Υπάρχουν συναυλίες που πέρα από “σημαντικά μουσικά γεγονότα”, λειτουργούν σαν ρωγμές στην πορεία του χρόνου. Σαν να ανοίγει ξαφνικά μια σχισμή μέσα στη φασαρία της πόλης και να σε τραβά σε έναν χώρο όπου ο χρόνος καθυστερεί, γίνεται αρετή, η σιωπή αποκτά βάρος και ο ήχος απλώνεται σαν μια ανάσα που δεν τελειώνει. Τέτοιο γεγονός προμηνύεται η διπλή εμφάνιση της Sarah Davachi και της Kara-Lis Coverdale, δύο από τις πιο καθοριστικές φωνές της σύγχρονης μινιμαλιστικής και πειραματικής σκηνής, που για πρώτη φορά συναντιούνται στην ίδια σκηνή, και μάλιστα στην Αθήνα, σε μια μοναδική double bill εμφάνιση που πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Την Τρίτη 7 Οκτωβρίου, λοιπόν, οι δύο αυτές αιθέριες παρουσίες θα βρεθούν στη σκηνή του Gazarte Main Stage, επίσημες πρώτες καλεσμένες του νεοσυσταθέντος φεστιβάλ Porosi, με τον Έλληνα καλλιτέχνη Bethnal Greener (Κώστα Κηλύμη) να ανοίγει τη βραδιά με τις δικές του ελλειπτικές ηχοτοπικές αφηγήσεις.

Η Sarah Davachi, με το εκκλησιαστικό όργανο και το Hammond B3 να λειτουργούν ως δίαυλοι μιας παλαιάς αλλά ακατάλυτης μυσταγωγίας, χτίζει συνθέσεις όπου ο χρόνος επιβραδύνεται και το ηχόχρωμα γίνεται ύλη. Από τα διεθνή μουσεία και τις εκκλησίες του κόσμου μέχρι τις πιο αθέατες γωνιές της μνήμης μας, και με μια δισκογραφία που την φέρνει στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης σκηνής, η Davachi σταθερά δείχνει πως η μουσική δεν είναι ποτέ μόνο ήχος, αλλά μια μορφή “βυθισμένης” εμπειρίας.

Η Kara-Lis Coverdale, από την άλλη, κινείται σαν χαμαιλέοντας ανάμεσα σε πιάνο, ηλεκτρονικά και σιωπές, συνθέτοντας έργα που μοιάζουν άλλοτε με αρχιτεκτονικές δομές κι άλλοτε με προσωπικά ημερολόγια γραμμένα μέσα στη νύχτα. Με το νέο της άλμπουμ From Where You Came (Smalltown Supersound) που ήδη χαρακτηρίζεται από τον διεθνή Τύπο ως τολμηρό και ανεξάντλητο, η Coverdale κουβαλά το χάρισμα να μετατρέπει ακόμα και την πιο μικρή παύση σε έναν ασύλληπτο κραδασμό που γεμίζει τον χώρο.

Και οι δύο μαζί, φέρνουν στην Αθήνα μια μοναδική εμπειρία: ένα τελετουργικό όπου ο ακροατής καλείται να κλείσει τα μάτια, να παραδοθεί στη βραδύτητα και να ανακαλύψει ξανά την ουσία της ακρόασης.

Λίγο πριν τη συνάντησή τους με το ελληνικό κοινό, μιλήσαμε μαζί τους. Η συζήτηση που ακολουθεί είναι ένας καθρέφτης της ίδιας τους της μουσικής: αργή, βαθιά, γεμάτη παύσεις και σύντομες ησυχίες, αλλά και στιγμές όπου η αλήθεια αστράφτει σαν ένα ξεχωριστό φως μέσα στον χαοτικό χάρτη της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής.

LINE

– Καθώς πλησιάζει η άφιξή σας στην Αθήνα, πώς φαντάζεστε το κοινό να μπαίνει στον κόσμο σας;

Sarah Davachi: Μου αρέσει να φτιάχνω ένα περιβάλλον που να οδηγεί σε μια κατάσταση βαθιάς, συγκεντρωμένης ακρόασης. Θα ήθελα λοιπόν το κοινό να το ζήσει αυτό μαζί μου· να κατεβάσει ρυθμούς, να εστιάσει στον ακουστικό χώρο γύρω του και στον τρόπο που αυτός αλλάζει με τον χρόνο.

Kara-Lis Coverdale: Με κλειστά μάτια!

– Η μουσική σας είναι αργή, εκτεταμένη και βασισμένη σε λεπτές μεταμορφώσεις. Τι σημαίνει ο “χρόνος” στη συνθετική σας διαδικασία;

SD: Σκέφτομαι τον μουσικό χρόνο περισσότερο σαν ρυθμό και ροή. Ο “μεγάλος” χρόνος είναι κάτι που συνειδητά τον υπονομεύω με τις μεγάλες διάρκειες· δεν υπάρχει κάποια πρόθεση αφήγησης ή κάποιας “τηλεολογικής” πορείας στη μουσική μου. Για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία να δημιουργείται η κατάλληλη αίσθηση ρυθμού ώστε να αναπτυχθούν πλήρως τα ψυχοακουστικά εφέ που με ενδιαφέρουν, και να ξέρω πότε να μετακινήσω τα πράγματα στο επόμενο αιωρούμενο σημείο ή στην επόμενη μεταμόρφωση.

K-LC: Ο χρόνος είναι εύπλαστος και σχετικός. Το “αργό” είναι τελείως υποκειμενικό· το αντιλαμβανόμαστε πάντα σε σύγκριση με κάτι άλλο ή με την παρούσα μας κατάσταση. Η εμβύθιση σε διαφορετικά tempi αλλάζει τα σημεία σύγκρισης. Για τον καλλιτέχνη η πρόκληση είναι να δημιουργήσει ή να κρατήσει χώρο για έναν “άλλο” χρόνο. Μερικές φορές αυτός ο άλλος χρόνος εμφανίζεται φυσικά, σαν κανάλι που ανοίγει, και άλλες φορές πρέπει εμείς οι ίδιοι να δημιουργήσουμε τον χώρο ώστε να συγχρονιστούμε μαζί του. Πρέπει να “μπούμε” στον χρόνο. Είναι πάντα μια πρόκληση συγχρονισμού. Κάποιες δουλειές δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στον χρόνο, ενώ άλλες, πιο ανθρωποκεντρικές, τον παραβιάζουν ή δρουν σε αντίθεση με αυτόν για να γεννηθεί το νόημα ή η επικοινωνία μέσα στη μουσική.

– Αν η Kara-Lis Coverdale και η Sarah Davachi έπρεπε να συμφωνήσουν σε μία μόνο λέξη για να περιγράψουν τη μουσική τους, ποια θα ήταν;

SD: Δεν είμαι σίγουρη! Δεν ξέρω αν υπάρχει μία λέξη που να μας εκφράζει εξίσου και τις δύο… αλλά για μένα προσωπικά, η λέξη «οικεία» ταιριάζει. Μου αρέσει να φτιάχνω εσωτερικούς χώρους ακρόασης, να δημιουργώ μια αίσθηση εγγύτητας μέσα στον ήχο.

K-LC: «Συμπεριληπτική».

Sarah Davachi

– Δουλεύετε με διάφορα μέσα, από εκκλησιαστικά όργανα και αναλογικά synths μέχρι επεξεργασμένα samples. Τι σας εμπνέει περισσότερο: το όργανο ως “σώμα” ή οι δυνατότητες της επεξεργασίας;

SD: Για μένα μάλλον το πρώτο. Έχω μεγάλο ενδιαφέρον για τα μουσικά όργανα ως ηχητικά αντικείμενα και τι σημαίνει αυτό δημιουργικά και εννοιολογικά. Αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι του πώς συνθέτω και πώς παίζω. Βέβαια, η επεξεργασία δεν είναι μακριά σε αυτή τη σημασία, και δεν τη βλέπω σαν κάτι ξεχωριστό από το όργανο ως σώμα. Σκέφτομαι πιο γενικά σε όρους ήχου, με έμφαση στο τελικό “ηχητικό σώμα”. Κι αυτή η διαδικασία είναι ένας διαρκής διάλογος ανάμεσα στο όργανο και στην επεξεργασία. Όλα είναι αλληλένδετα και δεν μπορούν πραγματικά να διαχωριστούν.

K-LC: Αυτό αλλάζει συνεχώς και εξαρτάται από τον στόχο κάθε φορά. Αυτή την περίοδο με ενδιαφέρει να υπάρχει όσο το δυνατόν λιγότερη επεξεργασία, σαν ένας τρόπος να αποφορτιστεί η περιττή πολυπλοκότητα που καμιά φορά βαραίνει ή απομακρύνει από το κέντρο. Από την άλλη, η αλχημεία της αλλαγής μέσα από την επεξεργασία εξακολουθεί να είναι συναρπαστική, γιατί μπορεί να αποκαλύψει καινούριες δυνατότητες ή να δείξει διαφορετικούς χαρακτήρες σε κάτι που θεωρείται “σταθερό”, βάσει αισθητικών ή ιστορικών συνηθειών. Μπορεί να είναι χρήσιμο να ανατρέπεις τον ήχο με αυτόν τον τρόπο, να δείχνεις τις άλλες του όψεις, να τον επαναπλαισιώνεις. Μετά από ένα ορισμένο επίπεδο επεξεργασίας, έχω διαπιστώσει ότι η συνειρμική δύναμη του “ηχητικού σώματος” μπορεί να αδειάσει ξανά, αφήνοντας τον ήχο γυμνό, απαλλαγμένο από βάρη και συνδέσεις. Κι αυτό είναι ένα όμορφο σημείο για να φτάνεις.

– Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια του «ιερού» στον ήχο; Είναι κάτι που κουβαλάτε συνειδητά ή προκύπτει φυσικά μέσα από τη διαδικασία;

SD: Για μένα το «ιερό» είναι μια μορφή ευλάβειας απέναντι σε κάτι που προσκαλεί μια πνευματική εμπειρία, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό προσωπικά για τον καθένα. Με αυτή την έννοια, είναι κάτι που κουβαλάω συνειδητά, προσπαθώντας να δημιουργώ δομές μέσα στις οποίες αυτές οι εμπειρίες μπορούν να αναδυθούν φυσικά, την ώρα της ακρόασης. Βέβαια, δεν το ελέγχω πλήρως· υπάρχει πάντα κι ένα κομμάτι όπου απαντώ σε ό,τι προκύπτει και προσαρμόζομαι ανάλογα.

K-LC: Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται για έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο, όμως συνήθως εφαρμόζεται εκ των υστέρων, αφού κάτι έχει ήδη γεννηθεί. Δημιουργούμε γιατί το έχουμε ανάγκη· και μετά ερχόμαστε να ορίσουμε τι είναι αυτό που φτιάξαμε. Η ίδια η ανάγκη για δημιουργία είναι μια μορφή σχέσης· και αυτό με το οποίο συνδεόμαστε ορίζει τις κατηγορίες. Είναι πάντα δεμένο με τη ζωή του καλλιτέχνη. Αν η ζωή μας μένει εντελώς έξω από το μουσικό έργο, ήταν ποτέ η μουσική αυτή ζωντανή; Το νιώθεις όταν η μουσική είναι ενός ανθρώπου ή περνά μέσα από αυτόν· είναι χειροπιαστό. Η απομάκρυνση του εαυτού από τη μουσική αφήνει μια πιο ψυχρή, «λογική» οπτική, κάτι σαν μια προκατασκευασμένη δοξασία. Ως δημιουργός νιώθω κοντά στην ανθρωπιστική προτεραιότητα: για να νιώσεις τον Θεό, πρέπει πρώτα να είσαι σε βαθιά επαφή με τον εαυτό σου.

Kara-Lis Coverdale | Φωτ.: Norman Wong

– Η μουσική σας απαιτεί υπομονή (κάτι πολύ απαιτητικό σε έναν κόσμο που τρέχει με τρελές ταχύτητες πληροφορίας) και σχεδόν τελετουργική προσοχή. Πιστεύετε ότι το σημερινό κοινό μπορεί ακόμα να παραδοθεί σε αυτή την αργή κατάσταση;

SD: Χαίρομαι που το αναφέρεις, γιατί είναι όντως ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτού που προσπαθώ να κάνω με τη μουσική μου. Ναι, πιστεύω απόλυτα ότι είναι ακόμα δυνατό, και είμαι απίστευτα ευγνώμων στο κοινό μου που είναι πρόθυμο και ικανό να μπει σε αυτή τη διαδικασία μαζί μου. Δεν έχω παρατηρήσει κάποια αλλαγή στη δυνατότητα του κόσμου να το κάνει αυτό, αλλά θεωρώ ότι σήμερα υπάρχει μια πιο έντονη ανάγκη γι’ αυτού του είδους τις εμπειρίες. Είναι τόσο εύκολο να κατακλυστείς από τα πάντα γύρω σου, και αυτό μπορεί να σε αποσυνδέσει από ό,τι έχει πραγματική σημασία. Γι’ αυτό νομίζω ότι είναι κρίσιμο να καλλιεργούμε αυτή τη «εσωτερική ακρόαση», σαν έναν τρόπο να ξανασυνδεθούμε πιο ουσιαστικά με την πραγματικότητα.

K-LC: Ναι. Βρίσκω κοινά με απίστευτη συγκέντρωση και ικανότητα να ακούνε. Αυτοί οι χώροι λειτουργούν σαν μια επαναρύθμιση της ευαισθησίας μας· αφαιρούν πηγές θορύβου και μας ξαναφέρνουν σε ευθυγράμμιση με τον εσωτερικό μας κόσμο.

– Ζούμε σε μια εποχή συνεχούς θορύβου και υπερπληροφόρησης. Βλέπετε τη μουσική σας σαν καταφύγιο από αυτή την πραγματικότητα ή σαν σχόλιο πάνω σε αυτήν;

SD: Νομίζω ότι το απάντησα κάπως στην προηγούμενη ερώτηση, αλλά προσωπικά δεν βλέπω τη μουσική μου να χωράει εύκολα σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Δεν είναι «καταφύγιο» με την κλασική έννοια, γιατί το καταφύγιο σημαίνει διαφυγή — κι εγώ θέλω οι άνθρωποι να νιώθουν μεγαλύτερη σύνδεση με την πραγματικότητα, όχι απόσταση. Από αυτή την άποψη, βλέπω τη μουσική μου πιο «αντιμετωπιστικά»: σαν να εκθέτω κάτι μπροστά μας, χωρίς καμία πιθανότητα διαφυγής, κάτι που στην καθημερινότητα συχνά βρίσκουμε τρόπους να αγνοούμε. Η ακινησία μπορεί να είναι εξαιρετικά άβολη για πολλούς, κι εγώ προσπαθώ να φέρω αυτή την αμηχανία στο προσκήνιο, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να φτάσουμε σε κάτι ουσιαστικό. Οπότε, ναι, ίσως να είναι περισσότερο σχόλιο, αλλά ούτε αυτό μου φαίνεται αρκετό. Γιατί δεν το βλέπω σαν παρατήρηση απέξω, αλλά σαν πράξη, σαν άσκηση.

K-LC: Το A Series of Actions in a Sphere of Forever σίγουρα μοιάζει και με σχόλιο και με εναλλακτική. Κανένα άλλο έργο μου δεν είχε τόσο χώρο ή «σιωπή», ούτε απαίτησε να παιχτεί με τόσο ανήσυχη, σχεδόν νευρική διάθεση. Σε αυτό το επίπεδο, οι επιλογές αποκτούν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα· δεν είναι πια το πόσο χώρο μπορούμε να γεμίσουμε, αλλά το πώς διαλέγουμε συνειδητά να τον γεμίσουμε. Ακόμα και η διαδικασία να προετοιμάσω την ηχογράφηση για τις ψηφιακές πλατφόρμες ήταν μια πρόκληση σε κάθε βήμα: οι αλγόριθμοι μου επέστρεφαν συνέχεια κόκκινα μηνύματα λάθους: «WARNING, CONTAINS SILENCE». Προειδοποίηση; Είναι σαν το ψηφιακό σύμπαν να μην έχει ακούσει ποτέ παύση, κι όμως η παύση είναι από τα πιο θεμελιώδη συστατικά της μουσικής. Η μηχανή σε κάνει να νιώθεις ότι η παύση είναι απειλή θανάτου. Ακόμα και στο mastering, υπήρχαν συνεχείς προειδοποιήσεις για thresholds συμπίεσης ή έντασης, με μια βιομηχανική εμμονή στον «ανταγωνισμό» του ακουστικού χώρου που κυριολεκτικά αποκαλείται «loudness war». Εμένα δεν με ενδιαφέρει να μπω σε κανέναν πόλεμο. Οπότε, ναι: το να δημιουργείς κάτι που η βιομηχανία δεν επιτρέπει, δεν επιδοκιμάζει και δεν χωράει στις «ανταγωνιστικές» της φόρμουλες, είναι από μόνο του ένα πολύ ενεργό σχόλιο.

Sarah Davachi

– Αν η σιωπή είναι το πρώτο υλικό της μουσικής, πώς την προσεγγίζετε;

Sarah Davachi: Από μια άποψη, σκέφτομαι τη μουσική μου σαν κάτι που αναδύεται από τη σιωπή και στο τέλος επιστρέφει σε αυτήν. Συχνά ενσωματώνω τη σιωπή απευθείας στη μουσική μου, σαν μια ακόμα υφή που απλώνεται στη μακρόσυρτη έκφραση ενός drone. Η σιωπή είναι από μόνη της μια πολύ ενδιαφέρουσα έννοια και πάντα επηρεάζει τον τρόπο που σκέφτομαι τον ήχο. Ίσως ο πιο απλός τρόπος να το πω είναι ότι αντιλαμβάνομαι τον ήχο στο πλαίσιο ενός άπειρου φάσματος εμπειριών, κι ένα μουσικό κομμάτι ή μια ζωντανή εκτέλεση είναι απλώς μια στιγμή που επιπλέει μέσα σε αυτό το συνεχές. Η σιωπή, για μένα, ενσαρκώνει αυτό το συνεχές: δεν είναι σιωπή με τη στενή έννοια της λέξης, αλλά μάλλον η απουσία ενός κατασκευασμένου ηχητικού συμβάντος. Ένας αρνητικός χώρος, που έχει εξίσου σημασία με τον εκούσιο ήχο.

K-LC: Με σεβασμό.

– Ποιος ήταν ο πρώτος ήχος ή η πρώτη εμπειρία ακρόασης που σας έκανε να σκεφτείτε: «Θέλω να ζήσω μέσα στη μουσική»;

SD: Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά θυμάμαι ως παιδί να με γοητεύουν οι δυνατοί, συνεχείς ήχοι, όπως της ηλεκτρικής σκούπας ή του σεσουάρ. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με την ιδέα ότι ένας φαινομενικά στατικός ήχος δεν είναι καθόλου στατικός· μπορεί να περιέχει απίστευτη λεπτομέρεια και μια αίσθηση εσωτερικότητας. Επίσης, μεγάλωσα στην εποχή του Walkman και αργότερα του Discman, και πιστεύω πως το να μπορώ να ακούω μουσική τόσο κοντά, με ακουστικά, σχεδόν καθημερινά, επηρέασε βαθιά το ενδιαφέρον μου για την οικειότητα με τον ήχο.

K-LC: Μάλλον η μήτρα της μητέρας μου!

– Αν έπρεπε να διαλέξετε μόνο μία ανάμνηση από μια εμφάνισή σας για να κρατήσετε για πάντα, ποια θα ήταν;

SD: Δεν είναι μία συγκεκριμένη ανάμνηση από μία συναυλία, αλλά μάλλον ένα συγκεκριμένο είδος αίσθησης που καμιά φορά νιώθω όταν παίζω και το κρατάω πολύ κοντά μου. Οι πιο σημαντικές για μένα εμφανίσεις είναι εκείνες όπου μπορώ πραγματικά να βυθιστώ στον ήχο και να είμαι παρούσα, ώστε να παίζω σε απόλυτη ανταπόκριση με αυτό που συμβαίνει στον ακουστικό χώρο· εμφανίσεις όπου μπορώ να ακούω ενεργά και να «εκτελώ ζωντανά», σε πραγματικό χρόνο. Αυτή είναι η καλύτερη αίσθηση. Συχνά όμως δεν συμβαίνει, γιατί, ως performer, βρίσκεσαι αναγκαστικά αποκομμένος από τον ακουστικό χώρο του κοινού· π.χ. όταν μπαίνει στην εξίσωση η ενίσχυση, κάθεσαι πίσω από το main PA και βασίζεσαι σε monitor, ή με κάποια είδη εκκλησιαστικών οργάνων, είσαι τοποθετημένος σε σημείο όπου δεν ακούς καλά ή έχεις την πλάτη στο κοινό, κάτι που είναι σωματικά άβολο. Οπότε, για μένα, υπάρχει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα όταν όλα κουμπώνουν τέλεια: όταν η ακουστική του χώρου είναι ιδανική, όταν μπορώ να ακούσω τι συμβαίνει και να αλληλεπιδρώ άμεσα με τον ήχο, κάτι που φέρνει καλύτερη απόδοση, και όταν το κοινό ακούει χωρίς περισπασμούς ώστε όλοι να κινούμαστε μαζί προς την ίδια εμπειρία. Δεν υπάρχει τίποτα σαν κι αυτό, είναι μια ξεχωριστή αλχημεία, και τέτοιες καταστάσεις είναι το ιδανικό για μένα. Μερικά παραδείγματα: η εκτέλεση του Long Gradus στο MoMA της Νέας Υόρκης με μέλη του Contemporaneous Ensemble τον Σεπτέμβριο του 2023, η εμφάνιση στο εκκλησιαστικό όργανο της Emmaus Kirche στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 2021 (στο πλαίσιο του Kontraklang), ή στο όργανο του Temppeliaukio Church στο Ελσίνκι τον Μάρτιο του 2019. Αυτό είναι και το υπέροχο με το Hammond B3· μπορείς να έχεις όλη την εμπειρία του ενισχυμένου ήχου, αλλά με την επιπλέον διάσταση του ακουστικού χώρου που γεμίζει.

K-LC: Grace Cathedral, Σαν Φρανσίσκο, 2023.

Kara-Lis Coverdale | Φωτ.: Norman Wong

– Μεγάλο μέρος της δουλειάς σας αντιστέκεται στην «εύκολη κατανάλωση» και στην άμεση κατηγοριοποίηση. Θεωρείτε ότι η αργότητα και η υπομονή είναι πολιτικές χειρονομίες στη σημερινή οικονομία της προσοχής;

SD: Ναι, απολύτως. Νομίζω ότι ζούμε σε ένα παγκόσμιο σύστημα σχεδιασμένο να καλλιεργεί την αποσύνδεση (από τον εαυτό μας, τους άλλους, τον κόσμο, την συναισθηματική αλήθεια κ.λπ.) και να ενισχύει καταστάσεις άγχους που μας κάνουν να νιώθουμε υπερφορτωμένοι, μουδιασμένοι, εκτός ελέγχου ή αβοήθητοι — και έτσι αδυνατούμε να κατανοήσουμε, να εκφράσουμε και να δράσουμε. Για μένα, όπως είπα και πριν, η αργοπορία και η υπομονή είναι κρίσιμα εργαλεία για να ξανασυνδεθούμε με αυτούς τους τρόπους ύπαρξης. Δεν είναι μορφές φυγής, αλλά βαθιάς ψυχολογικής και υπαρξιακής αντιπαράθεσης, συχνά με ένα είδος αντιπαράθεσης που στην αρχή μπορεί να είναι άβολο ή δυσάρεστο, αλλά που είναι εξαιρετικά σημαντικό για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και να δράσουμε με τους απαραίτητους τρόπους ώστε να προκύψει αλλαγή. Αυτός είναι και ο λόγος που αντιδρώ τόσο έντονα όταν κάποιοι χαρακτηρίζουν τη μουσική μου “ambient”. Δεν υπάρχει κάτι λάθος με την ambient, αλλά δεν βλέπω τη δική μου μουσική έτσι. Εγώ τη θεωρώ ως μέσο εμπλοκής κι όχι ως εργαλείο απόσπασης. Σε σχέση με τη σημερινή μουσική οικονομία, πιστεύω ότι η ύπαρξη αυτού του είδους μουσικής είναι πράγματι ριζοσπαστική. Μακρόσυρτη, αργή drone μουσική, που καμιά φορά είναι δύσκολη στην ακρόαση, είναι ακριβώς το αντίθετο από τα εμπορικά συμφέροντα και την κουλτούρα του streaming. Δεν προσπαθώ σώνει και καλά να φτιάξω μουσική που να είναι πιο «μακριά» ή πιο «δύσκολη» απ’ όσο χρειάζεται για να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές μου ανάγκες· αλλά προσπαθώ σίγουρα να αντισταθώ σε αυτή την πίεση να γίνω πιο εύπεπτη, πιο προσβάσιμη, πιο «αγοράσιμη».

– Και οι δύο δουλεύετε έξω από το mainstream. Θεωρείτε ότι η επιλογή να παραμένετε ανεξάρτητες — να φροντίζετε μικρότερα κοινά, να αντιστέκεστε σε κάποιες λογικές της βιομηχανίας — είναι μια πολιτική στάση;

Sarah Davachi: Αυτή η ερώτηση είναι λίγο πιο δύσκολη για μένα, και είναι κάτι που σκέφτομαι συχνά. Δεν θα έλεγα ότι δουλεύω εκτός mainstream σκόπιμα, σαν πολιτική στάση· απλώς φτιάχνω τη μουσική που θέλω να φτιάχνω, η οποία, όπως είπαμε και πριν, έχει από μόνη της πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις — κι έτυχε να είναι μουσική που κινείται πάντα έξω από το mainstream. Ωστόσο, διστάζω να πω ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να επιδιώκεται, γιατί κρύβει έναν επικίνδυνο παραλληλισμό: ότι η καλλιτεχνική ανεξαρτησία συνεπάγεται αναγκαστικά οικονομικό αγώνα. Δηλαδή δημιουργεί μια ψευδή εξίσωση, ότι η έντιμη και ηθική τέχνη δεν μπορεί να συμβιβαστεί με οικονομική σταθερότητα — κι αυτό είναι περίπου το πρόβλημα στη συζήτηση για το κοινό και τα metrics στη μουσική. Αυτό δεν μου κάθεται καλά, γιατί βέβαια ανεξάρτητοι μουσικοί, που φτιάχνουν μουσική μη εύκολα προσβάσιμη, θα έπρεπε να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς από τη δουλειά τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να γεμίζουν στάδια, να πουλάνε μαζικά δίσκους ή να κυνηγούν τεράστια online απήχηση. Θυμάμαι όταν άρχισα να παίρνω περισσότερη προσοχή και αναγνώριση, ξαφνικά υπήρξε κριτική από άτομα που με στήριζαν με πάθος στην αρχή· ήταν σαν να απογοητεύτηκαν που περισσότεροι άκουγαν τη μουσική μου. Κι εγώ σκεφτόμουν: «Μα, δεν θέλατε να ακούει ο κόσμος τη μουσική μου, να αγοράζει δίσκους, να έρχεται σε συναυλίες; Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ;». Δεν ζούμε σε αξιοκρατία, και δυστυχώς σήμερα πρέπει κάποια στιγμή να παίξεις ένα κομμάτι του “παιχνιδιού” για να στηρίξεις τον εαυτό σου και τη δουλειά σου, κι αυτό είναι χάλια. Οπότε, ίσως είναι τελικά μια πολιτική στάση το ότι δεν δέχομαι αυτές τις λογικές ούτε τις στηρίζω. Δεν είμαι διατεθειμένη να παραδοθώ στα metrics και στη λογική της online δημοφιλίας μόνο και μόνο επειδή αυτό θεωρείται επιτυχία. Το τωρινό μοντέλο της βιομηχανίας δεν πρέπει ούτε να γίνεται αποδεκτό αδιαμαρτύρητα ούτε —χειρότερα— να γιορτάζεται. Αλλά εξίσου προβληματική για μένα είναι και η ιδέα ότι ο καλλιτέχνης πρέπει «να υποφέρει» για να είναι έντιμος, ή ότι δεν πρέπει να σκέφτεται οικονομικά ζητήματα. Ναι, ίσως αυτό ενισχύει το υπάρχον σύστημα, αλλά σίγουρα δεν είναι ούτε όπως θα έπρεπε να είναι ούτε όπως χρειάζεται να είναι. Δυστυχώς ζούμε σε κοινωνία όπου χρειάζεσαι εισόδημα για να επιβιώσεις· δεν είσαι «κακός» αν θες να βγάλεις τα προς το ζην από την τέχνη σου, ούτε «ηθικά ανώτερος» αν κρατάς την τέχνη χωριστά από το πώς ζεις. Η τέχνη είναι εργασία, και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.

K-LC: Το να υπάρχεις είναι από μόνο του πολιτική πράξη, θα έλεγα. Είναι ξεχωριστό να βρίσκεις τους δικούς σου ανθρώπους μέσα από τη δουλειά, όποιο κι αν είναι το μέγεθος ή η πλατφόρμα. Κάποια πρότζεκτ κατανοούνται ευρύτερα ή «γίνονται πιο δημοφιλή» από άλλα, συχνά για λόγους που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Αλλά η διατήρηση ενός πυρήνα καλλιτεχνών και ακροατών σε πραγματικό διάλογο είναι πολύ σημαντική, γιατί δίνει αξία στην εμπειρία του καθενός με τρόπους αδιάσειστους, που μας επιτρέπουν να προχωράμε πιο δυνατοί και μαζί, ελπίζοντας ότι κάθε φορά σπρώχνουμε λίγο παραπέρα τα όρια της κατανόησης και τη μαγεία της κοινής εμπειρίας.

LINE

ΙΝΦΟ:

Ημερομηνία: Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025
Τοποθεσία: Gazarte Main Stage, Βουτάδων 34, Αθήνα 118 54
Προσέλευση: 20:30 | Έναρξη: 21:00
Περισσότερες πληροφορίες: porosi.org
Διοργάνωση: ΠΩΡΩΣΗ

Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Προπώληση καθήμενων: 26€
Ταμείο καθήμενων: 29€
Προπώληση ορθίων: 20€
Ταμείο ορθίων: 23€
ΑμεΑ-Ανέργων-Φοιτητικό: Καθήμενων 20€, Ορθίων 15€ (διαθέσιμα στο ταμείο με την επίδειξη του σχετικού πιστοποιητικού)

ΠΩΡΩΣΗ Socials
Facebook: @porosi.ath
Instagram: @porosi.ath