Τα φώτα πέφτουν σε μια τάξη Β’ Γυμνασίου του 1980. Τρία αγόρια, γεννημένα το 1966, συνδέονται μέσα από τη μουσική τους περιέργεια. Ο Τάκης Δελάλης (μπάσο και φωνή), ο Χρήστος Γεωργακόπουλος (κιθάρες) και ο Τάκης Γιαννούτσος (τύμπανα) αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια μπάντα. Στα 14 τους, με τα πρώτα χρήματα που μάζεψαν, αγοράζουν τα όργανά τους – μεταχειρισμένα, φυσικά – από το «Τρομπόνι» στη Λιοσίων, το μαγαζί του Δημήτρη Δημητράκα και του Λήτη. Οι αγορές περιλάμβαναν drums, ένα μπάσο και έναν ενισχυτή κιθάρας. Ο Χρήστος, ωστόσο, είχε μια μικρή τύχη με το μέρος του: η αδερφή του Γιαννούτσου του έφερε μια μαύρη Fender Stratocaster από την Αγγλία.
Το καλοκαίρι του 1981, στα 15 τους, ξεκίνησαν τις πρώτες πρόβες σε ένα υπόγειο στη Λούτσα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, το πάρτι της φίλης τους Τζένης γίνεται το ντεμπούτο τους. Όνομα ακόμα δεν είχαν, αλλά ο Δελάλης πήρε το μικρόφωνο και αναφώνησε: «Παιδιά, καλησπέρα. Είμαστε οι Desert Band». Το όνομα γεννήθηκε αυθόρμητα, όπως και η μπάντα τους.
Ο χειμώνας τους βρήκε στο πλυσταριό της ταράτσας του Χρήστου, στο Μπουρνάζι. Ατελείωτες πρόβες, ακόμα και το καλοκαίρι, με τις θερμοκρασίες να σκαρφαλώνουν στους 40 βαθμούς. Και μετά… live! Σκηνές όπως το Πήγασος, το Αν Club, το Κύτταρο, το Rodeo και διάφορα φεστιβάλ υποδέχονται τη μουσική τους ενέργεια, ενώ το όνομα της μπάντας έχει ήδη αλλάξει σε Protest March.
Στις 26 Απριλίου του 1985, με την παρότρυνση του Δημητράκα, η μπάντα ηχογραφεί τέσσερα κομμάτια σε ένα 8κάναλο στούντιο στη Λιοσίων. Οι ηχογραφήσεις έμειναν μιξαρισμένες σε μια μπομπίνα για 39 ολόκληρα χρόνια. Ελάχιστες κασέτες διανεμήθηκαν σε φίλους, μία από τις οποίες έφτασε στα χέρια της Pop Art Records, που κυκλοφόρησε μία συλλογή με διάφορα ελληνικά συγκροτήματα. Οι Protest March, χωρίς καμία πληροφορία να τους συνοδεύει, έγιναν το συγκρότημα-φάντασμα, και το τραγούδι τους, “Pale Faces”, ονομάστηκε… “Untitled”.
Φτάνοντας στον Ιούνιο του 2024, αποφασίζουν να «ανοίξουν» τη μπομπίνα του 1985. Ψήνουν τα κομμάτια, τα μετατρέπουν σε ψηφιακή μορφή, συγκεντρώνουν φωτογραφίες, αφίσες και προγράμματα συναυλιών. Με τη βοήθεια του Γιώργου Γερανιού, κυκλοφορούν στην Amour Records τον πρώτο και τελευταίο δίσκο τους, αποτυπώνοντας για πάντα τη μουσική τους ιστορία.
Με αφορμή αυτήν την πρόσφατη κυκλοφορία των Protest March το OLAFAQ συνάντησε τον ντράμερ Τάκη Γιαννούτσο, που εδώ και χρόνια υπηρετεί πιστά και σταθερά τη ρυθμολογία των ΥΕΑΗ! όταν δεν κάνει ραδιόφωνο (τον ακούμε καθημερινά, 7-10 το πρωί, στον Pepper 96.6 μαζί με τον επί 27 χρόνια συνεργάτη του, Θοδωρή Βαμβακάρη), και μοιράστηκε μαζί μας ιστορίες από τις μέρες που η πρώτη του μπάντα ξεκινούσε σε υπόγεια και ταράτσες, όταν η μουσική ήταν απλά μια αυθόρμητη ανάγκη έκφρασης. Με την ίδια λάμψη στα μάτια, μίλησε για το πρώτο live, τις πρόβες με τα μεταχειρισμένα όργανα και τις κασέτες που πέρασαν από χέρι σε χέρι, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα μιας εποχής που η δημιουργία ήταν πάνω απ’ όλα μια πράξη αθωότητας και πάθους.
– Τάκη, πώς ήταν να μεγαλώνετε μουσικά μέσα στη σκηνή του new wave της δεκαετίας του ’80; Είμαι σίγουρος ότι είναι αμέτρητα, αλλά υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα ή στιγμές που σου έχουν μείνει έντονα χαραγμένα στη μνήμη;
Ήμασταν και εμείς, όπως κάποιοι ελάχιστοι σαν και μας εκείνη την εποχή, οι ξένοι στον τόπο μας, στη γειτονιά μας, στο σχολείο μας. Ποδόσφαιρο, παπάκια και βιντεοταινίες οι συνομήλικοί μας, Happening, Πήγασος, Ποπ & Ροκ, Ήχος, Μουσικόραμα, ανταλλαγή κασετών και συναυλίες εμείς. Δευτέρα πρωί να θες να περιγράψεις στην τάξη σου τους Cure και τους Clash στο Rock in Athens, ή τους Bauhaus στο Σπόρτινγκ, ενώ οι συμμαθητές σου να συζητούν το πέναλτι που έχασε ο Ατρόμητος ή τις ατάκες του Κωνσταντάρα στη σαββατιάτικη ελληνική ταινία. Ήμασταν αυτοί που «Όσα έχω ζήσει ΔΕΝ τα έχει πει η Βίσση».
– Ο Πήγασος, το Rodeo, αυτά τα μέρη έχουν αποκτήσει σχεδόν μυθικό χαρακτήρα. Ποια ήταν η ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή; Πώς νιώθατε κάθε φορά που παίζατε live;
Μη φανταστείς ότι νιώθαμε σπουδαίοι, ή ότι κάναμε κάτι σπουδαίο. Την αγάπη μας υπηρετούσαμε, τη μουσική, τα ένστικτά μας ακολουθούσαμε και παρέα με αυτούς που είχαμε την ίδια… ζαβομάρα, ταξιδεύαμε στο κύμα. Ήταν όλα σαν ένα όνειρο. Και όπως ακριβώς το φανταστικό, υπερρεαλιστικό, εκτός τόπου και χρόνου όνειρο το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν ξυπνήσεις, έτσι και μεις κατόπιν εορτής αντιληφθήκαμε τη μαγεία αυτής της εποχής.
– Πώς νιώσατε όταν αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε το demo σε βινύλιο μετά από τόσα χρόνια; Ήταν μια αναπόφευκτη νοσταλγία ή κάτι που θέλατε να μοιραστείτε με τις νέες γενιές;
Νιώσαμε απίστευτα ευτυχισμένοι και συγκινημένοι. Ήταν και τα δύο αυτή η κυκλοφορία. Σίγουρα η ανεκπλήρωτη επιθυμία ότι τα 4 τραγούδια του τότε demo μας (1985) είχαν μείνει σε μία σχεδόν πεθαμένη 8κάναλη μπομπίνα και δεν έγιναν ποτέ ούτε καν CD, μας ώθησε να τα κάνουμε βινύλιο. Απ’ την άλλη είναι φανερό ότι η βουτιά σε οτιδήποτε παρελθοντικό, μόνο καλό μπορεί να κάνει στη γκαζωμένη ζωή μας. Όταν βλέπεις ότι το ΑΙ προσπαθεί να μιμηθεί ήχο και φωνητικά των 80s, γιατί να μην κυκλοφορήσεις ένα βινύλιο με τον αυθεντικό ήχο των 80s;
– Η κυκλοφορία του “Pale Faces” στη συλλογή “Try A Little Sunshine” ήταν η πρώτη σας επαφή με το κοινό μετά από χρόνια. Πώς νιώσατε όταν είδατε ότι υπήρχε ακόμα ενδιαφέρον για τη μουσική σας;
Το μάθαμε από σπόντα όταν ένας φίλος μας είπε ότι ο ιδιοκτήτης του label Pop Art Records, ο Νεκτάριος, βρήκε από μία κασέτα το κομμάτι μας, του άρεσε, έψαξε να μάθει για μας, δεν βρήκε απολύτως τίποτα και το κυκλοφόρησε. Γι’ αυτό και το κομμάτι το ονομάζει “Untitled”. Τέλη 99 κυκλοφόρησε η συλλογή και να σκεφτείς ότι ενώ για όλα τα groups της συλλογής (Raining Pleasure, One Night Susan, Common Sense, Groove Machine, Sound Device κλπ.) έχει βρει κάποια στοιχεία, για εμάς γράφει: «Protest March. Formed in middle 80’s. For all we knew they released just a demo tape, and played some gigs. The group is a mystery. We couldn’t even find out about the song tittle… with all respect to the members of the group, we felt the need to release this beautiful song…». Ευγνωμοσύνη και μόνο, είναι το λιγότερο που μπορώ να πω.
– Πάντως, το ελληνικό new wave έχει χαρακτηριστεί ως μια σκηνή γεμάτη ενέργεια, αλλά και εμπορικά εντελώς περιθωριοποιημένη. Ωστόσο, ποια ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια για μια μπάντα όπως οι Protest March να βγει στο προσκήνιο;
Νομίζω η μουσική και μόνο η μουσική ήταν το βασικό εμπόδιο. Η Ελλάδα άκουγε βασικά ελληνικά. Τι άλλο; Οτιδήποτε ξενόφερτο θα είχε πολλά και μακριά μαλλιά, ατελείωτα σόλα στις κιθάρες, 7λεπτα το λιγότερο τραγούδια και σπάνια… σύνθια. Το ελληνικό new wave λοιπόν είχε κοντά μαλλιά, καθόλου σόλα, 3λεπτα κομμάτια, σύνθια και πολλές φορές rhythm box, αντί για drums. Όλα λάθος λοιπόν.
– Αν είχατε τη δυνατότητα να επιστρέψετε στον χρόνο, θα αλλάζατε κάτι στην πορεία της μπάντας; Υπήρξαν αποφάσεις ή στιγμές που καθόρισαν την τύχη σας;
Θεωρώ ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν και για το λόγο που έπρεπε να γίνουν. Σίγουρα υπήρξαν στιγμές που οι αποφάσεις μας έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Όπως όταν οι Σύνδρομο πχ. είχαν ενθουσιαστεί μαζί μας και μας ζήτησαν να τους ακολουθήσουμε στην περιοδεία τους σε όλη την Ελλάδα, εκείνο το καλοκαίρι. Κλάψαμε και οι τρεις μας με εκείνο το «όχι» μας. Στον Τσίκο, τον Κόκο και τον Νίκο Γκίνη. Άντε τώρα στα 16 σου να πεις στους γονείς σου ότι το καλοκαίρι μεταξύ Α’ στη Β’ Λυκείου, όχι απλά δεν θα πας μαζί τους διακοπές, αλλά θα ταξιδέψεις με ένα συγκρότημα σε όλη τη Ελλάδα για συναυλίες. Ακόμα γελάω με τη εικόνα της αντίδρασής τους…
– Τι πιστεύετε ότι κάνει τα κομμάτια του demo σας ακόμα επίκαιρα; Είναι η μουσική σας μια “φωνή” της εποχής εκείνης ή κάτι που ξεπερνάει τα χρονικά όρια;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Όχι… Δεν ξεπερνάει κανένα χρονικό όριο. Σαφέστατα είναι η μουσική εκείνης της εποχής. Απλά ήταν τόσο δύσκολο να κάνεις αυτό τότε, να παίξεις μουσική στα 80s και μάλιστα αυτό το είδος μουσικής, που από μόνο του το κάνει… επανάσταση. Ύστερα έρχεται η νοσταλγία, το ψάξιμο για το παρελθόν, η επαναφορά των ίδιων μουσικών μοτίβων, ανά δεκαετία κλπ. κλπ.
Κι αυτή η ιδέα του να κυκλοφορεί η μουσική σε λίγα αντίτυπα, της προσδίδει έναν συλλεκτικό χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι η σπανιότητα ενός έργου αυξάνει την καλλιτεχνική του αξία;
Αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντα. Στη δική μας περίπτωση οι λόγοι ήταν εντελώς πρακτικοί. Έπρεπε μέσα σε ένα ορισμένο διάστημα, 30 μέρες για την ακρίβεια, να είναι έτοιμος ο δίσκος. Ε, σε ένα μήνα καταφέραμε να φτιάξουμε 35 αντίτυπα. Όλα DIY. Από κει και πέρα και χωρίς καμία δέσμευση χρόνου παραγγείλαμε άλλα 100 κομμάτια, τα οποία φεύγουν σαν τρελά.
– Ως πλέον πολύ έμπειρος drummer, πώς «ακούς» τον εαυτό σου στον ήχο των Protest March; Πώς νιώθεις που η δική σου αισθητική, η οποία σήμερα έχει εξελιχθεί στους ουρανούς, συνέβαλε στο αποτέλεσμα;
Θα σε απογοητεύσω αλλά τότε ήμουν καλύτερος από τώρα. Ειλικρινά… Και Ωδεία πήγαινα και μελετούσα για ώρες κάθε μέρα και δεν είχα πάθει ένα ατύχημα που έπαθα αργότερα με αποτέλεσμα να παίζω σαν… κανίβαλος (που με λέει και ο Αlex Κ.).
– Για πες μας λίγο τι ρόλο έπαιξε στη σημερινή ζωή σας όλη η συναισθηματική διαδικασία του να ξανακούσετε το demo μετά από τόσα χρόνια; Αναβιώσατε στιγμές ή είδατε τα τραγούδια σας με μια άλλη ματιά;
Αυτό που περιγράφεις, μαζί με όλη την αγωνία των 30 ημερών της ετοιμασίας του, είναι το πιο όμορφο απ όλα. Παρ’ ότι οι τρεις μας δεν έχουμε χαθεί καθόλου όλα αυτά τα χρόνια, η κυκλοφορία μας έδωσε την ευκαιρία να συναντηθούμε με παλιούς φίλους και συμμαθητές από τα πρώτα βήματά μας. Μιλάμε για παρέες του 1981, του ’82… Τότε που στις γυμνασιακές μας συναυλίες ενώ όλοι άκουγαν ελληνικά ή κάτι pop 80s, εμείς τους βγαίναμε με Bauhaus, Theatre of Hate, Flipper, Clash, Stiff Little Fingers, Gang of Four, και τέτοια.
– Η μουσική είναι γνωστό ότι μπορεί να λειτουργήσει ως “χρονοκάψουλα” στη φαντασία μας. Το ΕP των Protest March μπορεί να λειτουργήσει ως μια ματιά στο πώς ήταν η νεανική δημιουργικότητα στα ‘80s;
Ασφαλώς. Και ευτυχώς δεν είμαστε οι μόνοι. Και ευτυχώς πάλι δεν ήταν μόνο το EP μας αυτή η αφορμή. Η ταινία “Return of the Creeps”, τώρα, το “Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο” πριν από λίγα χρόνια και η διαρκής αναζήτηση αυτής της μουσικής, πιστεύω ότι λειτουργεί ως χρονοκάψουλα όχι μόνο στη φαντασία μας, αλλά και στην πραγματικότητα.
– Πολλές φορές, οι καλλιτέχνες μένουν στη σκιά ενώ τα έργα τους αποκαλύπτονται αργότερα. Πώς βλέπεις τη σχέση μεταξύ αναγνώρισης και χρόνου στη μουσική;
Η μουσική είναι τέχνη. Και από τη στιγμή που με κάποιο τρόπο κυκλοφορεί και εκδίδεται, δεν πρέπει να σε ενδιαφέρει αν θα αναγνωριστείς ή όχι. Έχει περάσει πλέον σε άλλα χέρια. Στα χέρια των ακροατών, των θεατών, των ανθρώπων που διψούν για τέχνη. Στη συλλογή “Try a little Sunshine” που λέγαμε πιο πριν, η περιγραφή για μας έλεγε: «The group is a mystery». Η μουσική μας όμως, το τραγούδι… έμεινε.
– Σήμερα, με το με το διαδίκτυο και τις πλατφόρμες streaming η μουσική ρέει παντού. Πιστεύεις ότι αυτό έχει αφαιρέσει κάτι από τη “μαγεία” του να ανακαλύπτεις μουσική σε μια κασέτα ή ένα βινύλιο;
Κάθε εποχή, κάθε τεχνολογική πρόοδος, κάθε εξέλιξη, έχει τα καλά της και τα κακά της. Τώρα ας πούμε μπορώ να ζω σε καθημερινό επίπεδο όλα τα tour του αγαπημένου μου Nick Cave. Ακόμη και live από κάποια backstage από το κινητό της συζύγου του που τον ακολουθεί σε πολλές από αυτές. Από την άλλη, ρε Γιάννη… έχω βαρεθεί να τον βλέπω.
Τα φώτα πέφτουν σε μια τάξη Β’ Γυμνασίου του 1980. Τρία αγόρια, γεννημένα το 1966, συνδέονται μέσα από τη μουσική τους περιέργεια. Ο Τάκης Δελάλης (μπάσο και φωνή), ο Χρήστος Γεωργακόπουλος (κιθάρες) και ο Τάκης Γιαννούτσος (τύμπανα) αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια μπάντα. Στα 14 τους, με τα πρώτα χρήματα που μάζεψαν, αγοράζουν τα όργανά τους – μεταχειρισμένα, φυσικά – από το «Τρομπόνι» στη Λιοσίων, το μαγαζί του Δημήτρη Δημητράκα και του Λήτη. Οι αγορές περιλάμβαναν drums, ένα μπάσο και έναν ενισχυτή κιθάρας. Ο Χρήστος, ωστόσο, είχε μια μικρή τύχη με το μέρος του: η αδερφή του Γιαννούτσου του έφερε μια μαύρη Fender Stratocaster από την Αγγλία.
Το καλοκαίρι του 1981, στα 15 τους, ξεκίνησαν τις πρώτες πρόβες σε ένα υπόγειο στη Λούτσα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, το πάρτι της φίλης τους Τζένης γίνεται το ντεμπούτο τους. Όνομα ακόμα δεν είχαν, αλλά ο Δελάλης πήρε το μικρόφωνο και αναφώνησε: «Παιδιά, καλησπέρα. Είμαστε οι Desert Band». Το όνομα γεννήθηκε αυθόρμητα, όπως και η μπάντα τους.
Ο χειμώνας τους βρήκε στο πλυσταριό της ταράτσας του Χρήστου, στο Μπουρνάζι. Ατελείωτες πρόβες, ακόμα και το καλοκαίρι, με τις θερμοκρασίες να σκαρφαλώνουν στους 40 βαθμούς. Και μετά… live! Σκηνές όπως το Πήγασος, το Αν Club, το Κύτταρο, το Rodeo και διάφορα φεστιβάλ υποδέχονται τη μουσική τους ενέργεια, ενώ το όνομα της μπάντας έχει ήδη αλλάξει σε Protest March.
Στις 26 Απριλίου του 1985, με την παρότρυνση του Δημητράκα, η μπάντα ηχογραφεί τέσσερα κομμάτια σε ένα 8κάναλο στούντιο στη Λιοσίων. Οι ηχογραφήσεις έμειναν μιξαρισμένες σε μια μπομπίνα για 39 ολόκληρα χρόνια. Ελάχιστες κασέτες διανεμήθηκαν σε φίλους, μία από τις οποίες έφτασε στα χέρια της Pop Art Records, που κυκλοφόρησε μία συλλογή με διάφορα ελληνικά συγκροτήματα. Οι Protest March, χωρίς καμία πληροφορία να τους συνοδεύει, έγιναν το συγκρότημα-φάντασμα, και το τραγούδι τους, “Pale Faces”, ονομάστηκε… “Untitled”.
Φτάνοντας στον Ιούνιο του 2024, αποφασίζουν να «ανοίξουν» τη μπομπίνα του 1985. Ψήνουν τα κομμάτια, τα μετατρέπουν σε ψηφιακή μορφή, συγκεντρώνουν φωτογραφίες, αφίσες και προγράμματα συναυλιών. Με τη βοήθεια του Γιώργου Γερανιού, κυκλοφορούν στην Amour Records τον πρώτο και τελευταίο δίσκο τους, αποτυπώνοντας για πάντα τη μουσική τους ιστορία.
Με αφορμή αυτήν την πρόσφατη κυκλοφορία των Protest March το OLAFAQ συνάντησε τον ντράμερ Τάκη Γιαννούτσο, που εδώ και χρόνια υπηρετεί πιστά και σταθερά τη ρυθμολογία των ΥΕΑΗ! όταν δεν κάνει ραδιόφωνο (τον ακούμε καθημερινά, 7-10 το πρωί, στον Pepper 96.6 μαζί με τον επί 27 χρόνια συνεργάτη του, Θοδωρή Βαμβακάρη), και μοιράστηκε μαζί μας ιστορίες από τις μέρες που η πρώτη του μπάντα ξεκινούσε σε υπόγεια και ταράτσες, όταν η μουσική ήταν απλά μια αυθόρμητη ανάγκη έκφρασης. Με την ίδια λάμψη στα μάτια, μίλησε για το πρώτο live, τις πρόβες με τα μεταχειρισμένα όργανα και τις κασέτες που πέρασαν από χέρι σε χέρι, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα μιας εποχής που η δημιουργία ήταν πάνω απ’ όλα μια πράξη αθωότητας και πάθους.
– Τάκη, πώς ήταν να μεγαλώνετε μουσικά μέσα στη σκηνή του new wave της δεκαετίας του ’80; Είμαι σίγουρος ότι είναι αμέτρητα, αλλά υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα ή στιγμές που σου έχουν μείνει έντονα χαραγμένα στη μνήμη;
Ήμασταν και εμείς, όπως κάποιοι ελάχιστοι σαν και μας εκείνη την εποχή, οι ξένοι στον τόπο μας, στη γειτονιά μας, στο σχολείο μας. Ποδόσφαιρο, παπάκια και βιντεοταινίες οι συνομήλικοί μας, Happening, Πήγασος, Ποπ & Ροκ, Ήχος, Μουσικόραμα, ανταλλαγή κασετών και συναυλίες εμείς. Δευτέρα πρωί να θες να περιγράψεις στην τάξη σου τους Cure και τους Clash στο Rock in Athens, ή τους Bauhaus στο Σπόρτινγκ, ενώ οι συμμαθητές σου να συζητούν το πέναλτι που έχασε ο Ατρόμητος ή τις ατάκες του Κωνσταντάρα στη σαββατιάτικη ελληνική ταινία. Ήμασταν αυτοί που «Όσα έχω ζήσει ΔΕΝ τα έχει πει η Βίσση».
– Ο Πήγασος, το Rodeo, αυτά τα μέρη έχουν αποκτήσει σχεδόν μυθικό χαρακτήρα. Ποια ήταν η ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή; Πώς νιώθατε κάθε φορά που παίζατε live;
Μη φανταστείς ότι νιώθαμε σπουδαίοι, ή ότι κάναμε κάτι σπουδαίο. Την αγάπη μας υπηρετούσαμε, τη μουσική, τα ένστικτά μας ακολουθούσαμε και παρέα με αυτούς που είχαμε την ίδια… ζαβομάρα, ταξιδεύαμε στο κύμα. Ήταν όλα σαν ένα όνειρο. Και όπως ακριβώς το φανταστικό, υπερρεαλιστικό, εκτός τόπου και χρόνου όνειρο το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν ξυπνήσεις, έτσι και μεις κατόπιν εορτής αντιληφθήκαμε τη μαγεία αυτής της εποχής.
– Πώς νιώσατε όταν αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε το demo σε βινύλιο μετά από τόσα χρόνια; Ήταν μια αναπόφευκτη νοσταλγία ή κάτι που θέλατε να μοιραστείτε με τις νέες γενιές;
Νιώσαμε απίστευτα ευτυχισμένοι και συγκινημένοι. Ήταν και τα δύο αυτή η κυκλοφορία. Σίγουρα η ανεκπλήρωτη επιθυμία ότι τα 4 τραγούδια του τότε demo μας (1985) είχαν μείνει σε μία σχεδόν πεθαμένη 8κάναλη μπομπίνα και δεν έγιναν ποτέ ούτε καν CD, μας ώθησε να τα κάνουμε βινύλιο. Απ’ την άλλη είναι φανερό ότι η βουτιά σε οτιδήποτε παρελθοντικό, μόνο καλό μπορεί να κάνει στη γκαζωμένη ζωή μας. Όταν βλέπεις ότι το ΑΙ προσπαθεί να μιμηθεί ήχο και φωνητικά των 80s, γιατί να μην κυκλοφορήσεις ένα βινύλιο με τον αυθεντικό ήχο των 80s;
– Η κυκλοφορία του “Pale Faces” στη συλλογή “Try A Little Sunshine” ήταν η πρώτη σας επαφή με το κοινό μετά από χρόνια. Πώς νιώσατε όταν είδατε ότι υπήρχε ακόμα ενδιαφέρον για τη μουσική σας;
Το μάθαμε από σπόντα όταν ένας φίλος μας είπε ότι ο ιδιοκτήτης του label Pop Art Records, ο Νεκτάριος, βρήκε από μία κασέτα το κομμάτι μας, του άρεσε, έψαξε να μάθει για μας, δεν βρήκε απολύτως τίποτα και το κυκλοφόρησε. Γι’ αυτό και το κομμάτι το ονομάζει “Untitled”. Τέλη 99 κυκλοφόρησε η συλλογή και να σκεφτείς ότι ενώ για όλα τα groups της συλλογής (Raining Pleasure, One Night Susan, Common Sense, Groove Machine, Sound Device κλπ.) έχει βρει κάποια στοιχεία, για εμάς γράφει: «Protest March. Formed in middle 80’s. For all we knew they released just a demo tape, and played some gigs. The group is a mystery. We couldn’t even find out about the song tittle… with all respect to the members of the group, we felt the need to release this beautiful song…». Ευγνωμοσύνη και μόνο, είναι το λιγότερο που μπορώ να πω.
– Πάντως, το ελληνικό new wave έχει χαρακτηριστεί ως μια σκηνή γεμάτη ενέργεια, αλλά και εμπορικά εντελώς περιθωριοποιημένη. Ωστόσο, ποια ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια για μια μπάντα όπως οι Protest March να βγει στο προσκήνιο;
Νομίζω η μουσική και μόνο η μουσική ήταν το βασικό εμπόδιο. Η Ελλάδα άκουγε βασικά ελληνικά. Τι άλλο; Οτιδήποτε ξενόφερτο θα είχε πολλά και μακριά μαλλιά, ατελείωτα σόλα στις κιθάρες, 7λεπτα το λιγότερο τραγούδια και σπάνια… σύνθια. Το ελληνικό new wave λοιπόν είχε κοντά μαλλιά, καθόλου σόλα, 3λεπτα κομμάτια, σύνθια και πολλές φορές rhythm box, αντί για drums. Όλα λάθος λοιπόν.
– Αν είχατε τη δυνατότητα να επιστρέψετε στον χρόνο, θα αλλάζατε κάτι στην πορεία της μπάντας; Υπήρξαν αποφάσεις ή στιγμές που καθόρισαν την τύχη σας;
Θεωρώ ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν και για το λόγο που έπρεπε να γίνουν. Σίγουρα υπήρξαν στιγμές που οι αποφάσεις μας έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Όπως όταν οι Σύνδρομο πχ. είχαν ενθουσιαστεί μαζί μας και μας ζήτησαν να τους ακολουθήσουμε στην περιοδεία τους σε όλη την Ελλάδα, εκείνο το καλοκαίρι. Κλάψαμε και οι τρεις μας με εκείνο το «όχι» μας. Στον Τσίκο, τον Κόκο και τον Νίκο Γκίνη. Άντε τώρα στα 16 σου να πεις στους γονείς σου ότι το καλοκαίρι μεταξύ Α’ στη Β’ Λυκείου, όχι απλά δεν θα πας μαζί τους διακοπές, αλλά θα ταξιδέψεις με ένα συγκρότημα σε όλη τη Ελλάδα για συναυλίες. Ακόμα γελάω με τη εικόνα της αντίδρασής τους…
– Τι πιστεύετε ότι κάνει τα κομμάτια του demo σας ακόμα επίκαιρα; Είναι η μουσική σας μια “φωνή” της εποχής εκείνης ή κάτι που ξεπερνάει τα χρονικά όρια;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Όχι… Δεν ξεπερνάει κανένα χρονικό όριο. Σαφέστατα είναι η μουσική εκείνης της εποχής. Απλά ήταν τόσο δύσκολο να κάνεις αυτό τότε, να παίξεις μουσική στα 80s και μάλιστα αυτό το είδος μουσικής, που από μόνο του το κάνει… επανάσταση. Ύστερα έρχεται η νοσταλγία, το ψάξιμο για το παρελθόν, η επαναφορά των ίδιων μουσικών μοτίβων, ανά δεκαετία κλπ. κλπ.
Κι αυτή η ιδέα του να κυκλοφορεί η μουσική σε λίγα αντίτυπα, της προσδίδει έναν συλλεκτικό χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι η σπανιότητα ενός έργου αυξάνει την καλλιτεχνική του αξία;
Αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντα. Στη δική μας περίπτωση οι λόγοι ήταν εντελώς πρακτικοί. Έπρεπε μέσα σε ένα ορισμένο διάστημα, 30 μέρες για την ακρίβεια, να είναι έτοιμος ο δίσκος. Ε, σε ένα μήνα καταφέραμε να φτιάξουμε 35 αντίτυπα. Όλα DIY. Από κει και πέρα και χωρίς καμία δέσμευση χρόνου παραγγείλαμε άλλα 100 κομμάτια, τα οποία φεύγουν σαν τρελά.
– Ως πλέον πολύ έμπειρος drummer, πώς «ακούς» τον εαυτό σου στον ήχο των Protest March; Πώς νιώθεις που η δική σου αισθητική, η οποία σήμερα έχει εξελιχθεί στους ουρανούς, συνέβαλε στο αποτέλεσμα;
Θα σε απογοητεύσω αλλά τότε ήμουν καλύτερος από τώρα. Ειλικρινά… Και Ωδεία πήγαινα και μελετούσα για ώρες κάθε μέρα και δεν είχα πάθει ένα ατύχημα που έπαθα αργότερα με αποτέλεσμα να παίζω σαν… κανίβαλος (που με λέει και ο Αlex Κ.).
– Για πες μας λίγο τι ρόλο έπαιξε στη σημερινή ζωή σας όλη η συναισθηματική διαδικασία του να ξανακούσετε το demo μετά από τόσα χρόνια; Αναβιώσατε στιγμές ή είδατε τα τραγούδια σας με μια άλλη ματιά;
Αυτό που περιγράφεις, μαζί με όλη την αγωνία των 30 ημερών της ετοιμασίας του, είναι το πιο όμορφο απ όλα. Παρ’ ότι οι τρεις μας δεν έχουμε χαθεί καθόλου όλα αυτά τα χρόνια, η κυκλοφορία μας έδωσε την ευκαιρία να συναντηθούμε με παλιούς φίλους και συμμαθητές από τα πρώτα βήματά μας. Μιλάμε για παρέες του 1981, του ’82… Τότε που στις γυμνασιακές μας συναυλίες ενώ όλοι άκουγαν ελληνικά ή κάτι pop 80s, εμείς τους βγαίναμε με Bauhaus, Theatre of Hate, Flipper, Clash, Stiff Little Fingers, Gang of Four, και τέτοια.
– Η μουσική είναι γνωστό ότι μπορεί να λειτουργήσει ως “χρονοκάψουλα” στη φαντασία μας. Το ΕP των Protest March μπορεί να λειτουργήσει ως μια ματιά στο πώς ήταν η νεανική δημιουργικότητα στα ‘80s;
Ασφαλώς. Και ευτυχώς δεν είμαστε οι μόνοι. Και ευτυχώς πάλι δεν ήταν μόνο το EP μας αυτή η αφορμή. Η ταινία “Return of the Creeps”, τώρα, το “Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο” πριν από λίγα χρόνια και η διαρκής αναζήτηση αυτής της μουσικής, πιστεύω ότι λειτουργεί ως χρονοκάψουλα όχι μόνο στη φαντασία μας, αλλά και στην πραγματικότητα.
– Πολλές φορές, οι καλλιτέχνες μένουν στη σκιά ενώ τα έργα τους αποκαλύπτονται αργότερα. Πώς βλέπεις τη σχέση μεταξύ αναγνώρισης και χρόνου στη μουσική;
Η μουσική είναι τέχνη. Και από τη στιγμή που με κάποιο τρόπο κυκλοφορεί και εκδίδεται, δεν πρέπει να σε ενδιαφέρει αν θα αναγνωριστείς ή όχι. Έχει περάσει πλέον σε άλλα χέρια. Στα χέρια των ακροατών, των θεατών, των ανθρώπων που διψούν για τέχνη. Στη συλλογή “Try a little Sunshine” που λέγαμε πιο πριν, η περιγραφή για μας έλεγε: «The group is a mystery». Η μουσική μας όμως, το τραγούδι… έμεινε.
– Σήμερα, με το με το διαδίκτυο και τις πλατφόρμες streaming η μουσική ρέει παντού. Πιστεύεις ότι αυτό έχει αφαιρέσει κάτι από τη “μαγεία” του να ανακαλύπτεις μουσική σε μια κασέτα ή ένα βινύλιο;
Κάθε εποχή, κάθε τεχνολογική πρόοδος, κάθε εξέλιξη, έχει τα καλά της και τα κακά της. Τώρα ας πούμε μπορώ να ζω σε καθημερινό επίπεδο όλα τα tour του αγαπημένου μου Nick Cave. Ακόμη και live από κάποια backstage από το κινητό της συζύγου του που τον ακολουθεί σε πολλές από αυτές. Από την άλλη, ρε Γιάννη… έχω βαρεθεί να τον βλέπω.