Στην καρδιά μιας άδειας Βενετίας ο Στέλιος Τυριακίδης παίζει στον Σαίξπηρ του αύριο
Μέσα σε μια Βενετία χωρίς νερό και με τα κανάλια στεγνά από μνήμη, ο ηθοποιός Στέλιος Τυριακίδης βαδίζει σαν έμπορος συναισθημάτων σε μια παράσταση-εφιάλτη.
Σε μια σκηνή που μοιάζει βγαλμένη από κάποιο μελλοντικό όνειρο εγκατάλειψης και αναγέννησης, ο Στέλιος Τυριακίδης κινείται σαν σκιά ανάμεσα στους διαλυμένους τοίχους ενός εργοστασίου που έγινε πόλη – και τώρα θέατρο. Η νέα, πολιτικά φορτισμένη εκδοχή του έργου “Οι Έμποροι της Βενετίας” του Σαίξπηρ σκηνοθετημένοι από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις βρίσκει στον Τυριακίδη έναν ήρωα με πρόσωπο διπλό: από τη μία η νεότητα και η ένταση, από την άλλη το βλέμμα εκείνο που έχει δει κάτι που δεν ακούστηκε ποτέ.
Ο Τυριακίδης, απόφοιτος της Σχολής του Βασίλη Διαμαντόπουλου και μαθητής σπουδαίων δασκάλων της σκηνής διασχίζει την παράσταση όπως διασχίζει κανείς ένα ψυχολογικό ναρκοπέδιο. Φέρει πάνω του τα σεμινάρια της βίας, της σιωπής, της φιλίας, και της αμφισημίας. Είναι ο άνθρωπος που δεν στέκεται ποτέ στο φως ή στη σκιά, αλλά κάπου στο ενδιάμεσο. Κάπου στο ενδιάμεσο και η νέα αυτή Βενετία: χωρίς νερά, χωρίς λύτρωση, γεμάτη απουσίες. Σε έναν κόσμο που χάνει την πίστη του στη δικαιοσύνη, η παρουσία του Στέλιου Τυριακίδη στη σκηνή λειτουργεί σαν υπενθύμιση πως τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά αν δεν ειπωθεί μέχρι τέλους.
Κι αν “Οι Έμποροι της Βενετίας” ήταν κάποτε τραγωδία ή κωμωδία, τώρα είναι μια τελετή μετάλλαξης, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις, με τον Βασίλη Μπισμπίκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Εβραίου τοκογλύφoυ Σάιλοκ. Και μέσα σε αυτήν την , ο Τυριακίδης, σαν χαραγμένος ρόλος από προηγούμενη ζωή, δίνει ένα κομμάτι σώμα σ’ αυτό που ονομάζουμε σύγχρονο θέατρο – δηλαδή μια κραυγή που προσποιείται ότι είναι ψίθυρος.
– Πώς προσέγγισες τον χαρακτήρα σου σε αυτή τη “πανκ” εκδοχή των Εμπόρων της Βενετίας; Τι σε προκάλεσε περισσότερο;
Ο όρος “πανκ” είναι λιγάκι παρεξηγημένος. Εννοώ σε οδηγεί απ’ ευθείας σε μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα, ενώ στην πραγματικότητα πανκ είναι οτιδήποτε άναρχο, οτιδήποτε αντισυμβατικό, πέρα από κάθε τι “κανονικό”. Με αυτήν την ανάγνωση, λοιπόν, κυρίως σε πανκ παραστάσεις έχω συμμετάσχει. Με προκαλεί ο,τιδήποτε “μη κανονικό”.
– Η Βενετία της παράστασης είναι άδεια, μεταβιομηχανική, χωρίς νερό. Επηρεάζει καθόλου αυτή η δυστοπία τη δική σου υποκριτική παρουσία;
Το περιβάλλον που επιλέξαμε να αφηγηθούμε την ιστορία του Σαίξπηρ, ήταν κάτι που προέκυψε από τον ίδιο τον χώρο. Μας καθοδήγησε δηλαδή ο χώρος και η εξασθένιση που υπάρχει σε αυτόν. Η αποσύνθεση που υπάρχει μας ενέπνευσε σαν ηθοποιούς. Πήραμε δηλαδή στοιχεία από την κατάπτωση γύρω μας και τα ενσωματώσαμε, ο καθένας στον χαρακτήρα που υποδύεται. Αλλά και στην παράσταση γενικά.
– Το έργο ακροβατεί ανάμεσα στο πολιτικό, το φιλοσοφικό και το συναισθηματικό. Εσύ πού στάθηκες ως ερμηνευτής; Ποιο νήμα ακολούθησες;
Σε κάθε προσέγγιση ρόλου ξεκινάω πάντα από το συναισθηματικό κομμάτι. Από μέσα προς τα έξω είναι η διαδρομή μου. Να κατανοήσω τον ήρωα σε ανθρώπινο επίπεδο, να τον καταλάβω, να διαλέξω τον τρόπο που θα κινηθεί και να καταφέρω να τον αποδώσω σύμφωνα με τις επιλογές που έχω κάνει. Αν υπάρχει πολιτικό ή φιλοσοφικό επίπεδο στο έργο, αυτό έρχεται σε δεύτερη φάση.
– Πώς είναι να δουλεύεις με έναν σκηνοθέτη σαν τον Τσέζαρις Γκραουζίνις, που μετατρέπει τον Σαίξπηρ σε γροθιά στο στομάχι;
Όντας μέλος της ομάδας Cartel εδώ και 12 χρόνια, και έχοντας σκηνοθετηθεί από τον Βασίλη Μπισμπίκη, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη, έχω συνηθίσει στην μεταφορά των έργων στην πιο σκληρή τους εκδοχή. Μου είναι πολύ γνώριμος αυτός ο τρόπος. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνι έχει έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης, που και για μένα είχε πολύ ενδιαφέρον να μπορέσω να ενταχθώ στον κόσμο του.
– Ποια στιγμή στις πρόβες θυμάσαι πιο έντονα – εκείνη που ένιωσες ότι “μπήκες” στο έργο;
Στιγμές όμορφες υπήρξαν καθ’ όλη την διάρκεια των προβών αλλά δεν είμαι από τους ηθοποιούς που αισθάνονται ότι “μπαίνουν” κάπου. Αναγνώσεις κάνουμε, ο καθένας κουβαλώντας τον δικό του κόσμο, προσπαθεί να αποδώσει τα μηνύματα του εκάστοτε έργου και την πρόταση του εκάστοτε σκηνοθέτη. Πάντως αν πρέπει να κρατήσω κάποια στιγμή, θα επέλεγα τις πρώτες αναγνώσεις, εκεί που το έργο σου αποκαλύπτεται σταδιακά και που αρχίζεις να φαντάζεσαι τον κόσμο που θα χτιστεί.
– Πώς ήταν η δυναμική με τον Βασίλη Μπισμπίκη; Υπάρχει χώρος για αυθορμητισμό και σύγκρουση επί σκηνής;
Με τον Βασίλη γνωρίζομαι από το 2007 και δουλεύω μαζί του από το 2013. Ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που μου εμπιστεύτηκε τον πρώτο μου μεγάλο ρόλο, στην πρώτη γι’ αυτόν σκηνοθετική δουλειά. Έκτοτέ έχουμε γίνει οικογένεια, πραγματική. Τον αγαπώ βαθιά, τον θαυμάζω και αισθάνομαι ότι σε κάθε παράσταση που βρίσκομαι κοντά του, κάνω και ένα βήμα εξελικτικό. Τόσο σαν ηθοποιός όσο και σας άνθρωπος, ζώντας μαζί του. Είναι ένας τρομερά γενναιόδωρος άνθρωπος. Τώρα βρισκόμαστε σαν συνάδελφοι, υπό τις οδηγίες του Τσέζαρις, και απολαμβάνω πολύ τις σκηνές μου μαζί του. Είναι απρόβλεπτος σαν ηθοποιός πράγμα που σε κρατάει alert καθ’ όλη την διάρκεια των παραστάσεων. Δεν ξέρεις πότε θα σε εκπλήξει σκηνικά, αλλά αυτό είναι και το ζητούμενο στο θέατρο.
– Η παράσταση ακουμπά ζητήματα ταυτότητας, δικαιοσύνης και εκδίκησης. Πώς συνομιλούν αυτά τα θέματα με το δικό μας σήμερα;
Με σοκάρει το πόσο κοντά μας είναι αυτά τα θέματα. Ταυτότητα, δικαιοσύνη, εκδίκηση. Γράφτηκαν πριν από τέσσερις αιώνες και όμως είναι βγαλμένα από το σήμερα. Στη δυσκολία να υπάρξεις όπως είσαι. Στην ανάγκη να ακουστείς. Στην αίσθηση ότι σε κρίνουν πριν σε καταλάβουν. Αυτή είναι και η μαγεία στον Σαίξπηρ. Το πως δηλαδή πιάνει τον πυρήνα του ανθρώπου, εντελώς άχρονα. Και ενώ η ανθρωπότητα εξελίσσεται ανά τους αιώνες, τα ερωτήματα αυτά παραμένουν ανοιχτά. Είναι πανανθρώπινα. Τα κουβαλάμε αιώνες. Και ίσως τελικά η πραγματική πρόοδος να μην έχει να κάνει με την τεχνολογία αλλά με τον πως στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον.
– Το να παίζεις μέσα σε ένα πρώην εργοστάσιο, στην “Κλωστοϋφαντουργία Πεταλούδα”, τι προσθέτει στην εμπειρία του θεατή και του ηθοποιού;
Το Cartel από την δημιουργία του μέχρι σήμερα έχοντας αλλάξει τρεις χώρους, κινείται πάντα σε αυτό το πεδίο. Το πρώτο μας θέατρο ήταν ένα παλιό μηχανουργείο, το δεύτερο ήταν ένα εργοστάσιο πλαστικών και τώρα πια βρισκόμαστε στα Κλωστοϋφαντουργεία Πεταλούδα. Ιστορικός χώρος, στον τομέα του. Τόσο για εμάς που παίζουμε σε αυτούς του μη θεατρικούς χώρους όσο και για τους θεατές είναι μια εμπειρία. Τίποτα δεν είναι αναμενόμενο. Το περιβάλλον σε προκαλεί και ταυτόχρονα σε μεταφέρει πιο εύκολα στον κόσμο της εκάστοτε παράστασης, καθώς προσπαθούμε πάντα να την εντάσσουμε στον χώρο. Η θεατρική πράξη γίνεται ζωντανή εμπειρία, δεν είναι απλά θέαση.
– Πόσο διαφορετικά “ανασαίνει” η τέχνη σ’ έναν χώρο που κουβαλά εργασία, ιδρώτα και εγκατάλειψη; Τι σου ψιθύρισε αυτό το κτίριο;
Από την πρώτη φορά που επισκεφτήκαμε το κτήριο, όταν ακόμα ψάχναμε να δούμε που θα στεγαστεί το νέο Cartel, ο χώρος αυτός μας συγκλόνισε. Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο είναι σαν να κάνεις ένα ταξίδι στον χρόνο. Τόσο κοντά στην Αθήνα και ταυτόχρονα τόσο μακριά. Πέρασε καιρός μέχρι να καταλήξουμε και να προχωρήσουμε, καθώς βλέπαμε και άλλους χώρους, αλλά κάτι μέσα μου έλεγε ότι αυτός θα ήταν. Όταν πια μπήκαμε και αρχίσαν οι εργασίες, ήταν σαν να είμαστε από πάντα εδώ. Οι άνθρωποι που εργάζονται στο εργοστάσιο μας έχουν βοηθήσει πολύ, έχουνε γίνει φίλοι μας. Και ελπίζω οι ιστορίες τους, και τα όσα έχουν συμβεί σε αυτόν τον χώρο να αποτελέσουν έμπνευση για τις επόμενες παραστάσεις μας.
– Αν έπρεπε να περιγράψεις την εμπειρία αυτής της παράστασης με μια εικόνα ή μια αίσθηση, τι θα διάλεγες;
Ξεχωρίζω τη στιγμή που ο Σάiλοκ, αμετανόητος, διεκδικεί τη μία λίβρα σάρκας από τον Αντόνιο, τον οποίο υποδύομαι. Δεν ζητά πια χρήματα μόνο σώμα. Το χρέος στην πιο κυριολεκτική του μορφή. Είναι μια στιγμή που ο χρόνος παγώνει πάνω στη σκηνή. Νιώθεις την βία και την απανθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο. Αυτή η στιγμή λοιπόν καθρεφτίζει έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει χώρος για συγχώρεση, μόνο για τιμωρία. Και πιο πολύ με τρομάζει το πόσο οικείο μας είναι όλο αυτό στις μέρες μας.
– Πώς σε αλλάζει – όχι ως ηθοποιό, αλλά ως άνθρωπο – το να ενσαρκώνεις σαιξπηρικούς χαρακτήρες σε τόσο ακραίες, σημερινές συνθήκες;
Αν κοιτάξει κανείς τον πλανήτη γη σήμερα, υπάρχει τόση σκοτεινιά, τόση δυστοπία γύρω μας, τόση θλίψη στις ζωές των ανθρώπων που και μόνο η επαφή με την τέχνη, είτε ως δημιουργός είτε ως αποδέκτης, είναι βάλσαμο. Τώρα αν είσαι τυχερός και καταπιάνεσαι με τόσο μεγάλους συγγραφείς, τόσο σπουδαία κείμενα και καλείσαι να ερμηνεύσεις τόσο δυνατούς χαρακτήρες, σχεδόν ηρωικούς, αν είσαι ένας υγιής στο νου άνθρωπος, μόνο εξέλιξη μπορείς να έχεις στην καθημερινότητα σου. Καθώς το πνεύμα ανυψώνεται και το “εγώ” μας χαμηλώνει.
– Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι στη θεατρική σκηνή της Ελλάδας σήμερα, τι θα ήταν αυτό;
Δεν θα άλλαζα τίποτα στην θεατρική σκηνή της Ελλάδας, όχι ότι δεν υπάρχουν “θέματα”, απλά έτσι θα καταρρίπτονταν η έννοια της ελευθερίας του καλλιτέχνη. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να «διορθώσω» τα ελαττώματα του θεάτρου. Και στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο. Ο καθένας δημιουργεί, εκφράζεται, πράττει όπως τον ευχαριστεί. Αν θα ευχόμουν όμως κάτι θα ήταν να υπάρχει περισσότερη ευγένεια στον χώρο μας, και σεβασμός σε όλους τους ανθρώπους.
Μέσα σε μια Βενετία χωρίς νερό και με τα κανάλια στεγνά από μνήμη, ο ηθοποιός Στέλιος Τυριακίδης βαδίζει σαν έμπορος συναισθημάτων σε μια παράσταση-εφιάλτη.
Μέσα σε μια Βενετία χωρίς νερό και με τα κανάλια στεγνά από μνήμη, ο ηθοποιός Στέλιος Τυριακίδης βαδίζει σαν έμπορος συναισθημάτων σε μια παράσταση-εφιάλτη.
Μέσα σε μια ambient σκηνή που πλημμυρίζει από αλγόριθμους, ο Benoît Pioulard συνεχίζει να γράφει για να σωθεί. Όχι για να ακουστεί, αλλά για να αντέξει.
Μέσα σε μια ambient σκηνή που πλημμυρίζει από αλγόριθμους, ο Benoît Pioulard συνεχίζει να γράφει για να σωθεί. Όχι για να ακουστεί, αλλά για να αντέξει.
Οι Kessoncoda φέρνουν τον υβριδικό ήχο τους στο Athens Jazz Festival, παντρεύοντας πιάνο και beats σε μια εμφάνιση όπου η σύγχρονη jazz αποκτά ρυθμό, βάθος και ατμόσφαιρα.
Οι Kessoncoda φέρνουν τον υβριδικό ήχο τους στο Athens Jazz Festival, παντρεύοντας πιάνο και beats σε μια εμφάνιση όπου η σύγχρονη jazz αποκτά ρυθμό, βάθος και ατμόσφαιρα.
Σαν να βγήκε από όνειρο θαμμένο σε παλιό χωμάτινο δρόμο, η Μαρία Προϊστάκη περπατά στη σκηνή κουβαλώντας σιωπές, αίμα και το βάρος όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ, στο έργο "Στην Παλιά Εθνική" του Γιώργου Χρι
Σαν να βγήκε από όνειρο θαμμένο σε παλιό χωμάτινο δρόμο, η Μαρία Προϊστάκη περπατά στη σκηνή κουβαλώντας σιωπές, αίμα και το βάρος όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ, στο έργο "Στην Παλιά Εθνική" του Γιώργου Χρι