπαντικό κομπιούτερ; Με την ευφυία του νου που αντιλαμβάνεται και τον χρόνο. Απλά, δεν πρέπει να τον αφήνουμε να μας κυριαρχεί.
– Είμαστε και σάρκα, όμως, και η σάρκα γερνάει, πεθαίνει…
Εμείς φταίμε γι΄αυτό, γιατί δεν έχουμε συντονιστεί, δεν έχουμε πάρει τις σωστές πληροφορίες μεγαλώνοντας. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί προς την αιωνιότητα της ψυχής που λέμε. Πεθαίνουμε γιατί μας μύησαν οι αρσενικές αρχές, η ορθοδοξία, ο μωαμεθανισμός, ο βουδισμός, οι πολιτική εξουσία όλων αυτών των αιώνων. Η αιώνια τεστοστερόνη του σύμπαντος. Αυτό έχει φτιάξει τον κόσμο, αυτό έχει φτιάξει και τον χρόνο.
– Σαν να λέμε ότι ο Θεός είναι γένους αρσενικού.
Ο Θεός δεν υφίσταται, είναι μια άυλη οντότητα που κυριαρχείται από την ψυχή μας και το πνεύμα μας και την καρδιά μας. Αυτό είναι Θεός. Υπάρχει μέσα μας σαν δόνηση, σαν συχνότητα, και σαν φως και ενώνεται με έναν κοσμικό παράγοντα.
– Το σκοτάδι σε φοβίζει;
Ε, κομματάκι. Γιατί δεν ξέρω τι θα βρω εκεί μέσα. Δεν ξέρω τι θα μου ξεπεταχτεί από μέσα. Με εκστασιάζει το σκοτάδι, αλλά ταυτόχρονα με φοβίζει κιόλας. Έχω μια επαφή με τον φόβο και την έκσταση των πραγμάτων, και θεωρώ ότι είναι απολύτως θνητό δικαίωμα ο άνθρωπος να έχει φόβο, αλλά θα πρέπει να είναι συντονισμένος με αυτόν, να μην τον κυριαρχεί ο φόβος.
– Ας μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε γέννηση ζωής ή συμπαντικής ενέργειας έρχεται μέσα από το σκοτάδι.
Ναι, έτσι είναι. Ο ήχος για εμένα είναι αυτός που ισορροπεί το φως και το σκοτάδι στη ζωή μου. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε παράγουμε ήχο. Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε σήμερα, αυτή η σύγχρονη ζωή είναι κατ’ επιλογήν των ανθρώπων να είναι σκοτεινή. Με διαλείμματα αγάπης και φωτός. Αλλά κοίταξε, η αλήθεια της ζωής είναι πικρή: η ζωή αυτή δεν φτιάχτηκε για να είμαστε καλά. Φτιάχτηκε για να είναι κάποιοι λίγοι καλά και να υποφέρει το μέγιστο του πληθυσμού. Ναι, δεν είναι ιδανικός ο κόσμος μας.
– Δηλαδή θα πρέπει να το καταλάβουμε πλέον, να το εμπεδώσουμε, ότι η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να μην μπορέσει να εκτελέσει αυτό που καλούμε “κοινή ενσυναίσθηση”.
Ναι, και το σκηνικό γίνεται όλο και χειρότερο με όλα αυτά που περνάνε οι άνθρωποι. Με τις ασθένειές τους, ψυχικές και σωματικές, με την έλλειψη χρήματος, είναι πάρα πολύ ταλαιπωρημένος ο κόσμος.
– Εσύ, νιώθεις κουρασμένη;
Πάρα πολύ.
– Γιατί;
Γιατί κι εγώ αφέθηκα, μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύνολο, να με πάρει, και είδα πώς μπορείς να γίνεις θύμα.
– Ναι, αλλά ήξερες τους κινδύνους που κρύβει η ροκ εν ρολ ζωή.
Δεν ήξερα τίποτα, απλά ήξερα να τραγουδάω. Δεν είχα ιδέα τι θα πει μουσική επί της ουσίας. Και ναι βούτηξα στα βαθιά. Και έζησα την μουσική στη σκηνή ως μια διάσημη τραγουδίστρια. Και αυτό με πήγε πάρα πολύ πίσω στη ζωή μου. Έχασα τον εαυτό μου. Μπερδεύτηκα. Δεν ήξερα ποια είμαι. Έπρεπε να ζήσω για αυτούς που θεωρητικά με αγαπούσαν. Ή με θαύμαζαν. Είναι πολύ μεγάλη τρικλοποδιά η διασημότητα. Και να σκεφτείς ότι εγώ έγινα διάσημη στην Ελλάδα, δεν έγινα σε όλον τον κόσμο, όπως άλλα “χάι” παιδιά.
– Έχεις μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη φωνή και μπορεί κάποιοι πραγματικά να αγάπησαν αυτήν την ιδιαιτερότητά σου. Και πιστεύω, ότι και σε εσένα θα άρεσαν κάποια κομμάτια από αυτήν την ροκ εν ρολ περιπέτεια.
Κατά λάθος έγινε όλο αυτό.
– Καμιά φορά τα λάθη της τύχης είναι ωραία.
Ναι, αλλά θέλω να σου πω ότι δεν το επέλεξα. Όχι συνειδητά, αλλά ναι κάτα κάποιον περίεργο τρόπο ρε παιδί το επέλεξα υποσυνείδητα. (γέλια). Αλλά πέρα από τα αστεία, βλέπεις πόσο έχουν αλλάξει όλες οι επιλογές μας τα τελευταία χρόνια. Βλέπεις πόσο έντονη είναι αυτή η ανάγκη της διασημότητας τα τελευταία χρόνια. Μέσα από το Ίντερνετ βλέπεις πόσο διάσημοι μπορούν να γίνουν μερικοί απλοί άνθρωποι. Ή πώς φιγουράρουν την πάρτη τους διάφοροι εκεί μέσα.
– Να σου πώ κάτι Θεοδοσία; Είχα ξεκινήσει να γράφω για το ίντερνετ από πάρα πολύ παλιά, και τότε στο περιοδικό 01 είχα γράψει “το ίντερνετ μια μέρα θα είναι η καλύτερη εκδίκηση των μηχανών απέναντι στην ανθρωπότητα”. Και αυτό πιστεύω ότι γίνεται σήμερα… Αλλά τέλος πάντων, μέσα σε αυτό το αδηφάγο παιχνίδι της ιντερνετικής έκθεσης δεν φαίνεσαι πολύ ενεργή.
Όχι, γιατί θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να μοστράρω την πάρτη μου τόσο πολύ πια.
– Την τέχνη σου;
Ναι… ‘Οταν εμφανίζομαι ναι, αλλά έχω και καιρό να βγάλω καινούργιο δίσκο. Επειδή, βλέπεις, δεν δέχομαι να τραγουδήσω τραγούδια αλλονών.
– Γιατί;
Γιατί θέλω να πω τα δικά μου. Και τα δικά μου δεν είναι και τόσο πολύ “acceptable” από τις εταιρείες.
– Τι άλλαξε; Δηλαδή εννοώ στους Πύξ-Λαξ γιατί τραγούδησες;
Γιατί μου το ζήτησε η εταιρεία και έπρεπε να πω ένα «ναι».
– «Έπρεπε»; Δεν σου άρεσε; Να συμπληρώσω εδώ ότι είναι το μοναδικό τραγούδι των Πυξ-Λαξ που θα μπορούσα να ακούσω πολλές φορές συνεχόμενα, χωρίς να ξενερώνω. Έχει μια μαγική στιγμή δική σου μέσα του, μια περίεργη σύζευξη…
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε κάτσει τότε με τον Φίλιππο και το τραγούδι αυτό βγήκε από μια συζήτηση που κάναμε μαζί. Δεν ήταν έτοιμο. Και επειδή μου είχαν δοθεί διάφορα “άσματα” από διάφορους διάσημους κυρίους της ελληνικής μουσικής σκηνής, δεν μου άρεσε κάτι.
– Υπήρξε κάτι που σε ενόχλησε και σταμάτησες να δισκογραφείς;
Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται να έχει μια εταιρεία πίσω του, για διάφορα θέματα. Αυτό το ανακάλυψα μέσα από τον δικό μου δρόμο του επαγγελματισμού. Θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα σήμερα, αλλά χρειάζεται και μια εταιρεία. (σιωπή). Και λίγο έχασα και τη διάθεσή μου να βγάλω όλα αυτά που πιστεύω μέσα από την μουσική. Έχω γραμμένα πάρα πολλά τραγούδια. Αλλά, μετά, σκέφτομαι ότι ίσως δεν τα έχει και πολλή ανάγκη το κοινό της Ελλάδας. Τουλάχιστον σε αυτήν την μορφή μουσικής. Και μιλάω για την Ελλάδα γιατί στην Ελλάδα ζω. Έχω ζήσει και στην Αυστραλία, και ξέρω ότι θα ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να βγάλω το ύφος της μουσικής που θέλω σε μια άλλη χώρα, της Ευρώπης για παράδειγμα.
– Ναι, αλλά συνεχίζεις και τραγουδάς ελληνόφωνα τραγούδια…
Αυτά που τραγουδάω, ίσως μαζί με κάποιες διασκευές. Αλλά δοκιμάζω και κάποια καινούργια πράγματα δικά μου στη σκηνή, χωρίς να τα έχω ηχογραφήσει, και κάποιοι μένουν λίγο μεταίωροι, σαν να σκέφτοναι «τι είναι αυτό τώρα!». (γέλια). Κοίτα, το δικό μου κοινό είναι πολύ έτοιμο να δεχθεί κάτι καινούργιο από εμένα. Αλλά το ευρύ κοινό, ξέρεις θέλει αυτά τα κομμάτια που τα αγάπησε αμέσως, τα κομμάτια μου με τους Μπλε, τον δίσκο μου “Κόκκινο” με το “Θάλασσα” και το “Που Να ‘Σαι Τώρα” δύο φοβερά τραγούδια του Γιώργου του Μίχα, αυτά τα δέχονται με μεγάλη ευχαρίστηση, δεν τους μπερδεύουν. Ενώ όταν έβγαλα την “Λεωφόρο της Εύας” που έγραψα δικά μου, ενώ το γουστάρουν τους μπερδεύει λιγάκι. Αλλά η Θεοδοσία είναι όλα αυτά. Αυτά που επικοινωνώ. Ο καλλιτέχνης, πιστεύω, είναι αυτός που βγάζει τον εαυτό του και ξεβρακώνεται μπροστά στον εαυτό του. Και εν συνεχεία στο κοινό. Πιστεύω ακόμα ότι μια φωνή είναι μια σφραγίδα στο σύμπαν. Για το ποιός είσαι, τι είσαι, τι ήσουν, τι θες να ‘σαι. Οπότε προτιμώ να μην βάζω τη φωνή μου σε συνθέσεις όλων με καλούν, ακόμα και σε δικές μου, μέχρι να αισθανθώ ότι είμαι έτοιμη για αυτό που θα έρθει μετά.
– Τι έρχεται;
Δεν έχω ιδέα. Αλλά ξέρω ότι έχουμε μπει σε μια άλλη ενέργεια των πραγμάτων πια. Σε κάτι πολύ άυλο, πολύ διάφανο. Πολύ αόρατο. Αλλά ρευστό.
– Έλα ρε, μου αρέσει το “αόρατο”… Σαν τον μανδία του Χάρι Πότερ.
Ναι, γιατί θέλω να κρύβομαι από τον κόσμο της μουσικής. Βαρέθηκα να με θεωρούν αυτοί οι άνθρωποι κάτι διαφορετικό. Παίζω πιάνο, κιθάρα, και πολλά άλλα πράγματα στο σπίτι μου, γράφω τραγούδια, αλλά ρε φίλε βαρέθηκα να θεωρούμαι ότι δεν κολλάω με το σύνολο των πραγμάτων στον ελληνικό χώρο της μουσικής, και βαρέθηκα όλο αυτό το έργο που κάποιες φορές έπρεπε να το κουβαλάω. Και εννοείται ότι μιλάω για την μουσική και την τέχνη. Μιλάω για τον μουσικό χώρο των πραγμάτων. Δεν άντεξα πολύ. Έφαγα πολλές ήττες…
– Σε τι μάχες;
Συνεργασίες, εξαπατήσεις, αντιπαραθέσεις… Αλλά δεν είχα τη δύναμη να το κυνηγήσω παραπάνω. Δεν ήθελα άλλο να λέω ούτε «ναι», ούτε «όχι». Οπότε μπήκα ξανά στην μουσική σαν να έμπαινα σε ένα θεραπευτικό κομμάτι της ζωής μου. Τα τελευταία δέκα χρόνια ερευνώ την τέχνη προς άλλες κατευθύνσεις. Ταξιδεύω περισσότερο, συναντώ νέους ανθρώπους, διαβάζω πιο πολύ, και όχι ως Τσάτσου. Ως απλή Θεοδοσία. Βλέπεις δεν έχω και την καλύτερη σχέση με το επίθετό μου αυτό. Γιατί, και όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν ήξερα τι θα πει “τσάτσος” και όταν έμαθα, ντράπηκα, ένιωσα σαν να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω μου. (γέλια). Λέω «ώπα ρε παιδιά», γι’ αυτό και μετά προσπάθησα να περάσω το Babalu, αλλά δεν το δεχότανε κανείς…
– Ακούγεσαι πληγωμένη.
Ναι, αρκετά. Εντάξει, είμαστε λίγο συναισθηματικές τσούλες εμείς οι τραγουδίστριες. Το συναίσθημα τραγουδάμε, πληγωνόμαστε πολύ εύκολα. Εγώ, δηλαδή έχω φάει αρκετό ξύλο. Αλλά αυτή η προσπάθεια, να φοράς πάντα πανοπλία για να αντέχεις, με κούρασε. Και μετά το “Α Γαπήσου” την πέταξα και είπα «αντίο». Το ξέρεις πολύ καλά ότι θέλει πολλά κότσια. Για να μπορεί να υπάρχει μια γυναίκα στη ροκ σκηνή στην Ελλάδα, απέναντι σε όλον αυτόν τον αντρικό πληθυσμό, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν δικαιολογούμαι. Ως γυναίκα, ξανθιά, που το κουνάς, και έχεις φωνή, και έχεις και θάρρος και θράσος, και θες να κάνεις τα δικά σου πράγματα, και έχεις και τη δική σου άποψη, και τρως ένα πάρα πολύ μεγάλο πακέτο. ‘Εχω φάει μπούλινγκ, από την αρχή, μέσα από το ίδιο μου το σπίτι, από τον ίδιο μου τον πατέρα που δεν ήθελε να κάνω τέτοια πράγματα και εν συνεχεία από το περιβάλλον μου. Επειδή ήμουν λίγο αντιδραστική.
– Ναι, αλλά τον δρόμο σου εσύ τον ορίζεις. Και το κάνεις. Και μπαίνεις στο παιχνίδι…
Ωραία, μπαίνω αλλά μπορώ να βγω κιόλας όποτε γουστάρω, έτσι δεν είναι ρε Γιάννη;
– Κοίτα, τον καιρό που τραγούδησες εκείνο το πρώτο τραγούδι, μπήκες με πολλή φόρα, με ένα νέο ροκ “σουξέ” που έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα. Και η αλήθεια είναι ότι τους πιάσατε όλους στον ύπνο, μαζί με μια μπάντα φοβερών μουσικών βγάζετε έναν τρομερό ροκ δίσκο, και πριν ακόμα συνειδητοιήσεις τι έχεις φτιάξει, φεύγεις. Σήμερα θεωρείς ότι ήταν λάθος σου να φύγεις τόσο νωρίς;
Αν δεν έφευγα δεν θα ανακάλυπτα τι θα πει μουσική. Δεν θα ανακάλυπτα τι θα πει εκτείθεμαι προσπαθώντας να δείξω τα δικά μου πράγματα.
– Γιατί με την μπάντα δεν θα είχες το δικό σου μερίδιο; Αν και ως front woman δεν θα χρειαζόταν να σε ανησυχεί; Αλλά δεν σου επέτρεπαν να γράψεις δικά σου εννοείς…
Οι Μπλε μου το είχαν απαγορέψει. Από εμένα ήθελαν μια ερμηνεύτρια. Και τότε στην Virgin θυμάμαι ο Πετρίδης και η μπάντα, ήθελαν τη φάτσα μου και τη φωνή μου, δεν ήθελαν τίποτε άλλο από εμένα. Θα μπορούσα να το δεχτώ και να ήταν μόνο αυτό, όπως μου είχαν πει τότε πολλές εταιρείες. «Δεν σου φτάνει μόνο που τραγουδάς;». «Γιατι θέλεις να χωθείς και σ’ αυτά;». Και τους έλεγα «δεν είναι κάτι που το θέλω για να σας δημιουργήσω πρόβλημα, είναι κάτι που μου βγαίνει. Γιατί δεν μου δίνετε μια ευκαιρία για να δω πώς είναι;». Με εμπιστεύτηκε η Μinos EMI με τον “‘Υποπτο Κόσμο”. Αλλά κανένας δεν δέχθηκε την γκόμενα εύκολα. Και το έχω υποστεί αυτό από πάρα πολλά ονόματα αυτό το μπούλινγκ. Δεν θα αναφέρω κανέναν. Αλλά αυτοί ξέρουν ποιοι είναι. Και χρειάστηκε πάρα πολλά αρχίδια για να στέκομαι εκεί πάνω. Και κουράστηκα ρε φίλε. Αρρώστησα και είπα «άντε γεια». Έκανα και μια παράσταση για τη ζωή της Τζάνις Τζόπλιν, τότε που με πίεσαν να το κάνω κι αυτό, αρρώστησα ακόμα πιο πολύ που μπήκα μέσα σ’ αυτήν τη γυναίκα και είδα τι πέρασε. Είδα και τι θα πει ηθοποιός πάνω στη σκηνή και λέω «Παιδιά, τελείωσε, αυτό ήταν! Δεν μπορώ άλλο πιά. Δεν το ‘χω». Και μετά απλά σταμάτησαν τα πράγματα. Και ναι, δεν είναι κακό να υπάρχεις όποτε εσύ θέλεις. Αλλά θα ήθελα να μπορώ να υπάρχω περισσότερο και να κάνω αυτό που θέλω χωρίς να χρειάζεται να απολογούμαι και να νιώθω ότι με κοιτάνε με έναν τρόπο που με πονάει. Δεν με προσβάλει. Δεν προσβάλομαι από τίποτα, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Απλά έχει έναν πόνο, περίεργο, όλη αυτή η φάση που βγάζει θυμό, βγάζει μια θλίψη ακατανίκητη, η οποία μπορεί να γίνει τέχνη, αλλά μετά σωριάζεσαι. Οπότε ναι, προτιμώ να κάνω πολλών ειδών τέχνες, ζωγραφίζω, γράφω, σπούδασα κλασική όπερα, μαθαίνω ξένες γλώσσες, έμαθα να τραγουδάω στα Ινδικά που το ήθελα τόσο πολύ από μικρή, έμαθα όργανα που ήθελα πάντα να τα μάθω, και έχω αλλάξει πολλά σπίτια…
– Σίγουρα σου την έχουν κάνει άπειρες φορές αυτήν την ερώτηση. Αλλά σήμερα τι φοβάσαι;
Δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Δεν φοβάμαι τις καταιγίδες. Την ασθένεια φοβάμαι και τα ατυχήματα που μπορεί να σε αφήσουν φυτό. Εκεί σαφέστατα έχω το καλαθάκι με τους φόβους μου. Ο θάνατος με στέλνει σε ένα άλλο επίπεδο επίγνωσης και συνείδησης.
– Της στιγμής;
Της αιωνιότητας. Που είναι ούτως ή άλλως η στιγμή. Η αιωνιότητα έχει τη στιγμή, όπως το τίποτα έχει το όλον. Γι’ αυτό και γίνομαι συχνά ένα τίποτα. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι έχουμε υποστεί μια ύπνωση που δεν αντιλαμβανόμαστε καν τι είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά. Κανένας πραγματικά δεν ξέρει τι θέλει σε αυτήν την ζωή.
– Να σου κάνω μια άλλη ερώτηση, που αφορά αυτά τα μεγάλα, αυτά που θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας για να τα θυμόμαστε για πάντα. Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς μια τραγουδίστρια του δικού σου βεληνεκούς δεν ψάχθηκε πιο έντομα να βγει στο εξωτερικό;
Μάλλον έχει να κάνει με τους γονείς μου που τα τελευταία τριάντα χρόνια ήταν πάρα πολύ άρρωστοι και δεν μπορούσα να τους αφήσω μόνους. Με χρειαζόντουσαν, οπότε ήμουν εκεί μαζί τους. Η μάνα μου έφυγε πριν λίγα χρόνια. Ο πατέρας που έχει μείνει πίσω είναι πολύ ασθενής, αλλά από την νεαρή μου ηλικία φαντάσου έκανα πράγματα που δεν τα γούσταραν. Σπούδασα αγγλική φιλολογία, σπούδασα και στο Κρατικό Θέατρο, και ήθελαν να κάνω κάτι ανάλογο. Ήθελαν να γίνω δασκάλα. Δεν ήθελαν να γίνω ηθοποιός. Σπούδασα πιο μετά και μουσική, και εκείνοι νόμιζαν ότι το έκανα σαν χόμπι. Έβλεπαν ότι ήμουν λίγο φευγάτη, οπότε όταν έμαθαν ότι έγινα τραγουδίστρια σοκαρίστηκαν. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι στους Μπλε ήταν η Θεοδοσία Τσάτσου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με δυσκόλεψε εκείνη κατάσταση. Με είχαν απορρίψει για ένα διάστημα. Μετά άρχισαν να με αγαπάνε πάλι, αλλά ξέρεις γιατί; Γιατί κάθε φορά που έμπαιναν στην εντατική ρωτούσαν οι γιατροί «ξέρετε την Θεοδοσία;» και η μάνα μου έλεγε «είναι η κόρη μου» και άνοιγαν οι πόρτες. Ξέρεις δεν τα λέω αυτά για να παινευτώ. Απλά η μάνα μου έλεγε «κοίτα να δεις, οι γιατροί που πηγαίνουμε στο νοσοκομείο σε ξέρουν και σε αγαπάνε και μας φροντίζουν». Γιατί ήμασταν συνέχεια στις εντατικές με τα εμφράγματα και τις ανακοπές του πατέρα μου. Από τότε άρχισαν να είναι λίγο διαφορετικοί απέναντι στην τραγουδίστρια. (γέλια). Σου ακούγεται παράξενο όλο αυτό; Ε, κάπως έτσι ήταν οι γονείς μου. Θεωρούσαν ότι το να είσαι τραγουδίστρια είναι πολύυυυυ δεύτερο. Δεν θα έπρεπε να είσαι αυτό το πράγμα.
– Κοίτα κάποιοι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να τους μοιάσουν, άλλοι θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν διάσημα, άλλοι δεν θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν τραγουδιάρες ή μπουζουξίδες.
Κοίτα, κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι μπορεί να είναι οπισθοδρομικοί, αλλά μπορεί να έχουν κι ένα ένστικτο και μία σοφία. Μια σοφία, πολύ παράξενη, που την αντιλήφθηκα με τα χρόνια, την οποία χρειάζεται που και που, αν όχι να υποκλινόμαστε σε αυτήν, αλλά τουλάχιστον να την ακούμε. Εσύ, βέβαια, από την μεριά σου πρέπει να πάρεις το ρίσκο σου. Βέβαια, εγώ δεν ήξερα πολλά πράγματα. Δεν ήξερα αν είμαι ροκ. Όλα αυτά βγήκαν με την μπάντα. Με το που ανέβηκα στη σκηνή και άρχισα να τραγουδάω τα τραγούδια των Μπλε.
– Πριν τους Μπλε τι μουσική άκουγες; Τι σου άρεσε να κάνεις;
Πριν τους Μπλε δούλευα κρυφά στα μιούζικ χολ της Θεσσαλονίκης. Έβγαινα στο πρώτο πρόγραμμα μαζί με τα φιλαράκια μου από το Κρατικό Θέατρο. Παράνομα. Δεν το ήξεραν ούτε οι δικοί μου, ούτε οι δάσκαλοι. Γιατί δεν επιτρεπόταν ως ΚΘΒΕ να βγαίνεις, και ήμουν και στο Αριστοτέλειο ταυτόχρονα για να κάνω το χατήρι στον μπαμπά μου. Οπότε για να έχω χρήματα για να ασκώ κι αυτό που ήθελα έπρεπε κάτι να κάνω. Και βρήκα τρόπο, και πήγαμε κάποια παιδιά και βγαίναμε στο πρώτο πρόγραμμα της βραδιάς, και κάναμε με τον Κουτσελίνη τότε στα Άστρα το Rocky Horror Picture Show, το Cats, από το Hair. Τέτοια πράγματα. Εγώ εκεί έβγαινα ως “Τεό” με μαύρη περούκα. Για να μην μαθευτεί ποτέ.
– Σήμερα, ποιος είναι ο σοβαρότερος λόγος που θέλεις να κάνεις αυτές τις εμφανίσεις;
Πρώτα απ’ όλα θέλω να τις κάνω γιατί γουστάρω να παίζω, να τραγουδάω. Γουστάρω πολύ την μπάντα μου πάρα πολύ, θέλω οι μουσικοί μου να φαίνονται γιατί τους έχω και χρόνια μαζί μου, και θέλω και να τους πληρώνω. Θέλω να υπάρχουμε όλοι μαζί. Μόνο σαν μουσικοί. Γι΄ αυτό το κάνω, για τίποτ’ άλλο. Και τα παιδιά του Faust μας έχουν φερθεί εξαιρετικά, είναι πολύ ωραίοι τύποι, με έχουν περιποιηθεί και ναι, το νιώθω και λίγο σαν σπίτι μου. Και περάσαμε πολύ καλά πέρυσι, δηλαδή πέραν του ότι είχε πολύ κόσμο, μου έκανε εντύπωση ότι είχαμε πολλά νέα παιδιά.
– Θεωρώ ότι τα τραγούδια σου μπορεί και να έχουν πιο δυνατό αντίκτυπο στα σημερινά νέα παιδιά που πιθανόν ψάχουν τι γινόταν στην τοπική ροκ σκηνή τη δεκαετία του ’90, παρά στα ίδια ηλικιακά νέα παιδιά που σας άκουσαν τότε πίσω στα 90s. Ο χρόνος ανάμεσα στα τόσα κακά, όπως αυτό της φθοράς που φέρνει μαζί του, έχει και άλλα αγαθά, όπως αυτό της ωρίμανσης.
Βέβαια, σε φωτίζει, σε κάνει πιο σοφό. Αλλά ξέρεις, η νέα κατάσταση στη δισκογραφία μου φαίνεται πολύ κουραστική. Δεν θέλω να βγάλω singles. Θέλω να βγάλω ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, με οκτώ-δέκα κομμάτια. Βέβαια, δεν έχω ψαχτεί και πάρα πολύ για να βρω εταιρείες, γιατί ξέρεις τι φοβάμαι; Τις απαιτήσεις που θα έχουν από εμένα.
– Ναι, γι’ αυτό βρίσκεις μια εταιρεία που θα σε καλύψει μόνο σε αυτά που θεωρείς απαραίτητα.
Κοίτα, όταν σου είπα ότι δεν τραγουδάω άλλων τραγούδια, δεν το είπα επιτακτικά. Δεν μου αρέσει η τακτική των παλιών ελληνικών δισκογραφικών, γράψε και με εκείνον, τραγούδα και για τον άλλον. Δεν μου έχει κάτσει κανένα τραγούδι που να μου αρέσει. Μου στέλνουν συνέχεια τραγούδια. Μα συνέχεια! Οι στίχοι τους είναι βαρύγδουποι, αρσενικοί πολύ, που σημαίνει ότι δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους, οι μουσικές ενορχηστρώσεις τους είναι τοξικά αρσενικές, και δεν μπορώ ρε φίλε να συντονιστώ. Και γι’ αυτό δεν το κάνω. Όπως δεν τραγουδάω πια Γιώργο Μίχα. Δεν θέλω άλλο.
– Ιδανικά με ποιον γνωστό ή άγνωστο μουσικό θα ήθελες να συνεργαστείς;
Με έχουν κάνει να πιστέψω ότι δεν ταιριάζω με κανέναν.
– Η φωνή σου δεν έχει δύναμη; Μπορεί να έχει δύναμη να σταθεί δίπλα σε έναν άλλο. Έχει δύναμη να επικοινωνήσει;
Πιστεύω πως ναι. Βεβαίως, και την νιώθω ότι μπορεί να επικοινωνήσει. Επικοινωνεί με τους μουσικούς μου. Και αυτό ίσως να είναι το σπουδαιότερο για εμάς. Έχω τέσσερις μουσικούς μαζί μου, με τον κιθαρίστα και τον ντράμερ είμαστε μαζί πάνω από δέκα χρόνια, δώδεκα περίπου, πέντε μαζί με τον μπασίστα, και ο καινούργιος μου είναι ο πληκτράς/πιανίστας ο οποίος μόλις μπήκε στο σχήμα.
– Δεν μου είπες, όμως, με ποιον θα ήθελες να κάνεις ένα ντουέτο σήμερα. Έτσι για να κλείσουμε με μια φανταστική ιδέα στο μυαλό μας.
Δεν ξέρω. Αλλά μπορώ να σου πω ποιους γουστάρω ως καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μου αρέσει πολύ ο Αλκίνοος, έχω πολύ respect για αυτόν, μου αρέσει ο Μάλαμας, μου αρέσει ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, και μου αρέσει πολύ η Φαραντούρη, αγαπάω όλο το έργο που κουβαλάει αυτή η μεγάλη κυρία. Την αγαπάω.
– Και κάποιο αγαπημένο σου βιβλίο, ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια ταινία, ένα θεατρικό που ξεχώρισες τελευταία;
Με ενθουσίασε το “ΙΝΚ” του Παπαϊωάννου. Τρελάθηκα!
➸ INFO: Η πρωτοποριακή Θεοδοσία Τσάτσου, μετά τις εκρηκτικές της συναυλιακές εμφανίσεις την προηγούμενη σεζόν, επιστρέφει στο μουσικό στέκι του Faust. Εκεί, θα αποδώσει αγαπημένα μουσικά έργα με τον μοναδικό της τρόπο, ξεκινώντας ένα ταξίδι μέσα από τη μουσική που θα μας οδηγήσει σε έναν εξαιρετικό κόσμο.
- Πρεμιέρα: Πέμπτη 19 Οκτωβρίου και κάθε Πέμπτη
- Ώρα έναρξης: 21:30
Αθήνα, 150 60 Greece Κρατήσεις: +30 210 3234095 (12:00 – 21:00)