O “πατέρας του steampunk” επιστρέφει υπογράφοντας το νέο του άλμπουμ μαζί με τον Mick Crossley και δίνοντας του τον τίτλο “Through the Spectral Gate” (Dark Companion Records, Ιούλιος 2022). To άλμπουμ αποτελείται από 10 κομμάτια, δεν θα αναφερθώ σε εκτενή κριτική, θα πω ότι απλά το “ρούφηξα” απανωτά πολλές φορές, γιατί αποτελείται στο σύνολό του από εξαιρετικά δείγματα της τραγουδοποιίας του βρετανού καλλιτέχνη, όλα ονειρικά, ταξιδιάρικα και άκρως ψυχεδελικά. Με τη φωνή του σε άριστη φόρμα και τη στιχομυθία του σε ακόμη καλύτερη, οι δύο μουσικοί (που παίζουν όλα τα όργανα μόνοι τους) χτίζουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του καλοκαιριού, που εντάξει, το ξέρουμε, δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει τα όρια για να βγει στον αφρό του mainstream, αλλά σίγουρα θα καταφέρει να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί μέσα σε πολλές δισκοθήκες.

Ο Paul Roland έχει ένα μοναδικό χάρισμα να δίνει στα τραγούδια του ένα ύφος που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο (σύγχρονό του, τουλάχιστον). Εξάλλου, αυτό το παντοδύναμο και σταθερά μελωδικό του χάρισμα έχει προσελκύσει ένα ολοένα και μεγαλύτερο (και πιστό) κοινό, ενώ ο ίδιος περήφανα, με την “ανεξάρτητη” στάση του έχει εξασφαλίσει ότι παραμένει ένα αγαπητός καλλιτέχνης, σε μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας. Για μένα, τουλάχιστον, θα είναι πάντα εκεί. Αν και βέβαια, θα πρέπει να εξομολογηθώ ότι είχα πολύ καιρό να βυθιστώ στους ήχους του, κάπου μου είχε παραπέσει και το “1313 Mockingbird Lane”, αλλά ακούγοντας αυτό το νέο άλμπουμ του αμέσως του ζήτησα να μιλήσουμε για όλα όσα θα μπορούσαμε για το σπουδαίο παρελθόν του, ή για όλα όσα μπορεί να έφερνε η κουβέντα. 

– Στη μουσική, ποιο θα λέγατε ότι είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που θα ξεχωρίζατε λέγοντας ότι αυτό ήταν που σας ώθησε στο να γίνετε μουσικός; 

Νομίζω ότι η παρόρμηση για τη δημιουργία οποιασδήποτε μορφής τέχνης πρέπει να σχετίζεται με την ανάγκη να διεγείρουμε τη φαντασία μας, να αντιληφθούμε αυτό που βρίσκεται έξω από τη φυσική μας πραγματικότητα. Είναι μια εναλλακτική πραγματικότητα που δημιουργούμε, αλλά στη συνέχεια διαλύεται σαν καπνός στον αιθέρα, αμέσως μόλις στρέψουμε την σκέψη μας σε κάτι άλλο. Και έτσι πρέπει να είναι, διαφορετικά όλα αυτά τα πιο αξιόλογα, ή αγαπημένα μας, τραγούδια, μυθιστορήματα, πίνακες και ταινίες δεν θα ασκούσαν τόσο ισχυρή επιρροή πάνω μας. Με συγγραφείς όπως ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, που πιστεύω ότι είχε την ικανότητα να “βλέπει” άλλους κόσμους και τους κατοίκους τους, ενώ βρισκόταν σε μια κατάσταση ελαφριάς έκστασης, αυτό μπορεί να ήταν μια κατάσταση που πιθανόν να την είχε προκαλέσει ασυνείδητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα πλάσματα υπάρχουν πραγματικά σε κάποια άλλη διάσταση, αλλά μόνο που τα σχημάτιζε σαν δαχτυλίδια καπνού σε μια διανοητική διάσταση, είχαν τέτοια επιρροή πάνω του που μπορούσε να τα προκαλεί κατά βούληση. Αυτή είναι η απόκρυφη δυνατότητα που διαθέτουν οι πιο ευφάνταστοι καλλιτέχνες και αυτό είναι που τους διαχωρίζει από τους απλώς ικανούς επαγγελματίες ή τους λιγότερο προικισμένους. Ποτέ δεν ήταν φιλοδοξία μου να γίνω διάσημος -και καλά έκανα, αλλιώς θα ήμουν πολύ πικραμένος ή διεστραμμένος σήμερα! Ξεκίνησα, βέβαια, με την επιθυμία να γίνω κομμάτι μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, καθώς η πίεση να τελειώνω ένα άλμπουμ το χρόνο και να περιοδεύω συνέχεια θα έπνιγε τη δημιουργικότητά μου. Χρειάζομαι ηρεμία και ησυχία για να επιτρέψω στις ιδέες να έρθουν και την ελευθερία να γράφω, να ηχογραφώ και να κυκλοφορώ ό,τι θέλω. Αν έχω αυτή την ανεξαρτησία, τότε μπορώ και παράγω πολύ περισσότερη μουσική από ό,τι θα έκανα αν είχα υπογράψει σε μια μεγάλη εταιρεία.   

– Ποιος ήταν ο λόγος να γράψετε το πρώτο σας τραγούδι; 

Αυτό ήταν ένα ακόμη παιχνίδι της παιδικής ηλικίας. Ένας φίλος από το σχολείο είχε ένα μπάσο και ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε μια ηλεκτρική κιθάρα και κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι θα είχε πλάκα να ηχογραφήσω κάτι. Είχα γράψει κάποια “επιτηδευμένα” ποιήματα και ένας τρίτος φίλος ήξερε κάποιες συγχορδίες, οπότε έκανα τον “παραγωγό” και μαζί γράψαμε ένα πολύ απλό τραγούδι και το ηχογραφήσαμε σε ένα κασετόφωνο. Ακριβώς όπως τα παιδιά που παίζουν με ένα νέο παιχνίδι. Αλλά παρόλο που ήταν πολύ βασικό, θυμάμαι ακόμα τη συγκίνηση που μου προκάλεσε η συνειδητοποίηση ότι δεν χρειαζόταν να είσαι “πραγματικός” μουσικός για να κάνεις μουσική. Εξακολουθώ να έχω αυτήν την ίδια διασκεδαστική στάση όταν δημιουργώ μουσική, είτε γράφω τραγούδια είτε συνθέτω ένα σύγχρονο κλασικό κομμάτι, όπως το γοτθικό μπαλέτο που μόλις συνέθεσα. Σε κάθε πρότζεκτ χρειάζεται πολλή δουλειά, αλλά έχει πλάκα γιατί δεν αισθάνομαι ότι πρόκειται για “δουλειά” τη στιγμή που το κάνω.  

Στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80.

– Έχετε ηχογραφήσει τόνους μουσικής, αλλά είστε επίσης διάσημος για τα βιβλία σας. Υπάρχει μια συγκεκριμένη δημιουργική ενασχόληση από αυτές τις δύο που τυχαίνει να σας αρέσει περισσότερο; 

Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου συγγραφέα, είτε μυθοπλασίας είτε μη μυθοπλασίας και στίχων, οι οποίοι είναι ουσιαστικά μικρές ιστορίες ή μελοποιημένες δραματικές σκηνές, όπως είχε πει κάποτε ο Greg Lake. Και παρόλο που δεν είχα σκεφτεί τα τραγούδια μου με αυτόν τον τρόπο, μπορώ να δω σήμερα ότι οι στίχοι συχνά αφηγούνται μια ιστορία ή περιγράφουν έναν χαρακτήρα -είτε πρόκειται για μια δική μου εφεύρεση όπως το “Walter the Occultist” είτε για κάποιον που προέρχεται από ένα διάσημο μυθιστόρημα όπως το “Reanimator” του Λάβκραφτ ή το “Nosferatu” του Stoker ή από την ιστορία, όπως ο “Witchfinder General” ή τον βικτοριανός δηλητηριαστή Dr Cream στο “The Crimes of Dr Cream”. 

Έγραψα επίσης πολλά μη μυθοπλαστικά βιβλία επειδή δεν μπορούσα να κερδίσω αρκετά μόνο από τη μουσική -στην πραγματικότητα οι προκαταβολές από ανεξάρτητες εταιρείες όπως η New Rose (Γαλλία) μόλις που κάλυπταν το κόστος της ηχογράφησης- αλλά μου άρεσε να γράφω βιβλία, αν και μερικές φορές ήταν σαν να γράφω μια έκθεση που έμοιαζε να μην έχει τέλος! Αλλά έγραφα μόνο για ό,τι με ενδιέφερε – μερικές φορές ήταν μια ιδέα που πρότεινα εγώ στον εκδότη και μερικές φορές ήταν ένα θέμα που μου πρότεινε ο εκδότης και για το οποίο ένιωθα ότι μπορούσα να πω κάτι. Πιο πρόσφατα στράφηκα στη μυθοπλασία, αλλά και τα δύο μυθιστορήματα δυστυχώς παραμένουν ανέκδοτα και μια συλλογή διηγημάτων (“Bitter & Twisted Tales”) εκδόθηκε τελικά μόνη της, την οποία θα ήθελα να είχε δεχτεί ένας “πραγματικός” εκδότης. Αλλά ό,τι κι αν έγραφα, η κινητήριος δύναμη ήταν η αγάπη για τις λέξεις -για την έκφραση μιας ιδέας με τον πιο αποτελεσματικό και “μουσικό” τρόπο. Ακόμη και αν έγραφα για κατά συρροή δολοφόνους σε ένα βιβλίο ή σε ένα τραγούδι, έπρεπε να υπάρχει μια κομψότητα στην επιλογή των λέξεων και στη διατύπωση. Στα βιβλία μου για τους ναζί ήμουν πολύ προσεκτικός στην επιλογή λέξεων που υπονοούσαν πόσο άσχημοι και απάνθρωποι ήταν αυτοί οι ψυχοπαθείς και οι οπαδοί τους. 

– Καθώς το έργο σας είναι τεράστιο και ποικίλο, με βιβλία για διάσημους δολοφόνους, τραγουδιστές της τζαζ, όνειρα, φαντάσματα, συγχορδίες κιθάρας και διαλογισμό, και αμέτρητα μουσικά άλμπουμ, έχετε έναν συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας ή μια ειδική πρακτική για το πώς θα οργανώσετε τον χρόνο σας;  

Είμαι πολύ πειθαρχημένος και οργανωμένος, οπότε αυτό βοηθάει στο να τελειώνω με όλα τα έργα σε καθορισμένο χρόνο και να φροντίζω να μην προχωρώ στο επόμενο μέχρι να ολοκληρωθεί το προηγούμενο. Τούτου λεχθέντος, μπορεί να εργάζομαι σε πολλά έργα ταυτόχρονα, αλλά ένα είναι πάντα το κύριο, εκείνο που παίρνει την πλήρη προσοχή μου κάθε μέρα, ενώ τα άλλα κάθονται σε ένα συρτάρι περιμένοντας την επόμενη φορά που θα νιώσω ότι μπορώ να τα ολοκληρώσω. Δεν πετάγομαι από το ένα στο άλλο. Έχω πάντα ένα έργο που είναι η κύρια “δουλειά” μου και σημειώσεις και σκίτσα των άλλων που περιμένουν τη μούσα να μου δώσει την ώθηση να τα τελειώσω. Κάποτε έγραψα τρία βιβλία ταυτόχρονα, αλλά αυτό έγινε απλά δουλεύοντας το ένα τη Δευτέρα, μετά το επόμενο την Τρίτη και το τρίτο την Τετάρτη και μετά πίσω στο πρώτο βιβλίο την Πέμπτη και ούτω καθεξής. Τηρούσα αυστηρά αυτό το σχέδιο, εκτός αν ήθελα να τελειώσω μια συγκεκριμένη ιστορία ή θέμα και τότε απλώς συνέχιζα με το επόμενο βιβλίο την επόμενη μέρα. 

Το 2007 παρουσιάσατε το πρώτο σας βιβλίο για τους ναζί και τον Αποκρυφισμό και στη συνέχεια 6 ή 7 ακόμη βιβλία για αυτό το σκοτεινό ευρωπαϊκό κομμάτι της ιστορίας. Τι σας ώθησε πραγματικά να γράψετε τόσα πολλά βιβλία γι’ αυτούς; Δεν ήταν αρκετό ένα βιβλίο; 

Ένιωσα την ανάγκη να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι οι ναζί ήταν η ενσάρκωση όλου του απάνθρωπου και του Κακού και ότι ο φασισμός είναι μια κατάσταση του πνεύματος, δεν αναφέρεται μόνο σε μια συγκεκριμένη ομάδα σε κάποιο κομμάτι της ιστορίας. Μπορεί να έχουν εξαλειφθεί, αλλά εξακολουθούν να ασκούν μια νοσηρή γοητεία σε πολλούς ανθρώπους, ιδίως σε εκείνους που επηρεάζονται εύκολα, στους πικραμένους που οραματίζονται αυτούς τους εγκληματίες και κακοποιούς σαν να επρόκειτο για ναζί καρτούν σε μια ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς. Έτσι, όχι, ένα βιβλίο δεν ήταν αρκετό. Αλλά τώρα έχω σταματήσει να γράφω βιβλία μη-μυθοπλασίας για να αφοσιωθώ στη μουσική. Ήταν ικανοποιητικό αλλά και βαθιά οδυνηρό να γράφω για κατά συρροή δολοφόνους και ναζί για τόσα πολλά χρόνια. Νιώθω πραγματικά ανακουφισμένος που το μυαλό μου τώρα βρίσκεται σε πιο θετικά πράγματα. 

– Η ζωή ως μια μορφή τέχνης… Η πρόσφατη πανδημία τι σας δίδαξε πάνω σε αυτό; 

Η πανδημία είχε έναν άμεσο αντίκτυπο στη μουσική μου, καθώς με έκανε να επιστρέψω σε μια ιδέα που είχα εδώ και πολλά χρόνια -ένα τραγούδι που είχα γράψει για την πανούκλα του Λονδίνου. Έψαχνα ένα θέμα για ένα κομμάτι που καθόταν στο κουτί, όπως συνηθίζουμε να λέμε, περιμένοντας να βρω έναν κατάλληλο στίχο. Στη συνέχεια, μόλις τον βρήκα, ένιωσα ότι δύο άλλα τραγούδια στο ίδιο ημιτελές άλμπουμ θα έπρεπε επίσης να αφορούν την πανούκλα -ήταν ένα πολύ δυνατό θέμα για να περιοριστεί σε ένα μόνο τραγούδι. Έτσι, ξαναέγραψα τους στίχους για αυτά τα δύο και ένιωσα ότι τελικά είχα δικαιώσει τη θεματική του. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τείνω να σκέφτομαι τώρα -όχι για μεμονωμένα τραγούδια που αφορούν το υπερφυσικό ή κάποιο άλλο ιστορικό θέμα, όπως είχα κάνει στην πρώτη φάση της καριέρας μου (1980 – 1997), αλλά για τραγούδια που επαναπροσδιορίζουν ένα μυθιστόρημα ή μια συλλογή διηγημάτων με ένα κοινό θέμα (όπως στο επερχόμενο άλμπουμ μου με εκτεταμένα αφηγηματικά τραγούδια εμπνευσμένα από τις ιστορίες φαντασμάτων του M. R. James ή τα τραγούδια στο σόλο ακουστικό άλμπουμ “Wyrd Tales of an Antiquarian” που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα, όπου τα τραγούδια είναι διάρκειας 10 λεπτών ή περισσότερο και αποτελούνται από συνδετικά τμήματα).  

Το 1987 κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Cabinet of Curiosities”

– Γίνεται τόση συζήτηση αυτή τη στιγμή για το ρόλο του καλλιτέχνη. Από τη μία πλευρά, έχουμε τόσους πολλούς καλλιτέχνες που τους περιμένουμε να δημιουργήσουν επειδή υποτίθεται ότι έχουν όλα τα απαραίτητα μέσα. Αλλά ταυτόχρονα, οι καλλιτέχνες είναι από τους πιο ευάλωτους ανθρώπους με επισφαλείς εισοδηματικές πηγές. Εσείς πώς διαχειρίζεστε τις προσδοκίες που έχετε από τον εαυτό σας, καθώς και τις προσδοκίες των άλλων ανθρώπων;  

Πάντα ήμουν απομονωμένος από την mainstream μουσική βιομηχανία -ο βρετανικός Τύπος με αγνοούσε εντελώς- γι’ αυτούς απλά δεν υπάρχω εκτός αν έχω ένα αναδρομικό άλμπουμ που κυκλοφορεί από την Cherry Red, πράγμα που σου λέει ότι είναι η εταιρεία που τους πείθει να σε αντιμετωπίσουν σοβαρά, αλλιώς δεν θα ασχολούνταν με τους ομοίους μου. Έτσι, πάντα συντηρούσα τον ενθουσιασμό μου για τη δημιουργία νέας μουσικής με το να φαντάζομαι ότι αυτό που κάνω έχει σημασία για κάποιους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τους δω ή να παίξω γι’ αυτούς ζωντανά. Αυτή είναι η στρατηγική επιβίωσής μου. Δεν αφήνω τα γεγονότα να εισβάλλουν στον φανταστικό μου κόσμο, στον οποίο αυτό που κάνω έχει σημασία για ένα φανταστικό κοινό. Φυσικά, συνήθιζα να περιοδεύω στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αλλά αυτό ήταν μόνο για μερικές εβδομάδες του χρόνου, και ναι, μου έδωσε μια ώθηση στην αυτοπεποίθηση εκείνες τις ημέρες που έδινα συναυλίες και συναντούσα τους ανθρώπους που τους αρέσει η μουσική μου πρόσωπο με πρόσωπο. Πιο πρόσφατα βασίστηκα στα emails και το Facebook και στις περιστασιακές συναυλίες στην Ιταλία για να διατηρήσω αυτή τη “φαντασίωση”. Ξέρω ότι υπάρχει ένα πραγματικό κοινό εκεί έξω και μου λένε υπέροχα πράγματα που με εμπνέουν να συνεχίσω, αλλά αν άφηνα την πραγματικότητα να μπει μέσα, είμαι σίγουρος ότι θα σταματούσα, καθώς αρκεί να κοιτάξω στο Glastonbury ή οποιοδήποτε μεγάλο επιτυχημένο όνομα για να δω ότι είμαι ένα πολύ μικρό ψάρι σε έναν εξαιρετικά υπερπλήρη ωκεανό. 

– Η τέχνη είναι “όπλο” των ισχυρών ή των αδυνάτων; 

Κανενός. Για μένα είναι ένα μέσο αναδιαμόρφωσης του κόσμου με τον τρόπο που θα τον ήθελα ή με τον τρόπο που τον έχω εσωτερικεύσει μέσα μου. Για έναν πολιτικό καλλιτέχνη όπως ο Billy Bragg, ο Paul Weller ή οι Clash, μπορεί να είναι ένα όπλο αλλαγής, αλλά δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω τέτοιου είδους τραγούδια και επίσης, άλλοι το κάνουν πολύ καλύτερα από μένα. Είμαι περισσότερο σαν τον Edgar Allen Poe της ψυχεδελικής ποπ. Είμαι συγγραφέας πρώτα απ’ όλα. 

– Τι σας φοβίζει περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα σήμερα; 

Ο κόσμος μοιάζει να πηγαίνει προς τα πίσω, ανατρέποντας έτσι όλη την πρόοδό μας και αρνούμενος όποιες ανακαλύψεις μπορεί να υπαινίσσονται οι άπειρες δυνατότητές μας. Αν έπρεπε να αναφέρω ένα πράγμα που με τρομάζει, αυτό είναι η ευκολία με την οποία τόσοι πολλοί ευκολόπιστοι, κακώς πληροφορημένοι άνθρωποι δέχονται ψευδείς ειδήσεις και αδυνατούν να δουν πόσο εύκολα χειραγωγούνται από ιδιοτελείς, φιλάργυρες και ανέντιμες προσωπικότητες και πόσο εύκολα τόσοι πολλοί άνθρωποι αφήνουν αυτούς τους φανατικούς να τους εξαπατούν και να τους χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τους δικούς τους ανήθικους σκοπούς. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός του Κακού, τότε δεν ξέρω τι είναι! 

– Κάτι που μου αρέσει να ρωτάω τους μουσικούς: πόσο δύσκολο είναι να βάλεις κάτι κάτω και να το τελειώσεις. Πώς ξέρετε πότε έχετε ολοκληρώσει τη συγγραφή ενός βιβλίου ή την ηχογράφηση ενός άλμπουμ; 

Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Μόλις γράψω ένα τραγούδι είναι έτοιμο. Δεν γυρίζω πίσω και δεν προσπαθώ να το μεγαλώσω ή να το αναδιαρθρώσω και μόλις το ηχογραφήσω, μπορεί να βάλω έναν επιπλέον στίχο ή ένα ρεφρέν, αλλά αυτό είναι πολύ σπάνιο και το κάνω μόνο αν δεν ήταν προφανές για μένα όταν έκανα πρόβες και το ηχογραφούσα. Υπάρχει μια έμφυτη ευαισθησία που μου λέει πώς να δομήσω ένα συγκεκριμένο τραγούδι και εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου. Όσον αφορά την ηχογράφηση, έχω ισχυρές ιδέες για το τι πρέπει να προστεθεί και θα πειραματιστώ προσθέτοντας πράγματα μόνο στο σπίτι, σταματώντας όταν νιώθω ότι είτε έχω εξαντλήσει όλες τις επιλογές είτε -το πιο πιθανό- όταν έχω πέσει πάνω σε κάποιους ήχους και μέρη που προσθέτουν εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να το ζωντανέψουν. Είναι πολύ εμφανές για μένα πότε υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον και αρκετά εφέ για τα αυτιά. Ήμουν πάντα υπέρμαχος της φιλοσοφίας “less-is-more”. Αν ένα μέρος αποσπά την προσοχή από τη φωνή ή από κάποιο άλλο όργανο, τότε βγαίνει. Αν επαναλαμβάνεται σε σημείο που να χάνει την αποτελεσματικότητά του, τότε βγαίνει. Το χτίσιμο ενός κομματιού είναι κάτι για το οποίο είτε έχεις αίσθηση είτε όχι.  

Με τα βιβλία είναι διαφορετικά φυσικά. Είναι σαν μια συζήτηση. Όταν έχω πει όλα όσα θέλω να πω για ένα θέμα, τότε τελειώνει. 

– Αισθάνεστε ποτέ ότι έχετε “κολλήσει” δημιουργικά; Τι κάνετε όταν συμβαίνει αυτό; 

Μου έχει συμβεί και αυτό. Όταν συμβαίνει, τότε διαβάζω βιβλία που ελπίζω να διεγείρουν τη φαντασία. Όταν συνέβη αυτό με το άλμπουμ “Duel” (επειδή η ιδέα ενός συμβατικού θέματος με ιππότες και κάστρα με άφησε παγερά αδιάφορο) τότε διάβασα το “Gormenghast” του Mervyn Peake και η σαρδόνια του αναπαράσταση ενός μεσαιωνικού φανταστικού κόσμου σε αποσύνθεση μου έδωσε τον κατάλληλο τόνο και τις εικόνες που χρειαζόμουν. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν συνέβη το ίδιο πράγμα σε αυτό που ονόμασα άλμπουμ φαντασίας (“Lair of the White Worm”), διάβασα ελληνικούς και σκανδιναβικούς μύθους, αλλά αυτό δεν με βοήθησε. Τότε θυμήθηκα την ιδέα της πανούκλας του Λονδίνου και αυτή τα άλλαξε όλα. Μερικές φορές πρέπει να αφήσω ένα έργο ημιτελές μέχρι να ξυπνήσει η μούσα. Το σιχαίνομαι αυτό, αλλά στο τέλος πάντα πετυχαίνει και αυτό είναι το κυριότερο. Μισώ να σκέφτομαι τι θα είχε συμβεί σε αυτά τα άλμπουμ αν ήμουν σε μια μεγάλη εταιρεία με κουστουμάτους να μου λένε “πρέπει να το τελειώσεις αυτό μέχρι την Τετάρτη!” 

Στην Αγγλία το 1989. Φωτ.: Sabine Werner

– Οι άνθρωποι συχνά διαβάζουν τα πράγματα με διφορούμενο τρόπο, και σκέφτονται ότι αυτό το τραγούδι μιλάει για την αγάπη, ή αυτό το τραγούδι μιλάει για τον Θεό, ή αυτό το τραγούδι μιλάει για κάποιο όνειρο. Γενικά, σας αρέσει να μιλάτε για τους στίχους σας και να προσδιορίζετε το νόημα τους ή προτιμάτε να τους αφήνετε ανοιχτούς σε ερμηνείες και να μην αφήνετε τον κόσμο να ξέρει τι σκεφτόσασταν όταν τους γράφατε; 

Έχω αφήσει σκόπιμα κάποια ασάφεια στους στίχους μου (η αγγλική γλώσσα μπορεί να προσφέρει κάποιες λέξεις και φράσεις που μπορούν να εκληφθούν με περισσότερους από έναν τρόπους), αλλά γενικά μου αρέσει να περιγράφω έναν χαρακτήρα ή μια σκηνή με λεπτομέρειες, ώστε ο ακροατής να μπορεί να φανταστεί τη σκηνή στο μυαλό του. Μια από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν το “Nosferatu” το πρωτότυπο τραγούδι, όχι το μπαλέτο, το οποίο άφησα σκόπιμα διφορούμενο επειδή σκέφτηκα ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται άλλο ένα τραγούδι για βρικόλακες (και αυτό ήταν πολύ πίσω στο 1989!) και η παρακμή του θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα θύμα του AIDS ή σε έναν ακόλαστο γέρο απατεώνα. Αλλά γενικά, μου αρέσει να είμαι συγκεκριμένος και να παρέχω μια ταινία, ή μια μουσική ιστορία για το μυαλό. 

– Μιλώντας για λέξεις που διαρκούν, αν έπρεπε να διαλέξετε κάποιον από τους δικούς σας στίχους, ποιοι πιστεύετε ότι θα διαρκέσουν; Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι δύσκολο πράγμα -αλλά υπάρχουν κάποιοι που σας εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα που τους γράψατε ή που είστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό σας, όταν επιστρέφετε σε αυτούς γιατί πρέπει να τους τραγουδήσετε ξανά και ξανά; 

Νομίζω ότι το “The Poets and The Painters” είναι ένα από εκείνα που θα αντέξουν στον χρόνο, αν και τότε νόμιζα ότι έγραφα ένα μελαγχολικό τραγούδι για τον προραφαηλίτη ζωγράφο John Everett Millais, αργότερα συνειδητοποίησα ότι αφορούσε εξίσου και εμένα, μετά την επιστροφή μου στη μουσική ύστερα από επτά χρόνια διακοπής το 2003. Τα τραγούδια που έγραψα σε αυτήν την επιστροφή μου και αφού είχα γράψει τόσα πολλά βιβλία, έχουν πιο λογοτεχνικούς στίχους, καθώς η συγγραφή βιβλίων με βοήθησε να αφηγηθώ μια ιστορία πιο συνοπτικά και βελτίωσε αρκετά τις περιγραφικές μου ικανότητες. Θα έλεγα ότι είμαι μάλλον απογοητευμένος που τα πρώτα τραγούδια μου όπως το “Captain Blood” δεν ήταν τόσο ζωντανά, όσο θα ήταν αν τα είχα γράψει στα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Αλλά ήμουν μόλις 19 χρονών τότε. Οπότε αν ήθελα πραγματικά να γράψω ένα καλύτερο τραγούδι για τους Highwaymen θα μπορούσα να το κάνω τώρα, αλλά πάλι νιώθω ότι όταν έχω γράψει για ένα συγκεκριμένο θέμα, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επιστρέψω σε αυτό. 

– Σχετικά με αυτή τη νέα μετα-ψηφιακή εποχή… Ένα μεγάλο κομμάτι του εθισμού μας στην τεχνολογία είναι καθαρός αντιπερισπασμός, ένας τρόπος για να μην χρειάζεται ποτέ να μείνουμε μόνοι με τις σκέψεις μας ή να εξετάσουμε τα πράγματα σε βάθος. Και ο κόσμος συνεχίζει να αναβαθμίζεται στο άπειρο. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με αυτό;

Έχω επωφεληθεί πάρα πολύ από όλα τα νέα ψηφιακά εργαλεία που είναι πλέον στη διάθεση όλων μας, οπότε απλά επιλέγω εκείνα τα εργαλεία που μπορώ να χρησιμοποιήσω και αγνοώ τα υπόλοιπα (ειδικά τις μυριάδες επιλογές ψυχαγωγίας που, όπως σωστά λέτε, είναι ένα μέσο για να περνάει ο χρόνος παρά για να τον αξιοποιούμε). Δεν θα μπορούσα να συνθέσω τα νέα μου σύγχρονα κλασικά έργα -το γοτθικό μπαλέτο, την 30λεπτη “Grimm Fantasy for Orchestra” και το “String Quartet No 1” χωρίς ένα συνθεσάιζερ που διαθέτει arpeggiator! Δεν έχω καλές πιανιστικές ικανότητες, αλλά αν είμαι ευφάνταστος και “έξυπνος” ως προς τον τρόπο που τις χρησιμοποιώ, μπορώ να δημιουργήσω μουσική που δεν θα μπορούσα να συνθέσω με τον παραδοσιακό τρόπο παίζοντας πιάνο και μετα γράφοντάς την σε παρτιτούρα. Έχω επίσης καταφέρει να φτιάξω ολόκληρα άλμπουμ σε ένα οικιακό multi-tracker, ενώ τα είχα ξεκινήσει σε κάποιο επαγγελματικό στούντιο, αλλά προτιμώ να τελειώνω τα πράγματα στην ησυχία του σπιτιού μου, όπου κανείς δεν μπορεί να με δει να ψαχουλεύω και να κάνω δέκα επαναλήψεις για να πετύχω αυτό που θέλω!

– Τελειώνοντας, θα σας ρωτήσω κάτι σχετικό με το νέο σας άλμπουμ. Με βάση το τραγούδι “Silver Surfer” που υπάρχει μέσα εκεί, ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας κόμικς και γιατί;

Δεν διάβαζα κόμικς της Marvel όταν ήμουν παιδί. Προτιμούσα τους τίτλους τρόμου της DC, όπως τα “Ghosts” και “The Witching Hour”, αλλά αν έπρεπε να επιλέξω έναν υπερήρωα της Marvel αυτός θα ήταν ο Dr Strange επειδή είναι “ο δάσκαλος των μυστικιστικών τεχνών” και ο αποκρυφισμός με γοήτευε από τότε που είχα μια εξωσωματική εμπειρία, στην ηλικία των έξι ετών!