Τετάρτη πρωί, πριν από οκτώ εβδομάδες…Σε μία πάροδος στου Γκύζη…Ψάχνω να παρκάρω…Εντοπίζω μια θέση, αλλά ώσπου να φτάσω κάποιος άλλος πιο γρήγορος από μένα έχει βγει από το αυτοκίνητο του και κλειδώνει…Προσπερνάω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον ήρωα των παιδικών μας χρόνων, τον Έλληνα Τσάρλι Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Τζέρι Λιούις, Λουί ντε Φινές, τον Χοντρό και τον Λιγνό σε συσκευασία ενός και μάλιστα καραφλό…Δεν θέλω να τον χάσω από τα μάτια μου, κόβω ταχύτητα και τον παρακολουθώ μέσα από τον αριστερό καθρέφτη του αυτοκινήτου μου…
Γρήγορος όπως πάντα, βοηθάει να εξαφανιστεί αυτή η μικρή μου απόλαυση στη στιγμή….Η πρώτη γωνία τον κερδίζει και εγώ αναπτύσσω ταχύτητα να τον προλάβω κάνοντας έναν γύρο το τετράγωνο….Τον πετυχαίνω να μπαίνει σε μία μαύρη πόρτα γυάλινη… Στο Ανοιχτό Θέατρο…. «Τι θέλει ο Βέγγος στο Ανοιχτό Θέατρο;»… Πριν προλάβει η μνήμη μου να απαντήσει «να μια θέση…». Παρκάρω, κλειδώνω την πόρτα και πιάνω τον εαυτό μου να ανοίγει τη μαύρη γυάλινη πόρτα του θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη…Ακούω φωνές…Η φωνή που κυριαρχεί είναι αυτή που κυριαρχούσε τις Κυριακές τα απογεύματα στο σινεμά PEO της γειτονιάς μου στα Ιλίσια. Εκεί, με τη θεία Κώνστα σε ρόλο συνοδού και με τη μυρωδιά από τις τουαλέτες να μας σπάει τη μύτη όλων αδιακρίτως, η φωνή αυτή φώναζε εν ονόματι πάντων των Ελλήνων… «Γιατί ρε; Γιατί; Τι φταίξαμε; Δεν έχουμε και εμείς καρδιά; Γιατί να πεινάμε οι πολλοί; Εσάς ρωτάω, τους χορτάτους. Γιατί;».
Και έτρεχε πάνω στον λευκό τοίχο ένας καραφλός κύριος, να προλάβει την τύχη του, γιατί όσο στεκόταν τον χτυπούσε κατακέφαλα η ατυχία και τον ζάλιζε… Αυτή η ίδια φωνή τώρα, μετά από χρόνια, το ίδιο αγωνιώδης, να βγαίνει από ένα σώμα ίδιο, σαν ο χρόνος να «έστριψε» όταν το αντίκρισε… Αυτή η ίδια φωνή, πελώρια, σαν όλες τις φωνές των καταπιεσμένων Ελλήνων σε μία, να διαμαρτύρεται πάλι, για μία θέση πάρκινγκ… «Δεν είναι δυνατόν, ρε παιδιά… Δεν είναι δυνατόν… Αγία Παρασκευή-Γκύζη είκοσι λεπτά και μισή ώρα γύρω γύρω να παρκάρεις…». Οι λίγοι συνάδελφοι γύρω του γελάνε… Αυτός επιμένει να βάλει τα πράγματα σε τάξη, αλλά τελικά υποχωρεί ατάκτως μπρος στην αδιαφορία και την αδυναμία του κράτους και ημών των ιδίων να βάλουμε τη ζωή μας σε μία τάξη… Με ένα χαμόγελο κατεβαίνει τις σκάλες του Ανοιχτού Θεάτρου και χάνεται από τα μάτια μου… Μπροστά μου φανερώνεται η ίδια παλιά επιθυμία… «Να μπορούσα να μιλήσω για λίγο μαζί του… να δω πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος που έχει διανύσει στη ζωή του χιλιόμετρα τρέχοντας, να δω τελικά πώς σκέφτεται ένας δρομέας αντοχής στην ανώμαλη διαδρομή της ζωής του…».
(Είχα ακούσει ότι πηγαίνει στην πρόβα πριν απ’ όλους… Το ραντεβού μας ήταν στις 11 ακριβώς… Έφθασα στο θέατρο στις 10 και μισή… Ο Θανάσης Βέγγος ήταν εκεί… ο Γιώργος Μιχαηλίδης δεν είχε έρθει ακόμη… Καθίσαμε με τον Χρήστο Πότσιο, τον φωτογράφο, παρέα του… Περιμέναμε να έρθει ο κ. Μιχαηλίδης για τη φωτογράφιση… Ο κ. Βέγγος προσπαθούσε να φανεί ευγενικός… έλεγε μερικές κουβέντες… αλλά απέφυγε τα πολλά… Ώσπου κάτι μαγικό συνέβη και αρχίσαμε να μιλάμε…).
Αλήθεια, γιατί δεν δίνετε πια συνεντεύξεις;
Είναι μια μεγάλη ιστορία… Δεν θέλω να τη θυμάμαι… Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έπεσα πριν από δέκα χρόνια στα γόνατα και ορκίστηκα να μην ξαναμιλήσω ποτέ… Τα υπόλοιπα τα έχω ξεχάσει.
Θυμάστε τουλάχιστον πώς γίνατε ηθοποιός;
(χαμογελάει) Δεν έγινα ηθοποιός ποτέ… Δεν είμαι ηθοποιός εγώ… Προσπάθησα, αλλά δεν πιστεύω ότι τα κατάφερα… Υποκλίνομαι μπροστά στους ηθοποιούς…
Υπάρχει μια στιγμή απόφασης… Είπατε δηλαδή κάποια στιγμή «αυτό θα κάνω από εδώ και πέρα στη ζωή μου»;
Όχι… Δεν ξέρω και εγώ πώς άρχισα να το κάνω αυτό. Έκανα όλες τις δουλειές μέσα στο συνεργείο. Έβαφα, μετέφερα έπιπλα, κολλούσα σκηνικά, βοηθούσα στα πάντα και αν χρειάζονταν κάποιον να παίξει και κανένα ρόλο μικρό, κανέναν καφετζή, βοηθό μπακάλη… με φώναζαν… ‘’Να τον κάνει ο Βέγγος’’… τότε, στο τέλος της χρονιάς δημοσιεύονταν πίνακες με τις ταινίες της χρονιάς… Εκείνη την εποχή γυρίζονταν 150 ταινίες τον χρόνο… Πήρα, θυμάμαι, τον πίνακα μια χρονιά και μέτρησα 52 φορές το όνομά μου, σε διάφορες ταινίες, ψευτοσυμμετοχές και λίγο μεγαλύτερους ρόλους… Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έβγαινε και το μεροκάματο. Έτσι συνέχισα…
Βλέπατε μικρός θέατρο ή κινηματογράφο;
Τα χρόνια, Θανάση μου, τότε ήταν πολύ δύσκολα… Μόνο την πείνα βλέπαμε με τα μάτια μας και μας τρόμαζε όσο τίποτε άλλο… Φοβερή φτώχεια, σου λέω, πείνα…
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Υπαλληλάκος σε εταιρεία, τεχνίτης, πώς το λένε… κάτι τέτοιο…
Κι εσείς προτού μπείτε στον χώρο του κινηματογράφου τι κάνατε;
Τα πάντα. Μετά τη Μακρόνησο δούλευα σε δέρμα… ταπετσέρης.
Στη Μακρόνησο πώς βρεθήκατε;
Τότε, Θανάση μου, όλοι λίγο πολύ είχαμε περάσει από τη Μακρόνησο… Εγώ εκεί πρωτοείδα θέατρο… Είδα τον Κατράκη και άλλους μεγάλους να παίζουν… Ο Κούνδουρος με είχε σταμπάρει και πίστευε ότι θα μπορούσα να παίξω και με έβαλε και έκανα διάφορα, σαν κλόουν περισσότερο… (Ξαφνικά σταματάει και μου λέει αλλάζοντας τη φωνή του:) Το ξέρεις ότι δεν χάνω την εκπομπή σου… και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση… (γέλια).
Μην αλλάζετε συζήτηση…
Χάρηκα όταν έμαθα ότι παντρεύτηκες αυτή την πολύ καλή συνάδελφο.
Σας ευχαριστώ…
Τη γνώρισα όταν έκανα κάτι για τον Λαζόπουλο… Θα σου έχει πει, φαντάζομαι…
Από όλους τους κωμικούς που έχετε παίξει μαζί τους παλιά, ποιους εκτιμούσατε περισσότερο; Ποιους θαυμάζατε;
Όλους… Ήταν άλλοι άνθρωποι, εξαιρετικοί… Εγώ δεν ήμουν και πολλοί δεν με θεωρούσαν συνάδελφο και δικαίως… Στον ‘’Δράκο’’, εγώ βοηθούσα τον μεγάλο αυτόν ηθοποιό και άνθρωπο, τον κύριο, τον ευγενικό συνάδελφο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο να ντύνεται… Δεν θα ξεχάσω τον ταπεινό τρόπο συμπεριφοράς του… Ένας εξαίρετος άνθρωπος… Εγώ τον βοηθούσα να ντύνεται και αυτός με αποκαλούσε ‘’συνάδελφο’’…
Είναι αλήθεια ότι θαυμάζατε απεριόριστα τον Τσάρλι Τσάπλιν;
Ποιος δεν τον θαύμαζε; Εγώ ήμουν ένας από τους χιλιάδες… Ιδιοφυΐα… Αλλά για να πω την αλήθεια η αδυναμία μου δεν ήταν ο Τσάπλιν…
Ποιος ήταν;
Ο Μπάστερ Κίτον… Άλλο τέρας… Ήταν πολύ πιο απλός και βαθύς…
Φοβερό βλέμμα, ε;
Όλα του ήταν τέλεια…
Γιατί σας άρεσε περισσότερο από τον Τσάπλιν;
Ο Τσάπλιν δεν μου άρεσε σαν χαρακτήρας απόλυτα στις ταινίες του… Με ενοχλούσε η φιλοσοφία που περνούσε μερικές φορές μέσα από τις ταινίες τους. Πεινούσε, για παράδειγμα, έβλεπε ένα παιδί με μια φέτα ψωμί στο χέρι και του την άρπαζε και την έτρωγε… Για να δείξει τι κάνει ο άνθρωπος όταν πεινάει. Ποτέ όμως ένας πεινασμένος, όσο και αν πεινάει, δεν τρώει το φαγητό ενός παιδιού… Αυτό δεν μου άρεσε στον Τσάπλιν… Αλλά ήταν ένας μάγος! Ο Κίτον είχε μια τραγικότητα… Προσκυνάω και τους δυο…
Η πείνα πάντως είναι κυρίαρχο στοιχείο σε ό,τι και αν λέτε…
Περάσαμε μεγάλη πείνα… Πώς να την ξεχάσουμε… Αλίμονο σ’ αυτόν που ξεχνάει την πείνα… Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πείνα. Και πιο υποτιμητικό… Θυμάμαι μετά τη Μακρόνησο ήμασταν στο πλατό και ετοιμάζαμε τα σκηνικά για τη ‘’Μαγική πόλη’’ του Κούνδουρου… Τότε τα σκηνικά τα κολλάγαμε με αλευρόκολλα. Ήμασταν, λοιπόν, στο σκηνικό από το πρωί, είχε φθάσει απόγευμα και είχαμε ρίξει σε καβάθα νερό και αλεύρι και ετοιμαζόμασταν να το βάλουμε στη φωτιά και να το ανακατέψουμε για να φτιάξουμε αλευρόκολλα, αλλά η πείνα είχε φθάσει σε απροχώρητο βαθμό μάλλον, οπότε κοιταζόμαστε όσοι είμαστε εκεί και χωρίς δεύτερη κουβέντα την πέφτουμε στο αλευρόζουμο και το κάναμε να! Για τέτοια πείνα σου μιλάω…
Γιατί σήμερα βλέπουμε εκείνες τις ταινίες;
Γιατί είχαν ώρες δουλειάς… Πηγαίναμε το πρωί ξημερώματα στα γυρίσματα και φεύγαμε όταν πια δεν πήγαινε άλλο, και από το στούντιο έπρεπε να περπατήσουμε και δύο ώρες για να πάμε σπίτια μας…
Σήμερα όταν σκέφτεστε τη ζωή σας ποια είναι η πιο ευτυχισμένη σας ημέρα;
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου… Αν και οι εποχές ήταν δύσκολες τότε, τώρα βλέπω την αξία τους.
Πιστεύετε στην τύχη; Πόσο βοηθάει η τύχη το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα;
Αν σήμερα είμαι εδώ κάνοντας πρόβες για την Επίδαυρο, είναι που βρέθηκε στον δρόμο μου ο Κούνδουρος. Μόλις έφευγε από τη Μακρόνησο, μου είπε: “Μόλις κάνω ταινία, Θανάση, θα ψάξω να σε βρω…”.
Σας έψαξε;
Όχι ακριβώς… Συναντηθήκαμε τυχαία στον δρόμο… ‘’Ετοιμάζω την πρώτη μου ταινία που σου έλεγα’’, μου λέει ‘’εσύ τι κάνεις;’’. ‘’Δουλεύω στο δέρμα…’’. ‘’Ωραία, έλα να δουλέψεις στην ταινία’’. Έκανε τη ‘’Μαγική πόλη’’… Μετά απ’ αυτό μπήκα στον κινηματογράφο κάνοντας οτιδήποτε παρουσιαζόταν… Κυρίως τεχνικές δουλειές… Τα πάντα… Από βοηθός σκηνοθέτη, χαμάλης μέχρι ηθοποιός, όπου χρειαζόταν. Ό,τι έκανα όμως ως ηθοποιός το οφείλω στον Κούνδουρο… Η δική μου τύχη λέγεται ‘’Κούνδουρος’’! (γέλια) Τι παράξενο πράγμα… Μόνο σε σένα έτσι ανοίχτηκα… Θέλω να σεβαστείς τον όρκο μου. Χρησιμοποίησε ό,τι θες απ’ αυτά που λέμε, αλλά όχι σαν συνέντευξη… Με συγχωρείς, αλλά με καταλαβαίνεις… (Μπαίνει ο Μιχαηλίδης) Με έσωσες… (γέλια) Έχει μια ικανότητα να σε κάνει να μιλάς, ενώ δεν θες… (γέλια) Πάμε για τη φωτογράφιση;
Τετάρτη πρωί, πριν από οκτώ εβδομάδες…Σε μία πάροδος στου Γκύζη…Ψάχνω να παρκάρω…Εντοπίζω μια θέση, αλλά ώσπου να φτάσω κάποιος άλλος πιο γρήγορος από μένα έχει βγει από το αυτοκίνητο του και κλειδώνει…Προσπερνάω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον ήρωα των παιδικών μας χρόνων, τον Έλληνα Τσάρλι Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον, Τζέρι Λιούις, Λουί ντε Φινές, τον Χοντρό και τον Λιγνό σε συσκευασία ενός και μάλιστα καραφλό…Δεν θέλω να τον χάσω από τα μάτια μου, κόβω ταχύτητα και τον παρακολουθώ μέσα από τον αριστερό καθρέφτη του αυτοκινήτου μου…
Γρήγορος όπως πάντα, βοηθάει να εξαφανιστεί αυτή η μικρή μου απόλαυση στη στιγμή….Η πρώτη γωνία τον κερδίζει και εγώ αναπτύσσω ταχύτητα να τον προλάβω κάνοντας έναν γύρο το τετράγωνο….Τον πετυχαίνω να μπαίνει σε μία μαύρη πόρτα γυάλινη… Στο Ανοιχτό Θέατρο…. «Τι θέλει ο Βέγγος στο Ανοιχτό Θέατρο;»… Πριν προλάβει η μνήμη μου να απαντήσει «να μια θέση…». Παρκάρω, κλειδώνω την πόρτα και πιάνω τον εαυτό μου να ανοίγει τη μαύρη γυάλινη πόρτα του θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη…Ακούω φωνές…Η φωνή που κυριαρχεί είναι αυτή που κυριαρχούσε τις Κυριακές τα απογεύματα στο σινεμά PEO της γειτονιάς μου στα Ιλίσια. Εκεί, με τη θεία Κώνστα σε ρόλο συνοδού και με τη μυρωδιά από τις τουαλέτες να μας σπάει τη μύτη όλων αδιακρίτως, η φωνή αυτή φώναζε εν ονόματι πάντων των Ελλήνων… «Γιατί ρε; Γιατί; Τι φταίξαμε; Δεν έχουμε και εμείς καρδιά; Γιατί να πεινάμε οι πολλοί; Εσάς ρωτάω, τους χορτάτους. Γιατί;».
Και έτρεχε πάνω στον λευκό τοίχο ένας καραφλός κύριος, να προλάβει την τύχη του, γιατί όσο στεκόταν τον χτυπούσε κατακέφαλα η ατυχία και τον ζάλιζε… Αυτή η ίδια φωνή τώρα, μετά από χρόνια, το ίδιο αγωνιώδης, να βγαίνει από ένα σώμα ίδιο, σαν ο χρόνος να «έστριψε» όταν το αντίκρισε… Αυτή η ίδια φωνή, πελώρια, σαν όλες τις φωνές των καταπιεσμένων Ελλήνων σε μία, να διαμαρτύρεται πάλι, για μία θέση πάρκινγκ… «Δεν είναι δυνατόν, ρε παιδιά… Δεν είναι δυνατόν… Αγία Παρασκευή-Γκύζη είκοσι λεπτά και μισή ώρα γύρω γύρω να παρκάρεις…». Οι λίγοι συνάδελφοι γύρω του γελάνε… Αυτός επιμένει να βάλει τα πράγματα σε τάξη, αλλά τελικά υποχωρεί ατάκτως μπρος στην αδιαφορία και την αδυναμία του κράτους και ημών των ιδίων να βάλουμε τη ζωή μας σε μία τάξη… Με ένα χαμόγελο κατεβαίνει τις σκάλες του Ανοιχτού Θεάτρου και χάνεται από τα μάτια μου… Μπροστά μου φανερώνεται η ίδια παλιά επιθυμία… «Να μπορούσα να μιλήσω για λίγο μαζί του… να δω πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος που έχει διανύσει στη ζωή του χιλιόμετρα τρέχοντας, να δω τελικά πώς σκέφτεται ένας δρομέας αντοχής στην ανώμαλη διαδρομή της ζωής του…».
(Είχα ακούσει ότι πηγαίνει στην πρόβα πριν απ’ όλους… Το ραντεβού μας ήταν στις 11 ακριβώς… Έφθασα στο θέατρο στις 10 και μισή… Ο Θανάσης Βέγγος ήταν εκεί… ο Γιώργος Μιχαηλίδης δεν είχε έρθει ακόμη… Καθίσαμε με τον Χρήστο Πότσιο, τον φωτογράφο, παρέα του… Περιμέναμε να έρθει ο κ. Μιχαηλίδης για τη φωτογράφιση… Ο κ. Βέγγος προσπαθούσε να φανεί ευγενικός… έλεγε μερικές κουβέντες… αλλά απέφυγε τα πολλά… Ώσπου κάτι μαγικό συνέβη και αρχίσαμε να μιλάμε…).
Αλήθεια, γιατί δεν δίνετε πια συνεντεύξεις;
Είναι μια μεγάλη ιστορία… Δεν θέλω να τη θυμάμαι… Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έπεσα πριν από δέκα χρόνια στα γόνατα και ορκίστηκα να μην ξαναμιλήσω ποτέ… Τα υπόλοιπα τα έχω ξεχάσει.
Θυμάστε τουλάχιστον πώς γίνατε ηθοποιός;
(χαμογελάει) Δεν έγινα ηθοποιός ποτέ… Δεν είμαι ηθοποιός εγώ… Προσπάθησα, αλλά δεν πιστεύω ότι τα κατάφερα… Υποκλίνομαι μπροστά στους ηθοποιούς…
Υπάρχει μια στιγμή απόφασης… Είπατε δηλαδή κάποια στιγμή «αυτό θα κάνω από εδώ και πέρα στη ζωή μου»;
Όχι… Δεν ξέρω και εγώ πώς άρχισα να το κάνω αυτό. Έκανα όλες τις δουλειές μέσα στο συνεργείο. Έβαφα, μετέφερα έπιπλα, κολλούσα σκηνικά, βοηθούσα στα πάντα και αν χρειάζονταν κάποιον να παίξει και κανένα ρόλο μικρό, κανέναν καφετζή, βοηθό μπακάλη… με φώναζαν… ‘’Να τον κάνει ο Βέγγος’’… τότε, στο τέλος της χρονιάς δημοσιεύονταν πίνακες με τις ταινίες της χρονιάς… Εκείνη την εποχή γυρίζονταν 150 ταινίες τον χρόνο… Πήρα, θυμάμαι, τον πίνακα μια χρονιά και μέτρησα 52 φορές το όνομά μου, σε διάφορες ταινίες, ψευτοσυμμετοχές και λίγο μεγαλύτερους ρόλους… Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έβγαινε και το μεροκάματο. Έτσι συνέχισα…
Βλέπατε μικρός θέατρο ή κινηματογράφο;
Τα χρόνια, Θανάση μου, τότε ήταν πολύ δύσκολα… Μόνο την πείνα βλέπαμε με τα μάτια μας και μας τρόμαζε όσο τίποτε άλλο… Φοβερή φτώχεια, σου λέω, πείνα…
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Υπαλληλάκος σε εταιρεία, τεχνίτης, πώς το λένε… κάτι τέτοιο…
Κι εσείς προτού μπείτε στον χώρο του κινηματογράφου τι κάνατε;
Τα πάντα. Μετά τη Μακρόνησο δούλευα σε δέρμα… ταπετσέρης.
Στη Μακρόνησο πώς βρεθήκατε;
Τότε, Θανάση μου, όλοι λίγο πολύ είχαμε περάσει από τη Μακρόνησο… Εγώ εκεί πρωτοείδα θέατρο… Είδα τον Κατράκη και άλλους μεγάλους να παίζουν… Ο Κούνδουρος με είχε σταμπάρει και πίστευε ότι θα μπορούσα να παίξω και με έβαλε και έκανα διάφορα, σαν κλόουν περισσότερο… (Ξαφνικά σταματάει και μου λέει αλλάζοντας τη φωνή του:) Το ξέρεις ότι δεν χάνω την εκπομπή σου… και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση… (γέλια).
Μην αλλάζετε συζήτηση…
Χάρηκα όταν έμαθα ότι παντρεύτηκες αυτή την πολύ καλή συνάδελφο.
Σας ευχαριστώ…
Τη γνώρισα όταν έκανα κάτι για τον Λαζόπουλο… Θα σου έχει πει, φαντάζομαι…
Από όλους τους κωμικούς που έχετε παίξει μαζί τους παλιά, ποιους εκτιμούσατε περισσότερο; Ποιους θαυμάζατε;
Όλους… Ήταν άλλοι άνθρωποι, εξαιρετικοί… Εγώ δεν ήμουν και πολλοί δεν με θεωρούσαν συνάδελφο και δικαίως… Στον ‘’Δράκο’’, εγώ βοηθούσα τον μεγάλο αυτόν ηθοποιό και άνθρωπο, τον κύριο, τον ευγενικό συνάδελφο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο να ντύνεται… Δεν θα ξεχάσω τον ταπεινό τρόπο συμπεριφοράς του… Ένας εξαίρετος άνθρωπος… Εγώ τον βοηθούσα να ντύνεται και αυτός με αποκαλούσε ‘’συνάδελφο’’…
Είναι αλήθεια ότι θαυμάζατε απεριόριστα τον Τσάρλι Τσάπλιν;
Ποιος δεν τον θαύμαζε; Εγώ ήμουν ένας από τους χιλιάδες… Ιδιοφυΐα… Αλλά για να πω την αλήθεια η αδυναμία μου δεν ήταν ο Τσάπλιν…
Ποιος ήταν;
Ο Μπάστερ Κίτον… Άλλο τέρας… Ήταν πολύ πιο απλός και βαθύς…
Φοβερό βλέμμα, ε;
Όλα του ήταν τέλεια…
Γιατί σας άρεσε περισσότερο από τον Τσάπλιν;
Ο Τσάπλιν δεν μου άρεσε σαν χαρακτήρας απόλυτα στις ταινίες του… Με ενοχλούσε η φιλοσοφία που περνούσε μερικές φορές μέσα από τις ταινίες τους. Πεινούσε, για παράδειγμα, έβλεπε ένα παιδί με μια φέτα ψωμί στο χέρι και του την άρπαζε και την έτρωγε… Για να δείξει τι κάνει ο άνθρωπος όταν πεινάει. Ποτέ όμως ένας πεινασμένος, όσο και αν πεινάει, δεν τρώει το φαγητό ενός παιδιού… Αυτό δεν μου άρεσε στον Τσάπλιν… Αλλά ήταν ένας μάγος! Ο Κίτον είχε μια τραγικότητα… Προσκυνάω και τους δυο…
Η πείνα πάντως είναι κυρίαρχο στοιχείο σε ό,τι και αν λέτε…
Περάσαμε μεγάλη πείνα… Πώς να την ξεχάσουμε… Αλίμονο σ’ αυτόν που ξεχνάει την πείνα… Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πείνα. Και πιο υποτιμητικό… Θυμάμαι μετά τη Μακρόνησο ήμασταν στο πλατό και ετοιμάζαμε τα σκηνικά για τη ‘’Μαγική πόλη’’ του Κούνδουρου… Τότε τα σκηνικά τα κολλάγαμε με αλευρόκολλα. Ήμασταν, λοιπόν, στο σκηνικό από το πρωί, είχε φθάσει απόγευμα και είχαμε ρίξει σε καβάθα νερό και αλεύρι και ετοιμαζόμασταν να το βάλουμε στη φωτιά και να το ανακατέψουμε για να φτιάξουμε αλευρόκολλα, αλλά η πείνα είχε φθάσει σε απροχώρητο βαθμό μάλλον, οπότε κοιταζόμαστε όσοι είμαστε εκεί και χωρίς δεύτερη κουβέντα την πέφτουμε στο αλευρόζουμο και το κάναμε να! Για τέτοια πείνα σου μιλάω…
Γιατί σήμερα βλέπουμε εκείνες τις ταινίες;
Γιατί είχαν ώρες δουλειάς… Πηγαίναμε το πρωί ξημερώματα στα γυρίσματα και φεύγαμε όταν πια δεν πήγαινε άλλο, και από το στούντιο έπρεπε να περπατήσουμε και δύο ώρες για να πάμε σπίτια μας…
Σήμερα όταν σκέφτεστε τη ζωή σας ποια είναι η πιο ευτυχισμένη σας ημέρα;
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου… Αν και οι εποχές ήταν δύσκολες τότε, τώρα βλέπω την αξία τους.
Πιστεύετε στην τύχη; Πόσο βοηθάει η τύχη το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα;
Αν σήμερα είμαι εδώ κάνοντας πρόβες για την Επίδαυρο, είναι που βρέθηκε στον δρόμο μου ο Κούνδουρος. Μόλις έφευγε από τη Μακρόνησο, μου είπε: “Μόλις κάνω ταινία, Θανάση, θα ψάξω να σε βρω…”.
Σας έψαξε;
Όχι ακριβώς… Συναντηθήκαμε τυχαία στον δρόμο… ‘’Ετοιμάζω την πρώτη μου ταινία που σου έλεγα’’, μου λέει ‘’εσύ τι κάνεις;’’. ‘’Δουλεύω στο δέρμα…’’. ‘’Ωραία, έλα να δουλέψεις στην ταινία’’. Έκανε τη ‘’Μαγική πόλη’’… Μετά απ’ αυτό μπήκα στον κινηματογράφο κάνοντας οτιδήποτε παρουσιαζόταν… Κυρίως τεχνικές δουλειές… Τα πάντα… Από βοηθός σκηνοθέτη, χαμάλης μέχρι ηθοποιός, όπου χρειαζόταν. Ό,τι έκανα όμως ως ηθοποιός το οφείλω στον Κούνδουρο… Η δική μου τύχη λέγεται ‘’Κούνδουρος’’! (γέλια) Τι παράξενο πράγμα… Μόνο σε σένα έτσι ανοίχτηκα… Θέλω να σεβαστείς τον όρκο μου. Χρησιμοποίησε ό,τι θες απ’ αυτά που λέμε, αλλά όχι σαν συνέντευξη… Με συγχωρείς, αλλά με καταλαβαίνεις… (Μπαίνει ο Μιχαηλίδης) Με έσωσες… (γέλια) Έχει μια ικανότητα να σε κάνει να μιλάς, ενώ δεν θες… (γέλια) Πάμε για τη φωτογράφιση;