Για τον Σπυρέα Σιντ δεν υπάρχει απολύτως κανένας «Μεγάλος Σχεδιασμός» στον κόσμο. Κανένα απολύτως πλάνο. Όλοι κινούμαστε άναρχα μέσα σε αυτόν, προσπαθώντας να βρούμε ένα νόημα και ταυτόχρονα να βγούμε από την κουνελότρυπα του υπαρξιακού μας άγχους.
Παρόλ’ αυτά – και ίσως επειδή και από μόνος του ο Spyreas Sid (Σιδηρόπουλος δηλαδή) είναι και ένας βαθύτατα (αυτο)σαρκαστικός άνθρωπος – αποφάσισε να ονομάσει το πρώτο σόλο άλμπουμ του «The Grand Design» [Ο Μεγάλος Σχεδιασμός], έχοντας ταυτόχρονα αποδεχτεί, ως την νιχιλιστική περσόνα του Iam Nothe (μεταφράζεται ως «Άϊμ Νόδη») που έχει υιοθετήσει, ότι όλα είναι μάταια στην ζωή μας.
Ο πρώην frontman των Cyanna Mercury (2014-2017) και Cyanna (1999-2013) ξεκίνησε τη σύνθεση και παραγωγή του ντεμπούτου album του το 2018, ένα χρόνο μετά τη διάλυση των Cyanna Mercury. Ήταν φανερό και σχεδόν νομοτελειακό ότι σε κάποιο σημείο, ένα δημιουργικό μυαλό όπως αυτό του Σπυρέα θα αναζητούσε την καλλιτεχνική του αυτονομία. Η οποία, μάλιστα, επετεύχθη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το «The Grand Design» είναι, κατά την διόλου ταπεινή μου άποψη, ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ γιατί διαθέτει μερικά στοιχεία που δεν τα συναντάς πλέον συχνά σε δίσκους τόσο της εγχώριας, όσο και της διεθνούς παραγωγής: μια πολυσυλλεκτικότητα ακουσμάτων τόσο από την ανατολίτικη όσο και από την δυτική μουσική παράδοση (καθώς ηχεί, ταυτόχρονα, βαθύτατα sludge, δηλαδή «λασπωμένο» και «βρωμιάρικο» αλλά και καθάριο, από πλευράς παραγωγής και τοποθέτησης των διαφόρων μουσικών οργάνων το ένα πάνω στο άλλο χωρίς να αλληλοκαπελώνονται).
Και παράλληλα τολμηρό καθώς αποφασίζει να εισέλθει μουσικά σε μια terra incognita όπως αυτή της κιθαριστικής πειραματικότητας χωρίς, ωστόσο, να προδώσει τις καταφανώς ροκ (και ποπ) επιρροές του, οι οποίες γειτνιάζουν γενναία με τις ενίοτε soul ενορχηστρώσεις που διαπερνούν την ηχητική του ραχοκοκκαλιά.
Και φυσικά, ο Σπυρέας, δεινός συζητητής ων, έχει να πει πολλά και άκρως ενδιαφέροντα, τόσο για τις μουσικές του αναζητήσεις, όσο και για την θέση του ως ανθρώπου και πολίτη στην ελληνική πραγματικότητα.
– Ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνηση σου από την μουσική;
Να βλέπω τον αδελφό μου να παίζει αρμόνιο στο σπίτι. Ήμουν πάρα πολύ μικρός. Εγώ συνήθως χόρευα ενστικτωδώς ή τραγουδούσα άτσαλα, δεν συμμετείχα συνειδητά.
– Θυμάσαι ποια είναι η πρώτη συναυλία που πήγες;
Ήταν στους Manowar, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στις 21 Νοεμβρίου του 1992.
– Αλήθεια, αν δεν ήσουν μουσικός τι θα έκανες;
Απλώς θα άκουγα μόνο και δεν θα έγραφα μουσική. Κατά τ’άλλα ό,τι κάνω και τώρα.
– Υπάρχει κάποιος «Μεγάλος Σχεδιασμός» στον κόσμο ή απλά μετακινούμαστε άναρχα μέσα στην απόλυτη τυχαιότητα και ματαιότητα;
Είναι μέρες που νιώθω το πρώτο και άλλες που πιστεύω το δεύτερο.
– Πλην των μουσικών, τι άλλες επιρροές, εικονιστικές, οπτικές, σινεφιλικές ή άλλου είδους, είχες για το «The Grand Design»;
Ταινίες και σειρές πολλές, περισσότερο συγκεκριμένες σκηνές μάλλον παρά ολόκληρα έργα, αλλά πχ αυτό που μου ‘χει κάτσει και μου ‘ρχεται αμέσως στο μυαλό, είναι το «The Manhunter», μια φοβερή ’80s ταινία σε σκηνοθεσία Michael Mann, βασικά το πρώτο φιλμ που βασίστηκε στο «Red Dragon» και τον χαρακτήρα του Hannibal Lecter, και το οποίο έχει μια αισθητική, μια παλέτα και ένα εξίσου φοβερό soundtrack που κάπως με ενθουσίασε σε υπερβολικό βαθμό όταν το είχα δει πριν χρόνια. Μου είχε μείνει στο μυαλό. Το συνέδεσα περισσότερο από όλα τα τραγούδια με το «Path Of Least Resistance». Μάλιστα όταν έκανα το demo, αλλά και μετά, το καλοκαίρι του 2021 που ολοκληρώθηκαν και οι τελικές ηχογραφήσεις και είχα στα χέρια μου το πρώτο rough mix, έβαζα στο Υoutube να παίζουν σκηνές από την ταινία στο mute, με το «Path» να παίζει από πάνω και τρελαινόμουν με το visual που δημιουργείτο αυτομάτως. Θα ήθελα τόσο πολύ να μπορούσα να «αγοράσω» αυτές τις σκηνές και να έκανα ένα official video με edit από αυτές, χωρίς να έχω θέμα πνευματικών δικαιωμάτων και royalties. Η ιστορία του πώς έμαθα για αυτήν την ταινία και την είδα, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα κατά μια έννοια: το 2014 όταν βγάλαμε με την τότε μπάντα μου, τους Cyanna Mercury, το πρώτο μας διπλό single με το «Dirty Things», μάς είχε στείλει ένας τύπος μήνυμα στο Facebook, και μας ρώταγε αν είχαμε εμπνευστεί το κομμάτι εκείνο από αυτήν την ταινία. Έτσι μπήκα στην πρίζα να τη δω και έκτοτε επέστρεφα σε αυτήν την βελούδινη-suede-80s-chic αίσθηση που μου είχε αφήσει μέχρι που ήρθε η στιγμή να κάνω αυτό το album.
– Η κιθαριστική δουλειά σου στο άλμπουμ είναι αξιοθαύμαστη. Πες μου μερικούς κιθαρίστες που αποτέλεσαν οδηγό και φάρο σου όλα αυτά τα χρόνια.
Καταρχάς να πω ότι το «η κιθαριστική δουλειά σου» δεν είναι απολύτως ακριβές. Πέρα προφανώς από τις συνθέσεις τους στίχους και τις μελωδίες των τραγουδιών, έκανα τις ενορχηστρώσεις, τα grooves και τα βασικά riffs σε πλήκτρα και κιθάρες μόνος. Όμως οι μουσικοί με τους οποίους είχα την τιμή να συνεργαστώ, αυτά τα μετέφρασαν σε παίξιμο πάνω στα αληθινά όργανα αμέσως μετά. Ειδικά τώρα στο θέμα της κιθάρας, που σε σχέση με τα υπόλοιπα όργανα (drums, bass, keys) είναι το μόνο που θέλει το ανθρώπινο χέρι για να «δείξει» γιατί έχει άλλη αίσθηση – αν και φυσικά και στα άλλα παίζει σημαντικό ρόλο εννοείται, ο ρόλος των κιθαριστών που ανέλαβαν να ηχογραφήσουν (Γιώργος Κατσάνος, Blvck Disco, Ιωσήφ Κυρίτσης) όπως και του μηχανικού ήχου και συμπαραγωγού μου Άλεξ Μπόλπαση, που έφτιαξε τα tones και το ηχητικό πάντρεμα με τα υπόλοιπα στοιχεία ήταν καθοριστικός και εξίσου σημαντικός με τις αρχικές ιδέες που υπήρχαν στα demo. Οι κιθάρες π.χ., είναι το μόνο στοιχείο πλην της φωνής που ηχογραφήθηκαν και από τη φάση των demos γιατί καποια parts ήταν αδύνατο να προγραμματιστούν στον υπολογιστή. Οπότε θα έλεγα ότι είναι η κιθαριστική δουλειά «τους» ή έστω «μας» περισσότερο από «μου» και το τονίζω αυτό γιατί είναι από αυτά που απόλαυσα περισσότερο σαν διαδικασία. Αυτό καθώς και τα takes του rhythm section με τον φοβερό Gustav Penka στα δυο drumkit που έστησε με τον Άλεξ προκειμένου να αποδοθεί όλο το εύρος του δίσκου – φοβερή εμπειρία και αυτό! Οι αναφορές μας λοιπόν σε αυτό το κομμάτι του ήχου, ήταν κυρίως από το blues και τον southern soul ήχο, από το ‘70s rock και τα fuzzy psych, και από τα 80s, και σε ονόματα αν θες, τον Hendrix, τον Hazel, τον Gary Clark, τους Altin Gun και τους King Gizzard.
– Βγήκες αλλαγμένος μέσα από την διαδικασία του «The Grand Design»; Και αν ναι, με ποιο τρόπο;
Θα έλεγα απλώς ότι βγήκα αλλαγμένος από την τετραετία 2018-21 με πολλούς τρόπους και λόγω πολλών συμβάντων, και το album αυτό κατέγραψε αυτή την περίοδο.
– «Ηχογραφείς με μπάντα» versus «ηχογραφείς σόλο». Διαφορές και ομοιότητες. Θετικά και αρνητικά.
Σόλο έχεις να κάνεις περισσότερα. Με μεγαλύτερη εστίαση και συνοχή. Με απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, χωρίς φίλτρο και φόβους σύγκρουσης. Με όλο το απύθμενο περιεχόμενο που μπορείς και αντέξεις να βγάλεις από μέσα σου. Ταυτόχρονα είσαι μόνος, με κριτή τον εαυτό σου, με τις φοβίες σου, τις ανασφάλειές σου, την εξάντληση, την αναβλητικότητα και ένα σωρό άλλα δαιμόνια που καραδοκούν να σε καταβάλουν. Είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα προσωπικότητας πάντως, δεν είναι για όλους η σόλο διαδικασία, όπως επίσης δεν είναι για όλους και το band experience, ή έστω δεν είναι για όλες τις ηλικίες ή φάσεις της ζωής, ειδικά σε μια χώρα που δεν υπάρχει ουσιαστικά βιοποριστική ενασχόληση με αυτή τη μουσική. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμα και στην solo διαδικασία, όταν έρχεται η στιγμή αυτό που έφτιαξες να το μοιραστείς με τους συνεργάτες σου που θα το ολοκληρώσουν, η συλλογική εμπειρία είναι εξίσου απολαυστική και με καλύτερους όρους, για μένα τουλάχιστον που συχνά πρέπει να φτιάξω το πρώτο καλούπι των ιδεών μου χωρίς να με πιέζουν οι ανάγκες των άλλων.
– Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί καθημερινά ως μουσικό και σε αναγκάζει να μην το βάλεις κάτω;
Η ματαιότητα της ύπαρξης χωρίς ηδονή και πάθος.
– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθεις εσωτερικά κάθε φορά που κυκλοφορείς καινούργιο δίσκο;
Δεν είναι πάντα το ίδιο. Π.χ. αυτή τη φορά δεν νιώθω ιδιαίτερη πίεση. Έχω περιέργεια και όνειρα εννοείται, αλλά δεν είμαι και σε αναμμένα κάρβουνα για το τι θα γίνει. Πέρασα καλά φτιάχνοντάς το και αυτό είναι ήδη ανεκτίμητο. Πέρασα όμορφα και ήταν μια εμπειρία που με κράτησε σε μια σχετικά δύσκολη περίοδο. Έχω μεγαλώσει αρκετά, ώστε να μπορώ πλέον σε μεγάλο βαθμό να αποβάλω αυτά τα τοξικά χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής υπόστασης. Παλαιότερα αν με ρώταγες θα σου έλεγα άλλα.
– Ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο της καθημερινότητάς σου ως μουσικός και ποιο το χειρότερο;
Ως θετικό, τις στιγμές που σκέφτομαι τις επόμενες ιδέες που θα μπουν σε φάση πραγμάτωσης. Ως αρνητικό, το υπαρξιακό άγχος για το αν όλα αυτά έχουν οποιοδήποτε νόημα ή αξία.
– Ποια είναι η καλύτερη μουσική συμβουλή που έλαβες ποτέ και ποια είναι η καλύτερη που θα έδινες εσύ;
Να φροντίζεις να περνάς όμορφα κάνοντας μουσική, δεν είναι πάντα εύκολο, ούτε αυτονόητο. Και θα έδινα και εγώ ακριβώς την ίδια.
– Ποιος μουσικός, νεκρός ή ζωντανός, ήταν αυτός που είχε «όλο το πακέτο»;
Jim Morrison. Prince. Tina Turner. Aretha Franklin. Michael Jackson. James Brown. Curtis Mayfield. Bill Withers. Paul Rodgers. David Bowie. Glenn Danzig. Ian Astbury. Paul Green. Grace Slick. Paul Weller. Layne Staley. James Hetfield. Mark Lanegan. Nick Cave. PJ Harvey. David Eugene Edwards.
– Πως και πόσο έχει αλλάξει το μουσικό σου γούστο μέσα στα χρόνια;
Είναι πάλι ανάλογα τη φάση που περνάω. Παθαίνω κάτι μπρος-πίσω και γυρνάω στα ακούσματα της εφηβείας, που ήταν πολύ περιορισμένα και στοχευμένα, και μετά περνάω φάση που ακούω εντελώς νέα πράγματα και πέφτω με τα μούτρα σε αναζήτηση νέων ήχων. Στο τέλος δημιουργείται ένα άθροισμα όλων αυτών που δεν μπορώ να εκφράσω πόσο διαφορετικό είναι ή αν τελικά το γούστο παραμένει ίδιο και απλώς προστίθενται γνώσεις. Δεν θυμάμαι κιόλας ξεκάθαρα τον εαυτό μου παλαιότερα.
– Ένα μουσικό αξίωμα λέει ότι «κάθε άλμπουμ ενός καλλιτέχνη αποτελεί ταυτόχρονα και ένα βήμα στην πορεία να απαντήσει ο ίδιος σε κάποια ερωτήματα, προβληματισμούς ή απορίες που τυχόν έχει στον κόσμο»; Τι προβληματισμούς έχει ο Σπυρέας του 2022;
Πώς θα γίνει να είμαι ευτυχισμένος και πώς θα προετοιμαστώ καλύτερα για το αναπόδραστο τέλος της ζωής, χωρίς λύπες, φρίκες και σπατάλη χρόνου. Η ζωή είναι ωραίο πράγμα, συνήθως.
– Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας σήμερα, κοινωνικά και πολιτικά, πώς θα την περιέγραφες;
Είναι η πιο διεφθαρμένη περίοδος που διανύει αυτή η χώρα από τότε που θυμάμαι εγώ τον εαυτό μου να καταλαβαίνω λίγο τι είναι τι. Η πιο διεφθαρμένη, αναξιοκρατική και ασύδοτη. Είναι απελπιστικό και αποθαρρυντικό αυτό το τοξικό μίγμα οικονομικών εγκλημάτων, πρωτοφανών σκανδάλων σε σχέση με τη δικαιοσύνη και την αστυνομία, ακροδεξιάς οπισθοδρόμησης και ανελευθερίας-τρομοκράτησης-απαξίωσης της δημοσιογραφίας. Δεν έχω απαντήσεις όμως. Ας πούμε ότι δεν ζηλεύω καθόλου αυτή τη στιγμή τους νέους γύρω στα 20 που θα πρέπει να διεκδικήσουν μια ζωή, μια πορεία μέσα σε αυτό το βούρκο τον οποίο διοικούν και επωφελούνται από αυτόν, οι γενιές που τον δημιούργησαν στην πλάτη των νέων, για δεύτερη συνεχή δεκαετία.
– Έχουμε έστω κάποιους λόγους να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτό το κράτος που ζούμε ή η υπόθεση Λιγνάδη και αυτή των παρακολουθήσεων έβαλε την «ταφόπλακα» μέσα μας ως προς την τελικά καθόλου εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης;
Και η τρέχουσα υπόθεση με τη δίκη της greek mafia που εξελίσσεται σε άλλο ένα φιάσκο, και η πρωτοφανής υπόθεση παραγραφής του σκανδάλου Siemens και η όλη φάση με τους Ναζί και τον Κασιδιάρη που του επιτρέπεται να δημιουργεί νέο κόμμα μέσα από τη φυλακή, τα συνεχή παραδείγματα οικογενειοκρατίας και το πελατειακό κράτος που έχει επιστρέψει σε επίπεδα ‘70s-‘80s. Όλα αυτά είναι αποκαρδιωτικά. Δεν λειτουργεί τίποτα σε ό,τι αφορά θεσμούς και δημοκρατικά αυτονόητα, όλα δίνουν την αίσθηση ότι κρεμόμαστε από μια κλωστή. Είναι μια περίοδος μικρόκοσμων που στο βαθμό που είναι υγιείς αυτοί στους οποίους ανήκεις, μπορείς και εσύ να παραμένεις καλά και να δημιουργείς, να εργάζεσαι και να συνεργάζεσαι αρμονικά, απορροφώντας όλες τις στρεβλώσεις. Η μεγάλη εικόνα και το μακροπρόθεσμο που διαγράφεται με αυτά τα δείγματα που έχουμε όμως, δεν φαίνεται καλό.
– Υπάρχουν τρόποι αντίστασης απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία; Και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Στο πλαίσιο της νομιμότητας, αν θεωρήσουμε δηλαδή ότι υπάρχει ένα κατώφλι πριν από το οποίο οφείλουμε στοιχειωδώς να συνεχίσουμε να σεβόμαστε τους νόμους, οι τρόποι αντίστασης είναι εξαιρετικά λίγοι και αναποτελεσματικοί τελικά γιατί η αυθαιρεσία και η αποκτήνωση του πολιτικού προσωπικού δεν φαίνεται να κάμπτεται. Αν το κατώφλι όμως ξεπεραστεί, είναι απρόβλεπτα αυτά που μπορούν να γίνουν, γιατί θα είναι εκτός νομιμότητας. Έχει συμβεί πολλές φορές αυτό στο παρελθόν.
– Ακούς νέες εγχώριες ή ξένες μουσικές; Πώς βιώνεις μέσα σου το έργο νέων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων;
Συνέχεια εννοείται. Είμαι και dj σε bars οπότε φροντίζω να ακούω όσο γίνεται περισσότερη νέα μουσική. Διψώ για καλή μουσική, για καλά grooves για νέες φωνές με προσωπικότητα και πρόοδο στην έκφραση. Το απολαμβάνω πάρα πολύ όταν συμβαίνει να βρίσκω κάτι και είναι κάτι το πολύτιμο να πιάνω τον εαυτό μου να ενθουσιάζεται σαν παιδί με ένα νέο τραγούδι.
– Πόσο δυνατή είναι τελικά η λέξη «νοσταλγία» για σένα; Νοσταλγείς καταστάσεις ή κοιτάς μπροστά;
Νοσταλγώ πολύ ναι, δυστυχώς. Βέβαια τα τελευταία χρόνια όχι τόσο όσο όταν ήμουν πιο νέος. Κάπως βλέπω να αποβάλλεται αυτό καθώς μεγαλώνω. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και στους άλλους αυτό, αλλά όντως επειδή έχω υπάρξει υπερβολικά νοσταλγικός και ευσυγκίνητος με το ωραίο παρελθόν είτε το δικό μου είτε γενικά την αίσθηση του κόσμου γύρω μου, μπορώ να πω ότι τώρα που το προσπερνώ πιο εύκολα, είμαι πιο ήρεμος.
– Περιέγραψε την ζωή σου μέχρι σήμερα χρησιμοποιώντας τον τίτλο μιας ταινίας.
Η «Κάλπικη Λίρα».
– Είσαι στο θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο άλμπουμ ακούς πριν πεθάνεις;
Ian Astbury – «Spirit /Light /Speed».
❈ To The Grand Design μπορείτε να το παραγγείλετε από εδώ: https://orcd.co/iamnothe_thegranddesign.
Ιam Nothe