Τα καμαρίνια του «Διογένης Στούντιο» στη Λεωφόρο Συγγρού, εκεί που παλιά ήταν η μουσική «βάση» του Βασίλη Καρρά, είναι πάντα γεμάτα με ανθρώπους. Φωνές και τρανταχτά γέλια σπάνε την ζεν αυτοσυγκέντρωση των μουσικών και το αλκοόλ ρέει άφθονο, προκαλώντας αισθήματα διονυσιασμού σε όλους όσοι είναι αρκετά τυχεροί ώστε να περάσουν το καλά φυλαγμένο τους κατώφλι.
Άντρες πηγαινοέρχονται βιαστικά πειράζοντας και κάνοντας κομπλιμέντα στις όμορφες γυναίκες που ξεκουράζονται στις μικρές κόγχες των υπόγειων καμαρινιών και πάντα υπάρχει κάποιος που θα σε ρωτήσει «πίνεις τίποτα; Να σε κεράσω κάτι;» και αμέσως μετά θα σου βάλει στο χέρι ένα ποτήρι κρασί.
Ο μόνος που δεν συμμετέχει σε αυτήν την ατμόσφαιρα της σχολικής πενταήμερης είναι ένας πληθωρικός Θρακιώτης, με καταγωγή εξίσου από τον Πόντο και το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
Δεν συμμετέχει ίσως επειδή τα έχει ζήσει όλα αυτά. Εις τον κύβο. Ίσως επειδή πλέον μια τέτοια κατάσταση επικούρειας μυσταγωγίας να του φαντάζει περιττή. Ή ίσως επειδή ξέρει ότι αν σηκωθεί και πάρει μέρος στο αυτοσχέδιο αυτό γλέντι, όλοι οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες θα «φάνε τη σκόνη του». Γιατί τα ένσημα που έχει κολλήσει στη νύχτα δεν τα έχει κανείς άλλος στην κατηγορία του.
Ο Βασίλης Καρράς ξεκουράζεται στο καμαρίνι του. Έχει αράξει το επιβλητικό του κορμί πάνω στον μεγάλο μαύρο του καναπέ (προσοχή, το χρώμα παίζει ρόλο γιατί θα το ξανασυναντήσουμε στο τέλος του εν λόγω κειμένου), αγκαλιά με την εξάχορδη, κεχριμπαρένιας απόχρωσης, κιθάρα του και το πεντάστερο ουίσκι του να αναπαύεται πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι μπροστά του.
Αυτό που ακολουθεί λοιπόν είναι ένα γεμάτο τρίωρο που ο γράφων πέρασε το 2008 μέσα στα καμαρίνια του «Διογένης Στούντιο» μαζί με τον, τότε, 55χρονο Καρρά.
Οι ποντιακές συνήθειες βγαίνουν στην επιφάνεια πριν καλά καλά κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις. Με ρωτάει τι να με κεράσει. Βλέπω την αγωνία στα μάτια του να ικανοποιήσει τον φιλοξενούμενο του με ό,τι περνάει από το χέρι του. Του ζητάω να πιω ό,τι πίνει κι ο ίδιος. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα το πολύτιμο περιεχόμενο ενός μπουκαλιού Cardhu δροσίζει τον ουρανίσκο μου και πιέζει άθελά μου το κουμπί rec. στο κασετοφωνάκι για να ξεκινήσει η κουβέντα μας.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές σκέφτομαι αυτό που μου είχε πει κάποτε ο καθηγητής της κιθάρας μου, ότι δηλαδή η ανθρώπινη φωνή δεν έχει φύλο. Λάθος. Γιατί η φωνή του Βασίλη Καρρά διαθέτει μια τέτοια στεντόρεια ανδρική ένταση, ώστε κατά τη διάρκεια της απομαγνητοφώνησης δεν ακουγόταν καν από τα πολλά μπάσα κι έπρεπε να κατεβάσω τους ισοσταθμιστές έντασης της φωνής για να καταλάβω τι ακριβώς μου έλεγε.
H αρχή και η καθιέρωση
45-63-69. Δεν είναι οι αναλογίες μιας γυναίκας. Είναι τα τρία τυχερά νούμερα του Βασίλη Καρρά. Γεννήθηκε το 1953 κάπου 45 χλμ. έξω από την Καβάλα, στο χωριό Κοκκινοχώρι. Το ’63 η οικογένεια Κεσογλίδη μετακομίζει από τη Θράκη στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας και το ’69, Ιούλιο μήνα, μέσα στο ντάλα κατακαλόκαιρο, ο 16χρονος Βασίλης, αφήνει για λίγο στην άκρη το διάβασμα για το σχολείο για να εκτεθεί για πρώτη φορά στο ίδιο εκείνο κοινό που μερικά χρόνια μετά θα τον λούζει με γαρδένιες
«Εκείνο το βράδυ της 6ης Ιουλίου στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας», η ψυχή μου φτερούγισε για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή», μου λέει με τον κλασικό αργόσυρτο τόνο της φωνής του, «τότε το τραγούδι ήταν για μένα απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα από τις ώρες που δούλευα ως μουτζούρης, μηχανικός δηλαδή. Σκληρές εποχές. Μετά το σχολειό ακολουθούσε δουλειά στα μηχανουργεία των πιο φτωχών γειτονιών της Θεσσαλονίκης για να συμπληρώσω το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Το χειροκρότημα του κόσμου όμως αποδείχτηκε ιδιαιτέρως κολακευτικό και δεν κατάφερα ποτέ μου να αποχωριστώ τις πίστες. Και από χόμπι σταδιακά το τραγούδι έγινε το μέσο του βιοπορισμού μου. Στην αρχή όμως είσαι ο περιστασιακός εραστής του τραγουδιού, μετά από αρκετά χρόνια, αν είσαι τυχερός και κάλος, θα γίνεις και ο επίσημος σύζυγος».
Συμπτωματικά την ίδια χρονιά ξεκινάει και την πορεία της στο χώρο του ελληνικού πενταγράμμου και η διάσημη δισκογραφική εταιρία Vasipap, η οποία αγκαλιάζει τον νεαρό Βασίλη και τον παίρνει στους κόλπους της, μόλις εκείνος τελειώσει το στρατιωτικό του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η χώρα βγαίνει από μια περίοδο χειμερίας οικονομικής νάρκης κι ο Βασίλης αναγκάζεται «να πληρώσω από την τσέπη μου για όλους μου τους δίσκους μέχρι και τον δέκατο».
Το 1980 κυκλοφορεί για πρώτη φορά άλμπουμ με το όνομά του γραμμένο στο εξώφυλλο: οι «Αλησμόνητες Ώρες» τον συστήνουν σε ένα κοινό αμιγώς μακεδονικό, άρα φύσει και θέσει γλεντζέδικο, που όμως πάντα έχει μια θέση στην καρδιά του για αυθεντικές πονεμένες ψυχές, χωρίς καμία διάθεση για ντεμέκ σεκλέτια. Και η ψυχή του Βασίλη συμπάσχει μαζί τους.
«Η δεκαετία του ‘80 ήταν τα καλύτερα χρόνια του Καρρά. Στις πίστες της πόλης, από το Ωραιόκαστρο μέχρι το λιμάνι, γινόταν το αδιαχώρητο και κάθε βράδυ, κατά την προσφιλή σαλονικιώτικη συνήθεια, ολόκληρα τραπέζια πετάγονταν στην πίστα για χάρη του», λέει ο κ. Χρήστος Τσιανίδης, ιδιωτικός υπάλληλος από τη Θεσσαλονίκη, που είχε περάσει αρκετές νύχτες στα λαϊκά πάλκα που περπάτησε με τα μαύρα του σκαρπίνια ο Βασίλης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 το όνομά του γίνεται συνώνυμο της σαλονικιώτικης διασκέδασης και όποιος Αθηναίος ανέβαινε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη δυο ήταν τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτεί: το πρωί τον Λευκό Πύργο και το βράδυ τα Λαδάδικα ή όπου, τέλος πάντων, εμφανιζόταν η larger than life τραγουδιστική περσόνα του Βασίλη Καρρά.
«Μια πόλη όλη καψούρα, όλη έξω κάρδια. Αυτό είναι η Θεσσαλονίκη», ισχυρίζεται ο ίδιος και συνεχίζει με τόνο κατευναστικό «είναι όμως και μια εξαιρετικά δύσκολη πόλη για έναν καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και δεν συγχωρεί. Αν δεν σε αγαπήσει, τότε δεν σε χωράει ο τόπος. Αν όμως σε αγκαλιάσει και δει ότι είσαι εντάξει τύπος και δεν κάνεις λάθη, τότε είσαι δικός της για πάντα. Και σε στηρίζει μέχρι να πεθάνεις».
Στα τέλη των ‘80s φτάνει στα χέρια του 37χρονου Βασίλη μια δελεαστική, αν και ελαφρά ριψοκίνδυνη, πρόταση: να κατέβει για μερικές εμφανίσεις στην πρωτεύουσα. «Η Αθήνα τότε έκανε μόνο εξαγωγές σπουδαίων ονομάτων. Δεν έκανε ποτέ της «εισαγωγές», ούτε δεχόταν εύκολα νέους τραγουδιστές από τη συμπρωτεύουσα. Εγώ όμως το είχα βάλει σκοπό να κατακτήσω και τις αθηναϊκές πίστες», μου λέει πάντα με το βλέμμα του κατεβασμένο. Τελικά κάνει το μεγάλο βήμα και διανύει τα 504 σημαντικότερα χιλιόμετρα της ζωής του. Και δικαιώνεται πανηγυρικά. «Νομίζω ότι μετά από μένα άνοιξε κι ο δρόμος για τους υπόλοιπους βορειοελλαδίτες συναδέλφους μου», υπογραμμίζει.
Το μεγάλο μπαμ του Βασίλη δεν ήρθε με το «Άστη Να Λέει», το κομμάτι που τραγούδησε από κοινού με τους Πυξ Λαξ. Ο ίδιος δεν γνωρίζει πως πρόεκυψε αυτή η παρανόηση, όταν «τουλάχιστον ένα-ενάμιση χρόνο πριν όλοι είχαν στα χείλη τους τη “Νύχτα Ξελογιάστρα”. Έκανα 20 χρόνια υπομονή. Αλλά τελικά τα κατάφερα. Καθιερώθηκα».
Η δεκαετία του ’90 μαζί με την μοίρα του Βασίλη, αλλάζει και τα ειωθότα στις λαϊκές πίστες. Το ειδικό βάρος μετατοπίζεται σταδιακά από το αυθεντικά λαϊκό στο κακοφορμισμένα εμπορικό κομμάτι της νυχτερινής διασκέδασης. Το λαϊκό μεταμορφώνεται σταδιακά σε ποπ και ο Καρράς βιώνει το νέο status quo με ανάμεικτα συναισθήματα: «φυσιολογικά κι εγώ μπήκα στη λογική του εύκολου σουξέ. Και ποιος δεν μπήκε τότε;»
Του λέω ότι διαφωνώ με την περιρρέουσα άποψη ότι η συνεργασία του με τον Φοίβο τον «έκαψε», απαξιώνοντάς τον στο πολυπληθές λαϊκό του κοινό. Συμφωνεί μαζί μου ότι «ο Φοίβος μου έχει γράψει τα ωραιότερα μου κομμάτια. Είναι ένας σταθμός στην καριέρα μου. Όταν βγαίνω σήμερα στην πίστα και τραγουδώ τα κομμάτια του, βλέπω τις αντιδράσεις από το κοινό και κρίνω. Ακόμη και σήμερα ξέρουν όλους τους στίχους των τραγουδιών αυτών απ’ έξω. Έχουν πολλή ψυχή μέσα τους τα κομμάτια του Φοίβου».
Δεν μιλάει με τα καλύτερα λόγια μόνο για το Φοίβο. Είναι γενναιόδωρος απέναντι σε όλους, κυρίως δε σε αυτούς που βρίσκονται μόνιμα στην απ’ έξω, χωρίς ποτέ να έχει αναγνωριστεί το έργο τους: «Αν δεν ήταν οι συνθέτες και οι στιχουργοί, δεν θα ήμουν εγώ εδώ σήμερα να σου μιλώ», μου λέει. Κι επειδή σεμνότητα και ταπεινότητα ακούμε, αλλά σεμνότητα και ταπεινότητα δεν βλέπουμε ποτέ, φροντίζει να κάνει τα λόγια του πράξη.
Η γενναιοδωρία του δεν είναι μόνο τω λόγω. Είναι και τω έργω: παντελώς αθόρυβα και βάζοντας πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη του, πριν πολλά χρόνια έχτισε έξω από την Θεσσαλονίκη, το Χωριό της Ειρήνης, ένα πολυκέντρο ψυχαγωγίας και αναψυχής έκτασης 80 στρεμμάτων. Μέσα εκεί συντηρεί με δικά του έξοδα πάνω από 200 οικογένειες.
Οι Beatles του Βασίλη Καρρά
Κάνει μια παύση για μια τζούρα από το ουίσκι του. Κατόπιν πιάνει την κιθάρα και την γρατζουνάει ελαφρά. Μπορεί άνετα να συνθέσει ένα οποιοδήποτε λαϊκό τραγούδι που να στέκεται πολύ πιο αξιοπρεπώς από ένα άλλο καινούργιας εσοδείας –αλλά αμφιβόλου αισθητικής. Η συνθετική πένα του Βασίλη Καρρά αντλεί έμπνευση από παντού: «από τα ρεμπέτικα και τον Καζαντζίδη μέχρι τους Beatles».
Ο Καρράς ακούει Beatles; «Γιατί να μην ακούω Beatles; Της εποχής μου είναι άλλωστε, με αυτούς μεγάλωσα. Αν δεν ακούσω αυτούς δηλαδή, ποιους θα ακούσω; Οι Beatles ήταν η λαϊκή αγγλική μουσική της εποχής της. Και είναι και διαχρονικοί. Η δουλειά μου, όπως και τα ακούσματα, δεν έχουν σύνορα». Προσπαθώ να τον πείσω να μου παίξει κάτι από Beatles στην κιθάρα του. Οποιοσδήποτε άλλος να ήταν στη θέση του, ίσως και να το έκανε, χάριν «δημοσίων σχέσεων». Αλλά εκείνος αρνείται. Και καλά κάνει.
Το ταξίμετρό του στις πίστες έχει γράψει χιλιόμετρα ολόκληρα. Πριν λίγα χρόνια αποχώρησε από το χώρο για λίγο καιρό, επειδή «κουράστηκα, μετά από 10.500 νύχτες στην πλάτη μου». Το νυχτοκάματο έχει τα καλά του, αλλά σου στερεί και πολλά. Και τα κατάλοιπά του φαίνονται πάνω στο σώμα και την ψυχή ενός, τότε, 55χρονου, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
Είναι εύκολο να κάνεις φίλους στη νύχτα; «Παίζουν πολλά συναδελφικά μαχαιρώματα», μου απαντάει, «αλλά φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους που υπάρχει τόσο έντονος ανταγωνισμός». Η προσωπική του στάση ζωής αποτυπώνεται εύγλωττα στο αγγλοσαξονικό «live and let live».
«Όταν η μισή Ελλάδα κάνει ρουφιανιές και η άλλη μισή μοιράζει dvd, εγώ προτιμώ να ζω και να αφήνω και τους άλλους να ζήσουν. Όλα εδώ πληρώνονται, εδώ είναι η κόλαση κι εδώ είναι κι ο παράδεισος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω κάνει και μαλακίες στη ζωή μου. Κάθε μέρα κάνω κι από ένα νέο λάθος, έτσι, για να έχω ποικιλία. Όταν έχεις έναν υπερβολικά μεγάλο έρωτα για μια δουλειά ή μια γυναίκα, τότε ακριβώς κάνεις και τα μεγάλα λάθη. Από αγάπη. Και να σου πω κάτι; Πάλι τα ίδια λάθη θα ξανάκανα».
Ο Βασίλης Καρράς μπορεί να στερήθηκε διάφορα τα τελευταία χρόνια, όμως για το ένα πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι ένα: η αγάπη των φίλων του. Όπως στην πολιτική ζωή ενός τόπου υπάρχουν όλες εκείνες οι υπερκομματικές φυσιογνωμίες που ενώνουν κόκκινους, πράσινους και μπλε κάτω από την ίδια στέγη, έτσι και στο χώρο του εγχώριου πενταγράμμου υπάρχει ο Βασίλης Καρράς να είναι για τη Θεσσαλονίκη ο υπερομαδικός τραγουδιστής, αυτός που παραδέχονται εξίσου οι παοκτσήδες, οι αρειανοί και οι ηρακλειδείς –ακόμη κι αν ο ίδιος διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μια πολύ στενή φιλία με τον κοντοχωριανό του, τον Θοδωρή Ζαγοράκη.
«Άνθρωπος. Αυτό θέλω να γράψεις. Ξέρω τόσα χρόνια τον Βασίλη και τον υπεραγαπώ. Και καμία άλλη λέξη δεν μου έρχεται στο νου όταν μιλώ γι’ αυτόν από τη λέξη άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο», μού λέει στο τηλέφωνο, όταν τον ρωτάω, ο Θοδωρής Ζαγοράκης.
«Ο Βασίλης δεν είναι κανένας τυχαίος. Έκανε πραγματικότητα στην ζωή και στην καριέρα του το όνειρο του κάθε καλλιτέχνη», παραδέχεται με τη σειρά του ο τραγουδιστής Ανέστης Μαντάς. Φίλοι παντού.
Σαρανταοκτώ ώρες πριν, ένα κατάμεστο από φίλους, γνωστούς και αγαπημένους του Βασίλη, «Διογένης Στούντιο» χειροκροτεί τον Βασίλη ο οποίος βγαίνει στη σκηνή σαν μια ελληνική εκδοχή του Τζόνι Κας, με μαύρο πουκάμισο και ασορτί κοστούμι. Όλα μαύρα. Το χρώμα του πόνου και της αυθεντικής, ασίκικης δυστυχίας. Τραγουδάει με τα μάτια κλειστά και με το αριστερό του χέρι κάνει, όποτε χρειαστεί, νοήματα στην ορχήστρα και τα δυο νέα παιδιά που τον συνοδεύουν στα δεύτερα φωνητικά.
Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το κοινό από κάτω να παραληρεί. Ακόμη κι όταν απευθύνεται στο κοινό του από κάτω δεν μπορεί να μιλήσει με κλισέ. Είναι απλός και σταράτος. Και ντόμπρος μέχρι παρεξηγήσεως.
Λίγο πριν κλείσω το κασετοφωνάκι μού λέει κάποια πραγματικά άγρια σκηνικά από την αθηναϊκή και σαλονικιώτικη νύχτα που δεν μπορούν να γραφτούν δημοσίως. Και ούτε πρόκειται. Ίσως να το κάνω κάποια στιγμή που δεν θα υπάρχει ο φόβος να τον εκθέσω. Μέχρι τότε όμως θα προσπαθήσω να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, όπως το έχει κάνει και ο ίδιος όσα χρόνια είναι στο μουσικό κουρμπέτι.
Τα καμαρίνια του «Διογένης Στούντιο» στη Λεωφόρο Συγγρού, εκεί που παλιά ήταν η μουσική «βάση» του Βασίλη Καρρά, είναι πάντα γεμάτα με ανθρώπους. Φωνές και τρανταχτά γέλια σπάνε την ζεν αυτοσυγκέντρωση των μουσικών και το αλκοόλ ρέει άφθονο, προκαλώντας αισθήματα διονυσιασμού σε όλους όσοι είναι αρκετά τυχεροί ώστε να περάσουν το καλά φυλαγμένο τους κατώφλι.
Άντρες πηγαινοέρχονται βιαστικά πειράζοντας και κάνοντας κομπλιμέντα στις όμορφες γυναίκες που ξεκουράζονται στις μικρές κόγχες των υπόγειων καμαρινιών και πάντα υπάρχει κάποιος που θα σε ρωτήσει «πίνεις τίποτα; Να σε κεράσω κάτι;» και αμέσως μετά θα σου βάλει στο χέρι ένα ποτήρι κρασί.
Ο μόνος που δεν συμμετέχει σε αυτήν την ατμόσφαιρα της σχολικής πενταήμερης είναι ένας πληθωρικός Θρακιώτης, με καταγωγή εξίσου από τον Πόντο και το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
Δεν συμμετέχει ίσως επειδή τα έχει ζήσει όλα αυτά. Εις τον κύβο. Ίσως επειδή πλέον μια τέτοια κατάσταση επικούρειας μυσταγωγίας να του φαντάζει περιττή. Ή ίσως επειδή ξέρει ότι αν σηκωθεί και πάρει μέρος στο αυτοσχέδιο αυτό γλέντι, όλοι οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες θα «φάνε τη σκόνη του». Γιατί τα ένσημα που έχει κολλήσει στη νύχτα δεν τα έχει κανείς άλλος στην κατηγορία του.
Ο Βασίλης Καρράς ξεκουράζεται στο καμαρίνι του. Έχει αράξει το επιβλητικό του κορμί πάνω στον μεγάλο μαύρο του καναπέ (προσοχή, το χρώμα παίζει ρόλο γιατί θα το ξανασυναντήσουμε στο τέλος του εν λόγω κειμένου), αγκαλιά με την εξάχορδη, κεχριμπαρένιας απόχρωσης, κιθάρα του και το πεντάστερο ουίσκι του να αναπαύεται πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι μπροστά του.
Αυτό που ακολουθεί λοιπόν είναι ένα γεμάτο τρίωρο που ο γράφων πέρασε το 2008 μέσα στα καμαρίνια του «Διογένης Στούντιο» μαζί με τον, τότε, 55χρονο Καρρά.
Οι ποντιακές συνήθειες βγαίνουν στην επιφάνεια πριν καλά καλά κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις. Με ρωτάει τι να με κεράσει. Βλέπω την αγωνία στα μάτια του να ικανοποιήσει τον φιλοξενούμενο του με ό,τι περνάει από το χέρι του. Του ζητάω να πιω ό,τι πίνει κι ο ίδιος. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα το πολύτιμο περιεχόμενο ενός μπουκαλιού Cardhu δροσίζει τον ουρανίσκο μου και πιέζει άθελά μου το κουμπί rec. στο κασετοφωνάκι για να ξεκινήσει η κουβέντα μας.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές σκέφτομαι αυτό που μου είχε πει κάποτε ο καθηγητής της κιθάρας μου, ότι δηλαδή η ανθρώπινη φωνή δεν έχει φύλο. Λάθος. Γιατί η φωνή του Βασίλη Καρρά διαθέτει μια τέτοια στεντόρεια ανδρική ένταση, ώστε κατά τη διάρκεια της απομαγνητοφώνησης δεν ακουγόταν καν από τα πολλά μπάσα κι έπρεπε να κατεβάσω τους ισοσταθμιστές έντασης της φωνής για να καταλάβω τι ακριβώς μου έλεγε.
H αρχή και η καθιέρωση
45-63-69. Δεν είναι οι αναλογίες μιας γυναίκας. Είναι τα τρία τυχερά νούμερα του Βασίλη Καρρά. Γεννήθηκε το 1953 κάπου 45 χλμ. έξω από την Καβάλα, στο χωριό Κοκκινοχώρι. Το ’63 η οικογένεια Κεσογλίδη μετακομίζει από τη Θράκη στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας και το ’69, Ιούλιο μήνα, μέσα στο ντάλα κατακαλόκαιρο, ο 16χρονος Βασίλης, αφήνει για λίγο στην άκρη το διάβασμα για το σχολείο για να εκτεθεί για πρώτη φορά στο ίδιο εκείνο κοινό που μερικά χρόνια μετά θα τον λούζει με γαρδένιες
«Εκείνο το βράδυ της 6ης Ιουλίου στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας», η ψυχή μου φτερούγισε για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή», μου λέει με τον κλασικό αργόσυρτο τόνο της φωνής του, «τότε το τραγούδι ήταν για μένα απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα από τις ώρες που δούλευα ως μουτζούρης, μηχανικός δηλαδή. Σκληρές εποχές. Μετά το σχολειό ακολουθούσε δουλειά στα μηχανουργεία των πιο φτωχών γειτονιών της Θεσσαλονίκης για να συμπληρώσω το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Το χειροκρότημα του κόσμου όμως αποδείχτηκε ιδιαιτέρως κολακευτικό και δεν κατάφερα ποτέ μου να αποχωριστώ τις πίστες. Και από χόμπι σταδιακά το τραγούδι έγινε το μέσο του βιοπορισμού μου. Στην αρχή όμως είσαι ο περιστασιακός εραστής του τραγουδιού, μετά από αρκετά χρόνια, αν είσαι τυχερός και κάλος, θα γίνεις και ο επίσημος σύζυγος».
Συμπτωματικά την ίδια χρονιά ξεκινάει και την πορεία της στο χώρο του ελληνικού πενταγράμμου και η διάσημη δισκογραφική εταιρία Vasipap, η οποία αγκαλιάζει τον νεαρό Βασίλη και τον παίρνει στους κόλπους της, μόλις εκείνος τελειώσει το στρατιωτικό του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η χώρα βγαίνει από μια περίοδο χειμερίας οικονομικής νάρκης κι ο Βασίλης αναγκάζεται «να πληρώσω από την τσέπη μου για όλους μου τους δίσκους μέχρι και τον δέκατο».
Το 1980 κυκλοφορεί για πρώτη φορά άλμπουμ με το όνομά του γραμμένο στο εξώφυλλο: οι «Αλησμόνητες Ώρες» τον συστήνουν σε ένα κοινό αμιγώς μακεδονικό, άρα φύσει και θέσει γλεντζέδικο, που όμως πάντα έχει μια θέση στην καρδιά του για αυθεντικές πονεμένες ψυχές, χωρίς καμία διάθεση για ντεμέκ σεκλέτια. Και η ψυχή του Βασίλη συμπάσχει μαζί τους.
«Η δεκαετία του ‘80 ήταν τα καλύτερα χρόνια του Καρρά. Στις πίστες της πόλης, από το Ωραιόκαστρο μέχρι το λιμάνι, γινόταν το αδιαχώρητο και κάθε βράδυ, κατά την προσφιλή σαλονικιώτικη συνήθεια, ολόκληρα τραπέζια πετάγονταν στην πίστα για χάρη του», λέει ο κ. Χρήστος Τσιανίδης, ιδιωτικός υπάλληλος από τη Θεσσαλονίκη, που είχε περάσει αρκετές νύχτες στα λαϊκά πάλκα που περπάτησε με τα μαύρα του σκαρπίνια ο Βασίλης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 το όνομά του γίνεται συνώνυμο της σαλονικιώτικης διασκέδασης και όποιος Αθηναίος ανέβαινε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη δυο ήταν τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτεί: το πρωί τον Λευκό Πύργο και το βράδυ τα Λαδάδικα ή όπου, τέλος πάντων, εμφανιζόταν η larger than life τραγουδιστική περσόνα του Βασίλη Καρρά.
«Μια πόλη όλη καψούρα, όλη έξω κάρδια. Αυτό είναι η Θεσσαλονίκη», ισχυρίζεται ο ίδιος και συνεχίζει με τόνο κατευναστικό «είναι όμως και μια εξαιρετικά δύσκολη πόλη για έναν καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και δεν συγχωρεί. Αν δεν σε αγαπήσει, τότε δεν σε χωράει ο τόπος. Αν όμως σε αγκαλιάσει και δει ότι είσαι εντάξει τύπος και δεν κάνεις λάθη, τότε είσαι δικός της για πάντα. Και σε στηρίζει μέχρι να πεθάνεις».
Στα τέλη των ‘80s φτάνει στα χέρια του 37χρονου Βασίλη μια δελεαστική, αν και ελαφρά ριψοκίνδυνη, πρόταση: να κατέβει για μερικές εμφανίσεις στην πρωτεύουσα. «Η Αθήνα τότε έκανε μόνο εξαγωγές σπουδαίων ονομάτων. Δεν έκανε ποτέ της «εισαγωγές», ούτε δεχόταν εύκολα νέους τραγουδιστές από τη συμπρωτεύουσα. Εγώ όμως το είχα βάλει σκοπό να κατακτήσω και τις αθηναϊκές πίστες», μου λέει πάντα με το βλέμμα του κατεβασμένο. Τελικά κάνει το μεγάλο βήμα και διανύει τα 504 σημαντικότερα χιλιόμετρα της ζωής του. Και δικαιώνεται πανηγυρικά. «Νομίζω ότι μετά από μένα άνοιξε κι ο δρόμος για τους υπόλοιπους βορειοελλαδίτες συναδέλφους μου», υπογραμμίζει.
Το μεγάλο μπαμ του Βασίλη δεν ήρθε με το «Άστη Να Λέει», το κομμάτι που τραγούδησε από κοινού με τους Πυξ Λαξ. Ο ίδιος δεν γνωρίζει πως πρόεκυψε αυτή η παρανόηση, όταν «τουλάχιστον ένα-ενάμιση χρόνο πριν όλοι είχαν στα χείλη τους τη “Νύχτα Ξελογιάστρα”. Έκανα 20 χρόνια υπομονή. Αλλά τελικά τα κατάφερα. Καθιερώθηκα».
Η δεκαετία του ’90 μαζί με την μοίρα του Βασίλη, αλλάζει και τα ειωθότα στις λαϊκές πίστες. Το ειδικό βάρος μετατοπίζεται σταδιακά από το αυθεντικά λαϊκό στο κακοφορμισμένα εμπορικό κομμάτι της νυχτερινής διασκέδασης. Το λαϊκό μεταμορφώνεται σταδιακά σε ποπ και ο Καρράς βιώνει το νέο status quo με ανάμεικτα συναισθήματα: «φυσιολογικά κι εγώ μπήκα στη λογική του εύκολου σουξέ. Και ποιος δεν μπήκε τότε;»
Του λέω ότι διαφωνώ με την περιρρέουσα άποψη ότι η συνεργασία του με τον Φοίβο τον «έκαψε», απαξιώνοντάς τον στο πολυπληθές λαϊκό του κοινό. Συμφωνεί μαζί μου ότι «ο Φοίβος μου έχει γράψει τα ωραιότερα μου κομμάτια. Είναι ένας σταθμός στην καριέρα μου. Όταν βγαίνω σήμερα στην πίστα και τραγουδώ τα κομμάτια του, βλέπω τις αντιδράσεις από το κοινό και κρίνω. Ακόμη και σήμερα ξέρουν όλους τους στίχους των τραγουδιών αυτών απ’ έξω. Έχουν πολλή ψυχή μέσα τους τα κομμάτια του Φοίβου».
Δεν μιλάει με τα καλύτερα λόγια μόνο για το Φοίβο. Είναι γενναιόδωρος απέναντι σε όλους, κυρίως δε σε αυτούς που βρίσκονται μόνιμα στην απ’ έξω, χωρίς ποτέ να έχει αναγνωριστεί το έργο τους: «Αν δεν ήταν οι συνθέτες και οι στιχουργοί, δεν θα ήμουν εγώ εδώ σήμερα να σου μιλώ», μου λέει. Κι επειδή σεμνότητα και ταπεινότητα ακούμε, αλλά σεμνότητα και ταπεινότητα δεν βλέπουμε ποτέ, φροντίζει να κάνει τα λόγια του πράξη.
Η γενναιοδωρία του δεν είναι μόνο τω λόγω. Είναι και τω έργω: παντελώς αθόρυβα και βάζοντας πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη του, πριν πολλά χρόνια έχτισε έξω από την Θεσσαλονίκη, το Χωριό της Ειρήνης, ένα πολυκέντρο ψυχαγωγίας και αναψυχής έκτασης 80 στρεμμάτων. Μέσα εκεί συντηρεί με δικά του έξοδα πάνω από 200 οικογένειες.
Οι Beatles του Βασίλη Καρρά
Κάνει μια παύση για μια τζούρα από το ουίσκι του. Κατόπιν πιάνει την κιθάρα και την γρατζουνάει ελαφρά. Μπορεί άνετα να συνθέσει ένα οποιοδήποτε λαϊκό τραγούδι που να στέκεται πολύ πιο αξιοπρεπώς από ένα άλλο καινούργιας εσοδείας –αλλά αμφιβόλου αισθητικής. Η συνθετική πένα του Βασίλη Καρρά αντλεί έμπνευση από παντού: «από τα ρεμπέτικα και τον Καζαντζίδη μέχρι τους Beatles».
Ο Καρράς ακούει Beatles; «Γιατί να μην ακούω Beatles; Της εποχής μου είναι άλλωστε, με αυτούς μεγάλωσα. Αν δεν ακούσω αυτούς δηλαδή, ποιους θα ακούσω; Οι Beatles ήταν η λαϊκή αγγλική μουσική της εποχής της. Και είναι και διαχρονικοί. Η δουλειά μου, όπως και τα ακούσματα, δεν έχουν σύνορα». Προσπαθώ να τον πείσω να μου παίξει κάτι από Beatles στην κιθάρα του. Οποιοσδήποτε άλλος να ήταν στη θέση του, ίσως και να το έκανε, χάριν «δημοσίων σχέσεων». Αλλά εκείνος αρνείται. Και καλά κάνει.
Το ταξίμετρό του στις πίστες έχει γράψει χιλιόμετρα ολόκληρα. Πριν λίγα χρόνια αποχώρησε από το χώρο για λίγο καιρό, επειδή «κουράστηκα, μετά από 10.500 νύχτες στην πλάτη μου». Το νυχτοκάματο έχει τα καλά του, αλλά σου στερεί και πολλά. Και τα κατάλοιπά του φαίνονται πάνω στο σώμα και την ψυχή ενός, τότε, 55χρονου, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
Είναι εύκολο να κάνεις φίλους στη νύχτα; «Παίζουν πολλά συναδελφικά μαχαιρώματα», μου απαντάει, «αλλά φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους που υπάρχει τόσο έντονος ανταγωνισμός». Η προσωπική του στάση ζωής αποτυπώνεται εύγλωττα στο αγγλοσαξονικό «live and let live».
«Όταν η μισή Ελλάδα κάνει ρουφιανιές και η άλλη μισή μοιράζει dvd, εγώ προτιμώ να ζω και να αφήνω και τους άλλους να ζήσουν. Όλα εδώ πληρώνονται, εδώ είναι η κόλαση κι εδώ είναι κι ο παράδεισος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω κάνει και μαλακίες στη ζωή μου. Κάθε μέρα κάνω κι από ένα νέο λάθος, έτσι, για να έχω ποικιλία. Όταν έχεις έναν υπερβολικά μεγάλο έρωτα για μια δουλειά ή μια γυναίκα, τότε ακριβώς κάνεις και τα μεγάλα λάθη. Από αγάπη. Και να σου πω κάτι; Πάλι τα ίδια λάθη θα ξανάκανα».
Ο Βασίλης Καρράς μπορεί να στερήθηκε διάφορα τα τελευταία χρόνια, όμως για το ένα πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι ένα: η αγάπη των φίλων του. Όπως στην πολιτική ζωή ενός τόπου υπάρχουν όλες εκείνες οι υπερκομματικές φυσιογνωμίες που ενώνουν κόκκινους, πράσινους και μπλε κάτω από την ίδια στέγη, έτσι και στο χώρο του εγχώριου πενταγράμμου υπάρχει ο Βασίλης Καρράς να είναι για τη Θεσσαλονίκη ο υπερομαδικός τραγουδιστής, αυτός που παραδέχονται εξίσου οι παοκτσήδες, οι αρειανοί και οι ηρακλειδείς –ακόμη κι αν ο ίδιος διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μια πολύ στενή φιλία με τον κοντοχωριανό του, τον Θοδωρή Ζαγοράκη.
«Άνθρωπος. Αυτό θέλω να γράψεις. Ξέρω τόσα χρόνια τον Βασίλη και τον υπεραγαπώ. Και καμία άλλη λέξη δεν μου έρχεται στο νου όταν μιλώ γι’ αυτόν από τη λέξη άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο», μού λέει στο τηλέφωνο, όταν τον ρωτάω, ο Θοδωρής Ζαγοράκης.
«Ο Βασίλης δεν είναι κανένας τυχαίος. Έκανε πραγματικότητα στην ζωή και στην καριέρα του το όνειρο του κάθε καλλιτέχνη», παραδέχεται με τη σειρά του ο τραγουδιστής Ανέστης Μαντάς. Φίλοι παντού.
Σαρανταοκτώ ώρες πριν, ένα κατάμεστο από φίλους, γνωστούς και αγαπημένους του Βασίλη, «Διογένης Στούντιο» χειροκροτεί τον Βασίλη ο οποίος βγαίνει στη σκηνή σαν μια ελληνική εκδοχή του Τζόνι Κας, με μαύρο πουκάμισο και ασορτί κοστούμι. Όλα μαύρα. Το χρώμα του πόνου και της αυθεντικής, ασίκικης δυστυχίας. Τραγουδάει με τα μάτια κλειστά και με το αριστερό του χέρι κάνει, όποτε χρειαστεί, νοήματα στην ορχήστρα και τα δυο νέα παιδιά που τον συνοδεύουν στα δεύτερα φωνητικά.
Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το κοινό από κάτω να παραληρεί. Ακόμη κι όταν απευθύνεται στο κοινό του από κάτω δεν μπορεί να μιλήσει με κλισέ. Είναι απλός και σταράτος. Και ντόμπρος μέχρι παρεξηγήσεως.
Λίγο πριν κλείσω το κασετοφωνάκι μού λέει κάποια πραγματικά άγρια σκηνικά από την αθηναϊκή και σαλονικιώτικη νύχτα που δεν μπορούν να γραφτούν δημοσίως. Και ούτε πρόκειται. Ίσως να το κάνω κάποια στιγμή που δεν θα υπάρχει ο φόβος να τον εκθέσω. Μέχρι τότε όμως θα προσπαθήσω να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, όπως το έχει κάνει και ο ίδιος όσα χρόνια είναι στο μουσικό κουρμπέτι.