Η συνάντηση έγινε στο σπίτι του στην Κυψέλη. Ήταν το πρώτο διαμέρισμα που έζησε με τους γονείς του στην Αθήνα, προτού μετακομίσουν στην οδό Καψάλη, στο Κολωνάκι. Επέστρεψε εκεί πριν από τέσσερα χρόνια κουβαλώντας μαζί του όλη του την οικογενειακή ιστορία σε αντίκες, γραπτά, καθρέφτες και κάδρα. Κάτσαμε στο σαλόνι κάτω από τις προσωπογραφίες της Λούλας Αναγνωστάκη και του Γιώργου Χειμωνά. Πάνω από τον καναπέ ήταν το δικό του πορτρέτο.
Στη βιβλιοθήκη του κυριαρχούσε ο Μπρεχτ και βιβλία των συγγραφέων της οικογένειας. Ο “Κύριος Τέλειος”, το τελευταίο του βιβλίο γίνεται αφορμή για μια συζήτηση για τον αντίπαλο εραστή. Ο “Ραμόν” μάς γυρίζει στα φοιτητικά του χρόνια στο Στρασβούργο.
Ο Θανάσης Χειμωνάς ξαπλώνει στον καναπέ, δίπλα σε μια βιτρίνα γεμάτη κύπελα και μετάλλια από το πινγκ πονγκ και η αφήγηση -διακεκομμένη από ερωτήσεις- ξεκινά από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σ’ ένα σπίτι με δυο από τις σπουδαιότερες μορφές των ελληνικών γραμμάτων… για να φτάσει στην εμπλοκή του με την πολιτική και στο συγγραφικό του σήμερα.
Τώρα ολοκληρώνει -λέει- κάτι εντελώς διαφορετικό -ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που θα μας μεταφέρει σε ένα καθεστώς πολιτικής ορθότητας… που όπως φαίνεται του πάει πολύ. Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να στηλιτεύει ζητήματα που καίνε.
– Πως νιώθεις να ζεις ανάμεσα στα πορτρέτα των γονιών σου;
Σαν να είναι οι γονείς μου παρόντες. Είναι πολύ ωραία πορτρέτα.
– Από τα πράγματα τους τι έχεις κρατήσει; Έχω την αίσθηση πως υπάρχουν πολλά αντικείμενα από τα παλιά.
Έχω κρατήσει σχεδόν όλα τα πράγματα τους. Εκτός από δυο τρία δικά μου και δυο τρία που πήρα όταν ήρθα εδώ, είναι όλα δικά τους.
– Τι είναι εκείνο που δεν ήθελες να αποχωριστείς με τίποτα;.
Είναι πάρα πολλά. Έχω μια τάση να κρατάω αντικείμενα. Δεν πετάω εύκολα. Η μετακόμιση ήταν δύσκολη. Έχω πράγματα απ’ όλες τις εποχές της ζωής μου. Από άτομα αγαπημένα ή και λιγότερο αγαπημένα τελικά.
– Τι σε έκανε τελικά να επιστρέψεις στην Κυψέλη;
Μου αρέσει πολύ η Κυψέλη. Είχα και όμορφες αναμνήσεις εδώ. Ήμουν εδώ από το 71 έως το 74. Και επέστρεψα το 2018.
– Πως νιώθεις όταν περνάς από το σπίτι στην Καψάλη;
Έπαθα σοκ όταν πήγα και δεν είχε περάσει ούτε χρόνος από τότε που είχα φύγει. Δεν καταλάβαινα που ήμουν. Είχε γίνει γραφείο. Μπήκα στο δωμάτιο μου και δεν το αναγνώριζα. Ήταν πολύ παράξενο.
– Η βιβλιοθήκη σου είναι γεμάτη Μπρεχτ.
Ήταν στο πρόγραμμα της σχολής του πανεπιστημίου μου στη Γαλλία. Έκανα μια διπλωματική για τη σχέση του Μπρεχτ με το αρχαίο ελληνικό δράμα.
– Από τα ποιήματα του θείου σου του Μανώλη Αναγνωστάκη υπάρχει κάποιο που σ’ έχει επηρεάσει;
Μου άρεσε πολύ η ποίηση του. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Αλλά ήταν και πολύ ωραίος τύπος! Είχε χιούμορ.
– Λειτούργησε ως πρότυπο;
Δεν είχα ποτέ πρότυπα. Πάντα ήθελα να κινηθώ όπως είμαι εγώ. Και ό,τι βγει.
– Πάμε στα δικά σου. Ποιος είναι ο Κύριος Τέλειος; Αντίπαλος ή στόχος;
Είναι αντίπαλος του Ήρωα. Ο ήρωας μου είναι πολύ μακριά από το να είναι τέλειος. Είναι και λίγο ρεμάλι. Είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα που τα έχει με κάποιον που είναι τέλειος. Είναι πολύ έξυπνος, πολύ όμορφος, πολύ μορφωμένος, πολύ πετυχημένος, πολύ πλούσιος, πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έχει πραγματικά κανένα ελάττωμα. . Φαντάζει αχτύπητος. Και ο ήρωας μου προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει για να κατακτήσει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος.
– Εσύ με ποιον ταυτίζεσαι από τους δυο;
Δεν μπορώ να πω. Όλοι οι ήρωες μου έχουν κάτι από εμένα. Κι αυτός έχει. Μπορώ να πω πως είναι ένα συναίσθημα που έχω βιώσει. Να μου αρέσει μια γυναίκα που να είναι με κάποιον και να θεωρώ πως είναι με κάποιον που είναι τέλειος και θα είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
– Ξεκίνησες να γράφεις μετά από μια ερωτική απογοήτευση στα φοιτητικά σου χρόνια. Τι είναι εκείνο που συνήθως σε ωθεί;
Δεν έχω ερωτική απογοήτευση κάθε φορά που γράφω.
– Σίγουρα. Πόσο καθοριστική ήταν η εικόνα δυο γονιών να γράφουν;
Δεν νομίζω πως έπαιξε ρόλο. Διάβαζα πολύ ως έφηβος. Μετά σταμάτησα. Δεν με πίεσαν ποτέ να γράψω ή να διαβάσω.
– Έβλεπες ωστόσο καθημερινά δυο ανθρώπους να γράφουν σπουδαία πράγματα…
Θα μπορούσαν να γράφουν συνταγές μαγειρικής. Εγώ ήρθα σε επαφή με το έργο των γονιών μου σε μεγάλη ηλικία. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκαναν.
– Απομονωνόντουσαν για να γράψουν;
Η μητέρα μου όχι. Ο πατέρας μου, ναι.
– Ζοριζόταν η μητέρα σου με αυτό;
Ο πατέρας μου ζοριζόταν. Έγραφε πιο δύσκολα. Έπρεπε να απομονωθεί.
– Αναφέρομαι σε αυτό που έλεγε στην τελευταία της συνέντευξη πως ο πατέρας σου ήταν πολύ μοναχικός και δεν ήταν εύκολη η συμβίωση
– Ναι, ο πατέρας μου κλεινόταν και στον εαυτό του, όχι μόνο στο χώρο. Η μητέρα μου ήταν συνηθισμένη σε αυτό.
– Ίσως γι’ αυτό η μητέρα σου έχει πει σε μια συνέντευξη της πως δεν ξέρει αν ο Γιώργος Χειμωνάς ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της όσο εκείνη;
Ήταν το στυλ του πατέρα μου αυτό. Νομίζω όμως πως το ίδιο ίσχυε και από την πλευρά του.
– Πως βίωσες την απώλεια των γονιών σου;
Ο πατέρας μου πέθανε νέος και ήταν πιο δύσκολο. Είχα μόλις γυρίσει από τη Γαλλία και ήταν γενικά περίεργα τότε. Η μητέρα μου δεν ήταν καλά τα τελευταία δύο χρόνια και ήταν από τις περιπτώσεις που λες «ίσως να είναι καλύτερα έτσι». Είχε άνοια και δεν θυμόταν πια τίποτα. Απλά με αναγνώριζε. Ήταν κατάκοιτη.
– Πες μου ένα όνειρο που επανέρχεται στον ύπνο σου
Βλέπω στον ύπνο μου πως είμαι στο Στρασβούργο και μετακομίζω. Βλέπω πως δεν προλαβαίνω το αεροπλάνο, πως πρέπει να πετάξω πράγματα. Αυτό το όνειρο επανέρχεται και δεν είναι ωραίο.
– Τι σου είχαν πει όταν έγραψες το πρώτο σου βιβλίο; Τον “Ραμόν” τον πρόλαβαν και οι δύο.
Μου είχαν πει πως τους άρεσε. Η μητέρα μου τα πρόλαβε όλα μέχρι και το “Αίτημα Φιλίας¨.
– Τι κρατάς από αυτά που σου έλεγε;
Μου έλεγε καλά λόγια αλλά δεν δεχόμουν συμβουλές. Μόνο για επιμέρους πράγματα. Στα πρώτα βιβλία με είχε βοηθήσει πολύ σε θέματα στυλιστικά, φορέματα, θέματα σερβιρίσματος φαγητών. Υπάρχουν αποχρώσεις στα βιβλία μου που δεν ξέρω τι είναι. Ρωτούσα τη μάνα μου τι να βάλω να φοράει μια ηρωίδα και μου έλεγε για παράδειγμα βεραμάν. Δεν είχα ιδέα ποιο χρώμα ήταν.
– Από τα δικά της έργα ποια ξεχωρίζεις;
Τον “Ήχο του όπλου”, τον “Ουρανό Κατακόκκινο”. Μου αρέσουν σχεδόν όλα.
– Ποιο γραπτό του πατέρα σου απολαμβάνεις πιο πολύ;
“Ο Γιατρός Ινεότις”. Πάντα μου άρεσε πιο πολύ από τα άλλα.
– Πως είναι να μεγαλώνεις στο σπίτι με έναν Ψυχίατρο;
Καλό, σε βοηθάει στις δύσκολες στιγμές! Ειδικά όταν περνούσα μια φάση…
– Με ποιο τρόπο;
Γιατί ήταν πιο εύκολο να το συζητάς με τον πατέρα σου που είναι και ψυχίατρος. Καταλάβαινε καλύτερα.
– Μπήκες ποτέ στη διαδικασία ψυχοθεραπείας;
Είχα πάει για ένα πολύ μικρό διάστημα αλλά όχι δεν κάνω. Δεν με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα. Κάποια πράγματα τα βρήκα πιο εύκολα μόνος μου.
– Μέσα από τη γραφή;
Ναι, το γράψιμο βοηθάει.
– Και το πινγκ- πονγκ;
Ναι, το συστήνουν και οι ψυχίατροι!
– Πάνε χρόνια που παίζεις…
Ναι, ξεκίνησα όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Ήθελα να κάνω ένα άθλημα και έκανα τη σωστή σκέψη πως θα μπορούσα να παίζω για χρόνια, σε μεγάλη ηλικία, κάτι που δεν γίνεται με όλα τα αθλήματα.
– Και πριν από λίγο καιρό ίδρυσες και το δικό σου Σύλλογο..
Ναι, τον Μέγα Αθανάσιο Κυψέλης. Δημιουργήθηκε το 2020 και αγωνίστηκε πρώτη φορά στο πρωτάθλημα πέρυσι. Ήρθε τρίτη, ανέβηκε κατηγορία και φέτος παίζει Β’ τοπικό.
– Στην “Παραφροσύνη” μιλούσες για τη δική σου εμπειρία στο ΠΑΣΟΚ. Κάποτε μου είχες πει πως πας στα κόμματα όταν φεύγουν οι άλλοι. Έχεις μπει στον πειρασμό επιστροφής τώρα που μοιάζει να συντελείται ένα είδος αναγέννησης του ΠΑΣΟΚ;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση. Πάντα το ΠΑΣΟΚ και μετά το ΚΙΝΑΛ είχε κάποιες θέσεις, κάποιους λόγους για να το ψηφίσεις. Αλλιώς το 81, αλλιώς το 84, αλλιώς το 91, αλλιώς το 96, αλλιώς το 2012. Τώρα δεν θεωρώ πως έχει κάποια διαφοροποίηση στα σημαντικά θέματα από τη Ν.Δ. και το ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει κάτι να πει, δεν με τραβάει και πως δεν υπάρχει λόγος για να το ψηφίσεις. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω καν αν θα ψηφίσω. Δεν υπάρχει καν κάποιο κόμμα, κάποιος πολιτικός να με εκφράζει. Η πολιτική όπως είναι τώρα δεν με εκφράζει. Δεν υπάρχει κάποιο διακύβευμα. Παλιά υπήρχε αριστερά/δεξιά, μνημόνιο/αντιμνημόνιο, συντήρηση/πρόοδος, Πρέσπες..
– Δεν υπάρχει τόσο ισχυρό δίπολο δηλαδή..
Υπάρχει δίπολο.Υπάρχει Νέα Δημοκρατία/ΣΥΡΙΖΑ όπως υπάρχει Ολυμπιακός/ Παναθηναϊκός. Στην πραγματικότητα μοιάζουν πολύ. Υποτίθεται πως εκπροσωπούν διαφορετική ιδεολογία αλλά ουσιαστικά λένε τα ίδια πράγματα, είτε είναι η ιστορία στον Έβρο, είτε οι εξοπλισμοί, είτε ο covid, είτε η ενεργειακή κρίση που έρχεται…
– Όταν είχες προσχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ τότε, τι ήταν εκείνο που σε είχε πείσει;
Ψήφιζα πάντα ΠΑΣΟΚ, γνωρίζοντας τα αρνητικά του και δίνοντας έμφαση στα θετικά του. Το 2012 θεωρούσα πως το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει κάποιες γενναίες αποφάσεις για να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ. Αυτός θεωρώ πως ήταν ο λόγος που πήγα στο ΠΑΣΟΚ εκείνη τη εποχή και θεωρώ πως είναι ότι πιο ακραίο έχω κάνει στη ζωή μου, με την καλή έννοια βέβαια. Είμαι πολύ περήφανος που πήγα εκείνη την εποχή. Κάπως έτσι ήταν και το σκεπτικό όταν πήγα στο ΠΟΤΑΜΙ ΤΟ 2018. Ήμουν υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών. Πάλι ο περισσότερος κόσμος ήταν εναντίον. Θεώρησα πως αυτό που έκανε το ΠΟΤΑΜΙ ήταν πολύ γενναίο. Έτσι εντάχθηκα και εγώ στο ΠΟΤΑΜΙ. Αυτή ήταν η λογική που ανακατεύτηκα με την πολιτική.
– Το ΠΟΤΑΜΙ τελείωσε λίγο άδοξα. Θα είχε νόημα να υπάρχει σήμερα;
Θα έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει το ΠΟΤΑΜΙ, πιθανότατα και με το Σταύρο μπροστά ασχέτως αν δεν είχαμε πάει καλά στις εκλογές και θεωρώ πως όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, θα είχε πάρει και καλά ποσοστά.
– Πιστεύεις δηλαδή πως αν είχε παραμείνει, σήμερα θα ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη;
Ναι. Αυτή τη στιγμή θεωρώ πως δεν υπάρχει μεσαίος χώρος.
– Πιστεύεις δηλαδή πως το ΠΟΤΑΜΙ εξέφραζε το μεσαίο χώρο; Γιατί έχω την αίσθηση πως για τους περισσότερους όχι…
Ούτε για μένα στην αρχή. Το ΠΟΤΑΜΙ άργησε πάρα πολύ για να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο στίγμα. Στην αρχή έλεγα πως είναι χιπστεράδες κα πως δεν παίρνουν θέση. Ετεροκαθοριζόταν συνεχώς από Ν.Δ, και ΣΥΡΙΖΑ, πήγαινε μια προς τη μία, μια προς την άλλη. Στο τέλος όμως ναι, εξέφραζε το μεσαίο χώρο.
– Θα επέστρεφες κάπου απ’ όπου έχει φύγει; Σαν στάση ζωής…
Πιστεύω πως ναι. Αν με εξέφραζε, ναι. Όχι όμως αν έλεγε τα ίδια πράγματα με τη στιγμή που έφυγα.
– Οι γονείς σου ήταν πάντα αριστερά, σωστά;
Ναι, αριστερά. Εσωτερικό. Η θεία μου μόνο ψήφιζε ΠΑΣΟΚ. Εγώ ανδρώθηκα το ’81.Με πήγε η θεία μου στις μεγάλες ομιλίες του Ανδρέα
– Ισχυρό το αποτύπωμα της θείας. Μου είχες πει πως αυτό που θυμάσαι από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, το θείο σου, ήταν το ότι σε πήγε στο γήπεδο και μετά ήθελες να γίνεις ποδοσφαιριστής.
Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής πριν με πάει στο γήπεδο. Είχα αλλάξει σχολείο, όλα τα παιδάκια έπαιζαν μπάλα. Για να ενταχθώ άρχισα να παίζω και ‘γω. Αυτό έγινε το 1982. Είχε τότε Μουντιάλ στην Ισπανία. Κόλλησα με το ποδόσφαιρο και άρχισα να ψήνω τον θείο μου να με πάει στο γήπεδο γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να με πάει. Και ο θείος μου με πήγε στην ομάδα που υποστήριζα, στον Απόλλωνα.
– Και μέχρι ποια ηλικία ήθελες να γίνεις ποδοσφαιριστής;
Μέχρι που κατάλαβα ότι είμαι τελείως άσχετος, δηλαδή τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, έπειτα ήθελα να γίνω ποπ σταρ και μετά αποφάσισα να γίνω αθλητικός συντάκτης.
– Κι έκανες χόμπι σου επάγγελμα. Όχι τόσο ωραίο τελικά, σωστά;
Ναι, δεν είναι καλό. Το βλέπεις αλλιώς. Θυμάμαι να βλέπω Champions League και να θέλω να χάσει η ομάδα μου γιατί άμα ισοφάριζε και έπαιρνε παράταση θα έπρεπε να μείνω πιο πολύ στην εφημερίδα. Το χόμπι είναι καλό να μένει χόμπι. Εκτός από την περίπτωση της συγγραφής γιατί είναι ένα χόμπι που πληρώνεται αλλά τα λεφτά είναι πολύ λίγα. Δεν είναι δηλαδή δουλειά.
– Από τη συγγραφή λοιπόν δεν μπορείς να ζήσεις;
Εγώ όχι, άλλοι μπορούν.
– Στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι. Και κυρίως οι συγγραφείς μπεστ σέλερ που μάλλον δεν γράφουν λογοτεχνία..
Μια χαρά λογοτεχνία.., Θεωρώ πως οι συγγραφείς τύπου Μαντά/Δημουλίδου κάνουν κάτι καλά. Μου έλεγαν γιατί δεν γράφεις ένα μπεστσέλερ να βγάλεις λεφτά; Δεν είναι εύκολο αυτό που κάνουν. Απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. ξέρουν να γράψουν μια ιστορία με πολύ απλά λόγια, ενδεχομένως για άτομα που δεν θέλουν να το πολυψάξουν. Αν δεν υπήρχαν αυτοί που κάνουν μπεστ-σέλερ δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς. Αν δεν υπήρχε η Μάιρα Παπαθανασοπούλου που έγραψε τον “Ιούδα που φιλούσε υπέροχα”, ο Πατάκης μπορεί να μην είχε κάνει άνοιγμα στους νέους συγγραφείς…
– Πως βιοπορίζεσαι λοιπόν;
Από τα δικαιώματα των βιβλίων των γονιών μου, από τα δικά μου βιβλία. Κάνω καμιά μετάφραση, αρθρογραφώ κατά καιρούς όπως στο Φως των Σπορ.
– Ποιος συγγραφέας έχει ξεχωριστή θέση για σένα;
Ακολουθώ πιο πολύ βιβλία. Αγαπημένο μου βιβλίο είναι η “Αισθηματική αγωγή” του Φλωμπέρ. Μου αρέσει ο Ντοστογιέφσκι. Έχω πει πως μου αρέσει και ο Στίβεν κινγκ αλλά έχω πολλά χρόνια να τον διαβάσω. Έγινε πολύ μπεστ-σελερίστας.
– Θέατρο δεν γράφεις;
Όχι. Έχω γράψει μόνο ένα μονόπρακτο γιατί μου το ζήτησαν, λίγο πριν τον Covid. Ωραία ήταν αλλά δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω. Μου έχουν πει πως έχω θεατρική γραφή αλλά μου φαίνεται δύσκολο
– Τι ετοιμάζεις τώρα;
Ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό απ’ ότι έχω γράψει μέχρι τώρα. Καταρχήν είναι πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Είναι 73.000 λέξεις που για μένα είναι τεράστιο. Και το θέμα αφορά επιστημονική φαντασία . Ένας τύπος πεθαίνει το 2027, καταψύχεται και τον επαναφέρουν στη ζωή το 2073 όπου υπάρχει μια δικτατορία πολιτικής ορθότητας. Στηλιτεύω κάποια θέματα όπως την άποψη πως δεν υπάρχουν φύλα, τη λογοκρισία σε κάθε μορφή τέχνης.
– Εσύ νιώθεις να έχεις υποστεί λογοκρισία;
Πάρα πολλές φορές. Έχω χαρακτηριστεί ρατσιστής, σεξιστής χωρίς να έχω πει τίποτα σεξιστικό. Αλλά αν τύχει να σου πει κάποιος κάτι και του απαντήσεις θα θεωρηθεί πως είναι σεξιστικό, ενώ αν είχα πει το ίδιο πράγμα σε έναν άντρα, κανένας δεν θα έλεγε τίποτα. Σεξισμός σημαίνει πως κρίνεις αρνητικά μια γυναίκα ως γυναίκα. Όταν την αντιμετωπίζεις σαν έναν οποιοδήποτε άνθρωπο ανεξάρτητα από το φύλο της, είναι το ακριβώς αντίθετο. Φοβάσαι πλέον να πεις κάτι γιατί φοβάσαι πως θα παρεξηγηθεί. Βλέπεις πλέον αυτό το cancel culture παντού. Όπως αυτό που είχε γίνει με τη Ρόουλινγκ. Χλεύασε την πολιτικά ορθή άποψη πως δεν μπορείς να λες γυναίκες αλλά άτομα με «έμμηνο ρύση» γιατί αλλιώς είσαι ρατσιστής απέναντι στις τρανς. Όταν λοιπόν η Ρόουλινγκ, η οποία είναι μια ακτιβίστρια, το κορόιδεψε, άρχισαν να γίνονται διαδηλώσεις έξω από το σπίτι της, οι εκδοτικοί οίκοι να μη βγάζουν τα βιβλία της, το καστ του Χάρι Πότερ αποχώρησε. Στη Σουηδία φεμινιστικές οργανώσεις συνεργάστηκαν με ακραίες χριστιανικές οργανώσεις για να βγάλουν εκτός νόμου την πορνεία. Αυτά περίπου λέει και το βιβλίο μου. Βαδίζουμε σε ένα νέο συντηρητισμό που δεν θα μπορείς να αντιμετωπίσεις γιατί θα είσαι εσύ ο συντηρητικός.
– Έχεις υπάρξει πολύ έντονος στα social medias.
Έχω βρίσει πολύ αλλά δεν έχω πει ποτέ τίποτα ρατσιστικό.
– Δεν βλέπω πια ωστόσο αψιμαχίες on line…
Δεν βρίζω πια γιατί αν πω κάποιον ακόμα και βλάκα θα πέσει το προφίλ μου. Τα λέω απλά περιφραστικά.
– Άρα έχεις αλλάξει στρατηγική… όχι διάθεση.
Μια χαρά θα έβριζα και τώρα! Όταν κάποιος είναι αγενής, πρέπει να τον βρίζεις, δεν μπορείς να τον αφήνεις να κυκλοφορεί έτσι! Απλά δεν μου την πέφτουν πια τώρα που δεν ανήκω κάποιον. Και πλέον όταν δεν μου αρέσει κάποιο σχόλιο, το σβήνω και διαγράφω αυτόν που το κάνει. Έχω βαρεθεί να χάνω την ώρα μου.
– Συγγραφικά ποια είναι η καθημερινότητα σου;
Γράφω κατευθείαν στον υπολογιστή. Παλιά έγραφα στο χέρι και τα πληκτρολογούσα. Γράφω βράδυ και διορθώνω πρωί . Δεν γράφω το ίδιο κάθε μέρα.