Συνάντησα τον Θανάση Τριαρίδη σε ένα σκηνικό που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει μέσα από ένα απ’ τα θεατρικά του έργα: στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, περπατήσαμε ανάμεσα σε μαρμάρινους σταυρούς και celebrities της παλιάς Αθήνας, που αναπαύονται τώρα στις μαρμάρινες σκιές της ιστορίας τους. Αν και πάντα σεβόμουν την άποψη να «αφήνουμε τους χαμένους της ζωής στην ησυχία τους», τα νεκροταφεία, ανέκαθεν, μου προκαλούσαν ένα τρομακτικό δέος, πιθανότατα εξαιτίας αυτής της υπέροχης ηχητικής γαλήνης στη σιωπή τους. Βέβαια, εκείνο το πρωί μαζί με τον Τριαρίδη, κάνοντας βόλτες ανάμεσα σε πεθαμένους, διάσημους (και άσημους), η σιωπή του νεκροταφείου ήταν πιο δυνατή, σχεδόν αισθητή στο ηχητικό φάσμα, σαν οι σιωπές των τάφων να ήταν πιο αρμονικά συντονισμένες με τον αστικό βόμβο της πόλης.

Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι θεατρικός συγγραφέας, αλλά πάνω απ ΄όλα είναι μια πολύ τρυφερή φιγούρα που μπορεί να σε ταξιδέψει στα καλύτερα «νεκροτομεία» και «νεκροταφεία» του σύγχρονου πολιτισμού μας και να σου αφηγείται με τις ώρες υπέροχες αληθινές ιστορίες. Αλλά, όσο τον γνωρίζεις καλύτερα βλέπεις ότι είναι ένας αληθινά αντίθετος, ένας ανήσυχος ιερόσυλος, ένας διανοούμενος που αρνείται να καταπιεί τις καθώς πρέπει υποκρισίες που έχτισαν τα παραπάνω «αξιοθέατα» αυτού του πολιτισμού για τον οποίο μιλάμε. Με ένα έργο που λειτουργεί σαν καθρέφτης, όχι για να δούμε τι όμορφοι νάρκισσοι είμαστε όλοι μας, αλλά για να δούμε την αρρώστια και τη βρωμιά κάτω από το ίδιο μας το δέρμα, εκείνος σκαλίζει τις πληγές της Δύσης, αποκαλύπτοντας το ανομολόγητο: Εμείς όλοι είμαστε οι θύτες. Ανήκουμε, εξάλλου σε γενιές που κληρονόμησαν μπόλικο αίμα, και που ζουν μέσα σε μια χλιδή χτισμένη πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία. Ο ίδιος, απλός και συνάμα περίπλοκος, χωρίς καμία διάθεση να ενταχθεί στα κυκλώματα του πολιτισμένου θεάτρου, αφήνει τα κείμενά του ελεύθερα, για να βρίσκουν τον δρόμο τους, όχι μέσα από κρατικές ή ιδρυματικές επιχορηγήσεις, αλλά μέσα από την μοναδική και ακατέργαστα αληθινή ανάγκη τους να υπάρξουν.

Κάπως έτσι, ανάμεσα σε επιτύμβιες επιγραφές και ακτίνες ηλιακού φωτός που έσκιζαν τα κυπαρίσσια, ξεδιπλώθηκε μια συζήτηση που περισσότερο έμοιαζε με ανοιχτή πληγή. Γιατί, τελικά, το θέατρο του Τριαρίδη δεν μπορεί να προσφέρει παρηγοριά. Και επίσης, δεν μπορεί και δεν θέλει να σώσει κανέναν. Απλώς, θέλει να μας κάνει να ντραπούμε, λίγο ή πολύ. Και ίσως, μέσα από αυτή την ντροπή, να ξαναβρούμε κάτι από την χαμένη μας ανθρωπιά.

Θανάσης Τριαρίδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

LINE

– Τι σας ώθησε να γράψετε την ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν; Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή εμπειρία που σας επηρέασε;
Στα χρόνια 2016-2017 βρέθηκα για πολλούς μήνες στην Αφρική, στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, υπό καθεστώς έντονης συγκινησιακής φόρτισης: Μαζί με την σύζυγό μου Χαρά Σύρου υιοθετήσαμε την κόρη μας Αργκάνε, ένα από τα εγκαταλελειμένα παιδιά της Αφρικής. Στην Αιθιοπία, μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, συναντήθηκα με μερικές εκφάνσεις της επίγειας κόλασης της απόλυτης φτώχειας και ανέχειας – με τον πάτο του καζανιού του κόσμου. Και σκέφτηκα πως είτε δεν θα ξαναγράψω τίποτε, είτε στο εξής θα προσπαθώ να γράψω για όλους εκείνους τους καταδικασμένους ανθρώπους του κόσμου μας, τα περίσσια παιδιά, όπως συνηθίζω να τα λέω. Έτσι, από την Αντίς Αμπέμπα, ακόμη γεννήθηκε μια τριλογία: το “LEOPOLD”, το “FOOTBALL” και το “HIV”. Στον κεντρικό άξονα κάθε έργου βρίσκονται τρία από τα φριχτότερα εγκλήματα που διέπραξαν οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες, η Δύση γενικότερα στην αφρικανική ήπειρο, και όχι μόνο: Στο “LEOPOLD” ο αφανισμός δώδεκα εκατομμυρίων Κονγκολέζων από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ του Βελγίου, στο “FOOTBALL” ο αφανισμός των αυτοχθόνων πληθυσμών της Αμερικής από τους Κινκισταδόρες, στο “HIV” τα σαράντα εκατομμύρια των γυναικών της εποχής μας που καταλήγουν μέσω του trafficking στην εξαθλίωση ή τον θάνατο. Αυτά τα τρία κείμενα είναι προφανώς τα τρία πιο ακραία έργα μου, καθώς καταργείται ο «ιερός» τέταρτος τοίχος που προστατεύει τους θεατές από τις δράσεις που συμβαίνουν μέσα στον δραματικό χώρο της σκηνής. Πολλοί μάλιστα είπανε πως δεν μπορούν τα έργα αυτά να βρεθούν στη σκηνή, διότι… διακυβεύεται ο παραδοσιακός ρόλος των θεατών, η βεβαιότητά τους πως κανείς δε θα τους αγγίξει, δε θα τους φτύσει, δε θα πειράξει τα καθαρά τους ρούχα, δε θα διαταράξει την απόφασή τους να παρακολουθήσουν τα παθήματα των άλλων, μέσα στην «ευλογημένη» θεατρική συνθήκη της μετάθεσης. Αλλά και τα τρία βρήκαν τον δρόμο προς την σκηνή – και μάλιστα όλα τους γνώρισαν πολλαπλά ανεβάσματα.

– Πώς επηρέασε το γεγονός ότι γράψατε το έργο στην Αντίς Αμπέμπα; Ποια ήταν η ατμόσφαιρα και οι συνθήκες που διαμόρφωσαν τη συγγραφή;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από την πείνα και την εξαθλίωση, δεν υπάρχει χειρότερη συνθήκη πολέμου από αυτήν: Όταν ταξίδεψα στην Αιθιοπία οι άνθρωποι είχαν κατά κεφαλήν εισόδημα ένα δολάριο την ημέρα (400 δολάρια τον χρόνο – το αντίστοιχο της Ελλάδας είναι 20.000), τα εγκαταλελειμμένα παιδιά ξεπερνούν τα 6.000.000, το AIDS ενδέχεται να φτάνει το 40% του ενεργού σεξουαλικά πληθυσμού. Ωστόσο η κύρια αιτία θανάτου στην Αντίς Αμπέμπα (και σε όλην την Υποσαχάρια Αφρική) είναι η δυσεντερία καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στο τρεχούμενο νερό. Και όλα αυτά σε μια πανέμορφη ιστορική χώρα που δυστυχώς μαστίζεται από τον υπερπληθυσμό: Τα 10 εκατομμύρια του πληθυσμού της το 1973 σήμερα έχουν γίνει 118 εκατομμύρια – και το 2050 όλα δείχνουν πως θα έχουν ξεπεράσει τα 220 εκατομμύρια. Αυτή η στατιστική καμπύλη συνδυασμένη με την ακραία φτώχεια και ανέχεια είναι από μόνη της ένας αδιανόητος πόλεμος.

Γυρνώντας από την Αιθιοπία σκέφτηκα πολλές φορές αν έχω το δικαίωμα να μεταφέρω τις εικόνες που είδαμε – καθώς τις έζησα εκ του ασφαλούς, υπό το καθεστώς της απόλυτης προστασίας του λευκού δυτικού ταξιδιώτη. Εντέλει κατέληξα πως ήταν θεμιτό να το κάνω, προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί κάπως η ελληνική κοινή γνώμη για το έγκλημα που συντελείται στην Υποσαχάρια Αφρική (γιατί ότι ισχύει στην Αιθιοπία ισχύει εν πολλοίς για όλην την Υποσαχάρια Αφρική). Έχω επιλέξει λοιπόν, να μεταφέρω μονάχα τρεις εικόνες – αν πω περισσότερες ενδέχεται να τις συνηθίσει ο αναγνώστης, άρα να αυτοακυρωθούν. Η πρώτη εικόνα: στην Αντίς Αμπέμπα υπήρξαν αρκετές φορές που η ρόδα του αυτοκινήτου μας πέρασε ξυστά από παιδιά (από κεφάλια παιδιών, από σώματα παιδιών, από χέρια και από πόδια παιδιών) που κείτονταν στον δρόμο. Περνούσαμε και, κυριολεκτικά κοκαλωμένος στην θέση του συνοδηγού, περίμενα να ακούσω πίσω μου ουρλιαχτά. Η δεύτερη εικόνα: μιαν ημέρα είδα με τα μάτια μου έναν χώρο (θα ήθελα να τον πω “αίθουσα” – αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα το περιέγραφα σωστά) όπου δεκάδες νεογέννητα βρέφη βρίσκονταν μέσα σε άδεια κουτιά από παπούτσια. Ας προσπαθήσουμε να το σκεφτούμε: μιλάμε για κουτιά από παπούτσια. Και το ακόμη πιο εξωφρενικό για την δική μας λογική: εκείνα τα μωρά ήταν πολύ τυχερά που βρισκόντουσαν μέσα στα κουτιά των παπουτσιών διότι έτσι ήταν από τα πολύ λίγα που είχαν πιθανότητες να υιοθετηθούν. Η τρίτη εικόνα αφορά την Αργκάνε: Το κορίτσι αυτό πλύθηκε για πρώτη φορά στην ζωή του 10 μηνών, όταν ολοκληρώθηκε το τρίτο και οριστικό δικαστήριο και την πήραμε, ως κόρη μας πλέον, μαζί μας στο ξενοδοχείο. Τα συγκάματα της στην περιοχή των γεννητικών οργάνων της έφταναν μέχρι τα γόνατα – χρειάστηκαν δύο μήνες με αντιβιοτική αλοιφή για να θεραπευτούν. Και αυτό συμβαίνει διότι τα ορφανοτροφεία της Αντίς δεν μπορούν να υποστηρίξουν το πλύσιμο των παιδιών. Τώρα, με τις εικόνες αυτές στο μυαλό μας, ας σκεφτούμε πως τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια έχουν υιοθετηθεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου 50.000 παιδιά από την Αιθιοπία. Ο αναγνώστης αυτής της συνέντευξης ας προσπαθήσει να φανταστεί την μοίρα των πολλών εκατομμυρίων εγκαταλελειμμένων παιδιών που δεν υιοθετήθηκαν και δεν θα υιοθετηθούν ποτέ.

– Αν και η Επίφανι, όπως λέτε, είναι φανταστικό πρόσωπο, η ιστορία της είναι αληθινή. Πώς ισορροπήσατε ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ωμή πραγματικότητα;
Η Επίφανι είναι ένα πρόσωπο επινοημένο από εμένα – αλλά συγκρότησα την ζωή της με απολύτως πραγματικά στοιχεία. Είναι μια τριαντάχρονη γυναίκα-σκλάβα από την Νιγηρία που βιάζεται από 12 χρονών και οι διακινητές της, εάν δεν είναι ικανοποιημένοι οι πελάτες, την καίνε με το σίδερο που σιδερώνουν τα ρούχα.

Έτσι κι αλλιώς είναι μια μεγάλη φιλοσοφική συζήτηση το κατά πόσο στο θέατρο βλέπουμε τους ήρωες μιας ιστορίας – ή βλέπουμε τους ηθοποιούς που υποδύονται τους ήρωες. Ωστόσο, στο δικό μου μυαλό και στο θέατρο που προσπαθώ να προτείνω, η τέχνη είναι (ή προσπαθεί να γίνει) μια γέφυρα που θα μας εκβάλλει στην σκοτεινιές του κόσμου και του μυαλού μας, στις σκοτεινιές που δεν μπορούμε να φτάσουμε μέσα στα βιολογικά και πνευματικά μας όρια. Έτσι, λοιπόν, σχημάτισα στο μυαλό μου την ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν, ενός κοριτσιού από ένα χωριό της Νιγηρίας που απάγεται και σκλαβώνεται στην αλυσίδα του trafficking – και αποφάσισα να την διηγηθώ. Και έξαφνα κατάλαβα πως δεν μπορούσα να την ανεβάσω στην σκηνή – πως δεν μπορώ να γίνω η φωνή της. Είμαι ένας άνθρωπος της Δύσης, ανήκω στον κόσμο των θυτών, των «πελατών», αυτών που σκλαβώνουν, βασανίζουν, εξευτελίζουν και εν τέλει θανατώνουν 40.000.000 γυναίκες (τόσα υπολογίζονται τα ενεργά θύματα του trafficking αυτή τη στιγμή). Είχα ανάγκη από ένα πρόσωπο που να με συνδέσει με την Επίφανι. Και έτσι δημιούργησα την «Ε» – είναι μια λευκή παροπλισμένη ηθοποιός που ενώ ήθελε να παίξει την Σόνια από τον «Θείο Βανια» κατέληξε να μιλάει για την Επίφανι Γκούντμαν σε ένα παρακμιακό θέατρο. Και σιγά-σιγά ο ρόλος την χωροκατακτά.

Η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών του 2013 το πλαίσιο της ιστορίας. Θυμάμαι πως όταν τα είδα τα πρόσωπα των 12 γυναικών στις εφημερίδες, ένιωσα πως συμβαίνει κάτι απόλυτα ανακόλουθο, απαράδεκτο και εντέλει μη ανεκτό: Εμείς βλέπαμε τα πρόσωπα αυτών των γυναικών – αυτές όμως δεν είδανε τα δικά μας πρόσωπα. Οι γυναίκες αυτές για μένα είναι άγιες – διότι τις σταυρώσαμε για να ξεπλυθούμε από την ντροπή, το άγος της συμμετοχής στο εις βάρος τους έγκλημα.

Θανάσης Τριαρίδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Θεωρείτε πως όλοι είμαστε ένοχοι για αυτά τα εγκλήματα; Πώς πιστεύετε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την ενοχή ως κοινωνίες αλλά και ως άτομα;
Οφείλουμε να μιλήσουμε για το έγκλημα που διαπράττουμε – να δείξουμε τα αιματοβαμμένα χέρια μας σε δημόσια θέα. Αυτή είναι η δική μου πρόταση. Δια της Επίφανι ήθελα να μιλήσω για τα εκατομμύρια των γυναικών του καιρού μας που απάγονται για να καταλήξουν μέσω του trafficking σεξουαλικές σκλάβες. Για την δική μου οπτική όλα αυτά δεν είναι τα εγκλήματα ενός ή εκατό  αρχιδολοφόνων και των εφιαλτικών υπαλλήλων τους (εν προκειμένω: των διαφόρων μεγαλοσυμμοριών του trafficking)· είναι το έγκλημα όλων των κοινωνιών της Δύσης που αναδιέταξαν την καθημερινότητα των πολιτών τους, το παρόν και το μέλλον τους πάνω στη ρημαγμένη σάρκα των σκλαβωμένων γυναικών. Είναι το έγκλημα των προπατόρων μας και των συμπολιτών μας· και, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίμα των δολοφονημένων, ακρωτηριασμένων,  βασανισμένων, κομματιασμένων, σκλαβωμένων γυναικών του trafficking,  πέφτει πάνω σε εμάς και στα παιδιά μας.

Πρόκειται για το αίμα των μαύρων στα σεντόνια των λευκών. Οι λευκοί δολοφόνοι είμαστε εμείς, οι γενιές των ανθρώπων της Δύσης… Το πιστεύω ακράδαντα πως είμαστε ένοχοι – εγγόνια ενόχων και γεννήτορες ενόχων. Και πως δεν υπάρχει κανένας “Θεός” για να διαχειριστούμε μαζί του, με συμφωνίες και διαθήκες, ετούτη την ενοχή.

– Μπορούμε -κι εσείς κι εμείς- να μπούμε στ’ αλήθεια στα παπούτσια μιας Επίφανι Γκούντμαν;
Όχι, δεν μπορούμε – είμαστε φύσει και θέσει, από την πλευρά των δολοφόνων της Δύσης. Αλλά θα είναι ολέθριο για την ηθική τάξη του πολιτισμού μας εάν δεν το αναζητήσουμε. Πολλές φορές σκέφτομαι: πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για ένα παιδί που πεθαίνει από την πείνα όταν ο ίδιος είναι απολύτως  ασφαλής και τόσο χορτάτος ώστε να πετάει το φαγητό που περισσεύει στο τραπέζι του; Νομιμοποιείται να μιλήσει για κάτι που είναι τόσο μακριά από την ζωή του – ή μήπως κάτι τέτοιο είναι εκ των πραγμάτων μια ενοχλητική ρητορική υποκρισία; Γίνεται ένας συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός να μιλήσει για ένα παιδί που πεθαίνει από δυσεντερία όταν ο ίδιος βράζει τα μπιμπερό του παιδιού του στον βραστήρα; Μπορεί να γίνει τέχνη με ένα ηθικό αίτημα – ή μήπως είναι προτιμότερο να αφήσουμε την ηθική έξω από την τέχνη; Μα εφόσον αφήσουμε την ηθική στην άκρη και μιλήσουμε μονάχα για τα δικά μας βιωμένα προβλήματά – δηλαδή για τα προβλήματα των χορτάτων (γιατί χορτάτοι είμαστε – τα προβλήματα των χορτάτων θα ανακυκλώσουμε), δεν πολλαπλασιάζουμε δια της σιωπής μας την πείνα των απελπισμένων;

Σε αυτό το ερώτημα νομίζω πως έχω μια σχηματισμένη απάντηση. Καλύτερα να είσαι εκ του ασφαλούς μεγαλόστομος, καλύτερα να είσαι αφόρητα ηθικοδιδακτικός, να κανεις κηρύγματα και ρητορείες, καλύτερα ακόμη και να είσαι κατά βάθος υποκριτής, παρά να είσαι μουγγός. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό, μεγαλύτερη απανθρωπιά από την μούγγα.

– Το έργο έρχεται στην σκηνή από δύο μαθήτριές σας μέσα από μια αυτοδιαχειριζόμενη παραγωγή.
Είμαι ένας άνθρωπος που εκπληρώνεται από την συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους – δίχως αυτήν δεν είμαι τίποτε. Ωστόσο φροντίζω να υπονομεύσω με κάθε τρόπο ετούτη την συνάντηση – να την δυσκολέψω ως εκεί που δεν πάει. Και αυτό αφορά, και τον χώρο του βιβλίου (που τον λάτρεψα από μικρό παιδί), και τον χώρο του θεάτρου (στον οποίο βρέθηκα απρόσμενα μετά τα σαράντα μου χρόνια). Προφανώς γιατί πιστεύω πως στην μικρή ζωή μας έχουν αξία οι δύσκολες συναντήσεις – αυτές που έχουν τίμημα και προϋποθέτουν μια διαδρομή για να πραγματοποιηθούν.

Τα έργα μου δεν επιχορηγούνται από το κράτος, δεν ανεβαίνουν από το κρατικά φεστιβάλ, από τις κρατικές σκηνές, από τα μεγάλα ιδρύματα – από εκεί όπου όλα γίνονται εύκολα όταν κάποιος αποφασίζει ότι θα ρίξει δεκάδες χιλιάδες ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού πάνω σε μια δουλειά σου. Όποιος γυρεύει τα έργα μου πρέπει να συναντηθεί μαζί τους από τον δύσκολο δρόμο: Να παλέψει να τα κάνει παράσταση ξέροντας πως θα είναι μόνος – και πως στο τέλος θα χάσει.

Να δημιουργείς αυτό που θέλεις – κι όχι αυτό που θα σου εξασφαλίσει χρηματοδότηση, αποδοχή, επιτυχία. Να μην ορίζεσαι από τους άλλους – αλλά να μπορείς να διαλέγεις κατά τον δαίμονα του εαυτού σου. Αυτό έγινε και με την πρώτη παράσταση του “HIV” (που ξεκίνησε από το Βερολίνο) και την Έλενα Σωκράτους, τον Οδυσσέα Κωνσταντίνου και την Βασιλική Κυπραίου – πλέον αγαπημένους φίλους που τους θεωρώ κομμάτι της ζωής μου. Και έχω μεγάλη συγκίνηση αλλά και χαρά που το έργο αυτό ξαναήρθε στη σκηνή με τους όρους της αυτοδιαχειριζόμενης παραγωγής από δυο παλιές μαθήτριές μου (και μάλιστα από τις πιο εμπνευσμένες) στην θεατρική γραφή. Είναι η Δήμητρα Κατσανίκα (ως σκηνοθέτιδα) και η Λίλα Παντελίδου (ως ηθοποιός στην σκηνή). Τις πίστεψα και τις πιστεύω ολόψυχα: ήξερα πως τα πολύπλευρα ταλέντα τους, το πάθος τους και το ήθος τους μπορούν να ανταμωθούν με τα δάκρυα της Επίφανι Γκουντμαν.

– Το έργο φαίνεται να έχει έναν τόνο οργής, αλλά και ελπίδας μέσα από το όνειρο της Επίφανι. Πώς βλέπετε αυτή την αντίφαση;
Όταν την διαπομπέυουν ως οροθετική και την κλείνουν στο κατάστημα προσωρινής κράτησης η Επίφανι αυτοκτονεί φέρνοντας στο νου της την Μαργκ – την μικρή χελώνα που της χάρισε ο πατέρας της όταν ήταν παιδί. Και μιλώντας της προσπαθεί να σχηματίσει την ελπίδα μίας συνάντησης: «Υπάρχει ένας κόσμος που μας περιμένει, μικρή μου Μαργκ… Εσύ δεν τον βλέπεις γιατί είναι σχηματισμένος πάνω στο καβούκι σου… Αλλά τον βλέπω εγώ και για τις δυο μας… Είναι θεσπέσιος αυτός ο κόσμος… Στ’ αλήθεια θεσπέσιος… Είναι η αγάπη μας… Και μας περιμένει… Ναι, πίστεψέ με, Μαργκ… Είναι η αγάπη μας και μας περιμένει… Εσένα κι εμένα…». Με άλλα λόγια: Το “HIV” είναι ένα έργο για ένα βιασμένο και δολοφονημένο κορίτσι – και για το όνειρο του που μπορεί να μείνει ζωντανό. Για αυτό το όνειρο έγραψα το κείμενο του “HIV”.

Θανάσης Τριαρίδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Το «HIV» αγγίζει, λοιπόν, πολύ σκληρά θέματα, όπως το trafficking και η εκμετάλλευση. Πιστεύετε ότι το θέατρο έχει τη δύναμη να ευαισθητοποιήσει και να αλλάξει κοινωνικές αντιλήψεις;
Πρέπει να δούμε τι θα πει «πολιτικό θέατρο». Κατά την εκτίμησή μου είναι ένα θέατρο που έρχεται σε ρήξη με τον σχηματισμένο βιοπολιτικό κανόνα στον οποίο μετέχουν τόσο οι θεατές όσο και οι συντελεστές της παράστασης. Είναι ένα θέατρο που καις ενώπιον όλων την ιερή αυτοκατάφαση, η οποία αποτελεί τον ζωτικό συνεκτικό δεσμό της αίθουσας και της κοινωνίας. Όσο πιο πολύ θυμώσουν οι θεατές, όσο λιγότερο καλά περάσουν, τόσο περισσότερη θεατρική ουσία έχει γεννηθεί. Κοντολογίς, πολιτικό θέατρο, κατά την εκτίμησή μου, είναι το θέατρο που αναπαριστά ή αφηγείται ή και αποκαλύπτει πως συντελεστές και θεατές είμαστε από κοινού δολοφόνοι. Το πολιτικό θέατρο δεν πρέπει να σχηματίζεται υπό την σκέπη και την ασφάλεια ενός κλασικού κείμενου. Μπορεί από τα κλασικά κείμενα να βγουν εξαιρετικές παραστάσεις – αλλά δεν είναι το πολιτικό θέατρο όπως το ορίζω εγώ. Το πολιτικό θέατρο οφείλει να είναι επείγον και επώδυνο. Και να έχει τίμημα. Θέλω να προσεχτεί πολύ αυτή η παράμετρος – και για αυτό θα την επαναλάβω: Το πολιτικό θέατρο οφείλει να έχει τίμημα. Το έργο “Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ” ήτανε ένα αξεπέραστο δείγμα πολιτικού θεάτρου το 1936. Σήμερα, εφόσον το ίδιο έργο ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο μιας χώρας που κάνει pushback δίχως να μιλάει για τα pushback, γίνεται ένα ωραιότατο πλυντήριο μιας κοινωνίας που ναζιστικοποιείται με βήμα ταχύ.

Εδώ και μερικά χρόνια, από τα ταξίδια μου στην Αφρική και μετά, βλέπω το θέατρο, την τέχνη γενικότερα, ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπό. Ο σκοπός είναι, σε γενικές γραμμές, ετούτος: να υπερασπιστούμε μέσα από την κοινωνική όσμωση (και την συνειδητοποίηση που η τέχνη δημιουργεί) τα περίσσια παιδιά του κόσμου μας. Είτε τα βομβαρδίζει κάποιος μεγαλοδολοφόνος (και μιλάω για όλους ανεξαιρέτως τους μεγαλοδολοφονους, από τον Λεοπόλδο του Βελγίου μέχρι τον Χίτλερ, από τον Χάρυ Τρούμαν μέχρι τον Στάλιν, από τον Μάο μέχρι τον Πούτιν) – είτε τα καταδικάζει στην πείνα και στον θάνατο ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Άρα καταλήγω πως αυτό που προσπαθώ να κάνω, τουλάχιστον την τελευταία εφταετία, είναι ένα είδος πολιτικού θέατρου.

– Πιστεύετε ότι η σκηνική παρουσία της Επίφανι μπορεί να λειτουργήσει ως ένας καθρέφτης για το κοινό, προκαλώντας αυτοκριτική;
Οι θεατές του θεάτρου που έρχονται να δουν τις παραστάσεις μου ανήκουν στην διευρυμένη ελίτ των ασφαλών και βολεμένων – όπως στην ίδια διευρυμένη ελίτ ανήκω φυσικά κι εγώ κι όλοι οι συντελεστές των παραστάσεων μου. Κατά πόσο δικαιούμαστε να καταθέτουμε ιστορίες για την ανθρώπινη απελπισία από τους αναπαυτικούς καναπέδες μας; Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε, είναι να βάλουμε αυτή την ερώτηση – στους εαυτούς μας και στους θεατές. Δίχως ετούτη την αφετηρία, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά.

Με απασχολεί πάρα πολύ το τι κάνουν οι θεατές μετά την παράσταση. Όπως επίσης με απασχολεί τι έκαναν πιο πριν από την παράσταση. Λίγο-πολύ ξέρω τι έκαναν πιο πριν και τι θα κάνουν μετά. Θα προσπαθούν να εδραιώσουν την θέση τους στην ελίτ που ανήκουν – όπως περίπου το ίδιο προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Ως εκ τούτου, πρώτος σκοπός μιας πολιτικής παράστασής οφείλει να είναι το να δηλωθεί καθαρά και ξάστερα το ρήγμα ανάμεσα σε όλους εμάς από την μια, και σε όλους εκείνους για τους οποίους μιλάμε. Η παράσταση θα τελειώσει και εμείς θα είμαστε εδώ χορτάτοι και οι πεινασμένοι θα εξακολουθούν να πεινάνε. Η συνειδητοποίηση αυτούς του ρήγματος ενδέχεται να μας οδηγήσει στην ντροπή. Δεν βλέπω άλλον δρόμο προς την συνειδητοποίηση εκτός από την ντροπή – αυτό που ο Παλαμάς έγραψε: «Ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την αρχοντιά μου…».

– Προηγουμένως αναφερθήκατε στην απουσία ενός «Θεού» για τη διαχείριση της ενοχής. Πώς βλέπετε την τέχνη ως μέσο για την εξερεύνηση μιας τόσο μεγάλης πνευματικής και ηθικής αναζήτησης;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει Θεός. Αντιθέτως υπάρχει εγγενής μέσα στην φθαρτή ανθρώπινη φύση η ανάγκη για πίστη σε κάτι μεταφυσικά άφθαρτο και αιώνιο – αυτό που ονομάζουμε “Θεό”. Σε αυτό το “κάτι” εναποθέτουν οι άνθρωποι την ανημποριά τους να ερμηνεύσουν την θνητότητα, την αδικία, την δυστυχία και την απελπισία. Και δυστυχώς η ανάγκη για πίστη έγινε εργαλείο στα χέρια των εξουσιών για να καθυποτάξουν την ανθρωπότητα και να σκορπίσουν ανείπωτο πόνο και φρίκη μέσα στους ιστορικούς αιώνες.

Εφόσον, λοιπόν, δεν πιστεύει κάποιος στο Θεό, είτε θα αφεθεί σε έναν μοιρολατρικό μηδενισμό (που δεν μπορώ να τον υποφέρω), είτε θα προσπαθήσει να κατανοήσει με όρους μη μεταφυσικούς (άρα, με όρους ηθικούς) την θνητότητα, την αδικία, την δυστυχία και την απελπισία. Αυτά τα φορτία αναλαμβάνουν η τέχνη και φιλοσοφία – τουλάχιστον όπως τα κατανοώ εγώ. Κάπου εκεί βάζω και την δική μου (διαρκώς αποτυχημένη, μα εξακολουθητικά διαρκή) προσπάθεια στο γράψιμο. Ποια είναι αυτή η προσπάθεια; Το να μιλήσουμε για ένα παιδί που βρίσκεται πλάι μας και πεθαίνει εξαιτίας της χόρτασής μας, που υποφέρει, που πεινά, που ταπεινώνεται, που σφαγιάζεται, που πνίγεται, που χειραγωγείται σε στρατιές δολοφόνων, που σκλαβώνεται, που τρώει κατουρημένο παξιμάδι. Για όλα αυτά τα παιδιά έγραψα όλα μου τα βιβλία και τα έργα μου – και αυτά τα παιδιά έβαλα στο κέντρο τους: Τα περίσσια παιδιά της Αφρικής, τα δίδυμα του Μένγκελε, τα βρέφη των θαλάμων αερίων του Άουσβιτς, τα μωρά που λιώσαν τα κεφάλια τους στον τοίχο στην Ντροπολιτσά, στην Χίο, στο Ερζερούμ, στο Κονγκό, στο Μεξικό, στην Ινδία και σε όλες μα όλες τις σφαγές της Ιστορίας, τα παιδιά που αφανίστηκαν στην Χιροσίμα και στην Δρέσδη και στο Ανόι, τα παιδιά που βομβαρδίζονται στην Γάζα, τα παιδιά των μεταναστών που δολοφονούνται στο Αιγαίο, για τα παιδιά των αφανισμένων Λορ, τα κορίτσια που βιάζονται και τα αγόρια που στραγγαλίζονται από τους συμμαθητές τους, για τον Κουασιμόδο, τον Γαβριά και το Χαμίνι, για το κορίτσι με τα σπίρτα και το αγόρι πίσω από το τζάμι, για το ασήμαντο Προγραμματάκι που θα καεί για να σώσει το πλαστικό μωρό, για τα αποκεφαλισμένα παιδιά του επερχόμενου Ολοκαυτώματος. Για το κορίτσι με το καμένο πρόσωπο στον μαχαλά των τσιγγάνων του Γαλλικού, για το μωρό που πέθανε από δυσεντερία στην Αντίς Αμπέμπα, στην Ταναναρίφη, στην Καλκούτα («ή και κάπου αλλού, μην κολλάς, ο κόσμος είναι γεμάτος από πολιτείες με δυσεντερία», γράφω κάπου). Υπηρετώντας αυτή την επιλογή (κάποιος θα πει «υπηρετώντας αυτήν την παλιακή -ή και πληκτική- κοινοτοπία») έριξα τα κείμενα μου στη δημόσια σφαίρα ψάχνοντας στα τυφλά (πώς αλλιώς) για συνοδοιπόρους, για συναυτουργούς, για ανθρώπους που θα διαθέσουν κάτι από τα ταλέντα και τον χρόνο της ζωή τους και θα παλέψουν να τα διαχύσουν παραπέρα, ή και να τα πάνε και κάπου. Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η προσπάθειά μου στο γράψιμο.

Θανάσης Τριαρίδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Πώς βιώσατε εσείς τη συναισθηματική φόρτιση της συγγραφής αυτού του έργου; Υπήρξε κάποιο σημείο όπου δυσκολευτήκατε περισσότερο; Επιπλέον το έργο σας συμπλέκει την μυθοπλασία με τα πραγματικά περισταικά της διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών στην Ελλάδα του 2012. Μια τέτοια εμπλοκή δεν περιέχει ένα ποσοστό ρίσκου;
Όταν το 2018 έγραψα το “HIV” δεχόμουν με επιμονή την ίδια (όχι καλοπροαίρετη) ερώτηση: «Και πού ξέρεις πως ήταν παράνομη η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών; Αφού η Κυβέρνηση και όλοι οι κρατικοί φορείς την θεωρούν νόμιμη… Αν ήταν παράνομη, δεν θα κινούνταν ο αρμόδιος εισαγγελέας; Και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων γιατί κήρυξε τον εαυτό της αναρμόδιο; Ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις θεατρικό έργο κόντρα στην Ελληνική Πολιτεία;». Απαντούσα και έλεγα τα ακόλουθα: «Στην Ελλάδα η δημοκρατία έχει σκοτεινές καταπακτές, οι θεσμοί υπολειτουργούν και συχνά κονιορτοποιούνται – και τα ανθρώπινα δικαιώματα συνεχώς παραβιάζονται. Και θα ήταν ολέθριο οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες, εφόσον δεν είναι κυβερνητικές παρκετέζες και τζουτζέδες της εξουσίας, να σιωπήσουν. Κι αν περάσει έτσι αυτό, θα στρωθεί ο δρόμος για το επόμενο….».

Έτσι έγραψα το “ΗΙV”. Φυσικά όλα κινήθηκαν σύμφωνα με τις γνωστές “συνήθειές” τους. Εγώ (ξανα)κατηγορήθηκα πως κάνω «διδακτικό» και «στρατευμένο» θέατρο. Κατηγορήθηκα, λοιδωρήθηκα, ξανααποκλείστηκα από μέρη (που είμαι έτσι κι αλλιώς αποκλεισμένος). Και το “HIV” δεν ανέβηκε ποτέ στην Ελλάδα – ανέβηκε μόνο στο Βερολίνο τον Μάιο του 2019 και μονάχα ως μια γερμανική παράσταση ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ώσπου στις 23-1-2024, δώδεκα χρόνια μετά το έγκλημα σε βάρος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων με αφορμή τον δημόσιο εξευτελισμό και τη διαπόμπευση των ανυπεράσπιστων οροθετικών γυναικών το 2012. Και υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει πρόστιμο σε όσες από τις γυναίκες βρίσκονται ακόμη στην ζωή.

Σήμερα που το Ελληνικό Κράτος σκοτώνει ανθρώπους στην θάλασσα με τις επαναπροωθήσεις τα ίδια καθάρματα του παρακράτους, οι ίδιοι τζουτζέδες της εξουσίας, οι ίδιες παρκετέζες της κυβερνητικής προπαγάνδας διδάσκουν την σιωπή και λοιδωρούν όσους μιλούνε για τους φόνους. Το παροντικό έγκλημα κουκουλώνεται – θαμπώνει, αμφισβητείται, διαγράφεται από την ζωή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι δολοφονημένοι δεν είναι δολοφονημένοι: Στα επόμενα χρόνια οι καταδίκες της Ελλάδας από τα διεθνή δικαστήρια θα πέφτουν σαν το χαλάζι. Κι όλα αυτά τα λέω ως μία συμβολή στην συζήτηση περί του εάν κάνω στρατευμένη τέχνη – και τι υπηρετεί η τέχνη γενικότερα. Αλλά, και στη συζήτηση για το πού στέκεται ο καθένας μας, με ποιους και πώς.

– Μου δίνετε μια αφορμή για την επόμενη ερώτηση: Πολλές φορές δείχνετε να ξεχνάτε το ρητό «η τέχνη για την τέχνη» και χρησιμοποιείτε τα κείμενά σας ή τα έργα σας για να επιτεθείτε στην κυβέρνηση εξαιτίας των επαναπροωθήσεων των μεταναστών. Είναι κατά την γνώμη σας ένας θεμιτός στόχος για την τέχνη αυτό;
Νομίζω πως είναι ολέθριο να διαχωρίζουμε τις στοχοθεσίες της τέχνης σε θεμιτές και αθέμιτες. Η τέχνη χωράει τα πάντα, κάθε έκφανση του ανθρώπινης κατάστασης και κάθε διακλάδωση της ανθρώπινης φαντασίας. Όπως είναι φριχτός ακρωτηριασμός το να εμποδίσουμε έναν συγγραφέα να μιλήσει για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα ή για τα τραύματα που γεννά η οικογένεια με την ζωτική της νοσηρότητα, αντίστοιχα είναι φριχτός ακρωτηριασμός να του πούμε πως δεν πρέπει να μιλά για τα εγκλήματα που διαπράττει η κυβέρνηση της χώρας του σκοτώνοντας μετανάστες, διότι τάχα «αυτό είναι μια επικαιρική θεματική» ή διότι τάχα «αυτό είναι στρατευμένη τέχνη». Υπό την έννοια αυτή “στρατευμένη τέχνη ορμώμενη από επικαιρικές θεματικές” είναι και οι “Πέρσες” του Αισχύλου και η “Μιλήτου Άλωσις” και ο “Τρόμος και η Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ” και η “Άνοδος και η πτώση του Αρτούρου Ουί”. Ας αφήσουμε τους συγγραφείς να μιλάνε για ό,τι θέλουνε, για ό,τι λογαριάζει ο καθένας ως σημαντικό.

Όχι, λοιπόν, δεν ξεχνάω το ρητό που αναφέρετε – αλλά, σε ό,τι με αφορά, το απορρίπτω απολύτως συνειδητά. Η τέχνη, κατά την άποψή μου, είναι το να ονειρεύεσαι μια εκδοχή της ομορφιάς του κόσμου – και να κάνεις την δική σου χειρονομία προς αυτήν την εκδοχή. Ε, λοιπόν, εμένα μου είναι αδύνατο να συλλογιστώ ή να ονειρευτώ οποιαδήποτε εκδοχή της ομορφιάς του κόσμου όσο υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο (δηλαδή γύρω μας καθώς τα όρια του κόσμου μικραίνουν ολοένα) εκατομμύρια άνθρωποι που δολοφονούνται καθημερινά από την πείνα, την φτώχεια και την κοινωνική αναλγησία – ή όταν αυτοί οι άνθρωποι υποφέρουν και βασανίζονται και πεινάνε και διψάνε και ταπεινώνονται. Προφανώς δεν είναι υποχρεωτικό να συμμερίζονται ετούτη την άποψη όλοι οι συγγραφείς ή όλοι οι καλλιτέχνες – οι άνθρωποι δεν έχουμε τις ίδιες αξίες και δεν βάζουμε τις ίδιες προτεραιότητες. Αλλά για μένα, ιδίως από μια ηλικία και μετά, η τέχνη δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της για να με στηρίξει εφόσον δεν συμπεριλαμβάνει στον νοητό της ορίζοντα όλους εκείνους που η κυρίαρχη ελίτ της Δύσης λογαριάζει ως περιττούς, ως κοπριά της ευδαιμονίας της, ως απειλή.

Θανάσης Τριαρίδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Έχετε γράψει πολλά έργα -και πολλά βιβλία γενικότερα- για τις επαναπροωθήσεις. Έχετε μάλιστα γράψει πως είναι το προστάδιο ενός νέου Ολοκαυτώματος.
Οι επαναπροωθήσεις, τα απάνθρωπα pushback, είναι πρώτα από όλα φριχτές κρατικές δολοφονίες αμάχων ανθρώπων, αντρών, γυναικών και παιδιών, ένα έγκλημα της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δύσης εν γένει. Και είναι ένα διαρκώς επικαιροποιημένο αίτημα της φασιστικής ακροδεξιάς που γίνεται πολιτικά κυρίαρχη, από τον Τραμπ μέχρι την Μελόνι. Αλλά είναι και κάτι ακόμη: ένα κρίσιμο στάδιο του επικείμενου αδιανόητου ολοκαυτώματος που απεργάζονται οι ελίτ της Δύσης για τα δισεκατομμύρια των πεινασμένων της Γης. Σύμφωνα με την οπτική μου οφείλουμε να αντισταθούμε στα pushback λογαριάζοντας τα ως μια εξακολουθητική “Νύχτα των Κρυστάλλων” – η οποία προοιωνίζεται κάτι εφιαλτικό και αποτρόπαιο.

Και πράγματι, θεωρώ πως οι επαναπροωθήσεις, οι οποίες θα ενταθούν στα χρόνια που έρχονται, είναι η σταδιοποίηση ενός επερχόμενου Ολοκαυτώματος που θα αφορά την μαζική τεχνοβιολογική εξόντωση των εξαθλιωμένων πολιτισμών της Δύσης. Θα είναι ένα αφάνταστης έκτασης έγκλημα – και θα το κάνουμε εμείς και τα παιδιά μας,

Έγραψα μια σειρά έργων για τα pushback – και μια σειρά ποιημάτων και άλλων κειμένων. Γιατί είναι για μένα ένας εκφραστικός και συναισθηματικός μονόδρομος. Και θα γράψω κι άλλα, όσα μπορώ περισσότερα προς την κατεύθυνση αυτή. Κι όσο αντέχει η φωνή μου θα μιλάω για αυτά –  μέχρι να λείψω ή μέχρι να αλλοτριωθώ επαρκώς ώστε να τα συνηθισω.

– Σε ένα κείμενό σας διάβασα πως η αφετηρία για πολλά θεατρικά έργα σας είναι οι απειλές που έχετε δεχτεί.
Πρόκειται για τα τρία έργα της Τριλογίας των Επαναπροωθήσεων (“Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου”, “Η Κουκούλα”, “Πώς να πετάξετε ένα μωρό στην θάλασσα και η Δημοκρατία να θριαμβεύει”), τα οποία γράφτηκαν στα χρόνια 2023 και 2024. Η Τριλογία αυτή γεννήθηκε από τις απειλές που δέχτηκα – και ως αντίδραση σε αυτές. Πιο συγκεκριμένα, όταν το 2022 πύκνωσαν τα κείμενά μου ενάντια στις κρατικές επαναπροωθήσεις των μεταναστών, δέχτηκα ένα κύμα απειλών από τα «αόρατα» καθάρματα του Διαδικτύου που είτε ανήκουν στο κυβερνητικό παρακράτος, είτε θέλουνε με κάθε τρόπο να ενταχτούνε σε αυτό. Οι απειλές αυτές ήταν κυμαινόμενης έντασης: Από το «Θα σε βρούνε σε χαντάκι…» και το «Θα-σε-εξαφανίσουμε…» μέχρι το «Κρίμα-βρε-παιδί-μου,-πάνω-που-άρχισες-να-ακούγεσαι,-θα-αποκλειστείς-από-παντού…» Και όλα τα ενδιάμεσα στάδια. Έχω πολύ μεγάλη (υπερ-εικοσαετή) πείρα από τέτοιου είδους απειλές. Και έχω εδώ, και πολλά χρόνια, καταλήξει σε ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο αντίδρασης: Όταν με απειλούν για κάποιο κείμενο, γράφω για το υπό απειλή θέμα τα δεκαπλάσια κείμενα από αυτά που σχεδίαζα να γράψω αν δεν απειλούμουν. Είναι κάτι σαν εσωτερικός κανόνας αυτό: Πολλαπλασιάζω την δράση για την οποία απειλήθηκα στο δεκαπλάσιο. Είναι ο τρόπος μου για να μην φοβάμαι – και για να ακυρώνω την κάθε απειλή (να την επιστρέφω μετασχηματισμένη σε δημιουργία.)

Αυτό έγινε και με την Τριλογία αυτή. Είναι η αντίδρασή μου στην απερίγραπτη βία των κρατικών δολοφονιών των μεταναστών αλλά και την υπόγεια βία του παρακράτους που υποστηρίζει ετούτες τις δολοφονίες. Ήταν τρία έργα που είχα υποσχεθεί (στον εαυτό μου, πρώτο από όλους) για το έγκλημα της δολοφονίας των μεταναστών στη θάλασσα. Και επειδή οι απειλές και οι προγραφές συνεχίζονται, θα συνεχιστούν και τα κείμενα. Είναι η απάντησή μου, από την ασήμαντη θέση μου (από την ασήμαντη καρέκλα του τραπεζιού μου) στο δολοφονικό κράτος και στην δολοφονική κυβέρνηση – στο έγκλημα το οποίο διαπράττουν από κοινού η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

– Ωστόσο κάποιοι θεωρούν την επιλογή σας να γράφετε έργα όπως το “Αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου” ή “Η κουκούλα” ως φτηνή αντικυβερνητική ρητορική – που μειώνει την καλλιτεχνική τους αξία…
Είναι δικαίωμά τους να λένε ό,τι θέλουν και να θεωρούν ό,τι θέλουν. Ως προς τον χαρακτηρισμό “φτηνή” έχω να απαντήσω πως τα έργα μου δεν πουλιούνται ούτε φθηνά ούτε ακριβά – διότι προσφέρονται απολύτως δωρεάν. Ξέρω πως ετούτο είναι δύσκολο να το καταλάβουν άνθρωποι εθισμένοι στο να πουλιούνται, αλλά αυτό ακριβώς ισχύει. Την θεώρηση τους για την “καλλιτεχνική αξία” των έργων μου την έχω γραμμένη στα παλιά μου τα παπούτσια. Αντιθέτως, θεωρώ τίτλο τιμής το να πολεμάω την κυβέρνηση και το κράτος – την κάθε κυβέρνηση και το κάθε κράτος. Ιδίως όταν η κυβέρνηση και το κράτος δολοφονούν μετανάστες, τότε είναι που λυσσάω.

Γράφω ό,τι θέλω να γράψω, επειδή το θέλω, την ώρα που το θέλω. Είμαι απολύτως αυτοδημιούργητος – και για αυτόν τον λόγο είμαι απολύτως ανεξάρτητος. Δεν λογοδοτώ σε κανέναν παρά μόνο στη συνείδηση μου. Μπορώ να εναντιώνομαι στο κράτος και σε όλες τις κυβερνήσεις – διότι δεν περιμένω τίποτε από αυτούς. Μπορώ να περιφρονώ κάθε εξουσία, να την λογαριάζω ως ξεφτίλα και ντροπή – διότι όσα έγραψα τα έγραψα από μόνος μου, και από τα κάτω, δίχως να με επιβάλει κανένα εξευτελισμένο σύστημα ιεράρχησης. Πολέμησα με μανία όλες τις εξουσίες, όλες τις κανοναρχημενες εκκλησίες, όλα τα κόμματα, όλες τις αγέλες. Δεν έχω καμία σχέση με τις ιεραρχήσεις – και επειδή μου δόθηκε η δυνατότητα να μελετήσω την ιστορία της τέχνης ξέρω τι κούφια λόγια, τι φενάκες είναι όλα αυτά.

– Είναι αλήθεια πως δεν παίρνετε δικαιώματα για τα έργα σας; Γιατί το κάνετε αυτό; Δεν έχετε ανάγκη τα χρήματα;
Τα έργα μου και τα βιβλία μου κυκλοφορούν ελεύθερα για ιδεολογικούς λόγους: Πιστεύω πως δεν μου ανήκουν, πως τα λόγια μας είναι παιδιά πολλών ανθρώπων, για να θυμηθώ τον Σεφέρη. Έτσι δεν παίρνω δικαιώματα διότι θεωρώ πως δεν μου ανήκουν. Και όποτε, κάποιες ελάχιστες φορές, επιμένουν να μου δίνουν για να διασφαλίσουν με συμβόλαιο την χρήση του έργου, τα μεταφέρω κατευθείαν και εν συνόλω σε υποθέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. Όσο δε αφορά στα πολιτικά έργα μου, είναι προφανές πως τα έγραψα για να συμβάλλω όσο μπορώ στην πολιτική όσμωση και ευαισθητοποίηση ενάντια στις επαναπροωθήσεις. Με άλλα λόγια: Τα έγραψα για να ανέβουν σε όσο πιο πολλές σκηνές και να διαχύσουν το μήνυμα της εναντίωσης στους κρατικούς φόνους σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Και φυσικά τα δίνω σε όποιον τα ζητάει απολύτως ελεύθερα.

Επιπλέον περιφρόνησα και περιφρονώ απόλυτα τα χρήματα – διότι είμαι ο φτωχότερος των ανθρώπων που γνωρίζω. Πιθανώς αυτό να ακούγεται παράδοξο, αλλά είναι η αλήθεια: Εδώ και δεκαπέντε χρόνια (τότε ήμουν στα σαράντα μου) μια σειρά από συγκυρίες, επιλογές και οικονομικές καταστροφές με έκαναν αφάνταστα φτωχό: ούτε εγώ, ούτε η πενταμελής μου οικογένεια έχει οποιαδήποτε περιουσία, οποιοδήποτε ακίνητο στο Ε9 – και όλες-όλες οι καταθέσεις μας είναι κάτι ανάμεσα στα 100 και στα 200 Ευρώ. Επειδή έχω μικρά παιδιά είμαι υποχρεωμένος να δουλεύω σαν τρελός στην ελεύθερη αγορά, μακριά από κρατικά χρήματα, επιχορηγήσεις ή ό,τι παρόμιο: Κάνω μαθήματα γραφής και σεμινάρια για τον δυτικό πολιτισμό και πολιτιστικές περιηγήσεις. Μα ετούτη η συνθήκη δεν με εμπόδισε να αδιαφορώ απόλυτα για τα χρήματα – να δωρίζω τα έργα μου σε όποιον μου το ζητήσει, να σκορπίζω όλα τα κείμενά μου ελεύθερα στο διαδίκτυο, να καίω με χαρακτηριστική ευκολία όσα χρήματα βγάζω με σκληρότατη δουλειά μέχρι τελευταίας ρανίδας. Αυτή η στάση ζωής με έχει κάνει απόλυτα ανεξάρτητο: κάνω ακριβώς αυτό που επιτάσσουν η ιδέες μου και η συνείδησή μου. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους πλουσίους εάν δεν επιδεικνύουν τον πλούτο τους. Τους σέβομαι όμοια με κάθε άλλο άνθρωπο. Μα όταν κάποιος πλούσιος τολμήσει να κουνήσει τα άθλια λεφτά του (όλα τα λεφτά είναι εκ προοιμίου άθλια), λαμβάνει την πρέπουσα απάντηση. Την πιο ριζική μου αντίθεσή μου στην ανηθικότητα του πλούτου και την πιο βαθιά μου περιφρόνηση.

– Τελικά, ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν συγγραφέα όταν δίνει φωνή σε ιστορίες τόσο σκληρές και τραγικές, αλλά και τόσο απαραίτητες να ειπωθούν; 
Θα σας πω τι κατανοώ εγώ ως πρόκληση – μιλάω μόνον για τον εαυτό μου και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τα πράγματα, δεν εκπροσωπώ κανέναν άλλο πλην του εαυτού μου. Η τέχνη μας (ό,τι μπορούμε να λογαριάσουμε ως «τέχνη» τέλος πάντων) γίνεται στις πολιτείες των χορτάτων, των βολεμένων, των ασφαλών – κι εμείς είμαστε κομμάτι της ασφάλειάς τους. Η τέχνη μας δεν γίνεται στις φαβέλες των απελπισμένων, ούτε στις ρημαγμένες πολιτείες που τα παιδιά πεθαίνουν τριών μηνών από δυσεντερία. Αν ωστόσο η τέχνη δεν βρει έναν δρόμο να μας συνδέσει με ετούτες τις πολιτείες με τη δυσεντερία, αν δεν βρει ένα τρόπο να φέρει τις φαβέλες στον κόσμο μας, αν δεν μιλήσει για τα αμπάρια των επαναπροωθήσεων – ε, τότε η τέχνη μας δεν είναι τέχνη. Μπορεί να είναι μια ομαδική εκτόνωση, μια μορφή ψυχοθεραπείας ή και ψυχανάλυσης, αλλά τέχνη δεν είναι. Πιστεύω πως η τέχνη και το θέατρο υπηρετούν τον εαυτό τους εφόσον μπορούν να μας ενώνουν με εκείνους που δεν έχουν δυνατότητα να μας ακούσουν. Αυτή είναι η δική μου πρόκληση.

LINE

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ “HIV”

Βασισμένο στο κείμενο του Θανάση Τριαρίδη
Σκηνοθεσία-Δραματουργική Επεξεργασία: Δήμητρα Κατσανίκα
Ερμηνεύει η ηθοποιός Λίλα Παντελίδου
Σκηνογραφία-Ενδυματολογία: Αριάνα Νίκου
Επιμέλεια Κίνησης-Χορογραφία: Στάθης Τζουβάρας
Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Πανταζής, Χρήστος Ταχτσίδης
Χώρος: Θέατρο 104 [Ευμολπιδών 41, Αθήνα | Σταθμός Μετρό: Κεραμεικός]
Τηλ. για κρατήσεις θέσεων-πληροφορίες: 210 34 55 020

Ημερομηνίες & ώρα παραστάσεων:

Παρασκευή 17/01/2025, 24/01/2025, 31/01/2025, 07/02/2025, 14/02/2025 στις 21:00
Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά

[Στις παραστάσεις της 17/01/2025, 31/01/2025, 07/02/2025 και 14/02/2025 θα ακολουθήσει συζήτηση του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη με το κοινό.]

Τιμές εισιτηρίων:
Κανονικό: 12 ευρώ
Μειωμένο [Φοιτητικό/Ανέργων/ΑμεΑ/ Θεατών άνω των 65 ετών]: 10 ευρώ
Ατέλεια: 5 ευρώ

Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/h-i-v/

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.