Δεκαπεντάχρονο παιδί, το ’41, έσπαγε πέτρες σε νταμάρια για να πάρει διπλή μερίδα κοφτό μακαρονάκι από τους Ιταλούς. Ξέρει ότι ακόμα κι αν πέρασε από τότε πολύς καιρός και φύσηξε τόσος άνεμος να παρασύρει τη μνήμη, οι ψυχές εκείνων που έζησαν την Κατοχή θα κρατάνε μέσα τους το σημάδι για πάντα. Στα είκοσι ήταν ήδη αφεντικό, είχε δικό του φωτογραφείο στον Άγιο Μελέτη: γάμοι, βαφτίσια, γενέθλια… Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50, ποτέ δε σκέφτηκε πως θα ‘ρθει μια μέρα που θα γίνει ηθοποιός. Πρωτόπαιξε στη «Μανταλένα» με την Αλίκη και από τότε ο Φίνος τον προσέλαβε μόνιμο στην κινηματογραφική αυτοκρατορία του. Ο Σπύρος Καλογήρου είναι ένας «σκοτεινός» κινηματογραφικός ήρωας. Του ζήτησα να μου απαριθμήσει τις τρεις πιο φωτεινές αρετές ενός ανθρώπου. Μου είπε: «Τιμιότης, μπέσα, εργατικότητα».

Ποια Ελληνίδα πρωταγωνίστρια έχετε βασανίσει κινηματογραφικά πιο πολύ από όλες;

Τη Βουγιουκλάκη. Την παντρεύτηκα δυο φορές, τη βίασα…

 – Μέχρι μουγκή τη βιάσατε, στη Μαρία της Σιωπής.

Tην Αλίκη και την αγαπώ και μ’ αγαπάει… Στον κινηματογράφο παίζει ρόλο η φάτσα. Εγώ έχω σκληρή φωνή και σκληρά χαρακτηριστικά… Τότε που γυρίζανε τη Λόλα, με την Καρέζη, σκεφτήκανε να με δοκιμάσουν σε ένα ρόλο. Και μου δίνουν να παίξω τον «Μαύρο», το καλύτερο μαχαίρι της Τρούμπας… Πήρα το ρόλο στα χέρια μου, τον έφτιαξα, του ‘βαλα και ένα σημάδι στο πρόσωπο. Τον έκανα μαχαιροβγάλτη τρομερό, χαρακωμένο… Επιτυχία μεγάλη. Από κει και πέρα, άρχισε η καριέρα μου. Έπαιζα πέντε και έξι ταινίες το χρόνο.

– Παίζατε αποβράσματα, τύπους του λιμανιού, φονιάδες… Πού τους ξέρατε όλους αυτούς τους χαρακτήρες και τους ερμηνεύατε με τόση επιτυχία;

Πώς δεν τους ήξερα; Μέσα στη ζωή είναι όλοι… Ένας μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου, όπως ξέρεις, ήταν ο Κουν. Έζησα έξι χρόνια στο θέατρο του. Μας έλεγε στις πρόβες: «Να  ‘χετε τα μάτια σας ανοιχτά στη ζωή. Από τη ζωή αντλεί ο θεατρίνος»… Είμαι από παιδί στη βιοπάλη. Δουλεύω από οχτώ χρονών…

– Το κοινό σας μισούσε;

Έτσι καταλάβαινα ότι είχα επιτυχία στους ρόλους μου… Μια φορά, νύχτα, σταμάτησα ένα ταξί και μόλις με είδε ο οδηγός έπαθε την πλάκα του, φοβήθηκε, πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε. Σου λέει: «Αμάν! Τι μου έλαχε βραδιάτικα!» (γέλια) Και τα παιδιά με φοβόντουσαν, μόλις με βλέπανε κάπου παίρνανε δρόμο… Στις πρεμιέρες των ταινιών, καθόμουν μπροστά μπροστά μαζί με τους συντελεστές, τους συναδέλφους, το σκηνοθέτη… Μόλις έβγαινα στο πανί άκουγα κάτι κυρίες από πίσω μου να λένε χαμηλόφωνα μεταξύ τους: «Παλιάνθρωπος! Ελεεινός! Τομάρι! Φαντάζομαι τι θα κάνει στη γυναίκα του, αν είναι παντρεμένος! Φτου σου, κάθαρμα!» Αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που μου έδειχναν αγάπη μεγάλη, ίσως να μου αναγνώριζαν το ότι ήμουν τόσο αληθινός στον κάθε ρόλο μου. Δεν κορόιδευα τους θεατές. Έπαιζα με την ψυχή μου. Και αυτό, μου το εκτιμούσαν… Ωραίες οι εποχές με τον Φίνο. Κρίμα που το σινεμά πέθανε… Ο Φίνος δεν κοίταγε να κάνει ούτε σπίτια ούτε παλάτια. Στο ενοίκιο καθότανε… Κοίταγε τη δουλειά του, ήθελε να είναι τέλεια.

– Ποιος ηθοποιός σας έχει δώσει το περισσότερο ξύλο;

Ο Φούντας… Είχε πολύ βαρύ χέρι… Και ο Κούρκουλος με έχει σκοτώσει στο ξύλο. Στη «Λόλα», στη σκηνή της πάλης, μου χτύπησε το κεφάλι έξι φορές στο πάτωμα, για να με τιμωρήσει –διότι στο τέλος νικάει πάντα ο καλός… Για να γυριστεί αυτή η σκηνή, παλεύαμε από το πρωί στις οχτώ μέχρι το βράδυ στις δώδεκα. Διότι στα γυρίσματα, πέφτουν και αληθινές γροθιές… Εγώ, μόνο μια φορά χτύπησα αληθινά. Ήταν σε μια σκηνή με τη Μέμα Σταθοπούλου, γύρω στο ’63. Έπρεπε να τη βιάσω μέσα σε μια αχυροκαλύβα, στο «Οι Σφαίρες Δε Γυρίζουν Πίσω». Έπαιζα έναν ληστή… Την κυνηγούσα με το άλογο και τη στρίμωχνα… Όταν την έσπρωξα μέσα στην καλύβα, μου λέει ο Φώσκολος: «Χτύπησε την αληθινά. Είναι πολύ κοντινό το πλάνο!»… Έκανα το σταυρό μου, της άστραψα μία και της μαύρισα το μάγουλο ολόκληρο. Λέξη δεν είπε το κορίτσι.

– Στη «Στεφανία στο Αναμορφωτήριο», η Λάσκαρη σας λέει: «Σ’ αγαπώ!».

Ναι, αλλά για να με καλοπιάσει και να μπορέσει να φύγει. Ήμουν ένας μπουμπούνας φύλακας. Γύρναγα με το μαστίγιο στο χέρι. Αρμάγο με λέγανε… Και μου λέει: «Σ’ αγαπώ, Αρμάγο!». Εγώ, ο Αρμάγος, την κράτησα μέσα μου αυτή την κουβέντα. Κι όταν αργότερο, προς το τέλος της ταινίας, παντρεύεται για να φύγει από το αναμορφωτήριο, εγώ δεν άντεξα. Πόνεσα μέσα μου… Γι’ αυτό και το «σ’ αγαπώ» για να το πεις, πολλές φορές θέλει προσοχή μεγάλη.

– Στην κοινωνία, η κακία νικάει τελικά ή η καλοσύνη;

Η κοινωνία πάει κατά διαβόλου. Δε βλέπετε τι γίνεται;… Αυτό που νικάει είναι το εύκολο κέρδος. Σε σκοτώνουν, εν ψυχρώ, για ένα χιλιάρικο… Η βάση της κακίας είναι το χρήμα… Το άτιμο το χρήμα.

– Στη δεκαετία του ’60, ποιο ήταν το μέτρο της κακίας;

Τότε ήταν πιο αγνός ο κόσμος… Τώρα υπάρχει μόνο τσιμέντο. Τίποτε άλλο…

 – Τι πρέπει να κάνει κάποιος που θέλει να αποφεύγει τους κακούς;

Να κλειδώνεται και να προσέχει.

– Πέστε μου έναν άγραφο νόμο που δεν τον παραβιάζετε.

Δεν κάνω ποτέ αυτό που δε θέλω να μου κάνουνε… Μόνο στις ταινίες έκανα κακό.

– Υπάρχει κάποιο είδος εγκλήματος που να το συγχωρείτε;

Ίσως μόνο αυτό που γίνεται εν «βρασμώ ψυχής»… Αλλά οι περισσότεροι κακοί είναι πωρωμένοι. 

 

Η παραπάνω συνέντευξη έγινε τον Ιούνιο του 1994.