Υπάρχει στις μέρες μας μια κοινωνική επιταγή που σου επιβάλλει μια λίστα από «πρέπει». Πρέπει να είσαι fit, πρέπει να είσαι υγιής, πρέπει να είσαι αποδοτικός, πρέπει να είσαι πετυχημένος και δυνατός, πρέπει να είσαι όμορφος και, πρέπει προπάντων να είσαι ευτυχισμένος.  Είναι η αόρατη φωνή που σου λέει, «δες τη θετική πλευρά της ζωής», «υπάρχουν και χειρότερα», «για κάποιο λόγο συμβαίνουν όλα», η οποία σου επιβάλλει παράλληλα να εξωραϊσεις  τη θλίψη σου, μην τυχόν και σκορπίσεις την αρνητική σου ενέργεια σαν μαύρη πίσσα πάνω από τον ευτυχισμένο πλανήτη Γη.

Αυτήν ακριβώς την τάση της επιβαλλόμενης θετικότητας πραγματεύεται η νέα παράσταση “Spa-σε κατάρα” σε συν-σκηνοθεσία των Λάζαρου Βαρτάνη και Στέφανου Παπατρέχα, με τον τελευταίο να υπογράφει και το σενάριο. Με εμβριθή υπαρξιακή διάθεση, το έργο επιχειρεί να αντικατοπτρίσει τον σύγχρονο άνθρωπο και το ολοένα πιο επικίνδυνο βύθισμά του στις απαιτήσεις του σημερινού τρόπου ζωής. Πέντε πρόσωπα με διαφορετικές ζωές και στόχους, συναντιούνται στο Isaris Spa, ένα πολυτελές κέντρο ευεξίας, με σκοπό την «αποτοξίνωση από όσα μας εμποδίζουν από την ευτυχία». Όμως, μια θρυλική ινδιάνικη κατάρα ξεσπάει, εγκλωβίζοντας τους ήρωες στο Spa για άγνωστο χρονικό διάστημα. Μέσα από ανατροπές και παρεξηγήσεις, ανάμεσα σε μάσκες ομορφιάς, ασκήσεις ψυχικής ενδυνάμωσης, ανάμεσα σε Zumba και σε κλύσματα, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο καθαρό το τι ορίζει ο καθένας ως «ευτυχία».

Ένα έργο που όπως όλα συνηγορούν, με ένα βαθυστόχαστο χιούμορ, ασκεί μια κοινωνική κριτική – κάτι που το καθιστά κοινωνικά χρήσιμο, και όταν η τέχνη γίνεται κοινωνικά χρήσιμη, δεν το λες και λίγο στις μέρες μας.

Με αφορμή το έργο, συναντήσαμε τους σκηνοθέτες της παράστασης, για να μιλήσουμε για την δική τους ιστορία, πώς γνωρίστηκαν, για τις προσδοκίες τους, για τις μικρές οάσεις που δημιουργούν, και για  την αυτοδιάθεση στην ευτυχία.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Θα ήθελα να σας ρωτήσω αρχικά, πότε πραγματοποιήθηκε αυτή η υπαρξιακή καραμπόλα της γνωριμίας σας;
Λάζαρος: Θες να πεις εσύ την ιστορία;

Στέφανος: Νομίζω ότι γνωριστήκαμε το 2017, όταν ο Λάζαρος με τον Αναστάση Πινακουλάκη, σκηνοθετούσαν έναν μονόλογο για τον οποίο είχαν επιλέξει εμένα ως πρωταγωνιστή. Βέβαια, κάπως μέσα από κοινές παρέες είχε τύχει να βρεθούμε και στο παρελθόν χωρίς να έχουμε συστηθεί αλλά είχε ακούσει ένας για τον άλλον. Οπότε η πρώτη γνωριμία έγινε στο σπίτι του Λαζάρου όπου είχαμε πάει με τον Αναστάση για να κάνουμε πρόβα.

Λ: Ήταν μια τριλογία μονολόγων με θέμα το νεοφασισμό, που αποτελούνταν ουσιαστικά από 3 μονόλογους φυλακισμένων. Στον ένα μονόλογο έπαιζα εγώ, ενώ τους άλλους δυο τους σκηνοθετούσαμε μαζί με τον Αναστάση. Ο Αναστάσης με είχε ενημερώσει ότι οι άλλοι δύο ηθοποιοί που θα έπαιρνα στους μονολόγους θα ήταν ο Στέφανος Παπατρέχας και ο άλλος ο Σταυρός Τσουμάνης. Ο Στέφανος είχε δει αρχικά την πρόβα του δικού μου μονολόγου, που ονομαζόταν “Mall”, και μετά σκηνοθέτησα με τον Αναστάση το μονόλογο του Στέφανου που ονομαζόταν “Η υγρασία στους τοίχους”.

Και πώς εξελίχθηκε η γνωριμία σας;
Σ: Εκεί γνωριστήκαμε, εκεί γίναμε φίλοι κι εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι ταυτίζονται πολύ οι απόψεις μας γύρω από τη δουλειά. Συναντηθήκαμε ξανά όταν αφού παρακολούθησε τον μονόλογο η πολύ καλή μας φίλη η Γεωργία Πιερρουτσάκου μου πρότεινε να παίξω σε μία παράσταση της και καθώς υπήρχε ανάγκη για βοηθό σκηνοθέτη εγώ πρότεινα τον Λάζαρο και έτσι με σκηνοθέτησε για δεύτερη φορά μαζί με τη Γεωργία στην παράσταση “Έλα να παίξουμε”. Και κάπως έτσι, αρκετά σύντομα μετά την πρώτη, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη συνεργασία μας. Κάπου εκεί, του έδωσα έναν μονόλογο που είχα γράψει παλιότερα, τη “Φροσύνη”. Άρεσε στον Λάζαρο, κι έτσι μπήκαμε στη διαδικασία της πρώτης μας συν-σκηνοθεσίας.

Λ: Εκεί είδαμε ότι αισθητικά και καλλιτεχνικά έχουμε πολύ κοινό κώδικα. Κοινό τρόπο σκέψης και όραμα και δεν είναι κάτι αμελητέο αυτό, δεν είναι κάτι που το συναντάς πολύ συχνά.

Σ: Εγώ είχα έναν καθηγητή που μου έλεγε ότι στη ζωή πρέπει να φτιάχνεις μικρές οάσεις. Να βρίσκεις ανθρώπους που συμφωνείτε, που νιώθεις ασφαλής μαζί τους και με αυτούς τους ανθρώπους να φτιάχνεις μία όαση στην οποία μπορεί κατά καιρούς να μπαίνουν κι άλλοι και μετά κι άλλοι. Να ζεις σε αυτές τις μικρές οάσεις ώστε να μπορείς να τα ανταπεξέλθεις στην δυσκολία του κόσμου. Και νομίζω ότι ο καθηγητής μου τελικά είχε μεγάλο δίκιο.

Λ: Και βέβαια αυτός ο πυρήνας όλο και μεγαλώνει γιατί από τη “Φροσύνη” μέχρι σήμερα, στο Spa, μας ακολουθούν διάφοροι άνθρωποι που είναι εκεί πάντα όπως για παράδειγμα, η μουσικός μας, η Σύνθια Μπατσή, η οποία έχει συμμετάσχει σε όλες μας τις δουλειές. Και γενικότερα, άνθρωποι που μπορεί να έρχονται και να φεύγουν.

– Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι κινείστε κάπως νομαδικά στο σύμπαν του θεάτρου;
Σ: Ναι, έτσι ακρίβώς.

Λ: Τσακωμοί πολλοί βέβαια, αλλά δημιουργικοί και ουσιαστικοί. Για να τα λέμε όλα και να μην ωραιοποιούμε απλά τις καταστάσεις.

Σ: Φυσικά, γιατί όπου υπάρχει μία αληθινή σχέση υπάρχει και διαφωνία. Το θέμα είναι το πώς αυτή αντιμετωπίζεται και ποια είναι η βάση της.

– Και τώρα, σας καλώ να επιστρέψουμε στο παρόν και στην παράσταση που ετοιμάζεται, Spa σε κατάρα. Πώς προέκυψε η ιδέα;
Σ: Ο τρόπος που γράφω μέχρι τώρα, είναι μέσα από την πρόκληση που μου δημιουργεί κάθε παράσταση για την επόμενη. Όταν για παράδειγμα ανεβάσαμε τη “Φροσύνη”,  κάπως μου φάνηκε σαν πρόκληση και παράλληλα ένα στοίχημα το να καταφέρω να γράψω άλλον έναν μονόλογο, να δημιουργήσω δηλαδή κάτι από τα ίδια υλικά, χωρίς ωστόσο να είναι το ίδιο. Δηλαδή να μην είναι η “Φροσύνη” με άλλα λόγια, το οποίο πιστεύω ότι και κατάφερα -σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια τουλάχιστον. Μετά η επόμενη πρόκληση ήταν αν θα μπορούσε να γράψω κάτι πολυπρόσωπο. Και έτσι δημιουργήθηκε και το έργο “Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία”. Όταν ολοκληρώθηκε κι αυτός ο κύκλος, ήθελα να καταφέρω γράψω κάτι με το οποίο θα έκανα τον θεατή γελάσει. Κάτι που μου φαινόταν τρομερά δύσκολο. Τότε, είπα στον Λάζαρο ήθελα το επόμενο μας εγχείρημα να είναι κωμωδία, κάτι που καθώς στο παρελθόν είχαμε δώσει διαφορετικά δείγματα γραφής, δεν περίμενε κανείς από εμάς, αλλά ούτε κι εμείς οι ίδιοι από τους εαυτούς μας. Και έτσι, όταν ανακοίνωσα είπα στον Λάζαρο ότι σκεφτόμουν να γράψω μία κωμωδία, ας πει ο ίδιος για το πώς αντέδρασε.

Λ: Εγώ πως αντέδρασα; Κοίταξε, 20 χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, έχω παίξει όλα τα δράματα του πλανήτη. Όπου τραγωδίες και δράματα, εγώ είμαι εκεί. Η κωμωδία είναι ένα είδος με το οποίο δεν είχα ιδιαίτερη τριβή μαζί του και το φοβόμουνα όχι μόνο για να παίξω, πόσω μάλλον για το σκηνοθετήσω κιόλας. Όταν μου είπε ο Στέφανος τις σκέψεις του, του απάντησα, «χμμμ, όχι». Αλλά στην πορεία μου φάνηκε κι εμένα πολύ ενδιαφέρον να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο, γιατί ως καλλιτέχνης πρέπει και οφείλεις να ανοίγεσαι σε καινούργια πεδία. Να μην επαναλαμβάνεσαι, γιατί είναι πολύ εύκολο να πέφτεις σε μανιέρες. Και είναι κάτι που πραγματικά με έχει συγκλονίσει καθώς ο Στέφανος έχει μία καταπληκτική γραφή και δεν είχε γράψει κάτι του αφρού, του τύπου, «εντάξει θα πάμε να γελάσουμε 2 ώρες και θα φύγουμε». Έχει γράψει ένα πολύ σπουδαίο έργο κατά τη γνώμη μου, το οποίο τυχαίνει να είναι κωμωδία. Δηλαδή εγώ γελάω πάρα πολύ αλλά λέγονται μέσα και πράγματα βαθυστόχαστα. Θα ήμουνα βλάκας αν έλεγα όχι.

Ποιες προκλήσεις πιστεύετε ότι έχει μία κωμωδία σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα είδη;
Σ: Είχε πει κάτι ο Μπέζος νομίζω ή η Δήμητρα Παπαδοπούλου – κάποιος κωμικός ηθοποιός τελοσπάντων, ότι το τρομερό στην κωμωδία είναι ότι κρίνεται εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή σε ένα δράμα δεν μπορείς να καταλάβεις – το εισπράττεις μεν, υπάρχει μία ατμόσφαιρα και μια ενέργεια που την νιώθεις – Αλλά δεν μπορείς να ξέρεις πως επηρεάζει τον άλλον εκείνη τη στιγμή αυτό που παρακολουθεί την παράσταση. Με την κωμωδία αν βλέπεις ότι δεν γελάει ο άλλος, καταλαβαίνεις ότι μάλλον η παράσταση δεν έχει πετύχει. Εμείς δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα παραστάσεις αλλά αυτό είναι το στοίχημα. Αυτό, και παράλληλα το να μη γίνεις σαχλός. Για μένα αυτή ισορροπία ανάμεσα στο να παρουσιάσω το θέμα που θέλω και ταυτόχρονα να γελάσει ο κόσμος, αποτελεί μεγάλη πρόκληση.

Λ: Κοίταξε, το ωραίο είναι ότι έχουν δει τις δύο τελευταίες πρόβες μας άνθρωποι εκτός συντελεστών. Φίλοι μας που όμως δεν σχετίζονται με την παράσταση. Και στις δύο περιπτώσεις γέλασαν. Οπότε, αυτό δείχνει ελπίζω ότι κάναμε καλά.

Σ: Επίσης, όλα αυτά που λένε οι μεγάλοι κωμικοί ότι η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος, η συγχρονικότητα, η σωματικότητα – είναι όλα πολύ αλήθεια, τα οποία όταν τα ακούς μπορεί να σου ακούγονται κλισέ, αλλά επί του πρακτέου αντιλαμβάνεσαι ότι ισχύουν. Ο ρυθμός, το σασπένς, οι εντάσεις, η σπιρτάδα και η εγρήγορση που καλείσαι να έχεις, είναι για μένα όλα πολύ συναρπαστικά υλικά και το πιο σημαντικό, είναι να φτιάξεις έναν θίασο ή μία ομάδα μάλλον – γιατί αυτό πάει πέρα από τους ηθοποιούς – που να αποκτήσει αυτή την σπιρτάδα η οποία και θα απογειώσει το έργο.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Αυτή η ερώτηση απευθύνεται περισσότερο στον Στέφανο, που έχει γράψει και το σενάριο. Τι σε ενέπνευσε για να γράψεις αυτό το έργο;
Σ: Η αφετηρία μου είναι πάντα σκέψεις και προβληματισμοί που απασχολούν εμένα τον ίδιο. Έτσι κι εδώ, με απασχολεί το ζήτημα της ευτυχίας. Το τι θα πει ευτυχία, τι θα πει ευτυχισμένος άνθρωπος και τι ορίζω εγώ ο ίδιος ως ευτυχία. Αν για παράδειγμα εγώ θεωρώ ότι η δουλειά ή μια πετυχημένη καριέρα είναι ευτυχία –αν αυτό είναι μια καθαρά δική μου πεποίθηση ή μου έχει φορεθεί από το γύρω μου περιβάλλον, είναι κάτι που με απασχολεί πολύ και με ενδιαφέρει και πάντα ξεκινώ με αυτά που ενδιαφέρουν εμένα ελπίζοντας ότι θα ενδιαφέρουν κι άλλον κόσμο. Οπότε, κάπως έτσι ξεκίνησα με τη σκέψη ότι ο δυτικός τρόπος ζωής μας επιβάλλει μία προπαρασκευασμένη ευτυχία ακόμα και μέσω των social media. Πολύ λίγες φορές αντέχουμε να δείξουμε ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Επιβάλλεται κατά κάποιο τρόπο να δείχνουμε συνέχεια ότι είμαστε ευτυχισμένοι και πετυχημένοι, μας ασκείται μια πίεση να δείχνουμε συνέχεια δυνατοί και χαρούμενοι. Υπάρχει αυτή η γενικευμένη πεποίθηση ότι δεν μπορώ να σου πω ότι είμαι στεναχωρημένος γιατί θα σου μεταφέρω αρνητική ενέργεια.

– Ένα είδος θετικής τοξικότητας δηλαδή;
Λ: Nαι, όλο αυτό ότι είσαι χαρούμενος, ότι είσαι θετικός, Και που εν τέλει καταλήγει σε ένα στρες ευτυχίας.

Σ: Για παράδειγμα στο “Inside Out” της Disney το βρήκα εξαιρετικό ακριβώς επειδή δείχνει ότι η θλίψη είναι ένα συναίσθημα που πρέπει να αγκαλιάζουμε χωρίς απαραίτητα να είμαστε μίζεροι είναι γκρινιάζουμε – γιατί υπάρχει και το άλλο άκρο. Αλλά νιώθω ότι υπάρχουν τόσα πρότυπα που λένε ότι «πρέπει να είσαι αισιόδοξος, ότι πρέπει να είσαι γυμνασμένος, όμορφος, λαμπερός, δυναμικός». Υπάρχουν τόσα πρέπει που είναι τόσο εγκλωβίστηκα που δυσκολευόμαστε να πάρουμε μία απόσταση και να διερωτηθούμε αν τα θέλουμε πραγματικά όλα αυτά. Ακούγεται πολύ υπαρξιακό όλο αυτό και ο πυρήνας είναι όντως υπαρξιακός, αλλά το έργο παρουσιάζει το θέμα πολύ πιο ανάλαφρα και παιχνιδιάρικα. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησε ιδέα και γι’ αυτό σκέφτηκα να διαδραματίζεται σε ένα spa που συνοδεύεται με όλη αυτήν την έξαρση του “self care”, του να ηρεμήσεις να χαλαρώσεις, να περιποιηθείς τον εαυτό σου, να γίνεις όμορφος κτλ., Αλλά και πάλι έρχεσαι αντιμέτωπος με μια σειρά από πρέπει. Πρέπει να χαλαρώσεις, πρέπει να είσαι όμορφος, πρέπει να φας φακές, πρέπει να κάνεις μασάζ. Αναφερόμαστε σε ένα πολυτελές spa όπου πας, αφήνεις στην είσοδο προσωπικά αντικείμενα, δεν έχεις καμία επαφή με τους άλλους και απομονώνεσαι για πέντε ολόκληρες μέρες σε ένα πρόγραμμα που σου επιβάλλεται να ακολουθήσεις. Στο spa λοιπόν συναντιούνται πέντε διαφορετικοί άνθρωποι, έχοντας εντελώς διαφορετικές θεωρίες για το τι είναι ευτυχία. Η σκέψη πίσω από αυτό είναι  ότι ο δυτικός πολιτισμός σαν μια δικτατορία της ευτυχίας έχει καταστρέψει την επαφή μας με την βαθύτερη φύση μας, τη φύση του «εγώ θέλω κάτι διαφορετικό από τα προβλεπόμενα».  Μπορεί να μη με ενδιαφέρει να κάνω οικογένεια, μπορεί να μη με ενδιαφέρει καιν η εξωτερική μου εμφάνιση. Γι’ αυτό βάζω μία ινδιάνικη κατάρα να πλανιέται πάνω απ’ όλο το έργο – καθώς οι ινδιάνοι είναι φυλές που καταστράφηκαν πραγματικά από την απληστία του δυτικού πολιτισμού. Κάπως έτσι λοιπόν τα συνέδεσα και έφτιαξα αυτή την κωμική συνθήκη.

Λ: Είναι ακριβώς αυτό που είπα πριν, ότι δεν είναι μια κωμωδία του αφρού, δεν είναι ότι ένας μπαίνει, άλλος βγαίνει, ένας απατάει τη γυναίκα του. Θεωρώ ότι μέσα από αυτό το έργο γίνεται μία οξεία κοινωνική κριτική.

– Τώρα, μιας και μιλάμε ακριβώς για αυτές τις επιβολές, τα στερεότυπα και τα κοινωνικά στεγανά, μου έφερε στο μυαλό το ζήτημα της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών που συζητιέται ευρέως αυτές τις μέρες. Τι πιστεύετε εσείς γι’ αυτό;
Λ: Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μού έλεγε, «Λαζαρίκο, η ζωή είναι πολύ μικρή», και είχε πολύ μεγάλο δίκαιο. Δεν μπορώ για παράδειγμα να καταλάβω πότε πήγα 42, εγώ έχω μείνει στα 18. Και πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα στην μικρή ζωή του να κάνει ότι τον ευχαριστεί. Αν θέλει να είναι μόνος του -γιατί αυτό τον γεμίζει- οφείλει να είναι μόνος του, αν η φύση καλή έναν άντρα να είναι με μία γυναίκα, πολύ ωραία. Αν τον καλεί να είναι με έναν άντρα πάλι πολύ ωραία. Αν δεν του αρέσει το σώμα του και θέλει να είναι σε ένα σώμα γυναίκας είναι επίσης δικαίωμα του. Αν επίσης θέλει να είναι παχύσαρκος, έχει δικαίωμα να το είναι όπως επιθυμεί, ακόμα και όταν οι άλλοι γύρω του το λένε ότι δεν είναι καλό για την υγεία του. Η ζωή είναι δική του. Αν ένας άνθρωπος θέλει να ξυρίσει τα μαλλιά του γουλί γιατί δεν θέλει να έχει μαλλιά, είναι επίσης δικαίωμα του. Ακόμα και να κάνει κάποιος λίφτινγκ, botox, να τραβηχτεί όσο θέλει να βάλει όσα χείλη γουστάρει, είναι επίσης δικαίωμα του. Δεν έχει δικαίωμα κανένας straight, λευκός άντρας -γιατί από εκεί ξεκινάει το πρόβλημα- να αποφασίζει για το πως θα ζήσει ένας άλλος άνθρωπος στη ζωή του. Δεν του δίνεται το δικαίωμα.

Σ: Πιστεύω ότι ο Γιώργος Καπουτζίδης έχει πει ένα από τα πιο σωστά πράγματα σχετικά με το ζήτημα. Ερωτώμενος αν από τη στιγμή που έχουμε δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να γίνεται όλη αυτή η συζήτηση, απάντησε πως, «όχι, δεν είναι δημοκρατία αν η άποψή σου στερεί δικαιώματα». Αν για παράδειγμα, η άποψή μου είναι ότι εσύ δεν πρέπει να φοράς κόκκινη μπλούζα, επειδή δεν μου αρέσει το χρώμα, αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι κάτι άλλο. Για μένα είναι αδιανόητο το 2024 ακόμα να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα. Μου φαίνεται ασύλληπτο.

Λ: Σύμφωνα με αυτή την θεωρία που διαδίδεται -όπου βγαίνει ο κάθε “πυροβολημένος” και λέει την άποψή του, όπως βέβαια κάνουμε κι εμείς τώρα – ότι αν ένα ομόφυλο ζευγάρι υιοθετήσει ένα παιδί θα το κάνει gay, πρώτον, ποιο είναι το πρόβλημα; Και δεύτερον, με την ίδια λογική ένα ετερόφυλο ζευγάρι, Θα έπρεπε να βγάζει μόνο straight παιδιά -κάτι που δεν ισχύει. Εγώ ξέρω ομόφυλα ζευγάρια τα οποία έχουν παιδί, και τα οποία πραγματικά το λατρεύουν και το παιδί μοιάζει να μεγαλώνει με έναν υπέροχο τρόπο.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Μιλάμε δηλαδή, για μία αυτοδιάθεση της ευτυχίας κι έτσι, ξαναγυρνάμε πίσω στο ζήτημα της ευτυχίας.

Σ: Ακριβώς, είναι πολύ αστείο το πώς ο δυτικός κόσμος στην προσπάθειά του να ευτυχίσει, ορίζει κανόνες που κάνουν δυστυχισμένους τους άλλους και χαρακτηρίζει προβληματικό τον τρόπο σκέψης τους.

– Ήθελα τώρα να σας ρωτήσω αν πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να συμβάλει στην αποδόμηση των στερεοτύπων, και στο ξεπέρασμα των προκαταλήψεων γενικότερα.
Σ: Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση γιατί αυτή την περίοδο παίζεται ένα παιδικό θέατρο, που έχω γράψει που λέγεται “Κλειώ, μια καλόκαρδη γαϊδούρα”, και συν-σκηνοθετώ με τη Νάντια Δαλκυριάδου και στην οποία παίζει ο Λάζαρος. Το έργο απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και μίλα ακριβώς γι’ αυτό το γκρέμισμα των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Βέβαια, έχουμε πολλές φορές κληθεί να απαντήσουμε στο αν και πώς αλλάζουν τα πράγματα. Πιστεύω ότι όλα είναι baby steps τα οποία οδηγούν μακροπρόθεσμα σε μία μεγάλη πορεία, από την άποψη ότι από το πόστο μας ο καθένας όλοι πρέπει και μπορούμε να συμβάλουμε σε αυτήν την προσπάθεια. Εσύ από την δημοσιογραφία, εγώ μισά από το θέατρο, στο να αλλάξουμε σιγά-σιγά την συνείδηση έστω και ενός ανθρώπου. Και σιγά-σιγά ίσως ενός μεγαλύτερου πλήθους. Δεν γίνεται προφανώς από τη μία μέρα στην άλλη. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι συμβαίνει πολύ συχνά μια παράσταση να αλλάζει την κοσμοθεωρία του κοινού, δεν πιστεύω για παράδειγμα ότι θα πάει ένας ακροδεξιός να δει μία παράσταση και ότι αυτομάτως θα αναθεωρήσει τις ιδέες του. Βέβαια, με μικρά μικρά βήματα και παράλληλα ερεθίσματα προς μία διαφορετική κατεύθυνση, ίσως σε βάθος χρόνου να επιτευχθεί μία μικρή πρόοδος.

– Τι προσδοκίες έχετε από αυτή την παράσταση;
Λ: Εμένα, έχουν καλυφθεί εν μέρει κάποιες από τις προσδοκίες μου. Θέλαμε σ’ αυτή την παράσταση -όχι ότι στις προηγούμενες δεν συνέβαινε- να περάσουμε πάρα πολύ καλά, να διασκεδάζουμε με την διαδικασία, το οποίο μέχρι στιγμής το έχουμε καταφέρει. Έχουμε τρεις υπέροχους ηθοποιούς και μια βοηθό σκηνοθέτη με τους οποίους έχουμε περάσει πραγματικά υπέροχα στις πρόβες. Έχουμε γελάσει πολύ, έχουμε συζητήσει πολύ, έχουμε αναλύσει, έχουμε φάει πολύ Φαγητό και πολλά γλυκά. Έτσι, κάποιες από τις προσδοκίες μας έχουν εκπληρωθεί. Επίσης, ο Στέφανος -δεν μπορεί προφανώς να το πει ο ίδιος για τον εαυτό του, όμως εγώ έχω πιστεύω το δικαίωμα να το πω- έχει γράψει ένα εξαιρετικό έργο, το οποίο αξίζει να το δει ο κόσμος, και πάρα πολλούς λόγους. Τόσο για το γεγονός ότι θα γελάσει, όσο και για την θεματική του, την δικτατορία της ευτυχίας. Έτσι, η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να είμαστε γεμάτοι και παράλληλα γιατί αξίζει στο έργο κυρίως, και να συνεχίσουμε να φυσικά να περνάμε καλά μεταξύ μας μέχρι να τελειώσουν οι παραστάσεις.

Σ: Εγώ, δεν θα απομακρυνθώ πολύ. Θα ήθελα κι εγώ πραγματικά να είμαστε γεμάτοι για τον λόγο ότι μιλάμε για μία πολύ προσωπική δουλειά. Με αυτό θέλω να πω ότι δεν είμαστε κάποια τεράστια παραγωγή. Όλα είναι φτιαγμένα από εμάς γιατί πολύ απλά γουστάρουμε να είμαστε έτσι. Επιπλέον, είναι κάτι που έχει γίνει για να μοιραστεί, και θα ήθελα να μοιραστεί σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται, και ας μην αρέσει. Απλά να έρθει κόσμος και να μας δει κι ας φύγει ο καθένας με την άποψή του και τη γνώμη του.

– Στο δελτίο τύπου, η παράσταση χαρακτηρίζεται ως μία “σουρεαλιστική φάσα”. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν αυτός ο χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αποτελεί μια περιγραφή της καθημερινότητάς μας στην Αθήνα. Αν δηλαδή η παράσταση μπορεί να λειτουργήσει και ως μία μακέτα της ελληνικής πραγματικότητας.
Σ: Ουσιαστικά έτσι είναι, η αλήθεια είναι ότι οι ρυθμοί με τους οποίους κινείται η ζωή μας στον δυτικό πολιτισμό κρύβει έναν τεράστιο εγωισμό. Εμένα αυτό είναι που με ενοχλεί ότι η πορεία προς την ευτυχία οδηγεί προς την μονάδα και όχι προς την ομάδα. Ακούγεται λίγο ουτοπικό, αλλά δεν είναι. Βλέπεις ανθρώπους να οδηγούν όπως να’ ναι, να μην τους ενδιαφέρει αν υπάρχει κώδικας ή αν δεν υπάρχει, να υπάρχουν νεύρα, να μην υπάρχει καμιά ευγένεια, να μην κάνει κανείς στην άκρη να περάσει ο άλλος. Για μένα, η πηγή όλων αυτών είναι ένας τεράστιος εγωισμός ο όποιος τροφοδοτείται από την καθημερινότητα δημιουργώντας μία πεποίθηση που σου λέει, «πρέπει να αμυνθώ σε όλο το χάος που συμβαίνει γύρω μου, και άρα πρέπει να επιβληθώ εγώ». Κι έτσι, έχουμε μάθει να προσπαθούμε να προσπεράσουμε τους άλλους και όχι να πορευόμαστε μαζί σαν ομάδα. Όλα δηλαδή ξεκινούν από αυτή την θωράκιση του εγωισμού κι από την εμμονή της πεποίθησης του να αγαπώ τον εαυτό μου. Ναι να αγαπάς τον εαυτό σου αλλά να αγαπάς και τους άλλους. Αυτό δυστυχώς ενισχύεται και πολιτικά, καθώς ανέκαθεν η εξουσία δεν ήθελε ομάδες ανθρώπων αλλά μονάδες. Γι’ αυτό έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τα εμπόδια ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Γι’ αυτό και στην αρχή αναφέρθηκα στο πόσο σημαντικό είναι το να μοιράζεσαι και το να δημιουργείς μικρές οάσεις. Γιατί είναι σημαντικές για μένα και προσπαθώ να τις δημιουργώ, γιατί αλλιώς καταλήγουμε να ζούμε σε μια σουρεαλιστική φάρσα που άλλοτε μοιάζει με κωμωδία κι άλλοτε με τραγωδία, ανάλογα από την οπτική του καθενός.

Λ: και εγώ συμφωνώ πολύ. Πάρα πολύ.

Από ποιους αποτελείται λοιπόν αυτή η μικρή όαση που δημιουργήσατε για το “spa σε κατάρα”;
Λ: Η αγάπη μας για τους συντελεστές της παράστασης είναι δεδομένη γιατί πρώτον και κύριο βρίσκονται εκεί γιατί ακτιβώς τους έχουμε επιλέξει και μας έχουν επιλέξει κι αυτοί με τη σειρά τους. Θα ήθελα ωστόσο να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στους ηθοποιούς της παράστασης καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια των προβών βρίσκονται συνέχεια εκεί. Θεωρώ ότι εκπροσωπώ και τους δυο μας γιατί η εκτίμηση, η εμπιστοσύνη, και ο θαυμασμός μας, τόσο για τον Κωνσταντίνο Ελματζίογλου, όσο για την Κωνσταντίνα Κλαψινού και την Σύνθια Μπατσή, είναι τεράστιος. Εδώ και δυόμιση μήνες και οι τρεις τους τα έχουν δώσει όλα. Μας έχουν εμπιστευτεί από την πρώτη στιγμή. Χωρίς κανένα όριο και περιορισμό, έχουν δώσει τον εαυτό τους στο 100% χωρίς δεύτερες σκέψεις και προβληματισμούς. Θα ήθελα λοιπόν να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί καμιά παράσταση δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τους ηθοποιούς της. Και αυτή η παράσταση που θα δείτε, καλή ή κακή εσείς θα το κρίνετε, έχει να κάνει με όλους αυτούς τους ανθρώπους και αυτή τη συγκεκριμένη ομάδα. Πραγματικά τους ευχαριστούμε και τους τρεις μέσα από τα βάθη της ψυχής μας.

Σ: Και ένα special thanks στην Ανδρομάχη Μακρίδου που είναι η βοηθός σκηνοθέτη, καθώς εμείς παίζοντας και σκηνοθετώντας παράλληλα χρειαζόμασταν ένα πολύ αυστηρό μάτι για τις στιγμές που βρισκόμαστε και οι δύο επί σκηνής. Η Ανδρομάχη είναι το Μάτι Σάουρον πάνω από όλους μας, με όλη όμως την φροντίδα και την αγάπη για να μπορέσουμε να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

– Από πότε μπορούμε να παρακολουθήσουμε την παράσταση και που;
Λ: Στο Θέατρο Μικρό Άνεσις στην αρχή της Λεωφόρου Κηφησίας. Από τις 12 Φεβρουαρίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μμ., ανοίγουν οι πόρτες του spa και σας υποδεχόμαστε.

ΙΝΦΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συγγραφέας: Στέφανος Παπατρέχας
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης – Στέφανος Παπατρέχας

Σκηνικά: Έλλη Εμπεδοκλή
Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή
Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Χορογραφία: Εμμανουέλα Βεϊνόγλου

Παίζουν: Λάζαρος Βαρτάνης, Κωνσταντίνος Ελματζίογλου, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Σύνθια Μπατσή, Στέφανος Παπατρέχας | Στην παράσταση ακούγεται η φωνή του Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Φιλική συμμετοχή στα video Εμμανουέλα Βεϊνόγλου

Διάρκεια: 95’
Τιμές Εισιτηρίων: €16 (κανονικό), €12 (φοιτητικό), €9 (ανέργων/ΑμεΑ)
Διάρκεια Παραστάσεων: Από 12 Φεβρουαρίου έως 2 Απριλίου 2024
Πληροφορίες: Προπώληση: more.com | Τηλέφωνο κρατήσεων: 6981135820
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Βοηθός Σκηνοθετη: Ανδρομάχη Μακρίδου
Πληροφορίες Χώρου: Θέατρο Μικρό Άνεσις, Λεωφόρος Κηφισίας 14, Αθήνα (Μετρό – Στάση Αμπελόκηποι).
Φωτογραφίες: Λιλή Νταλανίκα