Ο Τάκης Σπυριδάκης, με το διαπεραστικό βλέμμα και την αυθεντικότητα που κουβαλούσε, τόσο ο ίδιος όσο και κάθε του ρόλος, ήταν κάτι παραπάνω από τον ηθοποιό της “Γλυκιάς Συμμορίας”. Ήταν η ενσάρκωση μιας γενιάς που πάλευε με τα όνειρα, τα λάθη και τις απροσδόκητες ανατροπές της ζωής. Βέβαια, στην εμβληματική αυτή ταινία, ο Σπυριδάκης έδωσε φωνή σε έναν κόσμο γεμάτο ανησυχία και αντίφαση, έναν κόσμο που ταλαντευόταν μεταξύ της επανάστασης και της προσωπικής εσωστρέφειας.

Η παρουσία του στην οθόνη ήταν σαν μια βαθιά, αργή ανάσα πριν την καταιγίδα. Κάθε του κίνηση, κάθε σιωπή είχε κάτι το ποιητικό, λες και κουβαλούσε μαζί του το βάρος της ίδιας της ζωής. Και, ναι όλοι ξέρουμε, πως η “Γλυκιά Συμμορία” δεν ήταν απλώς μια ιστορία για την κοινωνική αμφισβήτηση, ήταν μια εξερεύνηση της ψυχής των ηρώων, και ο Σπυριδάκης, με τη μοναδική του ικανότητα να γεμίζει τους ρόλους του με εσωτερική ένταση, κατάφερε να αποτυπώσει την ευθραυστότητα και την δύναμη που κρύβει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Μέσα από το ταλέντο του, ο Σπυριδάκης μας άφησε να δούμε τον πόνο, την ελπίδα και την αναζήτηση του νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο παράδοξα. Ήταν ένας ταξιδιώτης στην ψυχή, που μας καλούσε να ακολουθήσουμε το ταξίδι του, για να ανακαλύψουμε τον δικό μας εσωτερικό κόσμο. Τον συνάντησα ένα πρωί στη Βουκουρεστίου και δεν κατάλαβα πώς πέρασαν δύο ώρες συζήτησης μαζί με τον πρωταγωνιστή της “Γλυκιάς Συμμορίας”. Σήμερα σκέφτομαι ότι δεν φτάνουν δύο ώρες για να ανακαλύψεις ότι η τέχνη της επιβιώσης μπορεί να γίνει ένα ακραίο και απαιτητικό παιχνίδι, αλλά τουλάχιστον γνώρισα από κοντά έναν αληθινό δικό μου ήρωα. Ένα παιδί, που από μικρός στην Αίγινα, σκεφτόταν μόνο μέσα από μουσικές και εικόνες. Και εκείνη την ημέρα ήταν, αν μη τι άλλο, χαρούμενος που μπορούσε ακόμα να  κάνει το ίδιο πράγμα.

Ο παρακάτω μονόλογός του Τάκη Σπυριδάκη, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Περιοδικό Homme της Ημερησίας το 2012, δεν είναι απλώς ένα κείμενο· είναι μια ματιά στα εσώτερα του καλλιτέχνη και της εποχής του. Κάθε του λέξη αποπνέει την ανησυχία, την αναζήτηση και την ευαλωτότητα ενός ανθρώπου που κοιτά τον κόσμο με βαθιά επίγνωση της θνητότητας και των αντιφάσεων που μας περιβάλλουν. 

Για εμένα προσωπικά, αυτός ο μονόλογος έχει γίνει κομμάτι της ίδιας μου της ύπαρξης. Είναι σαν εκείνη η συνάντηση να άγγιξε μια χορδή της ψυχής μου που έμενε χρόνια αχρησιμοποίητη, να ξύπνησε σκέψεις και συναισθήματα που δεν είχαν ακόμη ειπωθεί. Η φωνή του Σπυριδάκη σε αυτό το κείμενο, καθώς τον απομαγνητοφωνώ για μια ακόμη φορά, με συνόδευσε σε στιγμές που η ζωή έμοιαζε να γίνεται πολύπλοκη, μου υπενθύμισε την ανάγκη να μένω γειωμένος, να αποδέχομαι την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της, ενώ ταυτόχρονα να αναζητώ την ομορφιά και το βαθύτερο νόημα στις πιο απλές εκφάνσεις της καθημερινότητας.

Σήμερα, αυτός ο μονόλογος δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό κομμάτι για εμένα. Είναι ένας συνοδοιπόρος, μια υπενθύμιση ότι η Τέχνη (με Τ κεφαλαίο, όπως την ήθελε) έχει την δύναμη να μας κάνει να κοιτάμε μέσα μας, να αναμετριόμαστε με τις προσωπικές μας αλήθειες, και να βρίσκουμε νόημα ακόμα και εκεί που τα λόγια φαντάζουν ανίσχυρα.

«Κατάφερα, σε μια περίεργη εποχή, όταν ακόμα δεν είχε πέσει η χούντα, και βρέθηκα από την κλειστή κοινωνία της Αίγινας στους δρόμους του Πειραιά. Φαντάσου ότι είμαι γύρω στα δεκαπέντε και σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να είναι όλος ο κόσμος άσχημος, κάτι όμορφο θα πρέπει να υπάρχει. Και κάπως έτσι, μέσα σε μια νέα εποχή που αλλάζει και φέρνει μια νότα αισιοδοξίας, στράφηκα στην Τέχνη. Θολά στην αρχή, ξεκίνησα από την μουσική, αλλά ευτυχώς γρήγορα κατάλαβα ότι δεν έχω ταλέντο εκεί. Όμως, η μουσική ήταν ένα άνοιγμα προς την εικόνα, ένα παράθυρο προς τον κόσμο. Μου επιβεβαίωσε την αγάπη μου για τον κόσμο της Τέχνης, ανεξάρτητα με το τι θα μπορούσα να κάνω εγώ εκεί. Κι έτσι, ξεκίνησα να βλέπω πολύ σινεμά μέχρι που μια μέρα ευχόμουν να γίνω σκηνοθέτης. Δεν βρήκα όμως μια σχολή στην Αθήνα, κι έτσι έφυγα για το Λονδίνο, αλλά κι εκεί ήταν δύσκολα, λεφτά δεν υπήρχαν, και γι’ αυτό γύρισα πίσω, όπου κατέληξα στο Εθνικό. Αυτό είχε τα καλά του, μόνο που η λογική της σχολής είχε πάντα μια αρνητική στάση απέναντι στο σινεμά, αυτό που εγώ λάτρευα. Έμμεσα, ωστόσο, δεν με πείραξε αυτό».

«Μια μέρα, μια φίλη που είχε έρθει σπίτι, πήρε μια φωτογραφία μου χωρίς να με ρωτήσει και την έδωσε σε ένα γραφείο που δούλευε. Εκεί την πέτυχε ο Νίκος Νικολαΐδης. Με φώναξε, λοιπόν, στο γραφείο του και μιλήσαμε για καμιά ώρα περί ανέμων και υδάτων. Για την μεγάλη μου αγάπη στην τζαζ, για τα μπιλιάρδα, για τα νυχτερινά γυμνάσια και φεύγοντας μου έδωσε ένα σενάριο και μου είπε «Αυτός είναι ο ρόλος. Αυτό είναι που θέλω να κάνεις. Κάνω μια ταινία που θέλω ανθρώπους που να έχουν μια αυθεντικότητα». Κι έτσι έγινε η “Γλυκιά Συμμορία”. Είναι μια ταινία, που ακόμα και σήμερα τη συζητάνε πολύ και που μου χάρισε και ένα βραβείο. Μετά απ’ αυτό όμως, ακολούθησα το δρόμο του ηθοποιού. Δεν ξέχασα τη σκηνοθεσία, αλλά γοητεύθηκα από την τέχνη της υποκριτικής ή μάλλον κάπως πείστηκα ότι μπορώ κι εγώ να κάνω πράγματα, που αξίζει τον κόπο να μιλάνε γι’ αυτά».

«Το ’89 αισθάνθηκα έτοιμος να παρουσιάσω την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία “Βέρα Κρουζ”, η οποία πήγε πολύ καλά και μέσα και έξω, κέρδισε βραβεία και μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω και την μετέπειτα ταινία, “Τον Κήπο του Θεού”, το ‘94. Αυτή η ταινία δεν έθιγε κάποιο ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να συσχετιστεί ή να αναλυθεί με πολιτικούς ή ιδεολογικούς όρους, αλλά ωστόσο δέχτηκε μια τρομερή συστημική αντίδραση πέρα από κάθε όριο, ακόμα και από εκείνους που θέτουν τους εαυτούς εκτός κάθε συστήματος. Μέσα σε μια ακρότητα, συνέβαιναν πράγματα που αφορούν τον ανθρώπινο πόνο. Δεν ξέρω κατά πόσο έχει ιδεολογικές αναλύσεις ένα τέτοιο ερώτημα. Ωστόσο, ήταν μια πολύ έντονη ταινία, η οποία καλλιτεχνικά πήγε πολύ καλά, έδωσε την ευκαιρία σε νέα παιδιά να φανούν και επιβεβαίωσε τη θεωρεία μου ότι κάθε τι νέο το πρέπει να το κάνεις με νέους ανθρώπους».

«Μετά δεν είχα να πω τίποτα. Ή δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω αυτό, που δεν έχω να πω τίποτα δηλαδή, ταινία».

«Πρέπει να σε πνίγει κάποια ανάγκη για να κάνεις κάτι; Ή απλά πρέπει να κάνεις κάτι για να κάνεις; Βέβαια, εγώ το παράκανα. Έμεινα πολύ σιωπηλός. Τώρα, που με πνίγουν κάποια πράγματα, λέω ότι είμαι έτοιμος να ξανακάνω ταινία».

«Είναι ένας άνθρωπος αυτοδύναμος. Αν υπάρχει κάτι που με έχει κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια είναι η αγάπη για ό,τι κάνω. Μπορεί να έχω βάλει νερό στο κρασί μου, αλλά ποτέ δεν την πρόδωσα αυτήν την αγάπη. Ανεξάρτητα από την Τέχνη, την τελευταία διαφήμιση που όλοι με θυμήθηκαν και ίσως με έμαθαν οι πιο νέοι, ναι, την έκανα για τα χρήματα. Για να δημιουργηθούν κάποιες προϋποθέσεις ώστε να κάνω μετά τα δικά μου πράγματα. Κι έχει σημασία αυτό για κάθε άνθρωπο, για κάθε καλλιτέχνη, να μπορεί να κάνει το δικό του. Όσο μπορεί».

«Ξέρω κι άλλους σαν κι εμένα που ήταν πάντα σε κρίση. Αρκετούς. Δεν έχει σημασία να σου πω ποιοι είναι. Αλλά θα σου πω για αυτά που έχουν δει τα ίδια μου τα μάτια. Έχω περάσει εποχές όπου ο κάθε διαφορετικά σκεπτόμενος ήταν στα πρόθυρα της διώξης. Ευτυχώς πέρασαν αυτές οι μέρες. Τώρα βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο. Αλλάζει ο τρόπος σκέψης μας. Κρίνεται η μετριότητα. Γι’ αυτό, βρίσκω την εποχή μας πολύ ενδιαφέρουσα, θολή είναι η αλήθεια, αλλά ναι! Υπάρχει μια τάση να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι που θα μιλήσουν με διαφορετικό τρόπο. Να αλλάξουν οι κώδικες, να δούμε τα πράγματα από μια άλλη οπτική. Όλα αυτά, δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα φέρουν, αλλά σίγουρα κάνουν την εποχή μας πιο ενδιαφέρουσα, όπου κρίνονται όλα και ειδικά, όπως είπα, η μετριότητα. Γιατί βλέπεις, φίλε Γιάννη, πάντα πίστευα ότι είναι καλύτερα να είσαι ατάλαντος, παρά μέτριος».

 

 

☞︎ Διαβάστε ακόμα: Νίκος Νικολαΐδης: «O κινηματογραφικός φακός λέει την αλήθεια»