Η φετινή 65η τελετή των βραβείων Grammy πραγματοποιήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου, στην Crypto.com Arena του Λος Άντζελες. Ανάμεσα στους celebrities που έλαμψαν με την ενδυματολογική και σκηνική παρουσία τους και στους καλλιτέχνες που βραβεύτηκαν και έκαναν νέα ρεκόρ, μία γυναικεία παρουσία ήταν αυτή που μου τράβηξε την προσοχή – όχι, δεν ήταν η Taylor Swift, για όσους βιαστήκατε να βγάλετε συμπέρασμα.

Η Stephanie Economou, στάθηκε στο ίδιο χαλί που περπάτησε ο Harry Styles, η Beyonce, η Cardi B, οι Kim Petras και Sam Smith, o Bad Bunny, άστραψαν τα φλας στο πέρασμά της, μπήκε στην αίθουσα και, όταν βγήκε απ’ αυτήν, κρατούσε ένα Grammy στα χέρια της.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Steph Economou (@stepheconomou)

Ήταν η μοναδική γυναικεία υποψήφιος της καινούργια κατηγορίας “Best Score Soundtrack for Video Games and Other Interactive Media” και έγραψε ιστορία κατακτώντας την κορυφή ως η πρώτη υποψηφιότητα ελληνικής καταγωγής που κέρδισε στα Grammy – έχουν προηγηθεί οι υποψηφιότητες του Μίκη Θεοδωράκη το 1965 για την ταινία “Ζορμπάς” (Zorba the Greek) του Μιχάλη Κακογιάννη και το 1974 για το soundtrack της ταινίας “Serpico” του Sidney Lumet, ενώ, στον Θανάση Αλατά, έχουν αποδοθεί credits για το τραγούδι «Κάποια μέρα στην Αθήνα», από το οποίο πήρε sample ο Jay-Z για το τραγούδι “Run This Town” το οποίο το 2010 απέσπασε βραβείο Grammy στις κατηγορίες “Best Rap Song” και “Best Rap/Sung Collaboration”.

Τις επόμενες μέρες, η Stephanie Economou, έδωσε αρκετές συνεντεύξεις σε διεθνή και αμερικάνικα μέσα, και κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό των σχετικών αιτημάτων που δέχεται, κατάφερα να μιλήσω μαζί της για τις γυναίκες στη μουσική βιομηχανία, τα videogames, την διαδικασία της σύνθεσης και, φυσικά, για εκείνο το ιστορικό βράδυ στα Grammy.

Φωτ.: Pamela Springsteen

– Εκείνο το βράδυ της Κυριακής γύρισες σπίτι με ένα βραβείο Grammy. Κοιμήθηκες καθόλου;

Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, ήπιαμε πολύ ουίσκι μέχρι περίπου τις 3:30 τα ξημερώματα., και μετά όταν ακούμπησα στο μαξιλάρι αποκοιμήθηκα αμέσως!

– Το επώνυμό σου υποδηλώνει ελληνικές ρίζες. Ποια είναι η σχέση σου με την Ελλάδα;

Ο πατέρας μου είναι από την Ελλάδα. Ο προπάππους μου ήταν σφουγγαράς στο νησί της Σύμης και οι παππούδες μου μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη – συγκεκριμένα στην Αστόρια του Κουίνς. Γεννήθηκα εκεί και μεγάλωσα στο Λονγκ Άιλαντ, οπότε η ελληνική κουλτούρα αποτέλεσε μεγάλο μέρος της ανατροφής μου.

– Ένα μέρος με σημαντική σύγχρονη μουσική ιστορία και ισχυρό παρόν. Αυτό έπαιξε ρόλο στο να ασχοληθείς με τη μουσική; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Τα δημόσια σχολεία στο Λονγκ Άιλαντ είναι απίστευτα και πολλά από αυτά έχουν εντατικά μουσικά προγράμματα. Είχα την τύχη να επωφεληθώ από αυτό για το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσής μου, κάνοντας μαθήματα πιάνου και βιολιού και μαθήματα μουσικής θεωρίας και σύνθεσης. Μεγάλωσα πηγαίνοντας στο Μανχάταν και παρακολουθώντας τη Μητροπολιτική Όπερα, βλέποντας συναυλίες στο Blue Note και συναυλίες στο Carnegie Hall. Η Νέα Υόρκη είναι το επίκεντρο της μουσικής κουλτούρας και το γεγονός ότι βρισκόμουν κοντά σε αυτή την καλλιτεχνική ποικιλομορφία επηρέασε και ενίσχυσε σίγουρα το πάθος μου.

– Έχεις αναφέρει ότι και η αδελφή σου έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να ασχοληθείς με τη μουσική. Σωστά;

Ναι, η αδελφή μου είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη από μένα, οπότε άρχισε να παίζει βιόλα στο σχολείο πριν από μένα και μου έμαθε πώς να κρατάω το δοξάρι και να τραβάω τις χορδές. Όταν ήρθε η σειρά μου να διαλέξω όργανο, διάλεξα το βιολί για να μπορούμε να παίζουμε μαζί ως ντουέτο. Θυμάμαι εκείνες τις μέρες με πολλή αγάπη. Τώρα είναι γιατρός και έχω τη βιόλα της στο στούντιό μου. Ηχογραφώ με αυτήν σχεδόν σε κάθε project, οπότε νιώθω ότι αυτή η “παράδοση” διατηρείται ζωντανή. Πιθανότατα θα θέλει τη βιόλα της πίσω κάποια στιγμή…

– Σε ποιο σημείο της ζωής σου αισθανθήκατε ότι έπρεπε να ακολουθήσεις το δρόμο της μουσικής δημιουργίας;

Ήμουν πάντα ιδιαίτερα καλή στο σχολείο, οπότε όταν ήρθε η ώρα να επιλέξω πανεπιστήμιο, ήμουν διχασμένη ανάμεσα στο αν ήθελα να ειδικευτώ στη μουσική ή να πάω κάπου όπου θα μπορούσα να πάρω μια πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση. Ο πατέρας μου με ενθάρρυνε να φοιτήσω στο New England Conservatory, επειδή έχει ένα από τα πιο δυνατά προγράμματα σύνθεσης και θα ανακάλυπτα αρκετά γρήγορα αν αυτή η ζωή της μουσικής ήταν για μένα ή όχι – αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν μια πολύ καλή συμβουλή. Η εκπαίδευσή μου στο Ωδείο εκεί ήταν πολύ εντατική και εκεί έγραψα την πρώτη μου μουσική για ταινία μικρού μήκους και ερωτεύτηκα αυτή τη διαδικασία.

– Και πώς ένιωσες;

Το να βρίσκεσαι μπροστά σε μια ορχήστρα είναι ένα από τα σπουδαιότερα συναισθήματα που μπορείς να βιώσεις ως  συνθέτης. Είναι μια απίστευτα ευχάριστη εμπειρία, ειδικά επειδή η διαδικασία της σύνθεσης μπορεί να είναι αρκετά μοναχική. Όταν μπαίνεις σε αυτόν τον χώρο [το στούντιο] και όλοι φέρνουν τη δική τους ατομικότητα και έκφραση στη μουσική σου, είναι πραγματικά απερίγραπτο.

– Τι είδους μουσική άκουγες ως έφηβη;

Ως παιδί, είχα ένα αρκετά εκλεκτικό μουσικό γούστο (και εξακολουθώ να έχω). Άκουγα Beatles, Led Zeppelin, Crosby Stills & Nash, Jimi Hendrix, Pink Floyd, Fleetwood Mac, Linkin Park, System of a Down, Blink-182, The Smiths, The Who, Bartok, Debussy, Ravel, Nirvana, Yes, Jeff Buckley, Frank Sinatra, Ella Fitzgerald. Λίγο πολύ…οτιδήποτε “φωτεινό”.

– Μαθήτευσες και εργάστηκες δίπλα στον Harry Gregson-Williams, έναν σημαντικό μουσικό παραγωγό και δημιουργό. Υποθέτω ότι αποκόμισες πολλά από αυτή την εμπειρία.

Ναι, σίγουρα. Δούλεψα με τον Harry για έξι χρόνια και μου δίδαξε σχεδόν όλα όσα ξέρω. Ο Harry είναι κάτι σαν χαμαιλέοντας – δουλεύει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, δράματα, ταινίες δράσης, θρίλερ, βιντεοπαιχνίδια. Αυτό ήταν το καλύτερο μέρος για μένα, ώστε να με σπρώξει κάτι στα βαθιά και να απορροφήσω τα πάντα σαν σφουγγάρι.

– Εκτός από τη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, έχεις επίσης ασχοληθεί με τη μουσική επένδυση ταινιών και σειρών. Σε ποιον τομέα είναι πιο ευχάριστη η δημιουργική διαδικασία;

Μου αρέσει να μπορώ να εργάζομαι σε βιντεοπαιχνίδια, τηλεόραση και ταινίες – δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον τομέα. Όλα έχουν τις δικές τους μοναδικές διαδικασίες και μου αρέσει μέχρι στιγμής η καριέρα μου μου επιτρέπει να μεταβαίνω από τον ένα στο άλλο. Νομίζω ότι αυτό κιόλας διεγείρει διαφορετικά μέρη της φαντασίας μου.

– Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ της δημιουργίας ενός soundtrack για μια ταινία και ενός βιντεοπαιχνιδιού;

Σε μια ταινία, η μουσική είναι αρκετά συγκεκριμένη: ξεκινάει, σταματάει και η ίδια η ταινία είναι σταθερή. Στα βιντεοπαιχνίδια, οι ιστορίες είναι μη γραμμικές και διαδραστικές, οπότε η μουσική πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτό που κάνει ο παίκτης. Για παράδειγμα, ένα μουσικό κομμάτι για μια σκηνή μάχης σε ένα βιντεοπαιχνίδι μπορεί να είναι διάρκειας τριών λεπτών, αλλά ο παίκτης μπορεί να βρίσκεται σε αυτή τη μάχη για 30 λεπτά, οπότε η μουσική πρέπει να μπορεί να επαναλαμβάνεται για να γεμίζει αυτό το χρόνο. Πρέπει επίσης να είναι γραμμένη με επίπεδα (layers) που μπορούν να ενεργοποιηθούν ανάλογα με το τι συμβαίνει στην σκηνή. Αν ο παίκτης πλησιάζει να κερδίσει τη μάχη, υπάρχει ένα επίπεδο που μπαίνει και αυξάνει την ένταση ή δημιουργεί την αίσθηση της νίκης. Είναι σαν να έχεις ένα σωρό κομμάτια παζλ τα οποία πρέπει να συνυπάρχουν όλα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Είναι ένας πραγματικά διασκεδαστικός τρόπος σκέψης.

– Και πώς μπήκες στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών;

Είναι μια σχετικά βαρετή ιστορία, αλλά η Ubisoft τηλεφώνησε στον ατζέντη μου για να δει αν ενδιαφερόμουν να συνθέσω ένα demo για ένα DLC (downloadable content) για το “Assassin’s Creed Valhalla: The Siege of Paris”. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μου με τη Ubisoft.

Φωτ.: Benjo Arwas

– Εσύ παίζεις βιντεοπαιχνίδια;

Εννοείται! Έπαιζα πολύ όταν ήμουν παιδί – arcade games, παιχνίδια της Disney, “Halo”, “Max Payne”, “Counter-strike”. Παίζω και τώρα όποτε έχω χρόνο.

– Υπάρχει κάποιο soundtrack βιντεοπαιχνιδιού που “ζηλεύεις” με θαυμασμό, που θα ήθλες να ήταν δική σου δημιουργία;

Όχι, δεν ακούω ποτέ κάτι και να λέω «Γαμώτο, μακάρι να το έγραφα εγώ αυτό!». Απλώς μου αρέσει να βιώνω τη μουσική και να συνδέομαι μαζί της, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο συνθέτης. Λατρεύω όμως το soundtrack του “Halo”. Αυτό θα είναι πάντα ένα από τα αγαπημένα μου. Λατρεύω επίσης τη μουσική του βασικού παιχνιδιού “Assassin’s Creed Valhalla”, από τους Sarah Schacner, Jesper Kyd και Einar Selvik.

– Η μουσική βιομηχανία δεν ήταν ποτέ ένα εύκολο μέρος για τις γυναίκες. Φαντάζομαι ότι δεν θα υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τομέα σου.

Σωστά. Οι γυναίκες που συνθέτουν μουσική για ταινίες με μεγάλο εισπρακτικό κοινό, είναι λιγότερες από το 5%. Είναι ένα συγκλονιστικό στατιστικό στοιχείο και ακόμη και όταν αισθανόμαστε ότι κάνουμε τεράστια πρόοδο, αυτοί οι αριθμοί τείνουν να μας αποθαρρύνουν. Ακόμα κι έτσι, υπάρχουν τόσες πολλές γυναίκες που κάνουν τεράστια βήματα στην τηλεόραση, τα παιχνίδια και τις ταινίες. Νομίζω ότι το κίνημα #metoo ήταν ένας σημαντικός καταλύτης για τα στούντιο ώστε να αντιληφθούν αυτή την έλλειψη εκπροσώπησης και να αναζητήσουν σκόπιμα γυναίκες καλλιτέχνες. Όλοι μας έχουμε συλλογική ευθύνη να αναδιαμορφώσουμε το τοπίο αυτής της βιομηχανίας, και αυτό ξεκινά με την επίγνωση ότι οι διαφορετικές φωνές δεν εξυμνούνται αρκετά.

– Τι σημαίνει το βραβείο για εσένα προσωπικά; Θα λειτουργήσει κάπως συμβολικά στην καριέρα σου;

Το βραβείο έχει σημασία για τους συνθέτες βιντεοπαιχνιδιών και την κοινότητα των παιχνιδιών γενικότερα. Είναι χρήσιμο γιατί επιβεβαιώνει ότι επηρεάζουμε συλλογικά το μουσικό τοπίο και ότι συνδεόμαστε ουσιαστικά με το κοινό παντού. Είναι ένα σύμβολο της καλλιτεχνικής καινοτομίας στα διαδραστικά μέσα και είμαι τυχερή που μπορώ να είμαι μέρος αυτού. Ελπίζω απλώς να συνεχίσω να εργάζομαι σε αυτόν τον χώρο και να βρίσκω συνεργάτες που θα μπορούν να το πάμε ένα βήμα παραπέρα.

– Και ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;

Απλά θέλω να συνεχίσω να έχω προκλήσεις για να γράφω διαφορετική μουσική. Δεν θέλω ποτέ να γράψω την ίδια παρτιτούρα δύο φορές. Νομίζω ότι η δυνατότητα να εργάζομαι στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τα βιντεοπαιχνίδια ικανοποιεί αυτή την επιθυμία μου. Θα ήθελα επίσης να κάνω διακοπές με την οικογένειά μου και να έρθω στην Ελλάδα για ένα μήνα! Ελπίζω ότι αυτό θα γίνει πραγματικότητα στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.