Ο Κάρολος Κουν έλεγε ότι αφετηρία και βάση του θεάτρου είναι η ποίηση και η μαγεία. Σε τίποτε από τα δύο δεν υπολείπεται η εκρηκτική Σοφία Φιλιππίδου: αρχοντική προσωπικότητα και επιβλητική θεατρική παρουσία με παρακαταθήκη νευρώδεις ερμηνείες που φτάνουν μέχρι το κόκαλο του ρόλου ξεπερνώντας τα όρια μιας απλής αναπαράστασης, έχει διαγράψει πλούσια πορεία στο θέατρο και στην τηλεόραση. Έχει αναμετρηθεί, μεταξύ άλλων, με έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μπέκετ, Ιονέσκο, Πίντερ αλλά και σημαντικών ελλήνων θεατρικών συγγραφέων όπως ο Μποστ και ο Παντελής Χορν ή κλασικών όπως ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης.
Παράλληλα, ασχολείται με τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία νέων ηθοποιών ανεβάζοντας με τη φοιτητική της ομάδα εναλλακτικές παραστάσεις όπως την παράσταση «IONESCO BLUES» (σε σύνθεση κειμένων της ίδιας πάνω στο «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο, στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, τις «Βάκχες» και τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, τη «Μήδεια» και το «Στεφάνι» του Γιάννη Κοντραφούρη), τη «Φαύστα» του Μποστ , την παράσταση «ΒΑΚΧΕΣ, μια φανταστική ανάγνωση» στην οποία συμμετείχε και η ίδια ως Διόνυσος και Αγαύη. Από το 2010, οργανώνει επαγγελματικούς νεανικούς θιάσους, με τους οποίους ανέβασε, μεταξύ άλλων, τη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς» (θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία δική της), το «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλιαμ Φώκνερ, την «Ιστορία του πρίγκιπα της Κούμπα Τάντι» του Γιάκομπ Ράινχολτ Λεντς, τη «Μελάχρα» του Παντελή Χορν και τα «Τρία φιλιά η… Σταχτιά γυναίκα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Ανήσυχη, αλλά με την ηρεμία του ανθρώπου με καθαρή συνείδηση, καυστική και διαυγής, με την τρυφερότητα εκείνου που μιλάει με το χέρι στην καρδιά, επιμένει να διατηρεί την αθωότητα ενός παιδιού που αρνείται πεισματικά να πονηρευτεί. Η Σοφία Φιλιππίδου μιλάει στο OlaFAQ για το δεύτερό της βιβλίο-χρονολόγιο σκέψεων, αναμνήσεων και ονείρων με τίτλο Το τραγούδι της μαύρης τρύπας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σοκόλη.
Το βιβλίο αποτελείται από «μικρά κείμενα με τίτλους και σημειώσεις» μέσα στα οποία η Σοφία Φιλιππίδου ενώνει τα κομμάτια της ζωής της με εκείνα των ονείρων της μιλώντας για στιγμές της καθημερινότητας, αναμνήσεις του παρελθόντος, την πορεία της στο θέατρο, τη σύγχρονη Ελλάδα, ενώ τιμά παράλληλα όλους εκείνους τους συγγραφείς και ποιητές που αγάπησε παραθέτοντας αγαπημένα της αποσπάσματα από το έργο τους ως μπαλώματα των δικών της τραυμάτων.
– Στη μακρά σας πορεία στο θέατρο έχετε αναμετρηθεί με μεγάλους ρόλους σύνθετων και οριακών προσωπικοτήτων, που ταλαντεύονταν ανάμεσα σε λογική και τρέλα, ανάμεσα σε στο καλό και στο κακό. Από ποιον από αυτούς τους ρόλους θα λέγατε σήμερα ότι δυσκολευτήκατε πολύ να απαλλαγείτε; Ποιος πραγματικά σας έκανε να αναθεωρήσετε;
Ο ρόλος για μένα, είναι έρευνα για το έργο και αναμέτρηση με τον εαυτό μου σε σχέση με τον ιδανικό θεατή. Κατά την διάρκεια των προβών αλλά και στην πορεία της εκμάθησης, βρίσκω βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στα λόγια του έργου και του ρόλου, τα στοιχεία εκείνα μέσα μου, που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στην «χορογραφία» του ρόλου. Αναζητώ τον ρυθμό, την ένταση, τις ανάσες και τις παύσεις, το ύφος και τη φόρμα… δηλαδή τον χαρακτήρα. Φτιάχνω την περσόνα με τα «κοστούμια» και τις «μάσκες» του ρόλου και προσθέτω τα αισθήματα… την ψυχή, τις κινήσεις , ό,τι νομίζω τέλος πάντων, ώστε να κάνω τον ρόλο να φαίνεται αληθινός! Δεν μου έτυχε να παγιδευτώ από κανένα ρόλο έτσι που να χρειάζεται να δραπετεύσω… Κάθε βράδυ μετά την παράσταση είμαι ο εαυτός μου και δεν κουβαλάω τον ρόλο σπίτι μου, μόνο τον σκέφτομαι και έχω την έννοια του.
– Στο βιβλίο σας συχνά περιγράφετε τα όνειρά σας, για τα οποία εξομολογείστε ότι έχετε τη συνήθεια να τα καταγράφετε στα «Τετράδια ονείρων» σας. Τα εμπιστεύεστε τα όνειρα;
‘Οχι ακριβώς, αλλά τα υπολογίζω, τα λαμβάνω υπόψιν μου, τα επεξεργάζομαι. Τις πιο πολλές φορές θέλουν κάτι να μου πουν ή από κάτι να με θεραπεύσουν… Υπάρχουν όνειρα που βγαίνουν «αληθινά» και θαυμάζω τη δυναμική τους και την προφητική τους διάσταση. Είναι κάποια άλλα σιβυλλικά, σουρεαλιστικά και αλλόκοτα τόσο, που θέλουν μήνες αποκρυπτογράφησης. Αλλά εκεί είναι και η μαγεία τους. Προσωπικά έχω αφιερώσει πολλές ώρες στη μελέτη και στη ζωγραφική των ονείρων και νομίζω πως κάπως έχω αρχίσει να κατανοώ τη «γλώσσα» τους. Είναι τα ωραιότερα ταξίδια του μυαλού μου. Ακόμα και οι εφιάλτες μου ή οι βραχνάδες μου, παρόλο που με τρομάζουν έχουν μεγάλο σεναριακό ενδιαφέρον.
– Ο Σάμουελ Μπέκετ υποστήριζε ότι «τα λάθη του είναι η ζωή του». Έχετε συμφιλιωθεί με τα λάθη σας με το πέρασμα του χρόνου;
Υπάρχουν κάποια λάθη μου με τα οποία δεν έχω συμφιλιωθεί − με άλλα όχι ακόμη. Το παρηγορητικό είναι ότι τα μεγάλα μου «λάθη» ,συνοδεύονται με αλλαγή της πορείας της ζωής μου, νομίζω, προς κάτι ανώτερο, καλύτερο ή βαθύτερο και τα θεωρώ μοιραία. Υπάρχουν κάποια άλλα μικρότερα, που τα επαναλαμβάνω και κάποια που επιτέλους τα πολέμησα με αυτοσυγκράτηση και τα νίκησα. Όμως στη ζωή μας πάντα υπάρχει περιθώριο νέων λαθών.
– Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη αρετή για έναν ηθοποιό;
Πιστεύω στο ταλέντο αλλά αυτό από μόνο του δεν θωρείται αρετή αλλά χάρισμα. Αρετές είναι η πίστη στον εαυτό μας, η αλήθεια μας , το πάθος για τη ζωή και το θέατρο με ό,τι αυτό σημαίνει και είναι. Πιστεύω πολύ στην έρευνα και στη μελέτη, στο διάβασμα για την καλυτέρευση του εαυτού μας, ώστε να φύγουμε από τις ευκολίες μας αλλά και από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.
– Παράλληλα με την πορεία σας στο θέατρο, έχετε συστηματικά ασχοληθεί και με τη διδασκαλία σε νέους ηθοποιούς, παραδίδοντας σεμινάρια και οργανώνοντας παραστάσεις με ερασιτεχνικές και επαγγελματικές ομάδες. Πιστεύετε πως η σχέση δασκάλου-μαθητή μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής; Σας έχει εξελίξει καλλιτεχνικά αυτή η διάδραση;
Και μόνο η ευθύνη να «διδάσκεις» θέατρο σε νέους που μόλις έχουν φύγει από τις μανάδες τους και ζουν σε φοιτητική εστία, είναι τόσο μεγάλη, που ανεβάζει τον πήχη. Ασχολήθηκα με το φοιτητικό θέατρο 15 χρόνια. Οργάνωσα και σκηνοθέτησα μαζί τους πάνω από δεκαπέντε παραστάσεις. Ήταν μάθημα ζωής για μένα. Για τα παιδιά δεν ξέρω ακόμη με βεβαιότητα (συχνά παίρνω μηνύματα θετικά και ευχαριστίες για όλα όσα τους είπα και τους χάρισα δωρεάν όλα αυτά τα χρόνια). Το θέατρο πέρα από μεγάλη τέχνη είναι και άσκηση ζωής, εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι, και αυτό προσπαθώ να μεταφέρω στους νέους. Πώς να κάνουν με τα θεατρικά «εργαλεία» καλύτερη τη ζωή τους και πως να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους και τους άλλους.
– Θεσσαλονίκη – Αθήνα, οι δύο πατρίδες σας. Στο βιβλίο σας, συχνά επανέρχεστε σε γλυκόπικρες αναμνήσεις της παιδικής σας ηλικίας στις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης, ως μέλους μιας πολύτεκνης οικογένειας που πάλεψε πολύ για να τα βγάλει πέρα. Τελικά η φτώχεια του μετεμφυλιακού κόσμου με τη φτώχεια του σήμερα, σε τι διαφέρουν; Έχει αλλάξει ουσιαστικά κάτι στην ποιότητα ζωής των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας από τη δεκαετία του ’50 ως σήμερα, ή απλώς έχουμε πιστέψει ότι έχει αλλάξει;
Γεννήθηκα πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης δίπλα στα μπουρδέλα. Η γειτονιά μου ήταν ένας δρόμος με χώμα χωρίς δέντρα, λουλούδια και πράσινο. Δεν θα την έλεγα λαϊκή γειτονιά…δεν είχαμε δηλαδή την εικόνα που πέρασε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο με τις αυλές, τα μπουζούκια , τα γιασεμιά και τις γλάστρες. Άλλο τοπίο, πιο αλλόκοτο…Κατά τα άλλα οι φτωχοί τότε, δουλεύαμε σκληρά όπως και οι φτωχοί όλου του κόσμου, που αγαπούν τη ζωή και θέλουν να προοδεύσουν σε πείσμα των καιρών. Είχαμε, μεγαλύτερο τρόμο από σήμερα, αλλά κατά τα άλλα ήμασταν οι φτωχοί εκείνου του τύπου, που δεν παραδόθηκαν στην φτώχεια, ίσως γιατί οι γονείς μας ως πρόσφυγες, ήξεραν πως υπάρχει μια άλλη καλύτερη ζωή, και ήθελαν με πάθος να αποδείξουν πως είναι άξιοι να γίνουν αποδεκτοί, σε ένα εχθρικό περιβάλλον που τους απέρριπτε ως ξένους. Αν θέλουμε να μείνουμε σε κάποιες διαφορές, ίσως είναι ότι τότε τις πληροφορίες τις παίρναμε από τις εφημερίδες τα περιοδικά το ραδιόφωνο και το σινεμά. Σήμερα περισσότερο από την τηλεόραση αλλά κυρίως από το Διαδίκτυο. Όλα έχουν και τα καλά τους και τα κακά τους. Επιπλέον νομίζω ότι οι φτωχοί σήμερα είναι ελαφρώς πιο ελεύθεροι να εκφράσουν την γνώμη τους .
– Έχετε στο παρελθόν εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά σας για την απόρριψη χρηματοδότησης παραστάσεών σας από το υπουργείο Πολιτισμού, μιλώντας ανοιχτά για τη διαφθορά και την αναξιοκρατία που επικρατεί (και) στον χώρο του θεάτρου, την επικράτηση των «κλειστών κυκλωμάτων» και των δημοσίων σχέσεων. Με το χέρι στην καρδιά, πιστεύετε ότι το θέατρο θα ήταν ποιοτικά καλύτερο εάν ως διά μαγείας όλα αυτά εξαφανίζονταν κι έκανε ο καθένας τη δουλειά του επενδύοντας αποκλειστικά στις ικανότητές του, δίχως να αναλώνεται στη «συνάφεια» των συναναστροφών, για να θυμηθούμε και τον Καβάφη;
Είναι αλήθεια πως υπάρχει κάτι μεταξύ παράγκας (παραμάγαζου) και lobbying, ένα γλείψιμο, δηλαδή, για να συνεννοηθούμε, αλλά αυτό δεν μας ξαφνιάζει. Αυτά τα έχει σατιρίσει ο Αριστοφάνης εδώ και 2500 χρόνια και πολύ καλά μάλιστα. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου και επαναλαμβάνεται με διαφορετικά πρόσωπα. Eμείς ως δημιουργοί δεν πρέπει να έχουμε επαφή μ’ αυτές τις δραστηριότητες και να αναλωνόμαστε. Αυτά τα πράγματα μας τραβάνε στο μαύρο πηγάδι, δηλαδή στη βαριά κατάθλιψη. O δημιουργός πρέπει να είναι, πως να το πω, αν είναι δυνατόν, μια μικρή χαριτωμένη πεταλούδα… Και για να πάμε στα δικά μου, τα πράγματα έχουν ως εξής: Έχοντας μηνύματα από όλη την Ελλάδα για τα λεφτά που δίνονται εδώ κι εκεί σε απίθανους τύπους, έγραψα μια ανοικτή επιστολή όπου έλεγα μεταξύ άλλων πως η απόρριψή μου από την επιτροπή και την υπουργό Πολιτισμού είναι ταπεινωτική και πως έπρεπε κανονικά να με επιβραβεύσουν για το έργο μου και να αναγνωρίσουν την πορεία μου. Δεν το έκαναν. Δεν ξέρω γιατί και δεν έχω καμιά πληροφορία. Δεν έλαβα ποτέ καμιά εξήγηση πέραν μιας τυπικής απάντησης-κλισέ (μια κοροϊδία) που στέλνουν σε όλους. Πιστεύω και σήμερα πως πρέπει να είμαι μέσα στα επιχορηγούμενα σχήματα γι’ αυτό και έκανα πάλι αίτηση επιχορήγησης. Είμαι ρεαλίστρια. Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αλλάξει ο τρόπος που επιχορηγούνται τα σχήματα, γιατί δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Δεν πιστεύω επίσης πως μπορούν να διορθωθούν τα πράγματα δια μαγείας. Έτσι θα μείνουν γιατί έτσι συμφέρει να είναι. Όμως προσωπικά θα διεκδικώ και θα αγωνίζομαι κι εγώ για την επιχορήγηση γιατί πιστεύω πως πληρώ τις προϋποθέσεις.
– Πρόσφατα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Σοκόλη, το δεύτερο βιβλίο σας με τίτλο «Το τραγούδι της μαύρης τρύπας»: ένα ανθολόγιο κειμένων ημερολογιακού χαρακτήρα όπου ξεδιπλώνετε αριστοτεχνικά διηγήσεις και σκέψεις σας γύρω από το παρελθόν και τον κόσμο των παιδικών αναμνήσεων, τη νεοελληνική πραγματικότητα, την πολιτική κατάσταση και τα κακώς κείμενα του χώρου του θεάτρου, τα όνειρα που βλέπετε, τα σημαντικά έργα με τα οποία αναμετρηθήκατε στην πορεία σας και σας διαμόρφωσαν προσωπικά ή καλλιτεχνικά. Αρκετά από αυτά τα κείμενά σας πρωτοδημοσιεύτηκαν στη στήλη που διατηρούσατε στην Ελευθεροτυπία από το 2013 έως το 2015 με τίτλο «Η ματιά της Σοφίας», ενώ άλλα αποτελούν το υλικό της αυτοσχέδιας στήλης που διατηρείτε στην προσωπική σας σελίδα στο Facebook με τίτλο «Η μπίρα του Σαββάτου». Η στιγμή της συγγραφικής δημιουργίας έρχεται σε αντίθεση με τις στιγμές σας πάνω στη σκηνή ως προς αυτό που σας προσφέρει ή λειτουργούν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη; Με άλλα λόγια, καθεμιά από αυτές τις δύο σας ιδιότητες καλύπτει διαφορετικές ανάγκες ή τις ίδιες με άλλον τρόπο;
Όλα γίνονται από ανάγκη για επικοινωνία και αλήθεια. Στην περίπτωση του θέατρου προσπαθώ να «μιλήσω» για μένα, μέσα από μένα, με τα λόγια και τα έργα των συγγραφέων. Στην περίπτωση της συγγραφής κειμένων νιώθω την υποχρέωση να μιλήσω για μένα, με δικά μου λόγια. Κάποια ομοιότητα υπάρχει στη σύνθεση. Στο θέατρο δουλεύοντας με τους ηθοποιούς φτιάχνω, σκηνοθετώντας ελεύθερα, ένα χειροποίητο «πάτσγουορκ» στον χωροχρόνο. Χορογραφώ την παράσταση ενώνοντας εικόνες (με ραφές που δεν φαίνονται ), βάζω ήχους, μουσική, φως, αισθήματα και συγκινήσεις. Δημιουργώ αλλού κενά μνήμης με παύσεις, παίζω με τη χαρά και την λύπη, με τα γέλια, και τα δάκρυα (ό,τι προκύπτει από την καταβύθιση στο έργο), αφήνομαι στο τυχαίο μέχρι όλα να γίνουν κάτι που εξελίσσεται και γίνεται διαρκώς κάτι άλλο. Όταν γράφω νιώθω σχεδόν την υποχρέωση, όπως σας είπα, να μιλήσω για την πραγματικότητα όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, για τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου, και γιατί θέλω να επικοινωνήσω την δική μου αλήθεια και για να μην αφήσω να με ερμηνεύουν οι άλλοι όπως αυτοί θέλουν και εννοούν. Έτσι αρχίζω να συνθέτω το τραγούδι που θέλω να πω , (την ερμηνεία της πραγματικότητας ) που είναι πάλι ένα συγγραφικό πάτσγουορκ με κομματάκια (όχι απαραίτητα τετράγωνα). Και καθώς γράφω, συνδέω χωρίς να φαίνονται οι ραφές, αποσπάσματα ονείρων μου (είναι μέρος των υλικών μου) που επεξεργάζομαι πρώτα (ποτέ δεν αντιγράφω τα όνειρα μου) υποσυνείδητες και συνειρμικές σκέψεις… μνήμες, παρατηρήσεις από την καθημερινότητα μου (τύπου ημερολογίου, αλλά όχι ακριβώς γιατί δεν με ενδιαφέρει να καταγράψω την μέρα). Πολλές φορές ένα κείμενό μου μπορεί να είναι η παρατήρηση ενός τριαντάφυλλου που μαράθηκε, ας πούμε, ή η συνομιλία μου με ένα κοτσύφι… Έτσι και καθώς προχωράω με το εργόχειρο του μυαλού μου, (πολλές φορές χρησιμοποιώ ονόματα και επίθετα που χρειάζομαι για να ενώσω κάποια λοξά κομμάτια) ελεύθερα «πετάγομαι» στην ποίηση απ’ όπου κλέβω αποσπάσματα για το κείμενο μου, που είναι πάντα ατελές σαν και μένα.
– Υπάρχει κάποιος ρόλος που αποτελεί διακαή σας πόθο; Έχετε απραγματοποίητα ή ανολοκλήρωτα όνειρα από την πορεία σας στο θέατρο;
Ονειρεύομαι μόνο το επόμενο βήμα μου, που τώρα είναι η πρόταση που έκανα στο Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν είναι ανεκπλήρωτο όνειρο, είναι μόνο μια επιθυμία για μια ωραία παράσταση και έναν ωραίο ρόλο που πιστεύω πως μπορώ να ερμηνεύσω.
– Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια;
Να αρχίσω να γράφω το πρώτο μου «μεγάλο κείμενο» : έχω ήδη βάλει πάνω στο τραπέζι όλα τα τετράδια με τις σημειώσεις χρόνων και εκκρεμεί να ανοίξω και το μοναδικό τετράδιο της μαμάς μου το οποίο μου άφησε κληρονομιά και μου είπε να το ανοίξω μετά τον θάνατό της.
❈ Το ρούχο της Σοφίας Φιλιππίδου είναι μάρκας Anemuku.
Ο Κάρολος Κουν έλεγε ότι αφετηρία και βάση του θεάτρου είναι η ποίηση και η μαγεία. Σε τίποτε από τα δύο δεν υπολείπεται η εκρηκτική Σοφία Φιλιππίδου: αρχοντική προσωπικότητα και επιβλητική θεατρική παρουσία με παρακαταθήκη νευρώδεις ερμηνείες που φτάνουν μέχρι το κόκαλο του ρόλου ξεπερνώντας τα όρια μιας απλής αναπαράστασης, έχει διαγράψει πλούσια πορεία στο θέατρο και στην τηλεόραση. Έχει αναμετρηθεί, μεταξύ άλλων, με έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μπέκετ, Ιονέσκο, Πίντερ αλλά και σημαντικών ελλήνων θεατρικών συγγραφέων όπως ο Μποστ και ο Παντελής Χορν ή κλασικών όπως ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης.
Παράλληλα, ασχολείται με τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία νέων ηθοποιών ανεβάζοντας με τη φοιτητική της ομάδα εναλλακτικές παραστάσεις όπως την παράσταση «IONESCO BLUES» (σε σύνθεση κειμένων της ίδιας πάνω στο «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο, στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, τις «Βάκχες» και τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, τη «Μήδεια» και το «Στεφάνι» του Γιάννη Κοντραφούρη), τη «Φαύστα» του Μποστ , την παράσταση «ΒΑΚΧΕΣ, μια φανταστική ανάγνωση» στην οποία συμμετείχε και η ίδια ως Διόνυσος και Αγαύη. Από το 2010, οργανώνει επαγγελματικούς νεανικούς θιάσους, με τους οποίους ανέβασε, μεταξύ άλλων, τη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς» (θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία δική της), το «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλιαμ Φώκνερ, την «Ιστορία του πρίγκιπα της Κούμπα Τάντι» του Γιάκομπ Ράινχολτ Λεντς, τη «Μελάχρα» του Παντελή Χορν και τα «Τρία φιλιά η… Σταχτιά γυναίκα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Ανήσυχη, αλλά με την ηρεμία του ανθρώπου με καθαρή συνείδηση, καυστική και διαυγής, με την τρυφερότητα εκείνου που μιλάει με το χέρι στην καρδιά, επιμένει να διατηρεί την αθωότητα ενός παιδιού που αρνείται πεισματικά να πονηρευτεί. Η Σοφία Φιλιππίδου μιλάει στο OlaFAQ για το δεύτερό της βιβλίο-χρονολόγιο σκέψεων, αναμνήσεων και ονείρων με τίτλο Το τραγούδι της μαύρης τρύπας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σοκόλη.
Το βιβλίο αποτελείται από «μικρά κείμενα με τίτλους και σημειώσεις» μέσα στα οποία η Σοφία Φιλιππίδου ενώνει τα κομμάτια της ζωής της με εκείνα των ονείρων της μιλώντας για στιγμές της καθημερινότητας, αναμνήσεις του παρελθόντος, την πορεία της στο θέατρο, τη σύγχρονη Ελλάδα, ενώ τιμά παράλληλα όλους εκείνους τους συγγραφείς και ποιητές που αγάπησε παραθέτοντας αγαπημένα της αποσπάσματα από το έργο τους ως μπαλώματα των δικών της τραυμάτων.
– Στη μακρά σας πορεία στο θέατρο έχετε αναμετρηθεί με μεγάλους ρόλους σύνθετων και οριακών προσωπικοτήτων, που ταλαντεύονταν ανάμεσα σε λογική και τρέλα, ανάμεσα σε στο καλό και στο κακό. Από ποιον από αυτούς τους ρόλους θα λέγατε σήμερα ότι δυσκολευτήκατε πολύ να απαλλαγείτε; Ποιος πραγματικά σας έκανε να αναθεωρήσετε;
Ο ρόλος για μένα, είναι έρευνα για το έργο και αναμέτρηση με τον εαυτό μου σε σχέση με τον ιδανικό θεατή. Κατά την διάρκεια των προβών αλλά και στην πορεία της εκμάθησης, βρίσκω βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στα λόγια του έργου και του ρόλου, τα στοιχεία εκείνα μέσα μου, που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στην «χορογραφία» του ρόλου. Αναζητώ τον ρυθμό, την ένταση, τις ανάσες και τις παύσεις, το ύφος και τη φόρμα… δηλαδή τον χαρακτήρα. Φτιάχνω την περσόνα με τα «κοστούμια» και τις «μάσκες» του ρόλου και προσθέτω τα αισθήματα… την ψυχή, τις κινήσεις , ό,τι νομίζω τέλος πάντων, ώστε να κάνω τον ρόλο να φαίνεται αληθινός! Δεν μου έτυχε να παγιδευτώ από κανένα ρόλο έτσι που να χρειάζεται να δραπετεύσω… Κάθε βράδυ μετά την παράσταση είμαι ο εαυτός μου και δεν κουβαλάω τον ρόλο σπίτι μου, μόνο τον σκέφτομαι και έχω την έννοια του.
– Στο βιβλίο σας συχνά περιγράφετε τα όνειρά σας, για τα οποία εξομολογείστε ότι έχετε τη συνήθεια να τα καταγράφετε στα «Τετράδια ονείρων» σας. Τα εμπιστεύεστε τα όνειρα;
‘Οχι ακριβώς, αλλά τα υπολογίζω, τα λαμβάνω υπόψιν μου, τα επεξεργάζομαι. Τις πιο πολλές φορές θέλουν κάτι να μου πουν ή από κάτι να με θεραπεύσουν… Υπάρχουν όνειρα που βγαίνουν «αληθινά» και θαυμάζω τη δυναμική τους και την προφητική τους διάσταση. Είναι κάποια άλλα σιβυλλικά, σουρεαλιστικά και αλλόκοτα τόσο, που θέλουν μήνες αποκρυπτογράφησης. Αλλά εκεί είναι και η μαγεία τους. Προσωπικά έχω αφιερώσει πολλές ώρες στη μελέτη και στη ζωγραφική των ονείρων και νομίζω πως κάπως έχω αρχίσει να κατανοώ τη «γλώσσα» τους. Είναι τα ωραιότερα ταξίδια του μυαλού μου. Ακόμα και οι εφιάλτες μου ή οι βραχνάδες μου, παρόλο που με τρομάζουν έχουν μεγάλο σεναριακό ενδιαφέρον.
– Ο Σάμουελ Μπέκετ υποστήριζε ότι «τα λάθη του είναι η ζωή του». Έχετε συμφιλιωθεί με τα λάθη σας με το πέρασμα του χρόνου;
Υπάρχουν κάποια λάθη μου με τα οποία δεν έχω συμφιλιωθεί − με άλλα όχι ακόμη. Το παρηγορητικό είναι ότι τα μεγάλα μου «λάθη» ,συνοδεύονται με αλλαγή της πορείας της ζωής μου, νομίζω, προς κάτι ανώτερο, καλύτερο ή βαθύτερο και τα θεωρώ μοιραία. Υπάρχουν κάποια άλλα μικρότερα, που τα επαναλαμβάνω και κάποια που επιτέλους τα πολέμησα με αυτοσυγκράτηση και τα νίκησα. Όμως στη ζωή μας πάντα υπάρχει περιθώριο νέων λαθών.
– Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη αρετή για έναν ηθοποιό;
Πιστεύω στο ταλέντο αλλά αυτό από μόνο του δεν θωρείται αρετή αλλά χάρισμα. Αρετές είναι η πίστη στον εαυτό μας, η αλήθεια μας , το πάθος για τη ζωή και το θέατρο με ό,τι αυτό σημαίνει και είναι. Πιστεύω πολύ στην έρευνα και στη μελέτη, στο διάβασμα για την καλυτέρευση του εαυτού μας, ώστε να φύγουμε από τις ευκολίες μας αλλά και από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.
– Παράλληλα με την πορεία σας στο θέατρο, έχετε συστηματικά ασχοληθεί και με τη διδασκαλία σε νέους ηθοποιούς, παραδίδοντας σεμινάρια και οργανώνοντας παραστάσεις με ερασιτεχνικές και επαγγελματικές ομάδες. Πιστεύετε πως η σχέση δασκάλου-μαθητή μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής; Σας έχει εξελίξει καλλιτεχνικά αυτή η διάδραση;
Και μόνο η ευθύνη να «διδάσκεις» θέατρο σε νέους που μόλις έχουν φύγει από τις μανάδες τους και ζουν σε φοιτητική εστία, είναι τόσο μεγάλη, που ανεβάζει τον πήχη. Ασχολήθηκα με το φοιτητικό θέατρο 15 χρόνια. Οργάνωσα και σκηνοθέτησα μαζί τους πάνω από δεκαπέντε παραστάσεις. Ήταν μάθημα ζωής για μένα. Για τα παιδιά δεν ξέρω ακόμη με βεβαιότητα (συχνά παίρνω μηνύματα θετικά και ευχαριστίες για όλα όσα τους είπα και τους χάρισα δωρεάν όλα αυτά τα χρόνια). Το θέατρο πέρα από μεγάλη τέχνη είναι και άσκηση ζωής, εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι, και αυτό προσπαθώ να μεταφέρω στους νέους. Πώς να κάνουν με τα θεατρικά «εργαλεία» καλύτερη τη ζωή τους και πως να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους και τους άλλους.
– Θεσσαλονίκη – Αθήνα, οι δύο πατρίδες σας. Στο βιβλίο σας, συχνά επανέρχεστε σε γλυκόπικρες αναμνήσεις της παιδικής σας ηλικίας στις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης, ως μέλους μιας πολύτεκνης οικογένειας που πάλεψε πολύ για να τα βγάλει πέρα. Τελικά η φτώχεια του μετεμφυλιακού κόσμου με τη φτώχεια του σήμερα, σε τι διαφέρουν; Έχει αλλάξει ουσιαστικά κάτι στην ποιότητα ζωής των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας από τη δεκαετία του ’50 ως σήμερα, ή απλώς έχουμε πιστέψει ότι έχει αλλάξει;
Γεννήθηκα πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης δίπλα στα μπουρδέλα. Η γειτονιά μου ήταν ένας δρόμος με χώμα χωρίς δέντρα, λουλούδια και πράσινο. Δεν θα την έλεγα λαϊκή γειτονιά…δεν είχαμε δηλαδή την εικόνα που πέρασε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο με τις αυλές, τα μπουζούκια , τα γιασεμιά και τις γλάστρες. Άλλο τοπίο, πιο αλλόκοτο…Κατά τα άλλα οι φτωχοί τότε, δουλεύαμε σκληρά όπως και οι φτωχοί όλου του κόσμου, που αγαπούν τη ζωή και θέλουν να προοδεύσουν σε πείσμα των καιρών. Είχαμε, μεγαλύτερο τρόμο από σήμερα, αλλά κατά τα άλλα ήμασταν οι φτωχοί εκείνου του τύπου, που δεν παραδόθηκαν στην φτώχεια, ίσως γιατί οι γονείς μας ως πρόσφυγες, ήξεραν πως υπάρχει μια άλλη καλύτερη ζωή, και ήθελαν με πάθος να αποδείξουν πως είναι άξιοι να γίνουν αποδεκτοί, σε ένα εχθρικό περιβάλλον που τους απέρριπτε ως ξένους. Αν θέλουμε να μείνουμε σε κάποιες διαφορές, ίσως είναι ότι τότε τις πληροφορίες τις παίρναμε από τις εφημερίδες τα περιοδικά το ραδιόφωνο και το σινεμά. Σήμερα περισσότερο από την τηλεόραση αλλά κυρίως από το Διαδίκτυο. Όλα έχουν και τα καλά τους και τα κακά τους. Επιπλέον νομίζω ότι οι φτωχοί σήμερα είναι ελαφρώς πιο ελεύθεροι να εκφράσουν την γνώμη τους .
– Έχετε στο παρελθόν εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά σας για την απόρριψη χρηματοδότησης παραστάσεών σας από το υπουργείο Πολιτισμού, μιλώντας ανοιχτά για τη διαφθορά και την αναξιοκρατία που επικρατεί (και) στον χώρο του θεάτρου, την επικράτηση των «κλειστών κυκλωμάτων» και των δημοσίων σχέσεων. Με το χέρι στην καρδιά, πιστεύετε ότι το θέατρο θα ήταν ποιοτικά καλύτερο εάν ως διά μαγείας όλα αυτά εξαφανίζονταν κι έκανε ο καθένας τη δουλειά του επενδύοντας αποκλειστικά στις ικανότητές του, δίχως να αναλώνεται στη «συνάφεια» των συναναστροφών, για να θυμηθούμε και τον Καβάφη;
Είναι αλήθεια πως υπάρχει κάτι μεταξύ παράγκας (παραμάγαζου) και lobbying, ένα γλείψιμο, δηλαδή, για να συνεννοηθούμε, αλλά αυτό δεν μας ξαφνιάζει. Αυτά τα έχει σατιρίσει ο Αριστοφάνης εδώ και 2500 χρόνια και πολύ καλά μάλιστα. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου και επαναλαμβάνεται με διαφορετικά πρόσωπα. Eμείς ως δημιουργοί δεν πρέπει να έχουμε επαφή μ’ αυτές τις δραστηριότητες και να αναλωνόμαστε. Αυτά τα πράγματα μας τραβάνε στο μαύρο πηγάδι, δηλαδή στη βαριά κατάθλιψη. O δημιουργός πρέπει να είναι, πως να το πω, αν είναι δυνατόν, μια μικρή χαριτωμένη πεταλούδα… Και για να πάμε στα δικά μου, τα πράγματα έχουν ως εξής: Έχοντας μηνύματα από όλη την Ελλάδα για τα λεφτά που δίνονται εδώ κι εκεί σε απίθανους τύπους, έγραψα μια ανοικτή επιστολή όπου έλεγα μεταξύ άλλων πως η απόρριψή μου από την επιτροπή και την υπουργό Πολιτισμού είναι ταπεινωτική και πως έπρεπε κανονικά να με επιβραβεύσουν για το έργο μου και να αναγνωρίσουν την πορεία μου. Δεν το έκαναν. Δεν ξέρω γιατί και δεν έχω καμιά πληροφορία. Δεν έλαβα ποτέ καμιά εξήγηση πέραν μιας τυπικής απάντησης-κλισέ (μια κοροϊδία) που στέλνουν σε όλους. Πιστεύω και σήμερα πως πρέπει να είμαι μέσα στα επιχορηγούμενα σχήματα γι’ αυτό και έκανα πάλι αίτηση επιχορήγησης. Είμαι ρεαλίστρια. Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αλλάξει ο τρόπος που επιχορηγούνται τα σχήματα, γιατί δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Δεν πιστεύω επίσης πως μπορούν να διορθωθούν τα πράγματα δια μαγείας. Έτσι θα μείνουν γιατί έτσι συμφέρει να είναι. Όμως προσωπικά θα διεκδικώ και θα αγωνίζομαι κι εγώ για την επιχορήγηση γιατί πιστεύω πως πληρώ τις προϋποθέσεις.
– Πρόσφατα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Σοκόλη, το δεύτερο βιβλίο σας με τίτλο «Το τραγούδι της μαύρης τρύπας»: ένα ανθολόγιο κειμένων ημερολογιακού χαρακτήρα όπου ξεδιπλώνετε αριστοτεχνικά διηγήσεις και σκέψεις σας γύρω από το παρελθόν και τον κόσμο των παιδικών αναμνήσεων, τη νεοελληνική πραγματικότητα, την πολιτική κατάσταση και τα κακώς κείμενα του χώρου του θεάτρου, τα όνειρα που βλέπετε, τα σημαντικά έργα με τα οποία αναμετρηθήκατε στην πορεία σας και σας διαμόρφωσαν προσωπικά ή καλλιτεχνικά. Αρκετά από αυτά τα κείμενά σας πρωτοδημοσιεύτηκαν στη στήλη που διατηρούσατε στην Ελευθεροτυπία από το 2013 έως το 2015 με τίτλο «Η ματιά της Σοφίας», ενώ άλλα αποτελούν το υλικό της αυτοσχέδιας στήλης που διατηρείτε στην προσωπική σας σελίδα στο Facebook με τίτλο «Η μπίρα του Σαββάτου». Η στιγμή της συγγραφικής δημιουργίας έρχεται σε αντίθεση με τις στιγμές σας πάνω στη σκηνή ως προς αυτό που σας προσφέρει ή λειτουργούν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη; Με άλλα λόγια, καθεμιά από αυτές τις δύο σας ιδιότητες καλύπτει διαφορετικές ανάγκες ή τις ίδιες με άλλον τρόπο;
Όλα γίνονται από ανάγκη για επικοινωνία και αλήθεια. Στην περίπτωση του θέατρου προσπαθώ να «μιλήσω» για μένα, μέσα από μένα, με τα λόγια και τα έργα των συγγραφέων. Στην περίπτωση της συγγραφής κειμένων νιώθω την υποχρέωση να μιλήσω για μένα, με δικά μου λόγια. Κάποια ομοιότητα υπάρχει στη σύνθεση. Στο θέατρο δουλεύοντας με τους ηθοποιούς φτιάχνω, σκηνοθετώντας ελεύθερα, ένα χειροποίητο «πάτσγουορκ» στον χωροχρόνο. Χορογραφώ την παράσταση ενώνοντας εικόνες (με ραφές που δεν φαίνονται ), βάζω ήχους, μουσική, φως, αισθήματα και συγκινήσεις. Δημιουργώ αλλού κενά μνήμης με παύσεις, παίζω με τη χαρά και την λύπη, με τα γέλια, και τα δάκρυα (ό,τι προκύπτει από την καταβύθιση στο έργο), αφήνομαι στο τυχαίο μέχρι όλα να γίνουν κάτι που εξελίσσεται και γίνεται διαρκώς κάτι άλλο. Όταν γράφω νιώθω σχεδόν την υποχρέωση, όπως σας είπα, να μιλήσω για την πραγματικότητα όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, για τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου, και γιατί θέλω να επικοινωνήσω την δική μου αλήθεια και για να μην αφήσω να με ερμηνεύουν οι άλλοι όπως αυτοί θέλουν και εννοούν. Έτσι αρχίζω να συνθέτω το τραγούδι που θέλω να πω , (την ερμηνεία της πραγματικότητας ) που είναι πάλι ένα συγγραφικό πάτσγουορκ με κομματάκια (όχι απαραίτητα τετράγωνα). Και καθώς γράφω, συνδέω χωρίς να φαίνονται οι ραφές, αποσπάσματα ονείρων μου (είναι μέρος των υλικών μου) που επεξεργάζομαι πρώτα (ποτέ δεν αντιγράφω τα όνειρα μου) υποσυνείδητες και συνειρμικές σκέψεις… μνήμες, παρατηρήσεις από την καθημερινότητα μου (τύπου ημερολογίου, αλλά όχι ακριβώς γιατί δεν με ενδιαφέρει να καταγράψω την μέρα). Πολλές φορές ένα κείμενό μου μπορεί να είναι η παρατήρηση ενός τριαντάφυλλου που μαράθηκε, ας πούμε, ή η συνομιλία μου με ένα κοτσύφι… Έτσι και καθώς προχωράω με το εργόχειρο του μυαλού μου, (πολλές φορές χρησιμοποιώ ονόματα και επίθετα που χρειάζομαι για να ενώσω κάποια λοξά κομμάτια) ελεύθερα «πετάγομαι» στην ποίηση απ’ όπου κλέβω αποσπάσματα για το κείμενο μου, που είναι πάντα ατελές σαν και μένα.
– Υπάρχει κάποιος ρόλος που αποτελεί διακαή σας πόθο; Έχετε απραγματοποίητα ή ανολοκλήρωτα όνειρα από την πορεία σας στο θέατρο;
Ονειρεύομαι μόνο το επόμενο βήμα μου, που τώρα είναι η πρόταση που έκανα στο Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν είναι ανεκπλήρωτο όνειρο, είναι μόνο μια επιθυμία για μια ωραία παράσταση και έναν ωραίο ρόλο που πιστεύω πως μπορώ να ερμηνεύσω.
– Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια;
Να αρχίσω να γράφω το πρώτο μου «μεγάλο κείμενο» : έχω ήδη βάλει πάνω στο τραπέζι όλα τα τετράδια με τις σημειώσεις χρόνων και εκκρεμεί να ανοίξω και το μοναδικό τετράδιο της μαμάς μου το οποίο μου άφησε κληρονομιά και μου είπε να το ανοίξω μετά τον θάνατό της.
❈ Το ρούχο της Σοφίας Φιλιππίδου είναι μάρκας Anemuku.