Λίγο πριν την εμφάνισή του στο Ρομάντσο (21/1), μιλήσαμε με τον Έλληνα μουσικό, Subheim, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Ο Subheim έχει αυτήν τη μαγική ικανότητα να σε κάνει να νιώθεις κατευθείαν ότι είστε φίλοι από τα παλιά. Επίσης, όταν μιλά ο λόγος του είναι τόσο ομαλά δομημένος που είναι σαν να διαβάζεις βιβλίο. Με έδρα του το Βερολίνο, επιστρέφει στη μουσική σκηνή της Αθήνας μετά από 7 χρόνια, για να παρουσιάσει κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο, Πόλις, ακυκλοφόρητο υλικό και κομμάτια από ολόκληρη τη δεκαπενταετή δισκογραφία του. Ο ήχος του βαθύς, βαρύς και γλυκόπικρος με ambient στοιχεία και κινηματογραφικές αναφορές. Με επιρροές από dark ambient, lo-fi electronica, post rock και trip hop, ο ξεχωριστός του ήχος θα μας ταξιδέψει σε σκοτεινά, μελαγχολικά, κινηματογραφικά τοπία. Στη συνάντησή μας συζητήσαμε για την αποξένωση, το αστικό τοπίο ως πηγή έμπνευσης, το δημιουργικό στρες, το μέταλ και -κατά έναν περίεργο τρόπο- την Καίτη Γαρμπή.

– Ποιες είναι οι πρώτες σου μουσικές αναμνήσεις;
Η μάνα μου είχε ένα κόλλημα με την όπερα. Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Είχε σε βιντεοκασέτα την Τραβιάτα του Βέρντι. Με έβαζε να την ακούω συνέχεια. Αυτή, νομίζω, είναι μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου. Η άλλη είναι επίσης χάρη στη μητέρα μου, που της άρεσε η κλασική μουσική. Μου έβαζε κι άκουγα πάρα πολύ Μότσαρτ. Μετέπειτα δεν τον άκουγα και πάρα πολύ. Αλλά τότε μου άρεσε. 

– Η πρώτη σου συναυλία;
Η πρώτη πρώτη μπορεί να ήταν κάποιο πανηγύρι, δε θυμάμαι. Αλλά η πρώτη συναυλία που πήγα επειδή ήθελα να πάω ήταν στα 13-14, όταν ήμουν κολλημένος με το μέταλ. Ήταν μια γερμανική μπάντα, οι Blind Guardian. Τους οποίους δε μπορώ να τους ακούσω πλέον, αλλά τότε μου άρεσαν. Ή αυτοί, ή μπορεί να ήταν και οι Rotting Christ. 

– Θυμάσαι πότε έδωσες πρώτη φορά λεφτά για να αγοράσεις έναν δίσκο;
Ναι, καλά της μαμάς μου τα λεφτά έδωσα. Όταν ήμουν 10 χρονών και μέναμε στο Μαρούσι, είχε ανοίξει μόλις το πρώτο Village. Λεγόταν Village Center, νομίζω. Πριν ανοίξει το Mall. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, όλα τα πιτσιρίκια είχαμε τρελαθεί. Πηγαίναμε εκεί για να δούμε ταινία, να φάμε γρανίτα και υπήρχε κι ένα δισκάδικο, το Virgin, το οποίο είχε εξωφρενικές τιμές. Τότε ήταν η εποχή του CD. Θυμάμαι μου είχε πει συμμαθητής μου «Πάρε αυτό το CD και θα με θυμηθείς». Ήταν το  Master of Puppets των Metallica. Δεν ξέρω αν είναι επειδή ήταν το πρώτο άλμπουμ των Metallica που άκουσα, αλλά έγινε κι ο αγαπημένος μου δίσκος τους. Ανατρέχω σε αυτόν πολύ συχνά. Κάθε χρόνο θα τον ακούσω 3-4 φορές. Και η επόμενη αγορά που έκανα, επειδή ακόμα δεν είχα βρει τη μουσική μου ταυτότητα, ήταν το πιο περίεργο μιξ που μπορείς να φανταστείς. Μια φορά πήγα σε δισκοπωλείο κι αγόρασα: το πρώτο CD των Spice Girls, το πρώτο CD των Backstreet Boys, το Fear of the Dark των Iron Maiden και το Αρχίζω Πόλεμο της Καίτης Γαρμπή. 

– Παραμένεις έτσι και σήμερα; Έχεις μουσικές επιρροές από τα πάντα;
Από τα πάντα, νομίζω όχι. Σίγουρα έχω φύγει από την Καίτη Γαρμπή (γελάει)

– Κακώς…
(Γελάει) Πάντως, αυτό που ψάχνω πάντα είναι κάτι που να με κινητοποιεί συναισθηματικά. Δε μπορώ να ακούσω «διακοσμητική μουσική». Μουσική «απλά για να παίζει». Απλά για να υπάρχει στο χώρο. Οκ, και αυτή έχει το ρόλο της αλλά δεν είναι αυτή στην οποίο θα προστρέξω. Πιο πολύ τείνω προς τον σκοτεινό, μελαγχολικό ήχο. Αυτό μπορείς να το βρεις στο post rock, στο ατμοσφαιρικό μέταλ, στο ambient, στο trip hop, ακόμα και στην κλασική μουσική. 

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Πού μεγάλωσες;
Στα προάστια της Αθήνας. Στο Μαρούσι και στο Νέο Ηράκλειο. Από τα 12 και μετά μετακομίσαμε στην εξωτική Λούτσα. Σε ένα σπίτι 800μ από τη θάλασσα, κάτι που τότε δε μπορούσα να εκτιμήσω. Ως παιδάκι σκεφτόμουν ότι φύγαμε από τη μεγάλη πόλη, τα σινεμά, τα Goodys, τα McDonalds. Αργότερα κατάλαβα την αξία του. 

– Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;
Αρχικά, προσπάθησε η μάνα μου να με βάλει να μάθω το πιάνο στα 9 μου. Εγώ δεν ήθελα, μου άρεσε να ζωγραφίζω. Μου άρεσαν τα κόμικς. Αλλά η μητέρα μου έχει ένα background στη μουσική, είναι λίγο της σχολής «γαλλικά και πιάνο». Έκανε το λάθος και με έβαλε να κάνω μάθημα πιάνου με μια φίλη της. Της πήρα τον αέρα, την κορόιδευα, κάναμε 2 μαθήματα και κατάλαβε ότι δεν ήμουν γι’ αυτό. Εκείνη ήταν η πρώτη απόπειρα, μια παταγώδης αποτυχία. Μετά, γύρω στα 13 μου, κάτι μου έκανε «κλικ» όταν είδα κάποιες σχολικές μπάντες. Μακριά μαλλιά, διαφορετικό ντύσιμο, στυλ. Πιο κοντά στο ελληνικό rock και hard rock. Έπαιζαν Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Σιδηρόπουλο. Επειδή ήμουν και πολύ ντροπαλό παιδί, έβλεπα ότι αυτοί που έπαιζαν μουσική τραβούσαν και την προσοχή των κοριτσιών και των παιδιών γενικά. Και είπα «Α μήπως έτσι κι εγώ θα μπορέσω». Και κάπως έτσι αυτό σε συνδυασμό με την αγάπη που είχα βρει τότε για το μέταλ, αποφάσισα ότι κι εγώ θέλω να παίξω σε μια μπάντα. Με τον κολλητό μου τότε, που δεν παίζαμε κανένα όργανο και ήμασταν παντελώς άσχετοι, φτιάξαμε τη δική μας μπάντα. Είπα ότι εγώ θα παίξω τα ντραμς. Πήγαμε με την μάνα μου σε ένα «Φίλιππο Νάκα», αγοράσαμε τα πιο φθηνά ντραμς που υπήρχαν. Θυμάμαι ήταν μια μάρκα που λεγόταν Granite και ήταν απομίμηση του λόγκο των Iron Maiden. Ήταν ό,τι πιο άθλιο υπάρχει σε ντραμς. Τα βάλαμε στο δωμάτιό μου. Οι γονείς μου με άφησαν να παίξω κάπου 10 λεπτά και μου είπαν «τέλος αυτό το χόμπι». Είπα στον φίλο μου ότι μάλλον εγώ δε θα μπορώ να παίζω ντραμς. Κάναμε τράμπα κι εγώ βρήκα έναν δάσκαλο κιθάρας κι άρχισα να ασχολούμαι με την ηλεκτρική κιθάρα, την οποία ο πατέρας μου την είχες αφορίσει. Μου έλεγε «γιατί δε μαθαίνεις την αληθινή κιθάρα» που γι’ αυτόν είναι η κλασική. Εγώ επέμεινα, έκανα την πρώτη μου μικρή επανάσταση, παθιάστηκα με αυτό. Ήθελα να γίνω ο καλύτερος σολίστας του κόσμου. Αργότερα με κέρδισε η ηλεκτρονική μουσική, οπότε να που μπήκαν οι κιθάρες στην άκρη και ανοιχτήκαμε και σε περισσότερα όργανα και είδη. 

– Ποια είναι τα στάδια της δημιουργίας για σένα;
Από μια ιδέα ξεκινά. Μπορεί να είναι κάποιοι στίχοι, μια ανάμνηση, ένα όνειρο. Στο τελευταίο μου άλμπουμ, το Πόλις, το intro που λέγεται Ghosts έχει γραφτεί μετά από ένα όνειρο. Σε ένα όνειρο είδα τους παππούδες μου, που έχουν πεθάνει και οι δύο. Ήταν ένα από αυτά τα όνειρα που πραγματικά το ζεις και νιώθεις «μέσα» σε αυτό. Δεν υπήρχε τίποτα το μεταφυσικό, ήταν όλα πολύ απτά, καθημερινά. Και στον ύπνο μου σκεφτόμουν «Μα τι έγινε; Γύρισε ο χρόνος πίσω;». Καταλάβαινα όμως ότι εξακολουθούσα να είμαι ο τωρινός μου εαυτός. Είδα αρχικά τον έναν παππού μου και με κατέκλεισε μια τρομερή χαρά. Όμως, μέσα στο ίδιο όνειρο βίωσα και την απώλεια, γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτό που βλέπω δε μπορεί να είναι αληθινό. Αμέσως μετά από αυτήν την συνειδητοποίηση ήρθε κι άλλος παππούς μου. Εκεί έφαγα μια φρίκη. Συνειδητοποίησα ότι κι αυτός είχε «φύγει». Οπότε ήταν μια διπλή συνειδητοποίηση της απώλειας μέσω του ονείρου. Ξύπνησα ταραγμένος αλλά δεν ανέκτησα πλήρως τις αισθήσεις μου. Ήταν γύρω στις 5-6 το πρωί κι άρχισα να γράφω. Έγραψα αυτά τα λόγια που κατέληξαν σε αυτό το κομμάτι. Είναι λόγια τα οποία όταν τα είχα παρουσιάσει σε φίλους δε μπορούσαν να καταλάβουν  πώς τα είχα γράψει. Κι όντως ήταν κάτι διαφορετικό, δεν είναι ο τρόπος που γράφω, ήταν κάτι άσχετο. 

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Από πού αντλείς έμπνευση;
Μικρότερος ήμουν πιο κλεισμένος στα δικά μου κι αντλούσα έμπνευση από προσωπικά βιώματα. Όσο μεγαλώνουμε και ανοίγουμε αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας στην κοινωνία. Πλέον έχω ανοιχτές τις κεραίες μου για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου. Πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, συνέβαιναν πάντα αλλά τώρα τα βλέπουμε λίγο περισσότερο: η κακοποίηση, καπιταλισμός, σχέσεις εξουσίας, αδικίες, μοναξιά σε μια πόλη που όλοι τρέχουν κι εμείς είμαστε σαν χαμστεράκια στον τροχό. Βιωματικά πράγματα, επίσης. Εμπόδια, εξαρτήσεις, όλα αυτά. 

– Σε επηρέασε καλλιτεχνικά κι επαγγελματικά η καραντίνα;
Ναι, όπως όλους και θετικά και αρνητικά. Βιοποριστικά, επειδή δεν ζω από τη μουσική, είχα την ασφάλεια αυτή. Πολλοί άλλοι δημιουργοί δεν την είχαν. Αυτό είναι μεγάλο προνόμιο και το λέω με τεράστιο σεβασμό προς τους ανθρώπους που από αυτό βιοπορίζονται. Αυτό λειτούργησε θετικά, από την άποψη ότι περνώντας τόσο χρόνο σπίτι και μειώνοντας τις αποσπάσεις, τον χρόνο που χρειάζεται να πας σε ένα γραφείο, να γυρίσεις, να κοινωνικοποιηθείς, όλα αυτά δημιούργησαν χρόνο ώστε να πω κάποια πράγματα καλλιτεχνικά. Μεταξύ 2020 και 2022 τελείωσα δύο άλμπουμ. Το ένα είναι το Πόλις, που βγήκε το 2020. Το άλλο είναι ένα πιο ambient άλμπουμ το οποίο έχει τελειώσει από τον Ιανουάριο του 2022, αλλά με τις καθυστερήσεις στα εργοστάσια λόγω του κορονοϊού, αργεί ακόμα. Ευελπιστώ να βγει τον Μάρτιο. Ένα αρνητικό κομμάτι του lockdown ήταν οι συναυλίες, που για μένα είναι συνδεδεμένες με τη μουσική. Δηλαδή, όταν γράφω κάτι, η επόμενη σκέψη είναι «Πώς θα φανεί αυτό σε ένα live;». Αυτό δεν μπορούσε να γίνει.

– Τι «γέννησε» τον τελευταίο σου δίσκο, Πόλις;
Ο τελευταίος δίσκος είναι μια ωδή στη ζωή στην πόλη. Για μένα είναι πολύ βιωματικός δίσκος. Πέρα από την καραντίνα, όπου μπόρεσα να σπάσω τη ζωή μου στα δύο και να είμαι τον μισό χρόνο στην Αθήνα και τον άλλο μισό στο Βερολίνο, τα τελευταία 10 χρόνια περνούσα τη ζωή μου στο Βερολίνο. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη όταν πρωτοπηγαίνεις, τα πρώτα 4-5 χρόνια. Από ένα σημείο και μετά αρχίζεις και κατασταλάζεις λίγο στον τρόπο ζωής και βλέπεις τις διαφορές στην κουλτούρα, οι οποίες αρχίζουν να σε επηρεάζουν παραπάνω. Με την τριβή βιώνεις πράγματα που και άλλοι βιώνουν σε μεγαλουπόλεις, αλλά ειδικά εκεί, βιώνεις τη γκριζίλα, το κρύο και γενικότερα την τάση των ανθρώπων να είναι λίγο πιο απομονωμένοι. Βιώνεις πιο έντονα τη μοναξιά, τη δυσκολία να δημιουργείς νέες φιλίες, ουσιαστικές σχέσεις. Είναι όλοι σε μια φάση να «πετύχουν». Όλα αυτά βγήκαν στον δίσκο. Μάλιστα, είχα γράψει έναν στίχο που δεν τον θυμάμαι ακριβώς, αλλά ουσιαστικά λέει αυτό: «Ήθελα πολύ να φύγω, να πάω σε μια πόλη γεμάτη χρώματα. Τελικά έμεινα εδώ κάτω από το γκρίζο». Με αυτό ήθελα να πω ότι παρόλο που κάποια πράγματα σε χαλάνε, υπάρχει κι ένας μαγνητισμός με την πόλη. 

– Το κέντρο σου επαγγελματικά είναι το Βερολίνο, αλλά τα τελευταία 2 χρόνια μένεις στην Αθήνα τον μισό χρόνο. Πώς είναι να μοιράζεσαι τη ζωή σου μεταξύ δύο πόλεων;
Δύσκολο στην αρχή. Είμαι τυχερός γιατί υπάρχει σπίτι που μοιράζομαι με την αδερφή μου στην Αθήνα. Πλέον έχει ομαλοποιηθεί αρκετά, απλά με έχει βάλει σε μια διαδικασία που νιώθω σαν να έχω διπλή ζωή καρμπόν. Δηλαδή, έρχομαι στην Αθήνα, έχω στήσει το στούντιο μου έτσι ακριβώς όπως είναι και στο Βερολίνο. Στο στούντιο έχω μέχρι και τις ίδιες κουρτίνες.

– Σε βοηθά δημιουργικά αυτή η αυτοματοποίηση;
Αφαιρεί την πολυπλοκότητα. Είναι το ίδιο σύστημα, η ίδια κιθάρα, οι ίδιες κουρτίνες. Κάπως αυτοματοποιεί τη μετάβαση από τη μια πόλη στην άλλη. 

– Θεωρείς ότι η μετάβαση αυτή έχει επηρεάσει τον ήχο σου;
Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου. Μάλλον. Για πρώτη φορά ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι ambient. Είναι ένα μίνι άλμπουμ που δεν έχει μπιτ, έχει γραφτεί όλο χωρίς μετρονόμο, είναι ένα κολάζ από ιδέες, field recordings. Αυτό μου φάνηκε τρομερή απελευθέρωση γιατί τα ντραμς είναι πάντα αυτά που με δυσκολεύουν περισσότερο. Όποιοι παραγωγοί θα διαβάσουν αυτοί τη συνέντευξη θα ταυτιστούν σε αυτό. 

– Τι σου έχει μείνει από την προετοιμασία της τελευταίας σου δουλειάς;
Το στρες. Είμαι άνθρωπος που αργώ πάρα πολύ, κάνω ένα βήμα μπρος και 2-3 βήματα πίσω. Μέχρι να κατασταλάξω στο πού θέλω να πάω, αργώ πολύ. Το Πόλις μου πήρε 4 χρόνια, όχι συνεχούς δουλειάς, αλλά μέχρι να το φέρω εκεί που το ήθελα. Μου έχει μείνει επίσης το τελευταίο στάδιο. Μου αρέσει αυτό το δημιουργικό άγχος, όταν θέτω στον εαυτό μου deadlines και τις επικοινωνώ και στη δισκογραφική μου. Συνήθως το κάνω όταν έχω μπουχτίσει και θα κινήσω γη και ουρανό για να καταφέρω να φτάσω το deadline. Θυμάμαι ότι έδινα 2 βδομάδες σο εαυτό μου για να ολοκληρώσω κάθε κομμάτι. 

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Ποια θεωρείς την μέχρι σήμερα σημαντικότερη στιγμή σου ως μουσικός;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. 

– Δεν σκέφτεσαι ποτέ «ουάου, αυτό τώρα είναι το πικ μου»;
Όχι, καθόλου. Είμαι πολύ μακριά από οποιοδήποτε πικ, νιώθω ότι δεν έχω κάνει τίποτα. Αυτό είναι ψυχοφθόρο αλλά είναι κι αυτό που με κινητοποιεί. Όταν κάποιος μου λέει «πολύ ωραία η μουσική σου», η πρώτη μου σκέψη είναι «δεν ξέρεις τίποτα».

– Αυτό είναι imposter syndrome…
Είναι εντελώς imposter syndrome! Μέσα μου λέω «Δε ξέρεις τίποτα, έχεις κακό γούστο, περίμενε τον επόμενο ή τον μεθεπόμενο δίσκο». Πάντως κάτι που θυμάμαι έντονα είναι οι εποχές MySpace, όπου μπορούσε ενας καλλιτέχνης να μιλήσει απευθείαν σε δισκογραφικές, ατζέντηδες, κλπ. Ήταν 2007, είχα κάνει τα πρώτα μου βήματα στην ηλεκτρονική μουσική με κάποια κομμάτια. Δεν είχα ιδέα τι έκανα. Όταν τελείωσα 4 κομμάτια, τα έστειλα μέσω MySpace σε κάποιες δισκογραφικές. Κάποιες απάντησαν πολύ θετικά κι έτσι έκλεισα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά, με μια εταιρεία στο Σικάγο που ειδικευόταν στην ambient, στην electronica, στο glitch. Το είχα θεωρήσει απίστευτο. Έγραφα μουσική στο δωμάτιο μου και ξαφνικά είχα συμβόλαιο, η δισκογραφική θα κυκλοφορούσε το άλμπουμ μου σε 1000 κόπιες και θα μου έκλεινε live. Εκείνον τον χρόνο έκλεισα το πρώτο μου live στη Σλοβακία. Μπορεί να ήταν πολύ αρχή, αλλά μου έχει μείνει σαν όμορφη ανάμνηση. Τότε τα πράγματα ήταν πιο εύκολα στη μουσική, τώρα υπάρχει μεγάλος κορεσμός. Ξέρω πολλούς μουσικούς που δυσκολεύονται να βρουν στέγη σε μια δισκογραφική. 

– Όταν δεν κάνεις μουσική, πώς περνάς τον ελεύθερό σου χρόνο;
Πολλές ταινίες. Μες την πανδημία, μπήκα κι εγώ στη λούπα του Νέτφλιξ και ξεπέρασα το όριο της σαπίλας, που υπό κανονικές συνθήκες θα παρακολουθούσα. Βιβλία, όποτε μπορώ. Δυστυχώς είμαι του κινητού, social, κλπ, αν και προσπαθώ να το μειώσω. Είμαι αρκετά ήσυχος άνθρωπος, λίγους φίλους, φίλες. Δε θέλω την πολλή βαβούρα, γιατί την έζησα σε μεγάλο βαθμό. Ήμουν clubber, της νύχτας, στο Βερολίνο έβγαινα πολλά χρόνια. Πλέον, με έναν τρόπο, έχω επανέλθει σε ένα κέντρο βάρους που είχα κι ως παιδί. Είμαι λίγο πιο μαζεμένος. 

– Επιστρέφεις στην Αθήνα μετά από 7 χρόνια για live. Πώς νιώθεις;
Ναι, το τελευταίο μου live ήταν στο Six Dogs το 2016. Νιώθω άγχος αλλά κι ενθουσιασμό. Είναι κάτι που έχω συζητήσει και με φίλους μουσικούς. Το να παίζεις live στη χώρα σου δημιουργεί ένα παραπάνω άγχος. Έχω παίξει στη Ρωσία, στην Ιαπωνία, έξω είμαι πιο χαλαρός, δεν έχω προσδιορίσει το γιατί. Θέλω αυτό που παρουσιάζω να αξίζει, αλλά να βρω και έναν τρόπο ώστε η δουλειά μου να έχει μια σύνδεση με τη γλώσσα μου, την κουλτούρα μου, με την πραγματικότητα μου. Στο τελευταίο μου άλμπουμ, μέσω της αφήγησης, πρώτη φορά έβαλα ελληνικό στίχο. 

– Έχει αλλάξει η μουσική σκηνή στην Αθήνα αυτά τα 7 χρόνια;
Δεν το ξέρω, αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι τώρα υπάρχει πολύ η τάση να βγαίνουν οι παρέες «για τη φάση». Δε ξέρω αν είναι σημείο των καιρών ή ηλικιακό. Έχει μετασχηματιστεί λίγο αυτό που κάποιος παλιότερα πήγαινε επί τούτου να ακούσει έναν μουσικό, στη «φάση». Ίσως να είναι λόγω κορεσμού, ίσως λόγω του οικονομικού. Πολλοί μπορεί να μην έχουν την οικονομική άνεση και να σκέφτονται «πάμε όπου έχει δωρεάν είσοδο και τζερτζελέ, ό,τι κι αν παίζει». 

– Τι να περιμένουμε στο νέο σου live;
Τα ίδια, μωρέ (γέλια). Τα κλασικά χιτς – δεν υπάρχουν χιτς, πλάκα κάνω. Δίνω αρκετή βάση στο τελευταίο άλμπουμ. Αυτό το ήθελα πάρα πολύ, γιατί δεν είχα την ευκαιρία να το παίξω ζωντανά. Κάποια ακυκλοφόρητα από τον δίσκο που δεν έχει βγει ακόμα. Και 2-3 αναφορές σε παλαιότερο υλικό. Παλιότερα έδινα περισσότερη έμφαση στο ambient, τώρα θέλω να παίξω και πιο σκοτεινά κομμάτια. 

– Επαγγελματικά τι στόχους έχεις για το μέλλον;
Δε σκέφτομαι ποτέ σε βάθος χρόνου. Ανά περιόδους, όταν νιώθω ότι κάτι έχω να πω, αφιερώνω χρόνο και γράφω μουσική. Αυτά που έχω στα άμεσα σχέδια είναι κάποιες ημερομηνίες για lives, μια στην Αθήνα, στο Ντόρτμουντ, στην  Ελβετία, κλπ. Έχω ένα remix να τελειώσω, αλλά δε μπορώ να αποκαλύψω για ποια καλλιτέχνιδα είναι. Από κει και πέρα, έχω ξεκινήσει μια συνεργασία με ένα πολύ κοντινό μου φίλο, τον Γιάννη Βαλάση. Είναι sound designer και μουσικός παραγωγός, αρκετά γνωστός στον χώρο των διαφημιστικών και του μουσικού περιεχομένου για software. Ξεκινήσαμε για πρώτη φορά μαζί κάτι σαν μπάντα, κάτι σαν πρότζεκτ. Θα δούμε πού θα πάει, αλλά προς το παρόν είμαι πολύ ενθουσιασμένος. Είναι η πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια που κάνω κάτι μαζί με έναν άλλον άνθρωπο. Για πρώτη φορά βγαίνω από το καβούκι μου κι από αυτήν την παράνοια στην οποία μπαίνεις όταν έχεις τόσους διαφορετικούς ρόλους. Είσαι μουσικός, παραγωγός, στιχουργός, κλπ. Δε γνωρίζω ακριβώς πότε θα βγει ο νέος μου δίσκος. Ελπίζω όμως κάπου μέσα στον Μάρτιο. 

Αυτό το Σάββατο, 21/1 ο Subheim θα εμφανιστεί στο Ρομάντσο μαζί με τους Siva Six και Blakk Harbor, όπου θα παρουσιάσει ζωντανά υλικό από ολόκληρη τη δισκογραφία του.

www.subheim.net

facebook.com/subheimmusic

instagram.com/therealsubheim