Μπήκε στο θέατρο Βεάκη με το κράνος στα χέρια και με μια φράση στα χείλη. «Ευτυχώς σε λίγο θα ησυχάσω πάνω στη σκηνή». Το ραντεβού για τη συνέντευξη μας είχε οριστεί λίγες ώρες προτού μεταμορφωθεί σε Έντι Καρμπόνε, στον λιμενεργάτη που βιώνει ένα ανομολόγητο έρωτα για την ανιψιά της γυναίκας του, την οποία μεγαλώνει σαν δικό του παιδί. Το κείμενο του Άρθουρ Μίλερ «Ψηλά από τη Γέφυρα» λειτούργησε πυροδοτικά για μια συζήτηση για το χρόνο, την ευτυχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την προδοσία.
Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης συναντά την ευτυχία, λέει, σε μια μέρα με θερμοκρασία 27 βαθμούς Κελσίου, με ωραίες μυρωδιές, δίχως διαμάχες και με πρόβα. Δείχνει να αντιλαμβάνεται την προδοσία με τρόπο ανάλογο με τον Αμερικανό συγγραφέα. Η πρόκληση είναι, και για τους δυο, να μη προδίδουμε τον εαυτό μας και την αλήθεια μας. Αποκαλύπτει τις ρίζες της κοσμοθεωρίας του και τον τρόπο -βάσει των δικών του βιωμάτων- που ξεπερνά κάποιος τις κτητικές αντωνυμίες στην αγάπη. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολλές ακόμα ώρες. Η αντίληψη του για τη ζωή, τους ανθρώπους και τα κείμενα που ερμηνεύει είναι σπάνια. Ίσως γιατί επιτρέπει να τον οδηγούν σε μονοπάτια που δεν είχε φανταστεί πως υπήρχαν και που δίνουν χώρο μέσα του σε κόσμους που δεν είχε φανταστεί.
– Θα ξεκινήσω με μια ερώτηση εκτός πλάνου που αφορά αυτό που είπες μπαίνοντας. Αλήθεια μόνο στη σκηνή ησυχάζεις;
Ναι, μόνο στη σκηνή ησυχάζω. Εκεί δεν μπορεί να με διακόψει κανείς. Εκεί έχεις ησυχία, δεν έχεις ούτε τηλέφωνα, ούτε υποχρεώσεις ούτε τίποτα. Η ζωή μέσα στην πόλη είναι μια βαβούρα
– Δεν διατρέχει το νου σου καμία σκέψη την ώρα που παίζεις, ούτε σε καταβάλει κάποιο άγχος;
Υπάρχει τεράστια σιωπή. Έχει πολλή ησυχία το κεφάλι μου. Το άγχος εξαρτάται από την πρόβα που έχει κάνει. Όλα τα πράγματα θέλουν πρόβα.
– Ποιο μέρος στον πλανήτη λειτουργεί σαν καταφύγιο για σένα;
Η Τήνος και η Τοσκάνη ή οπουδήποτε έχει αγώνες μοτοσυκλέτας όπως το Isle of Man.
– Στην καθημερινότητα σου, μια ημέρα σου εκτός θεάτρου έχει τόση φασαρία;
Έχουμε τόσες υποχρεώσεις ο καθένας μας. Τηλέφωνα, τράπεζες, αγορές, πληρωμές. Σκέφτομαι έναν τύπο στην Τήνο να φτιάχνει τα μελίσσια του και λέω πως σίγουρα θα έχει διαφορετική ηχορύπανση από έναν άνθρωπο στην πόλη.
– Έχω όμως την αίσθηση πως δεν μιλάς μόνο για τη ηχορύπανση που προέρχεται από έξω αλλά για έναν εσωτερικό θόρυβο..
Ναι, υπάρχει και εσωτερικός θόρυβος. Γι’ αυτό στη σκηνή βρίσκω το φίλο μου τον Έντι Καρμπόνε και ησυχάζω.
– Είναι τρομερά επίκαιρος αυτός ο ρόλος. Θίγει ένα είδος αιμομικτικής επιθυμίας παρόλο που δεν πρόκειται για σχέση αίματος. Βλέπουμε έναν άντρα σε πατρικό ρόλο που αναπτύσσει αισθήματα για το κορίτσι που μεγαλώνει…
Ο Έντι Καρμπόνε δεν είναι κάποιος που έχει μια σαρκική επιθυμία ή κάποια σκοτεινή επιθυμία. Αυτό που θέλει να δείξει ο Μίλερ είναι κατά πόσο προδίδει κάποιος το συναίσθημα του. Προδίδει όλη του τη ζωή αλλά όχι το συναίσθημα του.
– Ισχύει για σένα πως η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια όπως λέει ο Άρθουρ Μίλερ;
Αν το σκεφτείς πρακτικά, όσες φορές έχεις προδώσει κάτι, έχεις πάει σε αυτό που πραγματικά θα ήθελες να έχεις. Η Δημουλά το λέει ωραία. Όταν φεύγεις από κάτι σημαίνει πως πλησιάζεις κάπου αλλού, όχι ότι απομακρύνεσαι από τα πάντα. Και σίγουρα δεν μπορείς μετά από αυτό να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Ο ίδιος συγγραφέας λέει «πιο εύκολα παίρνεις πίσω ένα εκατομμύρια δολάρια που σου έκλεψαν παρά κουβέντα που σου έκλεψαν από το στόμα».
– Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε σε αυτό το έργο;
Το ότι ο συγγραφέαςαυτό μπορεί να με οδηγήσει σε μονοπάτια που δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν, να δώσει χώρο μέσα μου σε κόσμους που δεν είχα φανταστεί πως υπάρχουν. Ο Έντι δεν θέλει να φύγει η Κάθριν από το χωροχρόνο του. Υπομένει σαν Προμηθέας. Θέλει να σταματήσει ο χρόνος σε εκείνη τη στιγμή. Όταν έρχεται μια στιγμή ευτυχίας δεν θέλεις να φύγει. Θέλεις να κρατήσει για πάντα. Ένα «σ’ αγαπώ», μια σκέψη, μια αγκαλιά, ένα βλέμμα, ένας οργασμός. Η ίδια η ζωή σου λέει πως η ζωή είναι σαν το νερό. Δεν μπορεί να μείνει στο χέρι σου, θα εξατμιστεί, ακόμα κα αν το κρατήσεις καλά. Θα το απορροφήσει το σώμα σου. Αυτό που εμένα με ελκύει στην ιστορία είναι πως χρόνος έχει σταματήσει για τον Έντι Καρμπόνε, στο σημείο που θαυμάζει. Δεν το ομολογεί ποτέ. Θυμώνει όταν του το λένε. Γιατί αγαπάει και τη γυναίκα του παρόλο που καταλαβαίνει πως υπάρχει ερωτική απομάκρυνση. Ο Μίλερ δεν γράφει για αστούς ή λαϊκούς αλλά για τα πάθη των ανθρώπων. Γι’ αυτό είναι σαν τραγωδία του Σοφοκλή.
– Θα έλεγα πως και οι ερμηνείες σας είχαν κάτι από τραγωδία..
Δεν το ξέρω. Δεν την έχω δει ποτέ αυτή την παράσταση μέχρι τώρα, για να είμαι ειλικρινής. (γελά)
– Εννοείς, να φανταστώ, την παράσταση που παίζεις τώρα, όχι άλλες εκδοχές της, σωστά;
Ναι ναι, τη συγκεκριμένη , εννοώ! (γελά) Έχω δει πολλές άλλες εκδοχές, ελληνικές και ξένες, έχω μελετήσει και το υλικό.
– Ο Μίλερ φωτίζει μια ανθρώπινη επιθυμία που γίνεται βασανιστική τόσο για τον ήρωα όσο και για τους γύρω του, χωρίς, ωστόσο, να την κρίνει. Πως αισθάνεσαι απέναντι στο χαρακτήρα που υποδύεσαι;
Ναι, δεν κρίνει την επιθυμία του ήρωα. Κι εγώ θέλω να συγχωρώ τους χαρακτήρες για να μπορώ να τους αθωώνει μέσα μου. Ο Μίλερ δεν κρίνει. Ασχολείται με την κοινωνία και πόσο καταπιεσμένη είναι.
– Για αυτό και παραμένει επίκαιρος. Πόσο καταπιεσμένοι είμαστε σήμερα;
Ακόμα και σήμερα ασχολούμαστε με το τι θα πει ο κόσμος.
Στις πατριαρχικά δομημένες κοινωνίες ακόμα και οι σχέσεις – ιδίως οι πατρικές / μητρικές, δεν έχουν κάτι ιδιοκτησιακό;
Δεν μου αρέσουν οι κτητικές αντωνυμίες. Δεν τις μπορώ. Ζω τη ζωή όπως έρχεται τώρα. Προσπαθώ να αγκαλιάζω τα πάντα γύρω μου όπως έρχονται και καλά και κακά, αναλαμβάνω την ευθύνη των συνανθρώπων μου, της αγάπης μου, του σπιτιού μου, να ζω σε ένα καθαρό και υγιές περιβάλλον αλλά δεν θα χωρέσει πουθενά το σπίτι μου. Αναγνωρίζω πως στο τέλος θα φύγω μόνο με το σώμα που έχω. Δεν είναι τίποτα δικό μου. Αν δω τον κολλητό μου να οδηγεί τη μηχανή μου, είμαι δέκα φορές χαρούμενος παρόλο που είναι δικιά μου.
– Αυτή η απάρνηση της κτητικότητας μπορεί να ισχύσει και σε μια ερωτική συνθήκη;
Ο έρωτας είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πράγμα. Από μόνος του δημιουργεί συνθήκες που περιορίζουν. Ο έρωτας έρχεται σε μια συνθήκη συγκεκριμένη και όσο όμορφος κι αν είναι κάποια στιγμή θα φύγει. Η αγάπη όμως είναι το αποτέλεσμα του έρωτα μεταξύ δυο ανθρώπων που δημιουργούν μια υγιή σχέση, όσο υγιής μπορεί να είναι, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ατέλειες τους. Δυο άνθρωποι στην αγάπη ξεπερνούν τη σεξουαλικότητα τους και λένε μου είσαι αναγκαία, μου είσαι αναγκαίος, είσαι ο συνάνθρωπος μου. Αν είναι τόσο τυχεροί και μπορούν να κάνουν έρωτα μετά από σαράντα χρόνια, χαίρομαι που θα είναι η εξαίρεση που θα επιβεβαιώνει τον κανόνα.
– Πως ξεπερνάει κανείς τις κτητικές αντωνυμίες στην αγάπη;
Πάντα υπάρχει κάτι εγωιστικό στον έρωτα. Όταν καταλάβει πως τίποτα δεν είναι δικό του και πως η ερωτική συνύπαρξη είναι σαν μια υπέροχη άνοιξη στο Πήλιο. Αλλά συνήθως έρχεται φθινόπωρο και χειμώνας αλλά και το καλοκαίρι.
– Που έχει τις ρίζες της αυτή η κοσμοθεωρία;
Μεγαλώνοντας έχασα έναν από τους καλύτερους μου φίλους. Εκεί κατάλαβα ότι η ζωή είναι ένα τίποτα και πως κάθε μέρα πρέπει να την ζεις με τον καλύτερο τρόπο. Πόσο πιο απλό να είναι το μάθημα; Να μην παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου, δεν χρειάζεται. Αλλά αυτό που κάνεις να το παίρνεις πολύ σοβαρά.
– Ποιο βιβλίο υπήρξε σταθμός στη ζωή σου;
Έχω πάρα πολλά βιβλία στο κεφάλι μου. Θα σου πω κάτι που διάβασα στην πέμπτη δημοτικού και κάθε φορά που το διαβάζω καταλαβαίνω κάτι διαφορετικό, τον Μικρό Πρίγκηπα.
– Θυμάμαι από την προηγούμενη συνέντευξη μας πως μεγάλωσες με τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα σου και όχι με τη βιολογική σου μητέρα. Τι ρόλο παίζει αυτό το βίωμα στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τους ρόλους σε αυτό το έργο;
Από τα δέκα μου με μεγάλωσε η Νάντια. Παντρεύτηκαν όταν ήμουν 8. Στην αρχή δεν ήμουν εύκολος στην αποδοχή ενός άλλου ανθρώπου. Η μητέρα μου ζούσε στην Αγγλία και εγώ κάθε τέσσερις μήνες ζούσα για λίγο εκεί. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.
– Πως κλιμακώθηκαν οι σχέσεις μέσα σε αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη;
Οι σχέσεις μας είναι λειτουργικές απ’ όλες τις πλευρές. Αν δεν ήταν η συμπεριφορά της μάνας μου και η νοοτροπία της Νάντιας δεν θα είχα μια τόσο υγιή σχέση με όλους. Αυτό είναι ευχή και κατάρα γιατί δύσκολα βρίσκεις γυναίκες σαν κι αυτές.
– Είναι γυναίκες πρότυπα για σένα;
Στο κομμάτι της η καθεμία, ναι. Η Νάντια σίγουρα είναι. Τη μάνα μου δεν την έχω ζήσει τόσο πολύ. Αλλά την έχω δει να παλεύει για τα ιδανικά της και τη ζωή της.
– Δεν σκέφτηκες ποτέ να μείνεις μαζί της στην Αγγλία;
Όχι, βρέχει πολύ εκεί… (γελά)
– Το προσωπικό σου βίωμα, το να σε μεγαλώνει ένας άνθρωπος που δεν είναι ο βιολογικός σου γονέας, σε επηρέασε στον τρόπο που αντιμετώπισες το ρόλο;
Η Νάντια, σίγουρα, δεν είναι ο Έντι Καρμπόνε ( γελά). Το έργο που ζήσαμε εμείς ήταν διαφορετικό. Με αγάπη και σεβασμό. Είχε πολύ χώρο μέσα της η Νάντια όταν γνώρισε τον πατέρα μου για να αφήσει στην άκρη το εγώ της.
– Πως βλέπεις τη Μπεατρίς, τη γυναίκα του Έντι Καρμπόνε, ως μοντέλο γυναίκας;
Δύσκολος χαρακτήρας η Μπεατρις. Δεν φεύγει ποτέ. Είναι η γυναίκα μάνα. Είναι ταγμένη στο ρόλο της. Είναι η Εύα στα 70. Ο ρόλος είναι συμπαντικός. Υπάρχουν άραγε τέτοιοι άνθρωποι;
– Υπάρχουν;
Εύχομαι να υπάρχουν!
– Βλέποντας σε τώρα στο «Ψηλά από τη Γέφυρα», μου ερχόσουν στο νου στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» του Σμιτ, που ανέβασες πέρυσι. Σαν να υπάρχει κάτι κοινό στους συγγραφείς ή στα ζητήματα που πραγματεύονται. Τι σε κάνει να επιλέγεις ένα έργο;
Ο τρόπος που αφηγείται ένας συγγραφέας όλα όσα με βασανίζουν σαν άνθρωπο και έχουν να κάνουν με το συναίσθημα και την αγάπη. Θυμάσαι το πρώτο σου φιλί που σου άρεσε; Θυμάσαι μια στιγμή που διψάς και κάποιος σου δίνει ένα ποτήρι νερό και είναι τόσο ωραίο; Θυμάσαι ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο λούνα παρκ και όλα είναι τόσο ωραία που γεμίζουν τα μάτια σου με γεύσεις; Αν όλα αυτά μπορούσα να τα συμπτύξω, θα σου έλεγα πως αυτό έπαθα διαβάζοντας τις «Αινιγματικές Παραλλαγές» πριν από 11 χρόνια. Το ίδιο μου συμβαίνει στο «Ψηλά από τη Γέφυρα», όταν ξεκινά η παράσταση. Είναι μια γλυκόπικρη στιγμή. Όταν διάβασα το βιβλίο κατάλαβα πως ο χρόνος φεύγει. Για μένα είναι σημαντικό όταν ανοίγω ένα βιβλίο να σκέφτομαι το πρώτο μου φιλί, τότε που έχασα το χωροχρόνο.
– Ποιο κείμενο θα ήθελες να ανεβάσεις στο προσεχές μέλλον;
Του χρόνου θα ανεβάσουμε ξανά τις «Αινιγματικές Παραλλαγές» γιατί ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση που πάρα πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να δουν την παράσταση, δεν μπόρεσαν να βρουν θέση. Σίγουρα αν με έχει ο θεός καλά θα ήθελα να ανεβάσω τον Ληρ.
– Γιατί;
Για όλα όσα σου είπα πριν. Απλά πρέπει να γεράσω πρώτα λίγο ακόμα.
– Έχω την αίσθηση πως είδα έναν αρκετά διαφορετικό Πυγμαλίωνα μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που είχα να σε δω από την τελευταία συνέντευξη.
Εύχομαι να είναι καλύτερο αυτό που βλέπεις τώρα.
– Είναι. Αλλά νιώθω σαν να έχει πιο πολύ βάσανο η σκέψη σου.
Ισχύει, έχει. Αλλά έτσι δεν πρέπει να είναι όσο μεγαλώνουμε;
– Τι μπορεί να σου βασανίσει τη σκέψη σήμερα;
Με βασανίζει πως τα νέα παιδιά αποφασίζουν για την επαγγελματική τους δραστηριότητα είναι τηλεκατευθυνόμενα. Κακώς βομβαρδίζουμε το μυαλό ενός παιδιού με την ανασφάλεια της φτώχειας μας, όχι μόνο πρακτικά αλλά και της εσωτερικής μας φτώχειας.
– Εσένα οι γονείς σου σε άφησαν να ακολουθήσεις αυτό που θέλεις χωρίς αντιρρήσεις ή εμπόδια;
Δόξα τω θεώ, ναι.
– Τι άλλο σου αρέσει εκτός από το να υποδύεσαι ρόλους;
Να μαγειρεύω.
– Τι είναι η μαγειρική για σένα;
Αγάπη με ανιδιοτέλεια. Όταν μου αρέσει το φαγητό τραγουδάω, μουρμουράω να έτσι..( σιγομουρμουρίζει τραγουδιστά) Η μαγειρική είναι μνήμη. Η κανέλα μου θυμίζει τη γιαγιά μου. Έχει άλλο πρόσημο στο κεφάλι μου.
– Ποιος είναι ο ρόλος της ζωής σου;
Ο ρόλος της ζωής μου είμαι εγώ. Όλους τους άλλους ρόλους τους δανείζομαι και με δανείζονται.
– Η ευτυχία προϋποθέτει να αρνείσαι να δεις τον κόσμο όπως είναι, γράφει ο Σμιτ. Η ευτυχία κρύβεται στην ισορροπία, λέει ο Μίλερ. Ας μιλήσουμε για την ευτυχία…
Δεν έχει δει κανένας από τους δυο την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου… (γελά)
– Πολύ πειστικός ο ρόλος σου στην ταινία. Τι είναι ευτυχία για τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη;
Ειρήνη, όχι διαμάχες, όχι φωνές. Κάτι άχρονο, από το παιδί μέχρι τον παππού και τη γιαγιά . Όμορφη μέρα γύρω στους 27 βαθμούς Κελσίου, ωραίες μυρωδιές, πρόβα.
Μπήκε στο θέατρο Βεάκη με το κράνος στα χέρια και με μια φράση στα χείλη. «Ευτυχώς σε λίγο θα ησυχάσω πάνω στη σκηνή». Το ραντεβού για τη συνέντευξη μας είχε οριστεί λίγες ώρες προτού μεταμορφωθεί σε Έντι Καρμπόνε, στον λιμενεργάτη που βιώνει ένα ανομολόγητο έρωτα για την ανιψιά της γυναίκας του, την οποία μεγαλώνει σαν δικό του παιδί. Το κείμενο του Άρθουρ Μίλερ «Ψηλά από τη Γέφυρα» λειτούργησε πυροδοτικά για μια συζήτηση για το χρόνο, την ευτυχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την προδοσία.
Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης συναντά την ευτυχία, λέει, σε μια μέρα με θερμοκρασία 27 βαθμούς Κελσίου, με ωραίες μυρωδιές, δίχως διαμάχες και με πρόβα. Δείχνει να αντιλαμβάνεται την προδοσία με τρόπο ανάλογο με τον Αμερικανό συγγραφέα. Η πρόκληση είναι, και για τους δυο, να μη προδίδουμε τον εαυτό μας και την αλήθεια μας. Αποκαλύπτει τις ρίζες της κοσμοθεωρίας του και τον τρόπο -βάσει των δικών του βιωμάτων- που ξεπερνά κάποιος τις κτητικές αντωνυμίες στην αγάπη. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολλές ακόμα ώρες. Η αντίληψη του για τη ζωή, τους ανθρώπους και τα κείμενα που ερμηνεύει είναι σπάνια. Ίσως γιατί επιτρέπει να τον οδηγούν σε μονοπάτια που δεν είχε φανταστεί πως υπήρχαν και που δίνουν χώρο μέσα του σε κόσμους που δεν είχε φανταστεί.
– Θα ξεκινήσω με μια ερώτηση εκτός πλάνου που αφορά αυτό που είπες μπαίνοντας. Αλήθεια μόνο στη σκηνή ησυχάζεις;
Ναι, μόνο στη σκηνή ησυχάζω. Εκεί δεν μπορεί να με διακόψει κανείς. Εκεί έχεις ησυχία, δεν έχεις ούτε τηλέφωνα, ούτε υποχρεώσεις ούτε τίποτα. Η ζωή μέσα στην πόλη είναι μια βαβούρα
– Δεν διατρέχει το νου σου καμία σκέψη την ώρα που παίζεις, ούτε σε καταβάλει κάποιο άγχος;
Υπάρχει τεράστια σιωπή. Έχει πολλή ησυχία το κεφάλι μου. Το άγχος εξαρτάται από την πρόβα που έχει κάνει. Όλα τα πράγματα θέλουν πρόβα.
– Ποιο μέρος στον πλανήτη λειτουργεί σαν καταφύγιο για σένα;
Η Τήνος και η Τοσκάνη ή οπουδήποτε έχει αγώνες μοτοσυκλέτας όπως το Isle of Man.
– Στην καθημερινότητα σου, μια ημέρα σου εκτός θεάτρου έχει τόση φασαρία;
Έχουμε τόσες υποχρεώσεις ο καθένας μας. Τηλέφωνα, τράπεζες, αγορές, πληρωμές. Σκέφτομαι έναν τύπο στην Τήνο να φτιάχνει τα μελίσσια του και λέω πως σίγουρα θα έχει διαφορετική ηχορύπανση από έναν άνθρωπο στην πόλη.
– Έχω όμως την αίσθηση πως δεν μιλάς μόνο για τη ηχορύπανση που προέρχεται από έξω αλλά για έναν εσωτερικό θόρυβο..
Ναι, υπάρχει και εσωτερικός θόρυβος. Γι’ αυτό στη σκηνή βρίσκω το φίλο μου τον Έντι Καρμπόνε και ησυχάζω.
– Είναι τρομερά επίκαιρος αυτός ο ρόλος. Θίγει ένα είδος αιμομικτικής επιθυμίας παρόλο που δεν πρόκειται για σχέση αίματος. Βλέπουμε έναν άντρα σε πατρικό ρόλο που αναπτύσσει αισθήματα για το κορίτσι που μεγαλώνει…
Ο Έντι Καρμπόνε δεν είναι κάποιος που έχει μια σαρκική επιθυμία ή κάποια σκοτεινή επιθυμία. Αυτό που θέλει να δείξει ο Μίλερ είναι κατά πόσο προδίδει κάποιος το συναίσθημα του. Προδίδει όλη του τη ζωή αλλά όχι το συναίσθημα του.
– Ισχύει για σένα πως η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια όπως λέει ο Άρθουρ Μίλερ;
Αν το σκεφτείς πρακτικά, όσες φορές έχεις προδώσει κάτι, έχεις πάει σε αυτό που πραγματικά θα ήθελες να έχεις. Η Δημουλά το λέει ωραία. Όταν φεύγεις από κάτι σημαίνει πως πλησιάζεις κάπου αλλού, όχι ότι απομακρύνεσαι από τα πάντα. Και σίγουρα δεν μπορείς μετά από αυτό να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Ο ίδιος συγγραφέας λέει «πιο εύκολα παίρνεις πίσω ένα εκατομμύρια δολάρια που σου έκλεψαν παρά κουβέντα που σου έκλεψαν από το στόμα».
– Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε σε αυτό το έργο;
Το ότι ο συγγραφέαςαυτό μπορεί να με οδηγήσει σε μονοπάτια που δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν, να δώσει χώρο μέσα μου σε κόσμους που δεν είχα φανταστεί πως υπάρχουν. Ο Έντι δεν θέλει να φύγει η Κάθριν από το χωροχρόνο του. Υπομένει σαν Προμηθέας. Θέλει να σταματήσει ο χρόνος σε εκείνη τη στιγμή. Όταν έρχεται μια στιγμή ευτυχίας δεν θέλεις να φύγει. Θέλεις να κρατήσει για πάντα. Ένα «σ’ αγαπώ», μια σκέψη, μια αγκαλιά, ένα βλέμμα, ένας οργασμός. Η ίδια η ζωή σου λέει πως η ζωή είναι σαν το νερό. Δεν μπορεί να μείνει στο χέρι σου, θα εξατμιστεί, ακόμα κα αν το κρατήσεις καλά. Θα το απορροφήσει το σώμα σου. Αυτό που εμένα με ελκύει στην ιστορία είναι πως χρόνος έχει σταματήσει για τον Έντι Καρμπόνε, στο σημείο που θαυμάζει. Δεν το ομολογεί ποτέ. Θυμώνει όταν του το λένε. Γιατί αγαπάει και τη γυναίκα του παρόλο που καταλαβαίνει πως υπάρχει ερωτική απομάκρυνση. Ο Μίλερ δεν γράφει για αστούς ή λαϊκούς αλλά για τα πάθη των ανθρώπων. Γι’ αυτό είναι σαν τραγωδία του Σοφοκλή.
– Θα έλεγα πως και οι ερμηνείες σας είχαν κάτι από τραγωδία..
Δεν το ξέρω. Δεν την έχω δει ποτέ αυτή την παράσταση μέχρι τώρα, για να είμαι ειλικρινής. (γελά)
– Εννοείς, να φανταστώ, την παράσταση που παίζεις τώρα, όχι άλλες εκδοχές της, σωστά;
Ναι ναι, τη συγκεκριμένη , εννοώ! (γελά) Έχω δει πολλές άλλες εκδοχές, ελληνικές και ξένες, έχω μελετήσει και το υλικό.
– Ο Μίλερ φωτίζει μια ανθρώπινη επιθυμία που γίνεται βασανιστική τόσο για τον ήρωα όσο και για τους γύρω του, χωρίς, ωστόσο, να την κρίνει. Πως αισθάνεσαι απέναντι στο χαρακτήρα που υποδύεσαι;
Ναι, δεν κρίνει την επιθυμία του ήρωα. Κι εγώ θέλω να συγχωρώ τους χαρακτήρες για να μπορώ να τους αθωώνει μέσα μου. Ο Μίλερ δεν κρίνει. Ασχολείται με την κοινωνία και πόσο καταπιεσμένη είναι.
– Για αυτό και παραμένει επίκαιρος. Πόσο καταπιεσμένοι είμαστε σήμερα;
Ακόμα και σήμερα ασχολούμαστε με το τι θα πει ο κόσμος.
Στις πατριαρχικά δομημένες κοινωνίες ακόμα και οι σχέσεις – ιδίως οι πατρικές / μητρικές, δεν έχουν κάτι ιδιοκτησιακό;
Δεν μου αρέσουν οι κτητικές αντωνυμίες. Δεν τις μπορώ. Ζω τη ζωή όπως έρχεται τώρα. Προσπαθώ να αγκαλιάζω τα πάντα γύρω μου όπως έρχονται και καλά και κακά, αναλαμβάνω την ευθύνη των συνανθρώπων μου, της αγάπης μου, του σπιτιού μου, να ζω σε ένα καθαρό και υγιές περιβάλλον αλλά δεν θα χωρέσει πουθενά το σπίτι μου. Αναγνωρίζω πως στο τέλος θα φύγω μόνο με το σώμα που έχω. Δεν είναι τίποτα δικό μου. Αν δω τον κολλητό μου να οδηγεί τη μηχανή μου, είμαι δέκα φορές χαρούμενος παρόλο που είναι δικιά μου.
– Αυτή η απάρνηση της κτητικότητας μπορεί να ισχύσει και σε μια ερωτική συνθήκη;
Ο έρωτας είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πράγμα. Από μόνος του δημιουργεί συνθήκες που περιορίζουν. Ο έρωτας έρχεται σε μια συνθήκη συγκεκριμένη και όσο όμορφος κι αν είναι κάποια στιγμή θα φύγει. Η αγάπη όμως είναι το αποτέλεσμα του έρωτα μεταξύ δυο ανθρώπων που δημιουργούν μια υγιή σχέση, όσο υγιής μπορεί να είναι, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ατέλειες τους. Δυο άνθρωποι στην αγάπη ξεπερνούν τη σεξουαλικότητα τους και λένε μου είσαι αναγκαία, μου είσαι αναγκαίος, είσαι ο συνάνθρωπος μου. Αν είναι τόσο τυχεροί και μπορούν να κάνουν έρωτα μετά από σαράντα χρόνια, χαίρομαι που θα είναι η εξαίρεση που θα επιβεβαιώνει τον κανόνα.
– Πως ξεπερνάει κανείς τις κτητικές αντωνυμίες στην αγάπη;
Πάντα υπάρχει κάτι εγωιστικό στον έρωτα. Όταν καταλάβει πως τίποτα δεν είναι δικό του και πως η ερωτική συνύπαρξη είναι σαν μια υπέροχη άνοιξη στο Πήλιο. Αλλά συνήθως έρχεται φθινόπωρο και χειμώνας αλλά και το καλοκαίρι.
– Που έχει τις ρίζες της αυτή η κοσμοθεωρία;
Μεγαλώνοντας έχασα έναν από τους καλύτερους μου φίλους. Εκεί κατάλαβα ότι η ζωή είναι ένα τίποτα και πως κάθε μέρα πρέπει να την ζεις με τον καλύτερο τρόπο. Πόσο πιο απλό να είναι το μάθημα; Να μην παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου, δεν χρειάζεται. Αλλά αυτό που κάνεις να το παίρνεις πολύ σοβαρά.
– Ποιο βιβλίο υπήρξε σταθμός στη ζωή σου;
Έχω πάρα πολλά βιβλία στο κεφάλι μου. Θα σου πω κάτι που διάβασα στην πέμπτη δημοτικού και κάθε φορά που το διαβάζω καταλαβαίνω κάτι διαφορετικό, τον Μικρό Πρίγκηπα.
– Θυμάμαι από την προηγούμενη συνέντευξη μας πως μεγάλωσες με τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα σου και όχι με τη βιολογική σου μητέρα. Τι ρόλο παίζει αυτό το βίωμα στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τους ρόλους σε αυτό το έργο;
Από τα δέκα μου με μεγάλωσε η Νάντια. Παντρεύτηκαν όταν ήμουν 8. Στην αρχή δεν ήμουν εύκολος στην αποδοχή ενός άλλου ανθρώπου. Η μητέρα μου ζούσε στην Αγγλία και εγώ κάθε τέσσερις μήνες ζούσα για λίγο εκεί. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.
– Πως κλιμακώθηκαν οι σχέσεις μέσα σε αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη;
Οι σχέσεις μας είναι λειτουργικές απ’ όλες τις πλευρές. Αν δεν ήταν η συμπεριφορά της μάνας μου και η νοοτροπία της Νάντιας δεν θα είχα μια τόσο υγιή σχέση με όλους. Αυτό είναι ευχή και κατάρα γιατί δύσκολα βρίσκεις γυναίκες σαν κι αυτές.
– Είναι γυναίκες πρότυπα για σένα;
Στο κομμάτι της η καθεμία, ναι. Η Νάντια σίγουρα είναι. Τη μάνα μου δεν την έχω ζήσει τόσο πολύ. Αλλά την έχω δει να παλεύει για τα ιδανικά της και τη ζωή της.
– Δεν σκέφτηκες ποτέ να μείνεις μαζί της στην Αγγλία;
Όχι, βρέχει πολύ εκεί… (γελά)
– Το προσωπικό σου βίωμα, το να σε μεγαλώνει ένας άνθρωπος που δεν είναι ο βιολογικός σου γονέας, σε επηρέασε στον τρόπο που αντιμετώπισες το ρόλο;
Η Νάντια, σίγουρα, δεν είναι ο Έντι Καρμπόνε ( γελά). Το έργο που ζήσαμε εμείς ήταν διαφορετικό. Με αγάπη και σεβασμό. Είχε πολύ χώρο μέσα της η Νάντια όταν γνώρισε τον πατέρα μου για να αφήσει στην άκρη το εγώ της.
– Πως βλέπεις τη Μπεατρίς, τη γυναίκα του Έντι Καρμπόνε, ως μοντέλο γυναίκας;
Δύσκολος χαρακτήρας η Μπεατρις. Δεν φεύγει ποτέ. Είναι η γυναίκα μάνα. Είναι ταγμένη στο ρόλο της. Είναι η Εύα στα 70. Ο ρόλος είναι συμπαντικός. Υπάρχουν άραγε τέτοιοι άνθρωποι;
– Υπάρχουν;
Εύχομαι να υπάρχουν!
– Βλέποντας σε τώρα στο «Ψηλά από τη Γέφυρα», μου ερχόσουν στο νου στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» του Σμιτ, που ανέβασες πέρυσι. Σαν να υπάρχει κάτι κοινό στους συγγραφείς ή στα ζητήματα που πραγματεύονται. Τι σε κάνει να επιλέγεις ένα έργο;
Ο τρόπος που αφηγείται ένας συγγραφέας όλα όσα με βασανίζουν σαν άνθρωπο και έχουν να κάνουν με το συναίσθημα και την αγάπη. Θυμάσαι το πρώτο σου φιλί που σου άρεσε; Θυμάσαι μια στιγμή που διψάς και κάποιος σου δίνει ένα ποτήρι νερό και είναι τόσο ωραίο; Θυμάσαι ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο λούνα παρκ και όλα είναι τόσο ωραία που γεμίζουν τα μάτια σου με γεύσεις; Αν όλα αυτά μπορούσα να τα συμπτύξω, θα σου έλεγα πως αυτό έπαθα διαβάζοντας τις «Αινιγματικές Παραλλαγές» πριν από 11 χρόνια. Το ίδιο μου συμβαίνει στο «Ψηλά από τη Γέφυρα», όταν ξεκινά η παράσταση. Είναι μια γλυκόπικρη στιγμή. Όταν διάβασα το βιβλίο κατάλαβα πως ο χρόνος φεύγει. Για μένα είναι σημαντικό όταν ανοίγω ένα βιβλίο να σκέφτομαι το πρώτο μου φιλί, τότε που έχασα το χωροχρόνο.
– Ποιο κείμενο θα ήθελες να ανεβάσεις στο προσεχές μέλλον;
Του χρόνου θα ανεβάσουμε ξανά τις «Αινιγματικές Παραλλαγές» γιατί ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση που πάρα πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να δουν την παράσταση, δεν μπόρεσαν να βρουν θέση. Σίγουρα αν με έχει ο θεός καλά θα ήθελα να ανεβάσω τον Ληρ.
– Γιατί;
Για όλα όσα σου είπα πριν. Απλά πρέπει να γεράσω πρώτα λίγο ακόμα.
– Έχω την αίσθηση πως είδα έναν αρκετά διαφορετικό Πυγμαλίωνα μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που είχα να σε δω από την τελευταία συνέντευξη.
Εύχομαι να είναι καλύτερο αυτό που βλέπεις τώρα.
– Είναι. Αλλά νιώθω σαν να έχει πιο πολύ βάσανο η σκέψη σου.
Ισχύει, έχει. Αλλά έτσι δεν πρέπει να είναι όσο μεγαλώνουμε;
– Τι μπορεί να σου βασανίσει τη σκέψη σήμερα;
Με βασανίζει πως τα νέα παιδιά αποφασίζουν για την επαγγελματική τους δραστηριότητα είναι τηλεκατευθυνόμενα. Κακώς βομβαρδίζουμε το μυαλό ενός παιδιού με την ανασφάλεια της φτώχειας μας, όχι μόνο πρακτικά αλλά και της εσωτερικής μας φτώχειας.
– Εσένα οι γονείς σου σε άφησαν να ακολουθήσεις αυτό που θέλεις χωρίς αντιρρήσεις ή εμπόδια;
Δόξα τω θεώ, ναι.
– Τι άλλο σου αρέσει εκτός από το να υποδύεσαι ρόλους;
Να μαγειρεύω.
– Τι είναι η μαγειρική για σένα;
Αγάπη με ανιδιοτέλεια. Όταν μου αρέσει το φαγητό τραγουδάω, μουρμουράω να έτσι..( σιγομουρμουρίζει τραγουδιστά) Η μαγειρική είναι μνήμη. Η κανέλα μου θυμίζει τη γιαγιά μου. Έχει άλλο πρόσημο στο κεφάλι μου.
– Ποιος είναι ο ρόλος της ζωής σου;
Ο ρόλος της ζωής μου είμαι εγώ. Όλους τους άλλους ρόλους τους δανείζομαι και με δανείζονται.
– Η ευτυχία προϋποθέτει να αρνείσαι να δεις τον κόσμο όπως είναι, γράφει ο Σμιτ. Η ευτυχία κρύβεται στην ισορροπία, λέει ο Μίλερ. Ας μιλήσουμε για την ευτυχία…
Δεν έχει δει κανένας από τους δυο την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου… (γελά)
– Πολύ πειστικός ο ρόλος σου στην ταινία. Τι είναι ευτυχία για τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη;
Ειρήνη, όχι διαμάχες, όχι φωνές. Κάτι άχρονο, από το παιδί μέχρι τον παππού και τη γιαγιά . Όμορφη μέρα γύρω στους 27 βαθμούς Κελσίου, ωραίες μυρωδιές, πρόβα.