Όταν η Ραφίκα Σαουίς ήταν μικρή όλα τα κεφάλια γύριζαν προς το μέρος της με το που συστηνόταν. Μπαμπάς Σύριος, μαμά Ελληνίδα, σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, περφόρμανς σε όλο τον κόσμο και δουλειά με τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα της Μόρια. Η Ραφίκα έχει ξεπεράσει μέσα της τα σύνορα, έχει οικουμενική ματιά, κοιτά το μέλλον και εστιάζει στον άνθρωπο από όπου κι αν προέρχεται.
Το ευρύ κοινό τη γνώρισε φέτος χάρη στη συμμετοχή της στην τηλεοπτική σειρά «Γλυκάνισος». Από το Σάββατο 22 Οκτωβρίου θα μπορείτε να την απολαύσετε στην παράσταση «Παιχνιδοποιός» στο Μικρό Γκλόρια.
Τη συνάντησα στην πολύβουη Ασκληπιού μετά την πρόβα της και συζητήσαμε για όσα συμβαίνουν στη ζωή της αυτή την περίοδο αλλά και για όσα έζησε στο παρελθόν και θα τη συντροφεύουν για πάντα.
– Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με την περφόρμανς;
Αδελφός μου είναι ο εικαστικός Μιχάλης Αργυρού. Με περνάει 17 χρόνια κι έτσι κατά κάποιο τρόπο μεγάλωσα μέσα στην Καλών Τεχνών, πήγαινα να τον βρω μέσα στα εργαστήρια, τον παρακολουθούσα να δουλεύει με το μέταλλο και έτσι υπήρχε όλος αυτός ο κόσμος κοντά μου. Επίσης για πάρα πολλά χρόνια ασχολούμουν με τον χορό, χόρευα και επαγγελματικά συνεπώς το σώμα ήταν πολύ σημαντικό εργαλείο για εμένα. Τελειώνοντας το Εθνικό, έκανα τα ταξίδια μου έξω για να συνεχίσω τις σπουδές μου και γυρνώντας δούλεψα τον πρώτο χρόνο στο Εθνικό. Τον δεύτερο χρόνο το τηλέφωνό μου δεν χτύπησε. Τότε αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου και γρήγορα κατάλαβα ότι δεν λειτούργησα μόνο με θεατρικά εργαλεία. Ξεκίνησα μεν με ερεθίσματα θεατρικά, αφού αυτές είναι οι γνώσεις μου, αλλά σύντομα άρχισα να δημιουργώ εγκαταστάσεις, ένα πλαίσιο με διαφορετικά υλικά και πώς αυτά επηρεάζουν το σώμα. Μετά άρχισα να το ψάχνω περισσότερο αφού είδα ότι ο δρόμος μου με πάει προς τα εκεί και ότι αυτό τελικά είναι που μου κινεί το ενδιαφέρον. Έτσι μπήκα σιγά σιγά στον χώρο της περφόρμανς.
– Υπάρχει μια προκατάληψη για κάποιον που είναι και ηθοποιός και περφόρμερ, όπως εσύ, ότι πρέπει να διαλέξει είδος και ότι δεν είναι θεμιτό να μπαινοβγαίνει μια στο ένα, μια στο άλλο;
Δεν υπάρχει μια αντίληψη ότι δεν μπορείς να «μπαινοβγαίνεις» αλλά πρέπει να υπάρχει στο μυαλό σου ξεκάθαρα ότι είναι κάτι διαφορετικό η περφόρμανς από το θέατρο. Είναι άλλα τα εργαλεία, άλλοι οι κανόνες, είναι δυο διαφορετικά παιχνίδια. Κι εγώ όταν διδάσκω σε σεμινάρια περφόρμανς εξηγώ στους ανθρώπους ότι η περφόρμανς δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με το κομμάτι του «παίζω έναν ρόλο», με το κομμάτι της υποκριτικής. Στην περφόρμανς δεν υποδύεσαι κάποιον. Πρόκειται για διαφορετικό πλαίσιο και για διαφορετικούς κανόνες.
– Έχεις παρουσιάσει περφόρμανς όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το ελληνικό κοινό διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα κι αν ναι, σε τι;
Το κοινό σε κάθε χώρα διαφοροποιείται ανάλογα με την καθημερινότητα και την ιστορία της. Μια από τις πρώτες περφόρμανς που είχα παρουσιάσει ήταν στο Ίδρυμα Κακογιάννη και αφορούσε στον πόλεμο. Εδώ συμμετείχε το κοινό και κυλούσε καλά. Όταν όμως την πήγαμε στο Βελιγράδι οι άνθρωποι έκλαιγαν, έβριζαν, θύμωναν και γενικά είχαν έντονα συναισθήματα γιατί είχαν πολύ πιο πρόσφατο αυτό το βίωμα. Όταν την πήγαμε στη Σουηδία οι άνθρωποι είχαν προθυμία και περιέργεια να μπουν σε όλο αυτό. Δεν έχει λοιπόν τόσο με το πόσο εξοικειωμένος είναι κάποιος με την περφόρμανς αλλά με την προσωπική εμπειρία. Όταν είχαμε κάνει τις «Τρωάδες» στο Μπενάκη ήταν μια τεράστια εγκατάσταση που εκτεινόταν σε τρία δωμάτια. Το πρώτο δωμάτιο ονομαζόταν «Το σφαγείο» και ήταν ένα ψυγείο με 40 γυμνούς ανθρώπους. Ο επισκέπτης έπρεπε να παραμερίσει τα γυμνά σώματα για να πάει στο επόμενο δωμάτιο. Οι συνολικά 60 περφόρμερς δεν ήταν μόνο Έλληνες, κάποιοι ήταν Σύριοι, Ιρανοί, Ιταλοί είχαμε κοινό και από άλλες χώρες. Για τον καθένα ήταν μια διαφορετική εμπειρία. Άλλοι ήταν πολύ άνετοι με τη σάρκα, άλλοι έμεναν στο κέντρο του δωματίου σαν στο μέσο μιας γυμνής αγκαλιάς, άλλοι ένιωθαν σιχασιά, άλλοι αναζητούσαν την επαφή και έκλαιγαν. Εμένα πάντα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δραστηριοποιούνται οι αισθήσεις των άλλων. Θέλω να το ζήσει το κοινό κι ας πουν κάποιοι «τι βλακεία είναι αυτή που είδα», δεν γίνεται σε όλους να αρέσει.
– Τώρα είσαι στις πρόβες για το έργο «Παιχνιδοποιός» που κάνει πρεμιέρα στις 22 Οκτωβρίου.
Σωστά. Αυτή είναι μια θεατρική παράσταση. Το έργο είναι ψυχολογικό θρίλερ που έχει τρομερό σασπένς. Ξεκίνησα να το διαβάζω και το «ρούφηξα» μέσα σε ένα απόγευμα. Έχει κινηματογραφική γραφή γι’ αυτό και είχε πάρει τα δικαιώματά του ο Μπράιν Ντε Πάλμα για να το γυρίσει ταινία, αλλά δεν πρόλαβε. Χαίρομαι που το κάνουμε με τον Αλέξανδρο Κοέν που μας έχει δώσει το πλαίσιο για να πειραματιστούμε μαζί με τον Γιώργη Παρταλίδη. Είναι πολύ σύγχρονο έργο, έχει να κάνει με έναν άνδρα που λοβοτομεί γυναίκες και τις αφήνει «φυτά». Εγώ υποδύομαι μια κλινική ψυχολόγο που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη με το ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης αλλά που ταυτοχρόνως εμπλέκεται συναισθηματικά με αυτή την υπόθεση. Τρελαίνεται με το κενό του νόμου που δεν καταδιώκει αυτόν τον άνθρωπο ως δολοφόνο αλλά ως δράστη ενός αδικήματος που επισύρει ελαφριά ποινή και ταυτόχρονα έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον της. Το έργο μιλά για τη χειραγώγηση της κοινωνίας και για το πώς μας βάζει σε συγκεκριμένα «κουτάκια» και θέτει αυστηρά όρια συμπεριφοράς. Για εμένα είναι απόλυτα υγιές να εμπλέκεσαι συναισθηματικά όταν κάτι σε «τρώει». Είναι πιο ανθρώπινο να είσαι ελεύθερος να αναζητήσεις την ταυτότητά σου και το ποιος είσαι. Δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει ότι τρώμε και τα μούτρα μας σε όλη αυτή την αναζήτηση.
– Παράλληλα, κάνεις για πρώτη φορά τηλεόραση και βρίσκεσαι στην σειρά «Γλυκάνισος», την πρώτη ελληνική σειρά που επικεντρώνεται στο προσφυγικό.
Ποτέ δεν κατέκρινα την τηλεόραση, βρίσκεται κι αυτή στη σφαίρα της δουλειάς του ηθοποιού. Όπως ως περφόρμερ μπορείς να παρουσιάσεις μια περφόρμανς σε ένα γκράντε, συγκλονιστικό μουσείο άλλο τόσο μπορεί να θες την παρουσιάσεις στον δρόμο ή σε μια παιδική χαρά. Είναι σημαντικό να μπορείς να αναμετρηθείς με όλα τα μέσα, να είσαι ανοιχτός γι’ αυτό. Όταν είσαι ηθοποιός γιατί να μην κάνεις τηλεόραση, γιατί να μην κάνεις σινεμά, γιατί να μην κάνεις θέατρο. Αν θεωρείς ότι το πλαίσιο είναι σωστό, πως η εργασία είναι αξιοπρεπής και ότι σου προσφέρει οικονομικά γιατί να μην το κάνεις; Ένας από τους λόγους που ήθελα να κάνω αυτή τη σειρά είναι ότι ο μπαμπάς μου είναι Σύριος, η μαμά μου Ελληνίδα, και ήθελα να υποδυθώ έναν χαρακτήρα που να φέρει στην μικρή οθόνη πράγματα από την κουλτούρα των Σύριων και να έρθω κι εγώ σε επαφή με αυτή μου την πλευρά. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό το εγχείρημα γιατί φέρνει την εμπειρία της σύγχρονης ιστορίας στην τηλεόραση. Είναι ένα δύσκολο θέμα για να το προσεγγίσεις όμως ο Γιώργος Κυρίτσης έχει κάνει ενδιαφέρουσα δουλειά στο επίπεδο της μυθοπλασίας και έχει ζουμί γιατί η υπόθεση φωτίζει την ταξική διαφορά και το πώς οι κατατρεγμένοι χάνουν τα δικαιώματά τους αλλά και πώς ενσωματώνονται. Νομίζω ότι όλοι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε στον «Γλυκάνισο».
– Έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα. Ποιες συμπεριφορές αντιμετώπισες όταν συστηνόσουν ως Ραφίκα Σαουίς;
Όταν έλεγα ότι με λένε Ραφίκα όλα τα κεφάλια γύριζαν προς τα εμένα. Απλώς όταν μεγάλωνα εγώ οι Άραβες δεν ήταν ταυτισμένοι στο μυαλό των Ελλήνων με την προσφυγική κρίση. Υπήρχαν άλλα στερεότυπα τότε, περί πετρελαίων για παράδειγμα. Ναι, υπήρχε μια φολκλόρ αντιμετώπιση όταν έλεγα ότι είμαι μισή Σύρια αλλά ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει bullying, ίσα ίσα. Μετά άλλαξαν κάπως τα πράγματα, με το που ξέσπασε η προσφυγική κρίση. Θυμάμαι λοιπόν ότι τότε άλλαξε η πρόσληψη χωρίς όμως να δεχτώ ρατσισμό. Όταν έπαιζα στις «Δούλες» στο Εθνικό είχε έρθει μια κυρία στα παρασκήνια για να μας συγχαρεί για την παράσταση, όταν με ρώτησε λόγω του ονόματος μου από πού είμαι και είπα ότι ο μπαμπάς είναι Σύριος μου είπε κατευθείαν «Α, πώς μάθατε τόσο γρήγορα ελληνικά; Και βρήκατε δουλειά και στο Εθνικό. Μπράβο σας!». Ήταν λίγο αστείο. Ξαφνικά ταυτίστηκα με την προσφυγιά.
– Έχεις εμπλακεί και ως ακτιβίστρια στο προσφυγικό;
Ναι, επειδή με ενδιαφέρουν πολύ τα παιδιά έμεινα για δύο χρόνια στη Μόρια μαζί με τα ανήλικα ασυνόδευτα. Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά-φαντάσματα. Δυστυχώς δεν τα αξιολογούμε ως μελλοντικούς πολίτες αλλά ως παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Η ροή προσφύγων, ειδικά στην αρχή, ήταν τεράστια και εδώ δεν υπήρχε το know how. Έγιναν πολλά λάθη όχι μόνο πολιτικών αποφάσεων αλλά και λόγω άγνοιας. Για παράδειγμα επειδή δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις έβαλαν τα ασυνόδευτα παιδιά σε εγκαταλελειμμένες φυλακές για λόγους ασφαλείας. Τι συμβαίνει όμως με την ψυχολογία του παιδιού; Είναι δυνατόν να το κάνεις να αισθάνεται φυλακισμένο; Κανονικά η διαδικασία είναι να ενημερώνεται το ασυνόδευτο ανήλικο από ορκωτό δικηγόρο για τα δικαιώματά του, για την αίτησή του, ότι δεν χρειάζεται να ταξιδέψει παράνομα. Δεν τα έκαναν αυτά. Δεν τους έλεγαν τίποτα και τα άφηναν έρμαια της μοίρας τους. Τα παιδιά αυτά ήταν μόνα τους, φοβισμένα, παρατημένα και η μόνη τους σκέψη ήταν να βρουν τρόπο να το σκάσουν. Έτσι ευνοήθηκε το trafficking και τα κυκλώματά του. Έτσι έχουν χαθεί τα ίχνη 50.000 παιδιών, μέχρι πέρσι.
– Εσένα ποιος ήταν ο ρόλος σου εκεί;
Βρέθηκα στη Μόρια μέσω μιας επαφής με τους Γιατρούς του Κόσμου. Ως ηθοποιός η αποστολή μου ήταν η εμψύχωση. Αλλά δεν έκανα μόνο αυτό. Οκ, να παίξεις μαζί τους, να χορέψεις, να πεις τραγουδάκια αλλά υπάρχουν πιο επιτακτικές ανάγκες. Δουλέψαμε πολύ με τα παιδιά πάνω στην ελπίδα. Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν ότι το να είσαι ευάλωτος δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη. Χρησιμοποίησε τα social media για να ακουστείς. Χρησιμοποίησε την ευαλωτότητά σου για να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου.
– Έχεις κρατήσει επαφή με τα παιδιά;
Με όλα. Τώρα πια δεν είναι παιδιά, είναι ενήλικες. Όσα έφυγαν για Γερμανία είχαν μια ευκαιρία να συνεχίσουν τους σπουδές τους. Άλλα εγκατέλειψαν τα όνειρά τους, τα περισσότερα γίνονται εργάτες. Είναι κρίμα που είναι συγκεκριμένη η πορεία τους. Είναι λυπηρό γιατί όταν έχεις περάσει τέτοιες καταστάσεις πραγματικά είσαι ικανός να βάλεις το δικό σου λιθαράκι για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να είναι η ελπίδα μας, αλλά δεν είμαστε έξυπνοι. Υπήρχε ένας κανιβαλισμός, γενικά.
Info: «Παιχνιδοποιός» του Γκάρντνερ ΜακΚέυ. Μετάφραση-Σκηνοθεσία : Αλέξανδρος Κοέν. Πρωταγωνιστούν Ραφίκα Σαουίς & Γιώργης Παρταλίδης. Παραστάσεις: Σάββατο 21.15 & Κυριακή 20.15. Μικρό Γκλόρια, Ιπποκράτους 7. O «Γλυκάνισος» προβάλλεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 18:45 στον ΣΚΑΪ.