Ο Ζυλ Ντασσέν, η Μελίνα Μερκούρη, η Μανουέλα Παυλίδου (γραμματέας και φίλη της Μελίνας) και εγώ στο σαλόνι του σπιτιού τους στην Αθήνα. Η Μελίνα προσπαθεί να πείσει τον Ντασσέν να κάνουν αυτή την κοινή συνέντευξη…

Μελίνα Μερκούρη: «Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μαζί. Είμαι κι εγώ γυναίκα και θέλω μια φορά να μιλήσουμε μαζί για τον έρωτά μας, τη ζωή μας… Γιατί δεν μου κάνεις αυτή τη χάρη;»

Ζυλ Ντασσέν: «Ωραία… αλλά τι να πω; Δεν ξέρω…»

Μ.Μ.: «Πες ό,τι θες. (γέλια) Πες ότι με μισείς!» (γέλια)

– Μπορείτε να μιλήσετε εσείς για τον Θεό και η Μελίνα για τον Διάβολο!

Ζ.Ντ.: Αυτό ίσως να έχει ενδιαφέρον.

Μ.Μ.: Όχι, εγώ θέλω να μιλήσω για τον Θεό. Εχω μια σχέση με τον Θεό ερωτική. Τον έχω δει Θεό αλλά και γεμάτο αδυναμίες και ξέρω πόσο κοντά μου είναι.

Ζ.Ντ.: Η Μελίνα είναι μια θεά που μέσα της βρίσκει ησυχία ο Διάβολος! (χαμογελάει) Ισως γι’ αυτό να είναι καλύτερα η Μελίνα να μιλήσει και για τον Θεό και για τον Διάβολο! (γέλια)

– Δύσκολος άνθρωπος…

Μ.Μ.: Πολύ.

– Πώς καταφέρνει να ζει κανείς με έναν τόσο δύσκολο άνθρωπο;

Μ.Μ.: Οταν είσαι ερωτευμένη, δεν το καταλαβαίνεις. Γιατί και αυτός δίνει ακριβώς τα ίδια πράγματα με σένα. Θέλει να σου αρέσει.

– Και όταν περάσει ο έρωτας;

Μ.Μ.: Με την πάροδο των χρόνων υπομένεις τα ελαττώματα του άλλου. Βάζεις νερό στο κρασί σου. Γιατί έρχεται η τρελή αγάπη! (ανοίγει τα μάτια της διάπλατα)

– Σε τι διαφέρει ο έρωτας από την τρελή αγάπη;

Μ.Μ.: Στον έρωτα έχεις ένα χτυποκάρδι κάθε φορά που θα τον δεις… ζηλεύεις απίστευτα, θέλεις να καταναλώνει όλο τον καιρό του και τη σκέψη του σε σένα. Με την τρελή αγάπη έρχεται η κατανόηση, βάζεις νερό στο κρασί σου, όπως σου είπα.

– Τι κατανοήσατε με την αγάπη εσείς;

Μ.Μ.: (χαμογελάει) Οτι δικαιούται κάθε άνθρωπος μια γωνιά δική του όταν χρειάζεται την απομόνωσή του. Οταν η αγάπη παίρνει τη θέση του έρωτα, βγαίνει στην επιφάνεια ο πραγματικός μας χαρακτήρας, οι παραξενιές μας. Αυτές όμως δεν θίγουν τον άλλον πια.

– Στη δική σας σχέση ποιος άρχισε να βγάζει πρώτος τις παραξενιές του;

Μ.Μ.: Εγώ ήμουν πάντα ανοιχτό χαρτί! Ο Τζούλης ακόμη και την περίοδο του τρελού έρωτα στάθηκε άγνωστος για μένα. Υπήρχε πάντα μια αποστασιοποίηση.

– Μπρεχτική περίπτωση ερωτικής σχέσης. (γέλια)

Μ.Μ.: Εβλεπα όμως τα φαινόμενα στο πρόσωπό του. (μπαίνει στο σαλόνι ο Ντασσέν) Οταν τον γνώρισα, ως γνωστόν, ήταν παντρεμένος. Επρεπε να πάρει την απόφαση να χωρίσει. Είδα στο πρόσωπό του την αγωνία του. Αλλαζε δέρμα από την αγωνία. Παρ’ όλα αυτά η συμπεριφορά του απέναντί μου ήταν εντελώς αποστασιοποιημένη.

– Κύριε Ντασσέν, πού γνωρίσατε την πρώτη σας γυναίκα;

Ζ.Ντ.: Στη Νέα Υόρκη.

– Την είδατε όπως τη Μελίνα, ξαφνικά, και την ερωτευθήκατε;

Ζ.Ντ.: Όχι, την ήξερα από παιδί. Ημασταν φίλοι από παιδιά.

– Πόσα χρόνια ζήσατε μαζί;

Ζ.Ντ.: Περίπου είκοσι.

– Πόσα παιδιά κάνατε;

Ζ.Ντ.: Τρία. Τον Τζο και δύο κόρες, που σήμερα ζουν στη Γαλλία.

– Εσείς πριν από τον κ. Ντασσέν ζήσατε κάποιον άλλον μεγάλο έρωτα στη ζωή σας;

Μ.Μ.: Ναι. Μεγάλος έρωτας ήταν ο Πύρρος Σπυρομήλιος για μένα. (ο Ντασσέν σηκώνεται και βγαίνει πάλι)

– Τον φωνάζατε και αυτόν με το επώνυμό του όπως τον κύριο Ντασσέν;

Μ.Μ.: (χαμογελάει) Όχι, μόνο τον Ντασσέν φωνάζω Ντασσέν. Το Πύρρος μού άρεσε πολύ, ίσως επειδή ήμουν πολύ ερωτευμένη τότε.

– Πόσο κράτησε αυτός ο έρωτας;

Μ.Μ.: Κράτησε επτά χρόνια. Ηταν το πιο γοητευτικό πλάσμα που είχα γνωρίσει προ Ντασσέν.

– Είχε πολλά κοινά με τον κύριο Ντασσέν;

Μ.Μ.: Κανένα. Απορώ και εγώ πώς δύο τόσο διαφορετικά πρόσωπα με έκαναν να τα ερωτευτώ τόσο πολύ!.

– Τι δουλειά έκανε ο Πύρρος Σπυρομήλιος;

Μ.Μ.: Ήταν αξιωματικός του Ναυτικού. Ηταν αυτό που λέμε «ο γκόμενος», ήρωας του Αλβανικού Μετώπου. Υπέροχος άνθρωπος. Να σκεφθείς, πέθανε από μεγαλοκαρδία. Αυτό το βρίσκω πολύ ποιητικό. Τον έκλαψε όλη η Ελλάδα, και ο Μίκης έγραψε ένα πάρα πολύ ωραίο τραγούδι γι’ αυτόν, “Το παλικάρι”. Το ξέρεις;

– Για θυμίστε μου πώς πάει.

Μ.Μ.: Πάει κάπως έτσι. (σιγοτραγουδάει. Την ίδια στιγμή ο Ντασσέν ξαναμπαίνει στο σαλόνι και ακούει τη Μελίνα να προσπαθεί να τραγουδήσει)

Ζ.Ντ.: Η Μελίνα έχει πολύ ωραία φωνή! (χαμογελάει)

– Κύριε Ντασσέν, τραγουδάμε με τη φωνή της ψυχής μας;

Ζ.Ντ.: (χαμογελάει) Όσο μεγάλη ψυχή και αν έχεις, χρειάζεται και λίγη φωνή, δεν νομίζετε;

– Υπάρχει μια φωνή που εσάς θα σας μείνει αξέχαστη;

Ζ.Ντ.: Του πατέρα μου!

– Τραγουδούσε;

Ζ.Ντ.: Για μας μόνο! Είναι σαν να τον ακούω τώρα. (παύση)

– Εσάς, κυρία Μερκούρη, υπάρχει μια φωνή που θα σας μείνει αξέχαστη;

Μ.Μ.: (σκέφτεται) Η φωνή της Πιαφ στο τελευταίο της κοντσέρτο. Η Πιαφ ήταν πάρα πολύ άρρωστη, ήταν στα τελευταία της. Εχω τον δίσκο, να σ’ τον βάλω να νιώσεις τι εννοώ. Θα τον βρω μόλις σηκωθώ και θα σ’ τον βάλω να ακούσεις. Συγκλονιστική στιγμή! (παύση)

– Στη δική σας ζωή, κύριε Ντασσέν, υπάρχει μια αντίστοιχη συγκλονιστική στιγμή;

Ζ.Ντ.: (σκέφτεται) Η μέρα που γνώρισα τον Ράινχαρτ, τον Μπρεχτ, τον Βιρτέλ, τον Βάιλ, τον Πίτερ Λόρε, τον Τόμας Μαν, τον Χάινριχ Μαν, τον Χανς Αϊσλερ, όλους αυτούς τους γερμανούς δημιουργούς μαζί, μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, στο σπίτι του Αλεξάντερ Γκράναχ. Ηταν ένα θαύμα για μένα.

– Εχω διαβάσει ότι από όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους εκείνης της παρέας αυτός που σας έμεινε περισσότερο, εκτός από τον Μπρεχτ βέβαια, ήταν ο Αϊσλερ.

Ζ.Ντ.: (χαμογελάει) Είναι αλήθεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι, κάθε φορά που έλεγε κάτι ο Μπρεχτ, ο Αϊσλερ το σάρκαζε λέγοντας διάφορα… όπως «Τι είναι αυτά που λες; » και άλλα τέτοια. (γέλια) Ηταν ο μόνος που δεν φοβόταν τον Μπρεχτ. Ολοι οι άλλοι τον έτρεμαν, τον φοβόντουσαν.

– Εσείς, κυρία Μερκούρη, φοβηθήκατε ποτέ κανέναν στη ζωή σας; (ο Ντασσέν σηκώνεται να βγει)

Μ.Μ.: Τον Ντασσέν. Δεν έπαψα ποτέ να τον φοβάμαι! (όρθιος ο Ντασσέν, έτοιμος να βγει, στέκεται στην πόρτα ξαφνιασμένος. Γυρίζει προς τη Μελίνα)

Ζ.Ντ.: Εμένα; (χαμογελάει)

Μ.Μ.: Εσένα, αυτό που ακούς. (γέλια. Ο Ντασσέν μάς αφήνει μόνους)

– Γιατί φοβάστε έναν τόσο ήρεμο άνθρωπο; (γέλια)

Μ.Μ.: Δεν μου συχώρεσε ποτέ που παράτησα το θέατρο και έγινα επαγγελματίας πολιτικός! Νομίζω ότι αυτό τον πείραξε βαθιά. Αν και ο Τζούλης είναι από τους λίγους ανθρώπους, από όσους γνωρίζω, που ασχολείται τόσο πολύ με την πολιτική! Πάντα βέβαια σαν σκηνοθέτης της πολιτικής, ποτέ ως πολιτικός ο ίδιος.

– Τι δεν ξέρετε και θα θέλατε να μάθετε από αυτόν;

Μ.Μ.: Πόση είναι η πίκρα του που τα εγκατέλειψε όλα στη ζωή του για τη Μελίνα! (μπαίνει ο Ντασσέν)

– Πόση είναι, κύριε Ντασσέν;

Ζ.Ντ.: (παύση)

– Δεν συζητάτε ποτέ γι’ αυτό;

Μ.Μ.: Α, ναι… συζητάμε όταν τσακωνόμαστε, αλλά, επειδή τότε δεν υπάρχει ψυχραιμία, δεν υπάρχει και αλήθεια.

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα του κυρίου Ντασσέν κατά τη γνώμη σας;

Μ.Μ.: Δεν συγχωρεί. Δεν μπορείς να του ζητήσεις συχώρεση.

– Υπάρχει κάτι που δεν σας έχει συγχωρήσει;

Μ.Μ.:«Α, βέβαια. (γέλια)

– Θα δημιουργούσε πρόβλημα να μου το λέγατε μπροστά του;

Μ.Μ.: Νομίζω ναι. Είναι καλύτερη η σιωπή από ένα ψέμα.

– Αν ήταν στο χέρι σας, τι θα επιστρέφατε στον κύριο Ντασσέν από αυτά που έχει χάσει για να ζήσει τον έρωτά του μαζί σας;

Μ.Μ.: Μακάρι να είχα αυτή τη δύναμη.

– Τι θα του επιστρέφατε;

Μ.Μ.: (κοιτάζει τον Ντασσέν, που τρώει ήρεμα ένα φρούτο) Την καριέρα του. Ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, τη δουλειά του, γιατί ο Τζούλης δεν υπήρξε καριερίστας! Η δουλειά γι’ αυτόν είναι ένας τρόπος ζωής. Οπως, αν γινόταν, θα ήθελα να γυρίσει και να ζήσει στην πατρίδα του. Αν και δεν ξέρω αν θα το ήθελε να ζήσει τώρα πια στην Αμερική. Ο Τζούλης είναι ένας Αμερικανός που στο αίμα του κυλάει σχεδόν όλη η Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά εγώ τον λέω «γκαγκστεράκι». (γέλια)

– Γιατί τον αποκαλείτε έτσι ειδικά;

Μ.Μ.: Γιατί, όταν τον γνώρισα, είχε ένα στυλ Τζέιμς Κάγκνεϊ. Ηταν πολύ κοκοράκι. (γέλια) Πολύ αναιδής με όλα: πολιτικά, ερωτικά και συντροφικά.

– Ζηλεύετε τον κύριο Ντασσέν;

Μ.Μ.: Πάρα πολύ. (γέλια) Ο Τζούλης είναι άνθρωπος που δημιουργεί φοβερή πνευματική ζήλια. Η χειρότερη ζήλια… Δυο άνθρωποι νομίζω ότι μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιες ζήλιες: ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Ντασσέν! Η μεγαλύτερή μου ζήλια όμως ήταν μήπως ο Τζούλης γράψει για κάποιο άλλο πρόσωπο έναν χαρακτήρα! Μήπως γράψει έναν χαρακτήρα που δεν θα ήταν για να τον παίξω εγώ!.

– Από όλο το έργο του κυρίου Ντασσέν τι είναι αυτό που σας έχει συγκινήσει περισσότερο;

Μ.Μ.: Βρίσκω ότι το ερωτικό γράμμα που έστειλε στην Ελλάδα με το “Ποτέ την Κυριακή” ήταν το πιο ισχυρό γράμμα που θα μπορούσε να γράψει κανείς γι’ αυτή τη χώρα. Επίσης το φιλμ για το Πολυτεχνείο, που το κάναμε μόνοι μας στην Αμερική, θεωρώ ότι είναι η πιο γενναία πράξη μας. Ενα αριστούργημα που έγινε μέσα σε μια κάμαρα δέκα επί δέκα. Δεν μου αρέσει η αμερικανική εποχή των ταινιών του Τζούλη. Εγώ θεωρώ την ελληνική εποχή του την καλύτερη. Αντε φτιάξε μια προπαγάνδα σαν το “Ποτέ την Κυριακή” ξανά. Αν το ξαναδείς τώρα, θα δεις τι πολιτική έχει μέσα αυτή η ταινία.

– Εσείς, κύριε Ντασσέν, θεωρείτε τον εαυτό σας σκηνοθέτη θεάτρου περισσότερο ή κινηματογράφου;

Ζ.Ντ.: Ξεκίνησα με το θέατρο όταν ήμουν 17 χρόνων. Ημουν στη Νέα Υόρκη και συνάντησα εντελώς τυχαία μια υπέροχη θεατρική ομάδα, που την αποτελούσαν άνθρωποι που δούλευαν τη μέρα για να ζήσουν παίζοντας θέατρο το βράδυ. Με πήραν στην αρχή ως ηθοποιό και μετά έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία σε ένα έργο του Γκόγκολ, στο “Παλτό”. Αλλά ήταν πολύ δύσκολα χρόνια τότε. Φοβερή ανεργία. (ο κ. Ντασσέν εξαφανίζεται στον κήπο)

– Εσείς, κυρία Μερκούρη, τι μάθατε ως ηθοποιός από τον κ. Ντασσέν;

Μ.Μ.: Ου, πάρα πολλά. Εγώ ήμουν μια πολύ βαριά ηθοποιός, γερμανομαθής, μαθημένη κοντά στον Ροντήρη. Ημουν πολύ σοβαροφανής. Ο Τζούλης μού έμαθε κωμωδία. Μου έλεγε: «Οχι βάρος, πέταξέ το, πέταξέ το». Γενικά έπεσα σε πολύ καλά χέρια. Ο Τζούλης, όταν έκανα κάτι πολύ ωραίο στο σινεμά, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ­ πώς να σ’ το πω για να ακουστεί ωραία; ­ τον έβλεπα να εξιτάρεται ερωτικά. Υπήρχε μια socialite αφάνταστη. Φοβερός αισθησιασμός όταν πετύχαινα αυτό το κάτι άλλο.

– Τώρα πια βλέπετε ταινίες;

Μ.Μ.: Στο βίντεο. Εδώ που κάθομαι.

– Τι ταινίες;

Μ.Μ.: Δεν θέλω να βλέπω ταινίες μεγάλης αξίας. Θέλω να βλέπω μόνο ρομάντζα. Οταν αποφάσισα να αφήσω το σινεμά και το θέατρο ­ δεν θα σου πω ψέματα ­ υπέφερα πολύ. Σταμάτησα να βλέπω σινεμά γιατί ζήλευα. Ζήλευα για τον Τζούλη.

– Τι ζηλεύατε;

Μ.Μ.: Εβλεπα μια καινούργια ταινία του Μπέργκμαν και έλεγα: «Κοίταξε τι έκανε πάλι ο Μπέργκμαν!» ή «Κοίταξε τι έκανε ο Φελίνι!».

– Ο κύριος Ντασσέν πιστεύετε ότι ζήλευε βλέποντας αυτές τις ταινίες;

Μ.Μ.: Ο Τζούλης δεν ζηλεύει. Έχει αυτό το προσόν! Εγώ ζηλεύω θανατερά όταν βλέπω μια ωραία ταινία που δεν την έχει κάνει ο Τζούλης.

– Κύριε Ντασσέν, υπάρχουν κάποιες ταινίες που θα θέλατε να είχατε κάνει εσείς;

Ζ.Ντ.: (σκέφτεται) Ολα τα φιλμ του Τσάρλι Τσάπλιν. Αν και δεν φαίνεται στις ταινίες μου, με έχει επηρεάσει πολύ. Θα ήθελα επίσης να έχω δουλέψει κοντά στον Αϊζενστάιν. Θα ήθελα να έχω κάνει το “Φάνι και Αλέξανδρος” του Μπέργκμαν και κάποιες από τις ταινίες του Σκορσέζε και του Κιούμπρικ.

– Τελειώνοντας, κύριε Ντασσέν, πείτε μου ένα καλό τέλος που θα μπορούσε να είναι μια καλή αρχή για σας.

Ζ.Ντ.: Θα πήγαινα στα πέρατα του κόσμου για να συναντήσω έστω και για πέντε λεπτά τον Τσέχοφ, τον Μπρεχτ και την παιδική μου ηλικία ξανά!

– Κι εσείς, κυρία Μερκούρη;

Μ.Μ.: Να συναντήσω ξανά την Γκάρμπο, να φοράει τα μαύρα της γυαλιά και να τα κατεβάσει για μια στιγμή μονάχα για να δω άλλη μία φορά τα μάτια της.

 

* Η συνέντευξη δημοσιέυθηκε στο «ΒΗΜΑ», 8 Νοεμβρίου 1992