Tango Mangalore ονομάζεται το σόλο project ενός ναυτικού που αφηγείται την παράξενη λαογραφία του σκοτεινού κόσμου της Θάλασσας. Κάτοικος ενός μεταφυσικού τόπου, είναι ένα άτομο «διαβατικό» που δεν ανήκει στ’ αλήθεια πουθενά, που κινείται σώματι και διανοία ανάμεσα σε δυο κόσμους, ανάμεσα στη στεριά και στη θάλασσα. Όπως ένα φάντασμα ή κάθε άλλο πρόσωπο πρωταγωνιστικό μιας διαβατήριας κατάστασης.
Συνάντησα τον Γιάννη μια Κυριακή στο διαμέρισμα του, ανάμεσα σε αλλόκοτα αντικείμενα που μάζεψε από τα ταξίδια του, ένα σκάφανδρο, μια ιαπωνική άρπα, κι ένα πετάλι σε σχήμα τάφου. Μου αφηγήθηκε παράξενες ιστορίες από τη θάλασσα, από ναυτικούς που τρελάθηκαν, έρωτες στεριανούς και ανεκπλήρωτους, τη μοναξιά των ωκεανών, για καράβια που φεύγουνε γεμάτα εραστές και υποσχέσεις, αλλά και την απειλητική γοητεία του ανεξέλεγκτου αγνώστου. Φωνητικά που θυμίζουν εφιάλτες, σπούκι σύνθια, μυθολογίες για θαλάσσια όντα και ζωντανές ηχογραφήσεις από ναύτες να αφηγούνται αλλόκοτες ιστορίες στα ισπανικά.
«Let’s get it done», είπαμε, και ξεκινήσαμε μια συνέντευξη που έμοιαζε με one way destination.
– Που οφείλεται αυτή η εμμονή με τη θάλασσα και τα ταξίδια;
Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα στα 17 μου στα πλαίσια της σχολής, πήρα μια βαλίτσα και ταξίδεψα στη Σιγκαπούρη.
– Με ποια ιδιότητα εργαζόσουν στο καράβι;
Η τελευταία μου ιδιότητα ήταν υποπλοίαρχος. Φυσικά έχω ταξιδέψει και ως δόκιμος και ως ναύτης.
– Ποια ήταν τα πρώτα μουσικά πράγματα που άκουσες;
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από μουσική, είναι η punk. Γενιά του Χάους, Όρεξη για Τίποτα, Αποκτήνωση και Βανδαλούπ. Καθώς κατάγομαι κι από κωμόπολη, δεν υπήρχε καθόλου πρόσβαση σε αυτό το είδος. Είχα γνωρίσει έναν πάνκη μεγαλύτερο σε ηλικία που μου είχε δώσει ένα CD, και μετά από αυτό καταστράφηκε η ζωή μου. Ακούγαμε ασταμάτητα το Ρέκβιεμ από Γενιά του Χάους και καπνίζαμε Winston εικοσπεντάρια.
– Πώς ξεκίνησες να παίζεις μουσική;
Ξεκίνησα παίζοντας ντραμς. Όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι, αγόρασα ένα drum set, το έφερα στο σπίτι του πατέρα μου, και δεν πήγε πολύ καλά αυτό. Οπότε με το που ήρθα στην Αθήνα άρχισα να παίζω σε πανκ και synth μπάντες, κι εκεί ήταν ουσιαστικά η πρώτη επαφή μου με τα drums και τα σύνθια, αλλά και με τη συγκεκριμένη μουσική.
– Πότε δημιουργήθηκε το Tango Mangalore;
Ξεκίνησε το 2012, στο δεύτερο ή στο τρίτο ταξίδι που είχα κάνει, όπου μου ήταν πολύ δύσκολο να μην έχω επαφή με τα μουσικά όργανα, και καθώς δεν μπορούσα να κουβαλήσω ντραμς μαζί μου στο καράβι, σαν εναλλακτική λύση πήρα μαζί μου πλήκτρα. Έτσι πήρα ένα Midi Controller χωρίς να έχω καμία ιδέα πως να τα χρησιμοποιώ. Και κάπως δειλά-δειλά έγραψα τα τρία πρώτα τραγούδια σε ένα ταξίδι από Tanzania προς New Mangalore στην Ινδία.
– Ποια είναι η ιστορία πίσω από το όνομα Tango Mangalore;
Αφού λοιπόν είχα γράψει τα τραγούδια αυτά, και φτάσαμε στο New Mangalore της Ινδίας όπου βρισκόμασταν σε κάποιον καθεδρικό ναό κι ήταν μέσα ένας περίεργος τύπος που έπαιζε ένα church organ, είχα πάθει σοκ με το θέαμα, κλονίστηκε ο ψυχισμός μου καθώς άκουγα τον ήχο με το echo, μέσα σε αυτόν τον μεγαλειώδες χώρο. Αργότερα, καθώς όπως θα γνωρίζεις οι ναυτικοί συνηθίζουν να κάνουν άκυρα πράγματα, την ίδια μέρα πήγαμε για μάθημα τανγκό. Τανγκό στην Ινδία, χωρίς να έχει και πολλή πολιτισμική συνοχή, αλλά αυτά κάνουν οι ναυτικοί όταν βγαίνουν, άκυρα πράγματα τους λείπουν χωρίς καμία λογική. Οπότε μου φάνηκε πάρα πολύ αστείο το ηχόχρωμα και συνέδεσα το Tango με το Mangalore για να δώσω μια ταυτότητα σε αυτά τα τρία τραγούδια που είχα γράψει, καθώς δεν είχα όνομα για να τα ανεβάσω ονλάιν. Αργότερα βέβαια ήμασταν σε ένα ποτάμι και πλέναμε έναν ελέφαντα, αλλά αυτό δεν το συμπεριέλαβα στο όνομα της μπάντας, φαντάζεσαι να ήταν «Tangoelephantalore»! Αργότερα, πηγαίνοντας ξανά στην ακτογραμμή στη Μοζαμβίκη και στην Τανζανία, βρήκα ίντερνετ μετά από τρεις μήνες και ανέβασα τα τραγούδια. Κι εκεί τελείωσε όλη μου η ενασχόληση με το θέμα, και κάπως το ξέχασα. Δεν είχα και ίντερνετ να δω το feedback, ούτε και με ενδιέφερε ιδιαίτερα τότε, ήταν άλλες εποχές, η ψηφιοποίηση δεν είχε πάρει ακόμα τόσο μεγάλη έκταση. Αργότερα όταν ξεμπάρκαρα και κατέβηκα στη στεριά, ανακάλυψα ότι τα τραγούδια είχαν πολλά views, κάτι που δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής.
– Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτά τα τραγούδια;
Εμένα με συγκινούσε πάντα η θάλασσα. Γι’ αυτή τη θάλασσα ζω, με την οποία έχω μια σχέση αγάπης-μίσους, αλλά αυτό ήταν και κάτι που δεν μπορούσα να το μοιραστώ με τους υπόλοιπους ναυτικούς, οπότε τη ζούσα μόνος μου τη ρομαντζάδα αυτή και το επικοινωνούσα μέσα από τη μουσική, διαβάζοντας ιστορίες για τη θάλασσα, διάφορους μύθους & lores, Marine Curiosities, και μυστήριες ιστορίες για τη θάλασσα, ήταν πράγματα που διάβαζα, και υπάρχει κι ένα spookiness στη θάλασσα, ακόμα κι από τους ίδιους τους ναυτικούς, υπάρχουν πολλά μακάβρια έθιμα, τελετουργίες και παροιμίες, και όλο αυτό με ιντρίγκαρε.
– Αυτό το «spookiness» το συναντάμε πολύ στα τραγούδια σου.
To “98 moon” για παράδειγμα, το έχω γράψει για έναν ναύτη ο οποίος είχε κάποτε κτυπηθεί από έναν κάβο στο κεφάλι κάποτε και είχε λασκάρει από τοτε. Ο καπετάνιος μου έλεγε ότι όταν το φεγγάρι είναι 98 τοις εκατό γεμάτο, αυτού του «στρίβει» -κι επειδή εμείς παρατηρούμε πολύ τα αστέρια και το φεγγάρι όταν ταξιδεύουμε- κοιτούσαμε πότε το φεγγάρι θα έφτανε κοντά στα 90 τοις εκατό, και τον περιμέναμε να κάνει τις τρέλες του. Είχε κάνει πάρα πολλά. Ένα από αυτό ήταν ότι έβλεπε τη μάνα του -εμείς κάναμε βάρδια μαζί πολύ συχνά. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του ήταν να κάνει περιπολίες, γύρω-γύρω το πλοίο, για να ελέγχει την ασφάλεια του πλοίου. Αυτός κατέβαινε λοιπόν, και ανέφερε μόνο τρέλες, όπως για παράδειγμα «βλέπω τη νεκρή μου μάνα στη πρύμνη να φοράει ένα λευκό νυφικό και είναι ρακένδυτη, φοράει κοσμήματα καμωμένα από κοράλια και κοχύλια». Οπότε το τραγούδι βασίζεται στις φρίκες που ανέφερε αυτός ο ναύτης στις βάρδιες που μοιραζόμασταν. Ο εν λόγω ναύτης ήταν από Ονδούρας, και κάτι που θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι αυτό έχει επηρεάσει τη μουσική σε μεγάλο βαθμό, μιας και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ναύτες ήταν ισπανόφωνοι. Λέγαν όλες αυτές τις μακάβριες ιστορίες τους στα ισπανικά και ήταν οι πρώτες λέξεις που έμαθα, και γι’αυτό κάπως το ενσωματώσει στη μουσική μου.
– Πότε ξεκίνησες τα πρώτα live;
Το πρώτο ήταν το 2013, με τους Εμφιαλωμένους Εραστές, όπου έπαιζα και σ’αυτήν την μπάντα, και είχαμε παίξει το πρώτο live μαζί με τους Regressverbot. Το δεύτερο ήταν στο Teddy Boy, και το τρίτο στο Μπουένος Άιρες.
– Το Μπουένος Άιρες πώς προέκυψε;
Ένας τύπος απλά μου είχε στείλει μήνυμα στο άσχετο, και πήγα. Και όταν πήγα εκεί ήταν πολύ παράξενο, γιατί ενώ στην Ελλάδα πολύ λίγος κόσμος γνώριζε το Tango Mangalore, εκεί μου ανοίχτηκε ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν. Καταρχάς άκουγε πάρα πολύς κόσμος αυτού του είδους μουσική, όπως και τη μουσική τη δική μου. Γεμάτα μαγαζιά, πολύς κόσμος, βαμμένοι, φρικιά, φορούσαν μπλούζες Tango, που εγώ δεν είχα φτιάξει ποτέ, και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση όλο αυτό. Ίσως επειδή το project έχει πολλές επιρροές από την ισπανική γλώσσα και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιστορίες που άκουγα από τους ναύτες όπως ανέφερα και πριν, ή ηχογραφήσεις που ενσωμάτωνα στα κομμάτια όπου μου αφηγούνταν αυτές τις περίεργες ιστορίες.
– Μίλησέ μου λίγο για τον καινούργιο σου δίσκο “One Fathom Heart (Lost Demos From The Sea)”.
Αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν μεταξύ του 2015 με 2019. Ήταν διάσπαρτα στον υπολογιστή μου ή στο Youtube μέχρι τώρα, και κάπως αποφάσισα να τα συγκεντρώσω όλα μαζί. Και κάπως εντελώς συγκυριακά, τον Ιανουάριο μια δισκογραφική εταιρία η Minimal Κombinat είχε επικοινωνήσει μαζί μου και μου είχε προτείνει αν έχω ακυκλοφόρητο υλικό να βγάλουμε κάποιο βινύλιο. Κι εγώ τότε πήρα αυτή την ευκαιρία, γιατί ήταν κάτι που ήθελα εδώ και πολύ καιρό να κάνω, και ήταν κάτι που με κρατούσε πίσω συναισθηματικά, καθώς είχα μπλοκάρει για το πώς βλέπω το project, και το πώς θα μπορούσα να συνεχίσω από δω και πέρα. Έτσι τα συγκέντρωσα, έκανα κάποια remix, κάποια reedit, κάποιες ηχογραφήσεις ξανά, και τον Ιανουάριο του 2022 -που ήταν ένας δύσκολος και κομβικός μήνας για εμένα- έγινε όλο αυτό. Την πρώτη μέρα της χρονιάς είχε επικοινωνήσει η δισκογραφική μαζί μου, και λίγο αργότερα βρήκα δουλειά στη στεριά και μπήκα σε αυτή τη μεταβατική διαδικασία, μια κατάσταση στην οποία δεν είχα ξαναμπεί ποτέ γιατί πάντα ταξίδευα ως ναυτικός στη θάλασσα. Οπότε το γεγονός ότι αυτές οι δύο συγκυρίες συνέπεσαν, θεωρώ ότι έχει μια σημειολογική σημασία. Ότι αλλάζουν πολλά πράγματα.
– Τι περιλαμβάνει το βινύλιο;
Το LP αυτό είναι πολύ ξεχωριστό για μένα. Το βινύλιο περιλαμβάνει 9 κομμάτια, αλλά έχει κι ένα bonus CD με σύνολο δεκαπέντε κομμάτια -γιατί δεν χωρούσαν στο βινύλιο. Περιλαμβάνει επίσης ένα ένθετο βιβλιαράκι με κείμενα που έχουν γραφτεί στη θάλασσα, σαν μια προσπάθεια να δώσουν περισσότερο περιεχόμενο στα τραγούδια, ώστε να γίνει πιο κατανοητό το τι πραγματεύεται η μουσική. Ξεκίνησα να γράφω κάποιες ιστορίες σε σχέση με τα τραγούδια. Το είχα κάνει όλο μόνος μου, τα σχέδια, το στήσιμο, την επιμέλεια κτλ. Το σκεπτικό είναι αυτός που θα πάρει το LP να μπορεί να ακούσει τη μουσική και να διαβάσει τις ιστορίες και να μεταφερθεί πιο εύκολα στο σύμπαν μου. Το αγαπώ πολύ αυτό το LP γιατί είναι η ματιά μου με έναν αλληγορικό τρόπο για τη θάλασσα. Τώρα αυτό που αφηγείται ο δίσκος, είναι το ταξίδι ενός ναυτικού στη θάλασσα που είναι τόσο μεγάλη η προσμονή του να την γνωρίσει σαν οντότητα και σαν ύπαρξη, παρόμοια με τις ιστορίες που λένε οι ναυτικοί, ότι την λατρεύουν σαν θεότητα. Ήθελε τόσο πολύ να ξέρει αν υπάρχει, που πήγε σε μεγάλο βάθος για να μάθει, κι όταν τελικά εμφανίζεται μπροστά του, αυτή αρχίζει να του λέει όλες τις ιστορίες και τις γνώσεις που χρειάζονται ώστε να επιβιώσει στη θάλασσα. Του εξηγεί τη κοσμογονία της θάλασσας, από πού ξεκίνησαν όλα, πώς γεννήθηκε, ποιοι ήταν οι εραστές της, ποια ήταν τα παιδιά τους, και τι να προσέχει. Γενικά είναι γραμμένα με ένα τρόπο που να θυμίζουν παλιά Γριμόρια, που όμως σε αυτήν την περίπτωση λειτουργούν για να μεταφέρουν γνώση και να προστατέψουν τον ναυτικό. Γι’ αυτό έχει και ως σύμβολο μπροστά το Vegvísir, που είναι το σύμβολο του καλού ταξιδευτή.
– Μέσα το LP περιέχει και δύο καρτ-ποστάλ και μία καραμέλα με μια άγκυρα πάνω.
Στη μια καρτ-ποστάλ είναι η φωτογραφία απόλυσης μου από το ναυτικό, και γι’αυτό φοράω τη ναυτική μου στολή. Δεν ήθελα την κλασική «κουμπωμένη» φωτογραφία απόλυσης, ήθελα κάτι λίγο διαφορετικό. Είχα πει στον φωτογράφο, «θέλω να με βγάλεις σαν Πολωνό ναύτη, έτσι μαγκιά και τέτοια». Η άλλη φωτογραφία είναι απ’όταν ταξίδευα στη θάλασσα, κάπου μεσοπέλαγα στον περσικό κόλπο. Είχε πάρα πολύ ήλιο εκείνη την ημέρα. Εκεί δεν βλέπεις ποτέ τον ήλιο γιατί είναι όλα καλυμμένα από χώμα, εξού και η λεζάντα στο πίσω μέρος της κάρτας: “Life under the beast’s sun”.
– Απ’ όλα τα μέρη που έχεις πάει, τι σου έχει φανεί πιο ελκυστικό;
Γενικά αγαπώ όλα τα υπερπόντια μέρη. Είναι όλα περίεργα, δεν ξέρεις τι να περιμένεις, και αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του ταξιδιού. Το να πας κάπου και να συναντήσεις πράγματα που θα σε εκπλήξουν, σε αντίθεση με την Ευρώπη που είναι προβλέψιμη. Όπως όταν πας σε μια χώρα που δεν μπορείς καν να προφέρεις το όνομά της, είναι πολύ γοητευτικό να ξεδιπλώνονται παράξενα πράγματα μπροστά σου και απλά να τα βιώνεις. Και ως ναυτικός, τα ζεις σαν φιλοξενούμενος, και μάλιστα πολύ συχνά μπλέκεις σε περίεργες καταστάσεις.
– Θέλω να σταθούμε λίγο σε αυτό. Πώς ακριβώς μπλέκεις, συναισθηματικά εννοείς;
Ναι, συναισθηματικά μπορείς να μπλέξεις, γιατί είναι πολύ μικρό το χρονικό διάστημα που παραμένεις στη στεριά και μπορεί να μπλέξεις κάπως, να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, να ερωτευτείς να πρέπει να φύγεις πολύ σύντομα κτλ.
– Έχεις ερωτευτεί στα ταξίδια σου;
Σε μέρη που έχω μείνει ένα μήνα ή και δύο, ναι. Όπως για παράδειγμα μια φορά στο Μπαχρέιν και μια άλλη στο Βιετνάμ που είχα καθίσει αρκετό καιρό στη στεριά, είχα ερωτευτεί έναν άνθρωπο, ζούσαμε κάπως μαζί κανονικά. Πηγαίναμε βλέπαμε ταινίες, κάναμε βόλτες, τρώγαμε παγωτά κτλ.
– Θυμάμαι ότι έμενες πολύ καιρό στη θάλασσα, ότι ταξίδευες συνεχόμενα για πάνω από 6-7 μήνες. Αντέχεται αυτή η μοναξιά;
Είναι πολύ μοναχικό, αλλά υπάρχει ένα πρόσχημα όταν τα καράβια φεύγουνε, ότι είναι γεμάτα εραστές και υποσχέσεις, οπότε αυτή η υπόσχεση, είναι κάτι που σε κρατάει. Είναι λίγο σα να έχεις πεθάνει, γι’ αυτό πολλές φορές το αναφέρω στα τραγούδια μου, είναι κάτι σαν “afterlife”. Με το που επιβιβάζεσαι στο καράβι, όλο αυτό το αστικό συνεχές που ήξερες κόβεται στη μέση και ξαφνικά βλέπεις μόνο τον ορίζοντα, κι απλά ανακαλείς στιγμές τις οποίες έχεις ζήσει. Είναι μια πολύ αναστοχαστική διαδικασία για τους ναυτικούς. Αναστοχάζεσαι λάθη δικά σου, τη ζωή σου, τον εραστή που σε περιμένει. Εγώ αυτό έκανα και θεωρώ ότι κάθε φορά επέστρεφα από τη θάλασσα λίγο καλύτερος, γιατί είχα όλο το χρόνο να σκεφτώ τη ζωή μου, άλυτα θέματα, αλλά και να κάνω ειρήνη με διάφορα ζητήματα. Σου δίνει όλο τον χρόνο που χρειάζεσαι ώστε να μην πνίγεσαι, και είναι για μένα μια μαγική διαδικασία, αλλά και ζωτική. Αν δεν το είχα αυτό θα ήμουν άρρωστος. Είσαι μόνος σου, βλέπεις όλη αυτή την ομορφιά, αλλά παράλληλα ξεχνάς όλες τις στεριανές ανέσεις. Είναι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα και τρόπος κοινωνικοποίησης. Για παράδειγμα, σε μεγάλα ταξίδια όπου υπάρχει έντονη απομόνωση, δεν χρησιμοποιείς λεφτά, ή πιο γραμμικά πράγματα που κάνουμε εδώ.
– Και τώρα πως νιώθεις με το γεγονός ότι βρήκες δουλειά στη στεριά;
Ήταν διάφορες οι συγκυρίες που με ανάγκασαν να βρω δουλειά στη στεριά. Είχα αρχίσει να το θέλω κι εγώ ο ίδιος για να είμαι ειλικρινής, αν και δεν το περίμενα τόσο άμεσα. Ένας βασικός λόγος είναι σίγουρα το συντροφικό, μιας κι έχω φάει αρκετά τα μούτρα μου με αυτό το ζήτημα, είναι πολύ δύσκολο να «σταυρώσεις» άνθρωπο όταν ταξιδεύεις για τόσο πολύ καιρό. Δεν μπορείς να έχεις απαίτηση από τον άλλον να σε περιμένει, και γενικά ενώ όλη αυτή η συναισθηματική αναταραχή, ενώ ακούγεται αρκετά ρομαντικό και πολύ ωραίο, στην πραγματικότητα σε κουράζει και δεν λειτουργεί υπέρ σου. Απαιτεί να είσαι πολύ γενναίος! Το να πρέπει συνέχεια να φεύγεις και να διακόπτεται η ζωή σου στη μέση είναι μια αρκετά επίπονη διαδικασία. Κι αυτό με τα χρόνια άρχισε να γίνεται πιο δύσκολο, και με τους φίλους και με το συντροφικό.
– Και η καραμέλα;
Δεν είναι καραμέλα, τριπάκι είναι (γέλια)! Όχι εντάξει ήθελα να έχει έναν πιο συμβολικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα το όλο άλμπουμ, και ίσως επειδή έχω πλέον βρει δουλειά στη στεριά σκεφτόμουν ότι είναι πιθανόν ίσως και το τελευταίο πράγμα που βγάζω ως Tango Mangalore και ότι οφείλω να είμαι πιο τρυφερός και γλυκός απέναντί της (της θάλασσας). Θέλω να ξέρεις ότι κάθε φορά που βγάζω έναν δίσκο τον πετάω στη θάλασσα, τον επιστρέφω σε αυτήν. Τους πετάω σε σημεία που ξέρω ότι με το ρεύμα μπορεί να πάει εκεί που θέλω. Για παράδειγμα πολλές φορές τους πέταγα κι έξω από τις ακτές του Mangalore. Νιώθω ότι της χρωστάω κάτι, γιατί αυτή είναι η έμπνευσή μου.
– Τι θα γίνει με το project, θα το συνεχίσεις;
Εγώ σίγουρα θέλω πολύ. Δεν ήμουν έτοιμος να πω «αντίο» στη θάλασσα, και ούτε το έχω πει. Απλά δοκιμάζω μια κατάσταση λόγω μιας συγκυρίας.
– Έτσι όπως μιλάς για αυτήν, είναι σα να αναφέρεσαι σε μια ερωτική σχέση. Έχω την εντύπωση ότι νιώθεις σα να την απατάς κατά κάποιο τρόπο. Νιώθεις κάπως μια σχέση εξάρτησης μαζί της; Ότι όσο ταξιδεύεις μπορεί να σε ζορίσει η απουσία των ανθρώπων, αλλά όσο είσαι στη στεριά σου λείπει αυτή; Λες και πάντα κάτι θα σου λείπει;
Είναι ερωτική σχέση. Και κάπως αυτό νιώθω, σα να είμαι με το ένα πόδι στη θάλασσα -είναι πολύ σωστή η παρατήρησή σου. Γιατί αυτό που ξέρω μέχρι τώρα είναι ότι ο Tango Mangalore ταξιδεύει στη θάλασσα και γράφει τραγούδια γι’αυτήν. Τώρα από εδώ και πέρα ίσως να μην έπρεπε να νιώθω έτσι, αλλά θέλω σίγουρα να προχωρήσει το project. Τώρα με ποιο τρόπο θα συνεχίσει, ο χρόνος θα δείξει. Απλώς σίγουρα δεν ήμουν έτοιμος να πω «αντίο» στη θάλασσα και παρόλο που είμαι εδώ, δεν το έχω κάνει ακόμα.
– Νιώθεις καμιά φορά ότι δεν ανήκεις πουθενά; Ούτε εδώ αλλά ούτε κι εκεί; Ότι έχεις πλέον μεταβληθεί σε μια μεταβατική φιγούρα;
Σίγουρα. Είναι σαν αυτό το ποίημα του Λικιαρδόπουλου που λέει:
Δεν με χωράει η θάλασσα
Δεν με χωράει η στεριά
Είμαι νεκρός για τα τραγούδια που θα έρθουν
Μην ψάχνεις για εμένα.
Αυτό είναι και η ουσία του project αλλά και της ψυχοσύνθεσής μου. Όλα αυτά τα χρόνια έχω μάθει να ισορροπώ ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους. Είχα μάθει να είμαι λίγο εδώ, αλλά όταν ζορίζομαι -επειδή με ζορίσει η στεριά- να πηγαίνω εκεί, και αντίστροφα. Ήταν σα να έκανα τραμπάλα όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στα δύο, κι έτσι είχα μάθει να ζω. Με ζορίζει δηλαδή η θάλασσα από τη μια, αλλά από την άλλη ούτε σαν στεριανός ξέρω να ζω, είμαι σαν ψάρι. Είναι για μένα μια ζωτική μετάβαση.
– Βλέπω εδώ όργανα περίεργα, theremin, φωτάκια, συμπράγκαλα, πλήκτρα, κι άλλα πλήκτρα. Μίλησέ μου λίγο για τα μουσικά όργανα που εντάσσεις στο project.
Μια χτένα έχω της γιαγιάς μου, έναν νεκρό παπαγάλο που τον κουνάω, και κάποια πλήκτρα (γέλια). Αυτό που βλέπεις γύρω σου ονομάζεται GAS, που σημαίνει Gear Acquisition Syndrome, και είναι πάθηση. Το πρώτο μου όργανο ήταν όπως σου είπα ένα Midi Controller των 50 ευρώ, και με αυτό είχα γράψει ολόκληρο Demo, και η μουσική ήταν πιο πολύ από υπολογιστή. Μετά όταν είχα αρχίσει να παίρνω τα πρώτα μου synthesizers, αυτή η βαλίτσα πήγε πολύ μακριά. Δημιουργείται μια ψύχωση ότι «χρειάζεσαι το ένα και το άλλο και το παράλλο», και καταλήγεις να αγοράζεις εκατοντάδες όργανα, που είναι και πολύ ακριβά, για να πραγματώσεις αυτό που έχεις στο κεφάλι σου. Μέσα στα χρόνια έχω πάρει πάρα πολλά όργανα. Αυτά που βλέπεις εδώ δεν είναι τίποτα. Είναι η πιο ώριμη φάση που έχω περάσει αυτό που βλέπεις. Αυτά που έχω εδώ τα χρειάζομαι πραγματικά και τα χρησιμοποιώ. Παλιά όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο με περίεργα πράγματα. Βίνταζ, αναλογικά και rare string machines από τα 70s, τα 80s κτλ. Τώρα έχω κρατήσει τα απολύτως απαραίτητα.
– Αυτό εδώ τι είναι, το έχεις χρησιμοποιήσει στον τελευταίο δίσκο;
Ναι το έχω χρησιμοποιήσει στο One Fathom Heart, και είναι της Suzuki το Omnichord, System 84 και είναι μια κάπως σπάνια ιαπωνική άρπα επί της ουσίας, που αρχικά είχε βγει σαν παιχνίδακι. Έχει έναν έτσι πολύ γλυκό και ζεστό ήχο που μοιάζει πολύ στο πως νιώθω μέσα μου.
– Πώς ταυτίζεται το κοινό με το project, από τη στιγμή που δεν έχει αυτή τη σχέση με τη θάλασσα; Με αλληγορικό τρόπο πιστεύεις;
Δεν ξέρω, κι ειδικά από τη στιγμή που είναι κάτι τόσο προσωπικό, δεν καταλαβαίνω τι νιώθει ο καθένας από τους στίχους κτλ., αλλά απ’όσο βλέπω ταυτίζεται πολύς κόσμος, και ξέρουν και τους στίχους κτλ. Ίσως να τους αρέσει το γεγονός ότι είναι κάτι παράξενο και ιδιαίτερο, και όχι κάτι τετριμμένο. Είναι σίγουρα κάτι αρκετά εσωτερικό. Αλλά έχω καταλήξει ότι ίσως εν τέλη τους αρέσει απλα ο ρομαντισμός της θάλασσας ή αυτό το συναίσθημα που προσπαθώ να εξηγήσω.
– Ίσως είναι και αυτό που έλεγες πιο πριν, για τον συμβολισμό της υπόσχεσης που δίνει το ταξίδι.
Ναι είναι κάτι κοινό στη στεριά και στη θάλασσα, ότι θες κάτι στο οποίο να πιστέψεις, μια προσμονή για να την παλέψεις. Και είναι και ο συμβολισμός του ταξιδιού από μόνος του μια υπόσχεση. Όπως λέει και ο Ρεμπώ στο μεθυσμένο καράβι, πολύ λίγη σημασία έχει το αποτέλεσμα, και ότι ποσώς τον ενδιαφέρει το πλήρωμα, αφού η γαλέρα τον πήγαινε εκεί πέρα που θα πήγαινε τα όνειρά του. Έτσι και για μένα, πιο πολλή σημασία έχει το ταξίδι στη μουσική. Και σε αντίθεση με άλλες μπάντες που φτιάχνουν έναν δίσκο και λένε, «α! περάσαμε τέλεια», που όσο και αν το ζηλεύω, για μένα δεν είναι το ίδιο. Ζορίζομαι δηλαδή, δεν περνάω καλά όταν γράφω μουσική. Είναι μια διαδικασία που με καρφώνει στον τοίχο. Έρχομαι αντιμέτωπος με τον εαυτό μου και προσπαθώ να είμαι ειλικρινής και ως προς τα συναισθήματά μου, και ως προς αυτά που θέλω να πω, κι αυτό απαιτεί αρκετό ζόρι.
– Κάτι να περιμένουμε; Κάποιο live;
Γενικά τα live Tango Mangalore σπανίζουν. Μου έχουν πει για ένα τουρ στην Αμερική για Σεπτέμβριο, για Miami, Los Angeles και τρεις πόλεις στο Μεξικό. Δεν ξέρω αν θα γίνει λόγω του ότι πλέον δουλεύω στη στεριά -και κάτι τέτοιο σίγουρα απαιτεί πολλές μέρες. Θα ήθελα να το κάνω πάντως. Σίγουρα θα ήθελα να κάνω κι ένα live στην Αθήνα για να παρουσιάσω τον δίσκο, θα δείξει….
– Κάτι τελευταίο που θα ήθελες να μας πεις;
Θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους γενικά καλά ξεμπερδέματα… και σε ένα άτομο που έχω τον τελευταίο έτσι πιο κοντά στον νου μου, ότι αυτοί που αγαπούν από ενοχές έχουν προ πολλού ξεχάσει το πρόσωπο του εραστή τους, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να προσέξουμε όλοι μας.