Το βιογραφικό του Θεοδόση Πελεγρίνη ξεκινά με τον πιο μυθιστορηματικό τρόπο που θα μπορούσε: «Γεννήθηκε το 1948 στο Σουδάν από γονείς Καρπαθίους της διασποράς.»
Το υπόλοιπο βιογραφικό του είναι μακροσκελές, εντυπωσιακό, ίσως κάπως χαωτικό.
Από το 2010 ως το 2014 διετέλεσε πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ από το 2001 έως το 2007 διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 2007 έως το 2011 πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου.
Τεράστια η συγγραφική εσοδεία του, από φιλοσοφία μέχρι λογοτεχνία. To 2007 έλαβε το Κρατικό βραβείο δοκιμίου-κριτικής για το έργο του «Από τον πολιτισμό στην πείνα». Θεατρικά του έργα, στα οποία συνέπραξε ως ηθοποιός, έχουν ανέβει σε σκηνές των Αθηνών και της ελληνικής περιφέρειας, αλλά και στο εξωτερικό.
Ο βίος και η πολιτεία του έχουν, στον χάρτη τους, ακόμα μια σημαντική πινέζα: κάθοδος στην πολιτική. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ήταν υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ τοποθετημένος στην τελευταία τιμητική θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ορίστηκε υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση Τσίπρα και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τις 5 Νοεμβρίου του 2016.
Τον Μάρτιο του 2019 ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά του για τις ευρωεκλογές 2019 με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης θυμίζει, στα μάτια μου, λίγο πολύ τον Βιτρούβιο Άνθρωπο του Ντα Βίντσι. Ένας δαιμόνιος νους, με απέραντες δυνατότητες και αστείρευτη ενέργεια. Σπανίζουν στις μέρες μας οι αεικίνητοι και πραγματικά-με guts-πολυπράγμονες άνθρωποι, με υγρό βλέμμα, με Φανερή Καρδιά.
Ο κύριος Πελεγρίνης απαντά στις ερωτήσεις του olafaq χωρίς να το πολυκουράζει, με απλότητα και σαφήνεια. Πρόκειται, πιθανώς, για την πιο «παράξενη» συνέντευξη που έχει δώσει ποτέ στην ζωή του. Αλλά αυτό μπορεί να είναι και δική μας εικασία ή προσδοκία. Για έναν άνθρωπο σαν εκείνο, με αυτές τις διαδρομές ζωής, μάλλον τίποτα, μα τίποτα όμως, δεν θα φαντάζει παράξενο.
Ούτε καν ότι δεν του αρέσει και πολύ η θάλασσα…
-Ποιο ήταν το πιο αγαπημένο σας παιχνίδι όταν ήσαστε παιδί;
Η μπάλα-το ποδόσφαιρο. Είχα φάει με το κουτάλι τα οικόπεδα και της αλάνες της Κυψέλης, όπου ζούσα. Όταν πολλά χρόνια μετά συνάντησα έναν φίλο μου από τα παλιά, επιτυχημένο πλέον επιχειρηματία, και του είπα τι δουλειά έκανα στο πανεπιστήμιο μου είπε: «Τι λε ρε, εγώ νόμιζα ότι θα γινόσουν αλήτης».
-Σε ποια θάλασσα έχετε κολυμπήσει τις περισσότερες φορές στην ζωή σας;
Σε λάθος πρόσωπο κάνετε την ερώτηση. Έχω να μπω στην θάλασσα δεκαετίες ολόκληρες. Δεν με ελκύει καθόλου. Και σε όποια παραλία βρέθηκα παλιά, πήγα ευκαιριακά –όπου αποφάσιζαν οι άλλοι, όπου πήγαινε η παρέα. Οπότε … Αυτό!
-Ποιο είναι το τυπικό πρωινό σας και πόση ζάχαρη βάζετε στον καφέ;
Κορν φλέικς με γάλα, καρύδια και μια μπανάνα κομμένη μέσα. Ανελλιπώς! Ποτέ ζάχαρη στον καφέ –τον εσπρέσο μου.
-Έχετε μετανιώσει ποτέ για την εμπλοκή σας με την πολιτική; Πώς ξεκίνησαν όλα;
Αν μετάνιωσα; Γιατί; Μια χαρά ήταν. Ήταν μια ευκαιρία να κάνω αυτό που έκανα πάντα στην ζωή μου, όποτε έτυχε να καταλάβω κάποια θέση ευθύνης: να προσφέρω ολόκαρδα την συνδρομή μου –όποιος ή όποια κι αν ήταν αυτός ή αυτή, ακόμα και ο εχθρός μου κι ο ανταγωνιστής μου, αν μου την ζητούσε. Όχι, δεν το λέω από ηθική άποψη. Απλά έτσι είμαι καμωμένος. Δούλευα πάντα με την πόρτα ανοιχτή –όχι μόνο της καρδιάς μου, αλλά και του γραφείου μου. Πώς ξεκίνησαν όλα με την σύντομη διαδρομή μου στην πολιτική –ε; Τυχαία. Όπως όλα τα σημαντικά πράγματα στην ζωή μου.
Είχα γνωρίσει το 2010 ως πρύτανης τον κ. Αλέξη Τσίπρα, τον πρόεδρο του Σύριζα του τρία τοις εκατό, στο γραφείο μου όπου με είχε επισκεφτεί. Ύστερα από περίπου πέντε χρόνια εντελώς αιφνιδιαστικά μου τηλεφώνησε, ως πρωθυπουργός εκείνος πλέον, ενώ παρακολουθούσα στην τηλεόραση στην πλατεία της περιοχής μου με φίλους μου τον αγώνα Ολυμπιακός – Άρης (έχανε 1 – 0 ο Ολυμπιακός, η ομάδα μου, όταν με πήρε), να μου προτείνει να αναλάβω υφυπουργός παιδείας. Τελικά κερδίσαμε 2 – 1. Πράματι, το τηλεφώνημά του ήταν γούρικο.
-Ποια είναι η χειρότερη εμπειρία σας ως πρύτανη;
Όταν ο υπουργός παιδείας μού άσκησε πειθαρχική δίωξη γιατί υπερασπίστηκα την απεργία των Διοικητικών Υπαλλήλων στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το δικαίωμά τους στην δουλειά. (Λόγω μνημονίου πετούσαν στο δρόμο κάποιες εκατοντάδες εξ αυτών). Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του πανεπιστημίου που ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη σε πρύτανη. Επιβίωσα, πάντως.
-Λέτε ότι η φιλοσοφία και το θέατρο είναι χώροι εξόχως συγγενικοί και συμπληρωματικοί. Δηλαδή; Δώστε μας παραδείγματα.
Αυτό που με ρωτάτε σηκώνει πολλή κουβέντα. Εκείνο, εν πάση περιπτώσει, που κληροδότησαν οι Έλληνες στον καλούμενο Δυτικό Πολιτισμό είναι ο διάλογος, τον οποίο εισήγαγαν μέσα από την φιλοσοφία και το θέατρο, τις δυο μεγάλες εφευρέσεις των, όπως προσφυώς επεσήμανε ο Νίτσε. Στο θέατρο ο διάλογος είναι προφανής. Διεξάγεται μεταξύ των προσώπων που δρουν επί σκηνής.
Ακόμη κι πρόκειται για μονόλογο, ο ηθοποιός διαλέγεται με το κοινό. Στην φιλοσοφία, επίσης, ο διάλογος αποτελεί συστατικό στοιχείο της. Όταν ο πρώτος φιλόσοφος, ο Θαλής, λέει ότι η αρχή του κόσμου είναι το νερό, ο μαθητής του Αναξίμανδρος του απαντά ότι είναι το άπειρο –επιχειρηματολογούν ο καθένας υπέρ της άποψής του. Όταν ο Ηράκλειτος ισχυρίζεται ότι τα πάντα ρει, ο μαθητής Κρατύλος του απαντά ότι, αν συνέβαινε αυτό, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ούτε να σκεφτούμε τίποτα –επιχειρηματολογούν ο καθένας υπέρ της άποψής του. Και πάει λέγοντας.
Η φιλοσοφία είναι, όπως την ορίζει ο Πλάτων, διαλεκτική, το να λες κάτι δίνοντας στον άλλο την δυνατότητα να πει την άποψή του. Με δυο λόγια, ο κοινός τόπος μεταξύ φιλοσοφίας και θεάτρου είναι ο διάλογος, που δυστυχώς λείπει από την ζωή μας σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην μπορεί να τον συναντήσει κανείς παρεκτός στην σκηνή και στις φιλοσοφικές συζητήσεις.
-Πόσες φορές μπορεί να ερωτευτεί κανείς στην ζωή του; Πόσες έχετε ερωτευτεί εσείς μέχρι στιγμής;
Πόσες φορές μπορεί να ερωτευτεί κανείς ζωή του; Τι να σας πω. Εξαρτάται τι ψυχή κουβαλάει μέσα του. Ως προς εμένα, τολμώ να σας πω: άπειρες –αν υπολογίσω και τους φευγαλέους έρωτες, τα πρόσωπα που πέρασαν από μπροστά και χάθηκαν πριν προφτάσω να αρθρώσω λέξη. Κι είναι αυτά κυρίως τα πρόσωπα που με έχουν σημαδέψει, καθώς δεν έχω να θυμάμαι τίποτα από αυτά που να με δυσαρέστησε.
-Πώς προέκυψε η υποκριτική στην ζωή σας;
Μου αρέσει να ρισκάρω. Με το θέατρο, πρέπει να πω, έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς και άλλοι καθηγητές του πανεπιστημίου –είτε ως συγγραφείς, είτε ως σκηνοθέτες, είτε ως κριτικοί, ως κάτι τέλος πάντων που δεν τους έφερνε σε άμεση επαφή με το κοινό. Το να βγεις στην σκηνή είναι, όσο κοινότυπο κι αν άκουγεται, δοκιμασία. Αλλά, πιστέψτε με, νιώθω πως αξίζει τον κόπο, και δεν μετανιώνω, παρά την χλεύη που συνάντησα και συναντώ από ανθρώπους που στην μέγιστη πλειονότητά τους δεν με έχουν δει να παίζω. Αυτή η έπαρση σεμνοτυφίας και η επίδειξη σοβαροφάνειας … τι να πω. Καλύτερα να μην πω, να τις αφήσω να αιωρούνται σαν σημάδια σκοποβολής.
-Ποια έχει υπάρξει η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σας;
Όταν ήμουν παιδί, τότε που είχα όλες τις δυνάμεις μου ακμαίες και πλεονάζουσες –σε τέτοιο σημείο, που δεν ήξερα τι να τις κάνω, και, προκειμένου να τις καταναλώσω, έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα … –έπαιζα ατέλειωτα!
-Θυμάστε τι όνειρο είδατε χθες το βράδυ;
Όχι, και γενικώς δεν θυμάμαι τι είδα στον ύπνο μου, αλλά αυτό δεν με χαλάει. Αυτά που θυμάμαι, και προτρέπω τον εαυτό μου να τα ζει ξανά και ξανά, είναι τα όνειρα που κάνω ξύπνιος, έστω κι αν ξέρω ότι τίποτα σχεδόν από αυτά που ονειρεύομαι δεν θα συμβεί. Είναι μια ρωγμή ανάσας μέσα στην πνιγηρή πραγματικότητα, μια γλυκιά παρηγοριά να βλέπεις τον εαυτό σου όπως θα τον ήθελες να σκέφτεται και να δρα.
-Τι σας λείπει πολύ; Σε βαθμό που πονάει;
Είναι ορισμένες φορές που έκανα ή είπα κάτι, και μετά έβλεπα ότι θα μπορούσα να το είχα κάνει ή να το είχα πει καλύτερα. Θα ήθελα να γυρνούσα αμέσως πίσω να διαγράψω εκείνο που έκανα ή είπα, και να το ξανακάνω ή να το ξαναπώ καλύτερα –αλλά πώς. Αυτή η αίσθηση του αδύνατου, με κάνει να μονολογώ τι σκατά είμαι.
-Και τι φοβάστε ακόμα περισσότερο;
Το σκοτάδι. Δεν με απασχολεί τόσο που θα πεθάνω και θα τελειώσουν – ίσως– όλα, όσο που θα βρεθώ στο απόλυτο σκοτάδι. Φρίκη!
-Ποια είναι η άποψή σας για τις καταλήψεις που ξεκίνησαν από το Εθνικό Θέατρο; Και για το προεδρικό διάταγμα;
Κοιτάξτε, το να ζητάς από τον άλλο να σε σεβαστεί είναι συστατικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και η κυβέρνηση, με την υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών και την έλλειψη σεβασμού προς την οντότητά τους, δείχνει το αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας (εξουσία = έξω η ουσία).
Ακόμη κι αν, παίρνοντας το μέρος της κυβέρνησης, λέγαμε ότι ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην έκδοση του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, το εύλογο ερώτημα προς αυτήν είναι: ωραία, λες, ότι ήσουν υποχρεωμένη να το κάνεις, δεν θα έπρεπε να είχες προετοιμάσει τους ενδιαφερόμενους καλώντας τους εγκαίρως να καλύψουν τα κριτήρια που θα έπρεπε να πληρούν ώστε να μην υποβαθμιστούν σε αποφοίτους λυκείου;
Τέσσερα χρόνια που βρίσκεται η εν λόγω κυβέρνηση εξουσιάζει τον βίο μας, τι έκανε; «Πολιτική» είναι άνθρωποι, και δυστυχώς η πολιτική έχει ξεφύγει τόσο, ώστε κάθε άλλο παρά τους ανθρώπους σκέφτεται. Με νούμερα και υπονοούμενα ασχολείται.
-Τι απασχολεί την σκέψη σας αυτήν την περίοδο;
Το μέλλον μου, όσο κι αν ξέρω εκ των πραγμάτων ότι είναι άπιαστο, αφού ό,τι κι αν επιδιώξω, την επόμενη στιγμή θα γίνει παρελθόν. Είμαι, είμαστε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο παρελθόν μας.
-Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας πάθος, τελικά;
Δυστυχώς, όσο κι αν έχω βιώσει το πάθος σε αρκετές στιγμές στην ζωή μου, το μεγαλύτερο, εκείνο που θα με εκτινάξει μακριά – στον παράδεισο; στην κόλαση;– δεν το έχω ζήσει. Νιώθω ένα κενό μέσα μου, έτοιμος να καταποντιστώ εντός του.
Το πάθος, έλεγε ο Βολταίρος, αν θυμάμαι, είναι ό,τι ο άνεμος για το ιστιοφόρο. Μπορεί να σε πετάξει στα βράχια, αλλά και να σε σπρώξει να φύγεις μπροστά –κι όσο μεγαλύτερη δύναμη κρύβει μέσα του, τόσο πιο γρήγορα θα φύγεις μπροστά και πιο μακριά.
ΥΓ: Την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου, στις 18:00, στο βιβλιοπωλείο IANOS, ο Θεοδόσης Πελεγρίνας μάς προσκαλεί στην παρουσίαση των 4 πρόσφατων θεατρικών έργων του. Ομιλητές θα είναι η καθηγήτρια Κυριακή Πετράκου, η καθηγήτρια Κωνσταντίνα Ζηροπούλου και ο σκηνοθέτης Νίκος Παροίκος. Συντονίστρια η θεατρολόγος Δέσποινα Κοσμοπούλου.