Είχαμε ραντεβού σε μια διασταύρωση στο Κουκάκι. Καθώς πλησίαζε σκεφτόμουν ότι “έφερνε” στον νεαρό Αλ Πατσίνο στο “Σέρπικο”, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στον ρόλο του ως θεατρικός συγγραφέας στην “Πρεμιέρα”. Συνειρμός όχι και τόσο αφηρημένος μάλλον, καθώς ο Πέτρος Μάλαμας σπούδασε Θέατρο και η σχέση του με αυτό υπήρξε άκρως καθοριστική.
Καθώς φωτογραφιζόταν στις επίμονες ανηφόρες κάτω από την Ακρόπολη, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα φωτεινά και τα σκιερά σημεία, ένα κορίτσι μας ζήτησε χρήματα. Κοιταχτήκαμε κάπως αμήχανα καθώς δεν είχαμε καθόλου μετρητά πάνω μας. Με το που απομακρύνθηκε, ο Πέτρος αναστέναξε και μονολόγησε: «Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι σε έναν κόσμο με πιστωτικές κάρτες;».
Αυτό είναι που κρατάω από αυτήν την κουβέντα μας, δεν είναι τόσο η σχεδόν ερωτική αφοσίωσή του στη μουσική, αλλά περισσότερο σε μια δική του προσωπική επιταγή, κατά την οποία θέλει να καταπιάνεται με ό,τι κάνει την καρδιά του να κτυπά δυνατά. Η συνέπειά του στον προσωπικό του αξιακό κώδικα, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ο Πέτρος δεν είναι μόνο στο επώνυμο ένα μάλαμα, αλλά και στη ζωή.
Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου σεμνού, ευαίσθητου, ευγενικού και λιγομίλητου. Το τελευταίο ευτυχώς αργότερα ανατράπηκε όσο η κουβέντα «ζεσταινόταν». Καθίσαμε σε μια καφετέρια στην περιοχή και με το που πάτησα το κόκκινο κουμπάκι του Recording, ο μουσικός άρχισε να μιλά αληθινά κι ακομπλεξάριστα για τις δικές του αλήθειες.
– Στο τηλέφωνο όταν κανονίζαμε την ημερομηνία της συνέντευξης, μου είχες πει ότι στις 6 Δεκεμβρίου δεν θα είχατε λαιβ γιατί όπως ανέφερες επί λέξει «είναι του Γρηγορόπουλου». Τι σημαίνει για σένα αυτή η μέρα;
Όταν ένα μικρό παιδί πυροβολείται στο κέντρο της Αθήνας από έναν κατά τ’ άλλα εντεταλμένο της προστασίας του πολίτη, είναι ένα ανατριχιαστικό γεγονός κι αυτή η μέρα έχει καταστεί πολύ σημαντική στην ιστορία της γενιάς μας.
– Ήταν δίκη σου απόφαση δηλαδή να μην παίξετε εκείνη τη μέρα;
Δεν ήταν ακριβώς απόφαση, ήταν κάτι το αυτονόητο. Όταν κλείσαμε τις Τετάρτες στον Σταυρό του Νότου, δεν είχα ιδέα ποιες ημερομηνίες θα έπεφταν και κάποια στιγμή, βλέποντας το ημερολόγιο συνειδητοποιήσαμε ότι η συγκεκριμένη Τετάρτη ήταν η γιορτή του Αγίου Νικολάου και η μέρα του Γρηγορόπουλου. Με ρώτησαν λοιπόν από το μαγαζί, «τι να κάνουμε να το κρατήσουμε να το ακυρώσουμε;» Και απάντησα, «να το ακυρώσουμε». Αυτό. Ειδικά λόγω του γεγονότος ότι η μουσική έχει συνδεθεί στην συνείδηση του κόσμου με την διασκέδαση δεν είναι σαν το θέατρο δεν είναι ότι θα πας να παρακολουθήσεις κάτι αντιθέτως σε μία μουσική εκδήλωση θα πιεις τα ποτά σου θα χορέψεις θα γελάσεις θα ξεφύγεις. Εξού και το γεγονός ότι σε πολλά θλιβερά γεγονότα τα μουσικά δρώμενα είναι τα πρώτα που ακυρώνονται.
– Νωρίτερα στη φωτογράφηση ανέφερες ότι μεγάλωσες στην Τούμπα. Τι ομάδα είσαι λοιπόν;
Αν και μεγάλωσα στην Τούμπα δεν υποστηρίζω κάποια ομάδα, είναι έξω από τα νερά μου και δεν ασχολούμαι με οπαδικά. Όσο βέβαια ήμουνα παιδάκι έλεγα ότι ήμουν ΠΑΟΚ. Άσε το άλλο, που ως παιδί δεν ήξερα καν ποιες άλλες ομάδες υπήρχαν. Λόγω του ότι ζούσαμε στην Τούμπα σε όλους τους τοίχους έγγραφε “ΠΑΟΚ ΠΑΟΚ ΠΑΟΚ”. Οπότε, ΠΑΟΚ. Υπήρχε μόνο ο ΠΑΟΚ, τις υπόλοιπες ομάδες δεν τις ήξερα.
– Μέχρι ποια ηλικία έζησες στην Τούμπα;
Έζησα στην Τούμπα μέχρι την δευτέρα δημοτικού. Στη συνέχεια, χώρισαν οι γονείς μου και πήγα στην Καστοριά με τη μητέρα του. Στην Καστοριά έμεινα μέχρι την πρώτη λυκείου και κατόπιν επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη όπου τελείωσα το νυχτερινό σχολείο. Στη συνέχεια πέρασα στο Τμήμα θεάτρου του ΑΠΘ όπου και σπούδασα θεατρικές σπουδές.
– Σπούδασες θέατρο στο ΑΠΘ. Πώς αποφάσισες τελικά να ασχοληθείς με τη μουσική;
Ασχολήθηκα και με το θέατρο. θέλω να πω σπούδασα θέατρο, εργάστηκα στο Κρατικό, εδώ στο Θέατρο Τέχνης, στο Εθνικό – έπαιξα 3-4 χρόνια παραστάσεις, αλλά μετά δε γινόταν να συνεχίσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι από παιδάκι με τραβούσε η μουσική, αυτήν αγαπούσα -από 14 χρόνων είχα συγκροτήματα κτλ. Τώρα στις πανελλήνιες έτυχε να περάσω θέατρο και λέω έτυχε επειδή είχα δηλώσει 150 σχολές -αλλά ευτυχώς πέτυχε γιατί διάβασα πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τα είχα διαβάσει από μόνος μου τόσο εύκολα και νιώθω ότι μέσα από αυτό το φίλτρο κατανόησα κάπως καλύτερα τον κόσμο και ότι πήρα πάρα πολλά πράγματα από τις σπουδές μου στο θέατρο -άνοιξε το μυαλό μου και καλλιεργήθηκα. Γιατί το θέατρο κατά κάποιο τρόπο καθρεφτίζει την κοινωνία και τον πολιτισμό. Εκεί διδάχτηκα την ιστορία του πολιτισμού και μορφώθηκα πλατειά κατά κάποιο τρόπο. Ήταν τρομερή σχολή με τρομερούς καθηγητές, που ήταν για μένα μια εμπειρία ανεκτίμητη. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, το επάγγελμα του ηθοποιού δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό όσο η σχολή. Θέλω να πω ότι η σχολή ήταν σαν μια αγκαλιά όπου όλοι στήριζαν όλους, ενώ το επάγγελμα αποτελεί ένα ποιο σκληρό τερέν. Υπάρχουν deadlines, είναι αυτή η διαδικασία με τις ακροάσεις κάθε φορά απ’ την αρχή και πολλά άλλα. Όμως, απ’ ότι φαίνεται η καρδιά μου χτυπούσε πάντα για τη μουσική. Από την άλλη, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Στο θέατρο χρησιμοποιείς μουσική, ο λόγος σου είναι μουσική, όλα έχουν ένα αριθμό κτλ.
– Και σε καμία περίπτωση η ενασχόληση με το ένα δεν αποκλείει την ενασχόληση με το άλλο, σωστά;
Ναι, σκέψου ότι πρόπερσι ήμουν στο θέατρο Πορεία μετά στο Εθνικό και ότι πέρσι έγραψα μουσική για την παράσταση κάποιων φίλων. Δεν είναι ακριβώς ότι είχε βγει από τη ζωή μου, μπορεί να μην είμαι στη διαδικασία του ηθοποιού, να πηγαίνω σε όλες τις ακροάσεις και ότι συνεπάγεται αυτό, αλλά εξακολουθεί να με ενδιαφέρει μέσα από ένα φίλτρο προσωπικό. Αν δηλαδή με καλέσει ένας φίλος να παίξω στην παράστασή του θα συμμετάσχω με χαρά, αλλά δε με ενδιαφέρει για παράδειγμα να έρθει μια πρόταση να παίξω το “Μάκβεθ” και να πω «Α! Θα ενσαρκώσω το ρόλο των ονείρων μου». Δεν είναι ο το όνειρο της ζωής μου αυτό.
– Ποιο είναι το όνειρο της ζωής σου;
Tο όνειρο της ζωής μου είναι να κάνω πράγματα με ανθρώπους που εκτιμώ και αγαπάω και θαυμάζω. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση, είτε αφορά το θέατρο, είτε τη μουσική ή το να σινεμά.
– Συμβαίνει αυτό στη ζωή σου αυτή την περίοδο; Συνεργάζεσαι με ανθρώπους που αγαπάς και θαυμάζεις;
Ναι, φυσικά με τα παιδιά που παίζουμε στον Σταυρό του Νότου κάνουμε παρέα, είμαστε φίλοι. Με οτιδήποτε καταπιανόμαστε συμβαίνει μέσα από αυτό το φίλτρο. Όχι ακριβώς ερασιτεχνικό, αλλά συμβαίνει με αυτές τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θέλουμε ό,τι κάνουμε να κάνει την καρδιά μας να χτυπάει πιο δυνατά.
– Θα ήθελα να πάμε λίγο πίσω τώρα και να μου μιλήσεις για τις πρώτες πρώτες σου αναμνήσεις από την μουσική.
Στο σπίτι που μεγάλωσα έπαιζε πάντα μουσική. Αν δεν έπαιζε ο πατέρας μου κιθάρα –καθώς μελετούσε πολλές ώρες την ημέρα, τότε θα έπαιζε κάποιος δίσκος στο πικάπ. Ακούγαμε επίσης Λιλιπούπολή, Χατζιδάκι, Beatles, κλασική μουσική, όπερα, Μαρία Κάλλας διαφορά πράγματα. Μου έχει αποτυπωθεί μία μνήμη να είμαι τελείως μωρό και να με έχει πάρει η μάνα μου σε ένα κονσέρτο του Μανού Χατζιδάκι.
– Συγνώμη που σε διακόπτω αλλά πόσο χρονών είσαι;
Είμαι 40. Ακριβώς.
– Είχα την εντύπωση ότι είσαι μικρότερος.
Κι εγώ. Αλλά έρχεται συνεχώς η ζωή κάθε λίγο και λιγάκι που μου θυμίζει ότι όχι.
– Ας επιστρέψουμε όμως στον Μάνο Χατζιδάκι. Με ενδιαφέρει.
Ναι, αυτή η συναυλία λοιπόν μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. θυμάμαι πολύ καθαρά την μορφή του να μας έχει πλάτη, γιατί προφανώς κοιτούσε την ορχήστρα και δεν ξεκινούσε την συναυλία. Βγήκε και περίμενε να ησυχάσουν όλοι για να ξεκινήσει, να μην ακούγεται “κιχ”. Θυμάμαι τότε να ρωτάω τη μητέρα μου γιατί δεν ξεκινάει και αυτή μου απάντησε ότι δεν ξεκινάει επειδή θέλει να κάνουμε όλοι ησυχία. Ήταν ένα μαγικό στιγμιότυπο αυτό χωρίς να θυμάμαι πολλά πολλά. Μια άλλη μνήμη που έχω πάλι μωράκι είναι μέσα σε ένα αστικό λεωφορείο. Ξεκίνησα να τραγουδάω ένα τραγούδι από χειμερινούς κολυμβητές -δυνατά κιόλας- και όπως ήταν αναμενόμενο όλο το λεωφορείο γύρισε να με κοιτάει και η μάνα μου γελούσε. Πρέπει να ήμουνα πολύ μωρό δηλαδή ίσα που περπατούσα. Επίσης, πρόσφατα είχα δει μία βιντεοκασέτα που είμαι σε εκείνη την ηλικία κοντά πάλι και είχα πάρει μάλλον το τετρακάναλο που είχε ο πατέρας μου για να ηχογραφεί τραγούδια και φαίνομαι να παίρνω το μικρόφωνο και το δαγκώνω, ενώ ακούγεται η μητέρα μου από μέσα να φωνάζει «μη βρε το μικρόφωνο, μην το δαγκώνεις, θα το γεμίσεις σάλια». Εγώ απτόητος συνέχεια αρχίζω να κάνω από τη Λιλιπούπολή κάποια μουσικά θέματα και κάνω «παμ παμ παμ παμ,τιτου τιτου τιτου τιτου τιτου». Την έχω αυτή την κασέτα που χρονολογείται μάλλον 35-36 χρόνια πριν.
– Και, από εκείνο το «τιτου τιτου τιτου τιτου», πώς προχώρησε η σχέση σου με τη μουσική;
Λίγο πιο μετά στο γυμνάσιο πήγα στο ωδείο να μάθω κιθάρα. Φτιάξαμε συγκροτήματα με διάφορους φίλους -με το ένα συγκρότημα τραγουδούσα αγγλικά, με το άλλο ελληνικά. Κάπου εκεί λοιπόν τελειώνοντας το λύκειο, κάπου εκεί στα τέλη του ελληνικού ροκ, είχαμε και ένα συγκρότημα που ονομαζόταν “Τα χρώματα της ίριδας”, με το οποίο φτιάξαμε και ένα demo, το οποίο το δώσαμε στην Ano Kato Records αλλά δεν πέρασε. Ακούγοντας λοιπόν αυτές τις ηχογραφήσεις του demo, μαζεύτηκα. Μου ακουστικά πάρα πολύ χάλια, ή μάλλον ένιωθα πολύ χάλια εκείνη την εποχή, οπότε όλα μου φαινόντουσαν αναπόφευκτα χάλια. Με τα πολλά, συνέπεσε με το μηχανογραφικό που πέρασα στο τμήμα θεάτρου και εκεί μου ανοίχτηκε ενός ολόκληρος καινούργιος κόσμος καθώς το θέατρο είναι η πρώτη σύζευξη των τεχνών –λογοτεχνία, μουσική, χορός, σκηνοθεσία, ιστορία της τέχνης, όλα. Οπότε, μπαίνοντας εκεί, άρχισε να απενοχοποιείται και η σχέση μου με τη μουσική γιατί είχα πάρει μια κρυάδα.
– Πώς προέκυψε αυτή η κρυάδα και τι σε παρακίνησε να «επιστρέψεις» στη μουσική;
Δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική απλά και μόνο επειδή ασχολείται ο πατέρας μου. Ίσως από εγωισμό αγορίστικο δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική επειδή μεγάλωσα με μία κιθάρα στο χέρι. Με έπιασε ένα πράγμα ότι μάλλον δεν είμαι για εκεί. Στο θέατρο ωστόσο, κατά τη διάρκεια των σπουδών πάντα με βάζανε να κάνω κάτι σχετικό με τη μουσική – να πω ένα τραγούδι, να έχω έναν ρόλο μουσικό κτλ. Οπότε μέσω αυτού, κατά κάποιο τρόπο απενεχοποίησα το κομμάτι της μουσικής. Και κάποια στιγμή, ενώ τα πήγαινα καλά με το θέατρο, άρχισε να με ζορίζει γιατί πήγαινα από παράσταση σε παράσταση, είχα πρόβες από το πρωί μέχρι το βράδυ, βγάζαμε ένα έργο και αμέσως μετά ένα άλλο και έτσι πέρασαν τρία χρόνια που δεν είχα ρεπό και δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη διακοπές. Είχα αρχίσει να τα παίζω κι άρχισα να διερωτώμαι, «τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά, να παίζω όλη την ημέρα, όλο το χρόνο, ασταμάτητα, αφού εγώ μουσική ήθελα πάντα να κάνω». Συνειδητοποίησα ότι είχα πρόβα, μετά παράσταση και στη συνέχεια ήθελα να πάω να ακούσω λίγο λάιβ μουσική όσο προλαβαίνω, γιατί το είχα πάρα πολλή ανάγκη, παρόλο που είχα πρωινό ξύπνημα το πρωί και πρόβες. Άρχισε να συνειδητοποιώ λοιπόν ότι πιο πολύ ενδιαφέρομαι για την μουσική. Και κάπου εκεί μέσα στα ζόρια του θεάτρου, μελοποίησα ,ία συλλογή ποιημάτων.
– Τι ποιήματα ήταν αυτά;
Ήταν ποιήματά του Νίκου Γκάτσου με τον τίτλο «Η Παγωμένη Θεατρίνα». Ταυτίστηκα κι εγώ ως θεατρίνος που ήμουν.
– Διάβαζες από πριν ποίηση, σου άρεσε;
Πολύ πολύ. Πάντα μου αρέσει να διαβάζω όχι μόνο ποίηση αλλά και θεατρικά, μυθιστορήματα και γενικότερα τα πάντα. Νιώθω ότι τα βιβλία είναι μεγάλο δώρο στην ανθρωπότητα γιατί κάθονται ήσυχα και πρέπει εσύ να πας σε αυτά. Είναι σα να σε ποτίζουν σιγά-σιγά όπως το χιόνι ποτίζει το χώμα. Είναι ένα μυστήριο πράγμα.
– Έχεις κυκλοφορήσει αυτά τα μελοποιημένα ποιήματα;
Αφού τα μελοποίησα μου άρεσαν και έψαξα να βρω τα δικαιώματα, αλλά μου είπε η κληρονόμος του Νίκου Γκάτσου ότι τα έδωσε σε άλλον. Οπότε εγώ χρησιμοποίησα τα τραγούδια αυτά απλά για τις κατατακτήριες στο Τμήμα Μουσικής και Τέχνης στο ΠΑΜΑΚ και πέρασα στη Σύνθεση Παραδοσιακής και Δημοτικής Μουσικής, Ποιητική λέγεται η κατεύθυνση. Δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές αυτές βέβαια, γιατί η ζωή με πρόλαβε και δεν μπορούσα να είμαι άλλο στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία υπήρξε κομβική για να σπάσει για μένα ένας φραγμός όπου για μια δεκαετία δίσταζα να ασχοληθώ πιο εντατικά με τη μουσική.
– Πιστεύεις ότι η παρουσία του πατέρα σου έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτό το μουσικό μπλοκάρισμα που ένιωθες;
Κοίταξε να δεις όλα αυτά συνέπεσαν κατά κάποιο τρόπο. Φαντάσου ότι όταν εγώ έμπαινα στην εφηβεία, κανείς δεν ήξερε τον Σωκράτη και όταν βγήκα από την εφηβεία ήταν ήδη γνωστός. Δηλαδή, όλο αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει μέσα στην εφηβεία μου και ήμουν και στην ηλικία που μου βγήκε κάπως αντιδραστικά. Δλαδή μέχρι πρόπερσι είχε τρία εισιτήρια και έρχεσαι και μου λες ότι είναι ο αγαπημένος σου, και ότι ξέρεις όλα τα τραγούδια του. Κάπως με είχε τσαντίσει όλο αυτό, δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Όχι η επιτυχία, αλλά το παράδοξο των ανθρώπων. Ότι προτού αποκτήσει δημοσιότητα ορισμένοι τον άκουγαν και έλεγαν «έλα ρε, τι καταθλιπτικά τραγούδια είναι αυτά, παίξε λίγο Νίκο Παπάζογλου», και μετά από δυο τρία χρόνια στους ίδιους ανθρώπους έγινε ο αγαπημένος τους. Οπότε, τσαντιζόμουν όταν ερχόντουσαν και μου έλεγαν «ακούω τον πατέρα σου χρόοοονια», ενώ τρία χρόνια πριν είχε τρία εισιτήρια. Εύλογα θα σκεφτόταν κανείς, «έχει κάποιο πρόβλημα με τον πατέρα του;». Όχι, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον πατέρα μου, με την ανθρώπινη υποκρισία είχα πρόβλημα, αλλά καταλαβαίνεις τώρα, αγοράκι τότε, μου βγήκε ένα τέτοιο, αντιδραστικό πράγμα, και ακούγοντας και τα demo, λέω «τι κάνεις τώρα, επειδή βρήκες μια κιθάρα άντε έτσι σώνει και ντε να ασχοληθούμε με τη μουσική;» Ένα τέτοιο πράγμα.
– Αισθανόσουν ότι η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη; Ένιωθες δηλαδή να κουβαλά το βάρος μιας ευθύνης ότι είσαι το παιδί του Σωκράτη Μάλαμα;
Κοίταξε, το βάρος αυτό το ένιωσα όταν είχα πάει στο ωδείο. Ο δάσκαλος που ήταν να με μάθει κιθάρα εντυπωσιάστηκε που ήμουν ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα. Τι σχέση έχει αυτό; Πήγα εκεί για να μάθω κιθάρα. Θέλω να πω, δε θα με έκανε καλύτερο κιθαρίστα το γεγονός ο πατέρας μου ήτα καλός κιθαρίστας. Κάπως θα έπρεπε και εγώ να διανύσω την δική μου μουσική πορεία. Αυτό με πάγωσε κάπως με τις σπουδές στη μουσική.
– Ποιες είναι οι μουσικές σου αγάπες, οι προτιμήσεις σου και τι ακούς αυτόν τον καιρό;
Δεν άκουγα ποτέ ένα συγκεκριμένο είδος, δεν θα μπορούσα ποτέ να πω ότι ακούω έντεχνο ή ροκ, ή το οτιδήποτε, και γενικότερα το τσουβάλιασμα δεν είναι του γούστου μου. Οι κατηγορίες αν και είναι χρήσιμες ώστε να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, από την άλλη αυτό το τσουβάλιασμα το θεωρώ περιττό.
– Συμφωνείς ότι η μουσική είναι ένα;
Σίγουρα η μουσική είναι ένα, αλλά εγώ προσωπικά έχω μεγάλη αγάπη για τους δίσκους. Μπορεί να αγαπάω έναν δίσκο από έναν καλλιτέχνη, αλλά όχι έναν άλλον από τον ίδιο. Δεν φανατίστηκα δηλαδή ποτέ με ένα συγκρότημα ή κάποιο είδος μουσικής, αλλά κάποια πράγματα με πέτυχαν στην καρδιά. Είτε αυτό είναι ένας λαϊκός δίσκος, ροκ, κλασική μουσική ή ηλεκτρονική, δεν έχει σημασία.
– Ακούγοντας τη μουσική σου, αντιλαμβάνομαι ότι μέσα από τα τραγούδια σου λες μικρές ιστορίες. Ισχύει αυτό;
Ίσως αυτό να συνδέεται λίγο και με τη σχέση μου με το θέατρο.
– Θα ήθελες να μοιραστείς μια από αυτές μαζί μας;
Στον δίσκο μου “Καναδέζα” για παράδειγμα, υπάρχει ένα τραγούδι που ονομάζεται Αστροζάλη. Αυτό το τραγούδι προσπαθεί να περιγράψει ένα όνειρο που είχα δει. Είδα ότι πετούσα στο σύμπαν και ότι περνούσα μέσα από τους πλανήτες, τον ήλιο και τα αστέρια. Αυτό το τραγούδι είναι μια προσπάθεια να περιγράψω κάπως ποιητικά αυτό το όνειρο
– Τι σου αρέσει να κάνεις όταν δεν φτιάχνεις μουσική;
Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω ταινίες και σειρές, κάτι που δεν έκανα παλαιότερα και επίσης μου αρέσει πάρα πολύ να παρακολουθώ θέατρο.
– Είδες κάτι καλό τελευταία;
Είδα το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στο Από Μηχανής Θέατρο και “Το Γένεσις Νο 2”στην Πλυφα. Γενικώς μετά τις καραντίνες έχω σταματήσει να βγαίνω, κι όταν λέω να βγαίνω εννοώ ότι δεν θα πάω σε ένα μπαράκι να πιω ένα ποτό έτσι απλά. Κάποιος λόγος θα υπάρχει, είτε θα έχω ραντεβού με κάποιον άνθρωπο να μιλήσω, ή θα πάμε σε κάποια παράσταση και μετά μπορεί να πάμε να πιούμε ένα ποτό, αλλά να πάω έτσι άνευ λόγου κι αιτίας να καθίσω σε μία μπάρα να πιω ένα ποτό, δεν το κάνω πια.
– Σου αρέσει η ζωή στην Αθήνα;
Κοίταξε, μου αρέσει πολύ η ζωή στην Αθήνα αλλά χρειάζομαι κάποια διαλείμματα. Δηλαδή τώρα έχω τρεις μήνες σερί που δεν έχω φύγει καθόλου και αυτό έχει αρχίσει λίγο να με στενεύει, Θα ήθελα να πάω στην εξοχή να δω τις αλλαγές των εποχών. Στην πόλη δεν το αντιλαμβάνεσαι αυτό, δε βλέπεις τα φύλλα από πράσινα να γίνονται κίτρινα, κι από κίτρινα πορτοκαλί, την μυρωδιά του χώματος. Πράγματα που με υποσυνείδητο τρόπο σε κουρδίζουν, κουρδίζουν το σώμα σου. Είναι σα να σου λένε ότι «ξέρεις, έφυγε το καλοκαίρι». Και έτσι κάπως μέσα στην πόλη δεν αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει. Σκέψου για παράδειγμα, ότι αυτές τις μέρες που έσφιξε κάπως απότομα το κρύο, με έπιασε μια στεναχώρια και σκέφτηκα «τι, από τώρα;» και κοίταξα το ημερολόγιο και λέω «τι από τώρα, είναι μέσα Δεκέμβρη σχεδόν».
– Τι σου αρέσει εδώ;
Μου αρέσει που είμαστε συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι που φτιάχνουμε μουσικές, παραστάσεις και ταινίες. Είναι πιο δύσκολο να ασχολείσαι με αυτά όταν δεν βρίσκεσαι στην επαρχία, οπότε μια μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που ασχολείται με αυτά τα πράγματα συγκεντρώνεται στην Αθήνα. Έτσι, αναπόφευκτα εδώ έχουμε μαζευτεί πολλοί και είναι ωραία η αίσθηση, καθώς με τα δεδομένα της Ελλάδας είναι λίγο, ίσως ελάχιστα μητρόπολη. Δεν είναι Νέα Υόρκη, αλλά σε σχέση με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας είναι λίγο περισσότερο. Μπορείς να πας στα Σεπόλια και να μην έχεις τις ίδιες εικόνες με το κέντρο, να πας στην παραλία ή στον Παρνασσό και να βρεις μια άλλη Αθήνα. Άλλη Αθήνα είναι το Παγκράτι, άλλη το Περιστέρι. Ωραία είναι η Αθήνα αρκεί να μπορείς να φεύγεις που και που. Από την άλλη, ωραία και τα βουνά και οι παραλίες, αλλά που και που έχω την ανάγκη να γυρνάω στο κέντρο. Έχουμε για παράδειγμα ένα καλύβι στην Συκιές Χαλκιδικής, μπορώ να πάω εκεί με το κορίτσι μου να απομονωθώ, να περάσω όμορφα, αλλά και πάλι πόσο θα κάτσεις; Ένα μήνα, δύο; Μετά σου λείπει φασαρία ο κόσμος η πόλη. Μου αρέσουν τα ταξίδια και οι αλλαγές γενικότερα.
– Μιας και που το ανέφερες, έχει ο έρωτας την μερίδα του λέοντος στο κομμάτι της έμπνευσης;
Στη ζωή μου σίγουρα. Στο κομμάτι της έμπνευσης ναι, ο έρωτας έχει την μερίδα του λέοντος και θα σου πω ότι πρέπει να είσαι ερωτευμένος με τις μελωδίες και τις λέξεις για να ασχοληθείς σοβαρά με την μουσική. Και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα ο έρωτας κι η ευτυχία έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να σε κάνουν να μην θες να ασχοληθείς με αυτό. Το έλεγε και ο Χατζιδάκις πολύ ωραία ότι «αν ήμασταν ευτυχισμένοι, δεν θα κάναμε τέχνη». Έχεις όρεξη να τρέξεις με ξέπλεκές πλεξούδες στα λιβάδια με τον αγαπημένο σου. Δεν θα πεις «όχι, άσε με τώρα μόνο μου γιατί θέλω να βάλω κάποιες λέξεις και κάποιες μελωδίες στη σειρά». Για να μπουν αυτές οι λέξεις και οι μελωδίες τη σειρά, σημαίνει ότι κάτι μέσα σου ζορίζεται και πρέπει να βρει έναν τόπο και έναν τρόπο να δημιουργήσει έναν φανταστικό τόπο για να υπάρχει. Οπότε, σίγουρα ο έρωτας είναι μεγάλο κομμάτι της έμπνευσης και είναι απαραίτητο να υπάρχει έρωτας για δημιουργία για να φτιάξεις αυτόν τον φανταστικό τόπο.
– Πιστεύεις ότι “η ελπίδα μένει”, όπως λες και να σε ένα τραγούδι σου;
Ναι, είναι ένα τραγούδι που έχει γράψει ο Λεωνίδας Μπαλάφας. Ναι, βέβαια, ζούμε σε σκοτεινές εποχές και έχουμε την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουμε στο φως. Ωστόσο, η ελπίδα προσδίδει στον άνθρωπο μια μαγική ιδιότητα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, διάβαζα ένα βιβλίο του Πρίμο Λεβί, που ονομάζεται “Εάν αυτό είναι Άνθρωπος”. Μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των εβραίων, όπου οι άνθρωποι βιώνοντας την απόλυτη κόλαση συνεχίζουν να ονειρεύονται και να ελπίζουν, και σκεφτόμουν ότι είναι το μόνο που μπορεί να σε κρατήσει. Από την άλλη, ο Καζαντζάκης έλεγε «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος», και έχει δίκιο γιατί οι ελπίδες και οι φόβοι σε κρατάνε σε ένα υποθετικό πλαίσιο, και αφενός για να απελευθερωθείς πρέπει να σταματήσει και το ένα και το άλλο, και αφετέρου άνθρωπος αν δεν έχει αυτό το κατά τ’άλλα παράλογο συναίσθημα της ελπίδας στις μεγαλύτερες δυσκολίες του, είναι ένα μικρο drive για να συνεχίζεις ένα βήμα την φορά, άλλο ένα βήμα άλλο ένα βήμα. Ό,τι βοηθά τον καθένα να κτυπά η καρδιά του.
– Τι συμβαίνει τις Τετάρτες στο Σταυρό του Νότου;
Τις Τετάρτες στον Σταυρό του Νότου ξεκινάμε νωρίς για να τελειώσουμε και σχετικά νωρίς γιατί η επόμενη μέρα είναι εργάσιμη. Έχουμε μαζευτεί με τρεις φίλους που με ανέχονται – θέλω να πω δέχονται με χαρά τις τρέλες μου και τις ιδέες μου. Δοκιμάζουμε καινούριες, πειραματιζόμαστε, κάποια πράγματα μας βγαίνουν, κι άλλα όχι. Δοκιμάζουμε πράγματα μεταξύ μας και αν μας αρέσουν τα συμπεριλαμβάνουμε στο πρόγραμμα. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι αγαπάς δικό σου είναι.
– Θα ήθελες να τους αναφέρουμε;
Βέβαια, είναι ο Νίκος Παπαϊωάννου με τον οποίον παίζουμε πάνω από 10 χρόνια μαζί, παίζει μπάσο και πλήκτρα, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος που παίζει επίσης πλήκτρα και τρομπόνι και ο Γιάννης Ριζόπουλος στα τύμπανα. Φυσικά, και όλο το crew από τον Σταυρό, ο Σωτήρης και ο Σωκράτης.
– Παίζετε τραγούδια κι από τους τρεις σου δίσκους;
Παίζουμε τραγούδια ναι κι από τους τρεις δίσκους παίζουμε και τραγούδια που δεν έχω κυκλοφορήσει ακόμα, αναλόγως πάντα και τη βραδιά. Παίζουμε τραγούδια ελληνικά ροκ, ρεμπέτικα, έντεχνα, κάποια λαϊκά -κατά κύριο λόγο στα ελληνικά, αν και σκέφτηκα ότι επειδή όταν ήμουν μικρός τραγουδούσα και κάτι αγγλικά ροκ, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε και πλάκα να τραγουδούσα και κάτι στα αγγλικά, με την βαριά βαλκανική μου προσφορά.
– Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο αυτή την περίοδο κάποιο νέο δίσκο ή single;
Μετά το Γενάρη θα πάμε μια βόλτα προς Θεσσαλονίκη, λίγο στην Πάτρα και σε κάποια μέρη που μας αγαπάνε, λίγο στην Κρήτη λίγο από δω, λίγο από κει, και σε κάποια φεστιβάλ καλοκαιρινά. Δισκογραφικά επίσης ετοιμάζουμε κάποια καινούργια πράγματα μιας και έχουμε πολύ καιρό να βγάλουμε και μαζεύτηκε αρκετό υλικό από τις καραντίνες. Έτσι, μέσα στο 2024 πιστεύω ότι θα κυκλοφορήσουμε καινούρια πράγματα. Κι επειδή όπως σου ανέφερα μου αρέσουν οι δίσκοι, θα ήθελα να είναι σε αυτή τη μορφή, σαν μια ολοκληρωμένη μορφή αφήγησης.
– Θα ήθελα να σου ζητήσω να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη με μια ευχή.
Εύχομαι κάθε μέρα να ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στον εαυτό μας. Κι αν το καταφέρουμε αυτό, τότε ίσως καταφέρουμε να έρθουμε και πιο κοντά στους άλλους. Γιατί πιστεύω ότι πολλά από τα προβλήματα προκύπτουν από τη μοναξιά μας.
➸ INFO: Ο Πέτρος Μάλαμας εμφανίζεται στο Club του Σταυρού του Νότου κάθε Τετάρτη | Ώρα Έναρξης: 21.00 | Εισιτήρια εδώ
➸ Δείτε επίσης: Πάνος Μπίρμπας: «Μόνο με ένα ισχυρό σοκ θα αλλάξουμε νοοτροπία»
Είχαμε ραντεβού σε μια διασταύρωση στο Κουκάκι. Καθώς πλησίαζε σκεφτόμουν ότι “έφερνε” στον νεαρό Αλ Πατσίνο στο “Σέρπικο”, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στον ρόλο του ως θεατρικός συγγραφέας στην “Πρεμιέρα”. Συνειρμός όχι και τόσο αφηρημένος μάλλον, καθώς ο Πέτρος Μάλαμας σπούδασε Θέατρο και η σχέση του με αυτό υπήρξε άκρως καθοριστική.
Καθώς φωτογραφιζόταν στις επίμονες ανηφόρες κάτω από την Ακρόπολη, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα φωτεινά και τα σκιερά σημεία, ένα κορίτσι μας ζήτησε χρήματα. Κοιταχτήκαμε κάπως αμήχανα καθώς δεν είχαμε καθόλου μετρητά πάνω μας. Με το που απομακρύνθηκε, ο Πέτρος αναστέναξε και μονολόγησε: «Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι σε έναν κόσμο με πιστωτικές κάρτες;».
Αυτό είναι που κρατάω από αυτήν την κουβέντα μας, δεν είναι τόσο η σχεδόν ερωτική αφοσίωσή του στη μουσική, αλλά περισσότερο σε μια δική του προσωπική επιταγή, κατά την οποία θέλει να καταπιάνεται με ό,τι κάνει την καρδιά του να κτυπά δυνατά. Η συνέπειά του στον προσωπικό του αξιακό κώδικα, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ο Πέτρος δεν είναι μόνο στο επώνυμο ένα μάλαμα, αλλά και στη ζωή.
Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου σεμνού, ευαίσθητου, ευγενικού και λιγομίλητου. Το τελευταίο ευτυχώς αργότερα ανατράπηκε όσο η κουβέντα «ζεσταινόταν». Καθίσαμε σε μια καφετέρια στην περιοχή και με το που πάτησα το κόκκινο κουμπάκι του Recording, ο μουσικός άρχισε να μιλά αληθινά κι ακομπλεξάριστα για τις δικές του αλήθειες.
– Στο τηλέφωνο όταν κανονίζαμε την ημερομηνία της συνέντευξης, μου είχες πει ότι στις 6 Δεκεμβρίου δεν θα είχατε λαιβ γιατί όπως ανέφερες επί λέξει «είναι του Γρηγορόπουλου». Τι σημαίνει για σένα αυτή η μέρα;
Όταν ένα μικρό παιδί πυροβολείται στο κέντρο της Αθήνας από έναν κατά τ’ άλλα εντεταλμένο της προστασίας του πολίτη, είναι ένα ανατριχιαστικό γεγονός κι αυτή η μέρα έχει καταστεί πολύ σημαντική στην ιστορία της γενιάς μας.
– Ήταν δίκη σου απόφαση δηλαδή να μην παίξετε εκείνη τη μέρα;
Δεν ήταν ακριβώς απόφαση, ήταν κάτι το αυτονόητο. Όταν κλείσαμε τις Τετάρτες στον Σταυρό του Νότου, δεν είχα ιδέα ποιες ημερομηνίες θα έπεφταν και κάποια στιγμή, βλέποντας το ημερολόγιο συνειδητοποιήσαμε ότι η συγκεκριμένη Τετάρτη ήταν η γιορτή του Αγίου Νικολάου και η μέρα του Γρηγορόπουλου. Με ρώτησαν λοιπόν από το μαγαζί, «τι να κάνουμε να το κρατήσουμε να το ακυρώσουμε;» Και απάντησα, «να το ακυρώσουμε». Αυτό. Ειδικά λόγω του γεγονότος ότι η μουσική έχει συνδεθεί στην συνείδηση του κόσμου με την διασκέδαση δεν είναι σαν το θέατρο δεν είναι ότι θα πας να παρακολουθήσεις κάτι αντιθέτως σε μία μουσική εκδήλωση θα πιεις τα ποτά σου θα χορέψεις θα γελάσεις θα ξεφύγεις. Εξού και το γεγονός ότι σε πολλά θλιβερά γεγονότα τα μουσικά δρώμενα είναι τα πρώτα που ακυρώνονται.
– Νωρίτερα στη φωτογράφηση ανέφερες ότι μεγάλωσες στην Τούμπα. Τι ομάδα είσαι λοιπόν;
Αν και μεγάλωσα στην Τούμπα δεν υποστηρίζω κάποια ομάδα, είναι έξω από τα νερά μου και δεν ασχολούμαι με οπαδικά. Όσο βέβαια ήμουνα παιδάκι έλεγα ότι ήμουν ΠΑΟΚ. Άσε το άλλο, που ως παιδί δεν ήξερα καν ποιες άλλες ομάδες υπήρχαν. Λόγω του ότι ζούσαμε στην Τούμπα σε όλους τους τοίχους έγγραφε “ΠΑΟΚ ΠΑΟΚ ΠΑΟΚ”. Οπότε, ΠΑΟΚ. Υπήρχε μόνο ο ΠΑΟΚ, τις υπόλοιπες ομάδες δεν τις ήξερα.
– Μέχρι ποια ηλικία έζησες στην Τούμπα;
Έζησα στην Τούμπα μέχρι την δευτέρα δημοτικού. Στη συνέχεια, χώρισαν οι γονείς μου και πήγα στην Καστοριά με τη μητέρα του. Στην Καστοριά έμεινα μέχρι την πρώτη λυκείου και κατόπιν επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη όπου τελείωσα το νυχτερινό σχολείο. Στη συνέχεια πέρασα στο Τμήμα θεάτρου του ΑΠΘ όπου και σπούδασα θεατρικές σπουδές.
– Σπούδασες θέατρο στο ΑΠΘ. Πώς αποφάσισες τελικά να ασχοληθείς με τη μουσική;
Ασχολήθηκα και με το θέατρο. θέλω να πω σπούδασα θέατρο, εργάστηκα στο Κρατικό, εδώ στο Θέατρο Τέχνης, στο Εθνικό – έπαιξα 3-4 χρόνια παραστάσεις, αλλά μετά δε γινόταν να συνεχίσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι από παιδάκι με τραβούσε η μουσική, αυτήν αγαπούσα -από 14 χρόνων είχα συγκροτήματα κτλ. Τώρα στις πανελλήνιες έτυχε να περάσω θέατρο και λέω έτυχε επειδή είχα δηλώσει 150 σχολές -αλλά ευτυχώς πέτυχε γιατί διάβασα πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τα είχα διαβάσει από μόνος μου τόσο εύκολα και νιώθω ότι μέσα από αυτό το φίλτρο κατανόησα κάπως καλύτερα τον κόσμο και ότι πήρα πάρα πολλά πράγματα από τις σπουδές μου στο θέατρο -άνοιξε το μυαλό μου και καλλιεργήθηκα. Γιατί το θέατρο κατά κάποιο τρόπο καθρεφτίζει την κοινωνία και τον πολιτισμό. Εκεί διδάχτηκα την ιστορία του πολιτισμού και μορφώθηκα πλατειά κατά κάποιο τρόπο. Ήταν τρομερή σχολή με τρομερούς καθηγητές, που ήταν για μένα μια εμπειρία ανεκτίμητη. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, το επάγγελμα του ηθοποιού δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό όσο η σχολή. Θέλω να πω ότι η σχολή ήταν σαν μια αγκαλιά όπου όλοι στήριζαν όλους, ενώ το επάγγελμα αποτελεί ένα ποιο σκληρό τερέν. Υπάρχουν deadlines, είναι αυτή η διαδικασία με τις ακροάσεις κάθε φορά απ’ την αρχή και πολλά άλλα. Όμως, απ’ ότι φαίνεται η καρδιά μου χτυπούσε πάντα για τη μουσική. Από την άλλη, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Στο θέατρο χρησιμοποιείς μουσική, ο λόγος σου είναι μουσική, όλα έχουν ένα αριθμό κτλ.
– Και σε καμία περίπτωση η ενασχόληση με το ένα δεν αποκλείει την ενασχόληση με το άλλο, σωστά;
Ναι, σκέψου ότι πρόπερσι ήμουν στο θέατρο Πορεία μετά στο Εθνικό και ότι πέρσι έγραψα μουσική για την παράσταση κάποιων φίλων. Δεν είναι ακριβώς ότι είχε βγει από τη ζωή μου, μπορεί να μην είμαι στη διαδικασία του ηθοποιού, να πηγαίνω σε όλες τις ακροάσεις και ότι συνεπάγεται αυτό, αλλά εξακολουθεί να με ενδιαφέρει μέσα από ένα φίλτρο προσωπικό. Αν δηλαδή με καλέσει ένας φίλος να παίξω στην παράστασή του θα συμμετάσχω με χαρά, αλλά δε με ενδιαφέρει για παράδειγμα να έρθει μια πρόταση να παίξω το “Μάκβεθ” και να πω «Α! Θα ενσαρκώσω το ρόλο των ονείρων μου». Δεν είναι ο το όνειρο της ζωής μου αυτό.
– Ποιο είναι το όνειρο της ζωής σου;
Tο όνειρο της ζωής μου είναι να κάνω πράγματα με ανθρώπους που εκτιμώ και αγαπάω και θαυμάζω. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση, είτε αφορά το θέατρο, είτε τη μουσική ή το να σινεμά.
– Συμβαίνει αυτό στη ζωή σου αυτή την περίοδο; Συνεργάζεσαι με ανθρώπους που αγαπάς και θαυμάζεις;
Ναι, φυσικά με τα παιδιά που παίζουμε στον Σταυρό του Νότου κάνουμε παρέα, είμαστε φίλοι. Με οτιδήποτε καταπιανόμαστε συμβαίνει μέσα από αυτό το φίλτρο. Όχι ακριβώς ερασιτεχνικό, αλλά συμβαίνει με αυτές τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θέλουμε ό,τι κάνουμε να κάνει την καρδιά μας να χτυπάει πιο δυνατά.
– Θα ήθελα να πάμε λίγο πίσω τώρα και να μου μιλήσεις για τις πρώτες πρώτες σου αναμνήσεις από την μουσική.
Στο σπίτι που μεγάλωσα έπαιζε πάντα μουσική. Αν δεν έπαιζε ο πατέρας μου κιθάρα –καθώς μελετούσε πολλές ώρες την ημέρα, τότε θα έπαιζε κάποιος δίσκος στο πικάπ. Ακούγαμε επίσης Λιλιπούπολή, Χατζιδάκι, Beatles, κλασική μουσική, όπερα, Μαρία Κάλλας διαφορά πράγματα. Μου έχει αποτυπωθεί μία μνήμη να είμαι τελείως μωρό και να με έχει πάρει η μάνα μου σε ένα κονσέρτο του Μανού Χατζιδάκι.
– Συγνώμη που σε διακόπτω αλλά πόσο χρονών είσαι;
Είμαι 40. Ακριβώς.
– Είχα την εντύπωση ότι είσαι μικρότερος.
Κι εγώ. Αλλά έρχεται συνεχώς η ζωή κάθε λίγο και λιγάκι που μου θυμίζει ότι όχι.
– Ας επιστρέψουμε όμως στον Μάνο Χατζιδάκι. Με ενδιαφέρει.
Ναι, αυτή η συναυλία λοιπόν μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. θυμάμαι πολύ καθαρά την μορφή του να μας έχει πλάτη, γιατί προφανώς κοιτούσε την ορχήστρα και δεν ξεκινούσε την συναυλία. Βγήκε και περίμενε να ησυχάσουν όλοι για να ξεκινήσει, να μην ακούγεται “κιχ”. Θυμάμαι τότε να ρωτάω τη μητέρα μου γιατί δεν ξεκινάει και αυτή μου απάντησε ότι δεν ξεκινάει επειδή θέλει να κάνουμε όλοι ησυχία. Ήταν ένα μαγικό στιγμιότυπο αυτό χωρίς να θυμάμαι πολλά πολλά. Μια άλλη μνήμη που έχω πάλι μωράκι είναι μέσα σε ένα αστικό λεωφορείο. Ξεκίνησα να τραγουδάω ένα τραγούδι από χειμερινούς κολυμβητές -δυνατά κιόλας- και όπως ήταν αναμενόμενο όλο το λεωφορείο γύρισε να με κοιτάει και η μάνα μου γελούσε. Πρέπει να ήμουνα πολύ μωρό δηλαδή ίσα που περπατούσα. Επίσης, πρόσφατα είχα δει μία βιντεοκασέτα που είμαι σε εκείνη την ηλικία κοντά πάλι και είχα πάρει μάλλον το τετρακάναλο που είχε ο πατέρας μου για να ηχογραφεί τραγούδια και φαίνομαι να παίρνω το μικρόφωνο και το δαγκώνω, ενώ ακούγεται η μητέρα μου από μέσα να φωνάζει «μη βρε το μικρόφωνο, μην το δαγκώνεις, θα το γεμίσεις σάλια». Εγώ απτόητος συνέχεια αρχίζω να κάνω από τη Λιλιπούπολή κάποια μουσικά θέματα και κάνω «παμ παμ παμ παμ,τιτου τιτου τιτου τιτου τιτου». Την έχω αυτή την κασέτα που χρονολογείται μάλλον 35-36 χρόνια πριν.
– Και, από εκείνο το «τιτου τιτου τιτου τιτου», πώς προχώρησε η σχέση σου με τη μουσική;
Λίγο πιο μετά στο γυμνάσιο πήγα στο ωδείο να μάθω κιθάρα. Φτιάξαμε συγκροτήματα με διάφορους φίλους -με το ένα συγκρότημα τραγουδούσα αγγλικά, με το άλλο ελληνικά. Κάπου εκεί λοιπόν τελειώνοντας το λύκειο, κάπου εκεί στα τέλη του ελληνικού ροκ, είχαμε και ένα συγκρότημα που ονομαζόταν “Τα χρώματα της ίριδας”, με το οποίο φτιάξαμε και ένα demo, το οποίο το δώσαμε στην Ano Kato Records αλλά δεν πέρασε. Ακούγοντας λοιπόν αυτές τις ηχογραφήσεις του demo, μαζεύτηκα. Μου ακουστικά πάρα πολύ χάλια, ή μάλλον ένιωθα πολύ χάλια εκείνη την εποχή, οπότε όλα μου φαινόντουσαν αναπόφευκτα χάλια. Με τα πολλά, συνέπεσε με το μηχανογραφικό που πέρασα στο τμήμα θεάτρου και εκεί μου ανοίχτηκε ενός ολόκληρος καινούργιος κόσμος καθώς το θέατρο είναι η πρώτη σύζευξη των τεχνών –λογοτεχνία, μουσική, χορός, σκηνοθεσία, ιστορία της τέχνης, όλα. Οπότε, μπαίνοντας εκεί, άρχισε να απενοχοποιείται και η σχέση μου με τη μουσική γιατί είχα πάρει μια κρυάδα.
– Πώς προέκυψε αυτή η κρυάδα και τι σε παρακίνησε να «επιστρέψεις» στη μουσική;
Δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική απλά και μόνο επειδή ασχολείται ο πατέρας μου. Ίσως από εγωισμό αγορίστικο δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική επειδή μεγάλωσα με μία κιθάρα στο χέρι. Με έπιασε ένα πράγμα ότι μάλλον δεν είμαι για εκεί. Στο θέατρο ωστόσο, κατά τη διάρκεια των σπουδών πάντα με βάζανε να κάνω κάτι σχετικό με τη μουσική – να πω ένα τραγούδι, να έχω έναν ρόλο μουσικό κτλ. Οπότε μέσω αυτού, κατά κάποιο τρόπο απενεχοποίησα το κομμάτι της μουσικής. Και κάποια στιγμή, ενώ τα πήγαινα καλά με το θέατρο, άρχισε να με ζορίζει γιατί πήγαινα από παράσταση σε παράσταση, είχα πρόβες από το πρωί μέχρι το βράδυ, βγάζαμε ένα έργο και αμέσως μετά ένα άλλο και έτσι πέρασαν τρία χρόνια που δεν είχα ρεπό και δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη διακοπές. Είχα αρχίσει να τα παίζω κι άρχισα να διερωτώμαι, «τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά, να παίζω όλη την ημέρα, όλο το χρόνο, ασταμάτητα, αφού εγώ μουσική ήθελα πάντα να κάνω». Συνειδητοποίησα ότι είχα πρόβα, μετά παράσταση και στη συνέχεια ήθελα να πάω να ακούσω λίγο λάιβ μουσική όσο προλαβαίνω, γιατί το είχα πάρα πολλή ανάγκη, παρόλο που είχα πρωινό ξύπνημα το πρωί και πρόβες. Άρχισε να συνειδητοποιώ λοιπόν ότι πιο πολύ ενδιαφέρομαι για την μουσική. Και κάπου εκεί μέσα στα ζόρια του θεάτρου, μελοποίησα ,ία συλλογή ποιημάτων.
– Τι ποιήματα ήταν αυτά;
Ήταν ποιήματά του Νίκου Γκάτσου με τον τίτλο «Η Παγωμένη Θεατρίνα». Ταυτίστηκα κι εγώ ως θεατρίνος που ήμουν.
– Διάβαζες από πριν ποίηση, σου άρεσε;
Πολύ πολύ. Πάντα μου αρέσει να διαβάζω όχι μόνο ποίηση αλλά και θεατρικά, μυθιστορήματα και γενικότερα τα πάντα. Νιώθω ότι τα βιβλία είναι μεγάλο δώρο στην ανθρωπότητα γιατί κάθονται ήσυχα και πρέπει εσύ να πας σε αυτά. Είναι σα να σε ποτίζουν σιγά-σιγά όπως το χιόνι ποτίζει το χώμα. Είναι ένα μυστήριο πράγμα.
– Έχεις κυκλοφορήσει αυτά τα μελοποιημένα ποιήματα;
Αφού τα μελοποίησα μου άρεσαν και έψαξα να βρω τα δικαιώματα, αλλά μου είπε η κληρονόμος του Νίκου Γκάτσου ότι τα έδωσε σε άλλον. Οπότε εγώ χρησιμοποίησα τα τραγούδια αυτά απλά για τις κατατακτήριες στο Τμήμα Μουσικής και Τέχνης στο ΠΑΜΑΚ και πέρασα στη Σύνθεση Παραδοσιακής και Δημοτικής Μουσικής, Ποιητική λέγεται η κατεύθυνση. Δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές αυτές βέβαια, γιατί η ζωή με πρόλαβε και δεν μπορούσα να είμαι άλλο στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία υπήρξε κομβική για να σπάσει για μένα ένας φραγμός όπου για μια δεκαετία δίσταζα να ασχοληθώ πιο εντατικά με τη μουσική.
– Πιστεύεις ότι η παρουσία του πατέρα σου έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτό το μουσικό μπλοκάρισμα που ένιωθες;
Κοίταξε να δεις όλα αυτά συνέπεσαν κατά κάποιο τρόπο. Φαντάσου ότι όταν εγώ έμπαινα στην εφηβεία, κανείς δεν ήξερε τον Σωκράτη και όταν βγήκα από την εφηβεία ήταν ήδη γνωστός. Δηλαδή, όλο αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει μέσα στην εφηβεία μου και ήμουν και στην ηλικία που μου βγήκε κάπως αντιδραστικά. Δλαδή μέχρι πρόπερσι είχε τρία εισιτήρια και έρχεσαι και μου λες ότι είναι ο αγαπημένος σου, και ότι ξέρεις όλα τα τραγούδια του. Κάπως με είχε τσαντίσει όλο αυτό, δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Όχι η επιτυχία, αλλά το παράδοξο των ανθρώπων. Ότι προτού αποκτήσει δημοσιότητα ορισμένοι τον άκουγαν και έλεγαν «έλα ρε, τι καταθλιπτικά τραγούδια είναι αυτά, παίξε λίγο Νίκο Παπάζογλου», και μετά από δυο τρία χρόνια στους ίδιους ανθρώπους έγινε ο αγαπημένος τους. Οπότε, τσαντιζόμουν όταν ερχόντουσαν και μου έλεγαν «ακούω τον πατέρα σου χρόοοονια», ενώ τρία χρόνια πριν είχε τρία εισιτήρια. Εύλογα θα σκεφτόταν κανείς, «έχει κάποιο πρόβλημα με τον πατέρα του;». Όχι, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον πατέρα μου, με την ανθρώπινη υποκρισία είχα πρόβλημα, αλλά καταλαβαίνεις τώρα, αγοράκι τότε, μου βγήκε ένα τέτοιο, αντιδραστικό πράγμα, και ακούγοντας και τα demo, λέω «τι κάνεις τώρα, επειδή βρήκες μια κιθάρα άντε έτσι σώνει και ντε να ασχοληθούμε με τη μουσική;» Ένα τέτοιο πράγμα.
– Αισθανόσουν ότι η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη; Ένιωθες δηλαδή να κουβαλά το βάρος μιας ευθύνης ότι είσαι το παιδί του Σωκράτη Μάλαμα;
Κοίταξε, το βάρος αυτό το ένιωσα όταν είχα πάει στο ωδείο. Ο δάσκαλος που ήταν να με μάθει κιθάρα εντυπωσιάστηκε που ήμουν ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα. Τι σχέση έχει αυτό; Πήγα εκεί για να μάθω κιθάρα. Θέλω να πω, δε θα με έκανε καλύτερο κιθαρίστα το γεγονός ο πατέρας μου ήτα καλός κιθαρίστας. Κάπως θα έπρεπε και εγώ να διανύσω την δική μου μουσική πορεία. Αυτό με πάγωσε κάπως με τις σπουδές στη μουσική.
– Ποιες είναι οι μουσικές σου αγάπες, οι προτιμήσεις σου και τι ακούς αυτόν τον καιρό;
Δεν άκουγα ποτέ ένα συγκεκριμένο είδος, δεν θα μπορούσα ποτέ να πω ότι ακούω έντεχνο ή ροκ, ή το οτιδήποτε, και γενικότερα το τσουβάλιασμα δεν είναι του γούστου μου. Οι κατηγορίες αν και είναι χρήσιμες ώστε να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, από την άλλη αυτό το τσουβάλιασμα το θεωρώ περιττό.
– Συμφωνείς ότι η μουσική είναι ένα;
Σίγουρα η μουσική είναι ένα, αλλά εγώ προσωπικά έχω μεγάλη αγάπη για τους δίσκους. Μπορεί να αγαπάω έναν δίσκο από έναν καλλιτέχνη, αλλά όχι έναν άλλον από τον ίδιο. Δεν φανατίστηκα δηλαδή ποτέ με ένα συγκρότημα ή κάποιο είδος μουσικής, αλλά κάποια πράγματα με πέτυχαν στην καρδιά. Είτε αυτό είναι ένας λαϊκός δίσκος, ροκ, κλασική μουσική ή ηλεκτρονική, δεν έχει σημασία.
– Ακούγοντας τη μουσική σου, αντιλαμβάνομαι ότι μέσα από τα τραγούδια σου λες μικρές ιστορίες. Ισχύει αυτό;
Ίσως αυτό να συνδέεται λίγο και με τη σχέση μου με το θέατρο.
– Θα ήθελες να μοιραστείς μια από αυτές μαζί μας;
Στον δίσκο μου “Καναδέζα” για παράδειγμα, υπάρχει ένα τραγούδι που ονομάζεται Αστροζάλη. Αυτό το τραγούδι προσπαθεί να περιγράψει ένα όνειρο που είχα δει. Είδα ότι πετούσα στο σύμπαν και ότι περνούσα μέσα από τους πλανήτες, τον ήλιο και τα αστέρια. Αυτό το τραγούδι είναι μια προσπάθεια να περιγράψω κάπως ποιητικά αυτό το όνειρο
– Τι σου αρέσει να κάνεις όταν δεν φτιάχνεις μουσική;
Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω ταινίες και σειρές, κάτι που δεν έκανα παλαιότερα και επίσης μου αρέσει πάρα πολύ να παρακολουθώ θέατρο.
– Είδες κάτι καλό τελευταία;
Είδα το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στο Από Μηχανής Θέατρο και “Το Γένεσις Νο 2”στην Πλυφα. Γενικώς μετά τις καραντίνες έχω σταματήσει να βγαίνω, κι όταν λέω να βγαίνω εννοώ ότι δεν θα πάω σε ένα μπαράκι να πιω ένα ποτό έτσι απλά. Κάποιος λόγος θα υπάρχει, είτε θα έχω ραντεβού με κάποιον άνθρωπο να μιλήσω, ή θα πάμε σε κάποια παράσταση και μετά μπορεί να πάμε να πιούμε ένα ποτό, αλλά να πάω έτσι άνευ λόγου κι αιτίας να καθίσω σε μία μπάρα να πιω ένα ποτό, δεν το κάνω πια.
– Σου αρέσει η ζωή στην Αθήνα;
Κοίταξε, μου αρέσει πολύ η ζωή στην Αθήνα αλλά χρειάζομαι κάποια διαλείμματα. Δηλαδή τώρα έχω τρεις μήνες σερί που δεν έχω φύγει καθόλου και αυτό έχει αρχίσει λίγο να με στενεύει, Θα ήθελα να πάω στην εξοχή να δω τις αλλαγές των εποχών. Στην πόλη δεν το αντιλαμβάνεσαι αυτό, δε βλέπεις τα φύλλα από πράσινα να γίνονται κίτρινα, κι από κίτρινα πορτοκαλί, την μυρωδιά του χώματος. Πράγματα που με υποσυνείδητο τρόπο σε κουρδίζουν, κουρδίζουν το σώμα σου. Είναι σα να σου λένε ότι «ξέρεις, έφυγε το καλοκαίρι». Και έτσι κάπως μέσα στην πόλη δεν αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει. Σκέψου για παράδειγμα, ότι αυτές τις μέρες που έσφιξε κάπως απότομα το κρύο, με έπιασε μια στεναχώρια και σκέφτηκα «τι, από τώρα;» και κοίταξα το ημερολόγιο και λέω «τι από τώρα, είναι μέσα Δεκέμβρη σχεδόν».
– Τι σου αρέσει εδώ;
Μου αρέσει που είμαστε συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι που φτιάχνουμε μουσικές, παραστάσεις και ταινίες. Είναι πιο δύσκολο να ασχολείσαι με αυτά όταν δεν βρίσκεσαι στην επαρχία, οπότε μια μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που ασχολείται με αυτά τα πράγματα συγκεντρώνεται στην Αθήνα. Έτσι, αναπόφευκτα εδώ έχουμε μαζευτεί πολλοί και είναι ωραία η αίσθηση, καθώς με τα δεδομένα της Ελλάδας είναι λίγο, ίσως ελάχιστα μητρόπολη. Δεν είναι Νέα Υόρκη, αλλά σε σχέση με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας είναι λίγο περισσότερο. Μπορείς να πας στα Σεπόλια και να μην έχεις τις ίδιες εικόνες με το κέντρο, να πας στην παραλία ή στον Παρνασσό και να βρεις μια άλλη Αθήνα. Άλλη Αθήνα είναι το Παγκράτι, άλλη το Περιστέρι. Ωραία είναι η Αθήνα αρκεί να μπορείς να φεύγεις που και που. Από την άλλη, ωραία και τα βουνά και οι παραλίες, αλλά που και που έχω την ανάγκη να γυρνάω στο κέντρο. Έχουμε για παράδειγμα ένα καλύβι στην Συκιές Χαλκιδικής, μπορώ να πάω εκεί με το κορίτσι μου να απομονωθώ, να περάσω όμορφα, αλλά και πάλι πόσο θα κάτσεις; Ένα μήνα, δύο; Μετά σου λείπει φασαρία ο κόσμος η πόλη. Μου αρέσουν τα ταξίδια και οι αλλαγές γενικότερα.
– Μιας και που το ανέφερες, έχει ο έρωτας την μερίδα του λέοντος στο κομμάτι της έμπνευσης;
Στη ζωή μου σίγουρα. Στο κομμάτι της έμπνευσης ναι, ο έρωτας έχει την μερίδα του λέοντος και θα σου πω ότι πρέπει να είσαι ερωτευμένος με τις μελωδίες και τις λέξεις για να ασχοληθείς σοβαρά με την μουσική. Και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα ο έρωτας κι η ευτυχία έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να σε κάνουν να μην θες να ασχοληθείς με αυτό. Το έλεγε και ο Χατζιδάκις πολύ ωραία ότι «αν ήμασταν ευτυχισμένοι, δεν θα κάναμε τέχνη». Έχεις όρεξη να τρέξεις με ξέπλεκές πλεξούδες στα λιβάδια με τον αγαπημένο σου. Δεν θα πεις «όχι, άσε με τώρα μόνο μου γιατί θέλω να βάλω κάποιες λέξεις και κάποιες μελωδίες στη σειρά». Για να μπουν αυτές οι λέξεις και οι μελωδίες τη σειρά, σημαίνει ότι κάτι μέσα σου ζορίζεται και πρέπει να βρει έναν τόπο και έναν τρόπο να δημιουργήσει έναν φανταστικό τόπο για να υπάρχει. Οπότε, σίγουρα ο έρωτας είναι μεγάλο κομμάτι της έμπνευσης και είναι απαραίτητο να υπάρχει έρωτας για δημιουργία για να φτιάξεις αυτόν τον φανταστικό τόπο.
– Πιστεύεις ότι “η ελπίδα μένει”, όπως λες και να σε ένα τραγούδι σου;
Ναι, είναι ένα τραγούδι που έχει γράψει ο Λεωνίδας Μπαλάφας. Ναι, βέβαια, ζούμε σε σκοτεινές εποχές και έχουμε την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουμε στο φως. Ωστόσο, η ελπίδα προσδίδει στον άνθρωπο μια μαγική ιδιότητα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, διάβαζα ένα βιβλίο του Πρίμο Λεβί, που ονομάζεται “Εάν αυτό είναι Άνθρωπος”. Μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των εβραίων, όπου οι άνθρωποι βιώνοντας την απόλυτη κόλαση συνεχίζουν να ονειρεύονται και να ελπίζουν, και σκεφτόμουν ότι είναι το μόνο που μπορεί να σε κρατήσει. Από την άλλη, ο Καζαντζάκης έλεγε «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος», και έχει δίκιο γιατί οι ελπίδες και οι φόβοι σε κρατάνε σε ένα υποθετικό πλαίσιο, και αφενός για να απελευθερωθείς πρέπει να σταματήσει και το ένα και το άλλο, και αφετέρου άνθρωπος αν δεν έχει αυτό το κατά τ’άλλα παράλογο συναίσθημα της ελπίδας στις μεγαλύτερες δυσκολίες του, είναι ένα μικρο drive για να συνεχίζεις ένα βήμα την φορά, άλλο ένα βήμα άλλο ένα βήμα. Ό,τι βοηθά τον καθένα να κτυπά η καρδιά του.
– Τι συμβαίνει τις Τετάρτες στο Σταυρό του Νότου;
Τις Τετάρτες στον Σταυρό του Νότου ξεκινάμε νωρίς για να τελειώσουμε και σχετικά νωρίς γιατί η επόμενη μέρα είναι εργάσιμη. Έχουμε μαζευτεί με τρεις φίλους που με ανέχονται – θέλω να πω δέχονται με χαρά τις τρέλες μου και τις ιδέες μου. Δοκιμάζουμε καινούριες, πειραματιζόμαστε, κάποια πράγματα μας βγαίνουν, κι άλλα όχι. Δοκιμάζουμε πράγματα μεταξύ μας και αν μας αρέσουν τα συμπεριλαμβάνουμε στο πρόγραμμα. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι αγαπάς δικό σου είναι.
– Θα ήθελες να τους αναφέρουμε;
Βέβαια, είναι ο Νίκος Παπαϊωάννου με τον οποίον παίζουμε πάνω από 10 χρόνια μαζί, παίζει μπάσο και πλήκτρα, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος που παίζει επίσης πλήκτρα και τρομπόνι και ο Γιάννης Ριζόπουλος στα τύμπανα. Φυσικά, και όλο το crew από τον Σταυρό, ο Σωτήρης και ο Σωκράτης.
– Παίζετε τραγούδια κι από τους τρεις σου δίσκους;
Παίζουμε τραγούδια ναι κι από τους τρεις δίσκους παίζουμε και τραγούδια που δεν έχω κυκλοφορήσει ακόμα, αναλόγως πάντα και τη βραδιά. Παίζουμε τραγούδια ελληνικά ροκ, ρεμπέτικα, έντεχνα, κάποια λαϊκά -κατά κύριο λόγο στα ελληνικά, αν και σκέφτηκα ότι επειδή όταν ήμουν μικρός τραγουδούσα και κάτι αγγλικά ροκ, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε και πλάκα να τραγουδούσα και κάτι στα αγγλικά, με την βαριά βαλκανική μου προσφορά.
– Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο αυτή την περίοδο κάποιο νέο δίσκο ή single;
Μετά το Γενάρη θα πάμε μια βόλτα προς Θεσσαλονίκη, λίγο στην Πάτρα και σε κάποια μέρη που μας αγαπάνε, λίγο στην Κρήτη λίγο από δω, λίγο από κει, και σε κάποια φεστιβάλ καλοκαιρινά. Δισκογραφικά επίσης ετοιμάζουμε κάποια καινούργια πράγματα μιας και έχουμε πολύ καιρό να βγάλουμε και μαζεύτηκε αρκετό υλικό από τις καραντίνες. Έτσι, μέσα στο 2024 πιστεύω ότι θα κυκλοφορήσουμε καινούρια πράγματα. Κι επειδή όπως σου ανέφερα μου αρέσουν οι δίσκοι, θα ήθελα να είναι σε αυτή τη μορφή, σαν μια ολοκληρωμένη μορφή αφήγησης.
– Θα ήθελα να σου ζητήσω να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη με μια ευχή.
Εύχομαι κάθε μέρα να ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στον εαυτό μας. Κι αν το καταφέρουμε αυτό, τότε ίσως καταφέρουμε να έρθουμε και πιο κοντά στους άλλους. Γιατί πιστεύω ότι πολλά από τα προβλήματα προκύπτουν από τη μοναξιά μας.
➸ INFO: Ο Πέτρος Μάλαμας εμφανίζεται στο Club του Σταυρού του Νότου κάθε Τετάρτη | Ώρα Έναρξης: 21.00 | Εισιτήρια εδώ
➸ Δείτε επίσης: Πάνος Μπίρμπας: «Μόνο με ένα ισχυρό σοκ θα αλλάξουμε νοοτροπία»