Αναμφίβολα ο Πάνος Παπαδόπουλος ανήκει στη γενιά καλλιτεχνών που έμαθε το θέατρο μέσα από την κρίση. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που παραμένει προσγειωμένος παρά τη μέχρι τώρα σημαντική διαδρομή του. Το 2018 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Χορν, έχει πρωταγωνιστήσει σε αξιόλογες παραστάσεις, έχει γράψει και σκηνοθετήσει για τον κινηματογράφο, ενώ διασκεύασε κείμενα και για το θέατρο.
Τον χειμώνα σκηνοθέτησε μαζί με την συμπρωταγωνίστρια του, Κλέλια Ανδριολάτου, τον «Εραστή» του Χάρολντ Πίντερ, ενώ ετοιμάζεται για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Και λέγε λέγε». Κι όπως καταλαβαίνετε πολλά θα μπορούσα να πω για τα επαγγελματικά του σχέδια όμως θέλω να σταθώ πιο πολύ στη συζήτησή μας. Μετά τον αλαλαγμό των θερινών «Σφηκών» -με ό,τι αυτό σημαίνει- μου έδωσε ίσως την πιο συνειδητοποιημένη απάντηση για τα λαϊκά δικαστήρια και την κριτική που συμπεριφέρεται σαν η τέχνη να της οφείλει την ύπαρξή της κι ακόμα περισσότερο οι ίδιοι οι δημιουργοί.
– Γιατί το συγκεκριμένο έργο του Χάρολντ Πίντερ;
Ίσως γιατί διαβάζοντάς το μου θύμισε τις “Επικίνδυνες Σχέσεις” στις οποίες έχω τρομακτική αδυναμία. Με συγκινεί κι εκεί, όπως κι εδώ, αυτή η στέρηση της οικειότητας του ενός από τον άλλον. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι πιο σκληρό που μπορεί να συμβεί μεταξύ δύο ανθρώπων που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ.
– Είναι δύσκολο να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας; Αποτελεί ρίσκο μια τέτοια απόφαση;
Για μένα τρομερό. Δεν έχεις καθόλου καθαρή εικόνα αυτού που φτιάχνεις. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργήσεις μια συρραφή σκηνικών αντιδράσεων που εσύ πιστεύεις πως σε κολακεύουν, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Στο βάθος όμως αυτό που ερωτευόμαστε στους άλλους είναι οι αδυναμίες τους. Γιατί μας δίνουν το χώρο να καλύψουμε τα κενά. Να συμπληρώσουμε τις ατέλειες. Άρα να υπάρξουμε με κάποιον τρόπο δίπλα τους.
– Αγαπιούνται η Σάρα και ο Ρίτσαρντ;
Έτσι πιστεύω. Όμως η σχέση τους έχει στηριχθεί στην ανειλικρίνεια και αυτό που θέλουν πραγματικά να πουν ο ένας στον άλλον, δεν θα ειπωθεί ποτέ. Είναι πιο σημαντικό πλέον να κρατήσουν το πάνω στάτους, ίσως για να μη φανεί η αδυναμία τους απέναντι στην άλλη πλευρά και ταπεινωθούν. Αλλά αισθάνομαι πως μ’ ένα δικό τους τρόπο είναι ακόμη ερωτευμένοι. Ο έρωτας δεν εκδηλώνεται μόνο με την επιθυμία του να κάνεις έρωτα, αλλά και με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου.
– Τους αρέσει όμως να πονούν ο ένας τον άλλον ή μήπως όχι;
Όπως λέει και ο Σαίξπηρ “Είτε μ’ αγαπάς, είτε με μισείς είναι και τα δύο υπέρ μου. Αν μ’ αγαπάς είμαι για πάντα στην καρδιά σου, αν με μισείς είμαι για πάντα στο μυαλό σου”. Κάνει καλό και λίγος βασανισμός στον έρωτα αρκεί φυσικά ο βασανιστής να ξέρει τη σωστή δοσολογία που φυσικά δεν την ξέρει. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αγαπάμε με τρόμο και να μισούμε με μία ανεξήγητη αγάπη, αυτό που μας προκάλεσε τον μεγαλύτερο πόνο και τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία.
– Πως γίνεται δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ να νιώθουν αποξενωμένοι; Ανοίκειοι;
Δεν είναι και τόσο μακρινό όσο το φαντάζεστε. Στην αρχή προσπαθούμε μέσα στη σχέση να μιλάμε να εξηγούμε τι μας ενοχλεί και τι όχι για να γεφυρώσουμε το χάσμα, μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ότι οι φορές που γινόμαστε δυσάρεστοι στον άνθρωπό μας είναι περισσότερες από εκείνες που γινόμαστε ευχάριστοι. Έτσι μαζευόμαστε για να κερδίσουμε λίγο περισσότερο χρόνο κοντά του, έχοντας αρχίσει σιγά σιγά να ενεργοποιείται και ο φόβος της εγκατάλειψης… Στο τέλος καταλήγουμε να μην ανταλλάσουμε σχεδόν κουβέντα.
– Τι θα κάνατε για έναν έρωτα;
Σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής μας, ένα κι ένα κάνει δύο, εκτός κι αν είσαι ερωτευμένος που κάνει έξι. Όλοι μας είμαστε ικανοί για τα πιο προβλέψιμα και τα πιο απίθανα πράγματα όταν είμαστε ερωτευμένοι. Προσωπικά μιλώντας, το πιο τρελό και το πιο σκληρό πράγμα που έχω κάνει εγώ για τον έρωτα είναι να αποφασίσω να τον κόψω όταν κατάλαβα ότι δεν μου κάνει πλέον καλό.
– Και ποιο είναι το όριο που θα βάζατε. Το σημείο που θα λέγατε στον εαυτό σας «Φτάνει»
Όταν συναντήσω την απουσία μου στο βλέμμα του άλλου, ενώ γνωρίζω πως είναι να με κοιτάζει και αλλιώς. Και φυσικά όταν αντιληφθώ ότι τα λόγια που ακούω δε συντονίζονται πλέον με τις πράξεις. Αλλά ακόμη κι εμείς όταν επιλέγουμε να φύγουμε από τη σχέση, δεν έχει καμία διαφορά. Όταν οι άνθρωποι μας υποχρεώνουν με τη συμπεριφορά τους να μην τους αγαπάμε πια είναι πρωτίστως δική μας η ζημιά, όχι δική τους. Εμείς γινόμαστε πιο φτωχοί.
– Ενοχληθήκατε από την εμπάθεια της κριτικής που δεχτήκαν οι «Σφήκες» το περασμένο καλοκαίρι;
Ίσα, ίσα. Ήταν και απαραίτητη κατά τη γνώμη μου για να δικαιωθεί η επιθυμία της Λένας να συνεχιστεί το έργο της και πέραν της σκηνής. Έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με ένα κερδισμένο στοίχημα. Η παράσταση της Λένας, επικεντρώθηκε στη “μανία” των λαϊκών δικαστηρίων, πράγμα που με αφορμή την Επίδαυρο, συνεχίστηκε αργότερα για μήνες ολόκληρους στο διαδίκτυο και στις παρέες. Ήταν εντυπωσιακό. Πιστέψτε με δε, ακούσαμε τόσο συγκινητικά λόγια από πάρα πολύ κόσμο που μας έδωσαν απίστευτη δύναμη. Ίσως ακριβώς κι εξαιτίας αυτής της κριτικής. Πιστεύω πως μας γύρισε σε καλό. Οι περισσότεροι συσπειρώθηκαν στηρίζοντας αυτό που φτιάξαμε. Ακόμη και τώρα έρχεται κόσμος στο θέατρο και μου μιλάει για τους Σφήκες…
– Συχνά ακούω να λένε συνάδελφοί σας πως δεν τους απασχολούν οι κριτικές. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να το πιστέψω…
Δεν μπορώ να σας πω ότι εντυπωσιάζομαι. Ζούμε στις μέρες μια πλήρη ισοπέδωση των πάντων. Και φυσικά μιλάω για όλους τους τομείς. Και για την δική μας τη δουλειά. Τα τελευταία χρόνια όλοι μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη για τα πάντα, οπουδήποτε χωρίς τις ανάλογες σπουδές, προτάσσοντας κυρίως την αγάπη μας για το αντικείμενο που σχολιάζουμε. Αυτό φυσικά δεν μας καθιστά ειδικούς, πολλώ δε μάλλον ως προς μία τέχνη που είναι καθαρά πρακτική και εμπειρική. Εγώ επιμένω να πιστεύω ότι η πιο ουσιαστική κριτική είναι η σφραγίδα του χρόνου. Αυτή η πολυπόθητη διάρκεια που όλοι μας πιστεύω επιζητάμε.
– Οφείλει η τέχνη να είναι αρεστή;
Σαν ύποπτο και επικίνδυνο μου φαίνεται αυτό από τη στιγμή που ξεκινάει σαν στόχος.
– Ναι, αλλά σαν να ακούω κάποιους να λένε «πλήρωσα εισιτήριο»…
Το ότι πληρώνεις εισιτήριο για να δεις κάτι δεν καθιστά αυτομάτως υποχρεωτικό και ότι θα περάσεις καλά με τους δικούς σου όρους. Όπως και ότι θα πληρώσεις ένα πιάτο σε ένα εστιατόριο, δε σημαίνει ότι απαραιτήτως θα σου αρέσει και αυτό που θα δοκιμάσεις.
– Είστε σε πρόβες για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο «Και λέγε λέγε». Τι να περιμένουμε να δούμε;
Οι πρόβες δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη οπότε είναι νωρίς για να έχω μια συγκεκριμένη εικόνα του πως θα είναι η παράσταση. Ξέρω όμως ότι θα είναι ένα έργο με θεματική του τον έρωτα και αυτό είναι από μόνο του πολύ ερεθιστικό σα σκέψη μέσα από τη ματιά της Λένας που καταφέρνει να συγκινεί πίσω από την επιφανειακή αγριότητά της.
– Σαν να ακούω τις φεμινιστικές οργανώσεις να αντιδρούν
Είμαι σίγουρος ότι στο βάθος είναι αδύνατο κανείς να πιστέψει ότι τα κείμενα ενός δημιουργού με τέτοια ευαισθησία όπως η Λένα, θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ως στόχο το να θίξουν η να προσβάλουν τον οποιονδήποτε. Αντιθέτως χρησιμοποιούν ως μοχλό τα κατώτερα ένστικτα που κρύβει μέσα του το ανθρώπινο είδος, θέλοντας να αποδείξουν πως είναι ικανό για τη μεγαλύτερη τρυφερότητα και ταυτόχρονα για τη μέγιστη κακοποίηση.
– Με την έξαρση των social media όλοι έχουμε άποψη και το χειρότερο την επιθυμία να την εκφράσουμε. Ποια ανάγκη μας εξυπηρετεί αυτή η συμπεριφορά;
Οφείλω να ομολογήσω ότι έχω μια σχετικά κακή σχέση με τα social media, τα οποία θεωρώ εντελώς παραπλανητικά και ύποπτα στην εικόνα που βγάζουν προς τα έξω είτε ως προς το θέμα της γνώμης, είτε ως προς την επίπλαστη ευτυχία. Είναι αναμενόμενο βέβαια οι άνθρωποι να θέλουν να ομαδοποιούνται για να αισθάνονται μια σχετική ασφάλεια. Ότι κάπου ανήκουν. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι περιμένουν να πάρουν ένα σήμα, να ακούσουν μια άποψη για κάτι και μόλις αισθανθούν ότι αποτελεί πλειοψηφία, σπεύδουν να προσυπογράψουν με μια ακραία συμμετοχική αγωνία. Ανάλογα διαφημίζουν και την υποτιθέμενη χαρά τους. Οι άνθρωποι ξέρετε στην πραγματικότητα, δεν μοιραζόμαστε δημόσια το πόσο ευτυχισμένοι είμαστε. Αυτό αρεσκόμαστε να το κρατάμε για τον εαυτό μας. Φοβόμαστε δε και την αρνητική ενέργεια των “ξένων”. Μοιραζόμαστε όμως με λαχτάρα το πόσο ευτυχισμένοι θα θέλαμε να ήμασταν και αυτό είναι πολύ τρομακτικό.
– Δεν έχω προλάβει να δω το πρώτο επεισόδιο του «Σωτέ» που έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες. Ποιος είναι ο ρόλος σας;
Κάνω τον Βατζ. Είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός νοεχύπις που με κέρδισε αμέσως μόλις μου μίλησε ο Κωνσταντίνος (Αντωνόπουλος) γι αυτόν. Αν και γκεστ χαρακτήρας διασκέδασα τρομερά τη διαδικασία των γυρισμάτων και την κινηματογραφική προσέγγιση της σειράς.
– Ποια ταινία είδατε πρόσφατα;
Είδα ξανά το “Il Postino”. Κάθε φορά συγκινούμαι και περισσότερο. Ίσως γιατί βρίσκω πολύ τρυφερούς τους χαρακτήρες με αυτή την εσωτερική αγνότητα. Εκείνους τους ανθρώπους που έχουν μια ισχυρή ελπίδα για το μέλλον, μια πίστη, ότι η αυριανή μέρα στη ζωή τους θα είναι καλύτερη ενώ εμείς ως θεατές γνωρίζουμε εξ αρχής ότι το όνειρό τους είναι αδύνατον να γίνει πραγματικότητα.
– Κλείνοντας κ. Παπαδόπουλε, γιατί θέατρο;
Νομίζω κυρίως, γιατί μ’ αρέσει να λέω ιστορίες κάθε βράδυ στις 9. Έχει και μια περίεργη γοητεία, αυτή η ηθελημένη σκλαβιά της επαναληψιμότητας. Πολλές φορές δε, μπορεί και να προκύψει μια ξαφνική ειλικρίνεια καθαρά δική σου, με αφορμή τα λόγια κάποιου άλλου, που δεν είχες προβλέψει κι είναι πολύ λυτρωτικό σαν συναίσθημα αυτό όταν συμβαίνει. Αφήστε δε, που γλιτώνω και από το τρομακτικό βάσανο του πως αλλιώς θα μπορούσα να περάσω καλύτερα την αρχή της νύχτας μου.
Αναμφίβολα ο Πάνος Παπαδόπουλος ανήκει στη γενιά καλλιτεχνών που έμαθε το θέατρο μέσα από την κρίση. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που παραμένει προσγειωμένος παρά τη μέχρι τώρα σημαντική διαδρομή του. Το 2018 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Χορν, έχει πρωταγωνιστήσει σε αξιόλογες παραστάσεις, έχει γράψει και σκηνοθετήσει για τον κινηματογράφο, ενώ διασκεύασε κείμενα και για το θέατρο.
Τον χειμώνα σκηνοθέτησε μαζί με την συμπρωταγωνίστρια του, Κλέλια Ανδριολάτου, τον «Εραστή» του Χάρολντ Πίντερ, ενώ ετοιμάζεται για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Και λέγε λέγε». Κι όπως καταλαβαίνετε πολλά θα μπορούσα να πω για τα επαγγελματικά του σχέδια όμως θέλω να σταθώ πιο πολύ στη συζήτησή μας. Μετά τον αλαλαγμό των θερινών «Σφηκών» -με ό,τι αυτό σημαίνει- μου έδωσε ίσως την πιο συνειδητοποιημένη απάντηση για τα λαϊκά δικαστήρια και την κριτική που συμπεριφέρεται σαν η τέχνη να της οφείλει την ύπαρξή της κι ακόμα περισσότερο οι ίδιοι οι δημιουργοί.
– Γιατί το συγκεκριμένο έργο του Χάρολντ Πίντερ;
Ίσως γιατί διαβάζοντάς το μου θύμισε τις “Επικίνδυνες Σχέσεις” στις οποίες έχω τρομακτική αδυναμία. Με συγκινεί κι εκεί, όπως κι εδώ, αυτή η στέρηση της οικειότητας του ενός από τον άλλον. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι πιο σκληρό που μπορεί να συμβεί μεταξύ δύο ανθρώπων που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ.
– Είναι δύσκολο να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας; Αποτελεί ρίσκο μια τέτοια απόφαση;
Για μένα τρομερό. Δεν έχεις καθόλου καθαρή εικόνα αυτού που φτιάχνεις. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργήσεις μια συρραφή σκηνικών αντιδράσεων που εσύ πιστεύεις πως σε κολακεύουν, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Στο βάθος όμως αυτό που ερωτευόμαστε στους άλλους είναι οι αδυναμίες τους. Γιατί μας δίνουν το χώρο να καλύψουμε τα κενά. Να συμπληρώσουμε τις ατέλειες. Άρα να υπάρξουμε με κάποιον τρόπο δίπλα τους.
– Αγαπιούνται η Σάρα και ο Ρίτσαρντ;
Έτσι πιστεύω. Όμως η σχέση τους έχει στηριχθεί στην ανειλικρίνεια και αυτό που θέλουν πραγματικά να πουν ο ένας στον άλλον, δεν θα ειπωθεί ποτέ. Είναι πιο σημαντικό πλέον να κρατήσουν το πάνω στάτους, ίσως για να μη φανεί η αδυναμία τους απέναντι στην άλλη πλευρά και ταπεινωθούν. Αλλά αισθάνομαι πως μ’ ένα δικό τους τρόπο είναι ακόμη ερωτευμένοι. Ο έρωτας δεν εκδηλώνεται μόνο με την επιθυμία του να κάνεις έρωτα, αλλά και με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου.
– Τους αρέσει όμως να πονούν ο ένας τον άλλον ή μήπως όχι;
Όπως λέει και ο Σαίξπηρ “Είτε μ’ αγαπάς, είτε με μισείς είναι και τα δύο υπέρ μου. Αν μ’ αγαπάς είμαι για πάντα στην καρδιά σου, αν με μισείς είμαι για πάντα στο μυαλό σου”. Κάνει καλό και λίγος βασανισμός στον έρωτα αρκεί φυσικά ο βασανιστής να ξέρει τη σωστή δοσολογία που φυσικά δεν την ξέρει. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αγαπάμε με τρόμο και να μισούμε με μία ανεξήγητη αγάπη, αυτό που μας προκάλεσε τον μεγαλύτερο πόνο και τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία.
– Πως γίνεται δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ να νιώθουν αποξενωμένοι; Ανοίκειοι;
Δεν είναι και τόσο μακρινό όσο το φαντάζεστε. Στην αρχή προσπαθούμε μέσα στη σχέση να μιλάμε να εξηγούμε τι μας ενοχλεί και τι όχι για να γεφυρώσουμε το χάσμα, μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ότι οι φορές που γινόμαστε δυσάρεστοι στον άνθρωπό μας είναι περισσότερες από εκείνες που γινόμαστε ευχάριστοι. Έτσι μαζευόμαστε για να κερδίσουμε λίγο περισσότερο χρόνο κοντά του, έχοντας αρχίσει σιγά σιγά να ενεργοποιείται και ο φόβος της εγκατάλειψης… Στο τέλος καταλήγουμε να μην ανταλλάσουμε σχεδόν κουβέντα.
– Τι θα κάνατε για έναν έρωτα;
Σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής μας, ένα κι ένα κάνει δύο, εκτός κι αν είσαι ερωτευμένος που κάνει έξι. Όλοι μας είμαστε ικανοί για τα πιο προβλέψιμα και τα πιο απίθανα πράγματα όταν είμαστε ερωτευμένοι. Προσωπικά μιλώντας, το πιο τρελό και το πιο σκληρό πράγμα που έχω κάνει εγώ για τον έρωτα είναι να αποφασίσω να τον κόψω όταν κατάλαβα ότι δεν μου κάνει πλέον καλό.
– Και ποιο είναι το όριο που θα βάζατε. Το σημείο που θα λέγατε στον εαυτό σας «Φτάνει»
Όταν συναντήσω την απουσία μου στο βλέμμα του άλλου, ενώ γνωρίζω πως είναι να με κοιτάζει και αλλιώς. Και φυσικά όταν αντιληφθώ ότι τα λόγια που ακούω δε συντονίζονται πλέον με τις πράξεις. Αλλά ακόμη κι εμείς όταν επιλέγουμε να φύγουμε από τη σχέση, δεν έχει καμία διαφορά. Όταν οι άνθρωποι μας υποχρεώνουν με τη συμπεριφορά τους να μην τους αγαπάμε πια είναι πρωτίστως δική μας η ζημιά, όχι δική τους. Εμείς γινόμαστε πιο φτωχοί.
– Ενοχληθήκατε από την εμπάθεια της κριτικής που δεχτήκαν οι «Σφήκες» το περασμένο καλοκαίρι;
Ίσα, ίσα. Ήταν και απαραίτητη κατά τη γνώμη μου για να δικαιωθεί η επιθυμία της Λένας να συνεχιστεί το έργο της και πέραν της σκηνής. Έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με ένα κερδισμένο στοίχημα. Η παράσταση της Λένας, επικεντρώθηκε στη “μανία” των λαϊκών δικαστηρίων, πράγμα που με αφορμή την Επίδαυρο, συνεχίστηκε αργότερα για μήνες ολόκληρους στο διαδίκτυο και στις παρέες. Ήταν εντυπωσιακό. Πιστέψτε με δε, ακούσαμε τόσο συγκινητικά λόγια από πάρα πολύ κόσμο που μας έδωσαν απίστευτη δύναμη. Ίσως ακριβώς κι εξαιτίας αυτής της κριτικής. Πιστεύω πως μας γύρισε σε καλό. Οι περισσότεροι συσπειρώθηκαν στηρίζοντας αυτό που φτιάξαμε. Ακόμη και τώρα έρχεται κόσμος στο θέατρο και μου μιλάει για τους Σφήκες…
– Συχνά ακούω να λένε συνάδελφοί σας πως δεν τους απασχολούν οι κριτικές. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να το πιστέψω…
Δεν μπορώ να σας πω ότι εντυπωσιάζομαι. Ζούμε στις μέρες μια πλήρη ισοπέδωση των πάντων. Και φυσικά μιλάω για όλους τους τομείς. Και για την δική μας τη δουλειά. Τα τελευταία χρόνια όλοι μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη για τα πάντα, οπουδήποτε χωρίς τις ανάλογες σπουδές, προτάσσοντας κυρίως την αγάπη μας για το αντικείμενο που σχολιάζουμε. Αυτό φυσικά δεν μας καθιστά ειδικούς, πολλώ δε μάλλον ως προς μία τέχνη που είναι καθαρά πρακτική και εμπειρική. Εγώ επιμένω να πιστεύω ότι η πιο ουσιαστική κριτική είναι η σφραγίδα του χρόνου. Αυτή η πολυπόθητη διάρκεια που όλοι μας πιστεύω επιζητάμε.
– Οφείλει η τέχνη να είναι αρεστή;
Σαν ύποπτο και επικίνδυνο μου φαίνεται αυτό από τη στιγμή που ξεκινάει σαν στόχος.
– Ναι, αλλά σαν να ακούω κάποιους να λένε «πλήρωσα εισιτήριο»…
Το ότι πληρώνεις εισιτήριο για να δεις κάτι δεν καθιστά αυτομάτως υποχρεωτικό και ότι θα περάσεις καλά με τους δικούς σου όρους. Όπως και ότι θα πληρώσεις ένα πιάτο σε ένα εστιατόριο, δε σημαίνει ότι απαραιτήτως θα σου αρέσει και αυτό που θα δοκιμάσεις.
– Είστε σε πρόβες για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο «Και λέγε λέγε». Τι να περιμένουμε να δούμε;
Οι πρόβες δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη οπότε είναι νωρίς για να έχω μια συγκεκριμένη εικόνα του πως θα είναι η παράσταση. Ξέρω όμως ότι θα είναι ένα έργο με θεματική του τον έρωτα και αυτό είναι από μόνο του πολύ ερεθιστικό σα σκέψη μέσα από τη ματιά της Λένας που καταφέρνει να συγκινεί πίσω από την επιφανειακή αγριότητά της.
– Σαν να ακούω τις φεμινιστικές οργανώσεις να αντιδρούν
Είμαι σίγουρος ότι στο βάθος είναι αδύνατο κανείς να πιστέψει ότι τα κείμενα ενός δημιουργού με τέτοια ευαισθησία όπως η Λένα, θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ως στόχο το να θίξουν η να προσβάλουν τον οποιονδήποτε. Αντιθέτως χρησιμοποιούν ως μοχλό τα κατώτερα ένστικτα που κρύβει μέσα του το ανθρώπινο είδος, θέλοντας να αποδείξουν πως είναι ικανό για τη μεγαλύτερη τρυφερότητα και ταυτόχρονα για τη μέγιστη κακοποίηση.
– Με την έξαρση των social media όλοι έχουμε άποψη και το χειρότερο την επιθυμία να την εκφράσουμε. Ποια ανάγκη μας εξυπηρετεί αυτή η συμπεριφορά;
Οφείλω να ομολογήσω ότι έχω μια σχετικά κακή σχέση με τα social media, τα οποία θεωρώ εντελώς παραπλανητικά και ύποπτα στην εικόνα που βγάζουν προς τα έξω είτε ως προς το θέμα της γνώμης, είτε ως προς την επίπλαστη ευτυχία. Είναι αναμενόμενο βέβαια οι άνθρωποι να θέλουν να ομαδοποιούνται για να αισθάνονται μια σχετική ασφάλεια. Ότι κάπου ανήκουν. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι περιμένουν να πάρουν ένα σήμα, να ακούσουν μια άποψη για κάτι και μόλις αισθανθούν ότι αποτελεί πλειοψηφία, σπεύδουν να προσυπογράψουν με μια ακραία συμμετοχική αγωνία. Ανάλογα διαφημίζουν και την υποτιθέμενη χαρά τους. Οι άνθρωποι ξέρετε στην πραγματικότητα, δεν μοιραζόμαστε δημόσια το πόσο ευτυχισμένοι είμαστε. Αυτό αρεσκόμαστε να το κρατάμε για τον εαυτό μας. Φοβόμαστε δε και την αρνητική ενέργεια των “ξένων”. Μοιραζόμαστε όμως με λαχτάρα το πόσο ευτυχισμένοι θα θέλαμε να ήμασταν και αυτό είναι πολύ τρομακτικό.
– Δεν έχω προλάβει να δω το πρώτο επεισόδιο του «Σωτέ» που έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες. Ποιος είναι ο ρόλος σας;
Κάνω τον Βατζ. Είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός νοεχύπις που με κέρδισε αμέσως μόλις μου μίλησε ο Κωνσταντίνος (Αντωνόπουλος) γι αυτόν. Αν και γκεστ χαρακτήρας διασκέδασα τρομερά τη διαδικασία των γυρισμάτων και την κινηματογραφική προσέγγιση της σειράς.
– Ποια ταινία είδατε πρόσφατα;
Είδα ξανά το “Il Postino”. Κάθε φορά συγκινούμαι και περισσότερο. Ίσως γιατί βρίσκω πολύ τρυφερούς τους χαρακτήρες με αυτή την εσωτερική αγνότητα. Εκείνους τους ανθρώπους που έχουν μια ισχυρή ελπίδα για το μέλλον, μια πίστη, ότι η αυριανή μέρα στη ζωή τους θα είναι καλύτερη ενώ εμείς ως θεατές γνωρίζουμε εξ αρχής ότι το όνειρό τους είναι αδύνατον να γίνει πραγματικότητα.
– Κλείνοντας κ. Παπαδόπουλε, γιατί θέατρο;
Νομίζω κυρίως, γιατί μ’ αρέσει να λέω ιστορίες κάθε βράδυ στις 9. Έχει και μια περίεργη γοητεία, αυτή η ηθελημένη σκλαβιά της επαναληψιμότητας. Πολλές φορές δε, μπορεί και να προκύψει μια ξαφνική ειλικρίνεια καθαρά δική σου, με αφορμή τα λόγια κάποιου άλλου, που δεν είχες προβλέψει κι είναι πολύ λυτρωτικό σαν συναίσθημα αυτό όταν συμβαίνει. Αφήστε δε, που γλιτώνω και από το τρομακτικό βάσανο του πως αλλιώς θα μπορούσα να περάσω καλύτερα την αρχή της νύχτας μου.