Στο αχανές τοπίο της προοδευτικής ροκ, όπου η μουσική συχνά συναντά κάθε είδους εννοιολογική προσέγγιση και φιλοσοφία, αναδύεται η μορφή του Peter Hammill, ενός καλλιτέχνη που η πορεία του μοιάζει με οδύσσεια μέσα από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Γεννημένος στις 5 Νοεμβρίου 1948 στο Ίλινγκ του Λονδίνου, ο Hammill από νωρίς έδειξε μια ακόρεστη δίψα για την μουσική εξερεύνηση, μια δίψα που τον οδήγησε να συνιδρύσει τους Van der Graaf Generator, το συγκρότημα που έμελλε να χαράξει ανεξίτηλα το όνομά του στην ιστορία της μουσικής.

Η δεκαετία του ’70 υπήρξε για τον Hammill μια περίοδος αδιάκοπης δημιουργίας. Το 1971, κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, “Fool’s Mate”, ένα έργο που αποκάλυπτε την ευαισθησία και την πολυπλοκότητα της καλλιτεχνικής του φύσης. Ακολούθησαν τα “Chameleon in the Shadow of the Night” (1973) και “The Silent Corner and the Empty Stage” (1974), άλμπουμ που εμβάθυναν στις υπαρξιακές του ανησυχίες και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Η μουσική του, γεμάτη αντιθέσεις, συνδύαζε την ωμή ενέργεια με την ονειρική μελαγχολία, δημιουργώντας και προτείνοντας ηχητικές προσεγγίσεις που προκαλούσαν τον ακροατή να αναμετρηθεί με τις δικές του εσωτερικές αλήθειες.

Η δεκαετία του ’80 έφερε νέες προκλήσεις και πειραματισμούς. Με άλμπουμ όπως το “A Black Box” (1980) και το “Sitting Targets” (1981), ο Hammill εξερεύνησε νέες ηχητικές κατευθύνσεις, ενσωματώνοντας ηλεκτρονικά στοιχεία και πιο σκοτεινές θεματικές.  Η μουσική του έγινε πολύ προσωπική, αντανακλώντας τις εσωτερικές του μάχες, τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, τις αλήθειες της ζωής του. Η φωνή του, σταθερά ευέλικτη και γεμάτη εκφραστικότητα, μπορούσε να μεταβεί από απαλές μελωδίες σε εκρηκτικές εκφράσεις οργής, καθιστώντας τον έναν από τους πιο εκφραστικούς τραγουδιστές της εποχής του.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90, ο Hammill συνέχισε να καινοτομεί. Το 1991, παρουσίασε την όπερα “The Fall of the House of Usher”, ένα έργο που δούλευε από το 1973 μαζί με τον συνιδρυτή των Van der Graaf Generator, Judge Smith. Η όπερα αυτή, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Edgar Allan Poe, αποτέλεσε μια τολμηρή απόπειρα συνδυασμού της κλασικής λογοτεχνίας με τη σύγχρονη μουσική, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την αστείρευτη δημιουργικότητα του Hammill.

Η νέα χιλιετία βρήκε τον Hammill να συνεχίζει ακάθεκτος την καλλιτεχνική του πορεία. Το 2004, τιμήθηκε με το ιταλικό βραβείο Tenco για τη συνθετική του δεινότητα, αναγνώριση που επιβεβαίωσε την επιρροή του στη διεθνή μουσική σκηνή. Το 2005, ανακοίνωσε την επανένωση των Van der Graaf Generator, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “Present” και πραγματοποιώντας μια σειρά από επιτυχημένες συναυλίες, μια εκ των οποίων παρέσυρε και τους Έλληνες οπαδούς τους σε ένα αξέχαστο μουσικό ταξίδι στον Λυκαβηττό. Παράλληλα, η σόλο καριέρα του συνέχισε να ανθίζει, με άλμπουμ όπως το “Singularity” (2006) και το “Thin Air” (2009), στα οποία εξερεύνησε θέματα ζωής και θανάτου, προσφέροντας βαθιά στοχαστικά έργα που άγγιξαν τις καρδιές των ακροατών.

Η δεκαετία του 2010 έφερε νέες συνεργασίες και πειραματισμούς. Το 2014, κυκλοφόρησε το “Other World” σε συνεργασία με τον κιθαρίστα Gary Lucas, ένα άλμπουμ που συνδύαζε παραδοσιακές δομές τραγουδιών με εκτεταμένα αβανγκάρντ ορχηστρικά κομμάτια, αποδεικνύοντας την αδιάκοπη αναζήτηση του Hammill για νέες μουσικές εκφράσεις. Το 2019, συνεργάστηκε με το προοδευτικό ροκ συγκρότημα Isildurs Bane από τη Σουηδία για το εκπληκτικό άλμπουμ “In Amazonia”, ενώ δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε το “In Disequilibrium”, επιβεβαιώνοντας την αστείρευτη δημιουργικότητα αυτής της συνεργασίας. Την ίδια χρονιά, μόνος, κυκλοφόρησε το “In Translation”, το πρώτο του άλμπουμ με διασκευές, το οποίο χαρακτήρισε ως ένα «ερωτικό γράμμα προς την Ευρώπη», περιλαμβάνοντας τραγούδια γραμμένα από καλλιτέχνες όπως ο Astor Piazzolla, ο Gustav Mahler και ο Gabriel Fauré.

Το έργο του Peter Hammill μοιάζει με έναν απέραντο λαβύρινθο, γεμάτο μουσικές διαδρομές που οδηγούν σε αναρίθμητα συναισθηματικά και πνευματικά τοπία. Το να επιχειρήσει κανείς να το συνοψίσει σε ένα κείμενο είναι σαν να προσπαθεί να συμπυκνώσει το φως της αυγής μέσα σε έναν καθρέφτη – το φως ίσως αντανακλάται, αλλά το βάθος του χάνεται. Ο Hammill πέρα από ένας ευφυής μουσικός, είναι ποιητής, φιλόσοφος, αφηγητής. Οι συνθέσεις του δεν είναι απλά τραγούδια, είναι ψυχικές εξερευνήσεις, μανιφέστα υπαρξιακής αναζήτησης, εκρήξεις ειλικρίνειας που αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια απλοποίησης. Από τη φωνητική ευαισθησία και το λυρισμό, μέχρι την ωμή ένταση και την πειραματική τόλμη, κάθε πτυχή του έργου του προδίδει μια ασίγαστη ανάγκη για αυθεντική έκφραση.

Προσθέστε σε αυτό την πολυπλοκότητα της στιχουργικής του: φιλοσοφικές αμφιταλαντεύσεις, υπαρξιακές απορίες, αφηγήσεις γεμάτες ειρωνεία και ευαισθησία. Κάθε δίσκος του, είτε σόλο είτε με τους Van der Graaf Generator είτε με κάποιον άλλον συνεργάτη, αποτελεί ένα αυτόνομο σύμπαν. Συχνά, μάλιστα, οι ίδιοι οι ακροατές του δυσκολεύονται να περιγράψουν πώς τους αγγίζει η μουσική του, καθώς αυτή λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης των εσωτερικών τους τοπίων παρά ως μια στατική εμπειρία. Η προσπάθεια να αποτυπώσεις έναν καλλιτέχνη όπως ο Hammill με λέξεις είναι καταδικασμένη να αποτύχει – όχι από αδυναμία, αλλά επειδή το έργο του αρνείται να χωρέσει στις συμβάσεις του γραπτού λόγου.

Peter Hammill

LINE

– Ας ξεκινήσουμε από τα παλιά… Που μεγαλώσατε και τι θυμάστε περισσότερο από εκείνο το μέρος; Όταν ήσασταν μικρός, είχατε την αίσθηση του τι είδους δημιουργική πορεία θα ακολουθούσε η ζωή σας;
Η οικογένειά μου μετακόμιζε πολύ συχνά όταν ήμουν μικρός, οπότε δεν έχω πραγματικά την οικειότητα ή την αίσθηση μιας γενέθλιας πόλης, εκτός ίσως από το Derby, όπου ζούσαμε στην εφηβεία μου, οπότε εκεί φυσικά γινόμουν ενήλικας… σταδιακά.

Αλλά, επίσης, έλειπα σε οικοτροφείο από την ηλικία των 8 ετών και αυτό ήταν στο Old Windsor, στο Berkshire. Φυσικά, οι αναμνήσεις από το σχολείο είναι τόσο περίπλοκες όσο και μακρινές. Αλλά παραδόξως μόλις χθες η σύζυγός μου κοίταζε κάποιες από τις παλιές σχολικές εκθέσεις μου (!) και γενικά έλεγαν ότι θα μπορούσα να είμαι είχα μια πολύ καλή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, αν μόνο μπορούσα να ασχοληθώ λιγάκι παραπάνω, αν μόνο συγκεντρωνόμουν – και αν μόνο δεν περνούσα τόσο πολύ χρόνο με την κιθάρα μου.

Ωστόσο, δεν είχα απολύτως καμία ιδέα ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα μιας ολόκληρης ζωής στη μουσική. Αλλά, για να είμαστε και δίκαιοι, ούτε οι Beatles πίστευαν ότι θα είχαν περισσότερα από πέντε χρόνια μπροστά τους όταν ξεκινούσαν!

– Και πότε αρχίσατε να γράφετε ή να παράγετε μουσική; Ποιες πτυχές της μουσικής ή του ήχου αρχικά σας γοήτευσαν και πυροδότησαν το πάθος σας;
Ναι, όπως είπα και παραπάνω, ξεκίνησα στο σχολείο και βασικά εκείνα τα πράγματα που με ενθουσίασαν αρχικά ήταν όλα εκείνα τα βρετανικά beat groups, ιδιαίτερα οι Beatles, οι Who, οι Kinks, οι Animals και στη συνέχεια, μέσω αυτών, τα blues και η soul. Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών περίπου ξεκίνησα να γράφω τα δικά μου τραγούδια – τρομερές προσπάθειες στα μπλουζ, συχνά χάλια και χωρίς καμία από τις απαιτούμενες εμπειρίες ζωής για να το κάνω.

Στη συνέχεια, βέβαια, σταδιακά, άρχισα να βρίσκω τη δική μου φωνή. Μέχρι τη στιγμή που πήγα στο Πανεπιστήμιο είχα γράψει περίπου είκοσι αξιοπρεπή τραγούδια, υποθέτω. Και κάπως συνέχισε η ζωή μου από εκεί και πέρα.

– Το νεανικό σας όραμα, να είστε μουσικός πλήρους απασχόλησης, το θυμάστε; Αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω στο χρόνο, τι συμβουλή θα δίνατε στον νεότερο εαυτό σας;
Εκείνη την εποχή, νομίζω ότι όλοι μας θα υπογράφαμε οποιοδήποτε συμβόλαιο, για οποιοδήποτε γελοίο ποσό, αρκεί να μας δινόταν η ευκαιρία να μπούμε σ’ εκείνον τον μαγικό χώρο, το “Studio”, και να κάνουμε αυτό που ονειρευόμασταν: δίσκους. Ήταν όλα τόσο συναρπαστικά που η λογική πήγαινε περίπατο. Ίσως, λοιπόν, η συμβουλή μου να είναι να μην υπογράφετε αυτά τα συμβόλαια με τόση αφέλεια – αλλά, από την άλλη, αν δεν το κάνατε, πιθανότατα δεν θα φτάνατε πουθενά.

Η καλύτερη συμβουλή, όμως, είναι αυτή που μου είχε δώσει ο Graham Bond: «Βρες αυτό που κάνεις καλύτερα, το δικό σου μονοπάτι, και ακολούθησέ το πιστά, ό,τι κι αν γίνει. Μην αφήνεις κανέναν να σε αποπροσανατολίσει και μην κυνηγάς τη φήμη».

Και, φυσικά, μια προσωπική μου προσθήκη: να είσαι καλός με τους ανθρώπους. Αυτό, ίσως, είναι πιο σημαντικό απ’ ό,τι φαντάζεσαι.

Peter Hammill

– Από τότε, έχετε κυκλοφορήσει αμέτρητα άλμπουμ και έχετε συνεργαστεί σε αμέτρητα πρότζεκτ. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή που αρχίσατε να αποκαλείτε τον εαυτό σας «καλλιτέχνη»;
Νομίζω ότι κάπου την περίοδο που δούλευα πάνω στο “Chameleon” συνειδητοποίησα ότι μπορεί να βρίσκομαι σε αυτό το ταξίδι για πολύ καιρό. Τότε κατάλαβα, επίσης, κάτι θεμελιώδες: η Μουσική Βιομηχανία μπορεί να μη με χρειάζεται για πάντα. Έπρεπε, λοιπόν, να φροντίσω να έχω τον έλεγχο των μέσων παραγωγής – ένα δικό μου στούντιο – ώστε να μπορώ να συνεχίσω να δημιουργώ, ακόμα κι αν χρειαζόταν να βγάζω τα προς το ζην με διαφορετικό τρόπο. Αυτό, στην ουσία, είναι και το νόημα του να είσαι καλλιτέχνης: να νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου, να δημιουργήσεις το «έργο» ό,τι κι αν συμβεί. Και να βρίσκεις πάντα τον τρόπο να το κάνεις πραγματικότητα, κόντρα σε κάθε εμπόδιο.

– Και σε όλα αυτά τα χρόνια, έχετε ασχοληθεί με μια τεράστια γκάμα μουσικών στυλ, από το progressive rock με τους Van der Graaf Generator μέχρι τις πιο πειραματικές σόλο δουλειές σας. Τι είναι αυτό που σας δίνει την ώθηση να εξελίσσετε συνεχώς τον ήχο σας και να δοκιμάζετε νέες κατευθύνσεις;
Είναι αλήθεια πως μου αρέσει να πηδάω από το ένα στο άλλο, να δοκιμάζω νέα πράγματα. Δεν αντέχω την επανάληψη – δεν θέλω να βαριέμαι, ούτε να κουράζω όσους με ακολουθούν. Ευτυχώς, ακόμα βρίσκω τρόπους να εκπλήσσω, ακόμα κι αν πλέον δουλεύω μέσα σε κάποια πιο ξεκάθαρα καθορισμένα στυλ. Το πιο βασικό, όμως, είναι ότι δεν μου αρέσει να μένω στάσιμος. Η αδράνεια δεν είναι για μένα.

– Η σύνθεση των τραγουδιών σας ήταν πάντα γνωστή για το βάθος και την πολυπλοκότητά της. Πώς προσεγγίζετε τη διαδικασία της σύνθεσης ενός τραγουδιού; Ξεκινάτε με τους στίχους, μια μελωδία ή μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό σας;
Συνήθως η μουσική προηγείται. Βέβαια, στο μακρινό παρελθόν, υπήρχαν φορές που ξεκινούσα με το κείμενο. Τις περισσότερες φορές η μουσική προκύπτει από καθαρό αυτοσχεδιασμό – σχεδόν «σκοντάφτω» πάνω σε ιδέες, που σιγά-σιγά παίρνουν μορφή. Είμαι το ίδιο άνετος να το κάνω αυτό είτε στο πιάνο είτε στην κιθάρα. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που ξεκινάω από καθαρό θόρυβο, σαν να δουλεύω με μια προσέγγιση τύπου musique concrète. Σήμερα, χρησιμοποιώ το στούντιο σαν ένα ακόμα όργανο: πολλές φορές γράφω ένα κομμάτι ενώ το ηχογραφώ ταυτόχρονα.

Η ιδέα ενός τραγουδιού συνήθως ξεδιπλώνεται στην πορεία. Συχνά, χρειάζεται να δουλέψω αρκετά για να ανακαλύψω τι θέλει να πει στιχουργικά το κομμάτι, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής εξέλιξης και αποκάλυψης.

– Κάποτε είχατε αναφερθεί στο γεγονός ότι η προσέγγισή σας μπορεί να είναι «πολύ περίπλοκη για τον κόσμο των τραγουδιών». Αντιμετωπίσατε μεγάλη αντίσταση ή προκλήσεις στο να κάνετε το κοινό να συνδεθεί με το έργο σας λόγω της πολυπλοκότητάς του;
Είχα την τύχη να έχω ένα κοινό που είναι διατεθειμένο να με ακολουθήσει όπου κι αν πάω μουσικά. Νομίζω ότι καταλαβαίνουν πως πάντα προσπαθώ να είμαι ειλικρινής με αυτό που κάνω. Γι’ αυτό οι περισσότεροι δέχονται ότι δεν θα τους αρέσουν όλα – και είναι λογικό. Αλλά επειδή ξέρουν ότι το επόμενο που θα έρθει θα είναι διαφορετικό, συνεχίζουν να με στηρίζουν, γιατί αυτό το επόμενο μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που ψάχνουν.

Peter Hammill

– Η λογοτεχνία, και ιδιαίτερα οι θεατρικοί συγγραφείς, έχει επηρεάσει καθόλου τον τρόπο που γράφετε; Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς ή στυλ που παίζουν ρόλο στη δουλειά σας;
Όχι, όχι, δεν θα έλεγα ότι αυτά έχουν κάποια πραγματική επιρροή στη γραφή μου. Δεν προσπαθώ να ακολουθήσω, να μιμηθώ ή να αναφερθώ σε κανέναν. Δουλεύω καθαρά από τη δική μου οπτική.

– Πολλά από τα τραγούδια σας καταπιάνονται με υπαρξιακά και φιλοσοφικά ζητήματα, εξερευνώντας βαθιά ενδοσκοπικά θέματα αλλά ταυτόχρονα αποπνέοντας μια αίσθηση αντοχής. Θα λέγατε ότι η μουσική λειτουργεί για εσάς ως θεραπευτική διέξοδος ή ως καθρέφτης που αντανακλά τις δικές σας – και ίσως και τις δικές μας – εμπειρίες;
Είναι και τα δύο, πραγματικά. Σίγουρα, υπάρχει μια θεραπευτική διάσταση για μένα, μια αίσθηση ότι μέσα από τη μουσική σκαλίζω ερωτήματα στα οποία δεν έχω ξεκάθαρες απαντήσεις. Αλλά ταυτόχρονα, πιστεύω ότι αν εγώ νιώθω έτσι, τότε πιθανότατα και άλλοι άνθρωποι νιώθουν το ίδιο. Οπότε, αυτό το «σκάψιμο» δεν είναι μόνο για μένα, είναι και για εκείνους. Δεν νομίζω ότι τα θέματα που θίγω περιορίζονται αποκλειστικά στη δική μου εμπειρία – είναι καθολικά, με έναν τρόπο.

– Έχετε, επίσης, αναφέρει ότι ζητάτε από το κοινό σας μια «παράλογη δέσμευση». Πώς καταλαβαίνετε αν το ακροατήριο ανταποκρίνεται σε αυτό που ζητάτε;
Νομίζω πως, για να εκτιμήσει κανείς τη δουλειά μου, πρέπει να κάνει ένα βήμα προς εμένα, να αφιερώσει χρόνο και προσοχή. Αυτή η δέσμευση, όμως, είναι και από μόνη της μια ανταμοιβή. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν αν δεν νιώθει την ανάγκη ή τη διάθεση να το κάνει. Ξέρω πολύ καλά ότι το υλικό μου δεν είναι για όλους, και αυτό είναι απολύτως εντάξει.

– Η μουσική σας χαρακτηρίζεται συχνά από έναν έντονο ατομικισμό και μια αίσθηση ανεξαρτησίας. Πώς έχει επηρεάσει η διατήρηση της καλλιτεχνικής σας ακεραιότητας την πορεία σας, ειδικά σε μια βιομηχανία που συχνά δίνει προτεραιότητα στο εμπορικό κέρδος;
Το πεισματάρικο αιμοσταγές μυαλό μου, η ξεροκεφαλιά μου και η απόλυτη άρνησή μου να κάνω ό,τι μου λένε ή ό,τι αναμένουν από εμένα, ήταν τα πιο πολύτιμα «όπλα» και εξαιρετικά εργαλεία για να διατηρήσω αυτή την ακεραιότητα ανέπαφη!

– Να σας κάνω δύο ερωτήσεις που συνηθίζω να θέτω στις συνεντεύξεις μου: Αν δεν υπήρχε πόνος – ούτε σωματικός, ούτε ψυχικός, ούτε υπαρξιακός – πιστεύετε ότι η Τέχνη θα υπήρχε;
Νομίζω πως ναι, θα υπήρχε, αλλά σίγουρα θα ήταν διαφορετική. Δεν είναι όλη η τέχνη συνδεδεμένη με τον πόνο, και, αντίστροφα, δεν οδηγεί όλος ο πόνος στην τέχνη ή στη δημιουργία. Υπάρχουν και άλλες πηγές έμπνευσης πέρα από τον πόνο.

– Πόσο ανατρεπτική μπορεί να είναι η μουσική και η τέχνη σήμερα; Μπορούν, άραγε, να αλλάξουν ριζικά την αντίληψή μας για τον κόσμο;
Χμ, δεν είμαι σίγουρος… Τα πράγματα σήμερα μοιάζουν τρομακτικά περίπλοκα και χαοτικά, ίσως και πέρα από τη δυνατότητά μας να τα κατανοήσουμε πλήρως. Ίσως να ήταν πάντα έτσι, και η ιδέα ότι η τέχνη μπορεί να φέρει τεράστιες αλλαγές να είναι λίγο υπερτιμημένη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν αξίζει να προσπαθούμε… Ένα έργο τέχνης μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο, αλλά ίσως ρίξει λίγο φως σε αυτά που ζούμε. Και αυτό, από μόνο του, είναι σημαντικό.

– Ένα τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε και σας άρεσε πολύ ποιο ήταν;
Μόλις τελείωσα το τελευταίο μυθιστόρημα του Ian Rankin με τον Rebus. Είμαι μεγάλος φαν της αστυνομικής λογοτεχνίας και των κατασκοπευτικών ιστοριών. Και αυτό το είδος με τραβάει περισσότερο αυτές τις μέρες από τα καθαρά λογοτεχνικά έργα.

– Μετά από τόσα χρόνια μουσικής δημιουργίας, τι είναι αυτό που συνεχίζει να σας ενθουσιάζει όταν φτιάχνετε νέα άλμπουμ ή ανεβαίνετε στη σκηνή; Έχετε ακόμα όνειρα ή στόχους που δεν έχετε εκπληρώσει;
Κάθε φορά που μπαίνω στο στούντιο ή ξεκινάω να δουλεύω πάνω σε ένα τραγούδι, ελπίζω να ανακαλύψω κάτι καινούργιο. Είναι σαν να σηκώνω το χέρι μου ψηλά στον αέρα, περιμένοντας να πιάσω κάτι. Και, ευτυχώς, μέχρι στιγμής μια μελωδία ή μια ιδέα πάντα βρίσκει τον δρόμο της προς εμένα, φωτίζεται για λίγο, και τότε μπορώ να την αρπάξω. Δεν χρειάζομαι, ούτε ζητάω κάτι περισσότερο από αυτό.

– Σε αυτές τις μέρες πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής κρίσης, ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να μεταφέρετε στο ελληνικό κοινό;
Είμαστε ζωντανοί, ακόμα. Πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να το εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.

– Σας ευχαριστώ.
Και εγώ.

LINEΙΝΦΟ για το σκονάκι σου

Ο Peter Hammill, ένας από τους πιο ξεχωριστούς και επιδραστικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης μουσικής, έρχεται στην Αθήνα για δύο μοναδικές εμφανίσεις. Την Παρασκευή 24 και το Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025, η μαγεία της μουσικής του θα πλημμυρίσει την Αίθουσα Ιωάννης Δεσποτόπουλος στο Ωδείο Αθηνών.

Με τη χαρακτηριστική φωνή του, τους βαθιά συναισθηματικούς στίχους και την πολυσχιδή μουσική του προσέγγιση, ο Hammill συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί το κοινό σε κάθε του ζωντανή εμφάνιση. Μια εμπειρία που υπόσχεται να μείνει αξέχαστη στους φίλους της μουσικής του και όχι μόνο. Η έναρξη και για τις δύο βραδιές έχει προγραμματιστεί για τις 21:30.

Για πληροφορίες σχετικά με τα εισιτήρια, επισκεφθείτε τα παρακάτω σημεία:

Ηλεκτρονικά: more.com
Τηλεφωνικά: 211 7700 000 | Nova | Public | Ευριπίδης | Viva Spot Τεχνόπολης